Ο ΕΛΕΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ μας κάνει γνωστή στ' απομνημονεύματά του την πνευματική ζωή των μοναχών της εποχής του.
Σε μια από τις περιοδείες του στην αφρικανική έρημο γνώρισε τον περιβόητο Αββά Απολλώ, που είχε στη συνοδεία του πάνω από πεντακόσιους μαθητές.
Το καθημερινό πρόγραμμα της ζωής τους, μας λέει ο Παλλάδιος ήταν αυτό περίπου:
Νήστευαν ως την ένατη ώρα, ενώ εργάζονταν με απόλυτη σιωπή. Μετά σταματούσαν το εργόχειρο πήγαιναν όλοι στην εκκλησία της Σκήτης και
παρακολουθούσαν την Θεία Λειτουργία με πολλή ευταξία και κατάνυξη. Στο τέλος κοινωνούσαν με μεγάλη ευλάβεια τα Άχραντα Μυστήρια.
Ακολουθούσε η λιτή τους τράπεζα. Ψωμί και ωμά λαχανικά ή όσπρια βρεγμένα ήταν η πιο συνηθισμένη τους τροφή.
Ύστερα κάθονταν γύρω από τον πνευματικό τους πατέρα και διδάσκαλο και άκουγαν με προσοχή τον λόγο του Θεού
που με πολλή σοφία εκείνος τους ερμήνευε. Έτσι, τους έπαιρνε η νύχτα. Έπεφταν λίγες ώρες να ξεκουραστούν για να σηκωθούν πάλι τα μεσάνυχτα να προσευχηθούν και
να ψάλουν ύμνους στον Θεό, ώσπου να ξημερώσει. Αυτός ο τρόπος ζωής τους είχε εντελώς εξαϋλώσει, μας βεβαιώνει ο χριστιανός περιηγητής
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.140-141)
6. Πόσο μπορούμε να γνωρίσουμε από το Θεό;
Ως προς την ουσία του, αδυνατούμε πλήρως να τον γνωρίσουμε. Καμία κτιστή φύση, είτε άνθρωποι είτε άγγελοι, δεν έχει τη δυνατότητα να διαπεράσει τον πυκνό γνόφο που καλύπτει το μυστήριο της θείας απειρίας, και να γνωρίσει τι είναι στην ουσία του ο Θεός. Η γνώση αυτή είναι κεκρυμμένη και απρόσιτη σε κάθε πλάσμα, ανεξάρτητα από το βαθμό της πνευματικής τελειώσεως που κατέχει. Ακόμη και η Μητέρα του Θεού, το τελειότερο πλάσμα μετά τον Υιό της, δεν έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει το ακατάληπτο μυστήριο. Η αγνωσία αυτή είναι το μυστικό του Θεού, που δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί σε κανέναν ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε και στο μέλλοντα. Την ουσία του μόνον ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει, οι τριαδικές του υποστάσεις, ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το άγιο. Κανένας άλλος.
Αν όμως ο άνθρωπος αδυνατεί να συλλάβει την αδιάγνωστη και ακοινώνητη ουσία του Θεού, μπορεί παρά ταύτα να συλλάβει τη θεία του ενέργεια, η οποία είναι εξωτερικώς μεταδοτή και κοινωνητή σε λογικά πλάσματα. Με αυτήν ο υπερβατικός Θεός δημιούργησε τον κόσμο, επικοινωνεί με τα πλάσματα του, αποκαλύπτεται σε αυτά, σώζει τον άνθρωπο από την αμαρτία και αγιάζει τη λογική κτίση. Η θεία ενέργεια ανακλάται στη δημιουργία8. Φυσικά είναι εξωτερικά αθέατη. Αυτήν όμως νιώθει ο πιστός ν’ αναμοχλεύει εσωτερικά την καρδιά του, να διαφλέγει και να φωτίζει την ψυχή του. Η επαφή με τη θεία ενέργεια, γίνεται πάντα δια της πίστεως. Στη βάση αυτή ο άνθρωπος «γνωρίζει» και σχετίζεται με το Θεό.
(Ανδρέας Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 19-20)
5. Υπάρχει καθορισμένο πλαίσιο έρευνας των θείων αληθειών;
Υπάρχει. Τούτο καθόρισε ο Κύριος σε συνομιλία του με τους Ιουδαίους, προτρέποντας τους να ερευνούν τις θείες Γραφές, στις οποίες υπάρχει ζωντανή η μαρτυρία περί του Υιού του Θεού· «ερευνάται τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν»6. Κατά την εντολή του Κυρίου, η έρευνα των πραγμάτων της πίστεως πρέπει να γίνεται στο πεδίο της αγίας Γραφής, όπου υπάρχει αποθησαυρισμένος ο λόγος της θείας αποκαλύψεως. Ο πιστός έχει υποχρέωση να ερευνά τη Γραφή για να μάθει αυτό που ο ίδιος αγνοεί και δεν έχει τη δυνατότητα από μόνος του να γνωρίσει, τη φανέρωση της θείας αλήθειας που είναι σωτήρια και λυτρωτική7, το θέλημα, το νόμο και τις εντολές του Κυρίου. Η έρευνα αυτή θα τον ωφελήσει πολλαπλώς. Θα τον φωτίζει και θα τον ενδυναμώνει στο έργο της πνευματικής του τελειώσεως, που ως τελική του κατάληξη θα έχει την κληρονομιά της Βασιλείας των ουρανών. Περιττό να σημειωθεί, ότι η μελέτη και η έρευνα των Γραφών, που δεν είναι πράγμα πάντοτε εύκολο, πρέπει να γίνεται με πίστη και φόβο Θεού και πάντοτε μέσα στα πλαίσια της εξηγητικής παραδόσεως της Εκκλησίας, διότι η εγωκεντρική και επιπόλαια μελέτη της Γραφής μπορεί να οδηγήσει σε παρεκδοχές του αληθινού της νοήματος, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τους κάθε λογής αιρετικούς, και να στοιχίσει την αιώνια απώλεια της ψυχής.
