Η ανάβλυσις του αγιάσματος
Όταν ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης άρχισε να κτίζη στο Άγιο Όρος τη Μεγίστη Λαύρα, είδε να εξαντλούνται τα απαραίτητα χρήματα, τρόφιμα και λοιπά υλικά. Δεν είχε χρήματα να πληρώση τους τεχνίτες και τους εργάτες. Δεν είχε τι να τους μαγειρέψη. Τότε απελπισμένος εγκατέλειψε το έργο και ξεκίνησε για τις Καρυές, την πρωτεύουσα, για να δη τι μπορεί να κάνη.
Μετά από δυο ώρες πορεία, φανερώθηκε στο δρόμο του μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, η οποία με αυστηρό ύφος τον ρώτησε:
- Αββά Αθανάσιε, που πηγαίνεις; Γιατί άφησες το έργο που άρχισες; Γύρισε πίσω να συνεχίσης το ιερό και θεάρεστο έργο σου.
Ο όσιος έμεινε εκστατικός από την εμφάνισι της ολόφωτης μορφής που είχε η παράδοξη αυτή γυναίκα, και με τη σειρά του τη ρώτησε:
- Ποια είσαι συ; Που με γνωρίζεις; Πώς ξέρεις το όνομα μου και με διατάζεις να γυρίσω πίσω; Και με τι και πώς θα συνεχίσω το έργο της μονής, αφού σώθηκαν όλα τα απαραίτητα υλικά;
Τότε εκείνη του είπε πως είναι η μητέρα του Κυρίου και πως πρέπει να γυρίση πίσω για να τελειώση το έργο που άρχισε. Θα βρη δε όλες τις αποθήκες γεμάτες, τα ταμεία με χρήματα και ό, τι άλλο χρειασθή για να τελειώση η οικοδομή του μοναστηριού.
Ο άγιος Αθανάσιος, για να βεβαιωθή πως όλα αυτά που του ανήγγειλε, είναι αληθινά, ζήτησε σημείο. Τότε η Κυρία Θεοτόκος του είπε να χτυπήση με το ραβδί του στην πέτρα που ήταν μπροστά τους. Όταν χτύπησε, βγήκε άφθονο νερό, πολύ γευστικό και θεραπευτικό πολλών ασθενειών! Το νερό αυτό μέχρι σήμερα λέγεται «Αγίασμα του αγίου Αθανασίου» και ο κόσμος που περνάει, πίνει και αισθάνεται γεύσι εξαίσια.
Ο όσιος πείσθηκε στα λόγια της Θεομήτορος, γύρισε πίσω και βρήκε, όπως του είπε η Παναγία, όλες τις αποθήκες και τα ταμεία γεμάτα από όλα τα απαραίτητα! Μέχρι που τελείωσε ολόκληρο το έργο, δεν έλειψε τίποτε κατά την αψευδή υπόσχεσι της Υπεραγίας Θεοτόκου.
(Γεροντικόν Αγίου Όρους)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β, σ. 137-138)
91. «Και είπε Μαριάμ· μεγαλύνει» (Λουκ. α΄ 46).
Μόλις η Ελισάβετ τελείωσε τον εμπνευσμένο χαιρετισμό της, η Μαριάμ άρχισε ν’ απαγγέλλη μια δική της Ωδή! Η πανηγυρική, ευχαριστήρια και δοξολογική ωδή (=τραγούδι), μετά από εξαιρετικά γεγονότα ήταν κάτι το συνηθισμένο στην ιστορία των αρχαίων Εβραίων. Έτσι, τόσο ο χαιρετισμός της Ελισάβετ όσο και η Ωδή της Παρθένου Μαρίας έρχονται να προστεθούν στις Ωδές της αδελφής του Μωυσή Μαριάμ (Εξοδ. ιε' 1 - 19) , της Δεββώρας (Κριταί ε' 2-31) και της προφήτιδος Άννης, μητέρας του προφήτου Σαμουήλ (Α' Βασ. β ). Ιδίως η Ωδή της Θεοτόκου έχει πολλές απηχήσεις από τους Ψαλμούς και την Ωδή της Άννης. Αυτό φανερώνει, ότι η Παρθένος Μαρία, όπως και οι άλλες παρθένες του Ισραήλ, γνώριζε από την παιδική της ηλικία τους Ψαλμούς και τις Ωδές της Π. Διαθήκης που αναφέραμε πιο πάνω (ΥΑ, 63).
