«Του επιτέθηκαν την νύκτα οι δαίμονες της δειλίας όταν προσευχόταν, αυτοί έσειαν το κελλί, προκαλούντες κρότους και φοβερές φαντασίες, όταν δε ετοιμαζόταν για ύπνο, του εμφανίζονταν σαν Αιθίοπες που εξέβαλαν πυρ από τα μάτια και τα στόματά τους, που φυσούσαν στο πρόσωπό του αναμμένα κάρβουνα, και γέμιζαν όλο το κελλί, και άλλοτε τέλος φαίνονταν ν’ αλαλάξουν με φλογερά όπλα και να καθιστούν πύρινο το έδαφος όπου ήταν ξαπλωμένος. Και αυτοί μεν έτσι ενεργούσαν τα συνήθη έργα τους, αυτός δε σηκωνόταν σε κάθε επίθεση και προσευχόταν· και εκείνοι ευθύς αμέσως τρέπονταν σε φυγή. Έπειτα τι; Εγκαινιάζουν άλλον αγώνα αυτοί που δεν γνωρίζουν ποτέ να ηρεμούν, και μάλιστα υπεισέρχονται ως ισχυρότεροι των άλλων οι δαίμονες της πορνείας. Από τότε κάθε νύκτα τον προσέβαλλαν με τις φαντασίες δύο ή τρεις φορές, ώστε να τραυματίσουν την καρδιά του τουλάχιστο με την επιθυμία ηδονικής μίξεως. Αυτός όμως έλαβε τόσο δυνατή χάρι από τον Θεό κατά δαιμόνων, ώστε και στον ύπνο ακόμη φερόταν ως εντελώς ξύπνιος και αντιμαχόταν προς αυτούς περισσότερο από όσο όταν ήταν ξύπνιος» (τ. 19Α, σελ. 61-3).
«Εσύ που φεύγεις τον κόσμο, κύτταξε να μη δώσεις από την αρχή την ψυχή σου σε παράκληση να εγκατασταθείς σ’ αυτόν, έστω και αν όλοι οι συγγενείς και φίλοι σε αναγκάζουν να το πράξης. Τούτο το υποβάλλουν οι δαίμονες, για να σβήσουν την θέρμη της καρδιάς σου· διότι και αν δεν μπορέσουν να εμποδίσουν τελείως την πρόθεσή σου, οπωσδήποτε θα την καταστήσουν χαυνότερη και ασθενέστερη. Όταν ευρεθής ανδρείος και ασυγκίνητος απέναντι σε όλα τα ευχάριστα του βίου, τότε οι δαίμονες, μεταστρέφοντας δήθεν σε συμπάθεια τους συγγενείς, τους κάνουν να κλαίουν και να θρηνούν για σένα ενώπιόν σου. Θα καταλάβης ότι τούτο είναι αληθινό, όταν εσύ μεν μείνης αμετάστροφος και σ’ αυτήν την επίθεσι, τους δε συγγενείς δεις να εξάπτονται ξαφνικά σε μανία και μίσος εναντίον σου, να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν να σε βλέπουν. Βλέποντας την θλίψι που δοκιμάζουν για σένα οι γονείς και οι αδελφοί και οι φίλοι, να γελάς για τον δαίμονα που ποικιλοτρόπως υποκινεί να γίνονται αυτά εναντίον σου» (τ. 19Α, σ. 401).
«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς»(19Α,571)
«Όσοι, λέγει, πρόκειται να μετανοήσουν είναι προορισμένοι, ενώ εγώ δεν ανήκω σ’ αυτούς. Γι’ αυτό ας μετανοήσουν εκείνοι, αυτοί δηλαδή που προγνώρισε, κι αυτοί που προόρισε. Πω-πω αναισθησία! Αλλά, ω ψυχή παρανοϊκή και χειρότερη κι από αυτούς τους δαίμονες! Πότε ακούσθηκε από εκείνους τέτοιος λόγος; Που ακούσθηκε ποτέ ότι ο δαίμων είπε πως ο Θεός είναι αίτιος της δικής του απωλείας; Ας μη κατηγορούμε λοιπόν τους δαίμονες· διότι να, η ψυχή του ανθρώπου επινοεί χειρότερες βλασφημίες από εκείνους» (τ. 19Β, σ. 239).
«Ότι ο διάβολος είναι άρχοντας του κόσμου και του αιωνίου σκότους, άκουσε τον ίδιο τον Χριστό που λέγει "να, ο άρχοντας αυτού του κόσμου έρχεται και δεν θα εύρει τίποτε σε μένα". Δεν λέγεται όμως άρχοντας ως εξουσιαστής ή δεσπότης του κόσμου (μακριά η βλασφημία! αυτός ούτε στους χοίρους δεν έχει την εξουσία), αλλά ως κυρίαρχος και εξουσιαστής αυτών που είναι προσηλωμένοι σ’ εκείνον δια της επιθυμίας των χρημάτων και των πραγμάτων του» (τ. 19Γ, σελ. 215-217).
