Θ’ Διδασκαλία. ΓΙΑ ΤΟ ΨΕΜΑ.
96.-. Θέλω να σας θυμίσω, αδελφοί μου, λίγα για το ψέμα. Γιατί δεν βλέπω να πολυφροντίζετε να κρατάτε τη γλώσσα σας και γι’ αυτό εύκολα παρασυρόσαστε σε λάθη. Βλέπετε, αδελφοί μου, ότι για κάθε πράγμα, όπως πάντα σας λέω, παίζει ρόλο η συνήθεια και στο καλό και στο κακό. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή και άγρυπνη φροντίδα, για να μη μας ξεγελάει το ψέμα. Γιατί κανένας απ’ αυτούς που λένε ψέματα δεν ενώθηκε με τον Θεό. Το ψέμα δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό. Γιατί είναι γραμμένο ότι: «Το ψέμα πηγάζει από τον Πονηρό». Και σ’ άλλο σημείο έχει γραφεί ότι: «Ο διάβολος είναι ψεύτης και πατέρας του ψεύδους» (Ιωαν. 8, 44). Βλέπετε, λέει τον διάβολο πατέρα του ψεύδους. Η δε αλήθεια είναι ο Θεός. Γιατί Αυτός λέει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωαν. 14, 6). Καταλαβαίνεται λοιπόν από Ποιον χωριζόμαστε και με ποιον δενόμαστε με το ψέμα. Είναι ολοφάνερο ότι δενόμαστε με τον διάβολο. Αν πραγματικά θέλουμε να σωθούμε, έχουμε υποχρέωση, με όλη τη δύναμη και με κάθε φροντίδα, να αγαπάμε την αλήθεια και να φυλαγόμαστε από κάθε είδους ψέμα, για να μη μας χωρίσει από την αλήθεια και τη ζωή.
97.-. Υπάρχουν δε τρεις διαφορετικοί τρόποι για να πει κανείς ψέματα. Ο ένας είναι να πει κανείς ψέματα με το νου του. Ο άλλος το να πει ψέματα με λόγια και ο τρίτος το να πει ψέματα με ολόκληρη τη ζωή του. Εκείνος που με το νου του λέει ψέματα, είναι αυτός που δέχεται τις υπόνοιες. Αυτός, αν δει κάποιον να μιλάει με τον αδελφό του, υποψιάζεται και λέει: «Για μένα λένε». Κι αν σταματήσουν να μιλάνε, πάλι υποψιάζεται ότι σταμάτησαν γι’ αυτόν. Αν του πει κανείς μια κουβέντα, υποψιάζεται ότι την είπε επίτηδες, για να τον στενοχωρήσει. Και μ’ ένα λόγο, σε κάθε πράγμα έτσι υποψιάζεται τον αδελφό του, λέγοντας: «Για μένα το’ κανε αυτό, για μένα το’ πε εκείνο. Γι’ αυτό το λόγο έκανε τούτο το πράγμα». Αυτός είναι που με το νου του λέει ψέματα. Γιατί δεν λέει τίποτε αληθινό, αλλά όλα είναι βασισμένα στις υποψίες. Απ’ αυτό το λόγο λοιπόν γεννιούνται περιέργειες, καταλαλιές, κρυφακούσματα, διαμάχες, κατακρίσεις.
Τυχαίνει καμιά φορά να υποψιαστεί κάποιος κάτι και τα πράγματα να αποδείξουν ότι ήταν αληθινό. Και γι’ αυτό ακριβώς ισχυρίζεται ότι, επειδή θέλει να διορθώσει τον εαυτό του, πάντοτε κινείται με καχυποψία και περιέργεια, κάνοντας την ακόλουθη σκέψη: «Αν μιλάει κανείς εναντίον μου κι εγώ τον ακούσω, θα καταλάβω ποιο είναι το σφάλμα που με κατηγορεί και θα διορθωθώ». Πρώτα-πρώτα λοιπόν, αυτή η προκατάληψη που δέχεται στην ψυχή του είναι έργο του Πονηρού. Γιατί άρχισε με το ψέμα, δηλαδή χωρίς να ξέρει, υποψιάστηκε αυτό που δεν ήξερε. Πώς μπορεί λοιπόν κακό δένδρο να κάνει καλούς καρπούς; Αν όμως θέλει να διορθωθεί εντελώς, όταν του πει ο αδελφός «μην το κάνεις αυτό» ή «γιατί το έκανες εκείνο;», να μην ταραχθεί. Αλλά να βάλει μετάνοια και να τον ευχαριστήσει και τότε θα διορθωθεί. Και, αν δει ο Θεός ότι είναι τέτοια η πρόθεσή του, δεν θα τον αφήσει ποτέ να πλανηθεί, αλλά οπωσδήποτε θα του στείλει τον κατάλληλο άνθρωπο, για να τον διορθώσει. Το να πει όμως ότι «επειδή θέλω να διορθωθώ, πιστεύω στις υποψίες μου και κατά συνέπεια συνηθίζω να κρυφακούω και να περιεργάζομαι», αυτό είναι μια σκέψη που του τη βάζει και τη δημιουργεί ο διάβολος, θέλοντας να τον καταστρέψει.
(αββά Δωροθέου, "Ασκητικά", Διδασκαλια Θ΄, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 253-255)