Η θεία Κοινωνία που βλάστησε στάχυα
Στην πόλη Σελεύκεια της Συρίας, όταν επίσκοπος ήταν ο Διονύσιος ( 6ος αι.), ζούσε ένας πραματευτής πολύ πλούσιος και ευλαβής. Ήταν όμως αιρετικός και πίστευε στα δόγματα του Σεβήρου. Αυτός είχε έναν υπάλληλο, που ήταν ορθόδοξος κι ακολουθούσε την αγία και αποστολική Εκκλησία. Ο ορθόδοξος, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, πήρε τη Μεγάλη Πέμπτη τη θεία Κοινωνία, την τοποθέτησε σε μια μικρή θήκη και την ασφάλισε σ’ ένα ντουλάπι. Μετά το Πάσχα έφυγε για εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη, ξεχνώντας στο ντουλάπι, τις άγιες μερίδες. Είχε όμως αφήσει το κλειδί στο αφεντικό του.
Κάποια μέρα ο αιρετικός άνοιξε το ντουλάπι και βρήκε μέσα το κουτί με τις άγιες μερίδες. Λυπήθηκε γι’ αυτό και δεν ήξερε τι να τις κάνει, γιατί ανήκαν στην ορθόδοξη Εκκλησία, και ο ίδιος δεν ήθελε να μεταλάβει απ’ αυτές. Τις άφησε λοιπόν στο ντουλάπι με τη σκέψη ότι όπου να ναι έρχεται ο υπάλληλος του και μεταλαμβάνει. Πέρασε ένας χρόνος. Ήρθε πάλι η Μεγάλη Πέμπτη, αλλά ο υπάλληλος δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Το αφεντικό αποφάσισε τότε να κάψει τις μερίδες για να μη μείνουν και δεύτερο χρόνο. Ανοίγει το ντουλάπι, και τι να δει! Όλες είχαν βλαστήσει στάχυα!
Φόβος και τρόμος τον κυρίεψε. Τις πήρε αμέσως κι έτρεξε στον επίσκοπο Διονύσιο, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον». Το θαύμα το είδαν όλοι οι ορθόδοξοι και δόξασαν το Θεό. Αυτό μάλιστα έγινε αφορμή να πιστέψουν πολλοί και να προσέλθουν στην αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.68-69)
Gould Stephen Jay, 1941-2002 (διάσημος παλαιοντολόγος βιολόγος, δήλωνε άθεος)
- «Να το πω για όλους τους συναδέλφους μου για εκατομμυριοστή φορά: Η επιστήμη δεν μπορεί με τις νόμιμες μεθόδους της να κρίνει το θέμα της εποπτείας της φύσης από το Θεό. Δεν μπορούμε ούτε να το επιβεβαιώσουμε ούτε να το αρνηθούμε αυτό. Αν κάποιοι από το σινάφι μας (εννοεί και τον Richard Dawkins, αθεϊστή) κάνουν δηλώσεις ότι ο Δαρβινισμός καταργεί το Θεό θα βρω την κ. McInerney (δασκάλα του Gould) να τους δώσει με τη βέργα στα δάχτυλα. Η επιστήμη μπορεί να δουλέψει μόνο με νατουραλιστικές εξηγήσεις. Δεν μπορεί ούτε να βεβαιώσει ούτε να αρνηθεί άλλου είδους ενεργούντες (όπως ο Θεός) σε άλλες σφαίρες (το βασίλειο της ηθικής, για παράδειγμα). Ξεχάστε τη φιλοσοφία για ένα λεπτό. Η απλή εμπειρία των τελευταίων 100 ετών θα αρκούσε. Ο Δαρβίνος ο ίδιος ήταν αγνωστικιστής (έχοντας χάσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις με τον τραγικό θάνατο της αγαπημένης του κόρης), αλλά η μεγάλη Αμερικανίδα Βοτανολόγος Asa Gray, που ευνοούσε τη φυσική επιλογή και έγραφε ένα βιβλίο με τον τίτλο Darwiniana, ήταν μία αφοσιωμένη Χριστιανή. Προχωρήστε 50 χρόνια μπροστά: ο Charles D. Walcott που ανακάλυψε τα απολιθώματα των Burges Shale ήταν ένας πεπεισμένος δαρβινιστής και εξίσου σταθερός Χριστιανός που πίστευε ότι ο Θεός είχε ορίσει τη φυσική επιλογή για να οικοδομήσει την ιστορία της ζωής σύμφωνα με τα σχέδια και τις προθέσεις Του. Προχωρήστε για άλλα 50 χρόνια στους δύο μεγαλύτερους εξελικτικούς της γενιάς μας: ο G.G. Simpson ήταν ένας ανθρωπιστής αγνωστικιστής, ο Theodosius Dobzhansky είναι ένας πιστός Ρώσος Ορθόδοξος. Ή οι μισοί από τους συναδέλφους μου είναι φοβερά βλάκες ή αλλιώς ο δαρβινισμός είναι πλήρως συμβατός με τις παραδοσιακές θρησκευτικές πίστεις- και εξίσου συμβατός με την αθεΐα». (στο Η Γλώσσα του Θεού, Francis S. Colins, εκδ. Παπαζήση 2009 σελ. 148 όπου και η παραπομπή)
Ένα από τα αγαπημένα μου αθλήματα από τον κλασικό αθλητισμό ήταν πάντα το άλμα επί κοντώ. Σ’ αυτό το άθλημα ο αθλητής πρέπει να περάσει από ένα πήχη που υψώνεται περίπου στα έξι μέτρα, με τη βοήθεια ενός ελαστικού κονταριού μήκους τεσσεράμισι μέτρων. Πρόσφατα, καθώς έβλεπα τους αγωνιζόμενους σκεφτόμουν πόσο πολύ μοιάζει αυτό το άθλημα με την πνευματική ζωή των χριστιανών! Και σε μας ο πήχης είναι πολύ ψηλά! Αποκλείεται να τηρήσουμε τις εντολές του Χριστού και να αγιάσουμε χωρίς τη συνδρομή και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Αλίμονο αν μπορούσανε να τα καταφέρναμε μόνοι μας! Πόση έπαρση θα είχαμε! Το ότι ο πήχης είναι ψηλά μας κάνει να ποθήσουμε τη βοήθεια του Θεού γιατί αν Τον αγαπάμε, θέλουμε να τηρούμε τις εντολές Του. Στην προσπάθεια μας αυτή όμως βλέπουμε πόσο μηδαμινοί είμαστε και κράζουμε με πόθο αυτόν που είναι Παντοδύναμος. Κι όπως ο αθλητής στο επί κοντώ, παίρνουμε το κοντάρι στα χέρια μας και ξεκινάμε την πορεία μας προς το ύψος της αρετής, ξεκινώντας από χαμηλά και φτάνοντας ολοένα και ψηλότερα.