Η Ωδή της Θεοτόκου έμελλε να γίνη η κατ’ εξοχήν ευχαριστήρια Ωδή της ανθρωπότητος. Διότι αποτελεί μια περίληψι των Ωδών της Π. Διαθήκης και αφετηρία των πιο εμπνευσμένων συνθέσεων της χριστιανικής ψυχής (πρβλ. τη θέσι της Ωδής αυτής στην ορθόδοξο Λατρεία, καθώς και του ύμνου MAGNIFICAT (= μεγαλύνει) στην λατρεία και τη θρησκευτική μουσική της Δύσεως).
Η Θεοτόκος, υπό την έξαρσι των θαυμαστών γεγονότων της ζωής της συνθέτει την εμπνευσμένη δοξολογική Ωδή της. Οι μεγάλες στιγμές της επεμβάσεως του Θεού στην προσωπική ή την συλλογική ζωή εμπνέουν ιδιαίτερα τις ευσεβείς και αφιερωμένες ψυχές. Πρώτες αυτές βλέπουν το ευεργετικό χέρι του Θεού· ακούνε τη φωνή του και νοιώθουν το περπάτημά του στην Ιστορία (πρβλ. «Φωνή αδελφιδού μου· ιδού ούτος ήκει πηδών επί τα όρη... ομοιός εστίν αδελφιδός μου τη δορκάδι ή νεβρώ (=ελαφάκι) ελάφων», Άσμα Ά. β' 8 - 9) διαισθάνονται το πέρασμά του κοντά τους (πρβλ. «οπίσω σου εις οσμήν μύρων σου δραμούμεν» Άσμα Α. α' 4) και ξεσπούν σε ύμνους και ωδές.
Οι ποιηταί έγραψαν τα πιο όμορφα ποιήματα και τραγούδια σε στιγμές ιδιαίτερης εμπνεύσεως και εξάρσεως. Οι άγιες ψυχές γράφουν τις πιο ωραίες ωδές τους σε στιγμές παρουσίας του Θεού στην προσωπική τους ζωή και στην ιστορία του κόσμου...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.118 )
1,26. «το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και από των γενεών, νυνί δε εφανερώθη τοις αγίοις αυτού».
«Αποκεκρυμμένη (η εκκλησία) δια του Θεού», εξαιτίας του σκότους της αμαρτίας και του θανάτου. Και τώρα; «Νυν εφανερώθη», δια του Κυρίου Ιησού Χριστού, «τοις αγίοις αυτού». Αυτή που είναι το πανάγιο μυστήριο «εφανερώθη τοις αγίοις». Η αγιότης στους αγίους. Γιατί έτσι; Για να μη «ρίπτεται ο μαργαρίτης έμπροσθεν των χοίρων». Οι «χοίροι» είναι τα πάθη, τα οποία δεν διακρίνουν τις αγιότητες από τις ηθικές ρυπαρότητες. Είναι οι εραστές των αμαρτιών και των θανατηφόρων παθών, είναι όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι όλων των γενεών και όλων των αιώνων, εξ αιτίας του σκότους του κακού που τους περιβάλλει.
Γι’ αυτό «κρύψανε» από τον εαυτό τους την μοναδικά σωτηριώδη αγιότητα και ευαγγελία, που είναι: το μυστήριο του Θεού Λόγου.
Και πάλι, αυτό το πανάγιο μυστήριο ήταν «κρυμμένο» από τα μη άγια όντα και «νυν εφανερώθη» με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, με τα πάθη Του, με τον θάνατό Του, την Ανάσταση και την Ανάληψη Του· και με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος «φανερώνεται» σαν Eκκλησία και παραμένει στον κόσμο σαν Εκκλησία.
