Και χθες μιλήσαμε για την οργή, τίποτε δε δεν μας εμποδίζει να μιλήσομε και σήμερα˙ διότι η συνέχεια ίσως επιτύχει κάτι˙ καθόσον φάρμακο, που έχει τη δύναμη να θεραπεύσει τραύμα, αν δεν τοποθετηθεί συνέχεια στο τραύμα, το παν κατέστρεψε.
Μη λοιπόν θεωρείτε σαν περιφρόνηση προς σας το ότι συνέχεια σας ομιλούμε για το ίδια˙ διότι αν σας περιφρονούσαμε, δεν θα σας μιλούσαμε, ενώ τώρα σας τα λέμε αυτά, ελπίζοντας ότι θ’ αποκομίσετε μεγάλο κέρδος. Μακάρι βέβαια να σας μιλούσαμε συνέχεια για τα ίδια! μακάρι να μη υπήρχε καμιά άλλη αφορμή για τους λόγους μας η φροντίδα, αλλά πώς να νικήσομε τα πάθη μας! Διότι πώς δεν είναι παράλογο, οι μεν βασιλείς, που ζουν μέσα στην απόλαυση και την τόση τιμή, να μη μιλούν για τίποτε άλλο ούτε στην ώρα του φαγητού, ούτε καμιά άλλη στιγμή, παρά μόνο πώς θα μπορέσουν να υπερισχύσουν των εχθρών, και γι’ αυτό καθημερινά να κάνουν συσκέψεις, να συγκεντρώνουν στρατηγούς και στρατιώτες, να απαιτούν φόρους, και να θεωρούν για τα πολεμικά πράγματα αυτές σαν τις δύο αναγκαίες αιτίες, το πώς δηλαδή και τους εχθρούς τους θα νικήσουν, και στους δικούς τους θα εξασφαλίσουν ειρήνη, εμείς δε να μη θέλομε να μιλούμε γι’ αυτά ούτε στο όνειρό μας, αλλά πώς μεν θ αγοράσομε αγρό, πώς δε δούλους και πώς θ’ αυξήσομε την περιουσία, ενώ καθημερινά μιλούμε δεν χορταίνομε, για τα δικά μας όμως πράγματα και τα πραγματικά δικά μας ούτε οι ίδιοι θέλομε να μιλούμε, ούτε ανεχόμαστε ν’ ακούμε όταν άλλοι ομιλούν;
Πες μου λοιπόν, για ποιό πράγμα θέλεις να συζητάς; για το φαγητό; Αλλ’ αυτές οι συζητήσεις είναι των μαγείρων. Μήπως για τα χρήματα; Αλλ’ αυτές είναι των μικροπωλητών και των έμπορων. Μήπως για οικοδομήματα; Αλλ’ αυτές είναι των τεχνιτών και των οικοδόμων. Μήπως για τη γη; Αλλ’ αυτές είναι των γεωργών. Δικό μας έργο κανένα άλλο δεν είναι, παρά πώς ν’ αποκτήσομε πλούτο για την ψυχή μας. Ας μη γίνει λοιπόν ο λόγος βαρετός. Πράγματι γιατί κανένας δεν κατηγορεί το γιατρό, που ομιλεί συνέχεια για την ιατρική, ούτε τους άλλους τεχνίτες, που ομιλούν για τις δικές τους τέχνες; Διότι, εάν μεν τόση μεγάλη επιτυχία είχαμε σημειώσει στα θέματα τα σχετικά με τα πάθη μας, ώστε να μη χρειάζεται η υπενθύμιση, πολύ σωστά θα μπορούσε κάποιος να μας κατηγορήσει για φιλοδοξία και επίδειξη, ή καλύτερα ούτε και τότε˙ διότι και αν ακόμα είχαμε σημειώσει μεγάλη επιτυχία στο θέμα αυτό, και πάλι έπρεπε να μιλάμε γι' αυτά, για να μη πέσομε και πάλι σ’ αυτά˙ καθόσον και οι γιατροί δεν συνομιλούν μόνο με ασθενείς, αλλά και με υγιείς, και υπάρχουν βιβλία σ’ αυτούς με παρόμοιο περιεχόμενο, ώστε τους μεν ασθενείς να τους απαλλάσσουν από την ασθένεια, τους δε υγιείς για να τους διαφυλάσσουν υγιείς. Επομένως, και αν ακόμα είμαστε υγιείς, ούτε έτσι έπρεπε να σταματούμε την προσπάθεια, αλλά να κάμνομε τα πάντα για να διατηρούμε την υγεία μας. Όταν δε συμβαίνει και να είμαστε ασθενείς, τότε είναι διπλή η ανάγκη των λόγων˙ η μεν πρώτη για ν’ απαλλαγούμε από την ασθένεια, η δε δεύτερη, αφού απαλλαγούμε απ’ αυτήν, να μη υποπέσομε στην ίδια ασθένεια. Ώστε λοιπόν τώρα συζητούμε εφαρμόζοντας τη θεραπευτική μέθοδο, και δεν επιχειρούμε την ανάπτυξη πραγματείας περί υγείας. (ΕΠΕ 16Α,255-259)
... Έχεις ομιλητική ικανότητα και διδασκαλική χάρη; Μη νομίσεις εξ αιτίας αυτού ότι έχεις κάτι περισσότερο από τους άλλους. Γι’ αυτό προ πάντων οφείλεις να δείχνεις ταπεινοφροσύνη, διότι αξιώθηκες να λάβεις περισσότερες δωρεές˙ «Διότι εκείνος που του συγχωρέθηκαν περισσότερα, περισσότερη αγάπη θα δείξει». Πρέπει λοιπόν και να δείχνεις ταπεινοφροσύνη, διότι, ενώ παρέβλεψε τους άλλους, πρόσεξε ο Θεός εσένα. Να φοβάσαι γι’ αυτό˙ διότι πολλές φορές αυτό σου γίνεται αιτία και καταστροφής σου, αν δεν προσέχεις.
