2. Υπάρχουν λογικά επιχειρήματα που να αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού;
Τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν υπάρχουν. Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδεικνύει τις φυσικές αλήθειες. Η ουσία του Θεού είναι απολύτως υπερβατική, αθέατη στους σωματικούς μας οφθαλμούς και απρόσιτη στη φυσική μας διάνοια. Έμμεσα μόνο μπορούμε να διακρίνουμε τη θεία ενέργεια, η οποία συνέχει, συγκρατεί τα όντα και είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία. Και αυτή πάλι μόνο με τους οφθαλμούς της ψυχής μας μπορούμε να τη συλλάβουμε. Τα φυσικά κτίσματα είναι η εξάγγελοι των τελειοτήτων του Θεού. Ο απόστολος Παύλος μαρτυρεί: “ τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης… “2.
Τις φυσικές αλήθειες ο άνθρωπος αποδεικνύει επιστημονικά, ώστε αυτοί που τις αρνούνται να είναι παράλογοι. Την ύπαρξη όμως του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει με επιχειρήματα λογικά, ώστε αυτός που την αρνείται να παραλογίζεται. Η αλήθεια του Θεού βρίσκεται πέρα από κάθε αποδεικτική δυνατότητα του πλάσματος. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος θα πιστέψει στην ύπαρξη του Θεού. Και αυτό του αρκεί. Δεν θα προσπαθήσει να την αποδείξει και να την κατοχυρώσει λογικά. Αυτό είναι έξω από την αρετή και το ήθος του, που οικοδομείται αποκλειστικά στη μυστηριακή αλήθεια του Θεού. Το να προσπαθεί κανείς να αποδείξει στον άπιστο ότι υπάρχει Θεός, είναι έργο άχαρο και μάταιο. Ο Θεός υπάρχει στην περιοχή της καρδιάς που την φλογίζει η πίστη, και όχι στο μυαλό που κυριαρχείται από το λόγο και διέπεται από την αυστηρή επιστημονική γνώση. Αν ο Θεός δεν υπάρχει στην καρδιά ως μυστική παρουσία, δεν υπάρχει πουθενά. Γι’ αυτό, όταν ερωτώμαστε από ανθρώπους λογικοκρατούμενους αν υπάρχει Θεός, η απάντηση μας πρέπει να είναι αρνητική. Όχι, δεν υπάρχει Θεός όπως τον θέλεις εσύ, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου. Ο Θεός που υπάρχει σε υπερβαίνει απόλυτα!
Ο Θεός φυσικά υπάρχει αντικειμενικά. Δεν είναι αφαίρεση, πλάσμα του νού και της φαντασίας του ανθρώπου, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Τον αντικειμενικά υπάρχοντα Θεό ο άνθρωπος αποδέχεται με την πίστη και την αγάπη του. Ως λογικά όμως σκεπτόμενο ον, προσπαθεί παράλληλα να δικαιώσει και με επιχειρήματα την πίστη του αυτή. Πρός το σκοπό αυτό διαμόρφωσε από πολύ παλαιά διάφορους λογικούς συλλογισμούς. Στη θεολογία οι συλλογισμοί αυτοί είναι γνωστοί ως «αποδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού». Φυσικά δεν πρόκειται περί επιστημονικών αποδείξεων. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αντίφαση. Πώς μπορείς να αποδείξεις το αναπόδεικτο; Όπως έχουμε πει, ο Θεός βρίσκεται πέρα από τα όντα, δεν είναι μέγεθος φυσικό που να μπορεί να εκτιμηθεί με κριτήρια αισθητά και εμπειρικά. Αν μπορείς να αποδείξεις την ύπαρξη του, τον κατεβάζεις από την υψηλή του περιωπή και τον κατατάσσεις στο επίπεδο των φυσικών κτισμάτων. Σε τελική ανάλυση καταστρέφεις την ίδια την έννοια του. Οι συλλογισμοί για τους οποίους μιλάμε δεν είναι αποδείξεις, αλλά ενδείξεις, επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες που προσανατολίζουν τη σκέψη προς το δυνατό της υπάρξεως του Θεού. Δεν αποδεικνύουν αναγκαίως αυτήν, αλλ’ υπάρχουσα την καθιστούν λογικοφανή, ή τουλάχιστον, όχι παράλογη. Οι κυριότερες από τις ενδείξεις αυτές είναι δύο, η κοσμολογική και η τελολογική. Η κοσμολογική λέγεται έτσι, γιατί ξεκινά από τον κόσμο, στον οποίο κυριαρχεί ο νόμος της αιτιώδους συνάφειας των όντων. Κάθε τί που υπάρχει δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά έχει αιτία από την οποία προέρχεται. Είναι αιτιατό. Θα ήταν παράλογο να σκεφτούμε, λόγου χάρη, ότι ένας άνθρωπος, ένα σπίτι, ένα πλοίο ή οτιδήποτε άλλο βρέθηκε ξαφνικά και τυχαία στον κόσμο, χωρίς γεννήτορα, οικοδόμο, ναυπηγό. Συλλογιζόμαστε λοιπόν· αν όλα ανεξαίρετα τα όντα φέρνουν πίσω τους την αιτία που τα παρήγαγε, ο τεράστιος και θαυμαστός αυτός κόσμος είναι δυνατό να βρέθηκε μόνος του και κατά τύχη στο είναι, χωρίς να έχει πίσω του μία παντοδύναμη ποιητική αρχή; Ασφαλώς όχι. Η παντοδύναμη αυτή αρχή είναι ο Θεός. Ο απόστολος Παύλος λέει χαρακτηριστικά: “ Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός”3.