Και η Eκκλησία είναι: O θεϊκός σκοπός και η έννοια όλων των κόσμων και όλων των όντων και «πρωτίστως» των ανθρώπων. Είναι το Θεϊκό αγιαστήριο, τα «άγια των άγιων» που αγιάζοντας σώζει και σώζοντας αγιάζει κάθε μη άγιο, που δημιουργεί η αμαρτία, το κακό και ο διάβολος· είναι το «ένθεο» κατοικητήριο της Παναγίας Τριάδος, είναι το σώμα της Παναγίας Τριάδος, στο οποίο διαβιώνει ο πιστός «εκ του Πατρός, δια του Υιού, εν Αγίω Πνεύματι». Πραγματικά, είναι το πανάγιο μυστήριο, το παν-μυστήριο, είναι η παναγία αγιότητα, η παν-αγιότητα, είναι η παναγία ευαγγελία, η παν-ευαγγελία.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 59-60)
Η διάρκεια των παθών
Ο αγρότης κλαδεύει τα δένδρα, για να μεγαλώνουν πιο γρήγορα και πιο φυσιολογικά. Όμως, εάν κλαδέψει τα κλαδιά χωρίς μέτρο, το δένδρο θα μαραζώσει. Πίστευε ότι τα παθήματα σου ποτέ δεν μπορούν να ξεπεράσουν το μέτρο.
Ο Θεός ξαγρυπνά επάνω από κάθε άνθρωπο πιο προσεκτικά και πιο εύσπλαχνα από οποιονδήποτε αγρότη πάνω από τα δέντρα του.
Θαυμάσια λέει ο άγιος Νείλος Σόρσκι:
«Όταν ο μάστορας ξέρει πόση ώρα πρέπει να παραμείνει ένα αγγείο στη φωτιά για να γίνει, χωρίς να σπάσει, πόσο μάλλον ο Θεός να μην ξέρει το μέτρο των παθών μας;»
Πίστευε, ότι ο Θεός έχει περισσότερη [και καλύτερη] κρίση απ’ ό,τι ο άνθρωπος.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 94)
Σεβασμός των παιδιών προς τους γονείς και τους μεγαλυτέρους
Το παιδί, όταν είναι μικρό, δεν κάνει τίποτε, και οι γονείς του το φροντίζουν για το φαγητό του,
για το ντύσιμό του κ.λπ. Το βοηθούν από αγάπη, χωρίς αυτό να κοπιάζη. Αυτό μόνον καμμιά δουλίτσα κάνει.
Και μήπως έτσι ξεπληρώνει τον κόπο ή τα έξοδα που κάνουν οι γονείς γι’ αυτό;
Αλλά, όταν το παιδί μεγαλώση και δεν καταλαβαίνη τί του πρόσφεραν οι γονείς του, αυτό είναι πολύ βαρύ!
Παλιά οι γονείς έδερναν το παιδί και εκείνο το δεχόταν χωρίς λογισμούς. Πολλές φορές ούτε καταλάβαινε γιατί το έδερναν.
Σήμερα τα παιδιά είναι όλο «γιατί και γιατί;» και αντιλογία. Δεν έχουν απλότητα. Όλα τα περνάνε από το κόσκινο.
Δεν έρχεται όμως έτσι η θεία Χάρις. Όταν το παιδί δεν νιώθη τον πατέρα του ως πατέρα και δεν δέχεται την παιδαγωγία του πατέρα,
είναι νόθο παιδί. Μερικά παιδιά, αν τους κάνουν οι γονείς μια μικρή παρατήρηση, «θα κόψω τις φλέβες», λένε αμέσως.
Τι να τα κάνουν τότε και οι γονείς; Υποχωρούν, και τελικά τα παιδιά καταστρέφονται.
Το παιδί πρέπει να καταλάβη ότι, εάν οι γονείς καμμιά φορά του δίνουν κανένα σκαμπίλι, δεν το κάνουν από κακότητα,
αλλά από αγάπη, για να διορθωθή, να γίνη καλύτερο και να χαίρεται αργότερα.
