E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Γράφει ο Francis Collins (εξέχων Γενετιστής επιστήμονας)

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΜΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ
Έτσι η αυξανόμενη μαρτυρία γι΄αυτό το μοναδικό άτομο, που έδειχνε να αντιπροσωπεύει το Θεό που αναζητούσε τον άνθρωπο (ενώ σε πολλές άλλες θρησκείες φαινόταν να είναι ο άνθρωπος σε αναζήτηση του Θεού) αποτέλεσε μια ακαταμάχητη περίπτωση. Αλλά εγώ δίσταζα φοβούμενος τις συνέπειες και βασανιζόμενος από αμφιβολίες. Μήπως ο Χριστός ήταν μόνο ένας μεγάλος πνευματικός διδάσκαλος; Πάλι, ο Lewis έχει γράψει μια παράγραφο που φαινόταν να είναι ακριβώς για μένα:

«Προσπαθώ τώρα να προλάβω κάποιον μήπως πει αυτή την ανοησία που διάφοροι λένε γι΄Αυτόν: «Είμαι πρόθυμος να δεχτώ τον Ιησού σαν μεγάλο δάσκαλο της ηθικής ,αλλά δε δέχομαι τον ισχυρισμό Του ότι είναι Θεός». Αυτό το πράγμα δεν πρέπει να το λέμε. Ένας άνθρωπος που θα ήταν απλά ένας άνθρωπος και θα είχε πει αυτά που είπε ο Ιησούς δεν θα ήταν ένας μεγάλος ηθικός δάσκαλος. Θα ήταν ή ένας τρελός (του επιπέδου ενός ανθρώπου που λέει ότι είναι βρασμένο αυγό) ή άλλως θα ήταν ο Διάβολος της Κόλασης. Πρέπει να κάνετε την επιλογή σας.

Ή αυτός ο άνθρωπος ήταν και είναι ο Υιός του Θεού, ή άλλως είναι ένας τρελός ή κάτι χειρότερο. Μπορείτε να Τον κλείσετε μέσα σαν τρελό, μπορείτε να τον φτύσετε και να τον σκοτώσετε σαν Δαίμονα. Ή μπορείτε να πέσετε στα πόδια Του και να Τον αποκαλέσετε Κύριο και Θεό. Αλλά ας μην υιοθετήσουμε καμία ανοησία ότι είναι ένας μεγάλος δάσκαλος. Δεν μας άφησε αυτή τη δυνατότητα. Δεν είχε αυτήν την πρόθεση».

Είχε δίκιο ο Lewis. Έπρεπε να κάνω μια επιλογή. Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει από τότε που αποφάσισα να πιστέψω σε κάποιο Θεό, και τώρα έπρεπε να ξεκαθαρίσω .

Μια ωραία φθινοπωρινή ημέρα, καθώς πεζοπορούσα στα βουνά με τους καταρράκτες κατά το πρώτο μου ταξίδι δυτικά του Μισσισιπί, η μεγαλοπρέπεια και η ομορφιά της θειας δημιουργίας νίκησε την αντίσταση μου. Καθώς έστριψα σε μια γωνία και είδα μια απρόοπτη παγωμένη υδατόπτωση, εκατοντάδες πόδια ψηλή, αισθάνθηκα ότι η αναζήτηση είχε τελειώσει. Το άλλο πρωί γονάτισα στο δροσερό γρασίδι καθώς ανέτειλε ο ήλιος και παραδόθηκα στον Ιησού Χριστό.

Δεν επιδιώκω λέγοντας αυτή την ιστορία να ευαγγελισθώ ή να προσηλυτίσω. Κάθε άνθρωπος πρέπει να κάνει τη δική του αναζήτηση για πνευματική αλήθεια. Αν ο Θεός είναι αληθινός, θα βοηθήσει. Πολλά βέβαια έχουν λεχθεί από χριστιανούς για την «αποκλειστική λέσχη» στην οποία βρίσκονται. Η ανεκτικότητα είναι αρετή ,η μισαλλοδοξία είναι ελάττωμα. Το βρίσκω πολύ ενοχλητικό όταν οι πιστοί μιας θρησκευτικής παράδοσης απορρίπτουν τις πνευματικές εμπειρίες των άλλων. Δυστυχώς οι χριστιανοί φαίνονται πολύ επιρρεπείς στο να το κάνουν αυτό.

Προσωπικά, έχω βρει πολλά πράγματα να μάθω και να θαυμάσω σε άλλες πνευματικές παραδόσεις, μολονότι έχω βρει την ειδική αποκάλυψη της θειας φύσης στον Ιησού Χριστό να είναι ένα ουσιαστικό συστατικό της δίκης μου πίστης.
(Francis Collins, Η γλώσσα του Θεού, εκδ. Παπαζήση σελ. 193-195)

«Με την εκφώνηση  Τα άγια τοις αγίοις» γίνεται η ύψωση από τον ιερέα του αγίου άρτου. Υψώνεται μόνο ο αμνός κι όχι ολόκληρο το δισκάριο με τις μερίδες. Και τούτο γιατί μόνο αυτός μεταβάλλεται σε σώμα Χριστού.

Η ύψωση αυτή συμβολίζει την ανύψωση του Χριστού στο Σταυρό, κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό100 και τον Θεόδωρο Ανδίδων101. Η ύψωση βασικά πριν από οποιαδήποτε συμβολική ερμηνεία είναι η πρώτη πράξη της κλάσης (δηλ. του τεμαχισμού) του άρτου. Για να κόψουμε κάτι πρέπει πρώτα να το κρατήσουμε στα χέρια, να το σηκώσουμε102. Η αρχική αυτή κίνηση οδήγησε στη διαμόρφωση της πράξης της ύψωσης. Η έννοια της είναι να υπενθυμίσει στους πιστούς πως ο άρτος αυτός, το σώμα του Χριστού, είναι για τους αγίους κι όχι για τους ανάξιους· «τα άγια ουν τοις αγίοις κατάλληλα»103.

Μια υπενθύμιση που δεν είναι εκφοβιστικό παράγγελμα απομάκρυνσης από το μυστήριο, αλλά απεναντίας ενθάρρυνση για συμμετοχή σ' αυτό. «Άγιοι δεν είναι μόνο εκείνοι που έφτασαν στην τελειότητα της αρετής, λέγει ο Καβάσιλας, αλλά κι εκείνοι που βιάζονται να φθάσουν την τελειότητα αυτή, αλλά δεν την έφθασαν ακόμη. Γιατί και τούτους τίποτε δεν εμποδίζει να αγιάζονται δια της συμμετοχής τους στα άγια μυστήρια»104.
Φυσικά δεν είναι για όλους η θεία κοινωνία, αλλά για τους άξιους. Και άξιος γίνεται κανείς με το δικό του πνευματικό αγώνα και προπάντων με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Θεού.

Γι αυτό κι ο ύμνος του λάου παρακάτω «Είς άγιος, είς Κύριος....» σημαίνει πως κανείς δεν έχει από μόνος του τον αγιασμό, αλλά όλοι τον έχουν από εκείνον και εξαιτίας εκείνου. Αυτός εδόξασε τον πατέρα του, αποκαλύπτοντας τον αγιασμό εκείνου στους ανθρώπους105. Για τον άγιο Μάξιμο η ομολογία αυτή δείχνει τη μελλοντική συγκέντρωση και ένωση όλων στην άφθαρτη αιωνιότητα. Μέσα από τη θεία λειτουργία προσανατολίζεται κανείς προς τη μέλλουσα δόξα. Όλοι γίνονται ένα με το Χριστό. «Όμοιοι κατά χάρη και μετοχή μ' εκείνον που είναι από μόνος του αγαθός»106.

Μετά την ύψωση του αγίου άρτου κλείνει το καταπέτασμα της ωραίας πύλης, που κρέμεται πάνω από τα βημόθυρα και συμβολίζει το χώρισμα μεταξύ ουρανού, που είναι το ιερό βήμα, τα άγια των αγίων της Παλαιάς Διαθήκης, και της γής, που είναι ο κυρίως ναός, τα άγια της σκηνής του μαρτυρίου της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό γίνεται για να τονισθεί περισσότερο ο μυστηριακός χαρακτήρας της θείας λειτουργίας.

Στο μεταξύ στο ιερό βήμα γίνεται ο μελισμός, η ένωση και η κοινωνία των ιερέων.

Ο μελισμός, το κομμάτιασμα δηλαδή του αμνού σε τέσσερα μέρη, γίνεται για πρακτικούς λόγους, αφού πρόκειται να κοινωνήσουν οι ιερείς και οι πιστοί. Θυμίζει όμως και την κλάση του άρτου από τον Ιησού στο μυστικό δείπνο. Αργότερα πήρε το συμβολισμό του πάθους του Χριστού· «Η κλάσις του άρτου του τιμίου την σφαγήν δηλοί»107. Με το μελισμό ο Χριστός τεμαχίζεται «για να χορτάσει τους πάντας»108, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σε κάθε μερίδα έχουμε ένα κομμάτι του Χριστού: «καν μερίζεται, αμέριστος διαμένει και άτμητος, έφ' ένι εκάστω μέρει των τεμνομένων ο αυτός όλος θεάνθρωπος μεριζόμενος τε και ευρισκόμενος»109. Σε κάθε κομμάτι είναι ολόκληρος ο Χριστός.

Μια απο τις μερίδες αυτή που γράφει τη λέξη Ιησούς (ΙΣ), ρίχνεται στο άγιο ποτήριο και γίνεται έτσι η ένωση του σώματος και του αίματος. Η ένωση σημαίνει πως το σώμα και το αίμα είναι ένα. «'Οτι εις (=ένας) έστιν ο Χριστός ει και εν ποτηρίω και άρτω καθοράται»110. Ένας είναι ο Χριστός.

Μετά την ένωση ο ιερέας ρίχνει στο άγιο ποτήριο ζεστό νερό, το ζέον. Και αυτό για να θυμίζει το αίμα και το νερό που έτρεξαν ζεστά και ζωντανά από την πλευρά του Ιησού. Η ανάμιξη κρασιού και νερού μαρτυρείται από το 2ο ήδη αιώνα, «ποτήριον ύδατος και κράματος»111, και μνημονεύεται σε όλες τις αρχαίες λειτουργίες.

Μόνο οι Αρμένιοι και ορισμένοι αιρετικοί δεν χρησιμοποιούσαν νερό. Το ζέον όμως, το ζεστό δηλ. νερό λίγο πριν τη θεία κοινωνία, είναι καθαρά βυζαντινή συνήθεια μαρτυρουμένη από τον 9ο αιώνα112. Για τον Καβάσιλα το ζεστό νερό στο ποτήριο ρίχνεται «για να σημαίνει την κάθοδο του αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία»113

Παραπομπές
100. Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί του σώματος και αίματος Χριστού § 5, PG 95, 409
101. PG 140, 464D
102. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Γ', Θεσσαλονίκη 1976, σ. 93
103. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Μυστ. Κατήχ. Ε' 19, PG 33, 1124
104. Νικ. Καβάσιλα, Εις την θείαν λειτουργίαν..., σ. 185
105. Ν. Καβάσιλα, ο. π., σ. 187
106. Μαξίμου του ομολογητού, Μυσταγωγία..., οπ.π., σ. 209
107. Ευτυχίου Κων/λεως, Λόγος περί του Πάσχα και της θείας Ευχαριστίας, PG 862, 2396Α
108. Ι. Χρυσοστόμου, Υπόθεσις της προς Κορινθίους πρώτης επιστολής, ομιλ. ΚΔ', PG 61, 200
109. Θεοδώρου Ανδίδων, PG 140, 464 D
110. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος..., κεφ. 99, PG 155, 300B
111. Ιουστίνου, Απολογία Α' 65, PG 6, 428
112. Π.Ν. Τρεμπέλα, Αι τρείς λειτουργίαι..., σ. 137
113. Νικ. Καβάσιλα, Εις την θείαν λειτουργίαν..., σ. 189

(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 171-176)

«Βρισκόμαστε στο σημείο όπου έχουν αρχίσει να διαβάζονται τα λεγόμενα δίπτυχα. Η λέξη δίπτυχα σημαίνει πίνακα, κατάλογο με δυο πτυχές, δυο πλευρές, όπου έγραφαν κι από εκεί διάβαζαν τα ονόματα των ζωντανών και των κεκοιμημένων. Η συνήθεια αυτή υπήρχε στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας από τους πρώτους αιώνες και σιγά σιγά εξελίχθηκε.

Η σειρά με την οποία γινόταν και γίνεται η μνημόνευση στη θέση αυτή της αγίας αναφοράς είναι α) οι άγιοι, β) οι κεκοιμημένοι, γ) οι ζωντανοί.
Στούς αγίους η μνημόνευση αρχίζει με τούς προπάτορες, πατριάρχες, προφήτες, αποστόλους, κήρυκες, ευαγγελιστές, μάρτυρες, ομολογητές, εγκρατευτές. Γενικά όλοι οι άγιοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Και τούτο γιατί, όπως λέει ένας ερμηνευτής, «εις Θεός έστι κακείνων και τούτων, ο το παρόν τούτο μυστήριον ευδοκήσας τελέσαι πρό των αιώνων»(85). Ένας είναι ο Θεός όλων, αυτός που προαιώνια ευδόκησε να τελέσει αυτό το μυστήριο. Στη συνέχεια γίνεται κατ’ όνομα μνημόνευση των αγίων με τιμητική αναφορά στην Παναγία.

Ακολουθεί το όνομα του Προδρόμου, των αποστόλων, του αγίου της ημέρας και κλείνει με την αναφορά σ’ όλους τους αγίους. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ένα πρόβλημα. Πώς είναι, δηλαδή, δυνατόν να τελούμε τη θεία λειτουργία για τους αγίους; Σχετικά ο άγιος Συμεών ο Θεσσαλονίκης γράφει «και των αγίων δε η ανακήρυξις ότι συνέπαθον αυτώ και νύν συνδοξάζονται. Εξαιρέτως δε η της Παναγίας και μόνης Θεοτόκου ανάμνησις, ότι και νυν και τότε το κοινόν έστι παντός του κόσμου σωτήριον»(86).