(Ανδρέας Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 18-19)
4. Είναι σωστό το «πίστευε και μη ερεύνα»;
Και ναι και όχι. Και εξηγούμαστε. Τα δόγματα της πίστεως μας τα φανέρωσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τα κήρυξε στους Αποστόλους και αυτοί τα παρέδωσαν στην Εκκλησία, η οποία αυθεντικώς τα ερμηνεύει και τα διδάσκει. Οι δογματικές αλήθειες απευθύνονται σε ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να τις ακούσουν και να τις αποδεχθούν. Ληπτικό όργανο των θείων αληθειών είναι πρωταρχικά ο νους του ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί τον ουσιώδη πυρήνα της θείας “εικόνος”, η οποία υπάρχει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, ως λογικά σκεπτόμενο ον, θα ακούσει τα δόγματα και δεν θα τα αποδεχθεί παθητικά, αλλά θα αντιδράσει προς αυτά σύμφωνα με τη νοητική φύση του. Θα τα βάλει στο μυαλό του και θα τα δουλέψει. Θα τα ερευνήσει και θα τα εξετάσει σε όλες τις πτυχές και σε όλες τις σχέσεις τους και τις αναφορές τους. Αυτό το έργο κάνει κυρίως η θεολογία με εργαλείο τον ανθρώπινο λόγο. Το έργο αυτό, η έρευνα δηλαδή, είναι κατά πάντα νόμιμο και εξυπηρετεί την ευχερέστερη κατανόηση των δογμάτων από την πιστεύουσα συνείδηση της Εκκλησίας. Ερωτάται όμως· η έρευνα αυτή, που θα κάνει ο άνθρωπος με το μυαλό του, είναι απροϋπόθετη και απεριόριστη; Ασφαλώς όχι. Τα δόγματα σε οποιαδήποτε μορφή τους είναι αλήθειες υπερβατικές, στις οποίες δεν μπορεί να αναχθεί από μόνος του ο κτιστός ανθρώπινος λόγος. Είναι αλήθειες μεταφυσικές, απρόσιτες στην ανθρώπινη διάνοια. Ο άνθρωπος μπορεί μεν και οφείλει να τις ερευνήσει, όμως μέχρι ενός ορίου, και ανάλογα με τη φυσική αντοχή που διαθέτει. Όταν δε εξαντλήσει τα όρια του, οφείλει να σταματήσει την έρευνα, διότι η περαιτέρω αναζήτηση, και άσκοπη είναι και επικίνδυνη. Στο σημείο ακριβώς αυτό θα παραλάβει τη σκυτάλη η πίστη, η οποία μπορεί έμμεσα να εισχωρήσει στο αδιάγνωστο και απερίληπτο, να λάβει εσωτερική αίσθηση της αλήθειας, στην οποία αδυνατεί να εμβατεύσει γυμνός ο ανθρώπινος λόγος. Η αξίωση να ερευνώνται τα πάντα με τον ανθρώπινο λόγο οδήγησε (και οδηγεί) τους αιρετικούς στη διαστρέβλωση των αληθειών της πίστεως, με κατάληξη την απώλεια της ψυχής τους. Απ’ όσα ειπώθηκαν, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι τόσο η έρευνα όσο και η μη έρευνα είναι επιτρεπόμενες στη χριστιανική πίστη, όταν φυσικά κάθε μια από αυτές κινείται μέσα στα ενδεδειγμένα και φυσιολογικά της όρια.
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 17-18)
3. Αφού σύμφωνα με το νόμο της αιτιώδους συνάφειας των όντων, καθετί που υπάρχει πρέπει να έχει τον πλάστη του, το Θεό ποιός τον έπλασε;
Το ερώτημα αυτό διατυπώνεται συχνά κυρίως από εκείνους που δεν πιστεύουν, για να δικαιολογήσουν την απιστία τους και συνάμα να πλήξουν την πίστη των άλλων στην ύπαρξη του Θεού. Παρόλον ότι το ερώτημα αυτό εκ πρώτης όψεως μπορεί να αιφνιδιάζει, στη βαθύτερη ουσία του είναι πυροτέχνημα λογικό, λογισμός πλανεμένος, ανούσιος και ανυπόστατος.
