ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 18-21. Η παραβολή του σπόρου του σιναπιού και της ζύμης.
13.18 ῎Ελεγεν δε(1), Τίνι ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(2), καὶ τίνι ὁμοιώσω αὐτήν(3);
18 Έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Με τι μοιάζει η βασιλεία του Θεού και με τι να την παρομοιάσω;
(1) Υπάρχει και η γραφή έλεγε οὖν. Το οὖν (λοιπόν) των αλεξανδρινών χειρογράφων
σχετίζει τα λόγια αυτά με το γεγονός της υπερφυσικής θεραπείας που συντελέστηκε.
Συμπέρασμα που προκύπτει από το γεγονός αυτό είναι η δύναμη της βασιλείας του Θεού (g).
Το θαύμα αποδεικνύει, ότι η βασιλεία του Θεού άρχισε, αλλά η έκτασή της είναι ακόμη
μικρή και η χαρά που εκδηλώνει το πλήθος δεν παρασύρει σε άκαιρη και υπερβολική
αισιοδοξία Εκείνον, ό οποίος γνωρίζει, ότι για την επικράτησή της πρέπει
να υποστεί πάθος σταυρικό (L). Μπορεί παρ’ όλα αυτά να συνδεθεί η περικοπή
αυτή με τον στίχο 11 και να θεωρηθούν τα σχετικά με το γεγονός της θεραπείας
της συγκύπτουσας, ως διακοπή που παρεμβλήθηκε (p).
(2) Οι παραβολές του σιναπιού και της ζύμης αναφέρονται η μεν πρώτη
και από τους 3 συνοπτικούς (δες Ματθ. ιγ 31,32 και Μάρκ. δ 30-32 και τις εκεί ερμην.
σημειώσεις), ενώ η δεύτερη από τον Λουκά και τον Ματθαίο (ιγ 33).
Και οι 2 παραβολές εκθέτουν τις αφανείς αρχές, την βαθμιαία διάδοση
και την τεράστια ανάπτυξη της βασιλείας του Θεού (=της ορατής εκκλησίας στη γη ή του λόγου
της πίστης), η μία από τα έξω και η άλλη από τα μέσα.
Εξωτερικά η βασιλεία του Θεού θα επεκταθεί τελικά σε όλα τα έθνη·
εσωτερικά όμως θα μεταμορφώσει την όλη ζωή της ανθρωπότητας (p).
(3) Δύο ερωτήσεις και εδώ, όπως και στον Μάρκο, αλλά εδώ αυτές είναι πιο φυσικές
και περισσότερο ζυγισμένες (L).
Έλεγχος
με επιείκεια
Δεν πρέπει να κοροϊδεύουμε ούτε να ελέγχουμε, αλλά να νουθετούμε. Όχι να κατηγορούμε, αλλά να συμβουλεύουμε. Να μην επιτιθέμεθα με ζήλεια και μανία, αλλά να διορθώνουμε με φιλοστοργία. Διότι δεν κάνεις κακό στον άλλον, αλλά τον εαυτό σου παραδίνεις στη χειρότερη τιμωρία, αφού κρίνοντας τον άλλον, δεν τον σπλαχνίζεσαι για τα αμαρτήματά του. Όποιος κρίνει με σπλαχνικότητα και επιείκεια τα σφάλματα και τα αμαρτήματα των άλλων, αποταμιεύει με την κρίσι του αυτή μεγάλη για τον εαυτό του συγγνώμη. Δηλαδή, στον πορνεύοντα να μη του πω, ότι είναι κακό πράγμα η πορνεία, ούτε να διορθώσω αυτόν που κάνει αισχρές πράξεις; Και βέβαια να τον διορθώσης, όχι όμως σαν αντίπαλος, αλλά σαν γιατρός, που παρασκευάζει φάρμακα.
Ε.Π.Ε. 10,68-70
με αγάπη
Οι γιατροί καυτηριάζουν την πληγή και δεν κατηγορούνται γι’ αυτό, μολονότι μερικές φορές δεν πετυχαίνει η επέμβασίς τους. Οι άρρωστοι, έστω και αν πονάνε, που χειρουργούνται, θεωρούν τους γιατρούς ως ευεργέτες τους, κι ας τους προκαλούν πόνο. Πολύ περισσότερο πρέπει να αισθάνεται έτσι όποιος δέχεται έλεγχο για το καλό του. Να δέχεται τις επεμβάσεις του άλλου ως ιατρού και όχι ως εχθρού. Αλλά και όσοι ελέγχουμε, ας το κάνουμε με πολλή αγάπη, με πολλή σύνεσι.
Ε.Π.Ε. 18α,754
μεταξύ σου και αυτού
Όπως παραγγέλλει ο Χριστός, να μη διαπομπεύης με τον έλεγχό σου τον άλλον, αλλά πήγαινε μεταξύ σας να πήτε. Και πάλι όχι για να τον κατηγορήσης ούτε επεμβαίνοντας, αλλά μιλώντας του με πόνο και συμπάθεια για την αμαρτία του. Και συγχρόνως να είσαι και συ έτοιμος να παραδώσης το εαυτό σου σε έλεγχο, όταν διαπράττης κάποιο αμάρτημα.
Ε.Π.Ε. 18α,754
και εγκώμιο
Πλησίασε αυτόν που αμαρτάνει, και πες του κάποιο μικρό εγκώμιο, από τα αλλά, τα καλά που οπωσδήποτε έχει. Ανάμιξε το εγκώμιο με τους ελέγχους.
Ε.Π.Ε. 18α,760-762
προς διόρθωσι
Αν κάποιος είναι θρασύς και βρωμιάρης, δεν πρέπει να τον διορθώσουμε, ούτε να τον ελέγξουμε; Να τον ελέγξης και να τον διορθώσης, όχι όμως για να τον κατακρίνης. Πρόσεχε, μήπως κάνης ό,τι έκανε εκείνος ο Φαρισαίος και πάθης και συ τα ίδια.
Ε.Π.Ε. 18α,768
Προδρόμου
Ήθελε ο Πρόδρομος να διορθώση την κατάστασι δια του Ηρώδη. Γι’ αυτό εκείνον ήλεγξε. Και ούτε και αυτόν αυστηρώς ήλεγξε. Ο λόγος του Προδρόμου ήταν μάλλον διδακτικός, παρά ελεγκτικός· παιδαγωγικός, παρά τιμωρητικός· ρυθμιστικός, παρά ξευτελιστικός· διορθωτικός, παρά παρεμβατικός. Αλλά, όπως έχω πει, εχθρός στον κλέφτη είναι το φως, και ο άγιος είναι ανυπόφορος και μόνο που φαίνεται.
Ε.Π.Ε. 20,94
με τρόπο καλό
Με αυτό τον τρόπο, που μιλάει ο Παύλος, και ο έλεγχος γινόταν ευπρόσδεκτος, αλλά και το εγκώμιο δεν τους έκανε να επαναπαύωνται.
Ε.Π.Ε. 22,102
των δημοσίως αμαρτανόντων
Όπως ακριβώς είναι βλαβερό το να κατακρίνης απλώς, έτσι και το να μη τιμωρής για τα δημόσια αμαρτήματα. Διότι έτσι ανοίγεις δρόμο στους άλλους να επιχειρούν τα ίδια.
Ε.Π.Ε. 23,392
με παραμυθία μαζί
Ο έλεγχος αυτός καθ’ εαυτόν είναι αφόρητος, όταν δεν συνοδεύεται με παρηγοριά. Όπως ακριβώς συμβαίνει με την εγχείρησι. Αν και είναι σωτήρια, αν δεν υπάρχουν τα ανακουφιστικά, επειδή έχει πολλούς πόνους ο άρρωστος, δεν ανέχεται να τεμαχίζεται. Το ίδιο και εδώ.
Ε.Π.Ε. 23,634
ύβρις;
Δεν είναι πάντοτε κακό το να ελέγχης κάποιον· κακό είναι το να βρίζης (να κακολογής) χωρίς λόγο. Γι’ αυτή τη βρι¬σιά και ο Χριστός ώρισε τιμωρία (Ματθ. ζ'1). Διότι, οποίος στην κατάλληλη περίστασι με τον κατάλληλο τρόπο ελέγχει, μοιάζει με το γιατρό, που αποκόπτει στην κατάλληλη περίστασι και αφαιρεί με το νυστέρι τη σαπίλα.
Ε.Π.Ε. 33,372
και παραίνεσις
Συμβαίνει με τα τραύματα και τους γιατρούς το εξής: Τα πιο υποφερτά γιατρεύονται με ηπιώτερα φάρμακα. Τα σάπια όμως και τα ανίατα, που βλάπτουν και το υπόλοιπο σώμα, έχουν ανάγκη χειρουργικής επεμβάσεως και καυτηριάσεως. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τα αμαρτήματα. Άλλα απαιτούν συνεχή νουθεσία και παράκλησι, αλλά όμως έχουν ανάγκη αυστηρών ελέγχων. Γι’ αυτό ακριβώς και ο απόστολος Παύλος έδωσε εντολή να μη συμβουλεύουμε πάντοτε, αλλά και να ελέγχουμε αυστηρά: «Για το λόγο αυτό, Τίτε, να τους ελέγχης πολύ αυστηρά».
Ε.Π.Ε. 34,158
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 151-154)
421. Η ανεκλάλητος ειρήνη και γλυκύτης της ψυχής, που νοιώθουμε στην εκκλησία, ακούοντας τα μελωδικά άσματά της και τις θεόπνευστες ευχές των λειτουργών της, είναι μία πρόγευσις. Η πρόγευσις της απείρου χαράς που μας περιμένει στη βασιλεία του Θεού και που δεν θα έχει τέλος. Ας αγαπάμε θερμά τη θεία λατρεία, που τελείται στον ναό. Και ας μην ξεχνάμε, ότι επικαλούμενοι τους Αγίους με τα ονόματά τους, τους κινούμε να μεσιτεύουν για μας.
422. Μπαίνοντας στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, πρέπει να ξέρουμε και να νοιώθουμε βαθειά, ότι είμαστε παιδιά του Ουρανίου Πατρός και μπαίνουμε στο σπίτι του. Πρέπει λοιπόν, εκεί μέσα, να μας διακατέχη αγάπη και ευγνωμοσύνη, η ευλάβειά μας να έχη για κύριο συστατικό της το υίικό φίλτρο «Ελάβατε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν· αββά ο Πατήρ» (Ρωμ. η’ 15).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 181-182)
419. Ο Σταυρός και το σημείο του Σταυρού είναι η δύναμις του Θεού. Ο Θεός βρίσκεται όπου και ο Σταυρός. Κατά όμοιο τρόπο, οι εικόνες του Κυρίου, της Θεοτόκου, των Αγγέλων και των Αγίων έχουν τη δύναμι του Θεού για τους αληθινά πιστούς και μπορούν να κάνουν θαύματα γι’ αυτούς. Γιατί; Γιατί, με τη χάρι του Θεού, ο Κύριος, η Παναγία Παρθένος, οι Άγγελοι, οι Άγιοι είναι, μέσω των εικόνων τους, κοντά μας. Πιο κοντά μας απ’ ό,τι και οι ίδιες οι εικόνες τους. Αλήθεια είναι αυτό. Το μαρτυρεί πολύ συχνά η πείρα.