Κι αυτή η συνοδοιπορία μας με το Θεό μας πλημμυρίζει με αγάπη και ευφροσύνη. Η σχέση που αναπτύσσουμε με το Χριστό και το Άγιο Πνεύμα κατά τη διάρκεια του αγώνα μας είναι πιο σημαντική και απ’ τον ίδιο τον αγώνα. Γιατί ακόμα και αν δεν περάσουμε ποτέ το απαιτούμενο ύψος, διανύσαμε τη ζωή μας προσπαθώντας και χωρίς να αφήσουμε τον Τριαδικό Θεό απ’ τα χέρια μας. Και αυτό τελικά συνιστά νίκη για το χριστιανό! Στο αγώνισμα του επί κοντώ κρίσιμη στιγμή είναι όταν φτάσει ο αθλητής ακριβώς κάτω από τον πήχη. Τότε παρατήρησα ότι αντί να υψωθεί προς τον πήχη, κάμπτει όλο του το σώμα προς τη γη, το κοντάρι κάμπτεται μαζί του, ο αθλητής σηκώνει τα πόδια του από τη γη και τα στρέφει προς τον ουρανό, σαν ένα ουράνιο φυτό που έχει τις ρίζες του ψηλά. Έτσι λοιπόν οι χριστιανοί για να τα καταφέρουμε πρέπει να ζούμε ψηλά και για να ζούμε ψηλά πρέπει να γονατίσουμε με ταπείνωση, αγάπη και εμπιστοσύνη στα πόδια του Χριστού μας! Γι’ αυτό μας είπε ο Κύριος ότι όποιος εξυψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, και όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί.( Λουκ.κεφ.18,14)
Κι αφού τα κάνει όλα αυτά ο αθλητής βρίσκεται πάνω από τον πήχη αλλά ακόμα δεν τον έχει περάσει. Για να νικήσει πρέπει να στρέψει σωστά όλο του το σώμα, μακριά από τον πήχη, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. Αν δεν προσέξει ο πήχης θα πέσει όσο ψηλά κι αν έχει φτάσει. Έτσι γίνεται και με τους χριστιανούς. Υπάρχουν πολλοί που έφτασαν σε μεγάλο ύψος αρετών, αλλά ξέχασαν σε ποιον το όφειλαν. Αγάπησαν την αρετή και τον εαυτό τους, αγάπησαν τις ζητωκραυγές του πλήθους και έχασαν τη δοξολογία, την ταπείνωση και τη Χάρη του Θεού. Και πέφτοντας τους ήρθε και ο πήχης στο κεφάλι!
Αυτά σκεφτόμουν παρακολουθώντας αυτό το όμορφο αγώνισμα και μου ήρθαν στο νου τα λόγια του Αποστόλου Παύλου στην β΄ επιστολή του προς Τιμόθεο ‘ Αν και αθλείται κάποιος, δε στεφανώνεται, αν δεν αγωνιστεί σύμφωνα με τους νόμους της αθλήσεως’ (κεφ.β,5)(Κ.Δ.Κ)
Αναπαυόσουν πάντοτε κοντά στον π. Πορφύριο
Ήτανε η αποδοχή που ένιωθες με την πρώτη επαφή στην εξομολόγηση.
Δεν υπήρχε κανένας φόβος, καμιά επιτίμηση.
Βέβαια, η αποδοχή.
Σε αποδεχόταν ο Γέροντας όπως ήσουνα.
Σε αυτό συγγένευε και με τον πατέρα Παΐσιο.
Μιλούσε με ένα νέο 12 ώρες, ωσότου έφυγε θεραπευμένος.
Ένα από τα κυριότερα χαρίσματά του ήταν η ανοικτή καρδιά στην οποία έμπαινες μέσα και αναπαυόσουν.
-Μετά, σιγά σιγά, έπαιρνε το νυστέρι και σου έβγαζε τα αρρωστημένα.
-Δεν έκανε καθόλου υποχωρήσεις.
[Γερ. 115]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 347-348)
Ισοδύναμες αμαρτίες
Οι Δάδες ( το σημερινό Κίτιο) ήταν εμπορικός σταθμός της Κύπρου. Εκεί κοντά βρισκόταν η μονή του Φιλοξένου. Στο μοναστήρι αυτό ζούσε τον 6ο αιώνα ένας μοναχός, ο γέροντας Ισίδωρος, που έκλαιγε ακατάπαυστα με λυγμούς. Σ’ όποιον τον πλησίαζε και τον παρηγορούσε, ώστε να χαλαρώσει λίγο το πένθος, έλεγε:
‘‘ Είμαι πολύ αμαρτωλός. Δεν υπήρξε άλλος σαν εμένα απ’ τον Αδάμ μέχρι σήμερα. Και μη νομίζετε πως υπερβάλλω. Δεν βρήκα πουθενά σε άνθρωπο αμαρτία σαν αυτή που έκανα εγώ’’.
