39. Ποια είναι η περί αρχέγονης δικαιοσύνης διδασκαλία των Ρωμαιοκαθολικών;
'Αν και στο σημείο της αρχέγονης καταστάσεως του ανθρώπου στη ρωμαιοκαθολική θεολογία υπάρχουν πολλές ποικίλλουσες αποχρώσεις και διακυμάνσεις, εντούτοις θεμελιώδης ιδέα είναι ότι ο πρώτος άνθρωπος, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού του και τοποθετήθηκε στον παράδεισο, αποτελούνταν από δύο συστατικά μέρη, ένα φυσικό και ένα υπερφυσικό.
Φυσικό ήταν η φύση καθ’ εαυτήν, η οποία αποτελείται από σώμα υλικό, που δεν είναι ούτε θνητό ούτε αθάνατο, και από τη νοερά ψυχή, η οποία συμπίπτει με το «κατ’ εικόνα». Στη φύση αυτή υπήρχαν αντίρροπες ορέξεις, οι σωματικές και οι ψυχικές, οι οποίες όφειλαν να υποτάσσονται και να καθοδηγούνται από τον ορθό λόγο.
Υπερφυσικό ήταν τα υπερφυσικά δώρα της χάριτος του Θεού, τα οποία συνιστούσαν το διάκοσμο της αρχέγονης δικαιοσύνης (Justitia originalis). Τα δώρα αυτά δόθηκαν στον άνθρωπο από το Θεό με σκοπό να εξισορροπούν τις ορμές της φύσεως (σαρκικές και ψυχικές) και να ενισχύουν τον άνθρωπο στην επιτυχία του σκοπού της ζωής του. Τα δώρα αυτά ήταν: η απάθεια (απαλλαγή από τα πάθη και τις ασθένειες) και η αθανασία του σώματος, η εναρμόνιση των ορμών και των ορέξεων της ψυχής υποτασσόμενων στο λόγο, η κυριαρχία επί των ζώων και της φύσεως και η υπέροχη διανοητική και ηθική τελειότητα του πρώτου ανθρώπου.
Αν τα δώρα αυτά της αρχέγονης δικαιοσύνης ήταν οργανικά συνδεδεμένα με τη φύση, ή αν προστέθηκαν κατόπιν στη φύση (αφού δηλ. πλάστηκε πρώτα αυτή), δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των θεολόγων της Δύσεως. Στο μεσαίωνα ιδίως το θέμα συζητιόταν ζωηρά. Μάλλον επικρατέστερη θεωρείται η δευτέρα άποψη, ότι ο υπερφυσικός διάκοσμος της αρχέγονης δικαιοσύνης ήταν δώρο πρόσθετο (donum superadditum), εξωτερικά και χαλαρά συνδεδεμένο με τη φύση.
40. Υπάρχει διαφορά στη διδασκαλία περί αρχέγονης δικαιοσύνης μεταξύ της ορθόδοξης και της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας;
Ναι, υπάρχει.
1. Ενώ εμείς πιστεύουμε, ότι στην πρωτόκτιστη φύση δεν υπήρχαν αντίρροπες σαρκικές και ψυχικές ορέξεις και ορμές, οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν το αντίθετο, δεχόμενοι —όπως είδαμε — την ύπαρξη τέτοιων ορέξεων, οι οποίες έπρεπε να υποτάσσονται στον ορθό λόγο και να εξισορροπούνται στο πλέγμα της αρχέγονης δικαιοσύνης.
2. Υπάρχει διαφορά στον τρόπο συνδέσεως της αρχέγονης δικαιοσύνης με την πνευματική φύση του ανθρώπου (το «κατ’ εικόνα»). Ενώ η ορθόδοξη ανθρωπολογία φρονεί ότι τα πνευματικά δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης βρίσκονταν σε εσωτερική σχέση και οργανικό σύνδεσμό με τη θεία εικόνα στον άνθρωπο, η ρωμαιοκαθολική τα θεωρεί μάλλον ως πρόσθετα δώρα, ως προσθήκη στη φύση εξωτερική και χαλαρή.
Οι ιδέες αυτές των Ρωμαιοκαθολικών δημιουργούν όντως προβλήματα. Η αντίθεση μεταξύ της καθαρής φύσεως (Status purae naturae), της υποκείμενης στη διαπάλη των αντίρροπων ορέξεων και ορμών, και της ακεραίας φύσεως (Status purae integrae), δηλαδή της αρχέγονης δικαιοσύνης (Justitia originalis), εξισορροπούσης τις ορμές αυτές, μειώνει την αξία της πρωτόκτιστης φύσεως, εισάγουσα διαρχία σ’ αυτή μεταξύ ύλης και πνεύματος, που μπορεί να καταλήξει σε ιδέες μανιχαϊκές.