Εμείς, όταν ήμασταν μικρά, είτε μας χάιδευαν οι γονείς μας, είτε μας έδερναν, είτε μας φιλούσαν, όλα τα δεχόμασταν.
Καταλαβαίναμε ότι όλα τα έκαναν για το καλό μας. Είχαμε μεγάλη εμπιστοσύνη.
Μερικές φορές μάλιστα η μητέρα μου άλλο παιδί έφταιγε και άλλο μάλωνε, γιατί δεν προλάβαινε να κάνη ...δικαστήριο.
Ο ένοχος όμως, όταν έβλεπε ότι μάλωσε τον άλλον που δεν έφταιγε, επειδή τον πείραζε η συνείδηση, έλεγε «εγώ έφταιγα», και ο άλλος δικαιωνόταν.
Στην οικογένεια οι μικροί πρέπει να έχουν σεβασμό και προς τους γονείς και προς τους μεγαλυτέρους.
Να αισθάνωνται ως ανάγκη τον σεβασμό, την υποταγή και την ευγνωμοσύνη προς τον μεγάλο.
Οι μεγαλύτεροι πάλι να έχουν αγάπη προς τους μικρούς, να τους βοηθούν και να τους προστατεύουν.
Όταν ο μικρός σέβεται τον μεγάλο και ο μεγάλος αγαπάη τον μικρό, δημιουργείται μια όμορφη οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Ο πατέρας μου έλεγε: «Υπακοή στον μεγάλο αδελφό σας». Εμείς ξέραμε ότι ο πατέρας μας αγαπάει όλους και είχαμε πιο πολύ θάρρος στον πατέρα.
Στον μεγάλο αδελφό, που δεν βρίσκαμε την αγάπη του πατέρα, κάναμε μεγαλύτερη υπακοή.
Όταν οι σύζυγοι έχουν σεβασμό μεταξύ τους και τα παιδιά έχουν σεβασμό προς τους γονείς, η ζωή στην οικογένεια είναι ειρηνική, πάει ρολόι.
Ποτέ σε μια τέτοια οικογένεια ο μεγάλος γιός δεν λέει στην μητέρα του «κοίταξε εδώ, μάνα, αυτό μην το ξανακάνης»
ή «γιατί το έκανες αυτό έτσι και εκείνο αλλιώς;», αλλά ούτε ο πατέρας στην μάνα μιλάει με τέτοιον τρόπο.
Ο μεγάλος μπορεί να αστειεύεται με τον μικρό, για να τον κάνη να χαρή,
αλλά ο μικρός δεν πρέπει να αποκτήση παρρησία με την χαρά που νιώθει από τα πειράγματα του μεγάλου.
Όταν ήμουν στην Μονή Στομίου και κατέβαινα καμμιά φορά να ψωνίσω διάφορα υλικά, ένα παιδάκι, που το σπίτι του
ήταν πάνω στον δρόμο, μόλις με έβλεπε, ερχόταν κοντά μου και εγώ του φιλούσα το χέρι.
Ύστερα συνήθισε και έτρεχε και μου έδινε μόνο του το χέρι του να το φιλήσω! Εγώ πάλι του το φιλούσα.
Μετά μου είπαν οι γονείς του: «Μην του φιλάς, Πάτερ, το χέρι, γιατί τρέχει στους παπάδες και δίνει το χεράκι του να το φιλήσουν
καί, άμα δεν το φιλήσουν, βάζει τα κλάματα».
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 133-135)
Ακοή
και υπακοή
Όλοι μεν άκουγαν, αλλά δεν υπάκουαν όλοι.
Διότι όλοι αγαπάμε ν’ ακούμε και να βλέπουμε,
αλλά φιλάρετοι δεν είμαστε όλοι.
Ε.Π.Ε. 9,260
παρακοή
Πάντοτε μεν ακούουμε, αλλά και πάντοτε παρακούουμε.
Ε.Π.Ε. 13,278
γιατί δόθηκε;
Μας έδωσε την ακοή ο Θεός για ν’ ακούμε όχι βλάσφημα λόγια,
αλλά σωτήριες αλήθειες. Έτσι, όταν η ακοή δεχτεί κάτι κακόηχο,
ταράζεται η ψυχή και το σώμα. Αν ακούσουμε άγρια πράγματα, σκληρά, φρίττουμε.