«Κι ο ίδιος (ο διάβολος) με κυνήγησε με καυχησιές μεγάλες. Ήρθε και μ’ ηύρε μοναχό να κείτομαι απ’ τον πόνο (ενώ αγρυπνούσε ο Μωυσής [ο Πνευματικός του] με το Θεό μιλώντας), πρόσταξε να μου δέσουνε πόδια μαζί και χέρια· και νόμιζαν πως με κρατούν κι έπιασαν να με δένουν· κι εγώ γελούσα καταγής κι η προσευχή μου τ’ όπλο και το σημείο του σταυρού που τους εσκόρπιζε όλους. Ν’ αγγίξουν μη τολμώντας με ή καν να με ζυγώσουν, κάπου μακριά μου στέκοντας ελέγαν πως με φοβίζουν με τους δαυλούς που κράταγαν κι έλεγαν θα με κάψουν. Μεγάλες έβγαζαν κραυγές και προκαλούσαν χτύπους. Αλλά για να μην καυχηθούν πως κάτι μέγα εκάναν, φως μ’ είδαν με τις προσευχές να γίνω του πατρός μου (του Πνευματικού του) και ξαφνικά υποχώρησαν όλοι τους ντροπιασμένοι… Με ρώτησε (ο Πνευματικός του) για ό,τι έγινε και του τ’ ανέφερα όλα. Ήταν -του είπα- ο Φαραώ, ο άρχοντας της Αιγύπτου, οπού με αμέτρητο στρατόν ήρθε τη νύχτα τούτη, μα να με δέσει αδύνατο· θέλοντας να με κάψουν, φλόγα γενήκαν όλοι τους, όσοι είχαν ’ρθει μαζί του κι από το στόμα τους φωτιά πάνω μου σφεντονίζαν. Και σαν είδαν να γίνομαι φως με τις προσευχές σου -του είπα- όλοι σκότος έγιναν κι είμαι πια μόνος τώρα. Βλέπε, αποκρίθη ο Μωυσής (ο Πνευματικός του), αλλά μην πάρεις θάρρος, και μην κοιτάς τα φανερά, μα όσα κρυφά φοβήσου» (τ. 19Ε,235, στιχ. 195-208 & 237, στιχ. 211-220).
«Μα ο άρχοντας ας ντροπιαστεί ο δεινός και ψυχοφθόρος, βλέποντας μες στη φούχτα σου να μ’ έχεις, Δέσποτά μου, όπως και τώρα ούτε τολμά λίγο να με ζυγώσει, κοιτάζοντας τη χάρη σου τη θεία να με σκεπάζει» (τ. 19Ε, σ. 379, στιχ. 100-103)
«Στο δολερό εχθρό μου, που κάθε ώρα και στιγμή να μ’ απειλεί δεν παύει, να ωρύεται εναντίον μου, τα δόντια του να τρίζει, και να μου λέει· ‘Το θάρρος σου που έχεις, πώς να ξεφύγεις ελπίζεις απ’ τα χέρια μου και μ’ άφησες και πήγες στο Χριστό και τις εντολές πάτησες τις δικές μου; Μα δε μου φεύγεις έτσι ή αλλιώς· και που θα καταφύγεις; Δε θα μπορέσεις από εμέ ποτέ σου να ξεφύγεις, εμέ που απ’ τον παράδεισο έβγαλα Αδάμ και Εύα και που τον Κάιν έκανα φονιά του αδελφού του, που τότε στον κατακλυσμό όλους μαζί στην πλάνη και στον φριχτό το θάνατο να πέσουνε στο τέλος πανάθλιοι, ξεγελώντας τους με τις δικές μου απάτες, που το Δαβίδ παρέσυρα σε φόνο και μοιχεία, που σ’ όλους εξεσήκωσα πόλεμο τους αγίους και που θανάτωσα πολλούς, εσύ πώς έχεις θάρρος και να ξεφύγεις προσδοκάς έτσι ασθενής οπού είσαι;» (τ. 19ΣΤ, σ. 207, στιχ. 21-37).
« "Που ’ναι ο Χριστός σου; ας μην πει (ο Διάβολος στο Συμεών), που ’ναι ο βοηθός σου; Ο ίδιος δεν σε παρέδωσε στα χέρια τα δικά μου;" Κι αν μ’ απατήσει, ακόμα κι αν αιχμάλωτο με λάβει, στην προαίρεσή μου βέβαια κι ούτε στη ραθυμία δε θα το αποδώσει αυτό, αλλά θα το αναθέσει στο ότι μ’ εγκατάλειψες και τέτοια θα μου ψάλει· "Κοίταξε αυτόν όπου έλπισες, κοίτα σε ποιον επήγες, κοίτα ποιος σ’ αγαπά έλεγες και ποιος πώς σ’ αγκαλιάζει, και φίλο εσένα κι αδελφό και γιό και κληρονόμο καυχιόσουν πως σε πρόβαλλε, πως σ’ έχει αφήσει τώρα και πως στα χέρια εμέ του εχθρού σου σ’ έχει παραδώσει κι άξαφνα σ’ αποστράφηκε κι αίφνης σ’ έχει μισήσει". Ν’ ακούσω τέτοια λόγια μη, Σωτήρα μου, επιτρέψεις, και μην αφήσεις να γινώ, Θεέ μου, τ’ όνειδός σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 209).