Κι ύστερα διηγόταν την ιστορία του:
‘‘ Όταν ήμουνα στον κόσμο, είχα γυναίκα χριστιανή και θεοφοβούμενη, ενώ εγώ ανήκα στην αίρεση του Σεβήρου. Μια μέρα έμαθα πως η γυναίκα μου πήγε να μεταλάβει στη γειτονική εκκλησία. Έτρεξα να την εμποδίσω, αλλά τη βρήκα να έχει κοινωνήσει και να επιστρέφει στο σπίτι. Αμέσως την έπιασα απ’ το λαιμό και την έκανα να ξεράσει την αγία μερίδα, την οποία πήρα και πέταξα έξω από το παράθυρο, κάτω στο βούρκο. Βλέπω τότε ένα περιστέρι να κατεβαίνει και να παίρνει τη θεία Κοινωνία.
’’ Μετά από δυο μέρες παρουσιάζεται μπροστά μου ένας αράπης ντυμένος με κουρέλια, και μου λέει:
’’-Εγώ κι εσύ καταδικαστήκαμε στην ίδια τιμωρία.
’’-Ποιος είσαι συ; τον ρωτάω.
’’-Εγώ, μου απαντάει, είμ’ εκείνος που ράπισε στο σαγόνι τον Κύριο μας Ιησού Χριστό τον καιρό του πάθους Του.
’’Κι αμέσως έγινε άφαντος.
’’Για τούτο λοιπόν, κατέληξε ο μοναχός, δεν μπορώ να σταματήσω το θρήνο’’.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι.Μονή Παρακλήτου, σελ.65-66)
Εμπόδια στην προσευχή
Ο άγιος Νήφων, ο επίσκοπος Κωνσταντιανής της Αιγύπτου, έζησε στα χρόνια του Μ. Αθανασίου. Στην νεανική του ηλικία παρασύρθηκε στην κοσμική ζωή. Λησμόνησε γονείς και λοιπούς συγγενείς. Εγκατέλειψε τις σπουδές του και αδιαφόρησε για κάθε αρετή. Ευτυχώς βρέθηκε ένας χριστιανός και του έλεγε συχνά:
-Πώς κατάντησες, Νήφων! Πώς έφθασες σ’ αυτό το χάλι… Έλα στα συγκαλά σου και κοίτα να διορθωθής.
Τα λόγια αυτά τον έκαναν ν’ αναστενάζη και να δακρύζη για την μέχρι τότε ζωή του. Όμως στην προσπάθεια του να μεταστραφή δοκίμασε βίαιες επιθέσεις του εχθρού. Ένα βράδυ, καθώς άρχισε να προσεύχεται, ο διάβολος του παρέλυσε τον νου. Σκόρπισε κάθε ευλαβική σκέψι. Μια νωχέλεια και υπνηλία, μια νάρκη και οκνηρία τον κατέλαβαν. Άρχισε να χασμουριέται διαρκώς. Ταλαιπωρημένος απ’ αυτή την κατάστασι φώναξε:
-Αμαρτωλέ Νήφων, ξέσπασε, φαίνεται η τιμωρία για τις αμαρτίες σου.
Ο διάβολος τότε του ψιθύρισε:
-Σταμάτησε την προσευχή! Διαφορετικά δεν φεύγω από κοντά σου.
-Δεν θα την σταματήσω, ακάθαρτε δαίμονα, και κάνε ό,τι θέλεις, απήντησε ο άγιος. Αν σε διέταξε ο Παντοδύναμος να με θανατώσης, δέχομαι ταπεινά το πρόσταγμα Του. Αν όμως δεν ώρισε έτσι ο Θεός μου, περιφρονώ όλες σου τις επιθέσεις.
-Αλλά υπάρχει Θεός;… Θεός δεν υπάρχει! του σφύριξε ο διάβολος.
Στα λόγια αυτά ο δούλος του Θεού πόνεσε κατάκαρδα και απήντησε:
-«Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού… ουκ έστι Θεός»… Διαλύσου λοιπόν, απαίσιο σκοτάδι, και μη βλασφημής! Εγώ απόλυτα πιστεύω ότι υπάρχει Θεός. Αυτός θα σε παραδώση στο αιώνιο πυρ για τις πονηρίες σου.
