(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία τόμος Α).
Ο Θεοφόρος Ιγνάτιος είναι ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, όπως είναι και ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους αποστόλους. Η αλήθεια, η αμεσότης και η βεβαιότης των λόγων του παρέχουν την εντύπωση αποστολικού πράγματι άνδρα. Με τον Ιγνάτιο η Εκκλησία προχωρεί στη θεολογική θεμελίωση της πορείας της και αντιμετωπίζει τα προβλήματά της όχι πλέον περιστασιακά και πρακτικά (Κλήμης, Διδαχή), αλλά κυρίως θεολογικά. Εγκαινιάζεται λοιπόν η τακτική που θα ισχύση σ’ ολόκληρη την πορεία της Εκκλησίας: Τα ζωτικά προβλήματα λύνονται με θεολογική προσπάθεια για τη φανέρωση της αληθείας προς την οποία σχετίζονται. Η Εκκλησία στο πρόσωπο του Ιγνατίου ξεπερνά το στάδιο της εύκολης ηθικολογίας και αρετολογίας, που ανέπνεε στα πλαίσια του ιουδαϊσμού και του ελληνισμού. Ακόμη ευρύτερα, ο Ιγνάτιος έδειξε ότι ο χριστιανός θεολόγος μπορεί να χρησιμοποιή τη γλώσσα του συγχρόνου του πνευματικού κλίματος (ιουδαϊκού, γνωστικού, ελληνικού), χωρίς ουσιαστικά να επηρεάζεται από αυτό. Η θεολογία της Εκκλησίας είναι δρόμος ιδιαίτερος με προϋποθέσεις και προοπτικές, τις οποίες πρέπει ν’ αναζητή κανείς στο χώρο της εκκλησιαστικής αληθείας. Έτσι ο Ιγνάτιος - και στο πρόσωπό του η Εκκλησία - υπερνικά οριστικά το κλίμα του ιουδαϊσμού και προχωρεί στη δημιουργία μιας άλλης θεολογίας, της θεολογίας της Εκκλησίας, που δεν έχει ότι θα χαρακτηρίζαμε συστηματικό τρόπο εκφάνσεως ή σχολαστική ανάλυση των εννοιών και των θεμάτων.
Θεολογική προσφορά. Η θεολογία του Ιγνατίου, που φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας, διότι είναι ποιμαντική, συνιστά έκφραση και συνέχεια της αποστολικής Παραδόσεως και δημιουργήθηκε με την καθοδήγηση του αγ. Πνεύματος, καθώς ο ίδιος βεβαιώνει. Αυτή μπορεί να διακριθή σε τρία σημεία: Θεολογία του επισκοπικού λειτουργήματος. Θεολογία της ενότητος της Εκκλησίας. Και θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού.
α. Στην πρώτη ωδηγήθηκε, διότι πολλοί πιστοί δε θεωρούσαν αναγκαίο να μετέχουν στην Ευχαριστία, την οποία τελούσε ο επίσκοπος του τόπου. Άρα οι πιστοί αμφέβαλλαν και δίσταζαν να δεχθούν τη μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του επισκόπου σε κάθε τόπο, και γι’ αυτό είχαν προβή στη δημιουργία ομάδων με δική τους φυσικά ευχαριστία. Έτσι ο επίσκοπος και το λειτούργημά του στην Εκκλησία γινόταν αξίωμα επιφανειακό, χωρίς θεολογική θεμελίωση και αποκλειστικότητα (=ήταν το μεγάλο πρόβλημα της εποχής ήδη από τους χρόνους του Κλήμεντα Ρώμης). Ο Ιγνάτιος αντιμετωπίζει ριζικά - θεολογικά το πρόβλημα, συνδέοντας την εγκυρότητα της Ευχαριστίας με τον επίσκοπο, που είναι «εγκεκραμένος» με το Χριστό, όπως πρέπει να είναι με τον επίσκοπο και οι πιστοί. Ο επίσκοπος είναι αναντικατάστατος, διότι στην Εκκλησία ενεργεί ως εκπρόσωπος του Θεού, διότι είναι «τύπος του Πατρός» (Τράλ. 3, 1), η συνέχεια του έργου του Κυρίου και των αποστόλων.