Κατόπιν ο χωρισμός της πρώτης φύσεως σε δύο ημίσυ χαλαρώς συνδεδεμένα μεταξύ τους και η έξαρση της αρχέγονης δικαιοσύνης, υπέρ τη φύση, της πρώτης συνέχουσης και εξισορροπούσης τις ορμές της δεύτερης, κάνει ακατανόητη την πτώση οδηγώντας στο ερώτημα: Πώς ο πρώτος άνθρωπος απώθησε τα συνέχοντα αυτόν αγαθά της χάριτος του Θεού, ή πώς τα υπερφυσικά δώρα εγκατέλειψαν τον άνθρωπο;
Τέλος και το λυτρωτικό έργο του Χριστού που σαν κύριο σκοπό είχε την ανάπλαση της φθαρείσας εικόνας του Θεού, θα έπρεπε στο πλαίσιο των δυτικών αντιλήψεων να εκληφθεί ομοίως ως κάτι εξωτερικό και μηχανικό, πράγμα φυσικά που δε δέχεται η δυτική Εκκλησία.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 57-59)
37. Ποιά είναι η έννοια της αρχέγονης δικαιοσύνης με την οποία ήταν προικισμένος ο πρώτος άνθρωπος;
Η αρχέγονη δικαιοσύνη (justitia originalis) ήταν μια σειρά δώρων με τα οποία η χάρη του Θεού διακόσμησε τη θεία εικόνα στον άνθρωπο, ώστε αυτή ευκολότερα να πετύχει τον τελικό προορισμό της, την ομοίωση του ανθρώπου με το Θεό. Τα δώρα αυτά ήταν —εκτός από την κυριαρχία του ανθρώπου επάνω στη ζωική και φυσική κτίση—, η απάθεια και η αθανασία του ανθρώπινου σώματος, η θεογνωσία και η ευθύτητα της θελήσεως των πρωτοπλάστων.
Και η μεν απάθεια και αθανασία του Αδάμ δεν πρέπει να νοηθούν ως κατάσταση τέλεια και απροϋπόθετη, αλλά σχετική και υπό όρους. Ο Αδάμ στον παράδεισο είχε τη δυνατότητα να μην αποθάνει (posse non mori) όχι και το αδύνατο να αποθάνει (non posse mori), και αυτό ανάλογα με τη στροφή της βουλήσεώς του στο αγαθό (αν δεν αμάρτανε) και τη στροφή της μακριά από το Θεό (που πραγματικά έγινε και απέφερε την πτώση του). Με αλλά λόγια η αθανασία του προπάτορα δεν ήταν απόλυτη, αλλά σχετική και υπό όρους.
Η δε θεογνωσία εκινείτο μεν σε έναν ευρύ κύκλο γνώσεων, χωρίς όμως να είναι και παγγνωσία, ιδίωμα αποκλειστικό της θείας φύσεως. Οτι ο Αδάμ γνώριζε πολλά, φαίνεται από τις διάφορες ονομασίες που έδωσε στα ζώα, τα οποία του παρουσίασε ο Θεός να ονομάσει. Επίσης και από την προφητεία την οποία είπε μόλις είδε τη γυναίκα του (Εύα), που του έδωσε ο Θεός σαν συμπλήρωμα και βοηθό του.
Τέλος, ως προς την ευθύτητα της βουλήσεως των πρωτοπλάστων, πρώτο στοιχείο της ήταν η αθωότητα, η αγνότητα και το απονήρευτο. Πριν από την πτώση οι πρωτόπλαστοι ήταν γυμνοί στον παράδεισο χωρίς να ντρέπονται. Την ντροπή την ένιωσαν ευθύς μετά την πτώση, όταν η χάρη του Θεού, που τους έντυνε σαν ιμάτιο, τους εγκατέλειψε. Ένοχοι τότε κατανόησαν τη γύμνια τους και έραψαν φύλλα συκής να τη σκεπάσουν.
Άλλο στοιχείο ήταν η ακακία των προπατόρων. Στη φύση τους δεν υπήρχε το κακό, ούτε η θέλησή τους έρεπε προς αυτό. Άλλο βέβαια το ζήτημα ότι οι πρωτόπλαστοι μπορούσαν να διακρίνουν στοιχειωδώς το καλό (την υπακοή στο Θεό), από το κακό (την παρακοή). Ο άνθρωπος το γνωρίζει το κακό, δε σημαίνει ότι είναι κατ’ ανάγκην κακός. Άλλωστε στη στερέωση της διακρίσεως αυτής απέβλεπε και η απαγόρευση της βρώσεως του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, που ήταν φυτευμένο στον παράδεισο. Ομοίως πρέπει να σημειωθεί ότι η αθωότητα και η νηπιακή προς τα πνευματικά κατάσταση των πρωτοπλάστων δεν πρέπει να εκληφθεί ως ηθική αδιαφορία, η οποία, θέτοντας σε ίση μοίρα τα κατώτερα και τα ανώτερα, τις απαιτήσεις της σάρκας και τα αιτήματα του πνεύματος, είναι εύκολο να οδηγήσει τη βούληση προς το κακό. Άλλωστε, στοιχείο της θείας εικόνος στον άνθρωπο -όπως είδαμε- ήταν η θετική φορά της προς το αγαθό. Στη βάση αυτή και στη βοήθεια της θείας χάριτος η εικόνα έμελλε, καλλιεργούμενη και προκόπτουσα, να φθάσει στην ομοίωση του Θεού.
Την αυτή, τέλος, έννοια έχουν η αρετή και η αγιότητα του πρώτου ανθρώπου. Οι καταστάσεις αυτές δεν ήταν τέλειες και ολοκληρωμένες στον προπάτορα, αλλά σχετικές. Αρετή απηρτισμένη είναι έννοια αντιφατική. Για να κατακτήσεις την αρετή και να γίνεις άγιος, πρέπει να δουλέψεις ελεύθερα, να παλαίψεις. Με αυτό τον τρόπο η εικόνα μπορούσε να γίνει ομοίωση.