Το πρώτο σφάλμα είναι ότι τον καθολικό νόμο της αιτιώδους συνάφειας των όντων, που ισχύει αυστηρά στο κτιστό πεδίο των όντων, στα υλικά και πνευματικά κτίσματα, τον εφαρμόζει με άλματα λογικά ανεπίτρεπτα σε σφαίρες στις οποίες καμία απολύτως θέση δεν μπορεί να έχει, δηλαδή στη σφαίρα του θείου. Ο Θεός δεν είναι κτίσμα και ποίημα, ώστε να έχει δημιουργική αρχή. Αν είχε κτίστη και ποιητή, δεν θα ήταν απλούστατα Θεός. Το ερώτημα συνεπώς φθείρει την έννοια του Θεού, τον κατεβάζει στο επίπεδο των κτιστών όντων και καταστρέφει την υπερβατική ουσία του. Βασικό στοιχείο της έννοιας του Θεού είναι η αυθυπαρξία. Ο Θεός είναι το απόλυτο όν, το αϊδίως και αφ’ εαυτού υπάρχον, από το οποίο προέρχεται κάθε άλλη μορφή υπάρξεως. Είναι το «ον»5. Συνεπώς δεν μπορεί να είναι αιτιατό, στο μέτρο που αιτιατά είναι τα φυσικά κτίσματα, διότι θα εξισωνόταν με αυτά, και θα έπαυε να είναι ότι είναι, ο άναρχος, ο αυθυπόστατος και αϊδίως υπάρχων Θεός.
Κατόπιν το ερώτημα συνιστά το λογικό σφάλμα του «εν αρχή αιτείσθαι». Αν ο Θεός, επί τη βάση της συνάφειας των όντων, είχε ανάγκη από πατέρα δημιουργό, τότε και ο πατέρας του θα είχε την αυτήν ανάγκη, και ο πατέρας του πατέρα του και έτσι θα προβαίναμε στο συλλογισμό μας επ’ άπειρον ρωτώντας για την εκάστοτε ποιητική αρχή. Μια τέτοια όμως διαδικασία δεν θα αποτελούσε ένα ανόητο παιχνίδι λογικό; Θα πρέπει, λοιπόν, κάπου να σταματήσουμε, το ερώτημα μας σε κάποια αρχή αυθύπαρκτη και ακίνητη, που εξ’ ορισμού πλέον θα είναι η πηγή κάθε άλλου κτιστού είναι, κάθε άλλης κινήσεως και κάθε άλλης μορφής υπάρξεως. Αυτή η πηγή και αρχή του όντος είναι ο Θεός.
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 16-17)
2. Υπάρχουν λογικά επιχειρήματα που να αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού;
Τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν υπάρχουν. Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδεικνύει τις φυσικές αλήθειες. Η ουσία του Θεού είναι απολύτως υπερβατική, αθέατη στους σωματικούς μας οφθαλμούς και απρόσιτη στη φυσική μας διάνοια. Έμμεσα μόνο μπορούμε να διακρίνουμε τη θεία ενέργεια, η οποία συνέχει, συγκρατεί τα όντα και είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία. Και αυτή πάλι μόνο με τους οφθαλμούς της ψυχής μας μπορούμε να τη συλλάβουμε. Τα φυσικά κτίσματα είναι η εξάγγελοι των τελειοτήτων του Θεού. Ο απόστολος Παύλος μαρτυρεί: “ τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης… “2.
Τις φυσικές αλήθειες ο άνθρωπος αποδεικνύει επιστημονικά, ώστε αυτοί που τις αρνούνται να είναι παράλογοι. Την ύπαρξη όμως του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει με επιχειρήματα λογικά, ώστε αυτός που την αρνείται να παραλογίζεται. Η αλήθεια του Θεού βρίσκεται πέρα από κάθε αποδεικτική δυνατότητα του πλάσματος. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος θα πιστέψει στην ύπαρξη του Θεού. Και αυτό του αρκεί. Δεν θα προσπαθήσει να την αποδείξει και να την κατοχυρώσει λογικά. Αυτό είναι έξω από την αρετή και το ήθος του, που οικοδομείται αποκλειστικά στη μυστηριακή αλήθεια του Θεού. Το να προσπαθεί κανείς να αποδείξει στον άπιστο ότι υπάρχει Θεός, είναι έργο άχαρο και μάταιο. Ο Θεός υπάρχει στην περιοχή της καρδιάς που την φλογίζει η πίστη, και όχι στο μυαλό που κυριαρχείται από το λόγο και διέπεται από την αυστηρή επιστημονική γνώση. Αν ο Θεός δεν υπάρχει στην καρδιά ως μυστική παρουσία, δεν υπάρχει πουθενά. Γι’ αυτό, όταν ερωτώμαστε από ανθρώπους λογικοκρατούμενους αν υπάρχει Θεός, η απάντηση μας πρέπει να είναι αρνητική. Όχι, δεν υπάρχει Θεός όπως τον θέλεις εσύ, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου. Ο Θεός που υπάρχει σε υπερβαίνει απόλυτα!