420. Γιατί, όταν προσευχώμαστε άδολα για τον πλησίον μας, έχει τόσο μεγάλη δύναμι η προσευχή μας πάνω του; Αυτό συμβαίνει γιατί, με την προσευχή της αγάπης, γίνομαι ένα πνεύμα με τον Θεό και ενώνω, μαζί του και μαζί μου, επίσης τον αδελφό μου. Έτσι, το Άγιο Πνεύμα, ενεργώντας σ’ εμένα, ενεργεί συνάμα και στον πλησίον μου. «Εἷς ἄρτος ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν» (Α’ Κορ. ι’ 17). «Εν σώμα και εν πνεύμα» (Εφεσ. δ’ 4).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 181)
«Του επιτέθηκαν την νύκτα οι δαίμονες της δειλίας όταν προσευχόταν, αυτοί έσειαν το κελλί, προκαλούντες κρότους και φοβερές φαντασίες, όταν δε ετοιμαζόταν για ύπνο, του εμφανίζονταν σαν Αιθίοπες που εξέβαλαν πυρ από τα μάτια και τα στόματά τους, που φυσούσαν στο πρόσωπό του αναμμένα κάρβουνα, και γέμιζαν όλο το κελλί, και άλλοτε τέλος φαίνονταν ν’ αλαλάξουν με φλογερά όπλα και να καθιστούν πύρινο το έδαφος όπου ήταν ξαπλωμένος. Και αυτοί μεν έτσι ενεργούσαν τα συνήθη έργα τους, αυτός δε σηκωνόταν σε κάθε επίθεση και προσευχόταν· και εκείνοι ευθύς αμέσως τρέπονταν σε φυγή. Έπειτα τι; Εγκαινιάζουν άλλον αγώνα αυτοί που δεν γνωρίζουν ποτέ να ηρεμούν, και μάλιστα υπεισέρχονται ως ισχυρότεροι των άλλων οι δαίμονες της πορνείας. Από τότε κάθε νύκτα τον προσέβαλλαν με τις φαντασίες δύο ή τρεις φορές, ώστε να τραυματίσουν την καρδιά του τουλάχιστο με την επιθυμία ηδονικής μίξεως. Αυτός όμως έλαβε τόσο δυνατή χάρι από τον Θεό κατά δαιμόνων, ώστε και στον ύπνο ακόμη φερόταν ως εντελώς ξύπνιος και αντιμαχόταν προς αυτούς περισσότερο από όσο όταν ήταν ξύπνιος» (τ. 19Α, σελ. 61-3).
«Εσύ που φεύγεις τον κόσμο, κύτταξε να μη δώσεις από την αρχή την ψυχή σου σε παράκληση να εγκατασταθείς σ’ αυτόν, έστω και αν όλοι οι συγγενείς και φίλοι σε αναγκάζουν να το πράξης. Τούτο το υποβάλλουν οι δαίμονες, για να σβήσουν την θέρμη της καρδιάς σου· διότι και αν δεν μπορέσουν να εμποδίσουν τελείως την πρόθεσή σου, οπωσδήποτε θα την καταστήσουν χαυνότερη και ασθενέστερη. Όταν ευρεθής ανδρείος και ασυγκίνητος απέναντι σε όλα τα ευχάριστα του βίου, τότε οι δαίμονες, μεταστρέφοντας δήθεν σε συμπάθεια τους συγγενείς, τους κάνουν να κλαίουν και να θρηνούν για σένα ενώπιόν σου. Θα καταλάβης ότι τούτο είναι αληθινό, όταν εσύ μεν μείνης αμετάστροφος και σ’ αυτήν την επίθεσι, τους δε συγγενείς δεις να εξάπτονται ξαφνικά σε μανία και μίσος εναντίον σου, να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν να σε βλέπουν. Βλέποντας την θλίψι που δοκιμάζουν για σένα οι γονείς και οι αδελφοί και οι φίλοι, να γελάς για τον δαίμονα που ποικιλοτρόπως υποκινεί να γίνονται αυτά εναντίον σου» (τ. 19Α, σ. 401).
«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς»(19Α,571)
«Όσοι, λέγει, πρόκειται να μετανοήσουν είναι προορισμένοι, ενώ εγώ δεν ανήκω σ’ αυτούς. Γι’ αυτό ας μετανοήσουν εκείνοι, αυτοί δηλαδή που προγνώρισε, κι αυτοί που προόρισε. Πω-πω αναισθησία! Αλλά, ω ψυχή παρανοϊκή και χειρότερη κι από αυτούς τους δαίμονες! Πότε ακούσθηκε από εκείνους τέτοιος λόγος; Που ακούσθηκε ποτέ ότι ο δαίμων είπε πως ο Θεός είναι αίτιος της δικής του απωλείας; Ας μη κατηγορούμε λοιπόν τους δαίμονες· διότι να, η ψυχή του ανθρώπου επινοεί χειρότερες βλασφημίες από εκείνους» (τ. 19Β, σ. 239).
«Ότι ο διάβολος είναι άρχοντας του κόσμου και του αιωνίου σκότους, άκουσε τον ίδιο τον Χριστό που λέγει "να, ο άρχοντας αυτού του κόσμου έρχεται και δεν θα εύρει τίποτε σε μένα". Δεν λέγεται όμως άρχοντας ως εξουσιαστής ή δεσπότης του κόσμου (μακριά η βλασφημία! αυτός ούτε στους χοίρους δεν έχει την εξουσία), αλλά ως κυρίαρχος και εξουσιαστής αυτών που είναι προσηλωμένοι σ’ εκείνον δια της επιθυμίας των χρημάτων και των πραγμάτων του» (τ. 19Γ, σελ. 215-217).
«Κι ο ίδιος (ο διάβολος) με κυνήγησε με καυχησιές μεγάλες. Ήρθε και μ’ ηύρε μοναχό να κείτομαι απ’ τον πόνο (ενώ αγρυπνούσε ο Μωυσής [ο Πνευματικός του] με το Θεό μιλώντας), πρόσταξε να μου δέσουνε πόδια μαζί και χέρια· και νόμιζαν πως με κρατούν κι έπιασαν να με δένουν· κι εγώ γελούσα καταγής κι η προσευχή μου τ’ όπλο και το σημείο του σταυρού που τους εσκόρπιζε όλους. Ν’ αγγίξουν μη τολμώντας με ή καν να με ζυγώσουν, κάπου μακριά μου στέκοντας ελέγαν πως με φοβίζουν με τους δαυλούς που κράταγαν κι έλεγαν θα με κάψουν. Μεγάλες έβγαζαν κραυγές και προκαλούσαν χτύπους. Αλλά για να μην καυχηθούν πως κάτι μέγα εκάναν, φως μ’ είδαν με τις προσευχές να γίνω του πατρός μου (του Πνευματικού του) και ξαφνικά υποχώρησαν όλοι τους ντροπιασμένοι… Με ρώτησε (ο Πνευματικός του) για ό,τι έγινε και του τ’ ανέφερα όλα. Ήταν -του είπα- ο Φαραώ, ο άρχοντας της Αιγύπτου, οπού με αμέτρητο στρατόν ήρθε τη νύχτα τούτη, μα να με δέσει αδύνατο· θέλοντας να με κάψουν, φλόγα γενήκαν όλοι τους, όσοι είχαν ’ρθει μαζί του κι από το στόμα τους φωτιά πάνω μου σφεντονίζαν. Και σαν είδαν να γίνομαι φως με τις προσευχές σου -του είπα- όλοι σκότος έγιναν κι είμαι πια μόνος τώρα. Βλέπε, αποκρίθη ο Μωυσής (ο Πνευματικός του), αλλά μην πάρεις θάρρος, και μην κοιτάς τα φανερά, μα όσα κρυφά φοβήσου» (τ. 19Ε,235, στιχ. 195-208 & 237, στιχ. 211-220).
«Μα ο άρχοντας ας ντροπιαστεί ο δεινός και ψυχοφθόρος, βλέποντας μες στη φούχτα σου να μ’ έχεις, Δέσποτά μου, όπως και τώρα ούτε τολμά λίγο να με ζυγώσει, κοιτάζοντας τη χάρη σου τη θεία να με σκεπάζει» (τ. 19Ε, σ. 379, στιχ. 100-103)
«Στο δολερό εχθρό μου, που κάθε ώρα και στιγμή να μ’ απειλεί δεν παύει, να ωρύεται εναντίον μου, τα δόντια του να τρίζει, και να μου λέει· ‘Το θάρρος σου που έχεις, πώς να ξεφύγεις ελπίζεις απ’ τα χέρια μου και μ’ άφησες και πήγες στο Χριστό και τις εντολές πάτησες τις δικές μου; Μα δε μου φεύγεις έτσι ή αλλιώς· και που θα καταφύγεις; Δε θα μπορέσεις από εμέ ποτέ σου να ξεφύγεις, εμέ που απ’ τον παράδεισο έβγαλα Αδάμ και Εύα και που τον Κάιν έκανα φονιά του αδελφού του, που τότε στον κατακλυσμό όλους μαζί στην πλάνη και στον φριχτό το θάνατο να πέσουνε στο τέλος πανάθλιοι, ξεγελώντας τους με τις δικές μου απάτες, που το Δαβίδ παρέσυρα σε φόνο και μοιχεία, που σ’ όλους εξεσήκωσα πόλεμο τους αγίους και που θανάτωσα πολλούς, εσύ πώς έχεις θάρρος και να ξεφύγεις προσδοκάς έτσι ασθενής οπού είσαι;» (τ. 19ΣΤ, σ. 207, στιχ. 21-37).
« "Που ’ναι ο Χριστός σου; ας μην πει (ο Διάβολος στο Συμεών), που ’ναι ο βοηθός σου; Ο ίδιος δεν σε παρέδωσε στα χέρια τα δικά μου;" Κι αν μ’ απατήσει, ακόμα κι αν αιχμάλωτο με λάβει, στην προαίρεσή μου βέβαια κι ούτε στη ραθυμία δε θα το αποδώσει αυτό, αλλά θα το αναθέσει στο ότι μ’ εγκατάλειψες και τέτοια θα μου ψάλει· "Κοίταξε αυτόν όπου έλπισες, κοίτα σε ποιον επήγες, κοίτα ποιος σ’ αγαπά έλεγες και ποιος πώς σ’ αγκαλιάζει, και φίλο εσένα κι αδελφό και γιό και κληρονόμο καυχιόσουν πως σε πρόβαλλε, πως σ’ έχει αφήσει τώρα και πως στα χέρια εμέ του εχθρού σου σ’ έχει παραδώσει κι άξαφνα σ’ αποστράφηκε κι αίφνης σ’ έχει μισήσει". Ν’ ακούσω τέτοια λόγια μη, Σωτήρα μου, επιτρέψεις, και μην αφήσεις να γινώ, Θεέ μου, τ’ όνειδός σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 209).
«Τα βλέπει τούτα ο εχθρός και λέει· ‘Δεν έχει σωτηρία για σένα, γιατί ξέπεσες κι έχασες κάθε ελπίδα, γιατί δεν έχεις στο Θεό όπως πρώτα παρρησία’. -Λόγο δε λέγω εγώ σ’ αυτόν, απαξιώ, Θεέ μου, φυσώ επάνω του κι ευθύς άφαντος από μπρος μου» (τ. 19ΣΤ, σ. 211, στιχ. 93-97).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «Διάβολος»)
«Καθώς δε προσευχόταν κάποτε την νύκτα μέσα στο παρεκκλήσι, όπου ήταν και σορός σωμάτων, ενώ κατά την συνήθεια είχε τις θύρες κλεισμένες, πλήθη απειλητικών δαιμόνων συρρέοντας όρμησαν κατά του παρεκκλησίου, και ωθώντας απότομα τις θύρες, τις άνοιξαν για να τον αρπάσουν, δημιουργώντας τόσον κρότον, ώστε να νομίση αυτός ότι οι θύρες συνετρίβηκαν από πρόσκρουσι προς τους τοίχους από την καθεμία πλευρά. Αυτός δε, κατειλημμένος από μεγάλο φόβο, σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, για να επικαλεσθή την από εκεί βοήθεια. Καθώς λοιπόν το πνεύματα της πονηριάς τον είδαν να στέκεται πολλές ώρες έτσι αμετακίνητος, υπαναχώρησαν νικημένα. Αλλά από το πολύ τάνυσμα (άπλωμα) το χέρια του είχαν ξηραθή και δεν εκάμπτονταν, μόλις δε τα συνέστειλε με πολύν πόνο και είδε τις θύρες κλειστές, θαύμασε. Από τότε λοιπόν αποκτώντας περισσότερη ανδρεία κατά των δαιμόνων δεν λογάριαζε καθόλου την έφοδό τους, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν έχουν καμμία ισχύ εναντίον μας, αν δεν εγκαταλειφθούμε από τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 49).
«(ελέγχει τον ίδιο τον Πατριάρχη ο Όσιος)· Αναγνωρίζω την ευμενή σου προς εμάς διάθεση, δέσποτα. Αλλ’ ο φθόνος του Σατανά, δεν γνωρίζω πώς να το ειπώ, σου κατέστρεψε δυστυχώς τις διαθέσεις και κατέστησε πικρό το γλυκό και έκαμε σκότος το φως, όχι μόνο για μας αλλά και για όλους όσοι άκουσαν τα γενόμενα σε βάρος μας, σε όσα μέρη της γης έφθασε η φήμη τους» (τ. 19Α, σ. 219).