Οι άγιοι μνημονεύονται δηλαδή, γιατί με τη ζωή τους συνέπαθαν με το Χριστό και τώρα συνδοξάζονται. Η Παναγία δε ιδιαίτερα γιατί τότε και τώρα είναι η αιτία της σωτηρίας του κόσμου, αφού δι΄αυτής σαρκώθηκε ο Χριστός. Ο ιερός Καβάσιλας δίνει κάποια θεολογικότερη ερμηνεία: «ούτοι (οι άγιοι) εισίν αι αφορμαί της πρός τον Θεόν ευχαριστίας τη Εκκλησία. Υπέρ τούτων προσάγει την λογικήν ταύτην λατρείαν ως χαριστήριον τω Θεώ»(87). Προσφέρει ο ιερέας τη λογική αυτή λατρεία «υπέρ», χάριν, των αγίων όχι ως ικεσία αλλά ως ευχαριστία στο Θεό. Και για την Παναγία «ως ούσης αγιωσύνης επέκεινα πάσης» γιατί είναι πέρα από κάθε αγιοσύνη. Δεν έχουν λοιπόν οι άγιοι ανάγκη από εμάς, αλλά εμείς έχουμε ανάγκη απ΄αυτούς. Τους τιμάμε και τους ευχαριστούμε στη λατρευτική μας σύναξη(88).

Οι κεκοιμημένοι μνημονεύονται «και μνήσθητι πάντων των κεκοιμημένων...», γιατί η Εκκλησία ζεί και ελπίζει στην ανάσταση. Η προσευχή της προσφέρει ωφέλεια στους νεκρούς. Άλλωστε από τη φύση της αγκαλιάζει και τους νεκρούς και τους ζωντανούς. Στο σημείο αυτό ο καθένας μνημονεύει όποιον θέλει.

Ακολουθούν οι ζώντες, ο κλήρος, ο λαός, οι άρχοντες, όλη η οικουμένη. Η ειρήνη, η πρόοδος ης κοινωνίας και η ενότητα του κόσμου εξαρτώνται πολύ από τη βούληση και τη διάθεση των ηγετών. Η Εκκλησία το πιστεύει αυτό κι εύχεται γι’ αυτούς, ώστε να έχουμε «ήρεμον και ησύχιον βίον... εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι». Πάνω από όλους τους ζωντανούς ξεχωρίζει τον επίσκοπο «Εν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, του αρχιεπισκόπου ημών...» . Κι αυτό γιατί ο ρόλος του επισκόπου στην Εκκλησία και στην θεία λειτουργία είναι σημαντικός και ιδιαίτερος. Η μνημόνευση του επισκόπου σημαίνει σεβασμό πρός αυτόν και ταυτόχρονα αναγνώρισή του, κάτι που τονίζει την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία δεν εννοείται έξω από τη θεία ευχαριστία και τον επίσκοπο(89).

Παλιότερα τα δίπτυχα τα διάβαζε ο διάκονος. Πρώτα διάβαζε τούς κεκοιμημένους μετά το «εξαιρέτως», με την τελική κατάληξη το «και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων κ πασών». Ο λαός απαντούσε «Και πάντων και πασών». Μετά το «Εν πρώτοις...» διάβαζε τους ζώντες με τελική κατάληξη μόνο το «και πάντων και πασών» και ο λαός απαντούσε το ίδιο.
Σήμερα με την εξέλιξη της λειτουργίας και ιδαίτερα τη διαμόρφωση της ακολουθίας της προθέσεως πρίν από τη θεία λειτουργία, τα δίπτυχα, ως επί το πλείστον, μεταφέρθηκαν σ’ αυτή. Στην αναφορά έμειναν μόνο τα ίχνη τους (90)».

Παραπομπές:
(85) Θεοδώρου Ανδίδων, ο.π., PG 140,457Α
(86) Διάλογος εν Χριστώ… PG 155,297Β
(87) Νικολάου Καβάσιλα, Εις την θείαν λειτουργίαν… σ. 171-172
(88) Περισσότερα για αυτό στο Ι.Μ Φουντούλη, Ερμηνεία επτά… σ. 171-172
(89) Διονυσίου Λ. Ψαριανού Μητρ. Σερβίων. Η Θεία Λειτουργία… σ. 353-360
(90) Ι.Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις… τ. Α, 1982 σελ. 289-296

(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 176-179)

Γράφει ο Francis Collins (εξέχων Γενετιστής,επικεφαλής του Σχεδίου Ανθρώπινου Γονιδιώματος)

Αναζητώντας την Αλήθεια

Το πτωχό χωριό Έκου βρίσκεται στο δέλτα του Νίγηρα ποταμού, κοντά στο μέρος όπου τελειώνει η δυτική ακτή της Αφρικής. Εκεί ήταν που πήρα ένα δυνατό και απρόοπτο μάθημα.
Είχα ταξιδέψει στη Νιγηρία το καλοκαίρι του 1989 για να προσφέρω εθελοντική υπηρεσία σ΄ένα μικρό ιεραποστολικό νοσοκομείο, για να δώσω μια ευκαιρία στους ιεραπόστολους γιατρούς να απουσιάσουν για να παρακολουθήσουν το ετήσιο συνέδριό τους και να ξαναφορτίσουν τις πνευματικές και φυσικές μπαταρίες τους. Οι γυμνασιακής ηλικίας κόρες μου κι εγώ συμφωνήσαμε να πάμε σ΄αυτήν την περιπέτεια μαζί, γιατί είμαστε πολύ καιρό περίεργοι για τη ζωή στην Αφρική, και γιατί τρέφαμε μια επιθυμία να συνεισφέρουμε κάτι στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ήμουνα ενήμερος ότι οι δικές μου ιατρικές ικανότητες, καθώς ήταν εξαρτημένες από την υψηλή τεχνολογία του αμερικανικού νοσοκομείου, μπορεί να μην ταίριαζαν με τα προβλήματα των ασυνήθιστων τροπικών ασθενειών και με τη μικρή τεχνική υποστήριξη. Παρ΄όλα αυτά έφθασα στη Νιγηρία με μια προσδοκία ότι η παρουσία μου εκεί θα έφερνε μια σημαντική διαφορά στη ζωή των πολλών για τους οποίους νόμιζα ότι θα φρόντιζα.

Το νοσοκομείο στο Έκου ήταν διαφορετικό από οτιδήποτε ήξερα. Δεν υπήρχαν ποτέ αρκετά κρεβάτια, κι έτσι συχνά οι άρρωστοι ήταν αναγκασμένοι να κοιμούνται στο πάτωμα. Οι οικογένειές τους συχνά είχαν ταξιδέψει μαζί τους και είχαν αναλάβει την ευθύνη να τους τρέφουν, γιατί το νοσοκομείο δεν ήταν σε θέση να προσφέρει αρκετή τροφή. Ένα ευρύ φάσμα από σοβαρές ασθένειες αντιπροσωπευόταν. Συχνά οι ασθενείς έφθαναν στο νοσοκομείο μόνο μετά από πολλές ημέρες προϊούσας αρρώστιας. Ακόμη χειρότερα η πορεία της νόσου είχε επιπλακεί από τα τοξικά γιατροσόφια των μάγων γιατρών, στους οποίους πολλοί Νιγηριανοί θα πήγαιναν πρώτα για θεραπεία, ερχόμενοι στο νοσοκομείο στο Έκου, όταν όλα τα άλλα αποτύγχαναν. Το πιο δύσκολο για μένα να ανεχθώ, έγινε ολοφάνερο όταν οι περισσότερες αρρώστιες που είχα να θεραπεύσω αντιπροσώπευαν μία απελπιστική ανεπάρκεια του συστήματος δημόσιας υγείας. Φυματίωση, ελονοσία, τέτανοι και μία μεγάλη ποικιλία παρασιτικών ασθενειών αντανακλούσαν ένα περιβάλλον που ήταν πλήρως απορυθμισμένο και ένα σύστημα υγείας που ήταν τελείως ερειπωμένο.

Τσακισμένος από το μέγεθος των προβλημάτων αυτών, εξαντλημένος από το συνεχές ρεύμα των ασθενών με αρρώστιες που δεν είχα τα εφόδια για να
διαγνώσω, απογοητευμένος από την έλλειψη Εργαστηριού και ακτινολογικής βοήθειας, αισθανόμουνα όλο και μεγαλύτερη αποθάρρυνση, απορώντας γιατί είχα πιστέψει ότι αυτό το ταξίδι θα ήταν κάτι καλό.

Τότε, ένα απόγευμα ένας νέος αγρότης μεταφέρθηκε από την οικογένειά του στο ιατρείο με προϊούσα καταβολή δυνάμεων και έντονο οίδημα των κάτω άκρων. Παίρνοντας το σφυγμό του, ξαφνιάστηκα όταν παρατήρησα ότι ο σφυγμός ουσιαστικά εξαφανιζόταν κάθε φορά που έπαιρνε μια εισπνοή. Μολονότι δεν είχα δει ποτέ αυτό το φυσικό σημείο (που λέγεται «παράδοξος σφυγμός») τόσο δραματικά έκδηλο, ήμουνα τελείως βέβαιος πως αυτό σήμαινε ότι αυτός ο νεαρός αγρότης είχε μαζέψει ένα μεγάλο ποσό υγρού στον περικαρδιακό σάκο γύρω από την καρδιά του. Αυτό το υγρό απειλούσε να σταματήσει την κυκλοφορία του και να πάρει τη ζωή του.

Σ'αυτό το σκηνικό η πιο πιθανή αιτία ήταν η φυματίωση. Είχαμε φάρμακα στο Έκου για φυματίωση, αλλά δεν μπορούσαν να δράσουν αρκετά γρήγορα για να σώσουν αυτό το νέο. Είχε το πολύ λίγες ημέρες να ζήσει εκτός αν γινόταν κάτι δραστικό. Η μόνη δυνατότητα να τον σώσω ήταν να πραγματοποιήσω μια επικίνδυνη παρέμβαση, να αδειάσω δηλαδή το περικαρδιακό υγρό με μία χοντρή βελόνα στο στήθος του. Στον πολιτισμένο κόσμο μια τέτοια επέμβαση θα γινόταν μόνο από έναν άρτια εκπαιδευμένο επεμβατικό καρδιολόγο, οδηγούμενο από μία συσκευή υπερήχων, για να αποφύγει τραυματισμό της καρδιάς που θα προκαλούσε άμεσο θάνατο.

Υπέρηχος δεν υπήρχε. Κανένας άλλος γιατρός μέσα αυτό το μικρό νιγηριανό νοσοκομείο δεν είχε ποτέ αναλάβει τέτοια επέμβαση. Η επιλογή για μένα ήταν ή να επιχειρήσω μια πολύ επικίνδυνη και αιματηρή αναρρόφηση με βελόνα ή να βλέπω τον αγρότη να πεθαίνει. Εξήγησα την κατάσταση στο νέο, που τώρα ήταν πλήρως ενήμερος για την επισφαλή θέση του. Με παρακίνησε ήρεμα να προχωρήσω. Με την ψυχή στο στόμα και με προσευχή στα χείλη μου, έμπασα μια μεγάλη βελόνα ακριβώς κάτω από το στέρνο του με κατεύθυνση κατά τον αριστερό του ώμο, φοβούμενος συνεχώς μήπως είχα κάνει λάθος διάγνωση, οπότε ήταν βέβαιο ότι πήγαινα να τον σκοτώσω.
Δεν χρειάσθηκε να περιμένω πολύ. Η ροή του σκοτεινού κόκκινου υγρού μέσα στη σύριγγα μου στην αρχή μου προκάλεσε πανικό μήπως είχα μπει στο εσωτερικό της καρδιάς, αλλά σύντομα φάνηκε ότι αυτό δεν ήταν φυσιολογικό αίμα καρδιάς. Ήταν μια μαζική αιματηρή φυματιώδης εξίδρωση από τον περικαρδιακό σάκο γύρω από την καρδιά. Αποχετεύτηκε περίπου ένα τέταρτο του γαλονιού υγρό.

Η ανταπόκριση του νέου ήταν δραματική. Ο παράδοξος σφυγμός του εξαφανίσθηκε σχεδόν αμέσως και μέσα στις επόμενες 24 ώρες το πρήξιμο των ποδιών του καλυτέρευσε γρήγορα.

Για λίγες τόσες μετά από αυτήν την εμπειρία αισθάνθηκα ένα μεγάλο αίσθημα ανακούφισης, ακόμη ευδαιμονίας για ό,τι συνέβη. Αλλά από το άλλο πρωί η ίδια συνηθισμένη κατήφεια άρχισε να με κυριεύει. Όπως και να΄ταν οι συνθήκες που οδήγησαν αυτόν το νέο άνδρα να πάθει φυματίωση δεν επρόκειτο να αλλάξουν. Θα ξεκινούσε θεραπεία με αντιφυματικά φάρμακα στο νοσοκομείο, αλλά οι πιθανότητες ήταν ότι δεν θα είχε τα μέσα για να πληρώσει για τα δύο ολόκληρα χρόνια θεραπείας που χρειάζονταν και μπορούσε κάλλιστα να πάθει μια υποτροπή και να πεθάνει, παρά τις προσπάθειές μας.
Ακόμη κι αν επιζούσε από την αρρώστια, κάποια άλλη πάθηση που κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να προληφθεί και που προερχόταν από ακάθαρτο νερό, ανεπαρκή διατροφή, κι ένα επικίνδυνο περιβάλλον πιθανώς δε βρισκόταν πολύ μακριά στο μέλλον του. Οι πιθανότητες για μακροζωία σ΄ένα Νιγηριανό αγρότη είναι λίγες.