Εξαγριωμένος ο διάβολος τού θόλωσε ακόμα πιο πολύ τον νου. Επιχειρούσε ο άγιος να πη μια προσευχή, ένα ψαλμό, αλλά η σκέψις του ήταν παραλυμένη και έχανε τα λόγια. Υπέφερε υπερβολικά. Ωστόσο ο εχθρός συνέχιζε:
-Εγώ δεν σου ζητώ τίποτε άλλο. Μόνο να πάψης να προσεύχεσαι.
Επί τέσσερα χρόνια κράτησε το μαρτύριο αυτό… Διψούσε για προσευχή και δεν μπορούσε ν’ αρθρώση λέξι. Παντού και πάντοτε ο διάβολος τού επαναλάμβανε:
-Σταμάτα να προσεύχεσαι! Εξάλλου σε ποιον θέλεις να προσευχηθής; Νομίζεις ότι υπάρχει Θεός; Πού τον είδες; Πού μένει; Δείξε μου Τον και θα Τον πιστέψω κι εγώ!
Μια μέρα ενώ επίμονα του υπέβαλλε τον ίδιο δόλιο λογισμό, βλέπει ο όσιος μπροστά του να εμφανίζεται η μορφή του Κυρίου Ιησού Χριστού! Αναστέναξε τότε από τα βάθη της καρδιάς του. Άπλωσε τα χέρια προς την αγία εκείνη μορφή και με όλη του τη δύναμι φώναξε:
-«Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι, ινατί εγκατέλιπες με;». Βοήθησε με, γιατί κινδυνεύω να σταματήσω να προσεύχωμαι και ν’ αρχίσω να πιστεύω σε ό,τι μου υπαγορεύει ο πονηρός.
Η θεϊκή μορφή τότε έλαμψε σαν αστραπή. Θαμπωμένος από την υπερκόσμια λάμψι ο δούλος του Θεού έπεσε με το πρόσωπο στην γη. Ελεύθερος από την δαιμονική επήρεια είπε:
-Μέγας είναι ο Θεός των χριστιανών και ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
( Ένας ασκητής επίσκοπος)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.197-200)
Κύριε μου Ιησού Χριστέ, δε θέλω πια να ακούω ωραία λόγια αλλά τα λόγια τα δικά Σου, τα αιώνια και αληθινά. Στείλε μου Σε παρακαλώ ανθρώπους στο δρόμο μου που να μιλούν με Σένα κι όχι για Σένα. Δε θέλω ‘προφήτες’ και ‘αγίους’ και ‘διορατικούς’ και ‘θαυματουργούς’ και ‘ καταπληκτικούς’ και ‘διασήμους’, αλλά ταπεινούς και αφανείς εργάτες σου, ανθρώπους που Σε αγαπούν και Σε λατρεύουν, που ζουν για Σένα, που αγωνίζονται κάθε λεπτό να είναι χριστιανοί! Δε θέλω φίλους δικούς μου αλλά να γνωρίσω φίλους δικούς Σου. Δε θέλω σωτήρες αλλά ανθρώπους να με οδηγήσουν στο Σωτήρα. Δε θέλω οδηγούς στο σκοτάδι αλλά να μου ανοίξουν τους οφθαλμούς να βλέπω το Φως, Εσένα. Δε θέλω να στηρίζομαι πάνω τους αλλά να μου δείξουν πώς να στηρίζομαι πάνω Σου. Κύριε γνώρισε μου αγίους, από αυτούς που πέφτουν εκατό φορές και σηκώνονται εκατόν μια. Που όταν πέφτουν το παραδέχονται και όταν σηκώνονται Σε παραδέχονται. Δε θέλω ανθρώπους που κυνηγούν τα θαύματα αλλά ανθρώπους που ζουν σαν θαύματα. Ανθρώπους να με βοηθάνε αλλά να ζητούν κι από μένα βοήθεια. Ανθρώπους που δεν Σε φέρνουν στα μέτρα μου αλλά φέρνουν εμένα στα μέτρα Σου.