Γιατί μεγαλοφρονείς; Επειδή διδάσκεις με λόγια; Αλλ’ είναι εύκολη αυτή η φιλοσοφία με λόγια˙ δίδαξέ με με τον τρόπο της ζωής σου˙ αυτή είναι η άριστη διδασκαλία. Λέγεις ότι πρέπει να είμαστε μετριόφρονες και απευθύνεις μακρό λόγο γι’ αυτό, και ρητορεύεις, και τα λόγια σου τρέχουν ανεμπόδιστα; Αλλά, λέγει, εκείνος είναι καλύτερος από σένα, εκείνος που με διδάσκει αυτό με έργα˙ διότι συνήθως δεν εναποτίθενται μέσα στην ψυχή τόσο εύκολα τα μαθήματα διδασκαλίας με τα λόγια, όσο με τα έργα˙ διότι, εάν δεν έχεις να δείξεις το έργο, όχι μόνο δεν ωφέλησες με τα λόγια, αλλά και προξένησες μεγαλύτερη βλάβη. Καλύτερα είναι να σιωπάς. Γιατί; Διότι μου καθιστάς αδύνατο το πράγμα˙ Εννοώ δηλαδή ότι, εάν συ, που λες τόσα πολλά, δεν κατορθώνεις να τα πράξεις, πολύ περισσότερο εγώ είμαι άξιος συγγνώμης, που δεν λέγω τίποτε. Γι’ αυτό λέγει ο προφήτης˙ «Στον δε αμαρτωλό είπε ο Θεός˙ Γιατί συ διδάσκεις τις εντολές μου;». Πράγματι αυτή η βλάβη είναι μεγαλύτερη, όταν, διδάσκοντας κανείς ωραία με τα λόγια, με τα έργα του πολεμεί τη διδασκαλία του.
Αυτό έχει γίνει αιτία πολλών κακών στις εκκλησίες. Γι’ αυτό και συγχωρέστε με, παρακαλώ, που ο λόγος μου αυτός προς εσάς παρατείνεται επί πολύ χρόνο στο πάθος αυτό. Πολλά πολλοί κάμνουν, στεκόμενοι ανάμεσα στο πλήθος, για ν’ απευθύνουν μακρό λόγο˙ και αν μεν λάβουν χειροκροτήματα από το πλήθος, αυτό έγινε γι’ αυτούς ίσο με βασιλεία, αν όμως τελειώσουν το λόγο με σιγή, τότε λοιπόν η λύπη εξ αιτίας της σιγής έγινε γι’ αυτούς πολύ πιο χειρότερη από τη γέεννα. Αυτό έκανε άνω κάτω τις εκκλησίες, επειδή και σεις δεν ζητάτε ν’ ακούσετε λόγο κατανυκτικό, αλλά λόγο που έχει τη δύναμη να προξενήσει ευχαρίστηση και με πομπώδεις εκφράσεις και με την όλη σύνθεση των λόγων, σαν ακριβώς ν’ ακούτε τραγουδιστές και κιθαριστές˙ και εμείς ενεργώντας ψυχρά και ταλαίπωρα, ακολουθούμε τις επιθυμίες σας, ενώ πρέπει να ξερριξώνομε αυτές. Και γίνεται το ίδιο, όπως, αν κάποιος, πατέρας παιδιού μαλθακού πέρα από ό,τι πρέπει, ενώ είναι άρρωστο, του δώσει γλύκισμα και μάλιστα ψυχρό και όσα άλλα μόνο ευχαριστούν, ενώ για τα χρήσιμα δεν καταβάλλει καμιά φροντίδα, έπειτα, κατηγορούμενος από τους γιατρούς, απολογούνταν, λέγοντας˙ Τι να κάνω; δεν βαστώ να βλέπω το παιδί μου να κλαίει. Άθλιε και ταλαίπωρε και προδότη! (διότι δεν θα μπορούσαμε τον παρόμοιο να τον ονομάσομε πατέρα)˙ και πόσο προτιμότερο δεν είναι, αφού το λυπήσεις για σύντομο χρόνο, να του χαρίσεις για πάντα την υγεία, παρά την προσωρινή αυτή χάρη να την καταστήσεις αιτία παντοτινής λύπης;
Αυτό παθαίνομε και εμείς, που καταγινόμαστε με ωραίες λέξεις και συνθέσεις φράσεων και αρμονία, με σκοπό πώς να ευχαριστήσομε, και όχι πώς να ωφελήσομε˙ πώς να θαυμασθούμε, και όχι πώς να διδάξομε˙ πώς να προξενήσομε ευχαρίστηση, και όχι πώς να συγκινήσομε˙ πώς να χειροκροτηθούμε και να φύγομε αφού λάβομε έπαινο, και όχι πώς να διορθώσομε τις συνήθειες. Πιστέψτε με, δεν ενεργώ διαφορετικά, όταν μιλώντας χειροκροτούμαι, διότι παθαίνω κάτι το ανθρώπινο κατά τη στιγμή εκείνη (διότι γιατί να μη πει κανείς την αλήθεια;), και χαίρομαι και ευχαριστούμαι, όταν όμως, αφού μεταβώ στο σπίτι μου, σκεφθώ ότι δεν ωφελήθηκαν καθόλου εκείνοι που με χειροκρότησαν, αλλ’, εάν έπρεπε και να ωφεληθούν σε κάτι, εξ αιτίας των χειροκροτημάτων και των επαίνων το έχουν χάσει, υποφέρω πολύ και στενάζω και δακρύζω, και, επειδή τα είπα όλα στα χαμένα, είναι τέτοια η διάθεσή μου, και λέγω προς τον εαυτό μου, ‘Ποιά η ωφέλειά μου από τους ιδρώτες, αφού οι ακροατές δεν θέλουν να ωφεληθούν σε κάτι από τους λόγους μου;' και πολλές φορές σκέφθηκα να θέσω νόμο που ν’ απαγορεύει τα χειροκροτήματα και να σας προτρέπει να ακούτε με ησυχία και πρέπουσα ευταξία.
