E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


Zούμε στη γη και δεν βλέπουμε το Θεό, δεν μπορούμε να Tον δούμε. Αλλά σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε το Θεό, όπως Tον είδε ο άγιος Στέφανος (Πραξ. 7:55-56). Η ψυχή και ο νούς αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα ότι Aυτός είναι ο Κύριος.

Έτσι ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα, αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο (Λουκ. 2:25-32). Έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Bαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης, αναγνώρισε τον Κύριο και Tον υπέδειξε στους ανθρώπους.

Καί στον ουρανό και στη γη ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, όχι με την επιστήμη. Καί τα παιδιά που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Xωρίς το Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει.

Ακόμα κι αν διαβάζουμε ότι μας αγάπησε και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε γι’ αυτά μόνο με το νού, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή, την αγάπη του Xριστού. Όταν όμως μας διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια και αισθητά την αγάπη· τότε γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο.

Καθένας μας μπορεί να κρίνει για το Θεό κατά το μέτρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που γνώρισε. Γιατί πως είναι δυνατό να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε για πράγματα που δεν είδαμε ή δεν ακούσαμε και δεν ξέρουμε; Oι άγιοι λένε πως είδαν το Θεό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Eίναι φανερό πως μιλούν έτσι, γιατί δεν Τον γνώρισαν· αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως ο Θεός δεν υπάρχει.

Oι άγιοι μιλούν για πράγματα που πραγματικά είδαν και γνωρίζουν. Δεν λένε, για παράδειγμα, πως είδαν ένα άλογο μήκους ενός χιλιομέτρου ή ένα πλοίο δέκα χιλιομέτρων, που δεν υπάρχουν. Κι εγώ νομίζω, πως, αν δεν υπήρχε Θεός, δεν θα μιλούσαν καν γι’ Aυτόν στη γη. Oι άνθρωποι όμως θέλουν να ζούν σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και γι’ αυτό λένε πως δεν υπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας έτσι μάλλον πως υπάρχει.

Όποιος δεν γνωρίζει τη χάρη, δεν την επιζητεί. Oι άνθρωποι προσκολλήθηκαν στη γη, γι’ αυτό οι πιο πολλοί δεν ξέρουν πως τίποτα το γήινο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.

Tα επίγεια μαθαίνονται με την επίγεια διάνοια, ενώ ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό παραμένουν απρόσιτα στο νού που δεν αναγεννήθηκε. Η απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια.

Ο υπερήφανος ισχυρίζεται πως θα γνωρίσει τα πάντα με το νού του και την επιστήμη, αλλά η γνώση του Θεού παραμένει ανέφικτη γι’ αυτόν, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος.Ο Κύριος αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Σ’ αυτές δείχνει τα έργα Tου, που είναι ακατάληπτα για το νού μας. Mε τον φυσικό μας νού μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα γήινα πράγματα, κι αυτά μερικώς, ενώ ο Θεός και όλα τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα.

Πολλοί άνθρωποι λένε σήμερα πως δεν υπάρχει Θεός. Mιλούν έτσι γιατί στην καρδιά τους ζεί υπερήφανο πνεύμα, που τους υποβάλλει ψέματα εναντίον της Αλήθειας και της Εκκλησίας του Θεού. Nομίζουν πως είναι σοφοί, ενώ στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται καν ότι τέτοιοι λογισμοί δεν είναι δικοί τους, αλλά προέρχονται από τον εχθρό. Αν όμως κανείς τους δεχθεί στην καρδιά του και τους αγαπήσει, τότε γίνεται συγγενής με το πονηρό πνεύμα. Καί είθε να μη δώσει ο Θεός σε κανένα να πεθάνει σε τέτοια κατάσταση.

Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπεί στο δρόμο της πίστεως. Στον άπιστο δίνω μια συμβουλή. Ας πεί: “Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισέ με, και θα Σε υπηρετήσω μ’ όλη μου την καρδιά και μ’ όλη μου την ψυχή”. Καί ο Κύριος θα φωτίσει οπωσδήποτε μια τέτοια ταπεινή σκέψη…

Γιά να σωθείς, είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Γιατί τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρεί ανάπαυση. Κι εκεί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέει: “Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση;”. Αντίθετα, η ταπεινή ψυχή είναι γεμάτη αγάπη και δεν επιδιώκει πρωτεία, αλλά επιθυμεί για όλους το καλό και ευχαριστιέται με όλα.

(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Ζ, σελ. 444-445 ).

Αναφέρερεται στον γάλλο λόγιο Μονταίνι (1533-1592)

3. Τα δοκίμια

Το ευνοούμενόν του καταφύγιον ήτο η βιβλιοθήκη εις τον τρίτον όροφον του πύργου, ο οποίος υψούτο εις την πρόσοψιν του ανακτόρου του.

(Το ανάκτορον κατεστράφη υπό πυρκαϊάς το 1885, αλλά ο πύργος επέζησε). Ηγάπα την βιβλιοθήκην του όπως τον εαυτόν του, το έτερον εγώ του:


    "Το σχήμα της ήτο στρογγύλον και δεν είχεν επίπεδον πλευράν παρά μόνον ότι μου εχρησίμευεν ως τράπεζα και ως κάθισμα• κατά τον τρόπον τούτον μου παρέχει με εν βλέμμα την πλήρη όψιν όλων μου των βιβλίων... Ιδού το κάθισμά μου, ιδού ο θρόνος μου. Επιχειρώ να κάμω την κυριαρχίαν μου εντός αυτής απόλυτον , και ν’ αποσπάσω αυτήν την γωνίαν από την κοινότητα της συζύγου, των τέκνων και των γνωρίμων".
Σπανίως άνθρωπος ηγάπησε τόσον πολύ την μόνωσιν, η οποίο είναι σχεδόν ο άμεσος φόβος μας.
   "Ο άνθρωπος πρέπει να απομονούται και ν’ ανακτά τον εαυτόν του από τον εαυτόν του. . . Θα έπρεπε να φυλάσσωμεν μίαν γωνίαν διά τους εαυτούς μας... εντελώς ιδικήν μας. . . εντός της οποίας να δυνάμεθα να περισυλλεγώμεν και να εγκαταστήσωμεν την πλήρη ημών ελευθερίαν. Το μεγαλύτερον πράγμα διά τον άνθρωπον εις αυτόν τον κόσμον είναι να μάθη πώς ν’ ανήκη ο ίδιος εις τον εαυτόν του".
Εις την βιβλιοθήκην αυτήν είχε χίλια βιβλία, τα πλείστα εξ αυτών δεμένα με δέρμα.

Τα απεκάλει «meas delicias» (απολαύσεις μου).

Εις αυτά ηδύνατο να εκλέγη την συντροφιάν του και να ζη με τους σοφωτέρους και τους καλυτέρους. Μόνον εις τον Πλούταρχον, «δεδομένου ότι ωμίλει γαλλιστί» (χάρις εις την μετάφρασιν του Αμυό), ηδύνατο να εύρη εκατόν μεγάλους άνδρας, οι οποίοι θα ήρχοντο να συνομιλήσουν μαζί του, και εις τας Επιστολάς του Σενέκα ηδύνατο ν’ απολαύση ένα ευχάριστον στωϊκισμόν μελωδικώς διατυπωμένον• αυτοί οι δύο (συμπεριλαμβανομένων και των Ηθικών του Πλουτάρχου) ήσαν οι ευνοούμενοι του συγγραφείς,

   «από τους οποίους, όπως αι Δαναΐδες, αντλώ το ύδωρ μου, και γεμίζουν αδιακόπως με την ιδίαν ταχύτητα που κενούνται... Η οικειότης που έχω με αυτούς και η βοήθεια που μου παρέχουν εις την γεροντικήν μου ηλικίαν, και το βιβλίον μου που απλώς πλαισιώνεται από τα εξ αυτών λάφυρα, με υποχρεώνουν να τους τιμώ.».

Επιστολή 24 - ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΕΥΤΟΝΙΟ.
Στο «Πάτερ ημών». 
Συ βέβαια φαίνεσαι να θαυμάζεις τη συντομία της προσευχής, εγώ όμως θαύμαζα πάντοτε και θαυμάζω την με λίγα λόγια εξαίσια φιλοσοφία.

Γιατί, αν και η απαγγελία των λόγων είναι εύκολη, δεν είναι όμως εύκολη και η ερμηνεία των νοημάτων. Γιατί δεν είναι μόνο ακρατής των λόγων, αλλά και ποιητής των έργων.

Θεωρώ λοιπόν ότι προχωρεί πέρα από κάθε τόλμη αυτός που από τη μια δεν κάνει αυτά που ταιριάζουν σε ευδόκιμο υιό, και από την άλλη τολμά να αποκαλεί και πατέρα τον Δεσπότη,

και ενώ κάνει αυτά από τα οποία θα δυσφημισθεί το όνομα του Θεού, επιχειρεί όμως να λέγει, «Ας τιμάται το όνομά σου»,

και ενώ είναι επισημότατος δορυφόρος του τυράννου, να λέγει, «Ας έρθει η βασιλεία σου», δηλαδή εμφανίσου σ’ αυτούς που τυραννιούνται βασιλιάς νικηφόρος, δίνοντας την ανίκητη συμμαχία εναντίον της αμαρτίας.