«Με πείραζαν στον ύπνο οι πονηροί δαίμονες και μ’ έσυραν με επινοήσεις προς το πάθος της ρεύσεως, εγώ δε αντιστεκόμουν ενεργώς κι επικαλούμουν σε βοήθεια εσέ τον Κύριο του φωτός, εξύπνησα, φεύγοντας σώος από τα χέρια των πειραστών μου. Καθώς δε εθαύμαζα μέσα μου την αντίστασι και την ανδρεία μου, μάλλον δε την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεπτόμουν "από πού μου συνέβηκε αυτή η ασυνήθιστη νίκη, ώστε και κοιμώμενος να αντιμάχομαι και ισχυρότερος των αντιπάλων και εχθρών μου να γίνομαι και παραδόξως να κερδίζω εναντίον τους νίκη κατά κράτος δια Χριστού;", ώ του θαύματος, αυτόν που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό τον είδα μέσα μου, εσέ δηλαδή τον Δημιουργό μου και βασιλέα Χριστό, και τότε αντιλήφθηκα ότι δική σου είναι η νίκη που μ’ έκανες να κερδίσω κατά του Διαβόλου» (τ. 19Α, σ. 559).
«Έτσι πια σαν ξαναφάνη (η ουράνια λάμψη) και την ένιωσα σ’ εμένα, διώχνει των δαιμόνων πέρα τις ορδές, διώχνει τη δειλία και μου φέρνει την ανδρεία» (τ. 19Ε, σ. 193, στιχ. 388-392).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Ούτε να λησμονήσεις την καλή συμβουλή που σου έδωσα εγώ ο αμαρτωλός. Δεν τα έπραξα βέβαια εγώ αυτά, ούτε σου τα είπα από πείρα δικής μου πράξεως, αλλά μου τα έδωσε να σου τα πω η χάρη του Θεού για σένα και την σωτηρία σου» (τ. 19Δ, σ. 431).
«Όπως κάποιος φιλάδελφος φτωχός, που ζήτησε και έλαβε νομίσματα από κάποιον φιλόχριστο και ελεήμονα, τρέχει με χαρά προς τους όμοιους με αυτόν φτωχούς και το αναγγέλλει λέγοντας κρυφά προς αυτούς· ‘Τρέξτε με βιασύνη κι εσείς για να πάρετε’, δείχνοντας με το δάχτυλο και υποδεικνύοντάς τους εκείνον που του έδωσε το νόμισμα, και αν δυσπιστούν ανοίγει την παλάμη και το δείχνει, ώστε, αφού πιστέψουν, να βιασθούν να προλάβουν γρήγορα εκείνον τον ελεήμονα άνθρωπο, έτσι λοιπόν κι εγώ ο ταπεινός, ο φτωχός και γυμνός από αγαθό και δούλος της αγιωσύνης όλων σας, έχοντας πείρα από τη φιλανθρωπία και τη μεσιτεία του Θεού, επειδή προσήλθα προς αυτόν με μετάνοια και με μεσιτεία του αγίου Συμεών (του Ευλαβούς), του πατέρα μου και πατέρα σας, και έλαβα τη χάρη εγώ ο ανάξιος κάθε χάριτος, δεν μπορώ τη χάρη αυτή να την κρύψω μόνος στον κόλπο της ψυχής, αλλ’ αναγγέλλω τις δωρεές του Θεού σ’ όλους εσάς τους αδελφούς και πατέρες μου και σας φανερώνω ποιο είναι το τάλαντο που μου δόθηκε, όσο είναι αυτό που έχω, και με το λόγο σαν επάνω στην παλάμη το απογυμνώνω και σας λέγω όχι μυστικά και κρυφά, αλλά φωνάζοντας με μεγάλη φωνή· ‘Τρέξτε, αδελφοί, τρέξτε’· και δεν φωνάζω μόνο, αλλά και δείχνω τον δωρητή Δεσπότη, προβάλλοντάς σας πάλι αντί το δάχτυλο, τον λόγο. […] δεν ανέχομαι να μη πω όσα είδα και όσα στην πράξη και με θεία εμπειρία θαυμάσια γνώρισα, αλλά τα διακηρύσσω και σ’ όλους τους υπόλοιπους σα να βρίσκομαι ενώπιον του Θεού, λέγοντας με μεγάλη φωνή· ‘Τρέξτε όλοι προτού κλεισθεί με τον θάνατο η θύρα της μετάνοιας’» (τ. 19Δ, σ. 479, 481).
«Ναι, ξέρω καθώς πρόσταξες, πανεύσπλαχνε Θεέ μου, τον αδελφό απ’ το θάνατο να σώζουμε πως πρέπει κι από αμαρτίας το δάγκωμα, αλλά όχι με αμαρτία μαζί του να χαθώ κι εγώ - μ’ αυτό έχω πάθει ο δόλιος, και ραθυμώντας έπεσα θαρρώντας στον εαυτό μου - να σώσω εκείνον έπρεπε αλλά κι εμέ τον ίδιο· αλλιώς επάνω ας έμενα αυτόν που έπεσε να κλαίω κι όσο μπορούσα ας ξέφευγα μαζί μ’ αυτόν να πέσω» (τ. 19ΣΤ, σ. 297, στιχ. 58-65).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Και είδα άλλον να ενδιαφέρεται και να επιθυμεί τη σωτηρία των αδελφών του τόσο, ώστε πολλές φορές να δέεται στον φιλάνθρωπο Θεό με δάκρυα θερμά από το βάθος της καρδιάς του ή και εκείνοι να σωθούν ή και αυτός μαζί με εκείνους να κατακριθεί, επειδή από διάθεση θεομίμητη και μωσαϊκή δεν ήθελε καθόλου να σώσει μόνο τον εαυτό του. Διότι, αφού συνδέθηκε προς αυτούς πνευματικά με την άγια αγάπη εν αγίω Πνεύματι, προτιμούσε να μη εισέλθει ούτε στη βασιλεία των ουρανών και να χωρισθεί απ’ αυτούς. Πω πω δεσμός άγιος, πω πω δύναμη απερίγραπτη, πω πω ψυχή ουρανόφρονη, ή καλύτερα να πούμε, ψυχή θεοφορούμενη και τελειωμένη μέσα στην αγάπη του Θεού και του πλησίον!» (τ. 19Δ, σ. 23).
«[η πνευματική "ελεημοσύνη"]· "Εφ΄ όσον κάνατε κάτι στον καθένα απ’ αυτούς τους ελάχιστους, σ’ εμένα το κάνατε". Και δεν το είπε αυτό ο Κύριος μόνο για τους φτωχούς, όπως νομίζουν μερικοί, και για όσους στερούνται τη σωματική τροφή, αλλά και για όλους τους άλλους αδελφούς μας, που δεν λειώνουν από έλλειψη άρτου και ύδατος, αλλ’ από αδράνεια και ανυπακοή στις εντολές του Κυρίου (διότι όσο πιο τιμιότερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο και η πνευματική τροφή γίνεται αναγκαιότερη από τη σωματική) και νομίζω ότι γι’ αυτήν μάλλον λέγει ο Κύριος "πείνασα και δεν μου δώσατε να φάγω, δίψασα και δεν με ποτίσατε", παρά για τη σωματική τροφή που φθείρεται» (τ. 19Δ, σ. 37).
«Ποιοι είναι οι ελεήμονες; Εκείνοι που δίνουν χρήματα και διατρέφουν φτωχούς; Όχι! Αλλά ποιοι; Εκείνοι που πτώχευσαν για εκείνον που πτώχευσε για χάρη μας και δεν έχουν να δώσουν τίποτε, αλλά πάντοτε θυμούνται νοερώς τους φτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και τους ασθενείς και πολλές φορές τους βλέπουν και συμπάσχουν μαζί τους και κλαίνε θερμά γι’ αυτούς, όπως έκανε ο Ιώβ, που έλεγε, "εγώ έκλαψα για κάθε αδύνατο", και όταν αυτοί έχουν τους ελεούν με ιλαρότητα και υπενθυμίζουν με αφθονία σ’ όλους τα σχετικά με τη σωτηρία της ψυχής» (τ. 19Δ, σελ. 443-445).
«αυτό είναι το γνώρισμα της κατά Θεόν αγάπης, το να μη φροντίζει δηλαδή κάποιος για την απόκτηση του καλού μόνο για τον εαυτό του, αλλά να γνωρίζει τον πλούτο του και στους πλησίον του αδελφούς και να τους προτρέπει να τον αναζητήσουν και να τον βρουν και να κάνουν δικό τους τον πλούτο αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 457).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Οι πνευματικοί νόμοι και η αγάπη του Θεού
-Γέροντα, οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν πάντοτε αμέσως;
-Αναλόγως. Πολλές φορές απορεί κανείς! Ενώ λίγο υπερηφανεύθηκε,
αμέσως έσπασε τα μούτρα του• λειτούργησαν οι πνευματικοί νόμοι αστραπιαίως.
Π.χ. καθαρίζει μία αδελφή τα τζάμια και της έρχεται ένας υπερήφανος λογισμός
ότι τα καθαρίζει καλύτερα από την άλλη, οπότε κάτι συμβαίνει καί, τσάκ,
σπάζει το τζάμι. Αλλες φορές λειτουργούν αργότερα.
-Όταν, Γέροντα, οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν αμέσως, αυτό τί σημαίνει;
-Αυτό είναι καλό. Τότε πρέπει να καταλάβη ο άνθρωπος ότι η αγάπη του Θεού τον προστατεύει,
γιατί ξοφλάει και δεν θα τα πληρώση όλα μαζεμένα. Όταν όμως δεν λειτουργούν
οι πνευματικοί νόμοι σε έναν άνθρωπο, είναι επικίνδυνο, γιατί δείχνει ότι είναι
απομακρυσμένο παιδί του Θεού• δεν είναι στο σπίτι Του. Υπάρχουν μερικοί που ενεργούν συνέχεια
με υπερηφάνεια και δεν παθαίνουν τίποτε. Αυτό σημαίνει ότι η υπερηφάνειά τους ξεπέρασε
την ανθρώπινη και έφθασε στον ανώτατο βαθμό της, στην δαιμονική υπερηφάνεια, στην έπαρση.
Η πτώση τότε γίνεται από την άλλη μεριά της κορυφής, οπότε πέφτει κατ’ ευθείαν στην κόλαση.
Είναι εωσφορική πτώση και δεν την βλέπουν όσοι βρίσκονται από την άλλη μεριά της κορυφής.
Αυτούς δηλαδή δεν τους πιάνει ο πνευματικός νόμος σε τούτη την ζωή, αλλά ισχύει γι’ αυτούς
το Αποστολικό: «Πονηροί άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι» .
-Μπορεί, Γέροντα, να θαυμάση κανείς ένα έργο που έκανε και να γίνη κάποια ζημιά;
-Ναί, γιατί λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Παίρνει την Χάρη Του ο Θεός από κάποιον
και κάνει την ζημιά, για να συνετισθή ο άλλος που υπερηφανεύτηκε για το έργο του.
-Δηλαδή, Γέροντα, όταν γίνεται ζημιά, σημαίνει ότι έχουν λειτουργήσει οι πνευματικοί νόμοι;
-Φυσικά.
-Αποκλείεται να είναι κανείς αδέξιος και να κάνη ζημιές;
-Σπάνιες είναι αυτές οι περιπτώσεις. Γι’ αυτό, όσο μπορείτε, να ζήτε ταπεινά.
Να σκέφτεσθε ότι δεν έχουμε τίποτε δικό μας. Όλα ο Θεός μας τα έχει δώσει.
Όλα όσα έχουμε είναι του Θεού. Μόνον οι αμαρτίες είναι δικές μας. Αν δεν ταπεινωνώμαστε,
θα λειτουργούν σ’ εμάς συνεχώς οι πνευματικοί νόμοι, μέχρις ότου καμφθή ο εγωισμός μας.
Ο Θεός να δώση να γίνη αυτό, πριν μας βρη ο θάνατος.