Αλλά συγχωρέστε με, παρακαλώ, και πιστέψτε με και, αν νομίζετε σωστό, ας επικυρώσομε από αυτή τη στιγμή το νόμο αυτό, να μη επιτρέπεται σε κανένα από τους ακροατές να χειροκροτεί όταν κάποιος ομιλεί, αλλ’ εάν θέλει να θαυμάζει, ας θαυμάζει με σιωπή˙ κανένας δεν εμποδίζει, αλλ’ όμως όλη η φροντίδα και η προθυμία σας ας συγκεντρώνεται στο να δέχεσθε τα λεγόμενα. Γιατί χειροκροτήσατε; Γι’ αυτό το πράγμα ορίζω το νόμο, σεις όμως δεν ανέχεσθε ούτε ν’ ακούσετε. Αυτό θα γίνει αιτία πολλών αγαθών και διδασκαλείο φιλοσοφίας. Και οι μη Χριστιανοί φιλόσοφοι μιλούσαν σε ακροατήριο και πουθενά κανένα χειροκρότημα δεν ακολουθούσε˙ και οι Απόστολοι μιλούσαν σε πλήθη λαού και πουθενά δεν αναφέρεται αυτό, ότι ενώ μιλούσαν εκείνοι διέκοπταν οι ακροατές τον ομιλητή με χειροκροτήματα. Αυτό θα είναι μεγάλο κέρδος για μας.
Ας το επικυρώσομε λοιπόν αυτό˙ με ησυχία όλοι ν’ ακούμε και όλα να τα λέμε ενώ θα επικρατεί ησυχία. Διότι, εάν μεν φεύγαμε μετά τους κρότους έχοντας εκείνα που ακούσαμε, οπωσδήποτε και ούτε έτσι είναι χρήσιμος ο έπαινος (αλλά δεν θα μπορούσα ν’ ακριβολογήσω˙ ας μη με θεωρήσετε άξεστο), επειδή όμως φεύγοντας δεν έχομε τίποτε το επί πλέον, αντίθετα έχομε και βλάβη, ας εξαλείψομε το εμπόδιο, ας νικήσομε τα σκιρτήματα της καρδιάς, ας σταματήσομε τα πηδήματα της ψυχής. Ο Χριστός μίλησε στα πλήθη του λαού επάνω στο όρος, αλλά κανένας δεν είπε τίποτε, μέχρι που τελείωσε το λόγο. Δεν αποστερώ τα χειροκροτήματα από εκείνους που θέλουν να χειροκροτούν, αλλά τους κάμνω να είναι περισσότερο άξιοι θαυμασμού. Πολύ προτιμότερο είναι, αφού κανείς ακούσει με ησυχία, να χειροκροτεί με την ανάμνησή του καθ’ όλο το χρόνο και στην οικία του και στην αγορά, παρά, αφού τα κάνει όλα εδώ να αναχωρεί για το σπίτι του τελείως άδειος, μη έχοντας μαζί του την αίτια των χειροκροτημάτων. Πώς λοιπόν δεν είναι ο ακροατής άξιος για γέλια; πώς δεν θα θεωρηθεί μάλλον κόλακας και είρωνας, διότι δείχνει μεν ότι ο δάσκαλος μίλησε πολύ καλά, δεν μπορεί όμως να δείξει τι είπε; Αυτό είναι δείγμα κολακείας˙ διότι εκείνος μεν που άκουσε κιθαριστές και τραγουδιστές, πολύ εύλογα θα μπορούσε να πάθει αυτό, επειδή ο ίδιος δεν γνωρίζει να πει τα λόγια, όπου όμως δεν υπάρχει επίδειξη μέλους, ούτε φωνής, αλλά δύναμη νοημάτων και φιλοσοφίας, και στον καθένα είναι εύκολο να μιλήσει και να εκφωνήσει λόγο, πώς δεν είναι άξιος κατηγορίας εκείνος που δεν μπόρεσε να πει την αιτία, για την οποία επαίνεσε τον ομιλητή; Τίποτε δεν ταιριάζει τόσο πολύ στην εκκλησία, όσο η ευταξία. Ο θόρυβος είναι κατάλληλος στα θέατρα, στα λουτρά, στις πομπές και τις αγορές, εκεί όμως που η διδασκαλία είναι για τέτοιες αλήθειες, πρέπει να επικρατεί γαλήνη, ησυχία, εγκαρτέρηση και μεγάλη ασφάλεια.
Αυτά σας παρακαλώ και σας ικετεύω όλους να τα γνωρίζετε˙ δεν παύω βέβαια και εγώ ο ίδιος ν’ αναζητώ παντός είδους τρόπους, με τους οποίους θα μπορέσω να ωφελήσω τις ψυχές σας. Δεν είναι και αυτός νομίζω μικρός τρόπος˙ δεν θα ωφελήσει μόνο εσάς, αλλά και εμένα. Δεν θα με αφήσει να εκτραπώ ούτε να επιθυμώ επαίνους και δόξα, ούτε να λέγω εκείνα που ευχαριστούν, αλλ’ εκείνα που ωφελούν˙ ούτε ν’ ασχολούμαι όλες τις στιγμές του χρόνου με ωραίες λέξεις και τη σύνθεση αυτών, αλλά ν’ αφιερώνω όλη τη δύναμή μου με την αναζήτηση νοημάτων. Μπες σε εργαστήριο ζωγραφικής και θα δεις να υπάρχει εκεί μεγάλη ησυχία. Λοιπόν και εδώ το ίδιο να συμβαίνει˙ καθόσον και εδώ με τα χρώματα της αρετής ζωγραφίζομε βασιλικές εικόνες και καμιά ιδιωτική.
