Η ανάβλυσις του αγιάσματος
Όταν ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης άρχισε να κτίζη στο Άγιο Όρος τη Μεγίστη Λαύρα, είδε να εξαντλούνται τα απαραίτητα χρήματα, τρόφιμα και λοιπά υλικά. Δεν είχε χρήματα να πληρώση τους τεχνίτες και τους εργάτες. Δεν είχε τι να τους μαγειρέψη. Τότε απελπισμένος εγκατέλειψε το έργο και ξεκίνησε για τις Καρυές, την πρωτεύουσα, για να δη τι μπορεί να κάνη.
Μετά από δυο ώρες πορεία, φανερώθηκε στο δρόμο του μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, η οποία με αυστηρό ύφος τον ρώτησε:
- Αββά Αθανάσιε, που πηγαίνεις; Γιατί άφησες το έργο που άρχισες; Γύρισε πίσω να συνεχίσης το ιερό και θεάρεστο έργο σου.
Ο όσιος έμεινε εκστατικός από την εμφάνισι της ολόφωτης μορφής που είχε η παράδοξη αυτή γυναίκα, και με τη σειρά του τη ρώτησε:
- Ποια είσαι συ; Που με γνωρίζεις; Πώς ξέρεις το όνομα μου και με διατάζεις να γυρίσω πίσω; Και με τι και πώς θα συνεχίσω το έργο της μονής, αφού σώθηκαν όλα τα απαραίτητα υλικά;
Τότε εκείνη του είπε πως είναι η μητέρα του Κυρίου και πως πρέπει να γυρίση πίσω για να τελειώση το έργο που άρχισε. Θα βρη δε όλες τις αποθήκες γεμάτες, τα ταμεία με χρήματα και ό, τι άλλο χρειασθή για να τελειώση η οικοδομή του μοναστηριού.
Ο άγιος Αθανάσιος, για να βεβαιωθή πως όλα αυτά που του ανήγγειλε, είναι αληθινά, ζήτησε σημείο. Τότε η Κυρία Θεοτόκος του είπε να χτυπήση με το ραβδί του στην πέτρα που ήταν μπροστά τους. Όταν χτύπησε, βγήκε άφθονο νερό, πολύ γευστικό και θεραπευτικό πολλών ασθενειών! Το νερό αυτό μέχρι σήμερα λέγεται «Αγίασμα του αγίου Αθανασίου» και ο κόσμος που περνάει, πίνει και αισθάνεται γεύσι εξαίσια.
Ο όσιος πείσθηκε στα λόγια της Θεομήτορος, γύρισε πίσω και βρήκε, όπως του είπε η Παναγία, όλες τις αποθήκες και τα ταμεία γεμάτα από όλα τα απαραίτητα! Μέχρι που τελείωσε ολόκληρο το έργο, δεν έλειψε τίποτε κατά την αψευδή υπόσχεσι της Υπεραγίας Θεοτόκου.
(Γεροντικόν Αγίου Όρους)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β, σ. 137-138)