Και ακόμα, ενώ δεν κάνει τίποτε από αυτά που θέλει ό Θεός, υποκρίνεται την αρετή και λέγει,« Ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και στη γη»,

και ενώ επιδίδεται στην απόλαυση και στην ασωτία και αποθηκεύει πολλά όχι μόνο για την τροφή του, αλλά και ως εφόδια για τη γαστριμαργία του, εύχεται: «Το καθημερινό μας άρτο» (δηλαδή ή αυτό που είναι κατάλληλο για την ψυχή, ή εκείνο που αρκεί για το σώμα) «δώσε το μας σήμερα». Γιατί το «σήμερα» σημαίνει τα καθημερινά απαιτούμενα αγαθά. Αφού δηλαδή οδήγησε τη νοερή ψυχή στην ύψιστη φιλοσοφία, ορίζει και τον χρόνο για τον οποίο κάνει το αίτημα.

Έπειτα, αν και είναι αδιάλλακτος και σκληρός, λέγει: «Συγχώρησε τα αμαρτήματα μας»,

και ενώ είναι εκδικητικός και υπερασπίζεται τον εαυτό του πέρα από το απαιτούμενο, λέγει: «Όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους που μας έχουν κάνει κακό»,

και αυτός που ρίχνει τον εαυτό του σε πειρασμούς και ενώ βαδίζει κάθε δρόμο που οδηγεί σε κινδύνους», λέγει, «Και μη επιτρέψεις να πέσουμε σε πειρασμό», πράγμα που φαίνεται να είναι γελοίο, ή μάλλον άξιο κάθε αγανάκτησης.

Αλλά και ενώ ακολουθεί με ευχαρίστηση τον εχθρό (γιατί δεν κατέχεται με τη βία, ούτε με τυραννία, αλλά με απάτη), λέγει, «Αλλά σώσε μας από τον πονηρό», που ξεπερνά κάθε ειρωνεία.

Το να λέγει πάλι, «Γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα», και να περιφρονεί εκείνον που είναι η πηγή κάθε δύναμης και δόξας, υπερβαίνει τα όρια της συγγνώμης.

Μόνο λοιπόν εκείνοι, ύστερα από τους θαυμάσιους πόνους κατά το άγιο βάπτισμα και τον παράξενο και παράδοξο νόμο των τοκετών, δικαιούνται να λένε το, «Πατέρα μας», δείχνοντας ότι είναι γνήσιοι υιοί του,

και το, «Ας τιμάται το όνομά σου», αυτοί που δεν κάνουν τίποτε το βδελυρό,

και το, «Ας έρθει η βασιλεία σου», εκείνοι που αποφεύγουν αυτά που προκαλούν ηδονή στον τύραννο,

και το, «Ας γίνει το θέλημά σου», αυτοί που το αποδεικνύουν με τα έργα τους,

και «Τον καθημερινό μας άρτο δώσε μας τον σήμερα», αυτοί που απαρνιούνται τις απολαύσεις και τις ασωτίες,

και το, «συγχώρησε μας ότι κακό έχουμε κάνει», αυτοί που συγχωρούν εκείνους που τους έχουν φταίξει,

και το, «Μη επιτρέψεις να πέσουμε σε πειρασμό», αυτοί που ούτε τους εαυτούς τους, ούτε τους άλλους βάζουν σε πειρασμό,

και το, «Σώσε μας από τον πονηρό», αυτοί που έχουν αδιάλλακτο πόλεμο με τον Σατανά,

και το, «Γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα», εκείνοι που τρέμουν τα λόγια του και τα επιδεικνύουν με έργα.

Γιατί, ως από τη φύσης της, δεν τα κατορθώνει τόσο η καλή γνώση της προσευχής, όσο η συμπεριφορά και ο τρόπος ζωής του προσευχομένου

(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 4, σελ. 47-51)

Επιστολή 31- ΣΤΟΝ ΣΟΦΙΣΤΗ ΑΣΚΛΗΠΙΟ. 
Αξιάκουστη αντίθεση προς Έλληνα, για την ανάσταση του Σωτήρα.
Γνώρισα κάποτε έναν ειδωλολάτρη με φοβερή ικανότητα στο λόγο, που είχε πολύ μεγάλη φήμη για τη δύναμη αυτή του λόγου του μεταξύ των πολλών, τον οποίο αποστόμωσα με λίγα λόγια. Όταν δηλαδή εκείνος πρόβαλε τα πάθη και τον σταυρό, προκαλώντας πλατειά γέλια, του απάντησα εγώ με ηρεμία:

“Από που μπορείς να αποδείξεις ότι σταυρώθηκε;”

Καθώς λοιπόν όλοι οι ακροατές εξεπλάγησαν και σκέφτονταν, τι άραγε ήθελα να επιτύχω λέγοντάς το αυτό, εκείνος απάντησε, σίγουρος ότι θα κερδίσει τη νίκη χωρίς κόπο,

“Είναι γραμμένο στα Ευαγγέλια”.

Σ’ αυτόν αμέσως ανταπάντησα:

“Ασφαλώς σ’ αυτά είναι γραμμένο και ότι αναστήθηκε και ανέβηκε στους ουρανούς. Εφόσον λοιπόν πιστεύεις στα Ευαγγέλια, τα οποία αναφέρουν και αυτό και εκείνο, πίστεψέ τα και τα δύο. Αν πάλι όχι, τότε κάνεις μεγάλο ατόπημα, εγκρίνοντας το ένα και απορρίπτοντας το άλλο.

Μη λοιπόν έχετε ανοιχτά και τεντωμένα τα αυτιά σας για τις ύβρεις, ενώ για τα ολοφάνερα και θεϊκά φραγμένα, και μάλιστα, επειδή αυτοί, που από σένα λέγονται θεοί, νικήθηκαν από τον σταυρωμένο.

Εάν λοιπόν σταυρώθηκε, είναι φανερό ότι και ανέβηκε στους ουρανούς. Και αν παραγράφεις τα ολοφάνερα, τότε να μην αναφέρεις ούτε τα υβριστικά.

Γιατί το ένα εξαρτάται από το άλλο, και δεν επιδέχονται χωρισμό”.
Όταν λοιπόν ειπώθηκαν αυτά, ξέσπασε τόσος κρότος, ώστε να κοκκινίσουμε και εγώ και εκείνος.

Εγώ βέβαια επειδή η επιδοκιμασία ήταν για τη δική μου αξία, εκείνος πάλι, επειδή δέθηκε με τα δικά του λόγια.

Ανακοινώνοντας τα αυτά σε σένα, νομίζω πως απάντησα με σαφήνεια σ’ εκείνα που με ρώτησε η σύνεσή σου.

(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 4, σελ. 61-63)

(Πώς ο Θεός έσωσε τον Μέγα Βασίλειο από την εξορία που ήταν έτοιμος να υπογράψει ο αυτοκράτορας Ουάλης).

... Ο Βασίλειος με όλα τούτα τα θαυμαστά σημάδια συγκίνησε βαθειά τον Ουάλη. Αυτό φανερώνει η γενναία του χειρονομία να δωρήσει στο Βασίλειο πλούσια κτήματά του, για την περίθαλψη πτωχών και αρρώστων, ίσως μάλιστα λεπρών.
Παρ’ όλα τούτα, παρ’ όλη τη συγκίνηση του Ουάλη δεν απογοητεύθηκαν οι αρειανοί. Κοντά του, στο παλάτι του, είχαν πολλές κάθε μέρα ευκαιρίες για να διαβάλουν τον αδιάβλητο, να λασπώνουν το λευκό Βασίλειο, να παρουσιάζουν σαν λύκο το αγαθό αρνί. Η μέθοδός τους δε λάθεψε.

Κατάφεραν να γίνει το νέο διάταγμα της εξορίας του Βασιλείου. Πάλεψε κι ο Ουάλης πολύ με τον εαυτό του. Για πολλές μέρες ανέβαλε την υπογραφή του.
Ένα πρωινό άνοιξε προσεκτικά την τυλιγμένη μεμβράνη και πήρε τον «κάλαμων» να βάλει την υπογραφή.

Μόλις όμως ο κάλαμος ακούμπησε στη μεμβράνη τσακίστηκε.
Του δίνουν δεύτερο κάλαμο. Σπάζει κι αυτός αμέσως.
Λίγος ιδρώτας φάνηκε στο πρόσωπο του βασιλιά. Ταράσσονται κάπως και οι παλατιανοί αρειανόφρονες.
Θέλουν να τελειώσουν το γρηγορότερο. Σπασμωδικά του βάζουν στο χέρι τρίτο κάλαμο. Είχε κι αυτός την ίδια περίεργη τύχη!
Όλα τώρα στον Ουάλη έγιναν φανερά. Δεν έπρεπε. Το Βασίλειο τον προστάτευε ο Θεός.