38. Ποιά ήταν η σχέση της αρχέγονης δικαιοσύνης προς τη θεία εικόνα στον άνθρωπο;
Ο διάκοσμος της θείας δικαιοσύνης δεν ήταν δώρο πρόσθετο της χάριτος του Θεού, χαλαρά και εξωτερικά συνδεδεμένο με την εικόνα (Ρωμαιοκαθολικοί) ούτε ταυτιζόταν εσωτερικά με την πνευματική φύση του ανθρώπου (Προτεστάντες), αλλά κάτι το ενδιάμεσο, δωρεά σε εσωτερική σχέση και οργανικό σύνδεσμο με το «κατ’ εικόνα» (Ορθόδοξοι).
Το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό για το ανθρωπολογικό δόγμα των διαφόρων Εκκλησιών, στο οποίο παρατηρούνται αρκετές δογματικές διαφορές, τις οποίες θα δούμε στη συνέχεια.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 54-56)
35. Τί είναι το «κατ’ εικόνα» και «καθ’ όμοίωσιν» με τα οποία πλάστηκε ο πρώτος άνθρωπος;
Κατά την Γραφή ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» και «ομοίωσιν» αυτού.
Το «κατ’ είκόνα» σημαίνει ότι ο άνθρωπος εικονίζει το Θεό στη φύση του. Ο Θεός είναι το πρότυπο και ο άνθρωπος η εικόνα του. Η εικόνα φυσικά δεν αναφέρεται στο σώμα του ανθρώπου, γιατί ο Θεός, ως άπειρη πνευματική ουσία, δεν έχει σώμα αισθητό για να τον εξεικονίζει το υλικό σώμα του ανθρώπου. Αν ορισμένοι Πατέρες βάζουν το ανθρώπινο σώμα στο θείο εξεικονισμό, αυτό σημαίνει ότι το σώμα με τη βασιλική του παράσταση και μεγαλοπρέπεια εκφράζει τον όλο άνθρωπο ως εικόνα του Θεού.
Είναι φανερό, οτι τη θεία εικόνα στον άνθρωπο εκφράζει το πνευματικό του στοιχείο, η λογική, νοερά και ελεύθερη ψυχή του, κάτι που σε απόλυτο βαθμό έχει ο Θεός. Ο άνθρωπος εικονίζει το Θεό ως άυλη πνευματική οντότητα, ως ψυχή δηλαδή λογική και ελεύθερη. Η θεία εικόνα νοείται βέβαια, στη θετική της φορά προς το Θεό και το αγαθό. Είναι ελεύθερη στροφή εν αγάπη προς το θείο αρχέτυπό της.
Μία άλλη όψη της θείας εικόνας στον άνθρωπο είναι η κυριαρχία του λογικού πλάσματος επί των άλλων ζώων και της φυσικής κτίσεως. Αυτό το προνόμιο το έδωσε ο ίδιος ο Θεός στο λογικό του πλαστούργημα: «Και ηυλόγησεν αυτούς (το πρωτόπλαστο ζεύγος) ο Θεός λέγων· αύξανεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης».
Το «καθ’ ομοίωσιν» δε, ήταν μια δυνητική και εξελικτική κατάσταση. Η λογική εικόνα έπρεπε βαθμηδόν να γίνει ομοίωση Θεού. Αυτό θα γινόταν με τη σταθερή στροφή των λογικών και ηθικών δυνάμεων του ανθρώπου προς το Θεό, με τη βοήθεια πάντοτε της θείας χάριτος. Ο άνθρωπος δηλαδή έπρεπε με την επίμονη κατεργασία του αγαθού να πετύχει την ηθική του ατρεψία και να θεωθεί, μοιάζοντας με τον πανάγαθο πλαστουργό του.
Απο όσα ανωτέρω ειπώθηκαν, γίνεται σαφής η σχέση της εικόνος προς τη θεία ομοίωση. Η εικόνα είναι η ομοίωση δυνάμει. Σ’ αυτήν έπρεπε σιγά σιγά να καταλήξει διαπράττοντας το αγαθό. Ενώ η ομοίωση είναι η εικόνα εν ενεργεία, όταν δηλαδή η τελευταία θα έφθανε στα τέλεια ηθικά μέτρα της.
36. Πώς ζούσε στον παράδεισο ο πρωτόπλαστος;
Η ζωή του πρωτόπλαστου στον Παράδεισο ήταν ειρηνική και ευτυχής. Στον παράδεισο δεν υπήρχε το κακό που προκαλεί αναστατώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Ο Αδάμ ειρήνευε με τον εαυτό του. Δεν υπήρχε στη φύση του ο πόλεμος της κατώτερης σφαίρας προς την ανώτερη, η διαπάλη σάρκας και πνεύματος, η οποία καθιστά δύσκολη την ανθρώπινη ζωή. Επίσης ειρήνευε με το φυσικό περιβάλλον του. Η γη τον υπηρετούσε στις ανάγκες του. Τα ζώα υποτάσσονταν πειθήνια στην κυριαρχία του. Η γη δεν είχε ταραχθεί ακόμα από την αμαρτία. Όλα ήταν ήρεμα στη ζωή του πρώτου ανθρώπου. Ο παράδεισος ήταν τόπος γαλήνης, χαράς και ευτυχίας. Τέλος ο άνθρωπος ειρήνευε με το Θεό, με τον οποίο είχε ελεύθερη επικοινωνία, σαν παιδί προς τον πατέρα του, και εντρυφούσε στις θείες δωρεές του.