Μ΄αυτές τις αποθαρρυντικές σκέψεις στο μυαλό μου, πλησίασα στο πλάι του, το άλλο πρωί και τον βρήκα να διαβάζει τη Βίβλο του. Με κοίταξε ειρωνικά και ρώτησε αν είχα εργασθεί στο νοσοκομείο για πολύ καιρό. Παραδέχθηκα ότι ήμουν καινούργιος, αισθανόμενος κάπως εκνευρισμένος και αμήχανος που τόσο εύκολα το είχε καταλάβει αυτός. Αλλά τότε αυτός ο Νιγηριανός αγρότης, διαφορετικός από μένα σε καλλιέργεια, πείρα και καταγωγή, όσο πιο διαφορετικοί μπορεί να είναι δύο άνθρωποι, είπε τις λέξεις που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό μου:

«Έχω την αίσθηση ότι απορείτε γιατί ήλθατε εδώ», είπε. «Έχω μιαν απάντηση για σας. Ήλθατε εδώ για ένα λόγο. Ήλθατε εδώ για μένα».
Έμεινα κατάπληκτος. Κατάπληκτος γιατί μπορούσε να βλέπει τόσο καθαρά μέσα στην καρδιά μου, αλλά ακόμη περισσότερο κατάπληκτος για τα λόγια που έλεγε. Είχα μπήξει μια βελόνα κοντά στην καρδιά του. Είχε άμεσα σουβλίσει τη δική μου. Με λίγες απλές λέξεις είχε μεταβάλλει σε ντροπή τα μεγαλεπήβολα όνειρά μου, ότι θα ήμουν ο μεγάλος λευκός γιατρός που θα θεράπευε τα εκατομμύρια των Αφρικανών. Είχε δίκιο. Καλούμεθα όλοι να απλώσουμε χέρι βοήθειας στους άλλους. Σε σπάνιες περιπτώσεις αυτό μπορεί να συμβεί σε μια μεγάλη κλίμακα. Αλλά τον περισσότερο καιρό συμβαίνει σε απλές πράξεις καλοσύνης ενός ανθρώπου προς έναν άλλο. Αυτά είναι τα γεγονότα που έχουν σημασία. Τα δάκρυα ανακούφισης που θόλωσαν την όραση μου καθώς σκεπτόμουνα τα λόγια του, προερχόντουσαν από μια απερίγραπτη αναθεώρηση ότι εκεί, σ'αυτό το παράξενο μέρος, σ΄αυτήν ακριβώς τη μια στιγμή, ήμουν σε αρμονία με το θέλημα του Θεού, δεμένος μαζί μ' αυτό το νέο άνθρωπο μ΄έναν πολύ απίθανο αλλά θαυμάσιο τρόπο.

Τίποτα απ΄όσα είχα μάθει από την επιστήμη δεν μπορεί να εξηγήσει αυτήν την εμπειρία. Τίποτα από τις εξελικτικές εξηγήσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς μπορεί να πει το λόγο γιατί φάνηκε τόσο σωστό γι΄αυτόν τον προνομιούχο λευκό να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι αυτού του νεαρού Αφρικανού αγρότη, και να δέχονται και οι δυο κάτι το εξαιρετικό. Αυτό ήταν που ο C.S. Lewis ονομάζει αγάπη. Είναι η αγάπη που δε ζητά ανταμοιβή. Είναι ένα σάπισμα στον υλισμό και τη φυσιοκρατία. Και είναι η πιο γλυκιά χαρά που μπορεί να γνωρίσει κανείς.

(Francis Collins, Η γλώσσα του Θεού, εκδ. Παπαζήση σελ. 185-188)

ιε. Ανάμνησιν εργαζόμεθα θυσίας
«Στο μυστικό Δείπνο ο Χριστός, αφού προσέφερε στους μαθητάς Του το άγιο σώμα Του και το τίμιο αίμα Του, τους έδωσε την εντολή: Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Έτσι μας διδάσκει ότι η πραγματική ανάμνησή Του δεν είναι μια απλή σκέψη αλλά μια πράξη: η τέλεση του μυστηρίου του Δείπνου Του. Ο μόνος τρόπος να «θυμηθεί» κανείς το απρόσιτο στη σκέψη μυστήριο της Οικονομίας Του είναι να ξαναζήσει τη θυσία Του μέσα στη θεία Λειτουργία.
Για να μην καταλάβουμε διαφορετικά την «ανάμνησή» Του, ο Χριστός μάς έδωσε προηγουμένως εντολή: Λάβετε, φάγετε το σώμα μου… Πίετε το αίμα μου.

Έτσι, αναγκαστικά η ανάμνηση αυτής της εντολής και ολόκληρου του έργου της θείας Οικονομίας μάς οδηγεί στην ευχαριστιακή προσφορά: Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων… τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν …. Η ανάμνηση της εντολής του Κυρίου μάς παρακινεί να ιερουργήσουμε το Μυστήριο της λειτουργικής αναμνήσεώς Του. Και είναι τόσο πραγματική και ζωντανή η παρουσία του Χριστού μέσα στη λειτουργική ανάμνησή Του, ώστε στο τέλος της θείας Λειτουργίας μπορούμε να Τού πούμε: «τετέλεσται το τη σης οικονομίας μυστήριον»384(Μέγας Βασίλειος, Λειτουργία).

Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει ότι με το ίδιο το μυστικό Δείπνο ο Χριστός ιερούργησε την ανάμνηση της θυσίας Του: «Διό λοιπόν … τους μαθητάς δια των μυστηρίων αναμιμνήσκει πάλιν της σφαγής (=Για αυτό λοιπόν… μέσω των μυστηρίων θυμίζει πάλι στους μαθητές τη σφαγή)». Στη συνέχεια χαρακτηρίζοντας ο Χριστός το άγιο αίμα Του αίμα της Καινής Διαθήκης, «δείχνει ότι πρόκειται και να πεθάνει. Γι αυτό κάνει λόγο για Διαθήκη. Και θυμίζει έτσι και την Παλαιά (αναμιμνήσκει της προτέρας), γιατί κι εκείνη επικυρώθηκε με αίμα»385(Μ.58,737-738). Έτσι, ήδη στο μυστικό Δείπνο συνυπάρχει στο πρόσωπο του Χριστού το παρελθόν (η προτέρα διαθήκη), το παρόν (η καινή διαθήκη) και το μέλλον (η επικείμενη ΄σφαγή΄).

Η θεία Ευχαριστία είναι η λειτουργική «ανάμνηση της αειμνήστου και πρώτης εκείνης τραπέζης του μυστικού θείου Δείπνου»386 (Ιππόλυτος Ρώμης,Μ 10,628Β) και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων. Με τη θεία Ευχαριστία ιερουργούμε αυτό ακριβώς (τούτο ποιείτε) που ιερούργησε ο Δεσπότης Χριστός. Γι αυτό, λέει ο άγιος Διονύσιος: «Το θεομίμητον πως αν ημίν ετέρως εγγένοιτο, μη της των ιερωτάτων θεουργιών μνήμης ανανεουμένης αεί ταις … ιερουργίαις ;(=πώς θα μπορούσε αλλιώς να υπάρξει σε μας η μίμηση του θείου, αν δεν ανανεωνόταν πάντοτε η μνήμη των ιερότατων θεουργιών με τις… ιεροτελεστίες;387»(Μ. 3,441C)

Προσφέρουμε την αγία Αναφορά «ανάμνησιν ποιούμενοι του θανάτου αυτού». Με τη λειτουργική ανάμνηση δεν σκεπτόμαστε απλώς τη θυσία του Χριστού αλλά τη ζούμε: «Εκείνη προσφέρομεν και νυν την τότε προσενεχθείσαν, την ανάλωτον. Τούτο γαρ εις ανάμνησιν γίνεται του τότε γενομένου. Τούτο γαρ ποιείτε φησίν, εις την εμήν ανάμνησιν. Ουκ άλλην θυσίαν … αλλά την αυτήν αεί ποιούμεν· μάλλον δε ανάμνησιν εργαζόμεθα θυσίας» (=Εκείνη προσφέρουμε και τώρα, αυτήν που τότε προσφέρθηκε, αυτήν που δεν δαπανιέται ποτέ. Διότι αυτό γίνεται για ανάμνηση αυτού που έγινε τότε. Διότι αυτό κάντε, λέει, για τη δική μου ανάμνηση. Όχι άλλη θυσία… αλλά την ίδια πάντοτε τελούμε· μάλλον δε επιτελούμε ανάμνηση θυσίας»388(Χρυσόστομος,Μ 63,191).

Ο Χριστός, με το στόμα του ιερού Χρυσοστόμου, μάς εξήγησε το νόημα της αναμνήσεως: «Όπως, λέει στους μαθητάς Του, εκάνατε εκείνο (το ιουδαϊκό πάσχα) για να θυμάστε τα θαύματα της Αιγύπτου, έτσι να κάνετε και αυτό (το δικό μου πάσχα) για να θυμάστε εμένα». Και συνεχίζει ο άγιος πατήρ «Όπως ο Μωϋσής λέει «Αυτό θα είναι αιώνια ανάμνηση για σας», έτσι και ο Χριστός «Για να έχετε την ανάμνησή μου» μέχρις ότου επανέλθω»389(Έξοδος 3,15-Μ 58,739).

Πράγματι ο Χριστός είπε στους μαθητάς: «Ου μη πίω απ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ υμών καινόν εν τη βασιλεία του πατρός μου»390(Ματθ. 26,29). Έτσι, η θεία Λειτουργία, που είναι και η πρόγευση του Δείπνου της Βασιλείας, είναι το Γεγονός που ενώνει το μυστικό Δείπνο με τη Βασιλεία του Θεού. Στο χρονικό διάστημα που είναι ανάμεσα στο Δείπνο και τη Βασιλεία ιερουργείται η Λειτουργία: η ζωηφόρος ανάμνηση του Δείπνου, πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων και της ίδιας της Βασιλείας.
Στο πρόσωπο του Χριστού συνυπάρχει το παρελθόν και το μέλλον μέσα στο παρόν, πράγμα που είδαμε μιλώντας και για το μυστικό Δείπνο. «Εγώ, λέει ο Χριστός, είμαι το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος»391(Αποκάλ. 22,13). Έτσι, στη θεία Λειτουργία, η οποία είναι το μυστήριο του Χριστού, το Α και το Ω, τα πρώτα και τα έσχατα, η αρχή και το τέλος είναι ταυτοχρόνως παρόντα: «Η μελλοντική εκείνη ζωή, γράφει ο ιερός Καβάσιλας, κατά κάποιον τρόπο χύθηκε μέσα σ΄αυτήν την παρούσα ζωή και αναμίχθηκε μαζί της» Ο μέλλων εκείνος τω παρόντι τούτω καθάπερ ενεχέθη και ανεμίγη.392 (Μ. 150,496)

Προσδοκούμε ανάσταση νεκρών και ήδη ζούμε στον ουρανό: «την γην ουρανόν ποιεί τουτί το μυστήριον (την γη την κάνει ουρανό αυτό εδώ το μυστήριο»)»393(Χρυσόστομος Μ 61,205). Μέσα στη Χάρι της Λειτουργίας τα μέλλοντα είναι και ονομάζονται γεγενημένα. Γιατί ο ιερουργών και ιερουργούμενος Χριστός είναι «υπεράνω και τόπου και χρόνου και της των γεγονότων (των κτιστών δημιουργημάτων) ιδιότητος»394(Κλήμης Αλεξανδρεύς,Μ 8,937Α). Η θεία Λειτουργία είναι η έξοδος του ανθρώπου από το χρόνο και η είσοδός του στο μυστήριο της ημέρας του Κυρίου. Της ημέρας της ογδόης, «που δεν έχει αρχή και τέλος. Γιατί δεν είναι ότι τώρα δεν υπάρχει και πρόκειται να υπάρξει μετά και να αρχίσει· αλλά και ήταν προ των αιώνων, και είναι τώρα και θα είναι για πάντα»395(Συμεών Νέος Θεολόγος,SC 122,182).
Στη θεία Λειτουργία ζούμε την ώρα που «έρχεται και νυν εστι (=και τώρα είναι)». Ζούμε την ώρα του Χριστού ο Οποίος αδιάκοπα «υπάγει και έρχεται»396(Ιωάννης 4,23 και 14,28).

ις. Της ελευθερίας μου προσφέρω σοι τα σύμβολα
Ο άνθρωπος πήρε τον κόσμο από τα χέρια του Θεού ως δώρο γεμάτο από θείες ευλογίες. Θέλει λοιπόν να Του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Και μη έχοντας τι να Του αντιπροσφέρει, Τού επιστρέφει το ίδιο Του δώρο: Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν … Έτσι, ο κόσμος που υπήρξε το όχημα που μετέφερε στον άνθρωπο την αγάπη του Θεού, γυρίζοντας τώρα στο Θεό, γίνεται το όχημα που μεταφέρει στον άγιό Του θρόνο την Ευχαριστία του ανθρώπου.

Προσφέρουμε στο Θεό το δώρο που μας έκανε, βάζοντας επάνω σ΄αυτό τη σφραγίδα της ευγνωμοσύνης μας. Το όργωμα της γης, η σπορά, το θέρισμα, το ζύμωμα, το πάτημα των σταφυλιών είναι η σφραγίδα του ανθρώπου πάνω στον κόσμο του Θεού. Το σιταρένιο ψωμί, το αγνό νάμα, το ανόθευτο λάδι είναι ο κόσμος που γυρίζει στο Θεό φορτωμένος με τους κόπους, τις αγωνίες, τις χαρές και τις ελπίδες του ανθρώπου.

Το δώρο όμως αυτό του Θεού δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η μεγαλύτερη ευλογία Του σε μας. Γιατί, εάν με την πρώτη δημιουργία ο Θεός φανέρωσε την αγάπη Του στον άνθρωπο, προσφέροντάς του ως δώρο τον κόσμο, στην καινή κτίση φανέρωσε την αγάπη Του προσφέροντας στον άνθρωπο δώρο τον εαυτό Του. Ο Χριστός, γράφει ο ιερός Καβάσιλας, «δεν ανέπλασε τον άνθρωπο με την ίδια ύλη που τον έπλασε αρχικά. Αλλά την πρώτη πλάση έκανε παίρνοντας χώμα από τη γη, ενώ για τη δεύτερη έδωσε το σώμα Του… Του παλαιού Αδάμ το σώμα, συστάθηκε από τη γη, ενώ ο νέος γεννήθηκε, λέει η Γραφή, από το Θεό. Και απόδειξη κάθε μιας από τα δύο είδη ζωής είναι η αντίστοιχη τράπεζα. Την πρώτη την έβγαλε η γη, τον καινό άνθρωπο τον τρέφει ο επουράνιος με τη σάρκα Του» 397(Μ 150 617Β-621). Γι αυτό και τώρα στην καινή θυσία δεν προσφέρουμε στο Θεό μόνο απλά υλικά του κόσμου αλλά τον ίδιο τον Χριστό, το σώμα Του, που μας χάρισε η αγάπη του Πατρός.