Η τελολογική δε ένδειξη λέγεται έτσι, γιατί αφορμάται από τον κόσμο ως ένα σκόπιμα και τελολογικά διατεταγμένο όλο. Ο κόσμος κυριαρχείται και λειτουργεί πάνω σε νόμους απαράβατους και σταθερούς. Τα όντα - κυρίως ο άνθρωπος - υπακούουν σε ένα σκοπό, έχουν κάποιο προορισμό, ένα τέλος προς το οποίο σπεύδει η ύπαρξη τους. Η ζωή τους δεν είναι τυχαία και άσκοπη. Όλα δε μαζί είναι συναρθρωμένα κατά τρόπο που τα κάνει ένα παναρμόνιο όλο, μια ομορφιά που προκαλεί δέος και θαυμασμό, ένα αληθινό κόσμημα (εξ’ου και “κόσμος”), ένα αριστουργηματικό κομψοτέχνημα. Και συλλογιζόμαστε, πώς είναι δυνατόν αυτό το όμορφο κομψοτέχνημα, αυτό το έκπαγλο αρχιτεκτόνημα με την πάνσοφη δόμηση και τη σκόπιμη διάταξη του, με την πολυδυναμία και την πολυαρμονία του, να είναι ένα προϊόν τυφλής τέχνης, να βρέθηκε εική και ως έτυχε στο είναι; Ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν αποτελεί ωμό παραλογισμό; Ας κάνουμε το πράγμα σαφέστερο με ένα παράδειγμα. Αν κάποιος ισχυριστεί, ότι ένα βιβλίο εμφανίστηκε ξαφνικά σε μία βιβλιοθήκη, χωρίς να το έχει γράψει κανένας και χωρίς κάποιος να επιστατήσει στην εκτύπωση του· ότι κόπηκε μία μέρα από μόνο του το τυπογραφικό χαρτί σε σχήμα σελίδων, τα δε γράμματα της αλφαβήτου κινήθηκαν και ενώθηκαν τυχαία το ένα με το άλλο σε μορφή κεφαλαίων και παραγράφων και κατόπιν τυπώθηκαν οι σελίδες χωρίς την επιστασία ειδικού τεχνητή, ο ισχυρισμός αυτός δεν θα ήταν καθαρός παραλογισμός; Λέμε λοιπόν· αν για τη συγγραφή ενός βιβλίου είναι απαραίτητη η παρουσία συγγραφέα, για την ύπαρξη του φυσικού κόσμου, τον οποίο χαρακτηρίζουν τόση αρμονία και τόση σοφία, τόση ομορφιά και τόση πολυδύναμη αρχιτεκτονική τάξη, δεν πρέπει να υπάρχει μια πάνσοφη και παντοδύναμη ποιητική αρχή; Βεβαίως πρέπει να υπάρχει και αυτή είναι ο Θεός. Ο ιερός ψαλμωδός σε συγκίνηση αναφωνεί: “ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας”. 4
Συγκεφαλαιώνοντας, τα μαθηματικά αξιώματα και οι φυσικές αλήθειες είναι λογικώς αναγκαίες και καθολικώς αποδεκτές. Οι θείες αλήθειες είναι λογικώς δυνατές. Δεν αποδεικνύονται επιστημονικά. Μπορούν να διευκολύνουν την πίστη στην ύπαρξη του Θεού. Δεν την γεννούν. Φυσικά όποιος πιστεύει αληθινά στην ύπαρξη του Θεού δεν έχει ανάγκη από λογικά επιχειρήματα για να ενισχυθεί στην πίστη του. Όπως και τον άπιστο δύσκολα μπορεί να μετακινήσει από την απιστία του οποιαδήποτε επιχειρηματολογία λογική. Μόνον όσοι έχουν ασθενή και κυμαινόμενη πίστη (κυρίως οι προβληματιζόμενοι νέοι) μπορούν να ωφεληθούν από τις ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού και να στερεώσουν την πίστη τους. Και αυτό πάντοτε με τη χάρη και το φωτισμό του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 12-15)