Γιατί αυτό; πάλι χειροκροτείτε; Δεν φαίνεται εύκολο το πράγμα, και αυτό δεν συμβαίνει εκ φύσεως, αλλά λόγω της μεγάλης συνήθειας δεν συνηθίσατε να το κατορθώνετε αυτό. Γραφίδα λοιπόν σ’ εμάς είναι η γλώσσα, τεχνίτης δε το άγιο Πνεύμα. Πες μου, στα μυστήρια μήπως υπάρχει κάποιος θόρυβος; μήπως κάποια ταραχή; Όταν βαπτιζόμαστε, όταν επιτελούμε όλα τα άλλα μυστήρια, δεν επικρατεί παντού ησυχία και σιωπή; Αυτό το κάλλος είναι κατασπαρμένο στον ουρανό. Γι’ αυτό κατηγορούμαστε από τους Έλληνες, ότι όλα τα κάμνομε από επίδειξη και φιλοδοξία. Αλλ’ αν αυτό εμποδισθεί, θα σβήσει και η υπερβολική αγάπη για τις πρωτοκαθεδρίες. Είναι αρκετό, αν κάποιος αγαπά τους επαίνους, το να αποσπά αυτούς μετά την ακρόαση, όταν συλλέγει τους καρπούς. Ναι παρακαλώ, ας επικυρώσομε αυτόν τον νόμο... (ΕΠΕ 16Α,202-212)
Αλλ’ επειδή θυμήθηκα τα ζώα, ας σκεφθούμε και τους ποιμένες των προβάτων, που είναι στην Καππαδοκία, τί και πόσα παθαίνουν για την προστασία των ζώων. Πολλές φορές λοιπόν καταπλακώθηκαν από το χιόνι και έμειναν τρεις συνεχόμενες ημέρες. Λέγεται όμως ότι και οι ποιμένες, που είναι στη Λιβύη, δεν υποφέρουν μικρότερα απ’ αυτούς δεινά, περιπλανώμενοι ολόκληρους μήνες στη φοβερή εκείνη έρημο και γεμάτη από τα άγρια θηρία. Εάν όμως είναι τόσο μεγάλη η φροντίδα για τα άλογα, ποιά απολογία θα έχουμε εμείς που έχουμε αναλάβει ψυχές λογικές και κοιμόμαστε τον βαθύ αυτόν ύπνο; Έπρεπε λοιπόν ν’ αναπαυόμαστε τελείως; έπρεπε να ησυχάζουμε εντελώς; δεν έπρεπε να τρέχουμε παντού και να παραδίνουμε τους εαυτούς μας σε χίλιους θανάτους για χάρη των προβάτων αυτών;
Ή δε γνωρίζετε την αξία αυτής της αγέλης; δεν πραγματοποίησε άπειρα γι’ αυτήν ο δικός σου Κύριος και δεν έχυσε τελευταία το αίμα του; και συ ζητάς ανάπαυση; και τί θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από τους ποιμένες αυτούς; Δεν σκέπτεσαι αυτό, ότι περιτριγυρίζουν τα πρόβατα αυτά λύκοι πολύ ποιό μοχθηροί και πιο άγριοι απ’ αυτούς; Δε σκέπτεσαι ποιά ψυχή χρειάζεται εκείνος που πρόκειται να μεταχειρισθεί αυτή την εξουσία; Και οι ηγέτες βέβαια του λαού όταν συσκέπτονται για να αποφασίσουν για τα τυχαία πράγματα, προσθέτουν στις ημέρες τις νύχτες ξαγρυπνώντας, ενώ εμείς που κάνουμε τον αγώνα για τον ουρανό κοιμόμαστε και την ημέρα; και ποιός θα μας γλυτώσει πλέον από την τιμωρία γι’ αυτά; Γιατί, αν χρειαζόταν να κατακομματιάζεται το σώμα μας, αν χρειαζόταν να υποστούμε άπειρους θανάτους, δεν θα έπρεπε να τρέχουμε σαν να πηγαίναμε σε πανηγύρι; Αυτά όμως ας μην τα ακούν μόνο οι ποιμένες αλλά και τα πρόβατα, για να κάνουν πιο πρόθυμους τους ποιμένες, για να παρακινούν περισσότερο την προαίρεσή τους, παρέχοντας κάθε πειθώ και υπακοή, και τίποτε άλλο. Έτσι και ο Παύλος διέταξε λέγοντας, «να υπακούτε και να υποτάσσεσθε στους προϊσταμένους σας, γιατί αυτοί αγρυπνούν για τις ψυχές σας, σαν άνθρωποι που θα δώσουν λόγο για σας». Όταν όμως λέγει, «αγρυπνούν», εννοεί άπειρους κόπους και φροντίδες και κινδύνους.