Το δεξί του χέρι έτρεμε πολύ. Κυριεύθηκε ολόκληρος από φόβο και δέος.
Πήρε οριστικά την απόφαση να μην ενοχλήσει το Βασίλειο, ποτέ πια, ποτέ κόντρα στον εκλεκτό του Θεού.

Έτσι αποφάσισε τρομαγμένος ο κοσμικός άρχοντας. Κι ένοιωθε πώς τον κυνηγούσε το θειο πνεύμα του Βασιλείου.

Μέχρις εδώ έφθανε. Δεν προχώρησε θαρρετά. Δεν είχε τόλμη. Δεν εγκολπώθηκε δηλαδή το πνεύμα του Βασιλείου, μόνο το φοβήθηκε, το θαύμασε.

(πηγή:Θεοδωρήτου,Εκκλησιαστική Ιστορία ΣΤ 16)

(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανο΄θ, εκδ. Αποστο. Διακονία σελ. 349-350)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).

Ιω. 4,46 Ἦλθεν οὖν πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ(1) τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις βασιλικός(2), οὗ ὁ υἱὸς(3) ἠσθένει ἐν Καπερναούμ(4)·
Ιω. 4,46 Ηλθε, λοιπόν, πάλιν ο Ιησούς εις την Κανά της Γαλιλαίας, όπου είχε μεταβάλει το νερό εις κρασί. Υπήρχε δε εκεί κάποιος αυλικός του βασιλέως Ηρώδου, του οποίου το παιδί εις την Καπερναούμ ήτο άρρωστον.
(1)    «Κάνοντας την πίστη που είχε γεννηθεί από το θαύμα που είχε προηγηθεί» (Ζ) «ισχυρότερη με την παρουσία του και με σκοπό να τους προσελκύσει περισσότερο» (Χ).
Το έδαφος ήταν ήδη προετοιμασμένο από την πρώτη επίσκεψη και συνεπώς εκεί ο λαός θα ήταν περισσότερο διατεθειμένος να ακούσει τη διδασκαλία του. Αυτό ίσως υπαινίσσεται και ο ευαγγελιστής με την επεξηγηματική προσθήκη «ό π ο υ έ κ α ν ε τ ο ν ε ρ ό κ ρ α σ ί», με την οποία υπενθυμίζει στον αναγνώστη την αφήγηση στο β 1 (g).
(2)    «Αποκαλούνταν έτσι ή επειδή είχε καταγωγή βασιλική ή επειδή κατείχε κάποιο αξίωμα, από το οποίο ονομαζόταν βασιλικός, ή επειδή ήταν υπηρέτης βασιλικός» (Ζ). Η τελευταία έννοια, σύμφωνα με την οποία η λέξη σημαίνει το ίδιο με το αυλικός, είναι η περισσότερο πιθανή. Ο Ηρώδης Αντίπας που βασίλευε στη Γαλιλαία δεν είχε επίσημα τον τίτλο του βασιλιά αλλά του τετράρχη. Απέδιδε όμως σε αυτόν ο λαός τον τίτλο του βασιλιά τον οποίο είχε δικαιωματικά ο πατέρας του (g).
Η χρήση της λέξης στον Ιώσηπο δείχνει, ότι αυτή σημαίνει όχι συγγενή του βασιλιά, αλλά έναν από τους αξιωματούχους του (μ) ή και τους δούλους του, όπως και τα στρατεύματα των μεγιστάνων του Ηρώδη (Αρχ. ΧΧ 214,ΧV 289, Ιουδ. Πολ. ΙΙ 431,483,596, V 474)(χ). Ποιός ήταν αυτός ο βασιλικός; Κάποιοι ταύτισαν αυτόν με τον επίτροπο του Ηρώδη, τον Χουζά, που αναφέρεται στο Λουκ. η 3, άλλοι πάλι με τον Μαναήν, σύντροφο του Ηρώδη στο Πράξ. ιγ 1. Αλλά αυτά είναι μόνο εικασίες (β). Πάντως ο βασιλικός αυτός πρέπει να μην μπερδεύεται με τον εκατόνταρχο που αναφέρεται στο Ματθαίο (η 5) και στο Λουκά (ζ 2).
«Διότι, για να αφήσουμε τις άλλες διαφορές τους, εκείνος μεν ήταν εκατόνταρχος, ενώ αυτός βασιλικός και εκείνου μεν ο δούλος ασθενούσε, ενώ αυτού ο υιός» (Ζ).
«Και εκείνου μεν ο δούλος έπασχε από παράλυση, ενώ ο γιος αυτού από πυρετό» (Θφ) «εκείνος, αν και ήθελε ο Χριστός να έλθει στο σπίτι του, έχει την αξίωση να παραμείνει εκεί, ενώ αυτός… τραβά το Χριστό στο σπίτι… και επείγεται λέγοντας «κατέβα»… και εκεί μεν αφού κατέβηκε από το βουνό μπήκε στην Καπερναούμ, ενώ εδώ ήρθε από τη Σαμάρεια και δεν πήγε στην Καπερναούμ, αλλά αυτός έφτασε όταν ο Χριστός ήλθε στην Κανά» (Χ). Επιπλέον ο ένας καθορίζεται ως βασιλικός, ο άλλος ως εκατόνταρχος. Ο εκατόνταρχος δείχνει πίστη πολύ μεγαλύτερη από του βασιλικού, για αυτό και ο Χριστός επαινεί αυτήν, ενώ εδώ σιγά.
(3)   Με άρθρο, το οποίο κάνει πιθανόν, ότι επρόκειτο για μονογενή (ο). Ή, το άρθρο δεν φανερώνει τον μόνο, αλλά τον συγκεκριμένο, για να γίνει διάκριση από κάθε άλλον συγγενή ή ανθρώπου του συγγενή (δ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(4)   Τονίζει ιδιαιτέρως το ότι η άφιξη του Ιησού γνωστοποιήθηκε αμέσως σε όλη τη Γαλιλαία, ώστε, ενώ αυτός βρισκόταν στην Κανά, έρχονταν από την Καπερναούμ να ζητήσουν την υπερφυσική επέμβασή του (g).

Ιω. 4,47 οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν(1) καὶ ἠρώτα(2) αὐτὸν ἵνα καταβῇ(3) καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱὸν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν(4).
Ιω. 4,47 Αυτός, όταν ήκουσε ότι ο Ιησούς είχεν έλθει από την Ιουδαίαν εις την Γαλιλαίαν, έφυγε από την Καπερναούμ, ήλθε προς τον Ιησούν και τον παρακαλούσε να κατεβή από την Κανά εις την Καπερναούμ και να θεραπεύση το παιδί του• διότι αυτό εκινδύνευε να αποθάνη.
(1)    Αφού άφησε προς στιγμήν τον γιο του που κινδύνευε (β).
(2)    «Δηλαδή παρακαλούσε» (Ζ).
(3)    Δες και β 12. Η Κανά βρισκόταν σε ψηλότερη θέση (b) σε σχέση με την Καπερναούμ την παραθαλάσσια.
(4)    Η φράση συναντιέται και στα ια 51,ιβ 33,ιη 32 για το θάνατο του Ιησού που πρόκειται βέβαια και αναπόφευκτα να συμβεί. Εδώ όμως σημαίνει απλώς αυτό που πρόκειται να συμβεί, όχι όμως και το αναπόφευκτο (β).