Βοήθησε με να βρω ανθρώπους με πρόσωπο και όχι με προσωπείο. Να μη μιλάνε για αγάπη, αλλά να αγαπούν όπως Εσύ μας αγαπάς. Να μη μιλάνε για ταπείνωση αλλά να είναι ταπεινοί. Να μη μιλάνε για ορθοδοξία αλλά να είναι ορθόδοξοι. Ανθρώπους που πριν μιλήσουν για Σένα να τρέμει το φυλλοκάρδι τους κι αφού μιλήσουν να προσεύχονται να τους συγχωρέσεις αν έκαναν κάποιο σφάλμα. Χριστέ μου, φανέρωσε μου τους ανθρώπους Σου, αυτούς που ακόμα και στον πιο αμαρτωλό βλέπουν το άγγιγμα Σου και τον σέβονται. Αυτούς που δε ζητούν τιμές αλλά τιμούν τους άλλους. Κάνε κι εμένα, Κύριε, έναν τέτοιο άνθρωπο! Ξέρω, γλυκέ μου Χριστέ, πόσο μας αγαπάς και πόσο Σε έχουμε απογοητεύσει. Συγνώμη που στα ζητώ όλα αυτά! Εσύ ξέρεις γιατί στα ζητώ. Δυστυχώς αυτοί οι άνθρωποι είναι λίγοι και δυσεύρετοι. Προσεύχομαι να γίνουν περισσότεροι με τη Χάρη Σου. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, Σε παρακαλώ φύλαγε με από τους υπόλοιπους!
Όταν η οσία Συγκλητική έφθασε στα ογδόντα της χρόνια, ασθένησε με φοβερές αρρώστιες, τις οποίες όμως αντιμετώπισε με ιώβεια υπομονή. Άρχισαν να φθείρωνται οι πνεύμονες της και να κάνη συχνά αιμοπτύσεις. Παράλληλα, ένας υψηλός πυρετός την έλειωνε σαν κερί. Έτσι υπέφερε περισσότερο και από τους μάρτυρες! Το δικό της μαρτύριο υπήρξε πολυχρόνιο και ακατάπαυστο.
Απάνθρωποι δήμιοι, προκειμένου να τιμωρήσουν σκληρά κάποιον, τον ρίχνουν για λίγη σχετικά ώρα στη φωτιά. Η αγία όμως Συγκλητική βασανιζόταν επί τριάμιση χρόνια από μια εσωτερική φλόγα που κατέφλεγε σιγά-σιγά τα σπλάχνα της! Υπέμεινε καρτερικά το δεινό αυτό μαρτύριο και δεν σταμάτησε την ψυχωφελή διδασκαλία προς τις μοναχές και τους επισκέπτες της μονής. Ήρθε όμως καιρός που και αυτή η πηγή σωτηρίας στέρεψε… Στην αρχή της πόνεσε ένα δόντι. Το δόντι σάπισε και έπεσε, αλλά το σάπισμα μεταδόθηκε στα ούλα και από εκεί σε ολόκληρο το σαγόνι. Μετά δυο μήνες πέρασε στα οστά. Μια αφόρητη δυσοσμία έβγαινε από το σαπισμένο στόμα, τόσο έντονη, που οι αδελφές δεν μπορούσαν πλέον να την υπομένουν. Και όταν υπήρχε ανάγκη να την πλησιάσουν, έκαναν θυμιάματα, για να καλύψουν κάπως τη δυσοσμία.
Παρ’ όλη τη φρικτή της κατάσταση, η οσία δεν δεχόταν ξεχωριστές περιποιήσεις. Με πολλή προσπάθεια του γιατρού, και μόνο για ν’ ανακουφιστούν οι αδελφές που την υπηρετούσαν, δέχτηκε να βάζουν στο σαπισμένο μέλος πανιά βρεγμένα με αντισηπτικά της εποχής εκείνης: κρασί, αλόη, σμύρνα, μυρσίνη. Τώρα πλέον η αγία δεν ωφελούσε με τα θεόπνευστα λόγια της, αλλά με την υπομονή και τη μεγαλοψυχία της. Οι σωματικές της πληγές θεράπευαν τα ψυχικά πάθη όσων την πλησίαζαν. Η ίδια απόλαυσε θείες παρηγορίες και προγνώρισε την ημέρα και την ώρα της κοιμήσεως της, την ημέρα και την ώρα που έλαβε την αμοιβή και το στεφάνι των αγώνων της.
