Όταν εισέλθη στο σπίτι ο προεστώς της εκκλησίας, αμέσως λέγει, ειρήνη σε όλους, όταν ομιλή, ειρήνη σε όλους, όταν ευλογή, ειρήνη σε όλους, όταν προτρέπη να χαιρετίζωμε, ειρήνη σε όλους, όταν τελεσθή η θυσία, ειρήνη σε όλους, και στον ενδιάμεσο χρόνο πάλι λέγει, χάρις και ειρήνη σε όλους. Πώς λοιπόν δεν είναι παράλογο, ενώ τόσες φορές ακούμε να έχωμε ειρήνη, ερχόμαστε και πολεμούμε ο ένας τον άλλο, και ενώ λαμβάνομε και ανταποδίδομε, ερχόμαστε και πολεμούμε εκείνον που δίνει την ειρήνη; Λέγεις, ‘και στο Πνεύμα σου’, και συκοφαντείς αυτόν έξω στον κόσμο; Αλλοίμονο, διότι τα άγια της εκκλησίας έχουν καταντήσει μόνο κενοί τύποι των πραγμάτων, και όχι αλήθεια. Αλλοίμονο, διότι τα σύμβολα του στρατοπέδου αυτού φθάνουν μέχρι τα λόγια. Γι’ αυτό και δεν γνωρίζετε γιατί λέγεται, ειρήνη σε όλους. Αλλά ακούσατε τα επόμενα, τί λέγει ο Χριστός. «Σε όποια δε πόλι ή χωριό θα μεταβήτε, όταν εισέρχεσθε στο σπίτι, χαιρετίσατε αυτό, και εάν το σπίτι είναι άξιο, ας έλθη η ειρήνη σας σ’ αυτό. Εάν όμως δεν είναι άξιο, η ειρήνη σας ας επιστρέψη σε σας». Γι’ αυτό δεν γνωρίζομε, επειδή θεωρούμε αυτά πώς είναι τύπος μόνο και δεν τα κατανοούμε. Μήπως εγώ δίνω την ειρήνη; Ο Χριστός, καταδεχόμενος να ομιλή δια μέσου ημών. Αν και όλο τον υπόλοιπο χρόνο είμαστε χωρίς τη χάρι του, όμως δεν είμαστε τώρα εξ αιτίας σας. Διότι, εάν η χάρις του Θεού ενήργησε σε όνο και σε μάντι, για την προστασία και την ωφέλεια των Ισραηλιτών, είναι ολοφάνερο ότι ούτε και σε εμάς θα σταματήση να ενεργή, αλλά θα ανεχθή και τούτο για την ιδική σας ωφέλεια.
Ας μη ειπή λοιπόν κανείς, ότι εγώ είμαι ασήμαντος και ταπεινός και χωρίς καμμία αξία, και έτσι ας με προσέχη. Βέβαια είμαι τέτοιος, αλλά πάντοτε συνηθίζει ο Θεός για χάρι των πολλών να προσέχη και αυτούς. Και για να μάθετε, εθεώρησε άξιο να ομιλήση με τον Κάιν εξ αιτίας του Άβελ, με το διάβολο εξ αιτίας του Ιώβ, με τον Φαραώ εξ αιτίας του Ιωσήφ, με τον Ναβουχοδονόσορα εξ αιτίας του Δανιήλ, με τον Βαλτάσαρ εξ αίτιας του ιδίου. Και οι μάγοι εγνώρισαν την αποκάλυψι, και ο Καϊάφας επροφήτευσε, αν και ήταν χριστοκτόνος και ανάξιος, εξ αιτίας του αξιώματος της ιερωσύνης. Λέγεται ότι και ο Ααρών εξ αιτίας αυτού δεν έγινε λεπρός. Γιατί λοιπόν, ειπέ μου, ενώ και οι δύο αυθαδίασαν κατά του Θεού, εκείνη μόνη ετιμωρήθηκε; Μη απορήσης, διότι εάν στα κοσμικά αξιώματα, και αν ακόμη έχη κατηγορηθή κανείς πάρα πολύ, δεν οδηγήται προηγουμένως στο δικαστήριο, πριν αποθέση την εξουσία του, για να μη υβρίζεται και εκείνη μαζί μ’ αυτόν, πολύ περισσότερο αυτό πρέπει να γίνεται στην περίπτωσι της πνευματικής εξουσίας, όπου οποιοσδήποτε και αν είναι, ενεργεί η χάρις του Θεού. Διότι αλλιώς θα είχαν χαθή τα πάντα. Όταν όμως αποθέση την εξουσία, είτε στην άλλη ζωή, είτε και εδώ, τότε λοιπόν, τότε θα τιμωρηθή πιο βαριά.