Ο Θεός φυσικά υπάρχει αντικειμενικά. Δεν είναι αφαίρεση, πλάσμα του νού και της φαντασίας του ανθρώπου, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Τον αντικειμενικά υπάρχοντα Θεό ο άνθρωπος αποδέχεται με την πίστη και την αγάπη του. Ως λογικά όμως σκεπτόμενο ον, προσπαθεί παράλληλα να δικαιώσει και με επιχειρήματα την πίστη του αυτή. Πρός το σκοπό αυτό διαμόρφωσε από πολύ παλαιά διάφορους λογικούς συλλογισμούς. Στη θεολογία οι συλλογισμοί αυτοί είναι γνωστοί ως «αποδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού». Φυσικά δεν πρόκειται περί επιστημονικών αποδείξεων. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αντίφαση. Πώς μπορείς να αποδείξεις το αναπόδεικτο; Όπως έχουμε πει, ο Θεός βρίσκεται πέρα από τα όντα, δεν είναι μέγεθος φυσικό που να μπορεί να εκτιμηθεί με κριτήρια αισθητά και εμπειρικά. Αν μπορείς να αποδείξεις την ύπαρξη του, τον κατεβάζεις από την υψηλή του περιωπή και τον κατατάσσεις στο επίπεδο των φυσικών κτισμάτων. Σε τελική ανάλυση καταστρέφεις την ίδια την έννοια του. Οι συλλογισμοί για τους οποίους μιλάμε δεν είναι αποδείξεις, αλλά ενδείξεις, επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες που προσανατολίζουν τη σκέψη προς το δυνατό της υπάρξεως του Θεού. Δεν αποδεικνύουν αναγκαίως αυτήν, αλλ’ υπάρχουσα την καθιστούν λογικοφανή, ή τουλάχιστον, όχι παράλογη. Οι κυριότερες από τις ενδείξεις αυτές είναι δύο, η κοσμολογική και η τελολογική. Η κοσμολογική λέγεται έτσι, γιατί ξεκινά από τον κόσμο, στον οποίο κυριαρχεί ο νόμος της αιτιώδους συνάφειας των όντων. Κάθε τί που υπάρχει δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά έχει αιτία από την οποία προέρχεται. Είναι αιτιατό. Θα ήταν παράλογο να σκεφτούμε, λόγου χάρη, ότι ένας άνθρωπος, ένα σπίτι, ένα πλοίο ή οτιδήποτε άλλο βρέθηκε ξαφνικά και τυχαία στον κόσμο, χωρίς γεννήτορα, οικοδόμο, ναυπηγό. Συλλογιζόμαστε λοιπόν· αν όλα ανεξαίρετα τα όντα φέρνουν πίσω τους την αιτία που τα παρήγαγε, ο τεράστιος και θαυμαστός αυτός κόσμος είναι δυνατό να βρέθηκε μόνος του και κατά τύχη στο είναι, χωρίς να έχει πίσω του μία παντοδύναμη ποιητική αρχή; Ασφαλώς όχι. Η παντοδύναμη αυτή αρχή είναι ο Θεός. Ο απόστολος Παύλος λέει χαρακτηριστικά: “ Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός”3.
Η τελολογική δε ένδειξη λέγεται έτσι, γιατί αφορμάται από τον κόσμο ως ένα σκόπιμα και τελολογικά διατεταγμένο όλο. Ο κόσμος κυριαρχείται και λειτουργεί πάνω σε νόμους απαράβατους και σταθερούς. Τα όντα - κυρίως ο άνθρωπος - υπακούουν σε ένα σκοπό, έχουν κάποιο προορισμό, ένα τέλος προς το οποίο σπεύδει η ύπαρξη τους. Η ζωή τους δεν είναι τυχαία και άσκοπη. Όλα δε μαζί είναι συναρθρωμένα κατά τρόπο που τα κάνει ένα παναρμόνιο όλο, μια ομορφιά που προκαλεί δέος και θαυμασμό, ένα αληθινό κόσμημα (εξ’ου και “κόσμος”), ένα αριστουργηματικό κομψοτέχνημα. Και συλλογιζόμαστε, πώς είναι δυνατόν αυτό το όμορφο κομψοτέχνημα, αυτό το έκπαγλο αρχιτεκτόνημα με την πάνσοφη δόμηση και τη σκόπιμη διάταξη του, με την πολυδυναμία και την πολυαρμονία του, να είναι ένα προϊόν τυφλής τέχνης, να βρέθηκε εική και ως έτυχε στο είναι; Ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν αποτελεί ωμό παραλογισμό; Ας κάνουμε το πράγμα σαφέστερο