-Μπορεί, Γέροντα, ο άνθρωπος να μην καταλάβη ότι έχουν λειτουργήσει οι πνευματικοί νόμοι;
-Αν δεν παρακολουθή κανείς τον εαυτό του, τίποτε δεν καταλαβαίνει και από τίποτε δεν βοηθιέται, ούτε ωφελείται.
-Δηλαδή, Γέροντα, οι πνευματικοί νόμοι παύουν να λειτουργούν, μόνον όταν ταπεινωθή ο άνθρωπος;
-Ναί, κυρίως με την ταπείνωση ή, όταν έχη κανείς το ακαταλόγιστο. Να σού πω ένα παράδειγμα:
Μια γυναίκα έδερνε συνέχεια τον άνδρα της και αυτός δεν μιλούσε, για να μη χάση την αξιοπρέπειά του,
γιατί ήταν και δάσκαλος. Λειτουργούσαν όμως σ’ αυτόν οι πνευματικοί νόμοι.
Είχε ορφανέψει μικρός από πατέρα και η χήρα μάνα του με μια σύνταξη προσπαθούσε να τον σπουδάση,
να τον κάνη δάσκαλο, και αυτός την έδερνε! Τί είχε τραβήξει η φουκαριάρα η μάνα του!
Οπότε επέτρεψε ο Θεός να τον δέρνη η γυναίκα του, για να εξοφλήση. Ύστερα τί γίνεται;
Πεθαίνει αυτός, και ο γιός του έδερνε την μάνα του. Ξόφλησε έτσι και αυτή. Παντρεύεται ο γιός
και παίρνει μια ελαφρούτσικη, που τον έδερνε και έψελνε το «Χριστός Ανέστη»!
Πώς οικονόμησε ο Θεός, για να εξοφλήση και αυτός! Εδώ όμως σταμάτησαν να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι,
γιατί αυτή είχε το ακαταλόγιστο.
-Όταν, Γέροντα, κάποιος έχη μια πτώση και λυπάται, έτσι ξεπληρώνει;
-Αισθάνεται ότι χρωστάει ή λυπάται εγωιστικά; Αν αισθάνεται ότι χρωστάει, δεν θα πληρώση.
Όταν όμως δεν αισθάνεται το χρέος του, επιτρέπει ο Θεός να πληρώση. Ο Χριστιανός λ.χ. πρέπει να κάνη ελεημοσύνες.
Αν κάποιος είναι σκληρός και δεν δίνη, αλλά μαζεύη τα χρήματα, θα πάνε οι κλέφτες, θα τον δείρουν,
θα του πάρουν και τα χρήματα, και έτσι θα ξοφλήση. Όταν έχουμε χρέη και δεν ξοφλούμε σ’ αυτήν την ζωή,
αυτό είναι πολύ κακό σημάδι, είναι εγκατάλειψη από τον Θεό.
Όταν πάλι κάποιος δεν τρώη σκαμπίλια και δέχεται ευλογίες, τότε φαίνεται ότι έκανε κάτι καλό και ανταμείβεται εδώ
γι’ αυτό από τον Χριστό διπλά και τριπλά. Δεν ξοφλάει όμως για τα σφάλματά του. Και αυτό πάλι είναι κακό.
Ας πούμε ότι έκανα δέκα τοις εκατό καλωσύνες και ο Χριστός με ανταμείβει για είκοσι τοις εκατό
και δεν έχω ούτε θλίψεις ούτε στενοχώρια• τότε όμως δεν ξοφλώ αμαρτίες.
Η ταλαιπωρία σ’ αυτήν την ζωή τρώει την κόλαση, λέει ο Αββάς Ισαάκ.
Δηλαδή, όταν λειτουργούν σε κάποιον οι πνευματικοί νόμοι, αφαιρείται ένα μέρος από τα βάσανα της κολάσεως.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 234-236)
"Γέροντα, θυμώνω"
Κάποια μέρα είπα στο Γέροντα:Γέροντα, θυμώνω. Τώρα τελευταία θυμώνω εύκολα.
-Καλό πράγμα ο θυμός. (Νόμιζα ότι αστειεύεται και τον διέκοψα).
-Καλό πράγμα; -Βέβαια. Το θυμό μας τον έβαλε ο Θεός μέσα μας.
Είναι το νεύρο της ψυχής. Είναι δύναμη. Μας τον έδωσε για να θυμώνουμε
και να αποκρούομε τα πάθη μας, το διάβολο. Αυτή είναι η σωστή θέση του θυμού.
Έτσι, αυτή τη δύναμη την παίρνουμε από το διάβολο και τη δίνουμε στο Χριστό.
Δίνεσαι στο Χριστό με δύναμη, με νεύρο.
[Ά 65π.]
"Ο εξαγριωμένος αδελφός"
Άλλη φορά, ενώ του μιλούσα για άλλο θέμα, μου λέει:
-Βλέπω έναν αδελφό πολύ εξαγριωμένο εναντίον σου.
Σαν θηρίο, έτοιμος να σε κατασπαράξει. (Και πράγματι έτσι ήταν, αλλά δεν ήθελα να το πώ).
-Εσύ μη μιλάς. Θα κάνουμε προσευχή και θα τον ηρεμήσει ο Θεός.
Το πιστεύεις αυτό; -Το πιστεύω. -Ο Θεός μόνο να αλλάζει τις καρδιές των ανθρώπων.
Εμείς όσα και να πούμε, τίποτα δεν κάνουμε. -Μα αυτός, Γέροντα, γιατί κάνει έτσι;
Γιατί συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο; -Σστ! Μη μιλάς. Δεν κάνει να σου πω.
Εσύ μόνο κάνε προσευχή.
[Ά 77π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.219-220)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
13.16 ταύτην δὲ(1) θυγατέρα ᾽Αβραὰμ(2) οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη(3),
οὐκ ἔδει(4) λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
16 Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια,
δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;»
(1) Η αυστηρότητα αυτής της αποστροφής δικαιολογείται από την αντίθεση μεταξύ της ελευθεριότητας
με την οποία έκριναν τα ζητήματα που σχετίζονταν με την αργία του σαββάτου,
όταν επρόκειτο για τα προσωπικά τους συμφέροντα, και αυτά ακόμη τα ελάχιστα,
και την υπερβολική αυστηρότητα την οποία εφάρμοζαν, όταν επρόκειτο για συμφέροντα του πλησίον,
και αυτά ακόμη τα εξόχως σοβαρά, και μάλιστα όταν επρόκειτο να εκτιμηθεί η συμπεριφορά του Ιησού (g).
Οι φαρισαίοι ελάμβαναν την πρόνοια αυτή για τα ζώα τους όχι από αισθήματα συμπάθειας προς αυτά,
το οποίο επέβαλλε και ο νόμος του Θεού, αλλά από ιδιοτελή ελατήρια, για να μην υποστούν
κάποια ζημιά από την ενδεχόμενη βλάβη του διψασμένου ζώου τους (ο).
(2) Κόρη όχι του Αδάμ, αλλά του Αβραάμ (b)· «αυτήν που είναι κόρη του Αβραάμ,
όχι τόσο λόγω καταγωγής, όσο λόγω πίστης» (Κ).
(3) Τριπλή σκάλα. Βόδι ή γαϊδούρι και κόρη Αβραάμ· δεμένα στη φάτνη εκείνα, δεμένη από τον σατανά αυτή·
μία ημέρα δίψας για τα ζώα, 18 χρόνια για αυτήν (g). Έχουμε έτσι επιχείρημα από το ισχυρότερο (p).
Δείγμα της υπερφυσικής γνώσης του Ιησού Χριστού. Ο Κύριος γνώριζε όλα τα περιστατικά της ασθένειας,
όπως και την διάρκειά της χωρίς να υποδηλώνεται από πουθενά, ότι πληροφορήθηκε αυτά από κάποιο εξωτερικό μέσο (b).
Είναι κόρη του Αβραάμ, τον οποίο εσείς καυχιέστε ότι έχετε πατέρα. Είναι λοιπόν και αδελφή σας.
Και δεν έπρεπε λοιπόν στην αδελφή σας να δειχτεί η συμπάθεια και ο οίκτος, τα οποία εσείς βρίσκετε επιβεβλημένα
να δείχνετε το Σάββατο στα ζώα σας; Είναι κόρη του Αβραάμ. Και εφόσον οι ευλογίες του Μεσσία ανήκουν πρωτίστως
στα παιδιά του Αβραάμ, έπρεπε αυτή να αποξενωθεί από τις ευεργεσίες αυτές;
Είναι κόρη του Αβραάμ, την οποία έδεσε ο σατανάς. Για αυτό λοιπόν δεν ήταν μόνο έργο αγάπης και συμπάθειας
στη φτωχή αυτή γυναίκα, αλλά και πράξη ευλάβειας προς το Θεό, ο οποίος ζητά την κατάργηση των έργων του διαβόλου.
Είναι κόρη του Αβραάμ για 18 χρόνια δεμένη και τώρα παρουσιάστηκε η ευκαιρία να λυθεί.
Θα έπρεπε λοιπόν να αναβληθεί η θεραπεία της, αφού εσείς ούτε για μια μέρα δεν αναβάλλετε το να λύνετε
τα ζώα από τη φάτνη για να μη στερηθούν ούτε μία ημέρα το πότισμά τους;
(4) Όχι απλώς επιτρεπόταν, αλλά όφειλε να λυθεί (p).
13.17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο(1) πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν(2)
ἐπὶ πᾶσιν(3) τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾽ αὐτοῦ.
17 Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.
(1) «Για τον έλεγχο στον οποίο δεν μπορούσε να υπάρξει αντίρρηση» (Ζ).
«Ντροπιάζονταν μεν αυτοί που εξέφραζαν διεφθαρμένες κρίσεις… και δεν τους έμενε ούτε μία απάντηση·
αλλά ήταν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους έλεγχος αναντίρρητος και αποστομώνονταν και απορούσαν
τι άραγε θα μπορούσαν να πουν» (Κ). Η κακεντρεχής υποκρισία τους έγινε τόσο ολοφάνερη από τον Ιησού,
ώστε και αυτοί κατάλαβαν ότι αποδοκιμάστηκαν από το λαό για αυτό και κυριεύτηκαν από κάποιο είδος ντροπής (ο).
(2) «Οι όχλοι όμως, επειδή ωφελούνταν από τα θαύματα, χαίρονταν» (Κ).
Ο όχλος χαιρόταν «επειδή ήταν απαλλαγμένος από φθόνο και επειδή ευεργετούνταν από αυτόν» (Ζ).
(3) Όχι μόνο για τη θεραπεία της γυναίκας, αλλά και για όλα τα άλλα έργα τα οποία διαρκώς γίνονταν (p)
και τα οποία χαρακτηρίζονται ως ένδοξα, επειδή προκαλούσαν τον θαυμασμό (g).
Σημείωση: Σε πολλά κείμενα φαίνεται από τον τρόπο που μιλά για τον εαυτό του, η ταπεινοφροσύνη του ιδίου του οσίου, παρόλο το ύψος στο οποίο βρισκόταν!
«Ανεβάζεται (ο Συμεών) στον διδασκαλικό θρόνο και χειροτονείται ιερεύς ο συλλειτουργός των άνω δυνάμεων. Αυτό έγινε όχι ακόντα και χωρίς την επαινετή ένσταση, την οποία προέβαλε σφοδρώς από ταπείνωση καρδιάς ευλαβούμενος το αξίωμα της ιερωσύνης και αποκρούοντας το βάρος της αρχής λόγω δειλίας επαινετής και υψηλής» (τ. 19Α, σ. 83).
«Ερωτώμενος από κάποιους πώς πρέπει να είναι ο ιερεύς, μόλις αποκρινόταν με κατάνυξη αναστενάζοντας. Αλλοίμονο, αδελφοί, τι μ’ ερωτάτε γι’ αυτό; Το πράγμα είναι φρικτό και να το σκεφθείς ακόμη. Εγώ βέβαια δεν είμαι καθόλου άξιος να είμαι ιερεύς, αντιλαμβανόμενος το φρικτό του ιερού αξιώματος. Πρώτα πρέπει να είναι αγνός όχι στο σώμα μόνο αλλά πολύ περισσότερο στην ίδια την ψυχή· όχι δε μόνο αυτό, αλλά και αμέτοχος κάθε αμαρτίας, ταπεινός κατά το εξωτερικό ήθος και συντετριμμένος κατά την εσωτερική διάθεσι» (τ. 19Α, σ. 85).