Ιω. 4,48 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν(1)· ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα(2) ἴδητε(3), οὐ μὴ πιστεύσητε(4).
Ιω. 4,48 Είπε, λοιπόν, ο Ιησούς προς αυτόν• “εάν δεν ίδετε θαύματα μεγάλα και παράδοξα έξω από τους φυσικούς νόμους, δεν θα πιστεύσετε”.
(1)    Η παρατήρηση αυτή του Κυρίου απευθύνεται όχι μόνο προς τον αυλικό, αλλά και προς τους Γαλιλαίους γενικά.
«Είπε όμως αυτό, γενικά μεν για να υποβιβάσει τους Ιουδαίους σε σχέση με τους Σαμαρείτες, αφού εκείνοι πίστεψαν χωρίς σημεία και τέρατα (δ 41,42), ειδικά δε για να ελέγξει τον βασιλικό» (Ζ). Διότι «αν και αυτός πίστευε, αλλά δεν πίστευε πλήρως ούτε υγιώς» (Χ).
«Διότι πράγματι, το να πει, Κατέβα πριν πεθάνει ο γιος μου, φανερώνει την ασθένεια της πίστης του, αφού δεν πίστευε ότι και αν συνέβαινε να πεθάνει, ήταν δυνατός να τον αναστήσει» (Θφ).
Ο βασιλικός άλλωστε αυτός οδηγήθηκε στην πίστη από την επιθυμία του να λυτρωθεί από τη στενοχώρια και την θλίψη που τον κυρίευε. Η πίστη όμως που γεννιέται κάτω από τέτοιες και παρόμοιες επιθυμίες, δεν είναι αληθινή πίστη. Δες Ιω. στ 26,29-33,Μάρκ. η 12,Ματθ. ιβ 39,ιστ 4 (χ). Με αφορμή τον έλεγχο αυτόν, σημείωσε, ότι ο Κύριος ταπεινώνει με τη δυσαρέσκειά του εκείνους, τους οποίους έχει την πρόθεση να τιμήσει με τις χάρες του.
(2)    Χρησιμοποιεί και τους δύο σχεδόν συνώνυμους όρους για να εκφράσει ζωηρότερα τη δυσκολία των Γαλιλαίων να πιστέψουν. Η λέξη «σημείο» σημαίνει το θαύμα κατά την ηθική του σημασία και το σκοπό, προς τον οποίο αποβλέπει. Η λέξη «τέρατα» σημαίνει πάλι το θαύμα κατά τον εξαιρετικό του χαρακτήρα σε σχέση με την εξωτερική φυσική τάξη, την οποία φαίνεται να παραβιάζει (g).
Σημείο είναι κάθε θαύμα για αυτό ακριβώς, επειδή είναι σημείο, σημάδι, δείγμα της δύναμης του Θεού. Το ελληνικό «τέρας», του οποίου η ρίζα τερ συγγενεύει με το τρε του τρέμω, φανερώνει το θαύμα ως προς το αποτέλεσμά του για εμάς, σαν κάτι δηλαδή που εμπνέει φόβο και τρόμο και κατάπληξη (δ). Η έννοια της όλης φράσης:=θέλετε θαύματα για να πιστέψετε. Αλλά και τα θαύματα πρέπει να είναι εξαιρετικά και μεγάλα, διότι αλλιώς δεν θα επιφέρουν κανένα αποτέλεσμα σε σας. Η διάκριση σημείων και τεράτων γίνεται κάπως ακριβέστερα στον Ωριγένη. «Νομίζω ότι τέρατα ονομάζονται οι παράδοξες και τεράστιες δυνάμεις ακριβώς επειδή είναι παράδοξα και θαυμαστά που ξεφεύγουν τη συνήθεια και γίνονται πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα· ενώ σημεία λέγονται αυτά που δηλώνουν κάποια άλλα γεγονότα που γίνονται έξω από τα συνηθισμένα· για αυτό και σε αυτά που δεν είναι παράδοξα βρίσκουμε την ονομασία του σημείου» (Ω).
(3)    Αντιθέτει την δυσκολία του απίστου που θέλει με τις δικές του αισθήσεις να πληροφορηθεί, με την καλή διάθεση του πιστού, σαν αυτή που έδειξαν και οι Σαμαρείτες που πίστεψαν στη λαλιά της γυναίκας (ο).
(4)    «Ακούσαμε στην πραγματικότητα τα λόγια αυτού που ικέτευε. Δεν είδαμε όμως και την καρδιά αυτού που αμφέβαλλε. Αλλά εκείνος, ο οποίος και άκουσε τα λόγια και είδε και την καρδιά, είπε αυτό σε εμάς» (Αυ). Ο βασιλικός ικετεύει, αλλά η καρδιά του δεν είναι ακλόνητα στηριγμένη στην πίστη.

Ιω. 4,49 λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός(1)· Κύριε, κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν(2) τὸ παιδίον μου(3).
Ιω. 4,49 Λεγει προς αυτόν ο βασιλικός• “Κυριε, σε παρακαλώ, κατέβα γρήγορα εις την Καπερναούμ πριν πεθάνη το παιδί μου”.
(1)    Ο αυλικός βλέποντας ότι ο Κύριος δεν έδωσε σε αυτόν κάποια άμεση απάντηση στην παράκλησή του, παρά αυτά που ειπώθηκαν από τον Ιησού για αυτόν και τους παρισταμένους, εφόσον αυτά δεν αποτελούσαν ξεκάθαρη άρνηση του Κυρίου προς αυτήν την παράκληση, παίρνει το θάρρος και για δεύτερη φορά να διατυπώσει αυτήν (β,g). Δέχτηκε τον έλεγχο καρτερικά και μίλησε προς τον Ιησού με ευλάβεια.
(2)   Με παρόμοιο τρόπο και η Μάρθα και η Μαρία φρονούσαν, ότι, για να θεραπεύσει ο Κύριος τον αδελφό τους, ήταν ανάγκη να είναι παρών. Αλλά η ασθένεια στην πίστη του αυλικού που παρακαλά, είναι διπλή· σαν ο Κύριος να χρειαζόταν να είναι παρών και να μην μπορούσε να αναστήσει εξίσου τον νεκρό (b).
«Προσδοκούσε δηλαδή ότι θα μπορέσει αν είναι παρών» (Κ) και «ότι μετά το θάνατο δεν μπορεί να αναστήσει» (Ζ). Είναι δύσκολο να πείσουμε τους εαυτούς μας, ότι η απόσταση του χρόνου και του τόπου δεν αποτελούν εμπόδια στη δύναμη και γνώση του Κυρίου μας. Αυτός όμως βλέπει από μακριά, διότι το μάτι του επιβλέπει τα πάντα, ακόμα επίσης και ενεργεί και από μακριά, διότι ο λόγος του είναι γρήγορος.
(3)   Το μικρό παιδί μου. Εκφράζει έτσι τη στοργή του και την αγωνία που τον κυριεύει (β,g).

Ιω. 4,50 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου(1)· ὁ υἱός σου ζῇ(2). καὶ ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(3), καὶ ἐπορεύετο(4).
Ιω. 4,50 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς• “πήγαινε, το παιδί σου ζη και είναι καλά”. Και επίστευσεν ο άνθρωπος στον λόγον, που του είπεν ο Ιησούς, και επέστρεψε ειρηνικός και χαρούμενος εις την Καπερναούμ.
(1)   «Για ποιο λόγο τέλος πάντων στην περίπτωση μεν του εκατόνταρχου αυτοπροσκαλούμενος υποσχόταν να πάει στο σπίτι, ενώ εδώ ούτε και όταν προσκαλείται δεν πάει; Διότι εκεί μεν η πίστη ήταν ολοκληρωμένη (για αυτό και υποσχόταν ότι θα πάει, για να μάθουμε την ευσέβεια του άνδρα), ενώ εδώ, επειδή αυτός ήταν ατελής» (Χ).
Η απάντηση αυτή αποβλέπει στο να δοθεί μάθημα πίστης στον αυλικό. Ο Κύριος βάζει σε δοκιμασία την πίστη του επιδιώκοντας να την ενισχύσει. «Διότι με το «πήγαινε», υποδηλώνεται η πίστη» (Κ). Ο αυλικός «δεν γνώριζε ακόμη με σαφήνεια, ότι και απών μπορεί ο Ιησούς να θεραπεύσει» (Χ). Προκαλεί λοιπόν αυτόν να πιστέψει αυτό.
(2)    Στη φράση αυτή περικλείεται «η εκπλήρωση των ποθουμένων, η οποία εκφράζεται με πολλή και θεοπρεπή εξουσία» (Κ). Το «ζει» λέγεται σε αντίθεση με το «πριν πεθάνει» του σ. 49 (b). Η νόσος είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε αναμενόταν ο θάνατος. Η διαβεβαίωση λοιπόν, ότι ο γιος σου ζει ισοδυναμεί και με βεβαίωση ότι η νόσος υποχώρησε (ο).
Ο Κύριος παρέχει εδώ δείγμα της δύναμής του. Δεν μπορούσε μόνο να θεραπεύει, αλλά θεράπευε εύκολα, χωρίς να υποβληθεί σε κόπο επίσκεψης. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ειπώθηκε τίποτα, αλλά ούτε και κάποια διαταγή δόθηκε για να πραχθεί κάτι, και όμως η θεραπεία συντελέστηκε. Ο ήλιος της δικαιοσύνης εκπέμπει τις ιαματικές ακτίνες του και σκορπίζει μέσω αυτών τις ευεργεσίες του από το ένα άκρο του ουρανού και της γης μέχρι το άλλο. Και τώρα αν και είναι στον ουρανό μπορεί από εκεί να καταπέμψει τα ελέη του και τις δωρεές του στην εκκλησία του.
(3)    Ο βασιλικός πίστεψε αφ’ ενός μεν στην υπερφυσική δύναμη του Χριστού, αφ’ ετέρου δε στην υπερφυσική γνώση του. Είχε αφήσει τον γιο του να παλεύει με το θάνατο. Και όμως ο Χριστός του είπε, ότι ο γιος σου ζει. Και ο αυλικός παρ’ ελπίδα πίστεψε με ελπίδα. Πίστεψε στο λόγο του Χριστού. Στην κοινωνία εάν δεν δώσεις πίστη σε βεβαίωση ή σε λόγο του ανθρώπου με τον οποίο συμβιώνεις, υβρίζεις αυτόν, και επιπλέον εάν η δυσπιστία αυτή γενικευτεί περιλαμβάνοντας όλα τα μέλη της κοινωνίας, κοινωνική συνεννόηση και συμβίωση δεν μπορεί να υπάρξει. Σκέφτηκες λοιπόν ποτέ, τι ύβρη και βλασφημία αποτολμάς μη πιστεύοντας στα λόγια του Κυρίου; Και αμφιβάλλεις για το ότι η απιστία αποτελεί μιαρή και μισητή αμαρτία ενώπιον του Θεού;
(4)    Ο παρατατικός δείχνει την συνεχή πρόοδο του ταξιδιού του αυλικού χωρίς κάτι έκτακτο ή κάποια βιασύνη. Η πίστη, την οποία ο αυλικός έδωσε στα λόγια του Κυρίου, έδωσε πίσω σε αυτόν την ειρήνη απαλλάσσοντάς τον από κάθε αγωνία και ανησυχία. Από αυτό εξηγείται, πώς δεν επισπεύδει το ταξίδι του, για να γυρίσει κατά την ίδια νύχτα στην Καπερναούμ. Δεδομένου, ότι η θεραπεία, σύμφωνα με τις ενδείξεις του σ. 52, έγινε γύρω στη μία το μεσημέρι, ότι επίσης η Καπερναούμ απείχε από την Κανά πάνω από 20 μίλια, ο αυλικός και εάν κατά την ίδια στιγμή αναχωρούσε, οπωσδήποτε δεν θα πρόφταινε πριν τα μεσάνυχτα να φτάσει στην Καπερναούμ. Εφόσον λοιπόν δεν επέσπευσε το ταξίδι του, έφθασε εκεί το επόμενο πρωί. Όλοι λοιπόν οι χρονικοί καθορισμοί της άφιξης επαληθεύονται πλήρως (β).