Τα δώρα που προσκομίζουμε στο θυσιαστήριο μπορούν επάξια να ευχαριστήσουν για το καινό αυτό δώρο, τον Χριστό, ακριβώς γιατί σε λίγο θα αποτελέσουν σάρκα και αίμα Χριστού. Έτσι, τα δώρα αυτά έχουν τη δύναμη να είναι η απάντησή μας στην αγάπη Του, που φανερώθηκε στην αρχική δημιουργία με τον κόσμο και στην καινή κτίση εν Χριστώ. Και είναι ακόμα, τα ίδια αυτά δώρα, τα σημάδια της ελευθερίας που μας χάρισε ο Χριστός προσφέροντας τον εαυτό Του «λύτρον αντί πολλών»398(Ματθ. 20,28). Όπως λέει ο ιερεύς στον Χριστό, στη λειτουργία του Γρηγορίου του Θεολόγου, λίγο πριν από τον καθαγιασμό: «Ταύτης μου της ελευθερίας προσφέρω σοι τα σύμβολα»399(Μ 36, 712Α).
Κρατώντας στα χέρια του ο άνθρωπος αυτά τα δώρα, αντίδωρα για τον κόσμο και τον Χριστό που δέχθηκε από τον Πατέρα, με την αγία αναφορά, ανεβαίνει προς τα ύψη του Θεού: «Μεταχειριζόμενος το φως ανεβαίνει το δρόμο που οδηγεί στο Θεό… Ανεβαίνει αληθινά…. και ακούει τα άρρητα ρήματα και βλέπει τα αθέατα θεάματα. Και γεμίζει ολόκληρος από θαυμασμό… και συναγωνίζεται τους ακούραστους υμνωδούς (δηλαδή τους αγγέλους) έχοντας γίνει και ο ίδιος άγγελος του Θεού πάνω στη γη. Και διά του εαυτού του οδηγεί στο Θεό ολόκληρη την κτίση»400(Γρηγόριος Παλαμάς,Φ 4,111).

Δια του ανθρώπου και μαζί με τον άνθρωπο φθάνει στο υπερουράνιο θυσιαστήριο και ο κόσμος. Δέχεται και αυτός την αγιαστική χάρι του Παρακλήτου και γίνεται σώμα Χριστού: το καινό Δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Ο κόσμος τώρα γίνεται τόπος συναντήσεως του κτιστού με τον Άκτιστο, γίνεται Ευχαριστία. Και ο άνθρωπος κοινωνεί την «ευχαριστηθείσαν τροφήν»401 (Άγιος Ιουστίνος,Β 3,197) -τον Χριστό- και χριστοποιείται.

ιζ. Σοι ευχαριστούμεν
Ερμηνεύοντας ο ιερός Καβάσιλας την εκφώνηση του ιερέως Τα σα εκ των σων σοι προσφέρωμεν…, λέει απευθυνόμενος στον ουράνιο Πατέρα: «Σου προσφέρουμε την ίδια εκείνη προσφορά, την οποία ο ίδιος ο Μονογενής προσέφερε σε σένα το Θεό και Πατέρα. Και προσφέροντάς την ευχαριστούμε εσένα, γιατί και Αυτός προσφέροντάς την ευχαριστούσε. Γι΄αυτό, δεν εισφέρουμε τίποτα δικό μας σ΄ αυτή την προσφορά των δώρων ούτε δικά μας έργα είναι αυτά τα δώρα αλλά δικά Σου, του Δημιουργού των όλων. Ούτε δική μας επινόηση είναι ο τρόπος αυτός της λατρείας… αλλά συ μας τον δίδαξες και συ μας προέτρεψες δια του Μονογενούς να σε λατρεύουμε με τον τρόπο αυτό. Γι΄αυτό, όσα σου προσφέρουμε μάς τα έδωσες από τα δικά Σου, είναι δικά Σου καθ΄όλα και για όλα (κατά πάντα και δια πάντα)»402(Μ 150,481-484). Και προσφέροντας στον Κύριο αυτά που είναι δικά Του, τον ευχαριστούμε κατά πάντα και διά πάντα.

Αυτή η «εν παντί» Ευχαριστία είναι καρπός της αναμνήσεως Χριστού. Σ΄αυτό άλλωστε απέβλεπε ο Χριστός, όταν έδωσε εντολή να ιερουργούμε την ανάμνησή Του: να μη γίνουμε αγνώμονες και χάσουμε έτσι τις θεϊκές Του δωρεές. Η Ευχαριστία, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, μας κάνει οικείους του Θεού403(ΕΠΕ 10,158). Ο σκοπός που συνέστησε ο Κύριος το Μυστήριο είναι ακριβώς η ιερουργία της αναμνήσεώς Του, επειδή η ανάμνησή Του μας οδηγεί στην Ευχαριστία, μας κάνει δικούς Του: «Εις την εμήν ανάμνησιν ποιείτε τούτο, έφη (ο Χριστός), την αιτίαν εκκαλύπτων (αποκαλύπτοντας) ημίν της του μυστηρίου δόσεως… Όταν γαρ εννοήσης τι πέπονθεν ο Δεσπότης σου διά σε, φιλοσοφώτερος έση» λέει ο ιερός Χρυσόστομος. «Έδεσε στερεά την ανάμνηση της ευεργεσίας με το Μυστήριο», λέει ο ίδιος Πατήρ404(Μ 61,230 & 58,739).
Η ανάμνηση της ευεργεσίας βλαστάνει την Ευχαριστία, και η Ευχαριστία μας κάνει φιλοσοφωτέρους, δηλαδή φίλους του Χριστού που είναι η Σοφία του Θεού. Κι εμείς, για να γίνουμε φίλοι του Χριστού, ευχαριστούμε «πάντοτε υπέρ πάντων εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τω Θεώ και Πατρί»405(Εφεσ. 5,20).

ιη. Η του Αγίου Πνεύματος επισκιάζουσα δύναμις
Στη θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου, πριν αρχίσει η αγία αναφορά, γίνεται ο εξής διάλογος ανάμεσα στο λειτουργό και το λαό. Ο λειτουργός λέει: «Μεγαλύνατε τον Κύριον συν εμοί και υψώσωμεν το όνομα αυτού επί το αυτό». Και ο λαός απαντά: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι». Η απάντηση του λαού μάς θυμίζει το διάλογο που έγινε ανάμεσα στην Κεχαριτωμένη Θεοτόκο και τον αρχάγγελο Γαβριήλ την ημέρα του Ευαγγελισμού406(Λουκ. 1,34-35).

Κάθε θεία Λειτουργία είναι ένας καινούργιος Ευαγγελισμός. Στη θέση της Παναχράντου Θεοτόκου είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία. Λέγοντας η Σύναξη της Εκκλησίας -με το στόμα του λειτουργού- κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ΄ημάς, κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνει τα λόγια της Αειπαρθένου «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»407(Λουκ.1,38). Και ιερουργείται ο Ευαγγελισμός της θεοτόκου Εκκλησίας: «Η χάρις του Πνεύματος βρίσκεται εκεί και πετάει πάνω σε όλους και ετοιμάζει τη μυστική εκείνη θυσία»408Η του Πνεύματος χάρις παρούσα και πάσιν εφιπταμένη την μυστικήν εκείνην κατασκευάζει θυσίαν (Χρυσόστομος ΕΠΕ 36,312).
Με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας η αγία μας Εκκλησία γίνεται Θεοτόκος Μητέρα. Ο Παράκλητος κατέρχεται πάνω σ΄Αυτήν και πάνω στα δώρα Της. Μυστηριακά συλλαμβάνεται ο Λόγος του Θεού, γεννάται ο Άχρονος, προσφέρεται υπέρ της του κόσμου ζωής. Η Εκκλησία δέχεται την τελείωση «τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου: ΄Τούτο εστι το σώμα μου… Τούτο εστι το αίμα μου΄.»

Ο Κύριος έδωσε την εντολή στους μαθητάς Του να ιερουργούν το Δείπνο εις ανάμνησίν Του επειδή «επρόκειτο να τους προσφέρει τη δύναμη, ώστε να μπορούν να το πράττουν. Και ποιά είναι η δύναμη; Είναι το Άγιο Πνεύμα. Η από τον ουρανό δύναμη που όπλισε τους Αποστόλους, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου προς αυτούς· «καθίσατε στην πόλη Ιερουσαλήμ, έως ότου ενδυθείτε την εξ ύψους δύναμη». Αυτό το Μυστήριο είναι έργο εκείνης της καθόδου· διότι το Πνεύμα δεν κατέβηκε μία μόνο φορά κι έπειτα μας εγκατέλειψε αλλά είναι και θα είναι μαζί μας για πάντα… Αυτό τελεσιουργεί τα μυστήρια με το χέρι και τη γλώσσα των ιερέων». «Και γίνεται υετός (βροχή) τη καινή ταύτη γεωργία διά της επικλήσεως η του Αγίου Πνεύματος επισκιάζουσα δύναμις (=και γίνεται βροχή για αυτήν την νέα καλλιέργεια, με την επίκληση της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος που πέφτει επάνω σαν σκιά)», γράφει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός409(Μ 150,428,Μ 94,1141Α,Λουκ. 14,49).

Η κάθοδος του Παρακλήτου εφ΄ημάς και επί τα προκείμενα Δώρα είναι η απάντηση του Θεού στην ικεσία των παιδιών Του. Είναι η βεβαίωση, ότι ο Θεός μάς θεωρεί παιδιά Του και ότι τα δώρα μας έγιναν δεκτά από την αγάπη Του. «Όταν δεις ότι με αφθονία κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα, μην έχεις πια καμιά αμφιβολία για τη συμφιλίωσή μας με το Θεό», γράφει ο ιερός Χρυσόστομος410(ΕΠΕ 36,306).

Με τη θεία Λειτουργία «δυνάμεθα αεί πεντηκοστήν επιτελείν (=μπορούμε πάντοτε να επιτελούμε πεντηκοστή)»411(Χρυσόστομος,ΕΠΕ 36,298). Η στιγμή της καθόδου του Παρακλήτου είναι η Ευχαριστιακή Πεντηκοστή: «ο καιρός ούτος (της Ευχαριστίας) τον καιρόν εκείνον (της Πεντηκοστής) σημαίνει»412(Ιερός Καβάσιλας,Μ 150,452Β). Η παρουσία του Παρακλήτου συνάγει το λαό του Θεού γύρω από την αγία Τράπεζα. Συγκροτεί το θεσμό της ευχαριστούσης Εκκλησίας. «Αν δεν ήταν παρόν το Πνεύμα, δεν θα γινόταν η Εκκλησία· κι εφ΄όσον η Εκκλησία υπάρχει, είναι φανερό ότι το Πνεύμα είναι παρόν» λέει ο ιερός Χρυσόστομος413 Ει μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκκλησία˙ ει δε συνίσταται η Εκκλησία εύδηλον ότι το Πνεύμα πάρεστι.(ΕΠΕ 36,312).

«Έλεγε δε και τούτο, ο θεοφόρος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ωσάν διά άλλον τινά, θέλοντας να κρύπτη τον εαυτόν του και να φεύγη την δόξαν των ανθρώπων˙ ότι ήκουσα ένα ιερομόναχον όπου μου εμπιστεύθη, ως φίλος μου γνήσιος, και μου είπεν ότι δεν ελειτούργησα ποτέ όπου να μην ιδώ το Άγιον Πνεύμα, καθώς το είδον όπου ήλθε εις εμέ όταν με εχειροτονούσεν ιερέα ο αρχιερεύς και έλεγε την ευχήν έχοντας το ευχολόγιον επάνω εις την αθλίαν μου κεφαλήν˙ τον οποίον ερώτησα εγώ, πώς το είδε τότε εις την χειροτονίαν του, και με ποίον είδος (μορφή), και μου είπεν ότι το είδον απλούν και χωρίς είδος, πλην ως φως. Και καθώς εθαύμαζον κατ΄αρχάς που είδον εκείνο οπού δεν είδον ποτέ άλλοτε, και εδιαλογιζόμην τι να είναι τούτο οπού βλέπω, εκείνο μου έλεγε μυστικώς, ωσάν με γνώσιν φωνής, εγώ με αυτόν τον τρόπο έρχομαι εις όλους τους Προφήτας και Αποστόλους και Αγίους και εις τους εκλεκτούς του Θεού όπου ευρίσκονται την σήμερον ημέραν. Διότι εγώ είμαι το Άγιον Πνεύμα του Θεού. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν»414(Ζ σελ. 554 ή Μ 120,686-688)».

(Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία Σχόλια, Εκδ. Δόμος, σελ. 281-290 [υπογραμμίσεις δικές μας και μετάφραση των αρχαίων κειμένων])

«Τά σά εκ των σών σοί προσφέροντες κατά πάντα και διά πάντα».
«Η σύντομη αυτή πρόταση έχει πολύ θεολογικό, αλλά και φιλολογικό ενδιαφέρον, λόγω των ερμηνευτικών προβλημάτων που παρουσιάζει. Το «τα σά εκ των σών» σημαίνει πως αυτά που προσφέρουμε ως δώρα, δηλαδή ο άρτος και ο οίνος, για να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού, δεν είναι παρά αυτά που ο ίδιος ο δημιουργός μας χάρισε. Εκείνος κάποτε από αγάπη μας τα πρόσφερε ως δώρα και ευλογία για να ζήσουμε. Κι εμείς τώρα τα προσφέρουμε ως ευχαριστία. Κι εκείνος πάλι θα μας τα αντιπροσφέρει ως σώμα και αίμα Χριστού πλέον για να ζήσουμε πνευματικά. Έτσι ασφαλώς καταξιώνετε κι εκπληρώνετε κι ο σκοπός της υλικής δημιουργίας. Προσφερόμενη αγιάζεται, ευλογείται, μεταμορφώνεται. Μαζί με τον άνθρωπο ανυψώνεται στο υπερουράνιο θυσιαστήριο και αποκαθίσταται στην αρχαία παραδεισένια κατάσταση της.