Ο καλός λοιπόν ποιμένας, που είναι τέτοιος όπως τον θέλει ο Χριστός, συναγωνίζεται άπειρους μάρτυρες. Γιατί βέβαια εκείνος πέθανε γι’ αυτόν μία φορά, ενώ αυτός πεθαίνει άπειρες φορές για την ποίμνη, αν βέβαια είναι ποιμένας τέτοιος όπως πρέπει να είναι. Γιατί ένας τέτοιος ποιμένας μπορεί να πεθαίνει κάθε ημέρα. Γι’ αυτό και σεις γνωρίζοντας τον κόπο, συμπράττετε με τις προσευχές, με τη φροντίδα, την προθυμία, τη φιλία, για να γίνουμε καύχημά σας και σεις δικό μας. Γι’ αυτό λοιπόν και στον κορυφαίο από τους αποστόλους που αγαπούσε το Χριστό περισσότερο από τους άλλους, αυτό εμπιστεύθηκε, αφού πρώτα τον ρώτησε, αν αγαπιέται απ’ αυτόν, για να μάθεις, ότι αυτό πριν από τα άλλα θεωρείται απόδειξη της αγάπης γι’ αυτόν, καθόσον χρειάζεται αυτό νεανική ψυχή. Αυτά βέβαια τα είπα για άριστους ποιμένες, όχι για τον εαυτό μου και τους δικούς μας, αλλ΄ αν υπάρχει κάποιος τέτοιος, όπως ήταν ο Παύλος, όπως ο Πέτρος, όπως ο Μωυσής. Αυτούς λοιπόν ας μιμηθούμε και άρχοντες και αρχόμενοι, γιατί είναι δυνατό και ο αρχόμενος να είναι εν μέρει ποιμένας του σπιτιού, των φίλων, των υπηρετών, της γυναίκας, των παιδιών του. (ΕΠΕ 17,661-665)
Όταν εισέλθη στο σπίτι ο προεστώς της εκκλησίας, αμέσως λέγει, ειρήνη σε όλους, όταν ομιλή, ειρήνη σε όλους, όταν ευλογή, ειρήνη σε όλους, όταν προτρέπη να χαιρετίζωμε, ειρήνη σε όλους, όταν τελεσθή η θυσία, ειρήνη σε όλους, και στον ενδιάμεσο χρόνο πάλι λέγει, χάρις και ειρήνη σε όλους. Πώς λοιπόν δεν είναι παράλογο, ενώ τόσες φορές ακούμε να έχωμε ειρήνη, ερχόμαστε και πολεμούμε ο ένας τον άλλο, και ενώ λαμβάνομε και ανταποδίδομε, ερχόμαστε και πολεμούμε εκείνον που δίνει την ειρήνη; Λέγεις, ‘και στο Πνεύμα σου’, και συκοφαντείς αυτόν έξω στον κόσμο; Αλλοίμονο, διότι τα άγια της εκκλησίας έχουν καταντήσει μόνο κενοί τύποι των πραγμάτων, και όχι αλήθεια. Αλλοίμονο, διότι τα σύμβολα του στρατοπέδου αυτού φθάνουν μέχρι τα λόγια. Γι’ αυτό και δεν γνωρίζετε γιατί λέγεται, ειρήνη σε όλους. Αλλά ακούσατε τα επόμενα, τί λέγει ο Χριστός. «Σε όποια δε πόλι ή χωριό θα μεταβήτε, όταν εισέρχεσθε στο σπίτι, χαιρετίσατε αυτό, και εάν το σπίτι είναι άξιο, ας έλθη η ειρήνη σας σ’ αυτό. Εάν όμως δεν είναι άξιο, η ειρήνη σας ας επιστρέψη σε σας». Γι’ αυτό δεν γνωρίζομε, επειδή θεωρούμε αυτά πώς είναι τύπος μόνο και δεν τα κατανοούμε. Μήπως εγώ δίνω την ειρήνη; Ο Χριστός, καταδεχόμενος να ομιλή δια μέσου ημών. Αν και όλο τον υπόλοιπο χρόνο είμαστε χωρίς τη χάρι του, όμως δεν είμαστε τώρα εξ αιτίας σας. Διότι, εάν η χάρις του Θεού ενήργησε σε όνο και σε μάντι, για την προστασία και την ωφέλεια των Ισραηλιτών, είναι ολοφάνερο ότι ούτε και σε εμάς θα σταματήση να ενεργή, αλλά θα ανεχθή και τούτο για την ιδική σας ωφέλεια.
Ας μη ειπή λοιπόν κανείς, ότι εγώ είμαι ασήμαντος και ταπεινός και χωρίς καμμία αξία, και έτσι ας με προσέχη. Βέβαια είμαι τέτοιος, αλλά πάντοτε συνηθίζει ο Θεός για χάρι των πολλών να προσέχη και αυτούς. Και για να μάθετε, εθεώρησε άξιο να ομιλήση με τον Κάιν εξ αιτίας του Άβελ, με το διάβολο εξ αιτίας του Ιώβ, με τον Φαραώ εξ αιτίας του Ιωσήφ, με τον Ναβουχοδονόσορα εξ αιτίας του Δανιήλ, με τον Βαλτάσαρ εξ αίτιας του ιδίου. Και οι μάγοι εγνώρισαν την αποκάλυψι, και ο Καϊάφας επροφήτευσε, αν και ήταν χριστοκτόνος και ανάξιος, εξ αιτίας του αξιώματος της ιερωσύνης. Λέγεται ότι και ο Ααρών εξ αιτίας αυτού δεν έγινε λεπρός. Γιατί λοιπόν, ειπέ μου, ενώ και οι δύο αυθαδίασαν κατά του Θεού, εκείνη μόνη ετιμωρήθηκε; Μη απορήσης, διότι εάν στα κοσμικά αξιώματα, και αν ακόμη έχη κατηγορηθή κανείς πάρα πολύ, δεν οδηγήται προηγουμένως στο δικαστήριο, πριν αποθέση την εξουσία του, για να μη υβρίζεται και εκείνη μαζί μ’ αυτόν, πολύ περισσότερο αυτό πρέπει να γίνεται στην περίπτωσι της πνευματικής εξουσίας, όπου οποιοσδήποτε και αν είναι, ενεργεί η χάρις του Θεού. Διότι αλλιώς θα είχαν χαθή τα πάντα. Όταν όμως αποθέση την εξουσία, είτε στην άλλη ζωή, είτε και εδώ, τότε λοιπόν, τότε θα τιμωρηθή πιο βαριά.
Μη νομίζετε ότι εγώ τα λέγω αυτά. Η θεία χάρις τα λέγει, η οποία και σε ανάξιο ενεργεί, όχι εξ αιτίας μας, αλλ΄ εξ αιτίας σας. Ακούσατε λοιπόν τί λέγει ο Χριστός: «Εάν είναι το σπίτι άξιο, ας έλθη η ειρήνη σας σ’ αυτό». Πώς όμως γίνεται άξιο; «Αν σας δεχθούν», λέγει. «Αν όμως δεν σας δεχθούν, ούτε ακούσουν τα λόγια σας, σας λέγω αλήθεια, θα είναι πιο επιεικής η τιμωρία για τα Σόδομα και Γόμορρα κατά την ημέρα της κρίσεως, παρά για την πόλι εκείνη». Ποιά λοιπόν είναι η ωφέλεια, ότι μας δέχεσθε και δεν ακούετε τα λόγια μας; Ποιό το κέρδος, ότι δέχεσθε θεραπεία και δεν προσέχετε τα λεγόμενα σε σας; Αυτή είναι η τιμή για μας, αυτή η θαυμαστή θεραπεία, η οποία ωφελεί και εσάς και εμάς, εάν δηλαδή μας ακούετε. Ακούετε και τον Παύλο που λέγει, «Δεν εγνώριζα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερεύς». Άκουε επίσης και τον Χριστό που λέγει, «Όλα όσα σας λέγουν να φυλάσσετε, να τα φυλάσσετε και να τα πράττετε».