«Τα βλέπει τούτα ο εχθρός και λέει· ‘Δεν έχει σωτηρία για σένα, γιατί ξέπεσες κι έχασες κάθε ελπίδα, γιατί δεν έχεις στο Θεό όπως πρώτα παρρησία’. -Λόγο δε λέγω εγώ σ’ αυτόν, απαξιώ, Θεέ μου, φυσώ επάνω του κι ευθύς άφαντος από μπρος μου» (τ. 19ΣΤ, σ. 211, στιχ. 93-97).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «Διάβολος»)
«Καθώς δε προσευχόταν κάποτε την νύκτα μέσα στο παρεκκλήσι, όπου ήταν και σορός σωμάτων, ενώ κατά την συνήθεια είχε τις θύρες κλεισμένες, πλήθη απειλητικών δαιμόνων συρρέοντας όρμησαν κατά του παρεκκλησίου, και ωθώντας απότομα τις θύρες, τις άνοιξαν για να τον αρπάσουν, δημιουργώντας τόσον κρότον, ώστε να νομίση αυτός ότι οι θύρες συνετρίβηκαν από πρόσκρουσι προς τους τοίχους από την καθεμία πλευρά. Αυτός δε, κατειλημμένος από μεγάλο φόβο, σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, για να επικαλεσθή την από εκεί βοήθεια. Καθώς λοιπόν το πνεύματα της πονηριάς τον είδαν να στέκεται πολλές ώρες έτσι αμετακίνητος, υπαναχώρησαν νικημένα. Αλλά από το πολύ τάνυσμα (άπλωμα) το χέρια του είχαν ξηραθή και δεν εκάμπτονταν, μόλις δε τα συνέστειλε με πολύν πόνο και είδε τις θύρες κλειστές, θαύμασε. Από τότε λοιπόν αποκτώντας περισσότερη ανδρεία κατά των δαιμόνων δεν λογάριαζε καθόλου την έφοδό τους, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν έχουν καμμία ισχύ εναντίον μας, αν δεν εγκαταλειφθούμε από τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 49).
«(ελέγχει τον ίδιο τον Πατριάρχη ο Όσιος)· Αναγνωρίζω την ευμενή σου προς εμάς διάθεση, δέσποτα. Αλλ’ ο φθόνος του Σατανά, δεν γνωρίζω πώς να το ειπώ, σου κατέστρεψε δυστυχώς τις διαθέσεις και κατέστησε πικρό το γλυκό και έκαμε σκότος το φως, όχι μόνο για μας αλλά και για όλους όσοι άκουσαν τα γενόμενα σε βάρος μας, σε όσα μέρη της γης έφθασε η φήμη τους» (τ. 19Α, σ. 219).
«Με πείραζαν στον ύπνο οι πονηροί δαίμονες και μ’ έσυραν με επινοήσεις προς το πάθος της ρεύσεως, εγώ δε αντιστεκόμουν ενεργώς κι επικαλούμουν σε βοήθεια εσέ τον Κύριο του φωτός, εξύπνησα, φεύγοντας σώος από τα χέρια των πειραστών μου. Καθώς δε εθαύμαζα μέσα μου την αντίστασι και την ανδρεία μου, μάλλον δε την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεπτόμουν "από πού μου συνέβηκε αυτή η ασυνήθιστη νίκη, ώστε και κοιμώμενος να αντιμάχομαι και ισχυρότερος των αντιπάλων και εχθρών μου να γίνομαι και παραδόξως να κερδίζω εναντίον τους νίκη κατά κράτος δια Χριστού;", ώ του θαύματος, αυτόν που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό τον είδα μέσα μου, εσέ δηλαδή τον Δημιουργό μου και βασιλέα Χριστό, και τότε αντιλήφθηκα ότι δική σου είναι η νίκη που μ’ έκανες να κερδίσω κατά του Διαβόλου» (τ. 19Α, σ. 559).
«Έτσι πια σαν ξαναφάνη (η ουράνια λάμψη) και την ένιωσα σ’ εμένα, διώχνει των δαιμόνων πέρα τις ορδές, διώχνει τη δειλία και μου φέρνει την ανδρεία» (τ. 19Ε, σ. 193, στιχ. 388-392).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)