Αν όμως ακούσουμε κάτι όμορφο και καλό, τότε αγαλλόμαστε και χαιρόμαστε.
Ε.Π.Ε. 18α,28-30
αισθησιακά τραγούδια
Το μάτι βλέπει τα σώματα, τα κάλλη, τα χρήματα, αυτά που είναι απ’ τη γη.
Μ’ αυτά ευχαριστείται. Το αυτί ηδονίζεται με το αισθησιακό τραγούδι,
με την κιθάρα και τον αυλό και την αισχρολογία.
Αυτά όλα έχουν σχέση με τη γη.
Ε.Π.Ε. 22,244
να μάθουμε ν’ ακούμε
Ας γυμνάσουμε την ακοή μας, ώστε να μη φαινόμαστε δειλοί.
Απ’ την ακοή θα φτάσουμε στις ποικίλες ενέργειες.
Αν συνηθίσουμε ν’ ακούμε φοβερά πράγματα,
τότε θα συνηθίσουμε να υπομένουμε και τα φοβερά της ζωής.
Ε.Π.Ε.23,38
να βουλώσουμε τα αυτιά
Ας κλείνουμε τ’ αυτιά μας στις ανόητες συζητήσεις. Δεν πρόκειται για μικρό κακό.
Απ’ αυτό προέρχονται πολλά κακά.
Αν το μυαλό μας είχε συνηθίσει να προσέχει σε θεία λόγια,
δεν θα ‘ταν δυνατόν να προσέχει σε άλλα. Ε.Π,.Ε 23,38-40
Ακοίμητο
το μάτι του Θεού
Κάνε το καθήκον, που επιβάλλει ο νόμος κυρίως με το φόβο του Χριστού.
Διότι, κι αν ακόμα τ’ αφεντικό σου δεν βλέπει και συ ενεργείς τα δέοντα
και εκείνα που αρέσουν στ’ αφεντικό σου,
μη ξεχνάς, ότι όλα τα κάνεις για το ακοίμητο μάτι του Θεού.
Ε.Π.Ε. 22,282
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 128-129)
1,25. «ης εγενόμην εγώ διάκονος κατά την οικονομίαν του Θεού την δοθείσαν μοι εις υμάς, πληρώσαι τον λόγον του Θεού».
Τι είναι Απόστολος; Υπηρέτης της Εκκλησίας. Τι είναι αποστολικότητα; Υπηρεσία στην Εκκλησία, «κατά την οικονομίαν του Θεού». «Τοιαύτη» είναι η Θεανθρώπινη οικονομία της σωτηρίας του κόσμου. Γιατί και η σωτηρία είναι υπηρεσία στην Εκκλησία. Και η υπηρεσία αυτή συνίσταται στην υπακοή της Εκκλησίας.
Γιατί στην Εκκλησία βρίσκονται όλες οι άγιες δυνάμεις της σωτηρίας, «των οποίων» αστείρευτη Θεϊκή πηγή αποτελεί Αυτός ο Κύριος της σωτηρίας: Ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.
Εξαιτίας Αυτού, η Εκκλησία είναι η πιο εξαιρετική οντότητα σε όλους τους κόσμους. Αυτή (η Εκκλησία), κατά θεϊκά θαυμαστό και μυστηριώδη τρόπο, είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός, με το «πλήρωμα» όλων των Θεανθρωπίνων του χαρακτηριστικών και τελειοτήτων.