Δεν περιφρονείς εμένα, αλλά την ιερωσύνη. Αν με ιδής χωρίς αυτήν, τότε να με περιφρονής, τότε ούτε εγώ ανέχομαι να δίνω προσταγές. Εν όσω όμως συμβαίνει να καθώμασθε επάνω στο θρόνο αυτόν, εν όσω έχομε την εξουσία, έχομε και την αξία και τη δύναμι, έστω και αν είμασθε ανάξιοι. Εάν ο θρόνος του Μωϋσή ήταν τόσο σεβαστός, ώστε να ακούεται εξ αιτίας εκείνου, πολύ περισσότερο θα είναι ο θρόνος του Χριστού. Εμείς είμασθε διάδοχοι εκείνου. Από τότε ομιλούμε, από τότε που ο Χριστός μας ανέθεσε τη διακονία της συμφιλιώσεως. Οι πρέσβεις, οποιοιδήποτε και αν είναι, απολαμβάνουν μεγάλη τιμή εξ αιτίας του αξιώματος που έχουν. Πρόσεχε λοιπόν, έρχονται μόνοι στη χώρα των βαρβάρων, ανάμεσα σε τόσους αντιπάλους και επειδή έχει μεγάλο κύρος ο νόμος της πρεσβείας, όλοι τους τιμούν αυτούς, όλοι σε αυτούς αποβλέπουν, όλοι με ασφάλεια τους αποστέλλουν. Και εμείς λοιπόν έχομε αναλάβει το αξίωμα της πρεσβείας, και είμασθε απεσταλμένοι του Θεού, γιατί αυτό είναι το επισκοπικό αξίωμα. Έχομε έλθει προς εσάς πρεσβεύοντας, αξιώνοντας να σταματήσετε τον πόλεμο και λέγοντας ενώπιον όλων. Δεν σας υποσχόμασθε ότι θα σας δώσωμε πόλεις, ούτε μεγάλες ποσότητες σιταριού, ούτε δούλους, ούτε χρυσό, αλλά τη βασιλεία των ουρανών, τη ζωή την αιώνιο, τη συναναστροφή μαζί με τον Χριστό, τα άλλα αγαθά, τα οποία ούτε είναι δυνατό να αναφέρωμε, έως ότου θα είμασθε με το σώμα αυτό και στην παρούσα ζωή.
Είμασθε πρέσβεις λοιπόν. Και θέλομε να απολαμβάνωμε τιμές, όχι για εμάς, μη γένοιτο, γιατί γνωρίζομε πόσο ασήμαντες είναι αυτές, αλλά για σας, ώστε εσείς με ενδιαφέρον να ακούετε τα λόγια μας, ώστε εσείς να ωφελήσθε, ώστε να μη προσέχετε με αδιαφορία και απροσεξία στα λεγόμενα. Δεν βλέπετε τους πρέσβεις πώς όλοι τους περιποιούνται; Εμείς είμασθε πρέσβεις του Θεού στους ανθρώπους. Και εάν σας στενοχωρή αυτό, όχι εμείς, αλλά αυτό το επισκοπικό αξίωμα, όχι ο τάδε, αλλά ο επίσκοπος. Κανείς ας μη ακούη εμένα, αλλά το αξίωμα. (ΕΠΕ 22,145-149)
Και πώς ονομάζει σαρκικούς αυτούς που έλαβον τόσον πολύ Πνεύμα και δια τους οποίους εις την αρχήν της επιστολής έπλεξε τόσα πολλά εγκώμια; Διότι ήσαν σαρκικοί και εκείνοι, προς τους οποίους ο Κύριος λέγει: «Φύγετε μακριά από εμέ, σεις που πράττετε την ανομίαν. Δεν σας γνωρίζω» αν και βέβαια εκείνοι και δαίμονας εξέβαλον και νεκρούς ανέστησαν και προφητείας έκαναν. Ώστε είναι δυνατόν ακόμη και ένας που έκανε θαύματα να είναι σαρκικός. Καθ’ όσον μάλιστα δια του Βαλαάμ ενήργησεν ο Θεός και εις τον Φαραώ και εις τον Ναβουχοδονόσορα απεκάλυψε τα μέλλοντα, και ο Καϊάφας προεφήτευσε χωρίς να κατανοή όσα έλεγεν. Επί πλέον και μερικοί άλλοι εξέβαλον δαιμόνια επικαλούμενοι το όνομά του χωρίς να είναι οπαδοί του. Επειδή δηλαδή αυτά δεν γίνονται δι’ όσους ενεργούν αυτά, αλλά χάριν άλλων, πολλάκις αυτά έγιναν ακόμη και δι’ αναξίων.
Και διατί απορείς, αν δι’ αναξίων ανδρών γίνωνται χάριν άλλων αυτά, τα οποία, ως γνωστόν, γίνονται και δι’ αγίων; καθ’ όσον ο Παύλος λέγει: «Όλα είναι ιδικά σας, είτε Παύλος είτε Απολλώς είτε Κηφάς είτε ζωή είτε θάνατος» και πάλιν, ότι «Αυτός ώρισεν άλλους μεν αποστόλους, άλλους προφήτας, άλλους ποιμένας και διδασκάλους, δια να καταρτίζουν τους αγίους δια το έργον της διακονίας».