Η γραφή «σοί προσφέρομεν» που συνηθίζεται σήμερα είναι λάθος και πρέπει στη θέση του ρήματος να βάλουμε τη μετοχή «προσφέροντες». Έτσι υπάρχει στα πιο παλιά, αλλά και σε αρκετά νεότερα χειρόγραφα, και ταυτόχρονα η μετοχή εξυπηρετεί καλύτερα την ενότητα και τη συνέχεια του κειμένου, καθώς και το διαλογικό χαρακτήρα της ευχής της αναφοράς. Έτσι το «Σε υμνούμεν...» που ακολουθεί δεν είναι άσχετο με τη συνάφεια του κειμένου, αλλά γίνεται κατανοητό, εάν θεωρηθεί ως απόδοση της μετοχικής «προσφέροντες». Ακόμα και η συνέχεια της ευχής «έτι προσφέρομεν σοι» είναι η πιο λογική και πιο φυσική.

Με την αποδοχή της μετοχής στο «τα σά εκ των σών ...» και την μεταφορά του κυρίου ρήματος στο «Σε υμνούμεν...» αποκαθίσταται η φιλολογική τάξη, αλλά αποφεύγονται και άσκοπες λειτουργικές πράξεις τη στιγμή αυτή (σταυροειδής κίνηση των δώρων από τον διάκονο, ύψωση των δώρων από τον ιερέα) (73).

Αλλά και το «κατά πάντα και δια πάντα» έχει ερμηνευτικές δυσκολίες. Άλλοι το συνδέουν με το σώμα και αίμα του Κυρίου (Γερμανός). Νεότεροι δίνουν τοπική και χρονική σημασία στο «κατά πάντα» (κατά πάντα χρόνο ή κατά πάντα τόπο ) και το «διά πάντα» το σχετίζουν με όλες τις ευεργεσίες του Θεού για χάρη μας. Ο Καβάσιλας δεν ερμηνεύει τη φράση αυτή, αλλά τη βλέπει ως προσδιορισμό του «τα σά...». «Σα εστί κατά πάντα και διά πάντα». Δηλαδή αυτά που προσφέρουμε ειναι δικά σου «καθ’ ολα», «απολύτως», «εντελώς», «τελείως»(74).

«Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν...»
Ο ύμνος αυτός είναι πολύ παλιός, αποτελεί συνέχεια της ευχής της αναφοράς κι όπως στο προηγούμενο σχόλιο αναφέρουμε αποτελεί απόδοση της μετοχής «προσφέροντες». Αποτελεί ύμνο ευχαριστίας στο Θεό για όλες τις ευεργεσίες Του σε μάς.

Ο Γερμανός Κων/πόλεως τον ερμηνεύει ως δοξολογία στην αγία Τριάδα: «Σε υμνούμεν τον Θεόν και Πατέρα. Σε ευλογούμεν τον Υιόν και Λόγον. Σοί ευχαριστούμεν τω Αγίω Πνεύματι»(75). Ο Θεός Πατέρας είναι εκείνος, πρός τον οποίον γίνετε η αναφορά, ο Υιός και Λόγος είναι εκείνος, που θυσιάζετε «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που λειτουργεί τη θυσία της Εκκλησίας. Τα πάντα, και τη θεία λειτουργία, ενεργεί «ο Πατήρ δι’ υιού έν αγίω Πνεύματι».(76)

Βρισκόμαστε στο ιερότερο σημείο της θείας λειτουργίας, την επίκληση του Αγίου Πνεύματος προκειμένου να γίνει ο καθαγιασμός, η μεταβολή δηλαδή των δώρων σε σώμα και αίμα του Χριστού. Είναι η ώρα της ειχαριστιακής Πεντηκοστής. Οι λόγοι του Κυρίου «Λάβετε, φάγετε... πίετε εξ αυτού πάντες...», που λέχθηκαν «άπαξ», μια φορά δηλαδή, γίνονται πραγματικότητα σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και την ευδοκία του Πατρός.

«Όλα όσα έκανε ο Θεός, τα έκανε με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, έτσι ώστε και τώρα, η ενέργεια του Πνεύματος εργάζεται αυτά τα υπερφυσικά, τα οποία δεν μπορεί κανείς να τα καταλάβει παρά μόνο με την πίστη», λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός(77).
Και ο Καβάσιλας τονίζει πως ο Χριστός δεν θα παρήγγελλε «να κάμετε αυτό σε ανάμνηση μου, αν δεν επρόκειτο να χορηγήσει δύναμη ώστε να μπορούμε να το κάνουμε. Και ποιά είναι η δύναμη; Το Άγιο Πνεύμα»(78). Αυτή είναι η πίστη και η πράξη της Εκκλησίας. Η επίκληση είναι αναγκαία, όπως φυσικά και σε κάθε μυστήριο, γιατί το Άγιο Πνεύμα είναι η ζωή και η δύναμη της Εκκλησίας. Άλλωστε Εκκλησία και ευχαριστία ταυτίζονται. Κι όπως δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Άγιο Πνεύμα έτσι δεν νοείται κι ευχαριστία χωρίς την δική του αγιαστική αλλά και ενωτική παρουσία. Αυτό αγιάζει τους πιστούς, αλλά και τους ενώνει μεταξύ τους. Από τα πρώτα κιόλας σχόλια το τονίσαμε πως στη λειτουργία είναι παρούσα ολόκληρη η αγία Τριάδα. Αυτήν άλλωστε δοξολογούμε στη σύναξη μας.

Τώρα ιστορικά θα μπορούσαμε να επισημάνουμε πως η επίκληση υπάρχει σ’ όλες τις αρχαίες λειτουργίες της Ανατολής κ της Δύσης, εκτός από την Ρωμαϊκή λειτουργία. Η πιο αρχαϊκή μορφή επίκλησης υπάρχει στη λειτουργία (αναφορά) του Ιππολύτου (3ος αιώνας). Μαρτυρείται βέβαια πιο πρίν για πρώτη φορά από τον Άγιο Ειρηναίο (79) (2ος αιώνας), αλλά η ιδέα και ο πυρήνας της επίκλησης βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη «...για να είναι η προσφορά των εθνών ευπρόσδεκτη, αγιασμένη διά του Αγίου Πνεύματος»(80) και «το αίμα του Χριστού, ο οποίος, δια του αιωνίου πνεύματος, πρόσφερε τον εαυτό του άμωμη θυσία στο Θεό.»(81)

Η επίκληση τονίστηκε περισσότερο στα χρόνια που αμφισβητήθηκε η θεότητα του Αγίου Πνεύματος, την εποχή δηλαδή των δογματικών ερίδων που κατέληξαν στη συμπλήρωση του συμβόλου της πίστεως από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο (82). Ο Χριστός βέβαια καθαγίασε ο ίδιος με τα λόγια του ως Θεός τον άρτο και τον οίνο, αφού αυτός είναι ο ιδρυτής του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας. Πρώτα αγίασε τα δώρα και μετά είπε «Λάβετε, φάγετε...» κ.λ.π. Τώρα γιατί αργότερα, αλλά και σήμερα προηγούνται αυτά τα λόγια και ακολουθεί ο καθαγιασμός, η απάντηση βρίσκεται στα παρακάτω.

«Ο Κύριος στο μυστικό δείπνο πρώτα καθαγιάζει και κατόπιν προσφέρει. Η Εκκλησία αφηγηματικά αναφέρεται στην πράξη αυτή και στους λόγους του Κυρίου και θαρρούσα σε αυτήν και δυνάμει αυτής επικαλείται τη χάρη του Αγίου Πνεύματος για την επανάληψη και τελείωση του μυστηρίου και κατόπιν το προσφέρει προς κοινωνία. Κατ’ ουσίαν, δηλαδή, κάνει και εκείνη το ίδιο· πρώτα καθαγιάζει και μετά προσφέρει. Η αντιστροφή είναι μόνο φαινομενική»(83).

Οι πνευματικοί καρποί της επίκλησης, η οποία δεν αφορά μόνο τα δώρα, αλλά και τον καθένα μας, είναι αυτοί που αναφέρει η ίδια η ίδια η ευχή. «’Ωστε γενέσθαι τοις μεταλαμβάνουσιν είς νήψιν ψυχής, είς άφεσιν αμαρτιών, είς κοινωνίαν του αγίου πνεύματος, είς βασιλείας ουρανών πλήρωμα, είς παρρησίαν την πρός σε». Μπορούμε δηλαδή να μιλήσουμε για μια νέα ζωή που συντελείται στο λειτουργημένο άνθρωπο. Η θεία λειτουργία, χάρη στην επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι μόνο ευχαριστιακή Πεντηκοστή, αλλά και ευχαριστιακή αναδημιουργία, ανάπλαση του ανθρώπου και του κόσμου.(84)»

Παραπομπές
(73) Ι.Μ. Φουντούλη, Ερμηνεία επτά δυσκόλων… σελ. 163
(74) ο.π. σελ. 164-165
(75) Γερμανού Κων/πόλεως, Ιστορία εκκλησιαστική… PG 98,437B
(76) Διονυσίου Λ. Ψαριανού. Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης, Η Θεία Λειτουργια…, σελ. 340
(77) Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής… 13/86
(78) Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν…, σ. 143
(79) PG 7, 1253
(80) Ρωμ. 15,16
(81) Εβρ. 9,14
(82) Π.Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι σ. 111-112
(83) Ι.Μ. Φουντούλη. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας. τ. Γ σελ. 232
(84) Ι.Μ. Φουντούλη. Το Άγιο Πνεύμα εν τη λειτουργική ζωή… σελ. 67-85


(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή, εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 171-176)

«Ο ιερός Καβάσιλας, σχολιάζοντας το πριν από την αγία αφορά τμήμα, λέει πως ο ιερέας πλησιάζοντας προς την τελετή κι ευρισκόμενος στο σημείο να αγγίξει τη φρικτή θυσία καθαρίζει και προετοιμάζει τον εαυτό του και το λαό «με την προσευχή και την προς αλλήλους αγάπη και ομολογία της πίστεως» (52). Η προσευχή είναι η ευχή της προσκομιδής που αναλύσαμε. Η «προς αλλήλους αγάπη» είναι ο ασπασμός της ειρήνης και αγάπης για τον οποίο αμέσως θα μιλήσουμε. Και για την ομολογία της πίστεως θα αναφερθούμε στο επόμενο σχόλιο.

Το φίλημα της ειρήνης ή ασπασμός της αγάπης είναι πανάρχαιη λειτουργική πράξη και εμπειρία. Στην πρώτη Εκκλησία το παράγγελμα δινόταν με την φράση του Απ. Παύλου· «Ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω» (53). Τότε οι κληρικοί ασπάζονταν τον επίσκοπο και τους άλλους κληρικούς. Κατόπιν ο ασπασμός γινόταν από τον λαό. Οι άνδρες ασπάζονταν τους άνδρες και οι γυναίκες τις γυναίκες. Η κάθε γυναίκα και ο κάθε άνδρας ασπάζονταν τον διπλανό τους. Σήμερα αυτό γίνεται μόνο μεταξύ των ιερέων, όταν φυσικά γίνεται συλλείτουργο. Στηρίζεται στα λόγια του Χριστού (54), σύμφωνα με τα οποία δεν είναι δυνατόν να προσφέρει κανείς το δώρο του στο θυσιαστήριο, εάν προηγουμένως δεν έχει συγχωρεθεί με τον αδελφό του. Το πνεύμα αυτό του Χριστού περνά στη λατρεία και γίνεται λειτουργικό βίωμα. Δεν είναι μια τυπική και συμβολική ενέργεια, αλλά είναι απόδειξη της λειτουργικότητας, της κοινωνικότητας και ενότητας της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού. Δεν πρόκειται για εκδήλωση μιας επιφανειακής και ιδιοτελούς αγάπης, αλλά για έκρηξη εσωτερική που σπάει την ατομικότητά μας και δηλώνει «την ταυτότητα όλων με όλους και πρώτα του καθενός με τον εαυτό του και το Θεό» (55). Είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και πρόγευση της μελλοντικής καθολικής αγάπης και ενότητας.

Το «Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα…» που ψάλλεται μετά το «Αγαπήσωμεν αλλήλους…» δεν έχει σχέση με τον ασπασμό, αλλά με την ομολογία της πίστεως. Η φράση αυτή είναι μεταγενέστερη. Μάλλον εδώ ψαλλόταν ο ψαλμικός στίχος «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου…» (56) που ταιριάζει πιο πολύ στο φίλημα της ειρήνης και της αγάπης. Το «Αγαπήσωμεν…» διατηρείται σήμερα στα συλλείτουργα (57).

Ακολουθεί η ομολογία πίστεως από όλους του πιστούς με την απαγγελία από τον κλήρο και το λαό του «συμβόλου της πίστεως». Το «πιστεύω» μπήκε στη λειτουργία τον 6ο αιώνα από το βάπτισμα και αποτελεί σύνοψη της πίστεως της Εκκλησίας. Η ένταξή του στην ευχαριστιακή σύναξη δηλώνει πως η ενότητα είναι δυνατή μέσα στη θεία ευχαριστία, όπου λειτουργείται και ιερουργείται το μυστήριο της πίστης μας, το μυστήριο της παναγίας Τριάδος.

Το παράγγελμα πριν από το «πιστεύω», «Τας θύρας, τας θύρας», απευθύνεται προς αυτούς που ήταν υπεύθυνοι να επιτηρούν τις πόρτες του ναού, για να μην μπει μέσα κανείς που δεν είχε ακόμη μυηθεί στην πίστη. Το «εν σοφία πρόσχωμεν» αφορά όλους τους πιστούς ώστε να είναι σε προσοχή για την ομολογία της πίστεως.