( Συναξαριστής Α΄)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.269-270)
ΤΟ ΔΗΛΗΤΉΡΙΟ ΤΗΣ ΖΉΛΕΙΑΣ
Η ζήλεια δηλητηριάζει την πολλή αγάπη της γυναίκας
- Γέροντα, γιατί το πάθος της ζήλειας υπάρχει στις γυναίκες σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στους άνδρες;
-Επειδή η γυναίκα έχει από την φύση της πολλή καλωσύνη και αγάπη, ο διάβολος πολύ την πολεμάει·
της πετάει την φαρμακερή ζήλεια και της δηλητηριάζει την αγάπη. Και όταν η αγάπη της δηλητηριασθή και γίνη κακότητα,
τότε η γυναίκα από μέλισσα γίνεται σφήκα και ξεπερνά την σκληρότητα του άνδρα. Και βλέπεις, ενώ για τον άνδρα
είναι αρκετό να φύγη ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο από κοντά του, για να μην το βλέπουν τα μάτια του, η γυναίκα,
που την έχει πλάσει ο Θεός με σπλάχνα, δεν αρκείται στο να εξαφανισθή το πρόσωπο που ζηλεύει και να μην το βλέπουν τα μάτια της,
αλλά θα ήθελε να πεθάνη. Δηλαδή ...σίγουρες δουλειές!
Εμένα φοβήθηκε το μάτι μου από την κακία, η οποία, όταν μπή μέσα της η ζήλεια και το πείσμα, μπορεί να φθάση σε δαιμονικό βαθμό.
Ούτε τον Θεό υπολογίζουν μετά οι άνθρωποι· γίνονται ταγκαλάκια σωστά. Και τους άλλους βασανίζουν και οι ίδιοι βασανίζονται και
αιώνια θα βασανίζωνται - Θεός φυλάξοι -, αν δεν διώξουν την ζήλεια.
Η γυναίκα πρέπει να προσέχη πολύ την ζήλεια. Επιβάλλεται να βγάλη τον εαυτό της από την αγάπη της, για να μείνη καθαρή η πολλή αγάπη που έχει.
- Πώς θα γίνη αυτό, Γέροντα;
- Αν ξεπεράση τις μικρότητες και καλλιεργήση την πνευματική λεβεντιά και την πνευματική αρχοντιά, την θυσία.
Η αρχοντιά είναι το αντίδοτο της ζήλειας. Αλλά δυστυχώς λίγοι έχουν αρχοντιά.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 117-121)
ΑΠOΦΑΣΙΣΑΝ κάποτε οι Γέροντες στην σκήτη να κάνουν Πρεσβύτερο τον Αββά Ισαάκ.
Μόλις το έμαθε εκείνος, έφυγε κρυφά και κρύφτηκε σ’ ένα χωράφι κοντά στον δρόμο που οδηγούσε στην πόλη.
Οι Γέροντες τον κυνήγησαν κι όταν έφτασαν σ’ εκείνο το χωράφι, στάθηκαν να ξεκουραστούν κι άφησαν το ζώο που είχαν μαζί τους να βοσκήσει.
Εκείνο τότε, οδηγημένο από την θεία Πρόνοια, πήγε και στάθηκε κοντά στον θάμνο που ήταν κρυμμένος ο Αββάς.
Όταν πήγαν οι Γέροντες να το πάρουν, είδαν τον Ισαάκ. Αποφάσισαν τότε να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν δια της βίας πίσω στην σκήτη.
Εκείνος όμως δεν τους άφησε.
- Αν και είμαι ανάξιος γι’ αυτό το υψηλό αξίωμα, τους είπε, δεν φευγω πια, γιατί βλέπω πως είναι θέλημα Θεού να το δεχτώ.
Οπου κι αν πάω, δεν θα το αποφύγω.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.145)