με ένα παράδειγμα. Αν κάποιος ισχυριστεί, ότι ένα βιβλίο εμφανίστηκε ξαφνικά σε μία βιβλιοθήκη, χωρίς να το έχει γράψει κανένας και χωρίς κάποιος να επιστατήσει στην εκτύπωση του· ότι κόπηκε μία μέρα από μόνο του το τυπογραφικό χαρτί σε σχήμα σελίδων, τα δε γράμματα της αλφαβήτου κινήθηκαν και ενώθηκαν τυχαία το ένα με το άλλο σε μορφή κεφαλαίων και παραγράφων και κατόπιν τυπώθηκαν οι σελίδες χωρίς την επιστασία ειδικού τεχνητή, ο ισχυρισμός αυτός δεν θα ήταν καθαρός παραλογισμός; Λέμε λοιπόν· αν για τη συγγραφή ενός βιβλίου είναι απαραίτητη η παρουσία συγγραφέα, για την ύπαρξη του φυσικού κόσμου, τον οποίο χαρακτηρίζουν τόση αρμονία και τόση σοφία, τόση ομορφιά και τόση πολυδύναμη αρχιτεκτονική τάξη, δεν πρέπει να υπάρχει μια πάνσοφη και παντοδύναμη ποιητική αρχή; Βεβαίως πρέπει να υπάρχει και αυτή είναι ο Θεός. Ο ιερός ψαλμωδός σε συγκίνηση αναφωνεί: “ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας”. 4
Συγκεφαλαιώνοντας, τα μαθηματικά αξιώματα και οι φυσικές αλήθειες είναι λογικώς αναγκαίες και καθολικώς αποδεκτές. Οι θείες αλήθειες είναι λογικώς δυνατές. Δεν αποδεικνύονται επιστημονικά. Μπορούν να διευκολύνουν την πίστη στην ύπαρξη του Θεού. Δεν την γεννούν. Φυσικά όποιος πιστεύει αληθινά στην ύπαρξη του Θεού δεν έχει ανάγκη από λογικά επιχειρήματα για να ενισχυθεί στην πίστη του. Όπως και τον άπιστο δύσκολα μπορεί να μετακινήσει από την απιστία του οποιαδήποτε επιχειρηματολογία λογική. Μόνον όσοι έχουν ασθενή και κυμαινόμενη πίστη (κυρίως οι προβληματιζόμενοι νέοι) μπορούν να ωφεληθούν από τις ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού και να στερεώσουν την πίστη τους. Και αυτό πάντοτε με τη χάρη και το φωτισμό του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 12-15)
Πώς ενώ έχουμε μάθει να ελέγχουμε και την παραμικρή λεπτομέρεια της ζωής μας, να είμαστε σχεδόν υποχόνδριοι και ψυχαναγκαστικοί, να παραδώσουμε τα ηνία σε κάποιον άλλο; Πώς γίνεται ενώ θέλουμε και μας αρέσει να περνάνε όλα από τα χέρια μας, να είμαστε συγκεντρωτικοί και υπεραναλυτικοί και απίστευτα σχολαστικοί να αφεθούμε στα χέρια κάποιου άλλου; Πώς όταν έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε και να διαχειριζόμαστε με περισσή δεξιοτεχνία τις υποθέσεις μας και να μην εμπιστευόμαστε κανέναν άλλο γι’ αυτές παρά μόνο τον εαυτό μας να εμπιστευθούμε ξαφνικά… το Χριστό;
Ναι, το Χριστό! Γιατί αυτό μας ζητά Εκείνος… να αφήσουμε απαλά τη ζωή μας στα χέρια Του. Να ακουμπήσουμε τις μέριμνες και το φορτίο μας στα πόδια Του. Να πηγαίνουμε σ’ Εκείνον για να μας αναπαύει. Να μην αγωνιούμε για τις υποθέσεις μας. Γιατί Αυτός είναι πιο μεγάλος από αυτές. Μα πώς θα το κάνουμε αυτό; Πώς θα συντελεστεί αυτή η εσωτερική μεταβολή; Φαντάζει αδύνατο, ουτοπία, σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ναι, για εμάς σίγουρα! Όχι όμως και για το Χριστό! Για το Χριστό τίποτα δεν είναι αδύνατο ‘ Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν’ (Λουκ. ιη΄27). Άρα λοιπόν θα πάμε σ’ Εκείνον και θα Του ζητήσουμε να πάρει αυτός το τιμόνι και να οδηγήσει στην υπόλοιπη διαδρομή γιατί εμείς κουραστήκαμε, χαθήκαμε, μπλεχτήκαμε και απογοητευτήκαμε και χρειαζόμαστε έναν έμπειρο και ικανό οδηγό για να συνεχίσουμε!