Ο πρωτόπλαστος ζούσε στον παράδεισο της τρυφής αμέριμνος και άλυπος, χωρίς το μόχθο και το άγχος της μεταπτωτικής καθημερινότητας, χωρίς τη σωματική κάκωση και τις ασθένειες που κατέκλυσαν το βίο του ανθρώπου ευθύς μετά την πτώση του.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 52-54)
ιγ΄. Ανέβηκε κάποτε ο Αββάς Μακάριος από Σκήτη στο Τερενούθι. Και εισήλθε στο ιερό για να κοιμηθή. Ήταν δε εκεί σκελετοί παλαιοί, από νεκρούς ειδωλολάτρες. Και, παίρνοντας ένα, τον έβαλε κάτω από το κεφάλι του για μαξιλάρι. Οι δαίμονες λοιπόν, βλέποντας το θάρρος του, φθόνησαν. Και θέλοντας να τον τρομάξουν, φώναζαν τάχα σε μια γυναίκα, λέγοντας : « Καλή μας, έλα μαζί μας στο λουτρό ». Και αποκρίθηκε άλλος δαίμων, από κάτω του, σαν από τους νεκρούς, λέγοντας : « Ξένον έχω επάνω μου και δεν μπορώ να έλθω ». Αλλά ο γέρων δεν πτοήθηκε και με θάρρος χτυπούσε τον σκελετό, λέγοντας : « Σήκω, πήγαινε στο σκοτάδι, αν μπορής ». Και ακούοντας το οι δαίμονες, φώναξαν δυνατά : « Μας νίκησες!». Και έφυγαν καταντροπιασμένοι.
Ιδ΄. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο, ότι, ανεβαίνοντας από Σκήτη και φορτωμένος ζεμπίλια, κουράστηκε και κάθισε. Και προσευχήθηκε, λέγοντας : « Θεέ μου, συ ξέρεις ότι δεν μπορώ πια ». Και, ευθύς, βρέθηκε στον ποταμό.
ιε΄. Είχε κάποιος γυιό παράλυτο στην Αίγυπτο. Και τον έφερε στο κελλί του Αββά Μακαρίου. Και, αφήνοντας τον μπροστά στην πόρτα να κλαίη, έφυγε μακριά. Σκύβοντας λοιπόν ο γέρων, είδε το παιδί και του λέγει : « Ποιος σε έφερε εδώ ; ». Και αποκρίνεται : « Ο πατέρας μου με έρριξε εδώ και έφυγε ». Του λέγει ο γέρων : « Σήκω και φθάσε τον ». Και, ευθύς, βρίσκοντας την υγεία του, σηκώθηκε και έφτασε στον πατέρα του. Και έτσι γύρισαν στο σπίτι τους.
ιστ'. Ο Αββάς Μακάριος ο μέγας έλεγε στους αδελφούς, στη Σκήτη, όταν απέλυε τη σύναξη: « Φεύγετε, αδελφοί ». Και του είπε ένας από τους γέροντες : « Που έχουμε να φύγουμε πιο πολύ από την έρημο αυτή ; ». Εκείνος δε έθετε το δάχτυλό του στο στόμα, λέγοντας : « Αυτό να φεύγετε ». Και έμπαινε στο κελλί του και έκλεινε τη θύρα και καθόταν.
ιζ'. Είπε ο ίδιος Αββάς Μακάριος : « Αν, επιτιμώντας κάποιον, κινηθής σε οργή, δικό σου πάθος ικανοποιείς. Δεν χρειάζεται να χάσης την ψυχή σου, για να σώσης άλλους ».
ιη΄. Ο ίδιος Αββάς Μακάριος, όταν ήταν στην Αίγυπτο, βρήκε κάποιον οπού είχε ζώο και του έκλεβε τα υπάρχοντα του. Και ο ίδιος, σαν να ήταν κανείς ξένος, συμπαραστάθηκε στον κλέφτη, φόρτωνε μαζί του το ζώο και πολύ ατάραχα τον ξεπροβόδιζε, λέγοντας τα έξης: «Τίποτε δεν φέραμε μέσα στον κόσμο, άρα και τίποτε δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, φεύγοντας. Ο Κύριος έδωσε. Όπως Αυτός θέλησε, έτσι και έγινε. Ευλογητός ο Κύριος για όλα».
ιθ΄. Ρώτησαν κάποιοι τον Αββά Μακάριο, λέγοντας : « Πώς πρέπει να προσευχώμαστε ; ». Τους λέγει ο γέρων : « Δεν χρειάζονται περιττά λόγια, αλλά να απλώνετε τα χέρια και να λέτε : Κύριε, όπως θέλεις και όπως γνωρίζεις, ελέησέ με. Και αν έρχεται πειρασμός : Κύριε, βοήθησέ με. Εκείνος γνωρίζει τι είναι για καλό μας και μας ελεεί ».
κ΄. Είπε ο Αββάς Μακάριος: «Αν σου έχη γίνη η εξουδένωση σαν τον έπαινο και η φτώχεια σαν τον πλούτο και η ανέχεια σαν την αφθονία, δεν πεθαίνεις. Γιατί είναι αδύνατον, όποιος σωστά πιστεύει και εργάζεται με ευσέβεια, να πέση σε ακάθαρτα πάθη και σε πλάνη διαμόνων».