β. Η θεολογία της ενότητος είναι το επόμενο βήμα. Ο επίσκοπος γίνεται το αισθητό και πραγματικό σημείο της ενότητος της Εκκλησίας. Ο σύνδεσμος με τον επίσκοπο είναι προϋπόθεση της ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό και συγχρόνως απόδειξη της ενώσεως αυτής, δηλ. απόδειξη ότι ο άνθρωπος αυτός ανήκει στην Εκκλησία. Εάν δεν έχωμε την ενότητα των πιστών με τον επίσκοπο, δεν έχομε και την «καθολικήν Εκκλησίαν». «Όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική εκκλησία» (Σμυρν. 8). Ο Ιγνάτιος είναι ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας που χρησιμοποιεί τον πολυσήμαντο όρο «καθολική εκκλησία», όπως επίσης και τους όρους «χριστιανισμός» (Μαγν. 10,3) και «Ευαγγέλιον» {Σμυρν. 7,2 κ.ά.) (προς δήλωση των τεσσάρων κειμένων—Ευαγγελίων).
γ. Στη θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού φθάνει ο Ιγνάτιος, αντιμετωπίζοντας τις δοκητικές αντιλήψεις, που είχαν εισχωρήσει σε κύκλους εκκλησιαστικούς και που σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός έπαθε φαινομενικά μόνο. Η πραγματικότης του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της πραγματικής παρουσίας αυτού στην Ευχαριστία. Την πραγματικότητα γενικά της σχέσεως πιστού και Χριστού, η οποία με την Ευχαριστία γίνεται κυριολεκτικά ανάκραση, χαρακτηρίζομε ευχαριστιακό ρεαλισμό.
Ο ρεαλισμός αυτός, που είναι πράγματι διάχυτος και εντυπωσιακός σε όλα τα ιγνατιανά κείμενα, έγινε αιτία να ομιλούν οι ερευνητές περί μυστικισμού του Ιγνατίου. Δεν πρόκειται όμως περί μυστικισμού, που έχει στάδια και βαθμούς άγνωστα στον Ιγνάτιο, αλλά περί συγκλονιστικού, φλογερού και άμετρου ενθουσιασμού για την ένωσή του (ή μάλλον την ανάκρασή του) με τον Κύριο, η οποία θα κορυφωθή στο μαρτύριο, προς το οποίο βαδίζει ως διψασμένη έλαφος. Η αγάπη για τον Κύριο και το πραγματικό της ενότητος με αυτόν κατακαίουν τον Ιγνάτιο και τον μεταμορφώνουν σε θεοφόρο. Η θεολογία του Ιωάννου και του Παύλου συναντώνται στο πνεύμα του Ιγνατίου, ο όποιος τώρα προχωρεί στη θεολογία της ενώσεως με τον Κύριο και στη θεολογία του μαρτυρίου.
Ο πρώτος Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι και ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας, που εξαρτά τη θεολογία του, τη διδασκαλία του, από το φωτισμό και την καθοδήγηση του Θεού. Η απάντηση του Ιγνατίου σε προβλήματα που αφορούν τη θεία αλήθεια είναι αποτέλεσμα φωτισμού. Εκφράζει «γνώμη» σε τέτοια ζωτικά, σωτηριολογικά θέματα, μόνο «εάν — όπως γράφει ο ίδιος — ο Κύριός μοι αποκάλυψη τι» (Εφεσ. 20, 1). Βεβαιώνει τους Φιλαδελφείς (7) ότι όσα είπε για την ενότητα τους με τον επίσκοπο του τα φανέρωσε το Πνεύμα• προϋπόθεση επομένως της θεολογίας για τον Ιγνάτιο είναι όχι μόνο το ενδιαφέρον για τα ζωτικά προβλήματα των πιστών, αλλά και ο φωτισμός του αγ. Πνεύματος.
Γενικά το έργο του Ιγνατίου σημαίνει σπουδαίο και τολμηρό βήμα στην πορεία του βίου της Εκκλησίας. Σε αντίθεση προς τον Κλήμεντα Ρώμης και τη Διδαχή εδώ έχομε: Σαφή την ιεραρχική οργάνωση της Εκκλησίας και πλήρη, διότι για πρώτη φορά εμφανίζονται διακεκριμένα ο επίσκοπος, ο πρεσβύτερος και ο διάκονος. Η αντίληψη για την ταχεία έλευση του Κυρίου υποχωρεί απόλυτα στη θεολογία της ενότητος του ανθρώπου με το Χριστό. Η ΚΔ γίνεται η κυρία πηγή των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Η χριστολογία είναι ευρύτερη και πληρέστερη, όπως μαρτυρούν οι στίχοι που ακολουθούν.
«Εις ιατρός εστί,
σαρκικός και πνευματικός,
γεννητός και αγέννητος,
εν σαρκί γενόμενος Θεός…
και εκ Μαρίας και εκ Θεού
πρώτον παθητός και τούτο απαθής,
Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών» (Εφες.7,2)
«Άρτον Θεού Θέλω, ο εστί σάρξ Χριστού…
και πόμα Θεού θέλω, το αίμα αυτού,
ο εστίν αγάπη άφθαρτος» (Ρωμ. 7,5)
τον υπέρ καιρόν (=Ιησούν) προσδόκα,
τον άχρονον, τον αόρατον,
τον δι ημάς ορατόν,
τον αψηλάφητον, τον απαθή.