«Ο δε άγιος, έκπληκτος και για την ερώτηση [του εχθρού του επισκόπου] και για την περιέργεια του ανδρός, είπε· "σε σας τους αρχιερείς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια του Θεού, σοφώτατε δέσποτα, και έχετε υποχρέωση ν’ αναπτύσσετε αυτά στους ερωτώντας. Σε μας όμως τους ταπεινούς, που δεν έχουμε φιλοσοφήσει τίποτε άλλο από όλον τον βίο παρά μόνο το να επιγινώσκουμε εαυτούς, έχει δοθεί να τείνουμε το αυτί στους διδασκάλους και ενώπιον των σοφωτέρων να ασπαζόμαστε την σιωπή. Πρέπει λοιπόν μάλλον εσύ να μας μυσταγωγήσεις στην γνώσι γι’ αυτά και μαζί με αυτό να μας διδάξης να ταπεινοφρονούμε και μόνο να θρηνούμε τα οικεία αμαρτήματα και να μη ερευνούμε με περιέργεια τα βαθύτερα και υψηλότερα από την δύναμί μας. Αλλ’ αν ζητείς δοκιμή και του μέσα μου ευρισκομένου πνεύματος και θέλεις να μάθεις ποια είναι η δωρεά του Θεού που δίδεται στους πτωχούς κατά το πνεύμα, εγώ μεν, όπως βλέπεις, είμαι μαθητής των αλιέων και δεν έχω προφορικό λόγο, σοφώτατε. Δυνατός δε είναι αυτός που δίδει ευχή στον προσευχόμενο και λόγο σ’ αυτόν που ανοίγει το στόμα του, να μου λεπτύνει την ακοή και να μου ανοίξει τα αυτιά της ψυχής, και δια της χάριτος του πνεύματος να μου δώσει όσα πρέπει ν’ αποκριθώ και ειπώ περί τούτου, ώστε καταφεύγοντας στο κελλί μου να τα εκθέσω γραπτά και να σου τα αποστείλω"» (τ. 19Α, σ. 165).
«(απαντά στον Πατριάρχη)· Αν μεν πρόκειται για πρόσκαιρα αγαθά και για την παρούσα δόξα και τιμή των ανθρώπων, εγώ ο δούλος σου δεν τα υπολογίζω καθόλου αυτά, αφού από παλαιά έχω αποφασίσει την μεν υποτίμηση από τους ανθρώπους να θεωρώ ως πρόξενο δόξης, την δε δόξα από αυτούς να υφίσταμαι ως ύβρη και λοιδορία» (τ. 19Α, σελ. 219-221).
«Άλλο είναι το ταπεινολογείν και άλλο το ταπεινοφρονείν, άλλο η ταπείνωσις και άλλο το άνθος της ταπεινώσεως, άλλο ο καρπός αυτής και άλλο το κάλλος του καρπού τούτου και η γλυκύτης του κάλλους, και άλλο από όλα αυτά οι ενέργειες από τον καρπό τούτον. Από αυτά δε άλλα είναι στην εξουσία μας και άλλα όχι. Στην εξουσία μας είναι το να τα νοούμε όλα, το να τα φρονούμε όλα, το να σκεπτόμαστε και λέγουμε και πράττουμε όλα όσα οδηγούν προς την ταπείνωση· η δε αγία ταπείνωσις και τα άλλα ιδιώματά της, τα χαρίσματα και οι ενέργειες της, είναι δώρο Θεού και όχι από εμάς· αυτά πάντως κανείς δεν θα τα αξιωθεί ποτέ, αν δε προκαταβάλη καλώς τα σπέρματα που είναι στην εξουσία του» (τ. 19Α, σ. 449).
«Του κατά Θεόν πένθους προηγείται ταπείνωσις, έπεται δε χαρά και ανέκφραστη ευφροσύνη, στην κατά Θεόν δε ταπείνωσι περιφύεται η ελπίς της σωτηρίας. Διότι όσο θεωρεί κανείς με την ψυχή του τον εαυτό του ταπεινότερο όλων των ανθρώπων, τόσο η ελπίς συναυξάνεται με την ταπείνωση και βλαστάνει στην καρδιά του, βεβαιώνοντας ότι δι’ αυτής πρόκειται να σωθεί. Όσο κατέρχεται κανείς στο βάθος της ταπεινώσεως και θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να σωθεί, τόσο πενθεί και αφήνει πηγές δακρύων· αναλόγως με αυτά αναβλύζει στην καρδιά η πνευματική χαρά, με αυτήν δε πηγάζει μαζί η ελπίς και συναυξάνεται και καθιστά βεβαιότερη την ασφάλεια της σωτηρίας» (τ. 19Α, σ. 479).
«Όπου υπάρχει βαθειά ταπείνωσις, εκεί υπάρχει και άφθονο δάκρυ και όπου είναι αυτά, εκεί υπάρχει και η παρουσία του αγίου και προσκυνητού Πνεύματος» (τ. 19Α, σ. 493).
«Όσο οι ζώντες ανάμεσα στον κόσμο και καθαρεύοντες στις αισθήσεις και στις καρδιές από κάθε πονηρή επιθυμία, είναι επαινετοί και μακάριοι, τόσο οι διάγοντες στα όρη και τα σπήλαια, αν ποθούν τους επαίνους και μακαρισμούς και την δόξα των ανθρώπων, είναι ψεκτοί και καταφρονητέοι· διότι για τον Θεό που ερευνά τις καρδιές μας θα είναι σαν μοιχοί. Πραγματικά όποιος επιθυμεί ν’ ακουσθεί ο βίος του και το όνομα και η πολιτεία του στον κόσμο, απομακρύνεται από τον Θεό και πορνεύει, όπως λέγει ο Δαβίδ, κατά το παλαιό παράδειγμα του λαού των Ιουδαίων» (τ. 19Α, σ. 517).
«Αυτά λοιπόν, πατέρες και αδελφοί, δεν τα γράψαμε χάρι επιδείξεως (μη γένοιτο· διότι τι έχουμε δικό μας, για να επιδείξουμε, παρά μόνο αμαρτίες από την κοιλιά της μητέρας μας και ακαθαρσίες, και ανομίες πολλές, που ούτε η θαλάσσια άμμος, νομίζω, δεν τις φθάνει στον αριθμό)· αλλά για να φανερώσουμε τα θαυμάσια του Θεού παραθέτοντάς τα σε σας, αν και όχι αξίως, αλλά πάντως κατά την δύναμί μας» (τ. 19Α, σ. 565).
«Η αγία όμως ταπείνωση και τα υπόλοιπα ιδιώματα και χαρίσματά της, καθώς και οι ενέργειες αυτής, είναι δώρο του Θεού και δεν είναι από εκείνα που μας ανήκουν, ώστε κανείς να μη καυχηθεί ούτε γι’ αυτό· αυτά κανείς δεν θα αξιωθεί ποτέ να τα επιτύχει, εάν δεν καταβάλλει καλώς όσα σπέρματα είναι στη διάθεσή του» (τ. 19Β, σ. 365).
«Να μη νομίζει λοιπόν κανείς ότι, νηστεύοντας ή αγρυπνώντας ή πεινώντας ή διψώντας ή ζώντας με χαμευνία ή πενθώντας ή κλαίοντας ή υποφέροντας ύβρεις που του εκτοξεύονται και πειρασμούς, ότι δουλεύει στον Θεό ή ότι με αυτά τα πράγματα χαρίζει κάτι σ’ έναν άλλον. Αλλά μόνο τον εαυτό του ωφελεί, και μάλιστα, αν τα υπομένει και τα εφαρμόζει αυτά με ταπείνωση και πνευματική γνώση· αλλιώς δεν ωφελεί ούτε τον εαυτό του. Διότι ό,τι δεν γίνεται με ταπεινοφροσύνη και πνευματική γνώση, ό,τι και να είναι, σε τίποτε δεν ωφελεί εκείνον που το πράττει» (τ. 19Γ, σ. 27).
«Στην αγάπη αυτή δεν μπορεί να εγγίσει ποτέ κανένας άνθρωπος, αν δεν καθαρίσει πρωτύτερα την καρδιά του με μετάνοια και άφθονα δάκρυα, και δεν προχωρήσει στο βυθό της ταπεινοφροσύνης και δεν εγκυμονήσει το πανάγιο Πνεύμα» (τ. 19Γ, σ. 75).
«Όταν φθάσει και στο μέτρο της τελειότητας της γνώσεως του Χριστού και αποκτήσει τον Χριστό και τον νου του Χριστού πραγματικά, τότε ευρίσκεται σαν να μη γνωρίζει ή να μη έχει τίποτε εντελώς και θεωρεί τον εαυτό του ως αχρείο και ευτελή δούλο· και το θαυμαστό και υπεράνω της φύσεως είναι ότι δεν πιστεύει ότι σε όλον τον κόσμο υπάρχει άνθρωπος κατώτερος και αμαρτωλότερος από αυτόν. Το πώς συμβαίνει αυτό, δεν μπορώ να το ειπώ· αυτό μόνο κατόρθωσα να καταλάβω σ’ αυτό το επαινετό πάθος· και είναι το εξής. Όταν η ψυχή αποκτήσει ποιότητα και η διάνοια της εμβαφεί δια του Πνεύματος στα βάθη της ταπεινοφροσύνης εν Χριστώ τω Θεώ, όταν απ’ αυτή την ώρα αγνοήσει όλον τον κόσμο και τους ευρισκομένους στον κόσμο, και καθορά πάντοτε μόνο τον εαυτό της και μόνα τα δικά της, όταν χρονίσει σ’ αυτήν την μελέτη και φθάσει στην έξη της, τότε βλέπει μόνο τον εαυτό της αληθινά εξουθενωμένο και ευτελέστατο και δεν πείθεται ότι θα είναι κανείς τέτοιος ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Έτσι λοιπόν όσο θεωρεί κανείς τον εαυτό του με αίσθηση ψυχής ευτελέστερο και ταπεινότερο από όλους τους ανθρώπους, τόσο θα γίνει πρώτος από όλους τους άλλους» (τ. 19Γ, σελ. 109-111).
«Πρώτη λοιπόν οικία είναι η μακάρια ταπείνωση. Διότι λέγει, "μακάριοι είναι οι πτωχοί στο πνεύμα, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών". Αυτός λοιπόν που θέλει να εισέλθει σ’ αυτήν την οικία και ν’ αποκτήσει μαζί μ’ αυτήν την βασιλεία των ουρανών, εάν πρώτα δεν παραδώσει τον εαυτό του για σφαγή δεμένον στα χέρια και στα πόδια του, σαν κριό, προ των πυλών της, για όλους εκείνους που θέλουν και δεν θυσιαστεί και δεν πεθάνει τελείως, θανατώνοντας το δικό του θέλημα, δεν θα εισέλθει ποτέ μέσα σ’ αυτήν, αλλ’ ούτε και θα την αποκτήσει· κι αν όχι αυτήν, τότε ούτε καμμιά από τις άλλες. Διότι δεν είναι δυνατό εκείνος που υπερβαίνει αυτήν να ευρεθεί ποτέ σε άλλη· ο Θεός τις έθεσε με τάξη και βαθμό» (τ. 19Γ, σ. 181).
