6. Πόσο μπορούμε να γνωρίσουμε από το Θεό;
Ως προς την ουσία του, αδυνατούμε πλήρως να τον γνωρίσουμε. Καμία κτιστή φύση, είτε άνθρωποι είτε άγγελοι, δεν έχει τη δυνατότητα να διαπεράσει τον πυκνό γνόφο που καλύπτει το μυστήριο της θείας απειρίας, και να γνωρίσει τι είναι στην ουσία του ο Θεός. Η γνώση αυτή είναι κεκρυμμένη και απρόσιτη σε κάθε πλάσμα, ανεξάρτητα από το βαθμό της πνευματικής τελειώσεως που κατέχει. Ακόμη και η Μητέρα του Θεού, το τελειότερο πλάσμα μετά τον Υιό της, δεν έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει το ακατάληπτο μυστήριο. Η αγνωσία αυτή είναι το μυστικό του Θεού, που δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί σε κανέναν ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε και στο μέλλοντα. Την ουσία του μόνον ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει, οι τριαδικές του υποστάσεις, ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το άγιο. Κανένας άλλος.
Αν όμως ο άνθρωπος αδυνατεί να συλλάβει την αδιάγνωστη και ακοινώνητη ουσία του Θεού, μπορεί παρά ταύτα να συλλάβει τη θεία του ενέργεια, η οποία είναι εξωτερικώς μεταδοτή και κοινωνητή σε λογικά πλάσματα. Με αυτήν ο υπερβατικός Θεός δημιούργησε τον κόσμο, επικοινωνεί με τα πλάσματα του, αποκαλύπτεται σε αυτά, σώζει τον άνθρωπο από την αμαρτία και αγιάζει τη λογική κτίση. Η θεία ενέργεια ανακλάται στη δημιουργία8. Φυσικά είναι εξωτερικά αθέατη. Αυτήν όμως νιώθει ο πιστός ν’ αναμοχλεύει εσωτερικά την καρδιά του, να διαφλέγει και να φωτίζει την ψυχή του. Η επαφή με τη θεία ενέργεια, γίνεται πάντα δια της πίστεως. Στη βάση αυτή ο άνθρωπος «γνωρίζει» και σχετίζεται με το Θεό.
(Ανδρέας Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 19-20)