Μη νομίζετε ότι εγώ τα λέγω αυτά. Η θεία χάρις τα λέγει, η οποία και σε ανάξιο ενεργεί, όχι εξ αιτίας μας, αλλ΄ εξ αιτίας σας. Ακούσατε λοιπόν τί λέγει ο Χριστός: «Εάν είναι το σπίτι άξιο, ας έλθη η ειρήνη σας σ’ αυτό». Πώς όμως γίνεται άξιο; «Αν σας δεχθούν», λέγει. «Αν όμως δεν σας δεχθούν, ούτε ακούσουν τα λόγια σας, σας λέγω αλήθεια, θα είναι πιο επιεικής η τιμωρία για τα Σόδομα και Γόμορρα κατά την ημέρα της κρίσεως, παρά για την πόλι εκείνη». Ποιά λοιπόν είναι η ωφέλεια, ότι μας δέχεσθε και δεν ακούετε τα λόγια μας; Ποιό το κέρδος, ότι δέχεσθε θεραπεία και δεν προσέχετε τα λεγόμενα σε σας; Αυτή είναι η τιμή για μας, αυτή η θαυμαστή θεραπεία, η οποία ωφελεί και εσάς και εμάς, εάν δηλαδή μας ακούετε. Ακούετε και τον Παύλο που λέγει, «Δεν εγνώριζα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερεύς». Άκουε επίσης και τον Χριστό που λέγει, «Όλα όσα σας λέγουν να φυλάσσετε, να τα φυλάσσετε και να τα πράττετε».
Δεν περιφρονείς εμένα, αλλά την ιερωσύνη. Αν με ιδής χωρίς αυτήν, τότε να με περιφρονής, τότε ούτε εγώ ανέχομαι να δίνω προσταγές. Εν όσω όμως συμβαίνει να καθώμασθε επάνω στο θρόνο αυτόν, εν όσω έχομε την εξουσία, έχομε και την αξία και τη δύναμι, έστω και αν είμασθε ανάξιοι. Εάν ο θρόνος του Μωϋσή ήταν τόσο σεβαστός, ώστε να ακούεται εξ αιτίας εκείνου, πολύ περισσότερο θα είναι ο θρόνος του Χριστού. Εμείς είμασθε διάδοχοι εκείνου. Από τότε ομιλούμε, από τότε που ο Χριστός μας ανέθεσε τη διακονία της συμφιλιώσεως. Οι πρέσβεις, οποιοιδήποτε και αν είναι, απολαμβάνουν μεγάλη τιμή εξ αιτίας του αξιώματος που έχουν. Πρόσεχε λοιπόν, έρχονται μόνοι στη χώρα των βαρβάρων, ανάμεσα σε τόσους αντιπάλους και επειδή έχει μεγάλο κύρος ο νόμος της πρεσβείας, όλοι τους τιμούν αυτούς, όλοι σε αυτούς αποβλέπουν, όλοι με ασφάλεια τους αποστέλλουν. Και εμείς λοιπόν έχομε αναλάβει το αξίωμα της πρεσβείας, και είμασθε απεσταλμένοι του Θεού, γιατί αυτό είναι το επισκοπικό αξίωμα. Έχομε έλθει προς εσάς πρεσβεύοντας, αξιώνοντας να σταματήσετε τον πόλεμο και λέγοντας ενώπιον όλων. Δεν σας υποσχόμασθε ότι θα σας δώσωμε πόλεις, ούτε μεγάλες ποσότητες σιταριού, ούτε δούλους, ούτε χρυσό, αλλά τη βασιλεία των ουρανών, τη ζωή την αιώνιο, τη συναναστροφή μαζί με τον Χριστό, τα άλλα αγαθά, τα οποία ούτε είναι δυνατό να αναφέρωμε, έως ότου θα είμασθε με το σώμα αυτό και στην παρούσα ζωή.
Είμασθε πρέσβεις λοιπόν. Και θέλομε να απολαμβάνωμε τιμές, όχι για εμάς, μη γένοιτο, γιατί γνωρίζομε πόσο ασήμαντες είναι αυτές, αλλά για σας, ώστε εσείς με ενδιαφέρον να ακούετε τα λόγια μας, ώστε εσείς να ωφελήσθε, ώστε να μη προσέχετε με αδιαφορία και απροσεξία στα λεγόμενα. Δεν βλέπετε τους πρέσβεις πώς όλοι τους περιποιούνται; Εμείς είμασθε πρέσβεις του Θεού στους ανθρώπους. Και εάν σας στενοχωρή αυτό, όχι εμείς, αλλά αυτό το επισκοπικό αξίωμα, όχι ο τάδε, αλλά ο επίσκοπος. Κανείς ας μη ακούη εμένα, αλλά το αξίωμα. (ΕΠΕ 22,145-149)