Ιω. 4,51 ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ἀπήντησαν αὐτῷ(1) καὶ ἀπήγγειλαν λέγοντες ὅτι ὁ παῖς σου ζῇ(2).
Ιω. 4,51 Ενώ δε αυτός κατέβαινε προς την πόλιν, τον προϋπήντησαν οι δούλοι του και του ανήγγειλαν ότι “το παιδί σου ζη”.
(1)    Το ότι ο κύριός τους δεν επέστρεψε εντός της νύχτας, συντέλεσε ώστε οι δούλοι να σπεύσουν να τον συναντήσουν. Και πολύ περισσότερο αφού ο άρρωστος είχε μπει στην ανάρρωση τόσο γρήγορα και επιθυμούσαν να γνωστοποιήσουν το συμβάν και να χαροποιήσουν τον κύριό τους με την είδηση της θεραπείας του γιου του (b). «Αμέσως απαλλάχτηκε από την αρρώστια, πράγμα το οποίο λοιπόν έκανε εντύπωση και στους δούλους» (Χ).
(2)    Αναγγέλλουν το γεγονός με τις ίδιες λέξεις, τις οποίες και ο Ιησούς είπε (b). Αντικαθιστούν μόνο το υιος με το παῖς, το οποίο είναι όνομα πιο εύχρηστο στην οικογενειακή ζωή. Έτσι θα αποκαλούσαν συνήθως οι δούλοι το γιο του κυρίου τους (g).

Ιω. 4,52 ἐπύθετο οὖν παρ᾿ αὐτῶν τὴν ὥραν(1) ἐν ᾗ κομψότερον(2) ἔσχε. καὶ εἶπον αὐτῷ ὅτι χθὲς ὥραν ἑβδόμην ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ πυρετός(3).
Ιω. 4,52 Εζήτησε τότε από αυτούς να πληροφορηθή, ποίαν ώραν το παιδί του επήρε το καλύτερον και εκείνοι του είπαν ότι, χθες κατά την εβδόμην ώραν, δηλαδή την μίαν μετά το μεσημέρι το αφήκεν εντελώς ο πυρετός.
(1)   «Ρωτά με τη σειρά του να μάθει από αυτούς την ώρα της μεταβολής του αρρώστου προς το καλύτερο, εξετάζοντας αν συμπίπτει με το χρόνο της χάριτος» (Κ). Η ερώτηση αυτή αποδεικνύει, ότι ο αυλικός ενδιαφερόταν όχι μόνο για το αποτέλεσμα της θεραπείας που επιτεύχθηκε, αλλά και για την ενίσχυση της πίστης του στον Ιησού (ο).
Είναι καλό να αναζητούμε με αγαθή διάθεση επιχειρήματα και αποδείξεις για ενίσχυση και πρόοδο της πίστης μας. Η επιμελής σύγκριση των έργων του Θεού με τα λόγια του είναι ωφελιμότατη σε εμάς για στήριξη της πίστης μας. Όπως ο λόγος του Θεού όταν διαβάζεται με αγαθή και πρόθυμη διάθεση θα μας βοηθήσει στην κατανόηση των έργων της πρόνοιάς του, έτσι και η πρόνοια του Θεού αν παρακολουθείται με μάτι που πιστεύει θα μας βοηθήσει στο να κατανοήσουμε το λόγο του, διότι ο Θεός κάθε μέρα εκπληρώνει και επαληθεύει την Γραφή.
(2)   «Ελαφρύτερα, καλύτερα» (Ησύχιος). Από αυτά που λέγονται μία και μοναδική φορά στην Κ.Δ. και είναι πιο χαριτωμένη έκφραση από το απλό «καλύτερα» (δ). Ο πατέρας υπέθετε, ότι μόνο ο κίνδυνος του θανάτου παρακάμφθηκε (b), αφού σημειώθηκε κάποια σοβαρή βελτίωση στην κατάσταση του παιδιού.
(3)   Αλλά οι δούλοι αναγγέλλουν σε αυτόν ότι «τον άφησε ο πυρετός» τελείως. «Δεν απαλλάχτηκε από τον πυρετό με τρόπο απλό και τυχαίο, αλλά αμέσως, ώστε να δειχτεί ότι το πράγμα δεν ήταν φυσικό επακόλουθο, αλλά οφειλόταν στη δύναμη του Χριστού» (Θφ).
Ο λόγος του Θεού δεν ενεργεί όπως η φύση, η οποία έχει ανάγκη μακρού χρόνου για να συντελέσει τα έργα της. Ο Χριστός «είπε και έγινε». Και όχι: Είπε και άρχισε να γίνεται. Όταν εργάζονται οι άνθρωποι η απόσταση επιφέρει επιβράδυνση και απώλεια χρόνου. Στα έργα όμως του Χριστού δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η συγχώρεση και ειρήνη, η ενίσχυση και η πνευματική ίαση διατάσσεται από αυτόν στον ουρανό και εφόσον εκείνος ευδοκεί, κατά την ίδια στιγμή και αμέσως στέλνονται κάτω στις ψυχές αυτών που στη γη πιστεύουν.

Ιω. 4,53 ἔγνω οὖν ὁ πατὴρ ὅτι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ ἐν ᾗ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ υἱός σου ζῇ· καὶ ἐπίστευσεν(1) αὐτὸς καὶ ἡ οἰκία αὐτοῦ ὅλη(2).
Ιω. 4,53 Εκατάλαβε, λοιπόν, ο πατέρας ότι το παιδί του έγινε καλά κατά την ώρα ακριβώς που ο Ιησούς του είχεν είπει ότι ο υιός σου ζη.
(1)   «Τώρα πίστεψε με υγιή τρόπο» (Ζ). «Διότι η προηγούμενη πίστη του ήταν ατελής. Τότε όμως πίστεψε πλήρως» (Θφ). Ανυψώθηκε τελικά στον ανώτερο βαθμό πίστης (g). Το ρήμα λέγεται με απόλυτη έννοια όπως στο α 7, για να σημάνει την πλήρη πίστη (β). Πίστεψε ήδη, ότι ο Ιησούς δεν ήταν ένας συνηθισμένος προφήτης, αλλά ο ίδιος ο Μεσσίας (ο).
(2)   Άρα και οι δούλοι. «Αυτοί που ούτε παρόντες ήταν ούτε άκουσαν το Χριστό να μιλά ούτε γνώριζαν τον καιρό, αυτοί αφού έμαθαν από τον κύριό τους ότι αυτός ήταν ο καιρός, είχαν αναμφισβήτητη απόδειξη της δύναμής του. Για αυτό και αυτοί πίστεψαν» (Χ).