Γι’ αυτό και αυτή είναι μυστήριο μυστηρίων, αγιότης αγιοτήτων, ευαγγελία ευαγγελίων· είναι παν-μυστήριο, παν-αγιότης, πανευαγγελία.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 58-59)
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΟΜΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Για τον άγιο Ιωάννη έχει μαρτυρηθεί από τον ίδιο τον Κύριο ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους και περισσότερο από προφήτης. Είναι αυτός που σκίρτησε ήδη μέσα από τη γαστέρα της μητέρας του και κήρυξε και στους ανθρώπους εδώ, αλλά και στον Άδη. Ήταν υιός του αρχιερέα Ζαχαρία και της Ελισάβετ, γεννημένος από υπόσχεση του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η αποτομή της τιμίας κεφαλής του έγινε από τον Ηρώδη, λόγω της παράνομης σχέσης που είχε αυτός με την Ηρωδιάδα. Ο άγιος Ιωάννης ήταν αυτός που είχε αγιωσύνη ήδη από την κοιλία της μητέρας του, που είχε ως κατοικία του την αγνότητα, που ακολούθησε τη σωφροσύνη, που άσκησε τη νηστεία, που απομακρύνθηκε από κάθε ανθρώπινη συναναστροφή και έκανε πόλη του την έρημο, που ζούσε με τα θηρία, έχοντας ως ένδυμα τρίχες καμήλου και δερμάτινη ζώνη στη μέση του, που έτρωγε σαν πουλάκι του ουρανού, ενώ μελετούσε διαρκώς τον νόμο του Θεού, χάριν του οποίου και φυλακίστηκε, θεωρώντας τη φυλάκισή του ως κάτι δεύτερο και μηδαμινό. Ήταν αυτός που ξεπέρασε τους όρους της φύσεως και βάπτισε τον απόλυτα καθαρό και αμόλυντο και πέραν από κάθε φύση Χριστό. Λοιπόν ο πολύ ακόλαστος Ηρώδης, τετράρχης του Ιουδαϊκού εδάφους, ήθελε να έλθει σε γάμο με τη γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου. Από θείο ζήλο λοιπόν κινούμενος ο Προφήτης και με όπλο την αλήθεια, έλεγε προς τον τύραννο: "Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα του αδελφού σου Φιλίππου". Γι’ αυτόν τον λόγο, η μανιώδης γυναίκα παρέσυρε τον εραστή της, ώστε να φυλακίσει τον άγιο. Λοιπόν: όταν τελούνταν τα γενέθλια του Ηρώδη και το πολύ και παρωθητικό προς φιληδονία κρασί τον είχαν οδηγήσει σε παραφροσύνη, γίνεται χορός ενός πορνιδίου, με τίμημα τον φόνο του Προφήτη. Αμέσως λοιπόν έφεραν σε πιάτο την κεφαλή του Δικαίου, η οποία και παραδόθηκε στη μοιχαλίδα γυναίκα, ενώ ακόμη έσταζε το αίμα, και η οποία δεν έπαυε, έστω και έτσι, να κηρύσσει τα ίδια. Αυτά πραγματοποιήθηκαν στη Σεβαστή, μία πόλη που απείχε από τα Ιεροσόλυμα δρόμο μίας ημέρας. Εκεί και ο τετράρχης που ηγεμόνευσε μετά από εκείνον, έφτιαξε τα ανάκτορα, εκεί έγινε και η γιορτή, που οδήγησε στο θάνατο του προφήτη. Εκεί αποκρύφθηκε και το άγιο σώμα του προφήτη, το οποίο μάζεψαν οι δικοί του μαθητές.