Διότι, εάν δεν συνέβαινε τούτο, τίποτε δεν θα ημπόδιζε να καταστραφούν όλοι. Συμβαίνει δηλαδή οι μεν άρχοντες να είναι φαύλοι και μιαροί, ενώ οι αρχόμενοι να είναι ήπιοι και πράοι, και οι μεν λαϊκοί να ζουν με ευλάβειαν, ενώ οι ιερείς με πονηρίαν, και δεν επρόκειτο ούτε βάπτισμα να υπάρχη ούτε σώμα Χριστού ούτε προσφορά δι’ εκείνων, εάν η χάρις εζήτει παντού τους αξίους. Αλλ΄ όμως συνηθίζει ο Θεός να ενεργή και δι’ αναξίων, και δεν παραβλάπτεται καθόλου η χάρις του βαπτίσματος από τον βίον του ιερέως. Διότι αλλιώς ο λαμβάνων την χάριν θα εζημιούτο. Ώστε, αν και σπανίως γίνονται αυτά, πάντως όμως γίνονται. Τα λέγω δε αυτά, δια να μη σκανδαλίζεται κανείς από σας, που ευρίσκεσθε τώρα εδώ, δια όσα συμβαίνουν, εάν περιεργάζεται τον βίον του ιερέως. Διότι ο άνθρωπος καθόλου δεν εισάγει εις τα μυστήρια, αλλά το παν είναι έργον της δυνάμεως του Θεού, και εκείνος είναι που μας οδηγεί εις τα μυστήρια. (ΕΠΕ 18.219-221)
‘Ο καλός Θεός οικονομάει για τον κάθε άνθρωπο έναν σταυρό ανάλογα με την αντοχή του, όχι για να τον βασανίσει αλλά για να ανέβει από τον σταυρό στον Ουρανό. Γιατί στην ουσία ο σταυρός είναι σκάλα προς τον Ουρανό’. Διαβάζοντας αυτά τα λόγια του αγίου Παισΐου σκέφτομαι ότι ο Χριστός είναι ο πρώτος που ανέβηκε από το σταυρό στον Ουρανό για να ανοίξει και για μας αυτή την πόρτα! Γιατί ο δρόμος για τη Βασιλεία Του περνάει από το γολγοθά και τη σταύρωση. Με τη Σταυρανάσταση Του ο Χριστός μάς καταδεικνύει τον τρόπο για τη σωτηρία της ψυχής μας. Με τη δική Του Σταύρωση μετέτρεψε το σταυρό από μέσο θανάτωσης σε μέσο σωτηρίας ευλογημένο! Και ο σταυρός που κουβαλάει ο καθένας μας είναι καλά μελετημένος και ζυγισμένος σύμφωνα με την πανσοφία και το Έλεος του Θεού.
Ο σταυρός μας λοιπόν είναι ένα δώρο, ένα κάλεσμα του Χριστού να πάμε κοντά Του. Από εμάς εξαρτάται αν θα αγκαλιάσουμε αυτό το σταυρό ή αν θα τον καταραστούμε. Είναι σίγουρο όμως πως στην πρώτη περίπτωση ο Χριστός θα γίνει ο δικός μας Σίμωνας Κυρηναίος και έτσι ο σταυρός μας θα γίνει δικός Του και τότε τί έχουμε να φοβηθούμε; Ποια απογοήτευση να νιώσουμε και ποια κούραση; Κάθε λύπη και βάρος θα εξαφανιστεί. Θα νιώθουμε ότι έχουμε πούπουλα στους ώμους και ότι περπατάμε ήδη στα σύννεφα! Γιατί ο Θεός μας δεν είναι Θεός τιμωρός και βασανιστής αλλά Θεός της Αγάπης και του Ελέους. Πήρε πάνω Του τις αμαρτίες όλου του κόσμου ο Αναμάρτητος! Πώς δεν θα μας συντρέξει στις δοκιμασίες μας; Αν όμως αντιμετωπίσουμε το σταυρό μας σαν κατάρα και ανάθεμα, τότε θα νιώσουμε μεγαλύτερο το βάρος του στους ώμους μας και η ζωή μας θα γίνει ένα μαρτύριο. Θα παλεύουμε μόνοι και αβοήθητοι με τα κύματα του βίου τούτου κινδυνεύοντας να καταποντιστούμε και στο τέλος να χαθούμε!
Ο Θεός μας έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς κατά χάριν Θεοί. Αν Εκείνος ανέβηκε για μένα στο σταυρό, θα ανέβω κι εγώ τώρα για Εκείνον. Αν Εκείνος περπάτησε στο Γολγοθά , θα περπατήσω κι εγώ τώρα στα χνάρια Του. Και όχι με γογγυσμό … Εκείνος δεν γόγγυσε! Αλλά θα πορευθώ αδιαμαρτύρητα και με καμάρι, χαρά και ευγνωμοσύνη. Γιατί πίσω από το Γολγοθά ξημέρωσε η Ανάσταση του Χριστού! Κι έτσι τώρα και για μένα ξημερώνει και η δική μου ανάσταση κοντά Του.
Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ, η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε!(Α.Κ.Β)
965. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΑΣΙΣ.
– Για πέστε μας, πάτερ, που είναι η Κόλασις; Ρώτησαν κάπως πονηρά δύο νεαροί έναν ιερέα.
- Στο τέλος μιας ζωής χωρίς Χριστόν, ήταν η έξυπνη απάντηση που τους έδωσε εκείνος.
1139. Η ΥΠΑΡΞΙΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ.
Η μητέρα μαλώνει την κόρη:
- Δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι έτσι πεισματάρα και δε θέλεις να πάρεις τον νέο που σου λέγει ο μπαμπάς.
- Γιατί μαμά, είναι άπιστος. Μου ομολόγησε ότι δεν πιστεύει στην Κόλαση.