Τον δι ημάς παθητόν» (Πολυκ. 3,2)
ΒΙΟΣ
Σπανίως η ιστορία διέσωσε τόσα λίγα βιογραφικά στοιχεία για ένα τόσο μεγάλο άνδρα. Οι Επιστολές του Ιγνατίου είναι σχεδόν οι μόνες πηγές του βίου του. Αλλ’ επειδή τα κείμενα αυτά δεν είναι ιστορικά-βιογραφικά, γνωρίζομε ελάχιστα για το συντάκτη τους, παρά τη σχετική συμβολή του ιστορικού Ευσεβίου και του πολύ μεταγενέστερου Μαρτυρίου του Ιγνατίου.
Ο Ιγνάτιος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιόχειας. Η επισκοπία του αρχίζει από το 70 μ.Χ. Η γνωριμία του με αποστόλους είναι βέβαια. Το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και μορφώθηκε ήταν μάλλον ελληνικό, καθώς μαρτυρεί το ανεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο των Επιστολών του. Τα κείμενα γενικά του Ιγνατίου προϋποθέτουν όχι μόνο καλή παιδεία, αλλά και αξιόλογο συγγραφικό τάλαντο με σαφή κλίση κι επιτυχία στον ποιητικό λόγο. Στην Αντιόχεια, που σαν άσημο χωριό υπάγεται σήμερα στην Τουρκία, κοντά στα σύνορά της με τη Συρία, είχε τη δυνατότητα ως νέος ο Ιγνάτιος να γνωρίση τα φιλοσοφικά και τα θρησκευτικά ρεύματα της εποχής του. Σε ποιά ηλικία έγινε επίσκοπος δε γνωρίζομε. Σίγουρα όμως το κύρος του και η πνευματική του εξουσία ξεπερνούσαν τα όρια της Αντιόχειας και κάλυπταν ολόκληρη τη Συρία, ενώ η φήμη του ήταν ακόμη ευρύτερη. Τούτο φαίνεται από το μεγάλο σεβασμό και την απέραντη εμπιστοσύνη, που του έδειξαν οι μικρασιάτες και οι ρωμαίοι χριστιανοί. Πρόκειται λοιπόν για επίσκοπο οικουμενικού κύρους.
Στο διωγμό του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού συλλαμβάνεται κα καταδικάζεται σε κατασπαραγμό από θηρία στο Κολοσσαίο της Ρώμης. Πότε ακριβώς έγινε ο διωγμός αυτός δε γνωρίζομε. Ασφαλώς όμως συνέβη μεταξύ των ετών 107 και 117. Τότε ωδηγήθηκε ο Ιγνάτιος στη Ρώμη με τη συνοδεία στρατιωτών, που τους ονομάζει «λεοπάρδους». Έκανε όμως ενδιάμεσους σταθμούς στις μικρασιατικές πόλεις Φιλαδέλφεια, Σμύρνη και Τρωάδα, από την οποία συνέχισε το ταξίδι του μέσω Φιλίππων (Νεαπόλεως Μακεδονίας), Δυρραχίου (Αλβανίας) και Πρίντεζι (Ιταλίας). Στη Ρώμη έγινε βορά των θηρίων, αφού είχε θερμά ικετεύσει να μη φροντίσουν οι ρωμαίοι χριστιανοί για την αποτροπή του μαρτυρίου του. Το επίθετο «θεοφόρος», που χρησιμοποιεί για τον εαυτό του ο Ιγνάτιος, δεν έχει ερμηνευθή. Κατά την παράδοση θεοφόρος είναι, διότι υπήρξε το παιδί εκείνο που σήκωσε στα χέρια του ο Κύριος σαν υπόδειγμα αθωότητος (Ματθ. 18,1) ή διότι μετά το μαρτύριό του είδαν οι χριστιανοί χαραγμένο στο στήθος του το όνομα του Χριστού. Προφανές όμως είναι ότι θεοφόρος αυτοαποκλήθηκε, διότι ζούσε κατ’ εξοχήν το Χριστό και είχε συνείδηση της ρεαλιστικής σχέσεώς του με το Χριστό. Τη μνήμη του Θεοφόρου Ιγνατίου τιμά η μεν Ορθόδοξος Εκκλησία στις 20 Δεκεμβρίου, η δε Ρωμαϊκή την 1η Φεβρουάριου.