Και μπορεί στην αρχή να μας ξενίζει που καθόμαστε στη θέση πλέον του συνοδηγού όμως στη συνέχεια θα διαπιστώσουμε ότι έτσι θα απολαμβάνουμε πιο ήρεμα και ξεκούραστα τη διαδρομή και θα οικτίρουμε τον εαυτό μας για τον κόπο, την ενέργεια, τη φαιά ουσία που καταναλώσαμε και τη φθορά που υποστήκαμε. Πώς όμως θα ξεπιαστούμε από τον εαυτό μας και θα πιαστούμε από το Χριστό; Πώς θα πάψουμε να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και θα εμπιστευθούμε το Χριστό; Πώς θα αφήσουμε την ασφάλεια του αεροπλάνου μας και θα πηδήξουμε στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο με τη βεβαιότητα ότι θα μας πιάσει ο Χριστός; Και πώς θα γίνουμε κάποιοι άλλοι και θα αποχωριστούμε αυτό που ήμασταν τόσα χρόνια;
Η αρχή λένε είναι το ήμισυ του παντός! Το πρώτο που χρειάζεται να γίνει είναι η μεταστροφή μας, η μετάνοια μας, να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι τελικά τίποτα δεν είναι κάτω από το δικό μας έλεγχο, ποτέ δεν ήταν… αυτό είναι μια ψευδαίσθηση… Ο Θεός είναι ο Παντοκράτορας και Παντεπόπτης! Οπότε είναι προς το συμφέρον μας να επικαλούμαστε τη βοήθεια Του! Ας δοκιμάσουμε λοιπόν να αναθέσουμε για αρχή κάποιες από τις υποθέσεις μας σε Εκείνον, ας ξεφορτώσουμε λίγο από το βάρος μας! Γιατί ενώ μπορούμε, αν το ζητήσουμε, να έχουμε τον πιο σπουδαίο και δυνατό σύμμαχο, να πολεμάμε μόνοι μας; Δεν είναι κουτό και μάταιο να παλεύουμε με τα θηρία χωρίς το θηριοδαμαστή; Δεν είναι αφελές και επικίνδυνο να αφήνουμε το Χριστό έξω από τη ζωή μας; Εμείς όσο και να προσπαθούμε θα φτάσουμε μέχρι κάποια όρια… για το Χριστό όμως δεν υπάρχουν όρια, ούτε αδιέξοδα, ούτε εμπόδια αφού ούτε ο θάνατος μπόρεσε να τον σταματήσει! Εκείνος γνωρίζει καλύτερα το συμφέρον της ψυχής μας και είναι βέβαιο πως πάντα θα φροντίζει γι’ αυτό. Ο άνθρωπος λέει ‘ δείξε μου και θα Σε εμπιστευθώ’ , ο Χριστός λέει ‘ εμπιστεύσου Με και θα σου δείξω’!(Α.Κ.Β)
Θυμάμαι τον πρώτο καιρό που προσλήφθηκα στην εταιρία που δουλεύω, είχα μεγάλη ανησυχία για να τα καταφέρω, επειδή η εργασία μου ήταν πολύ απαιτητική! Είχα το νου στα λάθη μου και πως θα βελτιωθώ και δεν προλάβαινα να ασχοληθώ με τη δουλειά κάποιου άλλου συναδέλφου εκτός κι αν μου ζητούσε βοήθεια. Τώρα μετά από δυο χρόνια, παρατηρώ ότι είμαι πιο άνετος και αρχίζω να εξετάζω και τη δουλειά των άλλων και να τη σχολιάζω ‘ Αυτός είναι γρήγορος, αυτός είναι απρόσεχτος, αυτός είναι πολυλογάς’. Έτσι ακριβώς κάνω και στην πνευματική μου ζωή. Ενώ στην αρχή ασχολιόμουν μόνο με το Χριστό και τις αμαρτίες μου μετά κοίταγα και τις αμαρτίες των άλλων! Τί δείχνει αυτό; Κατά τη γνώμη μου την κύρια αιτία της κατακρίσεως που είναι η υπερηφάνεια.
Νομίζουμε ότι ‘έχουμε μάθει τη δουλειά’, ότι έχουμε γίνει καλοί χριστιανοί, καλύτεροι από τους άλλους και γι’αυτό κομπάζουμε συγκρινόμενοι μ’ αυτούς, τους μειώνουμε γιατί δεν τα κατάφεραν όπως κι εμείς δυστυχώς και τους έχουμε καταδικασμένους για την κόλαση. Μήπως μας έδωσε όμως κανείς το δικαίωμα να περιεργαζόμαστε τί κάνουν οι αδελφοί μας; Μήπως μας έχει προσλάβει ο Χριστός ως βοηθούς Του για να Τον συμβουλεύουμε ποιος θα πάει στον Παράδεισο και ποιος στην Κόλαση; Ας σκεφτούμε για μια στιγμή ότι είμαστε δίπλα στον Κύριο Ιησού Χριστό τη φρικτή εκείνη ώρα της τελικής Κρίσης που έρχονται οι ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων προς το Δημιουργό και Κριτή τους. Να σταθούμε δίπλα στην Αγάπη του Χριστού μας και να μας ρωτήσει ‘ Αυτός τι λες; Θα μπει στον Παράδεισο;’ Νομίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε λέξη, νιώθοντας πόσο αγαπάει ο Κύριος το κάθε Του πλάσμα;
Αφού λοιπόν δεν μπορούμε να κρίνουμε στον Ουρανό γιατί κρίνουμε στη γη; Επειδή την κατάκριση οι πιο πολλοί την έχουμε ψωμοτύρι νομίζουμε ότι δεν είναι τόσο σημαντική. Κοιτάμε στο περιτύλιγμα της σοκολάτας να δούμε αν έχει ίχνη από γάλα και την ίδια στιγμή λέμε ‘ ο Κώστας τρώει τυρί Παρασκευιάτικα, αν είναι δυνατόν!’ Πόσο μεγάλο λάθος είναι η κατάκριση! Όσο τη συνεχίζουμε μην απορούμε που έχουμε πνευματική ακαρπία. Ο Χριστός την αποστρέφεται την κατάκριση. Μας έδωσε εντολή να αγαπάμε, όχι να κρίνουμε. Αν θέλουμε να είναι μαζί μας και αν Τον αγαπάμε ας κοιτάμε το πλήθος των αναρίθμητων δικών μας λαθών και δε θα πλήξουμε ποτέ!(Κ.Δ.Κ)
Αισθήσεις
στα αισχρά
Το μάτι βλέπει τα σώματα,
τα κάλλη, τα χρήματα, αυτά που είναι από τη γη.
Μ’ αυτά ευχαριστιέται.