Αν δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος ιστορικός λόγος, τον οποίο αγνοούμε, συνιστά κατά πρώτον παραδοξότητα το γεγονός ότι η σημερινή ημέρα είναι ημέρα αυστηρής νηστείας: δεν επιτρέπεται η κατάλυση ούτε ελαίου ούτε οίνου. Και τούτο διότι το μαρτυρικό τέλος ενός αγίου θεωρείται η δόξα και η τιμή του, αφού τότε εισάγεται θριαμβευτικά στη Βασιλεία του Θεού και τότε, θα λέγαμε, με τη χάρη του Θεού, ῾κατακτά᾽ τον Παράδεισο. Πώς λοιπόν η ημέρα της δόξας και του θριάμβου για τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, η οποία προκαλεί ύμνους και πανηγυρισμούς για τους αγγέλους και όλη την Εκκλησία, είναι συνδεδεμένη με κάτι πένθιμο, όπως είναι η νηστεία; Μία εξήγηση ίσως είναι ότι η Εκκλησία μας, ναι μεν τονίζει τον θρίαμβο εισόδου του αγίου Ιωάννου στη Βασιλεία του Θεού, δια του μαρτυρίου του που επιβεβαιώνει την απόλυτη πιστότητά του στον νόμο του Θεού, από την άλλη όμως θέλει να προβάλει την πολλαπλάσια, σε σχέση με τους άλλους αγίους, αγιότητά του, σχετίζοντας το τέλος του με το τέλος του ίδιου του Κυρίου πάνω στο Σταυρό. Θέλουμε να πούμε ότι όπως η σταυρική θυσία του Χριστού, παρόλο ότι τότε ουσιαστικά σωθήκαμε - αφού εκεί ο Κύριος ῾κατήργησε το σώμα της αμαρτίας᾽, οπότε έπειτα ήλθε η Ανάστασή Του ως ανάσταση και των ανθρώπων - δεν παύει να είναι ημέρα πένθους με αυστηρότατη νηστεία, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, και με τον Ιωάννη: ναι μεν εισέρχεται μετά δόξης στη Βασιλεία του Θεού, η ημέρα όμως του μαρτυρίου του είναι ημέρα πένθους. Κι ίσως συνηγορεί σ’ αυτήν την εξήγηση και αυτό που η Εκκλησία μας εξαγγέλλει για την ημέρα, μέσα ιδίως από το κοντάκιο, ότι δηλαδή ῾η του Προδρόμου ένδοξος αποτομή οικονομία γέγονέ τι θεϊκή, ίνα και τοις εν Άδη του Σωτήρος κηρύξη την έλευσιν᾽. Ήταν σχέδιο του Θεού η αποτομή της κεφαλής του, ώστε να προλάβει με το κήρυγμα στον Άδη, την εκεί έλευση του Σωτήρος Χριστού, όταν τέθηκε στον τάφο και μέχρις ότου έλθει η Ανάστασή του εκ των νεκρών.
Με την αποτομή της κεφαλής του αγίου Ιωάννου η Εκκλησία μας εξαγγέλλει δύο κυρίως πράγματα: Πρώτον, όπως συμβαίνει σε κάθε βεβαίως εορτή του αγίου Ιωάννου, τη μεγάλη αγιότητά του. Δεν προσφέρουμε κάτι καινούργιο, αν υπενθυμίσουμε ότι ο άγιος Ιωάννης υπερακοντίζει κατά πολύ τα μέτρα και των μεγάλων αγίων ακόμη της Εκκλησίας μας. Μόνον η Παναγία Μητέρα του Κυρίου θεωρείται από αυτήν, την Εκκλησία, ως μεγαλύτερη ακόμη και από εκείνον. Διότι πρόκειται για ῾την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και την ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ᾽. Και δικαιολογημένα: υπήρξε το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, αφού δι’ αυτής εισήλθε στον κόσμο ως άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός. Αλλά τα περί αγιότητας του αγίου Ιωάννου συνιστούν περίσσια λόγων, όταν έχουμε εκφρασμένη, όπως ήδη αναφέραμε, τη γνώμη του ίδιου του Θεού μας, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Ιωάννης έχει τεράστια παρρησία ενώπιον του Θεού, ώστε να πρεσβεύει υπέρ ημών, είναι λοιπόν συμφέρον μας να τον επικαλούμαστε συχνά-πυκνά, αλλά και λόγω της μεγάλης χάρης του Θεού που έχει, έχει και τεράστια αγάπη προς τον λαό του Θεού. Άλλωστε ο βαθμός αγιότητας ενός αγίου από αυτό φαίνεται: από το πόσο αγαπά τον άνθρωπο και συμπάσχει στα διάφορα και ποικίλα προβλήματά του.