κα΄. Έλεγαν ότι αμάρτησαν δύο αδελφοί σε Σκήτη και τους χώρισε ο Αββάς Μακάριος, οπού καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και γι αυτό επωνομαζόταν «ο πολιτικός». Ήλθαν μερικοί και το ανέφεραν στον Αββά Μακάριο, τον μέγα, τον Αιγύπτιο. Και εκείνος είπε: «Δεν είναι οι αδελφοί χωρισμένοι, αλλά ο Μακάριος είναι χωρισμένος». Γιατί του έτρεφε αγάπη. Άκουσε ο Αββάς Μακάριος ότι τον χώρισε ο γέρων και έφυγε στο έλος. Βγήκε λοιπόν ο Αββάς Μακάριος ο μέγας. Και τον βρίσκει να τον τρώνε τα κουνούπια: «Συ χώρισες τους αδελφούς και να, ήταν να φύγουν και να πάνε στην κώμη. Εγώ χώρισα εσένα και συ, σαν καλή παρθένος, στον εσώτερο κοιτώνα έφυγες εδώ. Εγώ δε, καλώντας τους αδελφούς, έμαθα απ’ αυτούς και είπα : Τίποτε απ’ αυτά δεν έγινε. Βλέπε λοιπόν και συ, αδελφέ, μη από δαίμονες ξεγελάστηκες, γιατί τίποτε δεν είδες. Αλλά βάλε μετάνοια για το σφάλμα σου ». Και εκείνος είπε : « Αν θέλης, ορισέ μου μετάνοια ». Βλέποντας δε ο γέρων την ταπείνωση του, έλεγε : « Πήγαινε και νήστευσε τρεις εβδομάδες, τρώγοντας κάθε εβδομάδα». Γιατί αυτό ήταν πάντα το έργο του, να νηστεύη τις εβδομάδες.
Κβ΄. Είπε ο Αββάς Μωυσής στον Αββά Μακάριο, σε Σκήτη : « θέλω να ησυχάσω και δεν με αφήνουν οι αδελφοί ». Και του λέγει ο Αββάς Μακάριος : « Βλέπω ότι η ιδιοσυγκρασία σου είναι τρυφερή και δεν μπορείς να αποστραφής αδελφό. Αλλά αν θέλης να ησυχάσης, πήγαινε στα ενδότερα της ερήμου, στην Πέτρα. Και εκεί ησυχάζεις». Αυτό και έκαμε και βρήκε ανάπαυση.
κγ΄. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο και του λέγει : « Αββά, πες μου κάτι, πώς να σωθώ ». Και του λέγει ο γέρων : « Πήγαινε στο κοιμητήρι και βρίσε τους νεκρούς». Πήγε λοιπόν ο αδελφός, ύβρισε και λιθοβόλησε. Και γυρίζοντας, το ανέφερε στον γέροντα. Και του λέγει : « Τίποτε δεν σου είπαν ; ». Και αποκρίνεται : « Τίποτε ». Και του λέγει ο γέρων : « Πήγαινε πάλι αύριο και εξύμνησε τους ». Έφυγε ο αδελφός λοιπόν και πήγε και τους εξύμνησε, λέγοντας : « Απόστολοι άγιοι και δίκαιοι ». Και ήλθε στον γέροντα και του είπε: « Τους εξύμνησα ». Και του λέγει : « Τίποτε δεν σου αποκρίθηκαν ; ». Είπε ο αδελφός : « Τίποτε ». Του λέγει ο γέρων : « Είδες πόσο τους εξευτέλισες και τίποτε δεν σου αποκρίθηκαν και πόσο τους εξύμνησες και καθόλου δεν σου μίλησαν ; Έτσι και συ γίνε νεκρός, αν θέλης να σωθής. Μήτε την αδικία των ανθρώπων μήτε τους ύμνους τους να λογαριάζης, όπως οι νεκροί. Και μπορείς να σωθής ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Η πίστη, βάση της αγάπης
Η πίστη είναι η βάση της αγάπης.
Ξαγρύπνα ασταμάτητα, για να κρατάς την πίστη, και ξαγρύπνα ασταμάτητα ώστε ο σπόρος της αγάπης, τον οποίο η πίστη φέρνει μέσα της, να αυξηθεί και να σου φέρει χαρά. Εφόσον μόνη της η πίστη χωρίς την αγάπη, θα παρέμενε κρύα και άχαρη. Όμως και όταν μέσα σου κρυώσει η αγάπη, και δεν αυξηθεί και δεν φέρει καρπό χαράς, κράτα την πίστη και περίμενε.
Κράτα την πίστη με κάθε κόστος. Και περίμενε, ακόμα και χρόνια, μέχρι η αγάπη να φυτρώσει από την πίστη. Εάν χάσεις την αγάπη, θα έχεις χάσει πολλά, όμως εάν χάσεις και την πίστη, τα έχεις χάσει όλα. Εάν χάσεις την αγάπη, θα έχεις χάσει τον καρπό από το δέντρο, όμως εάν χάσεις την πίστη, θα έχεις κόψει το δέντρο.