Το αυτί ηδονίζεται με το αισθησιακό τραγούδι,
με την κιθάρα και τον αυλό και την αισχρολογία.
Αυτά όλα έχουν σχέση με τη γη.
Ε.Π.Ε. 22,244
γυμνάζονται
Πώς γίνονται εξασκημένα τα αισθητήρια μας;
Με τη συχνή ακρόαση των Γραφών,
με το να ενδιατρίβουμε σ’ αυτές.
Ε.Π.Ε. 24,414
Αισχρολογία
λερώνει
Να αγιάσεις την ψυχή σου,
να αγιάσεις και το σώμα σου,
έχοντας τα λόγια της Γραφής
διαρκώς στην καρδιά σου και στη γλώσσα σου.
Αν η αισχρολογία καταλερώνει και προκαλεί τους δαίμονες,
είναι ολοφάνερο, ότι η πνευματική ανάγνωσις αγιάζει
και προσελκύει τη χάρι του αγίου Πνεύματος.
Διότι οι Γραφές είναι θεία τραγούδια.
Ε.Π.Ε. 13,274
αιτία
όλων των κακών η έλλειψη αγάπης
«Το πάντων αίτιον των κακών, το μη είναι αγάπην, τούτο πάντα διέλυσε».
Ε.Π.Ε. 23,104
η αμαρτία γεννάει όλα τα κακά
Όλων των κακών αιτία είναι τα αμαρτήματα.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων δημιουργούνται λύπες.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων ταραχές.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων πόλεμοι.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων γεννιώνται νόσοι
και όλα τα δυσθεράπευτα πάθη, που μας βρίσκουν.
Ε.Π.Ε. 30,266
γιατί ενεργούμε όσα ενεργούμε!
Τιμάμε τους μάρτυρες όχι απλώς επειδή βασανίστηκαν,
αλλ’ επειδή για τον Χριστό βασανίστηκαν.
Ε.Π.Ε. 34,200
των κακών δεν είναι ο Θεός
Όταν δούμε ακαταστασία στη ζωή, αμέσως θεωρούμε το Θεό ως αίτιο!
Αλλά κάτι τέτοιο δεν ανακαλύπτει φάρμακο στα τραύματα,
αλλά προσθέτει τραύμα στο ήδη υπάρχον τραύμα.
Ε.Π.Ε. 34,546
του κακού ο Θεός;
Βρίζεται ο Θεός, που δεν έχει κάνει κάτι κακό.
Για όσους διαπράττουν αυτό το τόλμημα,
η τιμωρία θα είναι μεγάλη.
ΕΠΕ 34,578
Αιφνίδιος
ο θάνατος
Η γυναίκα, ενώ είναι αμέριμνη και γελάει και τίποτε δεν προγραμματίζει,
ξαφνικά την πιάνουν απερίγραπτοι πόνοι τοκετού και σταματούν όλα.
Έτσι κι οι ψυχές εκείνες, σαν έρθει η επιφανής ημέρα.
Ε.Π.Ε. 22,532
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 121-122)
Το Βάπτισμα
-Γέροντα, οι Βορειοηπειρώτες, όταν πεθάνουν, τί θα γίνουν που δεν είναι βαπτισμένοι;
-Έ, οι περισσότεροι έχουν από τους γονείς τους αεροβάπτισμα.
Υπάρχουν και νοσοκόμες που αεροβαπτίζουν τα παιδάκια.
Μια νοσοκόμα βάπτισε ένα παιδάκι μέσα σε μια λεκάνη με νερό.
Σου λέει αυτό είναι πιο καλό από το αεροβάπτισμα,
αλλά ο Θεός είδε την διάθεσή της... Πόση χάρη έχουν οι νεοφώτιστοι!
Μια φορά είχα γνωρίσει ανάμεσα σε τριακόσια πενήντα άτομα μια γυναίκα που ήταν βαπτισμένη.
Ρώτησα «ποιά είναι αυτή;», και μου είπαν ότι ήταν μια Τουρκάλα που είχε βαπτισθή.
Έλαμπε το πρόσωπό της. Μπροστά της οι άλλοι φαίνονταν βάρβαροι.
-Γέροντα, είναι σωστό στο Βάπτισμα να δίνωνται δύο ονόματα στα παιδιά;
-Αν είναι να μαλώνουν τα ανδρόγυνα και να χωρίζουν, ας δώσουν και τρία!
Αν και τα σωστά ονόματα σήμερα τα έχουν κάνει!... Βίκυ, Πέπη, Μιμή...
-Γέροντα, μια μητέρα έχασε το παιδάκι της στον πέμπτο μήνα της κυοφορίας και στενοχωριέται,
γιατί γεννήθηκε νεκρό και ούτε αεροβάπτισμα δεν μπόρεσαν να κάνουν.
-Αφού δεν έφταιγε η ίδια, ας έχη εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού.
Έχει ο Θεός λογαριασμό για όλα αυτά τα παιδάκια.
-Η μητέρα μου, Γέροντα, μου είπε ότι το αδελφάκι μου πέθανε λίγες ώρες μετά την γέννησή του και δεν πρόλαβε να το βαπτίση.
Της είπα να το πη στον Πνευματικό.