Την ώρα του «συμβόλου της πίστεως» γινόταν η αποκάλυψη και ο «ριπισμός των τιμίων δώρων». Πάνω δηλαδή από τα δώρα κουνούσαν οι διάκονοι τα ριπίδια, ειδικά αντικείμενα σαν εξαπτέρυγα, από φτερά παγωνιού ή και μεταλλικά, για πρακτικούς σκοπούς· «Για να απομακρύνονται δηλαδή από τα ιερά σκεύη τα διάφορα έντομα που κατά τους θερινούς ιδίως μήνες αφθονούσαν στις χώρες της Ανατολής, δεν λείπουν δε και μέχρι σήμερα από τους ναούς μας» (58). Αυτό γινόταν μέχρι τον 14ο αιώνα. Σήμερα βλέπουμε τον ιερέα να κουνάει τον «αέρα» την ώρα του συμβόλου της πίστεως και λίγοι ξέρουν πως αυτό είναι ο παλιός «ριπισμός». Λόγοι πρακτικοί μια και δεν ήταν πάντοτε δυνατή η παρουσία διακόνων, ανάγκασαν τους ιερείς να ριπίζουν με τον «αέρα». Τα εξαπτέρυγα που βρίσκονται πίσω από την αγία Τράπεζα είναι ακριβώς τα παλιά ριπίδια.
Με ορθή λοιπόν πίστη κα πραγματική αγάπη, που υποδηλώνουν τα όσα προαναφέραμε, βαδίζουμε προς το μυστήριο της πίστεως κα της αγάπης, τη θεία ευχαριστία.

H αγία αναφορά είναι το ουσιαστικότερο τμήμα της θεία Λειτουργίας. Όλα όσα προηγήθηκαν δεν είναι παρά στάδια προετοιμασίας για την αναφορά. Λέγεται έτσι γιατί η θυσία αναφέρεται προς το Θεό (59). Τα τίμια δώρα δεν προσκομίζονται μόνο στο επίγειο θυσιαστήριο για καθαγιασμό, αλλά αναφέρονται, ανυψώνονται στο ουράνιο θυσιαστήριο. Εκεί όπου παραστέκουν «χιλιάδες αρχαγγέλων και μυριάδες αγγέλων». Η αγία αναφορά κανονικά αρχίζει από τη φράση «Άξιον και δίκαιον…» μέχρι την εκφώνηση «και έσται τα ελέη…». Στο τμήμα αυτό της θείας Λειτουργίας μπορούμε να διακρίνουμε τα εξής μέρη: 1) την ευχαριστήρια ευχή με τον επινίκιο ύμνο «Άγιος, άγιος, άγιος…». 2) την ανάμνηση της «θείας οικονομίας» και του μυστικού δείπνου με τα λόγια της σύστασης του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας 3) την επίκληση του αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό των δώρων 4) τα δίπτυχα, δηλαδή το μνημόσυνο και τη δέηση για όλους, ζώντες και νεκρούς· για τη στρατευομένη και θριαμβεύουσα Εκκλησία….

Το «Στώμεν καλώς…» για τον Καβάσιλα σημαίνει σταθερότητα στην πίστη και την ομολογία που κάναμε προηγουμένως με το «σύμβολο της πίστεως». Γιατί πολλοί είναι αυτοί που αμφισβητούν τη γνησιότητα της πίστης. Για άλλους ερμηνευτές το «Στώμεν καλώς…» έχει σχέση με όσα θα συμβούν παρακάτω. Χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Ανδίδων λέει πώς πρέπει να στεκόμαστε την ώρα αυτή, «νηφότως και ευσταθώς», ξάγρυπνοι και σταθεροί, επειδή βλέπουμε το Θεάνθρωπο να πάσχει για μας (60). Ο ψυχικός μας κόσμος να είναι σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε τη θυσία με ειρήνη. Συμφιλιωμένοι δηλαδή με το Θεό, τον εαυτό μας και τους άλλους. Έτσι θα αξιωθούμε να δούμε την ανάστασή του και να γεμίσουμε από τη χαρά που πηγάζει αό αυτήν (61). Και ο λαός απαντά «Έλεον ειρήνης…» που κατά τον Καβάσιλα σημαίνει ότι «προσφέρουμε, όχι μόνο με ειρήνη, αλλά και την ίδια την ειρήνη αντί άλλου δώρου και άλλης θυσίας». Ο έλεος, δηλαδή η αγάπη, είναι καρπός της πραγματικής ειρήνης (62).

Ο διάλογος που ακολουθεί μεταξύ ιερέα και λαού είναι πολύ παλιά λειτουργική συνήθεια, με ορισμένες βέβαια παραλλαγές στις διάφορες λειτουργίες. Είναι ζωντανός, εκφραστικός και με πλούσιο περιεχόμενο. Καταξιώνει για ακόμη μία φορά το ρόλο και τη θέση του λαού στη θεία λειτουργία. Αρχίζει με την αποστολική ευλογία «Η χάρις του Κυρίου ημων Ιησού Χριστού…» (63).

Η ευλογία αυτή, πάλι κατά τον Καβάσιλα, προξενεί σε μας «τα από της αγίας Τριάδος αγαθά»· από τον μεν Υιό χάρη, από τον Πατέρα αγάπη και το άγιο Πνεύμα κοινωνία (64). Αφού ο λαός ευχηθεί το ίδιο και για τον ιερέα, ακούει από τα χείλη του την προτροπή «Άνω σχώμεν τας καρδίας». Είναι η στιγμή τέτοια που απαιτεί να υψώσουμε την καρδιά μας κι όλο μας το είναι προς τα πάνω, προς το Θεό. Και ο διάλογος τελειώνει με την προτροπή «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Η ευχαριστία είναι το φυσικό επακόλουθο αυτής της κατανυκτικής ατμόσφαιρας και της επιβεβαίωσης πως η καρδιά μας ελεύθερη από τα γήινα είναι εκεί όπου «ο Χριστός είναι στα δεξιά του Θεού καθισμένος» (65). Κι αφού όλοι συμφωνήσουν πως αυτό είναι «άξιο και δίκαιο», ο ιερέας προσφέρει την ευχαριστία στο Θεό.

Η ευχή της αγίας αναφοράς αρχίζει με ευχαριστία προς τον Θεό Πατέρα για όλα τα αγαθά φανερά και αφανή που μας έδωσε, γιατί μας δημιούργησε από το μηδέν και μας ανέστησε πάλι μετά την πτώση μας, χαρίζοντάς μας την μέλλουσα βασιλεία. Ακόμη γιατί μας αξιώνει να τελούμε την λειτουργία, μολονότι παραστέκουν δίπλα του χιλιάδες και μυριάδες άγγελοι. Η ευχαριστιακή αναφορά συνεχίζεται με την εκφώνηση του ιερέα που μας καλεί να ψάλλουμε τον επινίκιο ύμνο «Άγιος, άγιος, άγιος…». Ο ύμνος αυτός έχει βιβλικές καταβολές. Πρόκειται για το δοξολογικό ύμνο των αγγέλων όπως τον περιγράφει ο Ησαΐας (66) και τον θριαμβευτικό ύμνο (67) υποδοχής του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Τα δύο αυτά κομμάτια γίνονται μια λειτουργική φωνή που υπάρχει στις περισσότερες αρχαίες λειτουργίες. «Η τριπλή αναφώνηση του «άγιος», που περιέχει η ιερή υμνολογία, από μέρους όλου του πιστού λαού δείχνει την ένωση και ισοτιμία μας με τις ασώματε και νοερές δυνάμεις, που θα φανεί στο μέλλον» (68). Οι δύο κόσμοι, ο αγγελικός και ο ανθρώπινος, ενώθηκαν και «κοινήν την ευφημίαν (=δοξολογία) εποιήσαντο» (69). Δοξολογούμε τον τριαδικό Θεό όπως και οι άγγελοι, με τους οποίους θα συζήσουμε στον μέλλοντα αιώνα και ταυτόχρονα υποδεχόμαστε θριαμβευτικά στην ευχαριστιακή μας σύναξη αυτόν που εκούσια έρχεται για να θυσιαστεί.

Η ευχή μας υπενθυμίζει στο σημείο αυτό την αγάπη του Θεού για τον κόσμο, κάτι που έγινε πράξη με τη σάρκωση του Υιού του. κάνει λόγο για όλο το έργο της θείας οικονομίας και διηγείται το μυστικό δείπνο επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί τα λόγια του Κυρίου «Λάβετε, φάγετε…» και «Πίετε εξ αυτού πάντες…» (70), με τα οποία συνέστησε το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, το οποίο τελούμε σε κάθε λειτουργία σύμφωνα με την εντολή του Χριστού· «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (71). Εκείνο που έγινε τότε στο μυστικό δείπνο γίνεται κάθε φορά στη θεία λειτουργία, αφού είναι η ίδια Τράπεζα και η ίδια θυσία· «ουκ άλλην θυσίαν… αλλά την αυτήν αεί ποιούμεν» (72). Κάνουμε δηλαδή πάντοτε την ίδια θυσία· ο μυστικός δείπνος συνεχίζεται, για αυτό είναι αναγκαία και τα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας.

Η λέξη «μεμνημένοι» μας επιτρέπει να πούμε λίγα λόγια παραπάνω για το τμήμα αυτό της ευχής της αναφοράς που λέγεται ανάμνηση. Έχει ήδη αρχίσει από λίγο πριν, αλλά εδώ μέσα σε λίγες φράσεις ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο όλα εκείνα που «θυμούμαστε» την ιερή αυτή στιγμή. Το περί σωτηρίου εντολής αναφέρεται ασφαλώς στο λόγο του Κυρίου «τούτο ποιείτε εις την εμην ανάμνησιν»… Αντικείμενο βέβαια της ανάμνησής μας δεν είναι μόνο ο μυστικός δείπνος, αλλά και ο σταυρός, ο τάφος, η ανάσταση, η ανάληψη, η δεύτερη και ένδοξη παρουσία. Όλα αυτά τα γεγονότα της αγάπης του για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Μόνο που η ανάμνησή τους μέσα στη θεία λειτουργία δεν έχει το χαρακτήρα μιας απλής τελετής ή μιας ιστορικής ανάπλασης και συμβολικής αναπαράστασης για να θαυμάζουμε το παρελθόν, αλλά είναι λειτουργική ανάμνηση όλων όσων έκανε ο Χριστός εκούσια για μας. Πραγματική ιερουργία δηλαδή του πάθους και της ανάστασής Του. Οι πιστοί τελώντας τη θεία λειτουργία βιώνουν το μυστήριο του σταυρού και της ανάστασης και γίνονται κοινωνοί σε αυτό. Αυτή είναι η πραγματική έννοια της ανάμνησης».

Παραπομπές
(52) Νικολάου Καβάσιλα, Εις την θείαν λειτουργίαν… σ. 133
(53) Α Κορινθ. 16,20
(54) Ματθ. 5,23-24
(55) Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία… σ. 227
(56) Ψαλμ. 17,1
(57) Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Δ', Θεσσαλονίκη 1982, σ. 83-86
(58) Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Α', Θεσσαλονίκη 1973, σ. 92
(59) Εβρ. 7,27 και Α Πετρ. 2,5
(60) Θεοδώρου Ανδίδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης… PG 140. 444D
(61) Θεοδώρου Ανδίδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης… PG 140. 444D
(62) Νικολάου Καβάσιλα, Εις την θείαν λειτουργίαν… σ. 136
(63) Β Κορινθ. 13,14
(64) Νικολάου Καβάσιλα ο.π. σ. 136
(65) Κολοσ. 3,1
(66) Ησ. 6,3
(67) Ματθ. 21,9
(68) Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία… σ. 205
(69) Ι. Χρυσοστόμου, εις τον προφήτην Ησαΐαν κεφ. 6 PG 56,71
(70) Ματθ. 26,26-28, Μαρκ. 14,22-24, Λουκ. 22,19 εξης, δες A Koρ. 11,24,26
(71) Λουκ. 22,29, Α Κορ. 11,24
(72) Ι. Χρυσοστόμου, εις την προς Εβραίους ομιλ 17 κεφ. 10 PG 63,131

(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 160-170)

Ο χερουβικός ύμνος
«Με τα όσα έγιναν μέχρι τη στιγμή αυτή στη Θεία Λειτουργία –με τις ευχές, τους ύμνους, τη μικρή Είσοδο, τα ιερά αναγνώσματα- παρακολουθήσαμε το Χριστό να έρχεται στη Σύναξη της Εκκλησίας, να θαυματουργεί, να κηρύττει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Με τη μεγάλη Είσοδο ο Χριστός εισέρχεται στην αγία Πόλη για να θυσιαστεί. «Κουβαλώντας την αμαρτία του κόσμου» ανεβαίνει τον Γολγοθά. Έτσι με τη μεγάλη Είσοδο αρχίζει η καθαυτή ιερουργία του Μυστηρίου.

Μεγάλη είσοδο ονομάζουμε μια σειρά από ύμνους, ευχές και πράξεις του λειτουργού και του λαού. Ο λαός αρχίζει να ψάλλει τον χερουβικό ύμνο και ταυτόχρονα ο λειτουργός λέει την ευχή του χερουβικού ύμνου.

Με τον χερουβικό ύμνο η Εκκλησία μάς καλεί να προετοιμαστούμε για την υποδοχή του Βασιλέως της δόξης που εισέρχεται στην αγία Πόλη. Μας καλεί να ετοιμαστούμε για να συμπορευτούμε μαζί Του στο δρόμο του μαρτυρίου και να σταθούμε κοντά Του στο Σταυρό μαζί με την Παναγία Μητέρα Του και τον μαθητή τον οποίο αγαπούσε. Ας αποθέσουμε τη στιγμή αυτή (νυν =τώρα), λέει ο ύμνος, κάθε μέριμνα βιοτική, γιατί πρόκειται να υποδεχτούμε τον Βασιλέα των όλων. Μας προτρέπει δηλαδή η αγία μας Εκκλησία με τον ύμνο αυτόν να κάνουμε την έξοδο από τον κόσμο των βιοτικών πραγμάτων, για να μπορέσουμε να κάνουμε τη μεγάλη είσοδο στο χώρο της παρουσίας του Χριστού: «Βγήκαν από την Περσία οι μάγοι (για να πάνε να προσκυνήσουν το Χριστό)· βγες εσύ από τα βιοτικά πράγματα και περπάτησε προς τον Ιησού», λέει ο ιερός Χρυσόστομος (226).
Ο ίδιος άγιος Πατήρ μάς υποδεικνύει και τη δύναμη που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να βγούμε έξω από τα πρόσκαιρα και ορατά· είναι ο πόθος του Θεού.