Όταν μία χρονιά ο αγρός δεν φέρει καρπούς, ο υπομονετικός νοικοκύρης καλλιεργεί τον αγρό με διπλάσιο κόπο, ώστε την επόμενη χρονιά να φέρει σοδιά. Του λένε οι γείτονες να πουλήσει τον αγρό, ενώ αυτός σιωπά και εργάζεται. Όταν και την επόμενη χρονιά ο αγρός δεν φέρει σοδιά, ο υπομονετικός νοικοκύρης καλλιεργεί τον αγρό με τριπλάσιο κόπο. Ακόμα πιο δυνατά του φωνάζουν οι γείτονες να πουλήσει τον αγρό, ενώ αυτός σιωπά και εργάζεται. Και όταν την τρίτη χρονιά ο αγρός φέρει σοδιά, είναι τριπλάσια η χαρά του νοικοκύρη. Τότε οι γείτονές του σιωπούν, και αυτός χαίρεται. Ενώ εάν είχε πουλήσει τον αγρό την πρώτη χρονιά, τι θα χαιρόταν;
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 98-99)
…Δεν είναι δυνατόν να γίνει κανείς άλλος άνθρωπος την ώρα που αρχίζει να προσεύχεται, αλλά, με το διαρκή έλεγχο των λογισμών του, μαθαίνει λίγο - λίγο να διακρίνει την αξία τους. Οι λογισμοί που καλλιεργούμε στην καθημερινή μας ζωή, αυτοί και έρχονται στο νου μας κατά την ώρα της προσευχής. Η προσευχή με τη σειρά της θα αλλάξει και θα εμπλουτίσει την καθημερινή ζωή μας και ακόμα θα γίνει το θεμέλιο μιας νέας και πραγματικής κοινωνίας με το Θεό και το συνάνθρωπο.
Όλες οι συγκινήσεις που αισθανόμαστε όταν προσπαθούμε να προσευχηθούμε δεν έχουν καμιά σημασία. Εκείνο που πρέπει να προσφέρουμε στο Θεό είναι η σταθερή απόφαση να παραμείνουμε πιστοί σ’ Αυτόν κι ο αγώνας για να ζήσει μέσα μας Εκείνος. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο καρπός της προσευχής δεν είναι αυτή ή εκείνη η συγκινησιακή κατάσταση, αλλά η βαθιά αλλαγή ολόκληρης της προσωπικότητάς μας.
Στόχος μας πρέπει να είναι το να μπορέσουμε να σταθούμε ενώπιον του Θεού, να ζήσουμε την παρουσία Του. Να καταθέσουμε ενώπιον Του όλες τις ανάγκες μας και να αντλούμε απ’ Αυτόν δύναμη, κουράγιο κι ό,τι άλλο μας χρειάζεται, ώστε η ζωή μας να είναι σύμφωνη με το θέλημά Του. Το να εκπληρώνεται το θέλημα του Θεού στη ζωή μας είναι ο μόνος σκοπός της προσευχής, καθώς επίσης και το κριτήριο της σωστής προσευχής. Την καλή προσευχή δεν την κάνουν τα μυστικιστικά συναισθήματα και οι συγκινήσεις. O Θεοφάνης ο Έγκλειστος λέει:
«Ρώτησε τον εαυτό σου. Προσευχήθηκα σωστά σήμερα; Μην προσπαθήσεις να βρεις πόσο βαθιές ήταν οι συγκινήσεις που ένιωσες ή πόσο βαθύτερα κατανόησες τα θεία πράγματα. Αναρωτήσου: Εφαρμόζω το θέλημα του Θεού καλύτερα από πριν; αν το εφαρμόζεις η προσευχή έχει ήδη καρποφορήσει. Αν όχι, τότε ο χρόνος που δαπάνησες και στάθηκες ενώπιον του Θεού πήγε χαμένος, οτιδήποτε και αν προσέγγισες διανοητικά ή οποιαδήποτε συναισθήματα κι αν ένιωσες….
(Ζωντανή Προσευχή. Αρχιεπ. Antony Bloom, σελ. 81-82)
"Ο νους μου εταράχθηκε,
σκοτείνιασε η καρδιά μου,
σαν τρικυμία οι λογισμοί
έπνιξαν τη χαρά μου.
Στα γόνατα Σε φώναξα,
γύρεψα στη ματιά Σου,
να βρω παθών
τη λησμονιά,
ειρήνης την ελπίδα.
Τα δάκρυα γίναν
προσευχή,
κι ο πόνος ταξιδιώτης,
που βρήκε
στης αγάπης Σου,
τ’ απάνεμο λιμάνι.
Χριστέ μου!
Φως μου της ψυχής,
και φάρος της καρδιάς μου,
τα βήματά μου οδήγησε
στο αιώνιο θέλημά Σου."
(Π.Α.Δ.)
33. Ο Αδάμ ήταν ο γενάρχης του ανθρώπινου γένους;
Ναι, ήταν. Ήταν η ρίζα του ανθρώπινου γένους, από την οποία εκβλαστάνουν όλοι οι καταγόμενοι απ’ αυτόν άνθρωποι. Η Γραφή λέγει: «(ο Θεός) εποίησεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης». Στην ενότητα αυτή της φύσεως δε στηρίζεται μόνο η καταγωγή των ανθρώπων από το γενάρχη και η μετάδοση της αμαρτίας του προπάτορα σε όλους τους απογόνους του Αδάμ, αλλά και η καταγωγή των πιστών από τη νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητας, το Χριστό, και η μετάδοση σ’ αυτούς των καρπών του σωτηρίου έργου Του.
Αν όμως όλοι οι άνθρωποι κατάγονται από το αυτό ζεύγος (Αδάμ και Εύα), τότε που οφείλονται οι ποικίλες διαφορές που παρατηρούνται στους ανθρώπους, ως προς το κρανίο, το χρώμα, τη νοητική κατάσταση και τη σωματική τους εν γένει διάπλαση; Οι διαφορές αυτές είναι πραγματικές· όμως δεν οφείλονται σε διαφορετικούς γενάρχες, τους οποίους έπλασε τάχα ο Θεός με τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά. Οφείλονται μάλλον στις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο έζησαν οι άνθρωποι, στο κλίμα, τη δίαιτα και τα αλλά συναφή. Το ότι οι άνθρωποι αποτελούν μία πανανθρώπινη ενότητα αποδεικνύουν η γόνιμη σύζευξη μεταξύ τους, η δι’ ασκήσεως δεκτικότητα των καθυστερημένων ανώτερης σκέψεως και ζωής και τα πορίσματα της συγκριτικής γλωσσολογίας, μυθολογίας και εθνολογίας.