Ιω. 4,54 Τοῦτο πάλιν δεύτερον(1) σημεῖον(2) ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐλθὼν ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Ιω. 4,54 Αυτό πάλιν ήτο το δεύτερον θαύμα που έκαμεν ο Ιησούς (το πρώτον ήτο η μεταβολή του ύδατος εις οίνον κατά τον γάμον της Κανά) όταν ήλθεν από την Ιουδαίαν εις την Γαλιλαίαν.
(1)   Δεν είναι ταυτολογία και πλεονασμός, διότι το «δεύτερον» δεν είναι επίρρημα, αλλά επίθετο. Δεν θα ερμηνεύσουμε λοιπόν· πάλι για δεύτερη φορά, αλλά πάλι ως δεύτερο θαύμα (g).
(2)   Είχε κάνει θαύματα στην Ιερουσαλήμ σύμφωνα με το β 23. Αυτό λοιπόν ήταν το δεύτερο, το οποίο έκανε στη Γαλιλαία, όταν είχε έλθει εκεί από την Ιουδαία (b). «Το αποκάλεσε δεύτερο, όχι διότι μετά το πρώτο» στο γάμο της Κανά, «δεν έγινε κανένα άλλο εκτός από αυτό σε όλη την Παλαιστίνη, αλλά εννοεί ότι μετά το πρώτο, αυτό έγινε δεύτερο στην Κανά» (Ζ). Το «δεύτερο» εκφράζει δύο ιδέες, δηλαδή δεύτερο μετά από αυτό που έγινε στο γάμο στην ίδια πόλη, και όταν ήλθε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Διότι και το πρώτο το έκανε μετά από επιστροφή του από την Ιουδαία (g).

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 165-169 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

Οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου επιστολή 106 - ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΙΣΙΔΩΡΟ. 

Ακούοντας ίσως βέβαια να μη πιστέψεις, όταν όμως σκεφθείς γνωρίζω καλά, ότι όχι μόνο θα θαυμάσεις, αλλά και θα το επικροτήσεις. Τι είναι λοιπόν αυτό που αρχικά βέβαια θα φανεί απίστευτο, και μετά από αυτά, όχι μόνο θα φανεί αξιοθαύμαστο, αλλά και άξιο χειροκροτημάτων; Θα το πω σύντομα με λίγες λέξεις, φανερώνοντας νοήματα μεγαλύτερα από τα πελάγη.

Στους παλιούς ο Θεός δεν μιλούσε με γράμματα, αλλά απ’ ευθείας ο ίδιος, όταν εύρισκε τη διάθεση τους καθαρή και άξια να δεχθεί διδασκαλία χωρίς μεσίτη.

Και αυτό είναι φανερό από αυτά πού έλεγε προφορικά και στον Νώε, και στον Αβραάμ, και στους διακεκριμένους απογόνους του, ένας από τους οποίους ήταν και ο πιο κορυφαίος, αυτός πού κατέκοψε όλη τη δύναμη του διαβόλου, και κατέστρεψε τα βέλη του, και άδειασε τη φαρέτρα του, εννοώ ο αείμνηστος Ιώβ .

Όταν όμως το άθλιο πλήθος των Ιουδαίων κατέβηκε στον πυθμένα της κακίας, τότε λοιπόν θεωρήθηκε ότι ήταν απαραίτητα και τα γράμματα και η υπενθύμιση μέσω αυτών.

Αν όμως νομίζεις, ότι μόνο στην Παλαιά Διαθήκη έγινε αυτό, και στην Καινή δεν επικυρώθηκε, θα μπορούσα να σου πω, ότι αυτό φαίνεται περισσότερο σ’ αυτήν.

Γιατί ούτε στους θεόπνευστους αποστόλους δόθηκε κάτι γραπτό, αλλά αντί γραμμάτων δόθηκε η υπόσχεση της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Γιατί λέγει• «Εκείνος θα σας τα υπενθυμίσει όλα».

Εάν όμως νομίζεις ότι οι γραπτοί νόμοι είναι πιο έγκυροι από τους άγραφους, άκουσε τι λέγει ο ίδιος ο βασιλιάς• «Θα τους δώσω καινούργια διαθήκη, δίνοντας τους νόμους μου στη διάνοιά τους, και θα τους αναγράψω στις καρδιές τους» . - «Και θα γίνουν όλοι διδαγμένοι από τον Θεό».

Γι’ αυτό και ο Παύλος, ισχυριζόμενος ότι του εμπιστεύθηκε περισσότερα από ότι στον Μωυσή, έλεγε ότι έλαβε τον νόμο, όχι γραμμένο σε λίθινες πλάκες, αλλά τυπωμένον στις σάρκινες πλάκες της καρδιάς, τον οποίο, αυτός που τον περιφρονεί, δεν θα λιθοβοληθεί, σύμφωνα με τον παλιό νόμο, αλλά θα παραδοθεί σε πολύ οδυνηρή κόλαση.

Επειδή όμως, καθώς ο χρόνος περνά σαν έφιππος και τρέχει σαν ταχύτατο άλογο, άλλοι λοξοδρόμησαν εξαιτίας δογματικών διδασκαλιών, και άλλοι εξαιτίας της ζωής τους, έγινε απαραίτητη η διόρθωσή τους με γράμματα. Γιατί, εφόσον παραβιάζονταν οι άγραφοι νόμοι, στράφηκε δικαιολογημένα στους γραπτούς, αυτός που με κάθε τρόπο ήθελε να επαναφέρει στην αρετή τους υπάκουους.

Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε πόσο μεγάλη είναι η κατηγορία, αφού αυτοί που έπρεπε να ζουν τόσο ειλικρινά, ώστε να μην έχουν ανάγκη γραφών,

αλλά αντί βιβλίων να παραχωρούν τις ψυχές τους στο θείο Πνεύμα,

επειδή χάσαμε αυτή την τιμή και φτάσαμε στην ανάγκη των γραπτών,

να μη χρησιμοποιούμε ούτε και το δεύτερο αυτό βοήθημα όσο πρέπει.

Γιατί, εάν είναι αμάρτημα το να χρειαζόμαστε γραπτά, και να μην προσελκύουμε τη διδασκαλία τού αγίου Πνεύματος με καθαρό βίο,

είναι σωστό να εξετάσουμε πόσο μεγάλο κακό είναι, το να μη θέλουμε να κερδήσουμε ούτε μετά από τόσο μεγάλη βοήθεια (γιατί λέγει, «έδωσε νόμο προς βοήθειά μας»), αλλά να περιφρονούμε τα γραπτά σαν είναι άσκοπα και ανώφελα, και να γινόμαστε αίτιοι μεγαλύτερης κόλασης.

(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 3, σελ. 131-135)

(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Ζ, σελ. 383-392). 

IV. Η ΣΦΑΓΗ. 

Αλλά θα συγκατετίθετο η μήτηρ του Ερρίκου ; Η Ιωάννα ντ’ Αλμπρέτ ήτο Ουγενότη ψυχή τε και σώματι. Όταν ήλθεν εις την αυλήν το 1561, εδήλωσεν ότι

«δεν επρόκειτο να μεταβή εις την λειτουργίαν ακόμη και αν θα την εφόνευον, επροτίμα να ρίψη τον υιόν της και το βασίλειόν της εις την θάλασσαν παρά να ενδώση˙» αντιθέτως είχε τον Ουγενότον ιερέα της να κηρύττη προς αυτήν με όλας τας θύρας ανοικτάς˙ και ηγνόει προκλητικώς τας διαμαρτυρίας του όχλου των Παρισίων. Όταν ο σύζυγός της προσεχώρησεν εις τον καθολικισμόν, αύτη τον εγκατέλειψε καθώς και την αυλήν (1562), επανήλθεν εις το Μπεάρν και συνεκέντρωσε χρήματα και στρατιώτας δια τον Κονδέ. Μετά τον θάνατον του συζύγου της κατέστησε τον προτεσταντισμόν υποχρεωτικόν εις το Μπεάρν (το οποίον περιελάμβανε τας πόλεις Πω, Νεράκ, Τάρμπ, Ορθέζ και Λούρντ)˙ οι καθολικοί κληρικοί επαύθησαν από τας θέσεις των και αντικατεστάθησαν δι’ Ουγενότων ιερέων˙ επί πεντήκοντα έτη έκτοτε δεν ηκούσθη καθολική λειτουργία εις το Μπεάρν.