ΕΡΓΑ
Στις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Ιγνάτιος έγραψε επτά Επιστολές, οι οποίες του εξασφάλισαν την εξαιρετική τιμή του πρώτου μεταποστολικού μεγάλου θεολόγου και πρώτου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας. Ίχνη, απηχήσεις ή μνείες άλλων έργων του δε σώθηκαν. Οι Επιστολές του όμως είναι τόσο σπουδαία φιλολογικά και θεολογικά κείμενα, ώστε θα είναι αφελές να δεχθούμε ότι ο Ιγνάτιος αίφνης, χωρίς προηγούμενη θητεία στη συγγραφή, έγινε στα γηρατειά του μεγάλος συγγραφέας. Οι Επιστολές εκφράζουν το ισχυρό και πολυσχιδές πνεύμα του Ιγνατίου, την πρωτοτυπία του στη σκέψη και στην έκφραση, την άνεσή του στην εναλλαγή ύφους. Έτσι ο λόγος του αλλού είναι λυρικός και αλλού δραματικός, άλλου αρμονικός και άλλου ελαττωματικός ή ασύντακτος. Αλλού δωρικός και αλλού πλαδαρός. Ο λόγος του είναι διαυγής, αλλά οι συριακοί ιδιωματισμοί τον κάνουν ενίοτε σκοτεινό, κάτι που οφείλεται και στον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό του Ιγνατίου. Σε καμμιά περίπτωση δε φαίνεται να διαθέτη χρόνο για τη φιλολογική επιμέλεια της γραφής του. Γράφει κάτω από εξωτερική και εσωτερική πίεση. Τον πιέζουν τα προβλήματα των μικρασιατικών Εκκλησιών και η αλήθεια που πληρώνει το στήθος του. Ο αναγνώστης έχει ενίοτε την εντύπωση ότι ο λόγος αναπηδά βίαια σαν από κάποια υπερπληρωμένη πηγή. Εντούτοις ο ρυθμός και η ποιητική διάθεση ανήκουν στη φύση του Εγνατιανού λόγου. Παραλληλισμοί, αντιθέσεις, ισόκωλα, εικόνες και η αποφθεγματική διάθεση απαντούν σε κάθε βήμα. Ακόμη διαπιστώθηκε επίδραση της δευτέρας (ή ασιανικής) σοφιστικής και του στωϊκισμού. Έχομε λοιπόν συγγραφέα που μπορούσε να εκφράζεται με πολλούς τρόπους, χωρίς να ενδιαφέρεται γι αυτούς. Έχομε άνδρα που μπορούσε να ενδιαφέρεται με πάθος για τα προβλήματα όλων των Εκκλησιών, που νουθετούσε με τόση αγάπη και τρυφερότητα, ώστε να μη προσβάλη κανένα. Έχομε ιερόν άνδρα που έχει τη συναίσθηση ότι θεολογεί με την καθοδήγηση του Θεού και που εκφράζεται με απέραντη ταπεινοφροσύνη για τον εαυτό του και απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια που εκφράζει.
Οι Επιστολές είναι επτά, και γράφηκαν η προς Εφεσίους, η προς Μαγνησιείς η προς Τραλλιανούς και η προς Ρωμαίους από τη Σμύρνη, ενώ η προς Φιλαδελφείς, προς Σμυρναίους και Πολύκαρπον από την Τρωάδα. Πρώτος μάρτυς των κειμένων αυτών είναι ο Πολύκαρπος Σμύρνης, που τα έστειλε — πλην της προς Ρωμαίους — εις τους Φιλιππησίους (13,2). Εν τούτοις επί δύο αιώνες συζητήθηκε η γνησιότης των επιστολών με αποτέλεσμα να γίνεται σήμερα από όλους δεκτή η προέλευσή τους από τον Ιγνάτιο. Το ζήτημα της γνησιότητος δημιουργήθηκε κυρίως, διότι με νόθευση και πλαστογράφηση των γνησίων επιστολών προέκυψαν τρεις συλλογές, η εκτενής (13 επιστολές), η μέση και η βραχεία (3 σε συριακή μετάφραση). Με αυστηρή κριτική έρευνα των Ruinart, Zahn, Harnack και μάλιστα του Lightfoot δείχθηκε ότι τις γνήσιες επιστολές (πλην της προς Ρωμαίους) διέσωσε η μέση συλλογή. Η προς Ρωμαίους ανευρέθηκε στον κώδικα Paris, gr. 1475 του Ι΄ αι. Οι νόθες επιστολές είναι έργα του Δ΄ αι., όπου θα γίνη σχετικά λόγος. Τελευταία τη γνησιότητα των επιστολών προσέβαλε χωρίς πειστικά επιχειρήματα ο R. Weijenborg. Βλ. κριτική του R. Staat εις ZKG 84(1973) 103.