-Αφού ήθελε να το βαπτίση, αλλά δεν πρόλαβε, έχει ελαφρυντικά. Εδώ άλλες κάνουν εκτρώσεις και σκοτώνουν τα παιδιά τους.
Την κρίση του Θεού δεν την ξέρουμε. Βαρύ αμάρτημα θα ήταν, αν από αμέλεια δεν βάπτιζε το παιδί και πέθαινε αβάπτιστο.
Εσύ αντιμετώπισες το θέμα με την λογική. Αυτή είναι η θεολογία του ορθολογισμού.
Είπα κάποτε σε μια συντροφιά ότι ένα παιδάκι στην Βόρειο Ήπειρο το είχαν βαπτίσει τρεις φορές.
Μια φορά η γιαγιά, μια ο παππούς και μια η μάνα, κρυφά ο ένας από τον άλλον, γιατί ο καθένας το θεωρούσε αβάπτιστο.
Πετιέται τότε κάποιος και λέει: «Αυτό είναι αντικανονικό». «Βρέ, του λέω, δογματικά βάφτισαν το παιδί τρεις φορές;
Τρείς φορές ευλογήθηκε αυτό το παιδί!».
-Γέροντα, ο Θεός οικονομάει να βλέπουν στον ύπνο τους οι άνθρωποι κεκοιμημένους συγγενείς τους
και να συνομιλούν μαζί τους, για να βοηθηθούν στην πίστη, στην μετάνοια;
-Ναί, δεν σας έχω πει κι εγώ κάποιο περιστατικό; Ένας μοναχός στο Άγιον Όρος ήταν από ένα χωριό που βρισκόταν στο βουλγαρικό έδαφος
και υπήρχαν εκεί πολλοί αβάπτιστοι. Μου είπε λοιπόν ότι, όταν ήταν λαϊκός και ήταν ακόμη αβάπτιστος, είδε στον ύπνο του το ανηψάκι του,
που είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, να είναι έξω από ένα πολύ όμορφο περιβόλι και να κλαίη.
Μέσα στο περιβόλι ήταν πολλά παιδάκια που έπαιζαν χαρούμενα. «Γιατί δεν πας κι εσύ μέσα;», το ρώτησε.
«Πώς να πάω μέσα; Εγώ είμαι αβάπτιστο», απάντησε εκείνο.
Μετά από αυτό πήγε αμέσως και βαπτίσθηκε ο ίδιος και ύστερα διηγήθηκε στον παπά το όνειρο που είδε.
Έτσι οικονόμησε ο Θεός, για να καταλάβουν και οι άλλοι τί αξία έχει το Βάπτισμα.
Έπειτα άρχισαν να βαπτίζουν τα παιδιά τους σ’ εκείνο το χωριό.
-Γέροντα, υπάρχουν γονείς που έκαναν πολιτικό γάμο, αλλά θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους. Επιτρέπεται;
-Γιατί να μην επιτρέπεται; Αλλωστε τί φταίνε τα καημένα τα παιδάκια;
Το ότι θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους δείχνει πώς κάτι έχουν μέσα τους, δεν είναι τελείως αδιάφοροι.
Φαίνεται, κάπου θα μπερδεύτηκαν. Αν θέλη κανείς να τους βοηθήση, πρώτα πρέπει να δη για ποιό λόγο δεν έκαναν θρησκευτικό γάμο
και ύστερα για ποιό λόγο θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους.
-Γέροντα, μια μοναχή που είχε βαπτίσει κάποιο παιδάκι, όταν ήταν στον κόσμο, εκτός από την προσευχή που θα κάνη γι’ αυτό,
πρέπει να του στέλνη δώρα, όπως συνηθίζεται;
-Έ, τώρα η μοναχή είναι απαλλαγμένη απ’ αυτά. Οι γονείς της μοναχής, αν θέλουν, μπορούν κάτι να κάνουν. Ο μοναχός με την προσευχή θα βοηθήση.
-Δηλαδή, αν το σκεφθούν οι γονείς μόνοι τους;
-Ναί, να μην τους υποχρεώση η μοναχή. Να κάνη προσευχή να τους φωτίση ο Θεός. Πάντως ο νουνός έχει μεγάλη ευθύνη.
Οι γονείς μου είχαν υποσχεθή σε μια φιλική μας οικογένεια ότι ένα παιδάκι τους θα το βάφτιζε κάποιος από την οικογένειά μας.
Όταν ήρθε εκείνη η ώρα, έλειπαν όλοι οι δικοί μου και μου είπαν να το βαπτίσω εγώ.
Ήμουν τότε δεκαέξι χρονών και δεν ήθελα να το βαπτίσω, γιατί αισθανόμουν την ευθύνη που θα αναλάμβανα.
Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Έκανα λοιπόν προσευχή. «Θεέ μου, είπα, αν είναι να γίνη καλός άνθρωπος, πάρε από εμένα όλα τα χρόνια και δώσ’ τα σ’ αυτό.
Αν όμως είναι να γίνη κακός, πάρ’ το τώρα που είναι αγγελούδι». Το βάφτισα και το ονόμασα Παύλο.
Σε μία εβδομάδα πέθανε. Στον Ουρανό τώρα είναι ασφαλισμένο.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 122-125)