«Αδελφοί και πατέρες, θέλω να σας μιλήσω για όσα συμβάλλουν στην ωφέλεια της ψυχής και, μάρτυς μου ο Χριστός η αλήθεια, ντρέπομαι την αγάπη σας, διότι γνωρίζω την αναξιότητά μου. Γι’ αυτό άλλωστε πάντοτε ήθελα να σιωπώ, όπως γνωρίζει ο Κύριος, και να μη σηκώνω καθόλου το βλέμμα μου για να δω πρόσωπο ανθρώπου· διότι έχω μέσα μου την συνείδηση να με κατακρίνει που αναξίως ορίσθηκα εγώ να είμαι προϊστάμενος όλων σας, σαν να γνώριζα την οδό, εγώ που δεν γνωρίζω τι είναι στα πόδια μου, που ούτε έγγισα ακόμη την οδό που οδηγεί προς τον Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν δεν είναι μικρή και ασήμαντη η λύπη που με κατέχει, για το ότι, ενώ προκρίθηκα εγώ ο ταπεινός να οδηγώ σας τους τιμιωτάτους, τους οποίους έπρεπε μάλλον εγώ να είχα οδηγούς, ως ο τελευταίος όλων σε χρόνο και ηλικία, δεν έχω τον μαρτυρημένο από τις πράξεις του βίου μου λόγο να συμβουλεύω σας και να σας υπενθυμίζω τα σχετικά με τον νόμο και το θέλημα του Θεού, αφού και από αυτά για τα οποία θέλω να σας μιλώ, δεν γνωρίζω να έχω εφαρμόσει ποτέ τίποτε. Γνωρίζω όμως ακριβώς ότι ο Κύριος και Θεός μας δεν μακαρίζει απλώς τον λέγοντα αλλά τον και πράξαντα πριν από τον λόγο διότι, λέγει, "μακάριος είναι αυτός που έπραξε και δίδαξε· αυτός θα ονομασθεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών". Διότι, τέτοιον διδάσκαλο ακούοντας και οι μαθητές, γίνονται πρόθυμοι να τον μιμηθούν, και δεν δέχονται τόσο την ωφέλεια από τους λόγους του, όσο διεγείρονται από τις καλές πράξεις του και αναγκάζονται να πράττουν τα ίδια· αυτό το πράγμα εγώ δεν το βλέπω στον εαυτό μου, διότι δεν έχω την συνείδηση ότι υπάρχει μέσα μου κάποιο αγαθό. Αλλά θερμώς σας παρακαλώ όλους, αγαπητοί αδελφοί μου, να μη παρατηρείτε τον απρόσεκτο βίο μου, αλλά τα προστάγματα του Κυρίου και τις διδασκαλίες των αγίων πατέρων μας» (τ. 19Γ, σελ. 301-303).
«Όπου υπάρχει ταπεινοφροσύνη, εκεί υπάρχουν και ελλάμψεις του Πνεύματος. Και όπου υπάρχουν οι ελλάμψεις του Πνεύματος, εκεί υπάρχει φωτοχυσία Θεού και Θεός με σοφία και γνώση των μυστηρίων του» (τ. 19Γ, σ. 325).
«Όπως ο πατέρας δίδει δωρεάν κλήρο στον υιό, έτσι και εμένα τον ανάξιο δούλο του με γέμισε (ο Πνευματικός του) χωρίς κόπο και δωρεάν με Πνεύμα άγιο… "αδελφέ, να θεωρείς ότι αυτή λέγεται τελεία αναχώρηση από τον κόσμο, η ολοκληρωτική δηλαδή απονέκρωση του θελήματός σου" [λόγος Συμεών του Ευλαβούς]» (τ. 19Γ, σ. 509).
«Αδελφοί και πατέρες, χρέος είχα βέβαια να σιωπώ διαπαντός, ώστε να μπορώ να κλαίω τα δικά μου κακά, και να μην επιχειρώ καμμία φορά το έργο του διδασκάλου ούτε να κατηχώ την αγάπη σας ή τελείως να μην υποδεικνύω σε άλλους τους δρόμους της σωτηρίας. Όχι διότι αυτό το πράγμα είναι τελείως αντίθετο με την εντολή του Θεού, μάλλον είναι ευπρόσδεκτο απ’ αυτόν, αλλ’ επειδή συμβαίνει να είμαι εγώ ανάξιος για τέτοιο πνευματικό εγχείρημα, γι’ αυτό και φοβήθηκα ο άθλιος, μήπως λεχθεί και για εμένα ευστοχότατα ο Δαβιτικός εκείνος λόγος· "στον αμαρτωλό είπε ο Θεός· Γιατί εσύ διηγείσαι τα δικαιώματά μου και πιάνεις στο στόμα σου την διαθήκη μου;"» (τ. 19Γ, σ. 517).
«Αυτός απορρίπτει στα νώτα του τους λόγους του Θεού και εκτελεί τα δικά του θελήματα, ή καλύτερα του διαβόλου. Αυτά και εγώ ο ταλαίπωρος εφαρμόζω πρώτος και ευρίσκομαι μέσα σε λάκκο βορβόρου, και επειδή έχω συναίσθηση των κακών μου, φωνάζω δυνατά από κάτω και απευθύνομαι προς όλους εκείνους που περνούν απ’ έξω λέγοντας· ‘Μακριά όσο μπορείτε, αδελφοί, απ’ αυτόν τον φοβερότατο λάκκο· βαδίζετε την ευθεία οδό, που είναι ο Χριστός. Και κανένας να μη παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά και πέσει εδώ μαζί με εμένα τον πανάθλιο και δυστυχισμένο και στερηθεί μαζί με τα επίγεια και τα ουράνια αγαθά’» (τ. 19Γ, σ. 519).
«Αδελφοί και πατέρες, θα έπρεπε να μην τολμώ να σας μιλώ καθόλου, ούτε να παίρνω θέση διδασκάλου μπροστά στην αγάπη σας. Αλλ’ επειδή γνωρίζετε ότι, όπως ακριβώς το όργανο, που κατασκευάσθηκε από τον τεχνίτη, ολοκληρώνει τον ήχο και γεμίζει τις ακοές όλων με γλυκύτατη μελωδία, όχι όταν αυτό θέλει, αλλ’ όταν γεμίσουν οι σωλήνες από τον αέρα και όταν παίζεται με τα δάχτυλα του τεχνίτη με ρυθμό, έτσι πρέπει να εννοήσετε ότι συμβαίνει και με εμένα και να μη δυσαρεστείσθε από αυτά που πρόκειται να λεχθούν, αποβλέποντας στην ταπεινότητα του οργάνου» (τ. 19Δ, σ. 35).
«Εάν επιτελέσουμε κάθε αρετή και κάνουμε ακόμη και θαύματα, εάν δεν παραλείψουμε τίποτε είτε μικρό είτε μεγάλο από την εντολή, ποθήσουμε όμως μόνο τη φήμη από τους ανθρώπους και την επιζητήσουμε με διάφορα επιτηδεύματα και σπεύσουμε να τη λάβουμε, αποστερηθήκαμε τον μισθό όλων των άλλων. Διότι, λαμβάνοντας την εκτίμηση των ανθρώπων και μη προτιμώντας την εκτίμηση του Θεού, κρινόμαστε ως ειδωλολάτρες, επειδή λατρεύουμε την κτίση και όχι τον κτίστη. Αλλά και όταν δίνεται η επίγεια δόξα, αυτός που την αποδέχεται με ευχαρίστηση και χαρά και καμαρώνει μ’ αυτήν και ευφραίνεται μέσα στην καρδιά του, θα καταδικασθεί ως πόρνος» (τ. 19Δ, σ. 71).
«Αδελφοί και πατέρες, επειδή εγώ είμαι συνεχώς ασθενής και στην ψυχή και στο σώμα εξαιτίας της πλανεμένης και αδιάφορης προαιρέσεως και διαθέσεως, ήθελα να σιωπώ και να εξετάζω μόνο όσα αφορούν εμένα, μέχρις ότου νικήθηκαν οι κινήσεις του κακού λογισμού και υποτάχθηκαν στον ανώτερο λογισμό και έτσι απόλαυσα πλήρως την ειρήνη του πνεύματος, διότι ελευθερώθηκα από την ενόχληση του χοϊκού και γήινου φρονήματος και εισήλθα στο λιμάνι της μακάριας αναπαύσεώς μας. Αλλ’ επειδή εκλέχθηκα από σας για να είμαι κεφαλή του αγίου σας σώματος, είμαι υποχρεωμένος να οικοδομώ την αγάπη σας· η σωτηρία της αδελφότητάς σας με αναπαύει, διότι, αν και είμαι κι εγώ ασθενής στην ψυχή, εσείς διασώζεσθε με τις ευχές του πατρός μου και πατρός σας. Λοιπόν τώρα, αν και δεν είμαι σε θέση ούτε το στόμα μου ν’ ανοίξω, με μεγάλη δυσκολία μπόρεσα να γράψω τον λόγο και να διδάξω την αδελφότητά σας, παρακαλώντας με ικεσία πολλή την αγάπη σας, να εύχεσθε, ως αληθινοί δούλοι του Χριστού και φιλάδελφοι, για την αθλιότητά μου, μήπως σωθώ και εγώ ο ίδιος μαζί με εσάς, πορευόμενος την οδό των εντολών του Θεού, και συναυλισθώ με εσάς τους αγαπητούς μου αδελφούς. Σας παρακαλώ και σας ικετεύω στο όνομα του Ιησού Χριστού να προσέχετε τον εαυτό σας και ο καθένας να φρονεί τη σωφροσύνη και να μη φρονεί διαφορετικά από ό,τι πρέπει να φρονεί, ούτε να βλέπει τον δικό μου αφρόντιστο και ανάλαφρο βίο, αλλά ν’ ακολουθείτε τα βήματα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο οφείλουμε ν’ απολογηθούμε, τον δίκαιο και αδέκαστο κριτή. Δώστε μου αυτή την καύχηση, ότι εγώ, που μόνος μου έπεσα εξαιτίας της αμέλειάς μου στο βάραθρο του άδη, εσάς, με τη δυνατή μου φωνή σας άρπαξα από την παγίδα. Αν και έχω πολλούς λόγους να θρηνώ για την αδιαφορία μου, όμως αρκούμαι και μόνο να βλέπω εσάς να πετάτε ψηλά πάνω από τις παγίδες του διαβόλου» (τ. 19Δ, σελ. 89-91).
«Γι’ αυτό παρακαλώ την αγάπη σας, πατέρες μου άγιοι και δούλοι του Θεού, να μη παρακούσετε τους λόγους εμού του αναξίου πατρός σας, ούτε τα λόγια μου να φανούν μπροστά σας ως φλυαρία. Διότι, αν και είμαι ασθενής και γεμάτος από μύρια αμαρτήματα, όμως προσέξτε και εξετάστε με ακρίβεια, ότι τίποτε δεν σας συμβούλευσα έξω από τις εντολές του Θεού και τις θείες Γραφές. Κάνετε λοιπόν καλή αρχή και δώστε μου μικρή ευκαιρία, για να σηκώσω ψηλά το κεφάλι, αφού ενισχυθώ με τις άγιες ευχές σας, και τρίψω την όψη μου και νίψω τους οφθαλμούς μου και εγερθώ από τον βαθύ ύπνο της αδιαφορίας και έναντι των αγαθών τα οποία προσφέρετε σε εμένα τον τιποτένιο δούλο σας, αν και όχι αξίως, να ανταμείψω την αγάπη σας, κατά τη δύναμή μου, με αγαθούς λόγους, από τους οποίους η χάρη του Θεού δίδει με το άνοιγμα του ακαθάρτου στόματός μου. Ναι, αδελφοί μου, σας θερμοπαρακαλώ, μη παραβλέψετε την παράκλησή μου, αλλά, όπως από ημιθανή και τελείως άλαλο μου επιτρέψατε να μιλώ μπροστά στην τιμιότητά σας, έτσι χαρίστε μου και το θέλημά σας, ώστε να ζήσετε εσείς με την εκκοπή του [του θελήματός τους] την ζωή των μαρτύρων και αθλοφόρων του Χριστού, ενώ εγώ από σήμερα θα προσπαθήσω ακόμη προθυμότερα να προσφέρω για χάρη σας σε εκούσιο θάνατο όλη μου την ψυχή και το σώμα» (τ. 19Δ, σελ. 103-5).
«Αφού τότε γίνει μαλακή η καρδιά του, οδηγείται σε ταπείνωση, και στη συνέχεια αυτή δημιουργεί λογισμούς που φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Καθώς αισθάνεται έτσι αυτά τα πράγματα, μέσω όλων αυτών αμέσως φθάνει σε κατάνυξη και δάκρυα. Φθάνει όμως μέσα από πολλές θλίψεις, και όσο περισσότερο ταπεινώνεται, τόσο περισσότερο κυριεύεται από κατάνυξη. Διότι η ταπείνωση γεννά το πένθος, και το πένθος εκτρέφει αυτήν που το γέννησε και την κάμνει ν’ αυξάνει. Αυτή η εργασία που επιτελείται με την εφαρμογή των εντολών πλύνει - ω του θαύματος! - κάθε ρύπο από την ψυχή, και διώχνει κάθε πάθος και κάθε κακή επιθυμία» (τ. 19Δ, σ. 123).