34. Πώς μεταδίδεται η ψυχή στον άνθρωπο;
Στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχει ομοφωνία στην ορθόδοξη θεολογία. Ενώ για την καταγωγή του σώματος, ότι δηλαδή αυτό προέρχεται από τους γονείς με τη διαδικασία της φυσικής συλλήψεως οι πάντες συμφωνούν, για την καταγωγή της ψυχής δεν υπάρχει ομόφωνη διδασκαλία.
Σχετικά με το θέμα αυτό υπάρχουν τρεις βασικές θεωρίες: η της προϋπάρξεως, της μεταφυτεύσεως και της δημιουργίας.
Κατά τη θεωρία της προϋπάρξεως, οι ψυχές προϋπήρχαν των σωμάτων σε έναν άλλο κόσμο, στον οποίο ελεύθερα αμάρτησαν, και ο Θεός για να τις τιμωρήσει τις στέλνει στη γη να μπουν σε υλικά σώματα για να καθαρθούν. Τη θεωρία αυτή, που δίδαξε ο Ωριγένης, την καταδίκασε η Εκκλησία. Κατά τη Γραφή η αμαρτία έλαβε αρχή αφότου ο άνθρωπος πήρε από το Θεό την ψυχοσωματική του ύπαρξη και όχι νωρίτερα. Άλλωστε κανένας ιστορικός άνθρωπος δεν έχει μέσα του τη συνείδηση ότι αμάρτησε σε έναν άλλο πρότερο κόσμο και ότι στη γη ζει για να καθαρθεί.
Κατά τη θεωρία της μεταφυτεύσεως (Traducianismus, εκ του Tradux = αποσπάδα, υποφυάδα), την οποία αποδέχοντοι αρκετοί Πατέρες της Εκκλησίας (Τερτυλλιανός, Μ. Αθανάσιος, Γρηγόριος Νύσσης), η ψυχή καταβάλλεται στον άνθρωπο από τους γονείς μαζί με το σώμα δια της φυσικής συλλήψεως. Η θεωρία αυτή, που είναι σύμφωνη με τους νόμους γεννήσεως των άλλων όντων, εξηγεί κάπως τη μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος και εξαίρει την πανσοφία του Θεού που δημιούργησε τα πάντα εφάπαξ, χωρίς να έχουν αυτά ανάγκη άλλης δημιουργικής ενέργειας του Θεού, εκτός μόνο της συντηρητικής Του θείας πρόνοιας. Από την άλλη όμως μεριά αντίκειται προς την περιωπή της πνευματικής ψυχής, την οποία κατεβάζει στη στάθμη της φυσικής συλλήψεως του υλικού σώματος.
Κατά τη θεωρία, τέλος, της δημιουργίας (Creatianismus), την οποία δέχονται οι Λατίνοι Πατέρες, ο Θεός δημιουργεί κάθε φορά την ψυχή την οποία στέλλει να ενωθεί με το υλικό σώμα (το έμβρυο) που μορφώνεται δια της γαμικής ενώσεως στη μήτρα της γυναίκας. Η θεωρία αυτή, υπέρ της οποίας φαίνεται να συμφωνούν αρκετά χωρία της αγίας Γραφής, εξαιρεί μεν το μεγαλείο της πνευματικής ψυχής δημιουργουμένης απ’ ευθείας από το Θεό, την παρουσιάζει όμως να μολύνεται από το προπατορικό αμάρτημα με την ένωσή της με το υλικό σώμα, πράγμα που θυμίζει μανιχαϊστικές διαρχικές αντιλήψεις.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 50-52)
31. Η γυναίκα βρίσκεται στο αυτό δημιουργικό ύψος με τον άντρα;
Απόλυτα ναι. Από την πλάση της η γυναίκα δεν είναι κατώτερη από τον άντρα. Δεν υπάρχει κάτι ουσιώδες από τη φυσική ανθρώπινη ιδιοσυστασία που να μην το έχει και αυτή. Είναι άρτιος και ολοκληρωμένος άνθρωπος στο αυτό μέτρο που είναι και ο άντρας. Έχει πλήρη όλα τα συστατικά της φύσεως μέρη, σώμα και ψυχή. Ο Θεός όταν θέλησε να πλάσει τον άνθρωπο, δεν τον έπλασε μόνο άντρα, αλλά και γυναίκα. Η πραγματική ιδέα του ανθρώπου, θεωρείται ισότιμα και στα δύο φύλα, μάλλον στην ένωση των δύο. Χωρίς το ένα απ’ αυτά η Ανθρώπινη ιδέα είναι ελλιπής. Αν η Γραφή λέει, ότι η γυναίκα πλάστηκε από το Θεό μετά την πλάση του άντρα και από την πλευρά του, αυτό δεν σημαίνει οποιαδήποτε υποτίμηση της γυναίκας, αλλά το στενό σύνδεσμο και την αλληλεξάρτηση των δύο φύλων, άσχετα αν στην ιεράρχηση της ζωής ο άντρας φέρεται — όχι πάντοτε βέβαια— να προέχει της γυναίκας. Αυτό είναι άλλο ζήτημα, οφειλόμενο σε πολλούς λόγους όχι πάντοτε αδιάβλητους. Στις καταχρήσεις στον τομέα αυτό οφείλουν τη γένεση τους και τα διάφορα φεμινιστικά κινήματα, τα οποία όμως δεν είναι κι αυτά πάντα αδιάβλητα.