Ο πάπας Πίος ο IVος την αφώρισε και ήθελε να την καθαιρέση, αλλά η Αικατερίνη τον απέτρεψε. Όταν η Ιωάννα απεδέχθη την προσφοράν να συνδέση Βαλουά και Βουρβώνους δια του γάμου, πρέπει να ενεθυμήθη τούτο και τους μακρούς αγώνας της Αικατερίνης υπέρ της ειρήνης. Επί πλέον οι υιοί της Αικατερίνης ήσαν ασθενικοί˙ δεν ήτο δυνατόν ν’ αποθάνουν όλοι και ν’ αφήσουν τον θρόνον της Γαλλίας εις τον Ερρίκον της Ναβάρρας ; Ο αστρολόγος Νοστραδάμος δεν είχε προφητεύσει ότι η δυναστεία των Βαλουά θα ετελείωνε συντόμως ;
Ο ασθενικώτερος εκ των υιών, Κάρολος ο ΙΧος, θα ηδύνατο να είναι αξιαγάπητος νέος εάν δεν είχε κάτι αιφνιδίας εκρήξεις σκληρότητος και οργής, αι οποίαι έφθανον ενίοτε εις πάθος πλησιάζον την παραφροσύνην. Μεταξύ των θυελλών τούτων ήτο ως κάλαμος εις τον άνεμον έχων σπανίως ιδικήν του γνώμην. Ίσως να είχεν εξασθενήσει ο ίδιος τον εαυτόν του με σεξουαλικάς καταχρήσεις. Ήτο νυμφευμένος με την Ελισάβετ,, θυγατέρα του αυτοκράτορος Μαξιμιλιανού του ΙΙου˙ αλλά ο παράνομος και σταθερός έρως του ήτο δια την Ουγενότην ερωμένην του Μαρίαν Τουσέ. Ήτο ευαίσθητος εις την τέχνην, την ποίησιν, και την μουσικήν˙ ηρέσκετο ν’ απαγγέλη ποιήματα του Ρονσάρ, και ο ίδιος έγραψε προς τιμήν του Ρονσάρ στίχους εξ ίσου ωραίους με τους στίχους του Ρονσάρ :
Tous deux egalement nous portons des couronnes,
Mais roi je la recus; poete, tu la donnes;
Ta lvre, qui ravit par de si doux accords,
Te soumet, les esprits, dont je n’ai que les corps;
Εlle amollit les coeurs, et soumet la beaute;
Je puis donner la mort, toi l’immortalite.
Και οι δύο φορούμε στέμματα το ίδιο,
Αλλά εγώ ως βασιληάς το έλαβα˙ συ, ποιητής˙ το δινεις˙
Η λύρα σου, που γοητεύει με τους γλυκούς της τόνους,
Σου υποτάσσει τα πνεύματα, ενώ εγώ δεν έχω παρά τα σώματα˙
Μαλακώνει τις καρδιες˙ και υποτάσσει την ομορφιά˙
Εγώ μπορώ να δώσω το θάνατο, συ την αθανασία.
Όταν ο Κολινύ προσήλθεν εις την αυλήν εις το Μπλουά (Σεπτέμβριος 1571), ο Κάρολος προσεκολλήθη εις αυτόν όπως η αδυναμία υποδέχεται την δύναμιν. Ήτο ανήρ διαφέρων κατά παρασάγγας από τους τόσους άλλους που περιεστρέφοντο πέριξ του θρόνου: ευπατρίδης, αριστοκράτης, αλλά ήρεμος και σοβαρός, κρατών το ήμισυ της Γαλλίας με την δύναμιν του λόγου του. Ο νεαρός βασιλεύς απεκάλει τον γηραιόν ηγέτην «mon pere», τον διώρισεν αρχηγόν του στόλου, του έδωσεν από το βασιλικόν ταμείον 100.000 λίβρας δια να τον αποζημιώση δια τας ζημίας που είχεν υποστή κατά τους πολέμους. Ο Κολινύ έγινε μέλος του συμβουλίου και προήδρευεν αυτού οσάκις ο βασιλεύς απούσιαζε. Ο Κάρολος εζηλοτύπει πάντοτε και εφοβείτο τον Φίλιππον τον ΙΙον˙ ηγανάκτει δια την εξάρτησιν της καθολικής Γαλλίας από την Ισπανίαν. Ο Κολινύ του επρότεινεν ότι εις πόλεμος με την Ισπανίαν θα παρείχεν εις την Γαλλίαν μίαν αιτίαν δι’ ενοποίησιν και θα εβελτίωνε τα βορειονατολικά σύνορα, τα οποία η Ισπανία κατεπάτει. Τώρα ήτο ο κατάλληλος καιρός, διότι ο Γουλιέλμος της Οράγγης ηγείτο μιας εξεγέρσεως των Κάτω Χωρών εναντίον του Ισπανού επικυριάρχου των˙ μία καλή ώθησις και η Φλάνδρα θα εγίνετο γαλλική. Ο Κάρολος ήκουε μετά συμπάθειας. Την 27ην Απριλίου έγραψε προς τον δούκα Λουδοβίκον του Νασσάου, ο οποίος ηγείτο της προτεσταντικής εξεγέρσεως εις το Χαινώ, ότι

«ήτο αποφασισμένος …..να χρησιμοποιήση τας δυνάμεις που ο Θεός έθεσεν εις τας χείρας του δια την απελευθέρωσιν των Κάτω Χωρών από την καταπίεσιν υπό την οποίαν εστέναζον.»

Ο Λουδοβίκος και ο αδελφός του Γουλιέλμος της Οράγγης προσεφέρθησαν να παραχωρήσουν την Φλάνδραν και το Αρτουά εις την Γαλλίαν ως αντάλλαγμα δι’ αποφασιστικήν βοήθειαν εναντίον της Ισπανίας. Το φθινόπωρον του ιδίου έτους ο Κάρολος διεπραγματεύθη με τον εκλέκτορα της Σαξωνίας Αύγουστον δια την σύναψιν αμυντικής συμμαχίας μεταξύ της Γαλλίας και της προτεσταντικής Γ ερμανίας.
Η Αικατερίνη κατεδίκασε τας προτάσεις του Κολινύ ως φανταστικάς και ανεφαρμόστους. Τώρα που είχε την ειρήνην την οποίαν η Γαλλία τόσον πολύ εχρειάζετο, θα ήτο παραφροσύνη να εξαπολύση και πάλιν τα δεινά του πολέμου τόσον συντόμως. Η Ισπανία ήτο χρεοκοπημένη εξ ίσου με την Γαλλίαν, αλλ’ εξηκολούθει να είναι η ισχυροτέρα δύναμις εις την Χριστιανοσύνην˙ μόλις προ ολίγου είχε καλυφθή από δόξαν με την ήτταν των Τούρκων εις την Ναύπακτον˙ θα είχε το πλείστον της καθολικής Ευρώπης — και το πλείστον της καθολικής Γαλλίας — παρά το πλευρόν της δια να βοηθήση εάν η Γαλλία θα μετείχεν εις μίαν προτεσταντικήν συμμαχίαν. Εις ένα τοιούτον πόλεμον ο Κολινύ θα ήτο αρχιστράτηγος και, δια της επιρροής του επί του ευκόλως επηρεαζομένου Καρόλου, θα ήτο κατ’ ουσίαν βασιλεύς˙ η Αικατερίνη θα περιωρίζετο εις το Σενονσώ εάν δεν απεστέλλετο εις την Ιταλίαν. Ο Ερρίκος ντε Γκύζ και ο Ερρίκος ντ’ Ανζού – αδελφός του βασιλέως – έμαθον με αγανάκτησιν ότι ο Κάρολος επέτρεψεν εις τον Κολινύ ν’ αποστείλη ουγενοτικά στρατεύματα να ενωθούν με τον Λουδοβίκον του Νασσάου. Ο Άλβα, ειδοποιηθείς από τους φίλους του εις την γαλλικήν αυλήν, κατενίκησεν αυτήν την δύναμιν (10 Ιουλίου 1572).

Το Συμβούλιον του βασιλέως εν ολομελεία ήκουσε τον Κολινύ να υποστηρίζη τας προτάσεις του δια πόλεμον με την Ισπανίαν ( 6-9 Αυγούστου 1572)˙ αύται απερρίφθησαν παμψηφεί˙ ο Κολινύ επέμεινε. «Υπεσχέθην δια λογαριασμόν μου», είπε, «να βοηθήσω τον πρίγκιπα της Οράγγης˙ ελπίζω ότι δεν θα κακοφανή εις τον βασιλέα εάν δια μέσου των φίλων μου, ή ίσως και αυτοπροσώπως, εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου.» Είπεν εις την βασιλομήτορα, «Κυρία, ο βασιλεύς σήμερον αποφεύγει ένα πόλεμον, ο οποίος θα του παρείχε πολλά πλεονεκτήματα˙ να μη δώση ο Θεός να εκραγή κανείς άλλος πόλεμος τον οποίον δεν θα δυνηθή ν’ αποφύγη.» Το Συμβούλιον διελύθη υπό το κράτος εξάψεως και αγανακτήσεως δι’ εκείνο που εφαίνετο ως απειλή ενός άλλου εμφυλίου πολέμου. «Η βασίλισσα ας φυλαχθή» συνέστησε ο στρατάρχης ντε Ταβάν, « από τας μυστικάς συμβουλάς του βασιλέως υιού της, τα σχέδια και τους λόγους του˙ εάν δεν προσέξη, οι Ουγενότοι θα τον παρασύρουν με το μέρος των.» Η Αικατερίνη εκάλεσε τον Κάρολον ιδιαιτέρως και τον κατηγόρησεν ότι είχε παραδώσει την σκέψιν του εις τον Κολινύ˙ εάν θα επέμενεν εις το σχέδιον του πολέμου με την Ισπανίαν, αύτη θα του εζήτει την άδειαν ν’ αποσυρθή με τον έτερον υιόν της εις την Φλωρεντίαν. Ο βασιλεύς της εζήτησε συγγνώμην και υπεσχέθη υιϊκήν υπακοήν, αλλά παρέμεινεν αφωσιωμένος φίλος του Κολινύ.
Αύτη ήτο η ατμόσφαιρα όταν η Ιωάννα ντ’ Αλμπρέτ έφθασεν εις το Μπλουά δια τας προετοιμασίας του γάμου, ο οποίος θα ήνωνε την καθολικήν και την προτεσταντικήν Γαλλίαν. Επέμεινεν όπως ο καρδινάλιος ντε Μπουρμπόν τελέση την ιεροτελεστίαν όχι ως ιερεύς αλλά ως πρίγκιψ, όχι εντός μιας εκκλησίας αλλ’ έξωθι αυτής και ότι ο Ερρίκος δεν θα έπρεπε να συνοδεύση την σύζυγόν του εντός της εκκλησίας δια να παρακολουθήση την λειτουργίαν. Η Αικατερίνη συνεφώνησεν αν και τούτο θα επροκάλει πολλάς δυσχερείας με τον πάπαν, ο οποίος είχεν αρνηθή να επιτρέψη εις την Μαργαρίταν να νυμφευθή τον προτεστάντην υιόν μιας αφωρισμένης προτεστάντιδος. Κατόπιν η Ιωάννα μετέβη εις τους Παρισίους δια προμηθείας, ησθένησεν εκ πλευρίτιδος και απέθανε (9 Ιουνίου 1572). Οι Ουγενότοι υπώπτευσαν ότι εδηλητηριάσθη, αλλ’ η υπόθεσις αυτή δεν στηρίζεται πλέον.