«(Μιλά ο Πνευματικός του στον όσιο Συμεών)· Να γνωρίζεις, τέκνο, ότι ούτε με τη νηστεία, ούτε με την αγρυπνία, ούτε με σωματικό κόπο, ούτε με κάποια άλλη από τις δεξιές πράξεις χαίρεται, και εμφανίζεται ο Θεός, παρά μόνο στην ταπεινή και απερίεργη και αγαθή ψυχή και καρδιά. Όταν λοιπόν εγώ άκουσα αυτά, θαύμασα για το λόγο και την συμβουλή του αγίου, και φλεγόμενος ακόμη περισσότερο και φέροντας στη μνήμη μου όλες τις αμαρτίες με την ταχύτητα του νου σαν σε ριπή, περιελουζόμουν με τα δάκρυα και πέφτοντας στα πόδια του αγίου τα κράτησα και είπα ‘Να εύχεσαι για μένα, άγιε του Θεού, να βρω έλεος μέσω σου, επειδή από όσα είπες αγαθά, τίποτε δεν μου δόθηκε, παρά μόνο πολλές αμαρτίες, τις οποίες γνωρίζεις και εσύ ο ίδιος’»(τ. 19Δ, σελ. 149-151).
«Να μη ζητήσεις ούτε να επιθυμήσεις πρωτοκαθεδρία, αλλά μίσησέ την με όλη την ψυχή σου ως αιτία και πρόξενο υπερηφάνειας. Διότι η ταπείνωσή σου θα σε υψώσει, και το να είσαι έσχατος όλων θα σε καταστήσει πρώτον» (τ. 19Δ, σ. 329).
«"φύγετε από μένα (λέει ο Κύριος)". Αυτά βέβαια γνωρίζω ότι θα τα ακούσω πρώτος εγώ ο ταπεινός και πανάθλιος, επειδή δεν εκπλήρωσα ούτε μία εντολή του Θεού μου. Έπειτα και όσοι είναι όπως και εγώ ανυπότακτοι και παρήκοοι των εντολών του Θεού» (τ. 19Δ, σ. 345).
«Παρακαλώ λοιπόν όλους εσάς, εν Χριστώ αδελφοί, να τοποθετήσετε στην οικοδομή των αρετών πρώτο θεμέλιο το αγαθό της ταπεινώσεως» (τ. 19Δ, σελ. 473-5).
«Ας σπεύσουμε όλοι την ταπείνωση να βρούμε τη χάρη των ψυχών μας την ανώνυμη, οπού όνομα δεν έχει μ’ αν σε πείρα έρθει, έρχεται πια με τ’ όνομα σ’ όσους την αποχτούν. Πράος είναι ο Χριστός και ταπεινός στην καρδιά. Όποιος τον δέχτηκε ένοικό του, εννόησε ότι από Εκείνον έχει την ταπείνωση και πιο καλά, πως η ταπείνωση είναι αυτός. Ψυχή που δόξα επιδιώκει απ’ τους ανθρώπους καθόλου την ταπείνωση δεν ξέρει αυτή· κι όποιος λίγη μονάχα οίηση έχει αποχτήσει πώς να χωρέσει στην ψυχή του την ταπείνωση; Αδύνατο στ’ αλήθεια, για τον πανάθλιο εμένα! τον κενόδοξο κι όλο έπαρση γεμάτο και που δεν έχω μήτε μια αρετή αποχτήσει» (τ. 19Ε, σ. 369, στιχ. 328-342).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα)
«Όταν κάποτε τελείωσε η πρωινή δοξολογία καθώς άρχισε κατά την συνήθειά του ο μακάριος να κατηχή τους μαθητάς και σύμφωνα με την παραίνεσι του αποστόλου να νουθετή, να ελέγχη, να παρηγορή, ξαφνικά κάπου τριάντα από τους μοναχούς διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους, όπως παλαιά οι γύρω από τον Άννα και Καϊάφα, κινήθησαν με άναρθρες κραυγές και φονικές διαθέσεις, διετάραξαν όλη την εκκλησία, και εσήκωσαν αυθαδώς τα άνομα χέρια τους κατά του πατρός των, για να τον συλλάβουν και τον διασπαράξουν σαν θηρία. Αυτός δε, μόλις είδε την αλλαγή των και την αποξένωσί τους από τον διδάσκαλο και πατέρα τους, έδεσε τα χέρια του και εσήκωσε την σκέψι τoυ προς τον ουρανό· με αυτόν τον τρόπο έμεινε επί τόπου ακίνητος χαμογελώντας και ατενίζοντας χαρούμενα προς τους μιαρούς. Καθώς δε ώρμησαν εναντίον του και με τις άναρθρες κραυγές και βλασφημίες επέδειξαν μανία και αναίδεια σκύλων που υλακτούσαν, εμποδίσθηκαν άνωθεν να επιβάλουν επάνω του τα άνομα χέρια διότι η χάρις που ενοικούσε στον Συμεών τους εκρατούσε μακριά και τους απέπεμπε. Απορώντας δε τι να πράξουν, εξέρχονται τρέχοντος από την εκκλησία και, αφού έσπασαν τα κλείθρα της πύλης του μοναστηριού, εγκαταλείποντας μόνον τον μακάριο μαζί μ’ εκείνους που εζούσαν μ’ ευλαβική διαγωγή. Καθώς δε επέρασαν άοπλοι την πρώτη πύλη της μεγάλης του Θεού Εκκλησίας και άρχισαν να ενοχλούν με τις κραυγές τον αρχιερέα —που ήταν ο Σισίννιος— από κάτω, τους εκάλεσε ο πατριάρχης και, αφού έμαθε την αιτία της ταραχής και την εκ μέρους των ραδιουργία κατά του αγίου, τους απέδωσε δεινή μανία, και εκάλεσε την επομένη ημέρα τον άγιο. Όταν λοιπόν ο μακάριος εισήλθε με σεμνό ήθος και ιλαρό παρουσιαστικό προς αυτόν, ο πατριάρχης ερωτά για την αιτία της εναντίον του μανίας των μοναχών. Όταν δε εκείνος διηγήθηκε με τον νόστιμο χαριτωμένο λόγο όλα τα σχετικά προς την συνηθισμένη ομιλία και κατήχησι και έπειτα τα της αναιδείας και της φονικής εξορμήσεώς των, και πώς έφυγαν συντρίβοντας τα κλείθρα και τους μοχλούς των πυλών, ο πατριάρχης εξεπλάγη και αντιλαμβανόμενος τον φθόνο και την μανία των ασυνέτων, καταλήφθηκε από δίκαιο θυμό και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Εάν βέβαια ήταν κάποιος άλλος αυτός που έπαθε αυτά από εκείνους, δεν θα ικανοποιώταν από την απόφασι; Δεν θα ευφραινόταν κατά τον βιβλικό λόγο, όταν είδε τέτοια καταδίκη; Δεν συνέβηκε όμως αυτό στον καλό ποιμένα και ακριβέστατο μιμητή του πρώτου ποιμένος. Όταν δηλαδή είδε τους φύλακες έτοιμους να συλλάβουν τους αποστάτες, πίπτει πρηνής και εγγίζει τα πατριαρχικά εκείνα πόδια ο ηγούμενος με την ευαίσθητη ψυχή, την οποία προσφέρει υπέρ των προβάτων του, και με θρήνους ζητεί συγγνώμην. Ο πατριάρχης κάμπτεται με δυσκολία και λόγω των παρακλήσεων ανακαλεί την απόφασι περί εξορίας, δεν τους επιτρέπει όμως να εισέλθουν πάλι στην μονή. Αμέσως λοιπόν απελαύνονται όλοι από την εκκλησία και γεμάτοι μανία σκορπίζονται ακολουθώντας ο καθένας το θέλημά του. Άλλοι κατατάχθηκαν ανάμεσα στα κατηχουμενεία των εκκλησιών, άλλοι ερρίφθηκαν σε άλλες μονές, όσοι δε ανήκαν στην κατώτερη και ευτελέστερη μοίρα διασκορπίσθηκαν όπου έτυχε ο καθένας, εδώ κι εκεί. Τι έπραξε λοιπόν ο ποιμήν ο καλός; Eπιστρέφει μόνος του στο μοναστήρι, σπαρασσόμενος εσωτερικά για την στέρησι των προβάτων του Χριστού και χύνοντας άφθονα δάκρυα. Και, παρακαλώ, παρατηρήσατε ακεραιότητα αγίας ψυχής και ανεξικακία δικαίου ανδρός. Eπειδή δεν υπέφερε να βλέπη αδειανή την αυλή των προβάτων, τι κάμνει ο καθ’ όλα σοφός και γενναίος, για να συμφιλιώση το ποίμνιο προς τον εαυτό του και τον Θεό και να το συναθροίσει κοντά του; Ερευνά για τους τόπους της πόλεως όπου εζούσε ο καθένας τους κατά την θέλησί του. Όταν τους έμαθε, στέλλει στον καθένα τα απαιτούμενα για την συντήρησί του, συνοδεύοντας την προσφορά με παρηγορητικούς λόγους που εμάλασσαν την καρδιά τους. Καθώς αυτό εγινόταν επί πολλές ημέρες και ο πραγματικά καλός ποιμήν ερχόμενος με ταπεινή εμφάνιση καθόταν μαζί με τον καθένα τους, τους απηύθυνε λόγια αγάπης και εζητούσε την επιστροφή τους μαζί με την συγγνώμη, σαν να τους είχε αδικήσει μάλλον παρά να είχε αδικηθή από αυτούς, με διδακτικούς λόγους εμαλάκωσε την στυγνότητα και σκληρότητα της καρδιάς τους. Έτσι σε σύντομο χρόνο τους συνάθροισε όλους ο καλός ποιμήν, που εισήλθε στην αυλή των προβάτων δια της θύρας του Ιησού και δεν ανέβηκε σ’ αυτήν από άλλο σημείο, και εγέμισε πάλι την αυλή του με τα ήμερα πρόβατα που προ ολίγου είχαν αγριεύσει» (τ. 19Α, σελ. 97-101).
«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψει να περάσει ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθεί ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίσει τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθεί η αίτησή του και να μη εμποδισθεί από το εγχείρημα. Επειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεση, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθεί τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Εκείνος δε αφού εγεύθηκε, εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ. 19Α, σελ. 111-113).