«Εάν κανείς έχει φλογερό πόθο προς τον Θεό δεν ανέχεται πλέον να βλέπει αυτά που υποπίπτουν στην αντίληψη των σωματικών οφθαλμών, αλλά αφού απέκτησε άλλους οφθαλμούς, εννοώ αυτούς της πίστης, εκείνα φαντάζεται πάντα και προς εκείνα έχει στραμμένη τη σκέψη του, αν και βαδίζει στη γη, είναι σαν να ζει εκεί και κατορθώνει με αυτόν τον τρόπο τα πάντα… και επιθυμεί να ανέβει από τη γη στον ουρανό, όλα όσα βλέπει τα παραμελεί και αφιερώνεται στο δρόμο και δεν σταματά νωρίτερα, ούτε σαγηνεύεται από κάτι που βλέπει, μέχρις ότου μπορέσει να ανεβεί στην ίδια την κορυφή» (227)

Βιαζόμαστε να φθάσουμε στην κορυφή του Γολγοθά για να γιορτάσουμε τη γιορτή του Χριστού. Γι αυτό εγκαταλείψαμε τα βιοτικά: «Διότι αυτή είναι αληθινή γιορτή, όπου υπάρχει σωτηρία ψυχών, όπου ειρήνη και ομόνοια, όπου κάθε βιοτική φαντασία αποδιώχτηκε, όπου κραυγή και θόρυβος, και μαγείρων τρεξίματα και των αλόγων ζώων σφαγές έχουν φύγει απ τη μέση, αλλά υπάρχει κάθε ηρεμία και γαλήνη, και αγάπη, και χαρά, και ειρήνη, και πραότητα, και μύρια αγαθά αντί για εκείνα καλλιεργούνται» (228).

Αποθέτουμε λοιπόν τώρα κάθε μέριμνα βιοτική και βαδίζουμε μαζί με το Χριστό. Ή μάλλον αποθέτουμε κάθε μέριμνά μας στα χέρια του Χριστού. Παραθέτουμε σ’ Αυτόν τη ζωή μας. Κι Αυτός σηκώνει το φορτίο μας και ανεβαίνει στο Γολγοθά. Και μεριμνά Αυτός για τις ανάγκες της ζωής μας: «Εάν κάθε μέριμνά σας, μας λέει ο Κύριος με το στόμα του αββά Ισαάκ, την δείξετε για τη βασιλεία των ουρανών, δεν θα σας στερήσω από αυτά που έχει ανάγκη η φύση σας που είναι ορατή». Κι αλλού λέει πάλι: «Η ψυχή που μια φορά απέθεσε τον εαυτό της στο Θεό με πίστη και δοκίμασε πού και γεύτηκε τη βοήθειά Του, δεν φροντίζει ξανά για τον εαυτό της· αλλά φιμώνεται από την έκπληξη και τη σιωπή» (229).

Ο ιερός Χρυσόστομος μας λέει, ότι «η ψυχή που δεν έμαθε να καταφρονεί τα μικρά και τα βιοτικά, δεν θα μπορέσει να θαυμάσει τα ουράνια». Κι εκείνοι που γεύτηκαν τη χάρη των ουρανίων μας προτρέπουν: Αδελφοί, «κανένας να μην μπει στο Ναό έχοντας βιοτικές φροντίδες, κανένας περισπασμένος, κανένας φοβισμένος. Αλλά αφού όλα αυτά τα αφήσουμε έξω, μπροστά στις πόρτες του Ναού, τότε ας μπούμε όλοι μέσα. Γιατί μπαίνουμε στα ανάκτορα των ουρανών, πατούμε τόπους που αστράφτουν» (230).

Σ’ αυτούς τους αστραφτερούς τόπους μετέφερε το λειτουργό παπα-Τύχωνα ο φύλακάς του άγγελος την ώρα του Χερουβικού. Έλεγε με τα λίγα του ελληνικά ο ρώσος ιερεάς: «Την ώρα του Χερουβικού φύλακας άγγελος ανεβάσει. Μετά από μισή ώρα φύλακας άγγελος κατεβάσει». Διεπίστωνε τότε ο άγιος του Θεού ότι βρισκόταν στη μέση της θείας Λειτουργίας κι έπρεπε να συνεχίσει: «Πω, πω εγώ λειτουργήσει» και συνέχιζε τη θεία Λειτουργία. «Γέροντα, τον ρώτησαν, τι έβλεπες και τι άκουγες τη μισή εκείνη ώρα;» Κι ο γέροντας απάντησε: «Χερουβίμ-Σεραφείμ δοξολογούσε Θεό».
Δορυφορούμενος (περιστοιχισμένος) από τα αγγελικά τάγματα μπαίνει ο Κύριος στην αγία Πόλη, την επουράνια Ιερουσαλήμ, για να σφαγιαστεί. Μπροστά σε αυτό το γεγονός της ύψιστης θυσίας, η Εκκλησία μάς καλεί να σιγήσουμε:
«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω. Ο γαρ Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς. Προηγούνται δε τούτου οι χοροί των αγγέλων μετά πάσης αρχής και εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα και βοώντα τον ύμνον. Αλληλούια»[Χερουβικός Ύμνος Μεγάλου Σαββάτου](=Ας σιγήσει κάθε θνητή σάρκα και ας σταθεί με φόβο και τρόμο και τίποτε από τη γήινη ζωή μας να μην σκέφτεται. Γιατί ο Βασιλεύς των Βασιλέων και Κύριος των κυριάρχων της γης έρχεται για να σφαγιασθεί και να δοθεί ως τροφή στους πιστούς. Προηγούνται Αυτού οι χοροί των αγγέλων μαζί με όλες τις Αρχές και τις Εξουσίες, τα Χερουβείμ με τα πολλά μάτια και τα Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες, που καλύπτουν τα πρόσωπά τους και ψάλλουν δυνατά τον ύμνο: Δοξολογείστε το Θεό»(231).

Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι

Για να πάρει στα χέρια του τα Τίμια Δώρα ο λειτουργός, πρέπει να περάσει από το στάδιο της μετανοίας: πλησιάζει το άγιο θυσιαστήριο μετανοώντας όπως ο άσωτος υιός. Ο ψαλμός της μετανοίας, που λέει καθώς θυμιάζει, τα κατανυκτικά τροπάρια, η προσκύνηση του αγίου θυσιαστηρίου και της αγίας πρόθεσης, η εκζήτηση συγγνώμης από το Θεό, από τους συλλειτουργούς, από το λαό, όλα αυτά εξωτερικεύουν τα αισθήματα της μετανοίας του λειτουργού.

Με το παράδειγμά του είναι σαν να υποδεικνύει τον ίδιο δρόμο στους πιστούς· επομένως κατ’ αυτήν την έννοια «εικονίζει τον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάνη, ο οποίος άρχισε να κηρύττει πρν από το Χριστό λέγοντας· Μετανοείτε γιατί έφτασε η Βασιλεία των ουρανών» (234). Ο λειτουργός –εικόνα του Βαπτιστού- μας παρακινεί να ετοιμάσουμε την οδόν Κυρίου, δηλαδή το δρόμο που περνάμε για να φτάσουμε κοντά στο Χριστό. Και ο δρόμος αυτός είναι η μετάνοια. Έτσι, καθώς ετοιμαζόμαστε για την μεγάλη Είσοδο, λαός και λειτουργός, ζούμε εν μετανοία την αναμονή του Χριστού. Ο λειτουργός, όπως ο Τίμιος Πρόδρομος, «ενεργεί το βάπτισμα μέσω της μετάνοιας». «Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό για μετάνοια». Στη συνέχεια ο Χριστός θα μας προσφέρει τη ζωή του: «Αυτός όμως που έρχεται πίσω μου… θα σας βαπτίσει ε Πνεύμα άγιο και φωτιά» (235). «Αυτός που είναι ολόκληρος φωτιά απρόσιτη που δεν την αντέχουν οι άγγελοι», προσφέρεται ως τροφή των πιστών. Και ο κάθε πιστός «χαίροντας και τρέμοντας ταυτόχρονα μεταλαμβάνει της φωτιάς… δροσιζόμενος με τρόπο ανέκφραστο» (236).

Με τη μετάνοια πλησιάζουμε τη Ζωή: «Όποιος είναι άγιος ας προσέλθει· όποιος όμως δεν είναι, ας γίνει με τη μετάνοια», λέει ο λειτουργός στη λειτουργία των Αποστολικών Διαταγών καθώς καλεί τους πιστούς να κοινωνήσουν. Η αμαρτία γέννησε το θάνατο, η μετάνοια ανοίγει το δρόμο της Ζωής: «Η αμαρτία είναι θάνατος. Και ποιος είναι αυτός που θα πεθάνει από αυτήν και θα αναστηθεί μονάχος του; Απολύτως κανείς» (237). Καταφεύγουμε λοιπόν με την μετάνοια στον Αναμάρτητο που είναι η Ανάσταση και η ζωή.
Δια της μετανοίας μπαίνουμε στη θεία Λειτουργία. Η θεία Λειτουργία είναι η έξοδος από την αμαρτία και η είσοδος στην Βασιλεία: «Από τη γη Χαράν βγες από την αμαρτία ψυχή μου, έλα σε γη που ρέει αιώνια αφθαρσία» (238).

Σύμφωνα με το αρχαιότερο λειτουργικό κείμενο ο λειτουργός λέει: «Ελθέτω χάρις και παρελθέτω ο κόσμος (=ας έλθει η χάρη και ας φύγει ο κόσμος)»(239). Σ’ αυτό το χώρο της χάριτος μας οδηγεί η θεία Λειτουργία. Εκεί επιδιώκει να φθάσουμε και ο άγιος Μάξιμος, όταν μας προτρέπει αφού αφήσαμε ήδη τα βιοτικά να αποσπαστούμε και από τα αισθητά. Για τον μεγάλο αυτόν μύστη των θείων πραγμάτων και μυσταγωγό των πιστών, η μεγάλη Είσοδος είναι η αρχή και ο πρόλογος «της καινούργιας διδαχής που θα γίνει στους ουρανούς σχετικά με την Οικονομία του Θεού για μας και η αποκάλυψη του μυστηριόυ της σωτηρίας μας, που είναι κρυμμένο στα άδυτα της θεϊκής μυστικότητας» (240). Μια διδαχή που γίνεται με την πράξη της θυσίας του Διδασκάλου. Πράξη που φωτίζει το λόγο Του.

Ο θεός Λόγος μας οδηγεί τώρα «προς την θέαση των νοητών» (241). Η πράξη του Σταυρού και της Αναστάσεως μας οδηγεί στην άρρητη θέα της μιας και ενιαίας θείας Οικονομίας. Θέα την οποία με πληρότητα θα απολαύσουμε στον ουρανό».

Παραπομπές
(225) Ο χερουβικός ύμνος ορίστηκε να ψάλλεται στην εκκλησία από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο (6 ος αιώνας). Η φράση πασαν νυν βιοτικήν, μαρτυρείται από όλους τους παλαιούς κώδικες της θεία Λειτουργίας, καθώς και από τις αρχαίες μεταφράσεις της στη σλαβωνική, στην αραβική και στη ρουμανική. Επίσης και άλλου ύμνοι, που ψάλλονται αντί του Χερουβικού, τονίζουν την ιερότητα της στιγμής αυτής: Νυν αι δυνάμεις των ουρανων, Σιγησάτω πάσα σαρξ… (Ι.Μ. Φουντούλη. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας. τ. Β σελ. 225-27)
(226) Μ 48,754
(227) Μ53, 259
(228) Ιερός Χρυσόστομος, Μ 53,21
(229) Αββάς Ισαάκ, σελ. 159 και 250 – Ματθαίος 6,33
(230) Μ 47,414 και 56, 108-109
(231) Χερουβικός Ύμνος μεγάλου Σαββάτου
(234) Γερμανός Κων/πόλεως, Μ 98,401 Α – Ματθαίος 3,2
(235) Γερμανός Κων/πόλεως, Μ 98,408 Β – Ματθαίος 3,11
(236) Συμεών Νέος Θεολόγος, SC 174,172 – Ακολουθία Θ. Μεταλήψεως
(237) Β 2,125 - Συμεών Νέος Θεολόγος, SC 113,18
(238) Τρίτη ωδή μεγάλου κανόνος
(239) Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων Β 2, 218
(240) Μυσταγωγία σελ. 198
(241) ο.π. σελ. 188
(Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία Σχόλια, Εκδ. Δόμος, σελ. 216-219 & 223-225 [υπογραμμίσεις δικές μας και μετάφραση των αρχαίων κειμένων])

«Το τμήμα αυτό της θείας λειτουργίας ονομάζεται «προσκομιδή» ή «μεγάλη είσοδος». Προσκομιδή, γιατί εδώ γινόταν αρχικά η προετοιμασία των δώρων, η γνωστή ακολουθία της προθέσεως, η οποία για λόγους πρακτικούς, για να υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη άνεση προκειμένου να μεταφερθούν τα δώρα στο θυσιαστήριο, μετατέθηκε πριν από τη θεία λειτουργία.

Μεγάλη είσοδος δε, σ' αντίθεση με τη μικρή λεγόμενη είσοδο μετά του Ευαγγελίου, για την οποία ήδη μιλήσαμε. Η είσοδος εδώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφορά των δώρων από την πρόθεση στο θυσιαστήριο, την Αγία Τράπεζα. Η πράξη αυτή αρχικά ήταν απλή. Γινόταν μόνο από τους διακόνους, τους οποίους περίμενε στο θυσιαστήριο ο επίσκοπος. Από τον 6ο αιώνα η μεταφορά έγινε επισημότερη και μεγαλοπρεπέστερη, αφού συμμετείχαν οι ιερείς ακόμη και ο αυτοκράτορας. Η επισημότητα αυτή έδωσε το χαρακτηρισμό «μεγάλη», σ' αντίθεση με την «μικρή», που όπως είχαμε πει στο αντίστοιχο σχόλιο έχασε σιγά σιγά το αρχικό της νόημα. Από τον 14ο μάλιστα αιώνα φαίνεται για πρώτη φορά σε γραπτά κείμενα αυτή η διάκριση.