- Μόνο γι αυτό τον λόγο; Μην ανησυχείς. Αν ζήσει μαζί μας σε λίγο διάστημα θα αλλάξει ιδέα.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 441,517 )
1056. Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΑΓΑΠΗ.
Ρώτησαν μια μητέρα:
- Ποιο από τα δώδεκα παιδιά σου αγαπάς περισσότερο;
- Εκείνο που είναι άρρωστο, ώσπου να γίνει καλά. Και κείνο, που είναι μακριά, ώσπου να επιστρέψει, απάντησε η καλή μητέρα.
1063. «ΝΑ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ».
Μια πατρικιά ρωμαία, στολισμένη με πλούσια και βαριά κοσμήματα, ζήτησε από την Κορνηλία, μητέρα των δύο Γράκχων να της δείξει τα κοσμήματά της.
Εκείνη, αγκαλιάζοντας τα δύο παιδιά της που μόλις είχαν επιστρέψει από το σχολείο, είπε: «Να τα δικά μου κοσμήματα».
1065. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΗΡΩΙΔΑ.
Κάποτε ένας δάσκαλος ρώτησε τους μαθητάς του, ποια γυναίκα θα μπορούσαν να αναφέρουν ως την μεγαλύτερα ηρωίδα της ιστορίας. Οι μαθηταί εις απάντησιν είπαν διάφορα ιστορικά ονόματα γυναικών. Μια όμως μαθήτρια φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της: «Η μητέρα».
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 481-484 )
42. «Βαβυλωνία κάμινος, τους Παίδας ουκ έφλεξεν, ουδέ της θεότητος το πυρ, την Παρθένον διέφθειρε» (Π).
Το περιστατικό της θαυματουργικής διασώσεως των αγίων τριών παίδων που ο Ναβουχοδονόσορ έρριξε μέσα στην «κάμινο του πυρός την καιομένην» (Δανιήλ, γ΄) ενέπνευσε τόσο πολύ την ορθόδοξη ευσέβεια, ώστε στο γεγονός αυτό ν’ αφιερώση δύο απ’ τις εννέα Ωδές των Κανόνων της Υμνολογίας της (την Ζ΄ και την Η').
Και πολύ σωστά. Διότι και το περιστατικό αυτό είναι μια χαρακτηριστική προτύπωσις της ενσαρκώσεως του Θεού από την Θεοτόκο. Όπως δηλαδή η φωτιά της καμίνου δεν πείραξε «καθόλου το πυρ και ουχ ελύπησεν ουδέ παρηνώχλησε» τους τρεις Παίδας (Δανιήλ γ' 26), έτσι και το πυρ της θεότητος δεν πείραξε και δεν έκαψε την Παρθένο, όταν δέχθηκε στους κόλπους της τον Θεάνθρωπο Ιησού.
Η παρουσία του Θεού στην Π. Διαθήκη συνοδευόταν πάντα με το στοιχείο της φωτιάς (πρβλ. Έξοδ. γ' 2.Δευτ. δ' 12). Κατά την Ενσάρκωσι το πυρ της θεότητος, περνώντας απ’ το πρόσωπο της Θεοτόκου μετασχηματίσθηκε σε φώς και δύναμι. Έτσι, στην Κ. Διαθήκη οι άνθρωποι που προσεγγίζουν τη θεότητα δια μέσου της Θεοτόκου δεν κατακαίονται από τη θεϊκή φωτιά, αλλά φωτίζονται, ενδυναμώνονται και ζωογονούνται. Η Θεοτόκος χρησίμευσε στην ανθρωπότητα σαν μετασχηματιστής. Ο ρόλος της και η λειτουργία της είναι να μετασχηματίζη το πυρ της θεότητος σε φωτιστική, καθαριστική και αναγεννητική δύναμι.
Πρέπει όμως να σημειωθή, ότι ο Μετασχηματιστής αυτός είναι εγκαταστημένος μέσα στην Εκκλησία και είναι χρήσιμος για όσους προσεγγίζουν τον Θεό μέσω της Εκκλησίας. Όσοι όμως δεν ανήκουν στην Εκκλησία και δεν καταφεύγουν στο Θεό δια της Θεοτόκου θα έχουν τελικά ν’ αντιμετωπίσουν το εξουθενωτικό και εκτυφλωτικό πυρ της θεότητος, που η Γραφή το ονομάζει «πυρ καταναλίσκον» (=εξολοθρευτικό, Εβρ. ιβ΄ 29).
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 66-67)
1145. Η ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΗ ΝΙΚΗ.
Ένας Πέρσης ευγενής, μετά την μάχη των Αρβήλων, συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε να τον μεταχειρίζονται καλά και να μη του λείψει τίποτα απ’ όσα θα έκαναν την κατάσταση του λιγότερο σκληρή. Κατόπιν, τον κάλεσε μπροστά του και του μίλησε μ’ ευγένεια και καλοσύνη. Αλλά ο Πέρσης αποκρίθηκε με περιφρόνηση.
Τότε ο Μ. Αλέξανδρος είπε στους αξιωματικούς του: «Πάρτε τον απ’ εδώ για να μη με κάνει να θυμώσω με τις απαντήσεις του. Νίκησα αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά τώρα - πράγμα πολύ πιο δύσκολο – πρέπει να νικήσω και τον εαυτό μου».
1148. ΤΟ ΑΓΡΙΟΤΕΡΟ ΘΗΡΙΟ.
Ρώτησαν έναν φιλόσοφο:
- Ποιο είναι το αγριότερο θηρίο;
Κι εκείνος απάντησε:
- Ο άνθρωπος, όταν θυμώνει.
1152. ΜΗ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ.
Ήθελε κάποτε ο Πλάτων να τιμωρήσει ένα ατίθασο παιδί, αλλά ήταν θυμωμένος. Γυρνά στο φίλο του Ξενοκράτη και του λέγει:
- Σε παρακαλώ, τιμώρησε συ το παιδί αυτό, γιατί είμαι πολύ θυμωμένος.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 521-523)