«Κατά την περίοδο των πανσέπτων νηστειών της αγίας Τεσσαρακοστής, ο αναφερθείς γνήσιος μαθητής του αγίου, Νικήτας Στηθάτος επιδιδόμενος κατά την συνήθειά του στους ιερούς αγώνες, κατ’ οικονομία της χάριτος σε στιγμή συστολής (της χάρης) προσβάλλεται από πνεύμα πορνείας. Επειδή όμως ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικά συνετός και ακολουθούσε βίο αγωνιστικό με ασιτία και κάθε κακοπάθεια ήταν έκπληκτος και απορούσε από μέσα του. Έτσι, αναζητώντας από που και από ποια αιτία του διείσδυσαν μέσα του οι ρυπαροί και ακάθαρτοι λογισμοί τέτοιον καιρό, κατά τον οποίο είχε το σώμα του ξηραμένο από τους αγώνες της νηστείας και σχεδόν απονεκρωμένο από την άκρα ασιτία και αγρυπνία, μη ευρίσκοντας, χτυπιόταν δυνατά από την λύπη και την αθυμία, αφού δεν μπορούσε να πράξη τίποτε για θεραπεία του πάθους. Συνεχόμενος λοιπόν από λύπη επιδίδεται σε θερμή δέηση προς τον Θεό και τον άγιο. Μία λοιπόν ημέρα, ενώ έτσι παρακαλούσε κι εδεόταν στον Θεό και τον άγιο, αφού μετέλαβε εκείνης της πενιχρής τραπέζης και λιτής τροφής, ανακλίνεται με λύπη στο ασκητικό του σπήλαιο, διότι κατοικούσε ακόμη σε υπόγειο και θολωτό μέρος. Μόλις του φάνηκε ότι θα κοιμόταν, πριν ακόμη κλείση τους οφθαλμούς, όπως ήταν ξαπλωμένος ξυπνητός, βλέπει σε όραμα τον άγιο να έρχεται φανερά και να κάθεται κοντά στην κλίνη του, έπειτα να εγγίζη το ιμάτιό του και να τον καλή με το όνομά του. Λέγει δε "δεν γνωρίζεις, τέκνο μου, από που και για ποια αιτία σου διείσδυσαν αυτοί οι εμπαθείς λογισμοί;". Αυτός δε, μόλις είδε ξαφνικά και άκουσε τον άγιο, συμμαζεύτηκε στον εαυτό του με φόβο και αποκρίθηκε· "άγιε του Θεού, ενώ ενήργησα κάθε έρευνα γι’ αυτό, δεν μπόρεσα να εύρω την αιτία αυτής της ενοχλήσεως". Και ο άγιος· "αλλ’ εγώ ήλθα τώρα να σου την φανερώσω, πρόσεχε λοιπόν στα λόγια μου· γνώριζε, τέκνο, ότι βεβαίως αυτή προέρχεται από την υπερηφάνεια και οίησι (φούσκωμα, έπαρση) του λογιστικού μέρους της ψυχής σου· ταπείνωσε το φρόνημά σου, σύγκρινε τον εαυτό σου και τα ιδικά σου προς τις εντολές του Χριστού, και γρήγορα θα σου φύγει". Αφού είπε αυτά, ευθύς κρύφτηκε από την όραση εκείνου. Αυτός δε ήλθε στον εαυτό του και σηκώθηκε γρήγορα από το σπήλαιο, έτρεξε πίσω από τον άγιο και ρωτούσε τον υπηρέτη· "είδες τον άγιο Συμεών να εξέρχεται από εδώ;". Τότε, αφού εξερεύνησε με ακρίβεια το λογιστικό του, ευρήκε σαφώς, όπως του είπε ο άγιος, την αιτία λόγω της οποίας ενέσκηψε στην ψυχή του το πάθος παρά προσδοκία και τέτοιον καιρό. Ταπεινώνοντας γι’ αυτό το φρόνημά του και συγκρίνοντας τα δήθεν κατορθώματά του μ’ ένα από τα παθήματα του Χριστού, τον εμπτυσμό, απαλλάχθηκε ευθύς από την ενόχληση των λογισμών και του πάθους και τον κατέλαβε παρηγοριά του αγίου Πνεύματος δια δακρύων και κατανύξεως. Ευχαρίστησε γι’ αυτό μεγάλως τον θεολόγο πατέρα και ανέπτυξε ακόμη περισσότερο την αφοσίωση και αγάπη του προς αυτόν» (τ. 19Α, σελ. 319-321).
«Πολλοί είναι αυτοί που απαρνούνται τον βίο τούτον και τα πράγματα του βίου, λίγοι όμως όσοι απαρνούνται και τα θελήματά τους. Γι’ αυτούς καλώς αποφαίνεται ο θείος λόγος λέγοντας "πολλοί είναι οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί"» (τ. 19Α, σ. 411).
«Όπως ακριβώς η φλόγα του πυρός πετάγεται πάντοτε ψηλά, όσες φορές ανακατεύεις τα ξύλα από τα οποία ανάπτεται, έτσι και του κενοδόξου η καρδιά δεν μπορεί να ταπεινωθεί, αλλά όσο του πεις τα σχετικά με την ωφέλειά του, τόσο περισσότερο ανυψώνεται· πραγματικά όταν ελέγχεται ή και νουθετείται, αντιλέγει εντόνως, όταν επαινείται ή και ενθαρρύνεται, ανυψώνεται κακώς. Άνθρωπος που μέλημά του είναι ν’ αντιλέγει είναι δίκοπο μαχαίρι για τον εαυτό του· φονεύει αναιπαισθήτως την ψυχή του και την καθιστά ξένη προς την αιώνια ζωή. Ο αντιρρησίας είναι όμοιος με τον αυτόμολο προς τους αντιπάλους του βασιλέως εχθρούς. Διότι η αντιλογία είναι άγκιστρο, που δέλεαρ έχει την αξίωση ότι έχουμε δίκαιο, με την οποία εξαπατιόμαστε και καταπίνουμε το άγκιστρο της αμαρτίας, από το οποίο κατά κανόνα αρπάζεται η άθλια ψυχή, σαν από την γλώσσα και τον λαιμό, από τα πνεύματα της πονηρίας, και άλλοτε μεν ανεβάζεται σε ύψος υπερηφανείας, άλλοτε δε καταποντίζεται σε χάος αβύσσου αμαρτίας και καταδικάζεται μαζί με τους πεπτωκότας από τον ουρανό. Όποιος ατιμάζεται ή υβρίζεται, αν πονά στην καρδιά δυνατά, πρέπει να γνωρίζει από αυτό ότι περιφέρει μέσα στους κόλπους του τον παλαιό όφι. Εάν λοιπόν υπομείνει με σιωπή ή αποκριθεί με πολλή ταπείνωση, εξασθενίζει και παραλύει τούτον. Εάν δε αντείπει με πικρία ή και μιλήσει με θρασύτητα, δίδει στον όφι δύναμι να χύση το δηλητήριο στην καρδιά του και να καταφάει άγρια τα εντόσθιά του, ώστε στο εξής ενδυναμούμενος αυτός καθημερινώς να κατατρώγει την προς τα καλά διόρθωση και δύναμι της άθλιας ψυχής του· έτσι αυτός θα ζει έκτοτε στην αμαρτία, θα είναι δε εντελώς νεκρός για την δικαιοσύνη» (τ. 19Α, σελ. 417-9).
«Όποτε ο νους αρπαγή από οίηση, εμβαθύνει σ’ αυτήν και μέσα στον αγώνα του υποθέσει ότι κάτι είναι, τότε η χάρις που τον φωτίζει αοράτως απομακρύνεται και τον αφήνει γρήγορα αδειανό· αμέσως λοιπόν ξεσκεπάζεται η ασθένειά του, ενώ τα πάθη επιτίθενται εναντίον του σαν άγρια σκυλιά και ζητούν να τον καταπιούν. Αυτός λοιπόν, μέσα στην αμηχανία του, καθώς δεν έχει που να φύγει και σωθεί, καταφεύγει με ταπείνωση προς τον δυνάμενο να τον σώσει Κύριο» (τ. 19Α, σ. 437).
«Δεν τολμώ να πω, Ελέησέ με, διότι είμαι ανάξιος· εσύ όμως Κύριε, βλέπεις» (τ. 19Δ, σ. 279).
«Μη λοιπόν καθίσεις, αγαπητέ, μαζί με αργόλογους, ούτε να πεις, ‘Ας ακούσω κι εγώ τι λέτε’, αλλά, όπως λέχθηκε, κάνε μετάνοια και φύγε. Φύλαξε τη σιωπή και την ξενιτειά· την σιωπή λέγοντας στον εαυτό σου, ‘Τι καλό έχω εγώ για να πω, όντας ολόκληρος βόρβορος και μωρός, και όχι μόνο αυτό, αλλά και ξένος και ανάξιος να μιλώ και να ακούω ή να συναριθμούμαι με τους ανθρώπους;’· την ξενιτειά πάλι και την αποχή από όλους με το να σκέπτεσαι αυτά και να λες στον εαυτό σου, ‘Ποιος είμαι εγώ ο απορριμμένος και ευτελής, ο άσημος και φτωχός, που θα εισέλθω στο κελλί κάποιου; δεν θα με αποστραφεί μόλις με δει ως βδέλυγμα; άραγε δεν θα πει, Γιατί ήλθε σε μένα αυτός ο μιαρός για να μολύνει το κελλί μου;’. Τοποθέτησε μπροστά στους οφθαλμούς σου τις αμαρτίες σου, και πες τα αυτά όχι με τα άκρα των χειλέων, αλλά από την ψυχή» (τ. 19Δ, σ. 321).
«Εάν οι συγκαθήμενοι αδελφοί σε προτρέπουν να φας ή να πιεις κάτι περιττό, τίποτε άλλο να μη αποκριθείς σε κάποιον, παρά, αφού δέσεις τα χέρια σου, σηκωθείς λίγο και κλίνεις το κεφάλι, πες με ήρεμη φωνή ‘συγχώρησον’. Σε όλους να αποκρίνεσαι πάντοτε έτσι και ούτε να προτιμήσεις τίποτε από τα περισσεύματά σου, ούτε να λάβεις κάτι από κάποιον» (τ. 19Δ, σ. 327).
«Μ’ έκαναν να ξεχαστώ πάλι και τίποτε από όσα έγιναν να μην καταλάβω, αλλά νομίζω πως είμαι ανώτερος από όλους και απαθής, άγιος και σοφός θεολόγος και δίκαια με τιμούν όλοι οι άνθρωποι· δέχομαι τους επαίνους, σα να τους αξίζω, και καλώντας κόσμο περιμένω να με τιμήσουν. Κι όταν με περικυκλώσουν φουσκώνω πιο πολύ κι όλο κοιτάζω γύρω, μήπως, λείπει κανένας που δεν ήρθε να με δει και να θαυμάσει. Κι αν κάποιον ανακαλύψω που αδιαφόρησε μνησικακώ, τον βρίζω και τον διασύρω, για ν’ ακούσει και μη υποφέροντας τις κατηγορίες μου να ’ρθει, να μου μιλήσει και να φανεί υποχείριός μου κι ότι κι εκείνος χρειάζεται την προσευχή και την αγάπη μου. Και τότε λέω σ’ όλους τους άλλους έρχεται κι ο τάδε και παίρνει τις ευχές μου κι ακούει τους λόγους μου και τη διδασκαλία μου - βλακεία, αλί μου, πρώτη! Πώς δεν βλέπω τη θλιβερή γύμνια μου, πώς δε νιώθω τα τραύματά μου, πώς δε λυπούμαι, πώς δεν κλαίω, και πεσμένος στον ξενώνα δεν αποζητώ τη θεραπεία μου; Πώς δεν προσκαλώ τους γιατρούς δείχνοντας τα χτυπήματα, δείχνοντας γυμνά σ’ αυτούς και τα κρυμμένα πάθη μου, για να βάλουν σ’ αυτά το νυστέρι και τα έμπλαστρα και τα καυτήρια και να τα υπομείνω καρτερικά για τη θεραπεία μου, αλλά προσθέτω καθημερινά κι αλλά τραύματα; Αλλά, Θεέ μου, λυπήσου με που πλανήθηκα, φύτεψε στην καρδιά μου το φόβο σου, για ν’ αποφύγω τον κόσμο όπως διατάζεις… γι’ αυτό θλίβομαι και λυπούμαι, Θεέ μου, γιατί βλέπω τον εαυτό μου δούλο σ’ αυτά τα πάθη, μα δεν μπορώ να το παραδεχτώ ούτε και να ταπεινωθώ ούτε θέλω να ζητήσω τη μόνη δόξα τη δική σου, που μ’ αυτή φαίνεται ότι είμαι πιστός σου δούλος και μ’ αυτή μπορώ να φανώ ψηλότερος από όλους» (τ. 19Ε, σ. 127,στιχ. 88-115 & 126-131).
«Σε μνήμα με ταπείνωση εκεί τάφηκα τέλεια κι εκεί μ’ αμέτρητη ο Χριστός έφτασεν ευσπλαχνία και τη βαριά ταφόπλακα κύλισε των κακών μου και μου είπε· "Από τον κόσμο βγες, σήκω σα νάναι τάφος". Εκεί είδα πώς έπαθε μ’ απάθεια ο Θεός μου και πώς εφάνηκε νεκρός αθάνατος σαν είναι κι ανέστη από το μνήμα του με άθικτες τις σφραγίδες» (τ. 19Ε, σ. 247,στιχ. 136-142).
«Μα τα γνωρίζω εγώ καλά, Θεός που τα πάντα ξέρω, πώς στον Πατέρα είσαι πιστός κι όση ταπείνωση έχεις και πόσο τέλεια αρνήθηκες το ίδιο το θέλημά σου, που απόδειξη εγώ τη θωρώ και που απόδειξη είναι. Όποιος δεν έχει θέλημα δικό του ναι, πεθαίνει, μα βρίσκεται στο θέλημα το ίδιο το δικό μου και ζει» (τ. 19ΣΤ, σ. 387, στιχ. 95-101).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)