Η γυναίκα είναι ίση με τον άντρα τόσο στη φυσική τάξη της δημιουργίας, όσο και στο πεδίο της χάριτος και της βασιλείας του Θεού. Όσοι κακολογούν και υποβαθμίζουν τη γυναίκα —στο μεσαίωνα έφθασαν σε σημείο να διερωτώνται αν η γυναίκα έχει ψυχή! — είναι ανόητοι. Άλλωστε από γυναίκα δε γεννήθηκε ο Υιός του Θεού, την οποία ανέδειξε «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ένδοξοτέραν άσυγκρίτως των Σεραφείμ»;.
32. Ποιά είναι τα συστατικά μέρη της φύσεως του ανθρώπου;
Είναι δύο, το σώμα και η ψυχή. Το πρώτο είναι υλικό, πλάστηκε από το χώμα της γης, και είναι από τη φύση του φθαρτό (δε θα πέθαινε βέβαια αν ο πρώτος άνθρωπος δεν έπεφτε στην αμαρτία)· το δεύτερο, η ψυχή, δεν προέρχεται εξ απορροής από την ουσία του Θεού (δεν είναι δηλαδή κομμάτι της), αλλά ουσία άυλη και νοερά, αθάνατη και άφθαρτη, που πλάστηκε «εξ ουκ όντων» (από το μηδέν) και δόθηκε σαν εμφύσημα θείο στο σώμα για να το κινεί και να το ζωογονεί. Αυτή είναι η αντίληψη στην ορθόδοξη ανθρωπολογία.
Παράλληλα όμως με αυτή υπάρχει και μία άλλη θεωρία κατά την οποία η φύση του ανθρώπου έχει τρία συστατικά μέρη, το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή. Είναι η τριχοτομική θεωρία που εμπνέεται από τα διδάγματα της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Σ’ αυτή στηρίχθηκε ο Απολλινάριος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας, για να διατυπώσει τα ειδικά διδάγματά του στο πεδίο της Χριστολογίας, καθώς και άλλοι αρχαίοι Πατέρες της Εκκλησίας. Στη Γραφή υπάρχουν πολλά χωρία που εκ πρώτης όψεως στηρίζουν τη θεωρία αυτή: «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος»· «Αὐτὸς δὲ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη». Τα χωρία όμως αυτά και αλλά παρόμοια διδάσκουν πράγματι την τριχοτομική θεωρία;
Αν μελετηθούν προσεκτικά, νομίζω όχι. Η διάκριση που γίνεται μεταξύ πνεύματος και ψυχής είναι μάλλον φαινομενική, παρά πραγματική. Δε σημαίνει ότι αυτά τα δύο είναι ίδια και αυτοτελή συστατικά μέρη στην πνευματική ουσία του ανθρώπου, αλλά είναι δύο όψεις ενός και του αυτού πράγματος, της ψυχής, ανάλογα με τη στροφή της είτε στο Θεό και τα θεία πράγματα (πνεύμα), είτε στα υλικά και τα χαμαίζηλα (ζωική ψυχή). Έτσι η Γραφή τον άνθρωπο που είναι αφοσιωμένος στο Θεό και κινείται από τη χάρη του ‘Αγίου Πνεύματος τον αποκαλεί πνευματικό, τον δε αποκομμένο από το Θεό και προσηλωμένο στα υλικά πράγματα της γης τον χαρακτηρίζει σαρκικό ή ψυχικό.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 49-50)
Ο υποτακτικός κάποιου μεγάλου γέροντα ήρθε στη μονή του οσίου Σερίδου, στη Γάζα. Είχε εντολή να γυρίση το βράδυ στο κελλί του. Αλλά μέχρι να φύγη χάλασε πολύ ο καιρός, κι έπιασαν βροχές και αστραπόβροντα. Πλημμύρισε και ο γειτονικός χείμαρρος.Παρ’ όλη την κακοκαιρία ο μοναχός θέλησε να επιστρέψη σύμφωνα με την εντολή του γέροντα του. Οι αδελφοί της μονής τον παρακάλεσαν να μείνη, πιστεύοντας ότι ήταν αδύνατο να περάση τον αφρισμένο και ορμητικό χείμαρρο. Εκείνος όμως επέμενε να κάνη την υπακοή του.
Οι αδελφοί βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να τον πείσουν, τον συνόδευσαν μέχρι τον χείμαρρο με τη σκέψη ότι θα φοβηθή και θα καταλάβη ότι είναι αδύνατο να τον περάση. Εκείνος όμως, ασυγκράτητος, έπεσε στο φοβερό ρεύμα. Έκπληκτοι οι αδελφοί τον παρακολουθούσαν. Τον βλέπουν να κολυμπά για λίγο και ξαφνικά να βρίσκεται στην απέναντι όχθη! Τους έβαλε από κει μετάνοια και συνέχισε τρέχοντας τον δρόμο του. Επέστρεψαν θαυμάζοντας τη χάρη της υπακοής.
( Έργα αββά Δωροθέου)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.257-258)