Σήμερα βλέπουμε να πλαισιώνουν τη «μεγάλη είσοδο» ορισμένα χαρακτηριστικά λειτουργικά στοιχεία. Ο χερουβικός ύμνος, η ευχή του χερουβικού, η λιτανευτική πομπή με τελική κατάληξη την απόθεση των δώρων στην αγία Τράπεζα. Ακολουθούν τα πληρωτικά και η ευχή της προσκομιδής. Ας τα δούμε όμως σύντομα ένα-ένα. Ο χερουβικός ύμνος μπήκε στη θεία λειτουργία τον 6ο αιώνα (573-4), για να καλύψει το χρόνο προετοιμασίας του ιερέα για την είσοδο (την ώρα της ψαλμωδίας του διαβάζεται η ευχή, γίνεται η θυμίαση, η νίψη των χεριών που είναι σύμβολο καθαρότητας, και γίνεται η αίτηση συγχώρησης από το λαό). Ο ύμνος αρχικά ψαλλόταν τρεις φορές και είναι εμπνευσμένος από τον 23ο ψαλμό «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής...), στον οποίο υπάρχει ο στίχος «Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης» (στιχ. 7). Ο ψαλμός αυτός είναι το πιο παλιό χερουβικό. Ψαλλόταν αντιφωνικά την ώρα της μεγάλης εισόδου, σε εποχή που αυτή απέκτησε μεγαλοπρεπέστερο χαρακτήρα.

Ο χερουβικός ύμνος πέρα από την πρακτική του σημασία μας προετοιμάζει και για την υποδοχή του βασιλιά της δόξας. Η μεταφορά των δώρων από την αγία πρόθεση «και η τούτων προς το θυσιαστήριον είσοδος, κατά τον χερουβικόν, την από Βηθανίας προς την Ιερουσαλήμ δηλοί του Κυρίου εισέλευσιν», λέει ο Θεόδωρος Ανδίδων. Και ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων υπογραμμίζει πώς «τα άγια από της προθέσεως έως του θυσιαστηρίου προέρχονται, εις τύπον της του κόσμου διαγωγής του Χριστού έως της ταφής αυτού». Οι συμβολισμοί βέβαια είναι μεταγενέστεροι της πράξης, αλλά τονίζουν την ιδιαιτερότητα και την ιερότητα της συγκεκριμένης λειτουργικής στιγμής.

Η μεγάλη είσοδος είναι τύπος, σύμβολο της πορείας του Χριστού προς το πάθος. Επομένως και η δική μας στάση πρέπει να είναι ανάλογη. Εισέρχεται ο βασιλιάς της δόξας. Ο Χριστός έρχεται για να θυσιαστεί, συνοδευόμενος από τα αγγελικά τάγματα. Κι εμείς εικονίζουμε τους αγγέλους και πρέπει να αφήσουμε «εδώ και τώρα» κάθε βιοτική μέριμνα για να τον υποδεχτούμε.

Η ευχή «Ουδείς άξιος...» είναι κι αυτή μεταγενέστερη στη βυζαντινή λειτουργία. Αφορά μόνο τον ιερέα (γι' αυτό λέγεται και μυστικά) και τον προετοιμάζει για το μυστήριο της ευχαριστίας. Απευθύνεται στο Χριστό και όχι στο Θεό Πατέρα, όπως συμβαίνει με τις πιο πολλές ευχές της λειτουργίας. Προήλθε από την αλεξανδρινή λειτουργία του Αγίου Γρηγορίου (γύρω στον 8ο αιώνα.). Η θέση της εκεί ήταν μετά την απόθεση των τιμίων δώρων στην αγία Τράπεζα. Χαρακτηριστική σε νόημα είναι η εκφώνησή της, «Σύ γαρ εί ο προσφέρων και προσφερόμενος...». Σ' αυτή «κλείνεται όλη η θεολογία για την ιερωσύνη του Χριστού, που είναι η ιερωσύνη της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός στη θεία λειτουργία είναι και ο ιερέας που λειτουργεί και ο αμνός που προσφέρεται»(46).

Στη λιτανευτική πομπή που γίνεται στο «ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι...», κατά την ψαλμωδία δηλαδή του χερουβικού ύμνου, οι λειτουργοί κρατούν τα δώρα κατά τον εξής τρόπο, ο διάκονος το δίσκο με τον αμνό στο ύψος της κεφαλής του και ο ιερέας το άγιο ποτήριο με τον οίνο σε κανονικό ύψος.

Η πομπή παλιά γινόταν σιωπηλά. Αργότερα οι λειτουργοί έλεγαν διάφορα τροπάρια και ψαλμούς (τον 50ο και τον 23ο) και από τον 12ο αιώνα μπήκε η φράση που ακούγεται και σήμερα «Πάντων υμών μνησθείη Κύριος ο Θεός...». Λεγόταν μεγαλόφωνα από τον ιερέα και από τον διάκονο και μάλιστα πολλές φορές και όχι μία. Η πομπή, αφού περάσει ανάμεσα από τον λαό καταλήγει στην αγία Τράπεζα, χωρίς να γίνει καμία μνημόνευση ονομάτων στην ωραία πύλη. Τα δώρα σκεπάζονται με το κάλυμμα που λέγεται «αέρας».

Η απόθεση των αγίων στην αγία Τράπεζα αποτελεί μίμηση τη στιγμή εκείνη του στρωμένου ανωγείου, μετά από λίγο και της υψώσεως πάνω στο σταυρό, και στο τέλος εικονίζει την ταφή και την ανάσταση και την ανάληψη του Κυρίου.(48)

Ο χερουβικός ύμνος τελειώνει με το «ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν». Μετά τη μεγάλη είσοδο συνηθιζόταν παλιά το κλείσιμο της ωραίας πύλης (καταπέτασμα). Είναι η πράξη που συμβολίζει το σφράγισμα του τάφου του Χριστού. Στο Άγιον Όρος κλείνει μέχρι το «Μετά φόβου...». Στις ενορίες δεν κλείνει παρά μόνο στο κοινωνικό, για να μπορούν οι πιστοί να συμμετέχουν καλύτερα, βλέποντας τι γίνεται την ώρα αυτή στη θεία λειτουργία».
Παραπομπές
(46) Διονυσίου Λ. Ψαριανού. Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης, Η Θεία Λειτουργια…, σελ. 263
(47) Ι.Μ. Φουντούλη. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας. τ. Γ σελ. 99-102
(48) Θεοδώρου Ανδίδων, προθεωρία… PG 140, 441C

(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 155-159)

Άγγελοι και άνθρωποι συμμίγνυνται

«Μέχρι τον έβδομο αιώνα η θεία Λειτουργία άρχιζε με την Είσοδο του Ευαγγελίου. Ο λειτουργός ντυνόταν τα άμφιά του στο Σκευοφυλάκιο του Ναού, έπαιρνε από εκεί το ιερό Ευαγγέλιο και μαζί με τους πιστούς εισερχόταν στον κυρίως Ναό (140). Στην περίπτωση που λειτουργούσε ο Επίσκοπος, αυτή τη στιγμή εισερχόταν στο ναό, ντυνόταν μπροστά στους πιστούς και έμπαινε στο άγιο Βήμα.

Η μικρά Είσοδος, κατά τον άγιο Γερμανό, φανερώνει «την παρουσία του Υιού του Θεού και την είσοδό Του σε αυτόν τον κόσμο, όπως λέει ο Απόστολος· όταν θα εισάγει, δηλαδή ο Θεός και Πατέρας, τον Πρωτότοκο στην οικουμένη, λέει· και ας προσκυνήσουν αυτόν όλοι οι άγγελοί του» (141). Αυτή την παρουσία του Χριστού στον κόσμο εικονίζει, κατά τον άγιο Μάξιμο, και η είσοδος του αρχιερέα μέσα στο Ναό. Η πρώτη, λέει, αυτή «κατά την ιερή σύναξη, είσοδος του αρχιερέως στην αγία Εκκλησία, είναι εικόνα και τύπος της πρώτης δια της σαρκός παρουσίας στον κόσμο αυτό του Υιού του Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Με την παρουσία Του αυτή ο Χριστός ελευθέρωσε και λύτρωσε τη φύση των ανθρώπων που είχε υποδουλωθεί στη φθορά… και την ξαναέφερε στην αρχική χάρη της Βασιλείας» (142).
Και τώρα ο Χριστός, με τη θεία Λειτουργία, καλεί τον κάθε άνθρωπο να γίνει ομοτράπεζός του στη Βασιλεία, να ενδυθεί το ένδυμα της μετανοίας και να παρακαθίσει στο δείπνο των γάμων.

Η είσοδος των πιστών μέσα στο Ναό, που γινόταν στους πρώτους αιώνες την ώρα αυτή αμέσως πριν από την είσοδο του Αρχιερέως, σημαίνει –κατά τον άγιο Μάξιμο- τη μετάθεσή τους από την κακία και την αγνωσία στην αρετή και τη γνώση (143). Ο άνθρωπος αλλάζει δρόμο και προσανατολισμό. Κέντρο της ζωής του παύει να είναι ο παρερχόμενος κόσμος και γίνεται το θυσιαστήριο. Έτσι η είσοδος του πιστού στο Ναό για την ιερή Σύναξη δεν είναι ένα σύμβολο αλλά μία πράξη: η είσοδος στη ζωή του Χριστού. Είναι η κοινωνία του ανθρώπου στη ζωή του Θεανθρώπου.

Σύμφωνα με την σημερινή τάξη της Λειτουργίας ο ιερεύς (όταν δεν υπάρχει διάκονος) παίρνει από την αγία Τράπεζα το ιερό Ευαγγέλιο, την εικόνα του Χριστού. Το κρατά στο ύψος του προσώπου του, έτσι που το πρόσωπό του καλύπτεται από τον ερχόμενο Χριστό. Προηγείται η λαμπάδα, το σύμβολο του Προδρόμου του Χριστού. Ο τίμιος Πρόδρομος είναι ο «λύχνος που καίγεται και φαίνεται». Καθώς ο Χριστός έρχεται στον κόσμο μας, ο Βαπτιστής Τον δείχνει: «Να ο Αμνός του Θεού». Και ο ιερέας –σαν τον άγγελο που ανήγγειλε τη γέννηση του Χριστού στους ποιμένες- αναφωνεί:
Σοφία. Ορθοί. Και είναι σαν να αναγγέλλει: «Να, ευαγγελίζομαι σε σας χαρά μεγάλη, η οποία θα είναι για όλο τον λαό». Οι πιστοί ζούνε το θαύμα της αγγελικής φανερώσεως: «Ξαφνικά έγινε μαζί με τον άγγελο πλήθος στρατιάς ουρανίου που αινούσαν το Θεό» (144).
Όπως στη Βηθλεέμ έτσι και στη θεία λειτουργία «άγγελοι και άνθρωποι συμμίγνυνται (=συνενώνονται)· διότι όπου παρουσιάζεται ο Βασιλιάς έρχονται και οι φρουροί (ακόλουθοί του)»(145). Αυτό το μυστήριο της αγγελικής παρουσίας και συλλειτουργίας παρακαλεί ο λειτουργός –στην ευχή της εισόδου- να ζήσουμε οι πιστοί. Να το ζήσουμε όπως το έζησαν οι θεοφόροι άγιοι Πατέρες μας.

Ο ιερός Χρυσόστομος μάς λέει ότι άκουσε από κάποιον να διηγείται, «ότι του έλεγε ένας θαυμάσιος γέροντας, που έβλεπε συχνά αποκαλύψεις, ότι κάποτε αξιώθηκε να δει τέτοιο θέαμα: Κατά την τέλεση των αγίων μυστηρίων είδε ξαφνικά, όπως του ήταν δυνατόν να δει, πλήθος αγγέλων με στολές λαμπρές που περικύκλωναν το άγιο θυσιαστήριο και έστρεφαν τα πρόσωπα προς τα κάτω, όπως βλέπουμε να στέκονται οι στρατιώτες μπροστά στον βασιλέα». Αναφέρεται επίσης για τον άγιο Σπυρίδωνα, ότι «όταν λειτουργούσε παραστέκονταν άγιοι Άγγελοι, οι οποίοι συλλειτουργώντας μαζί του, όταν αυτός έλεγε «Ειρήνη πάσι», εκείνοι από έξω αποκρίνονταν με μέλος «Και τω πνεύματί σου». Ομοίως αποκρίνονταν και τα υπόλοιπα συνηθισμένα (λόγια)» (146).

Παραπομπές
(140) Σαφής ένδειξη ότι τη στιγμή αυτή μαζί με τον λειτουργό εισέρχονταν στο ναό και οι πιστοί, υπάρχει στην ευχή της Εισόδου, η οποία σώζεται στο αρχαιότερο ευχολόγιο (8ος αιώνας): «Ευεργέτα και της κτίσεως όλης Δημιουργέ, δέξου την εκκλησία που έρχεται προς Εσένα…». Η ευχή της Εισόδου διαβαζόταν μπροστά στην πύλη του Ναού και στη συνέχεια ο λειτουργός ευλογούσε την πύλη, δηλαδή την είσοδο των αγίων: Ευλογημένη η είσοδος των αγίων σου».
(141) Μ 98, 405C- Εβραίους 1,6
(142) Μυσταγωγία, σελ. 174-6
(143) ο.π. σελ. 179
(144) Ιωάννης 5, 35 και 1,29 – Λουκάς 2, 10-13
(145) Λιτή Θεοφανείων.
(146) Μ 48,681 – όσιος Νικόδημος, Συναξαριστής 12 Δεκεμβρίου

(Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία Σχόλια, Εκδ. Δόμος, σελ. 177-179 [υπογραμμίσεις δικές μας και μετάφραση των αρχαίων κειμένων])

katafigioti

lifecoaching