Δεύτερον, με τη μνήμη της αποτομής του αγίου, η Εκκλησία μας τονίζει το μέγεθος της ανθρώπινης άνοιας και φρενοβλάβειας, καθώς το βλέπουμε στα πρόσωπα του Ηρώδη, κυρίως όμως της Ηρωδιάδας και της κόρης της Σαλώμης. Ο υμνογράφος πράγματι αδυνατεί να κατανοήσει λογικά αυτό που συνέβη: ο πλέον αξιοσέβαστος σε όλον τον Ισραήλ, αυτός τον οποίο φοβούνταν και οι άρχοντες, αυτός στον οποίο έκλιναν ευλαβικό γόνυ και οι άγγελοι, πεθαίνει μαρτυρικά, από το ῾καπρίτσιο᾽ ενός πορνιδίου και του εγωισμού μίας εξίσου πόρνης γυναίκας, η οποία δεν άντεχε τον λόγο της αλήθειας: τον έλεγχό της, με βάση τον νόμο του Θεού, για τις παρανομίες και τις αμαρτίες της. Στις διάφορες μάχες που διεξάγονται, θεωρείται τιμή για έναν μαχητή να πέσει ηρωικά από το όπλο ενός εξίσου σπουδαίου μαχητή. Υπάρχει εκεί πράγματι ένας ηρωισμός και μία δόξα. Ο Έκτορας, για παράδειγμα, που φονεύθηκε σε μάχη με τον Αχιλλέα. Και η ήττα εκεί ισοδυναμεί σχεδόν με νίκη, γιατί είναι σπουδαίος ο αντίπαλος. Εδώ όμως στον άγιο Ιωάννη; Ο μεγαλύτερος και αγιότερος άνθρωπος ῾πέφτει᾽ από μία πόρνη, που ῾εκβιάζει᾽ τον θάνατό του. Αλλά ίσως και αυτό αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τον άγιο Ιωάννη, λόγω της ταπείνωσης που περικλείει. Σημασία πάντως έχει ότι ο υμνογράφος δεν μπορεί να κατανοήσει τα γενόμενα: ῾ώ, του παραδόξου θαύματος! Την ιεράν κεφαλήν και αγγέλοις αιδέσιμον, ασελγές ακόλαστον περιέφερε κόριον᾽. Ώ, της υπέρ νουν εκπλήξεως! Των προφητών η σφραγίς, ο επίγειος Άγγελος, πορνικής ορχήσεως αναδείκνυται έπαθλον!᾽ Όντως πρόκειται περί ανοίας και φρενοβλαβείας, μάλλον όμως περί δαιμονοπληξίας. Όταν ο άνθρωπος έχει χάσει τον Θεό από τη ζωή του, τα πάντα τότε μπορεί να τα επιτελέσει. Γίνεται ένας δεύτερος σατανάς.
π. Γεώργιος Δορμπαράκης
Στην θύρα του ελέους
(Προσευχή προς την θεομήτορα)
Παναγία Μητέρα και Παρθένε,
ελπίς της ψυχής μου
συ είσαι η μεσίτριά μου
στον ελεήμονα Θεό.
Εάν δεν είχε στους ουρανούς ο κόσμος
συγγένεια από την γη
τότε ήθελε ερημωθή η ζωή,
όπως ακριβώς ένα μνήμα.
Εάν δεν ήσουν εσύ η άνοιξις
του νοητού αιώνος
θα ήταν πάντοτε χειμώνας
κι ο ήλιος δεν θα χαμογελούσε.
Εάν δεν ανέτελλες εσύ την χαραυγή
στον κοιμισμένο κόσμο,
τότε η σκιά του θανάτου
θα ήταν παντοτεινή.
Και σήμερα, Πανάχραντε,
που όλοι ακολουθούμε το κακό,
εάν Συ δεν προσευχηθής θερμά
μας εγκαταλείπει ο Υιός Σου.
Στείλε σημεία μετάνοιας
στον ταραγμένο λαό
και δυνάμωσε μας την πίστι
στην πλανεμένη μας ψυχή.
Λύσε, Πανάμωμε Μητέρα,
τα δεσμά της δουλείας
και δώρισε υπομονή
στους βασανισμένους χριστιανούς!
Αγίου Ιωάννου του νέου Χοζεβίτου
("Ο βίος του Αγ. Ιωάννου του νέου Χοζεβίτου", Αρχιμ. Κωνσταντίνου, σελ. 225-226)