Παρ’ όλας τας ιδικάς του υποψίας και την λύπην του, ο Ερρίκος της Ναβάρρας∙ ήλθεν από το Μπλουά εις τους Παρισίους τον Αύγουστον συνοδευόμενος υπό του Κολινύ και οκτακοσίων Ουγενότων. Τέσσαρες χιλιάδες ένοπλοι Ουγενότοι τους ηκολούθησαν εντός της πρωτευούσης˙ εν μέρει δια να ίδουν τας εορτάς και εν μέρει δια να προστατεύσουν τον νεαρόν βασιλέα των. Οι καθολικοί Παρίσιοι, διεγερθέντες υπό την εισροήν ταύτην και πλείστα όσα εμπρηστικά κηρύγματα, κατήγγειλαν τον γάμον ως παράδοσιν της Κυβερνήσεως εις την προτεσταντικήν δύναμιν. Παρ’ όλα ταύτα, η τελετή έλαβε χώραν (18 Αυγούστου) χωρίς την παπικήν άδειαν. Η Αικατερίνη έλαβε τα μέτρα της ώστε να εμποδίση το ταχυδρομείον να φέρη μίαν παπικήν απαγόρευσιν. Ο Ερρίκος ωδήγησε την σύζυγόν του εις τας πύλας της Παναγίας των Παρισίων, αλλά δεν εισήλθε μετ’ αυτής εντός της εκκλησίας. Οι Παρίσιοι δεν ήσαν ακόμη άξιοι μιας λειτουργίας. Προσωρινώς εγκατεστάθη με την Μαργαρίταν εις το Λούβρον.
Σπανίως οι Παρίσιοι είχον συνταραχθή από τόσην έξαψιν. Ο Κολινύ, εξακολουθών να πιέζη δι’ απροκάλυπτον βοήθειαν εκ μέρους της Γαλλίας προς τας επαναστατημένας Κάτω Χώρας, επιστεύετο ότι ήτο έτοιμος ν’ αναχωρήση δια το μέτωπον. Μερικοί καθολικοί προειδοποίησαν την Αικατερίνην ότι οι Ουγενότοι εσχεδίαζον νέαν απόπειραν δια να την απαγάγουν μαζί με τον βασιλέα. Τα σφυροκοπήματα των ακμόνων εις όλην την πόλιν απεκάλυπτον την εσπευσμένην κατασκευήν όπλων. Εις το σημείον τούτο, κατά το λέγειν του υιού της Ερρίκου, η Αικατερίνη έδωσε την συγκατάθεσίν της δια την δολοφονίαν του ναυάρχου.
Την 22αν Αύγουστου, καθώς ο Κολινύ εβάδιζεν από το Λούβρον προς την οικίαν του, δύο πυροβολισμοί ριφθέντες εκ τίνος παραθύρου απέκοψαν τον δείκτην της αριστεράς του χειρός και έθραυσαν τον βραχίονά του εις τον αγκώνα. Οι σύντροφοί του εισώρμησαν εις το κτίριον, αλλ’ εύρον μόνον εν καπνίζον αρκεβούζιον˙ ο δολοφόνος είχε διαφύγει από την οπισθίαν θύραν. Ο Κολινύ μετεφέρθη εις την οικίαν του. Ο βασιλεύς όταν επληροφορήθη το γεγονός ανέκραξεν θυμωμένος «Δεν πρόκειται λοιπόν να έχω ποτέ ησυχίαν;» Απέστειλε τον προσωπικόν ιατρόν του, τον Ουγενότον Αμβρόσιον Παρέ, να περιποιηθή τα τραύματα, διέταξε την εγκατάστασιν βασιλικών φρουρών εις την οικίαν του Κολινύ, διέταξε τους καθολικούς να εκκενώσουν τα παραπλεύρως οικήματα και επέτρεψεν εις Ουγενότους να εγκατασταθούν εις αυτά. Η βασίλισσα, ο βασιλεύς και ο αδελφός του Ερρίκος ήλθον να παρηγορήσουν τον τραυματίαν, και ο Κάρολος ωρκίσθη «τρομερώτατον όρκον» να εκδικήση την επίθεσιν. Ο Κολινύ παρεκίνησε και πάλιν τον Κάρολον να εξέλθη εις πόλεμον δια την απόκτησιν της Φλάνδρας. Λαβών αυτόν ιδιαιτέρως, του εψιθύρισε κάποιο μυστικόν.
Όταν η βασιλική οικογένεια επέστρεφεν εις το Λούβρον, η Αικατερίνη επέμεινεν εις τον βασιλέα να της αποκαλύψη το μυστικόν. «Πολύ καλά, λοιπόν, Mort de Dieux» απήντησε, «αφού θέλετε να μάθετε, ο ναύαρχος μου είπε τα εξής: ότι όλη η εξουσία συνετρίβη εις τας χείρας σας και από αυτό θα προκύψη κακόν δι’ εμέ.» Εις κατάστασιν μανίας ο βασιλεύς εκλείσθη εις τα ιδιαίτερα διαμερίσματά του. Η Αικατερίνη εμελέτα δεινά υπό το κράτος φοβέρας μνησικακίας.
Ο Ερρίκος της Ναβάρρας επεσκέφθη τον Κολινύ και συνεζήτησε μέτρα αμύνης. Μερικοί από την ακολουθίαν του ναυάρχου ήθελον να μεταβούν αμέσως και να δολοφονήσουν τους Γκύζ ηγέτας˙ ούτος το απηγόρευσε. «Εάν δεν θ’ απεδίδετο ευρεία δικαιοσύνη», είπον οι Ουγενότοι, «θα το έπραττον ασφαλώς οι ίδιοι.» Ολόκληρον την ημέραν εκείνην, Ουγενότοι περιεφέροντο πέριξ του Λούβρου˙ εις εξ αυτών είπεν εις την βασίλισσαν ότι αν δεν απεδίδετο συντόμως δικαιοσύνη θ’ ανελάμβανον τον νόμον εις τας χείρας των. Ομάδες ενόπλων Ουγενότων διήλθον επανειλημμένως προ του Μεγάρου της Λορραίνης, ένθα διέμενον οι Γκύζ, και εκραύγαζον απειλάς θανάτου. Οι Γκύζ απετάθησαν προς τον βασιλέα δια προστασίαν και ωχυρώθησαν εντός της κατοικίας των. Ο Κάρολος υποπτευόμενος ότι αυτοί είχον μισθώσει τον δολοφόνον, συνέλαβεν αρκετούς εκ των υπηρετών των και ηπείλησε τον δούκα ντε Γκύζ. Ο Ερρίκος και ο αδελφός του, ο δουξ ντ’ Ωμάλ, εζήτησαν άδειαν ν’ αναχωρήσουν εκ Παρισίων˙ αύτη εχορηγήθη˙ ούτοι επροχώρησαν μόνον μέχρι της πύλης του Αγίου Αντωνίου˙ κατόπιν εστράφησαν και επανήλθον κρυφίως εις το Μέγαρον της Λορραίνης.
Την 23ην Αύγουστου συνήλθε το Συμβούλιον δια να εξετάση σχετικώς προς το έγκλημα. Εκ της εξετάσεως προέκυψεν ότι η οικία εκ της οποίας προήλθον οι πυροβολισμοί ανήκεν (αν και δεν κατείχετο) εις την δούκισσαν μητέρα ντε Γκύζ, η οποία είχεν ορκισθή να εκδικήση τον θάνατον του συζύγου της Φραγκίσκου˙ ότι ο δολοφόνος είχε διαφύγει επί ίππου ληφθέντος από τους σταύλους των Γκύζ˙ ότι το όπλον ανήκεν εις ένα εκ των φρουρών του δουκός ντ’ Ανζού. Ο δολοφόνος δεν συνελήφθη ποτέ. Συμφώνως προς μεταγενεστέραν αφήγησιν του Ανζού, αυτός και ο Ερρίκος ντε Γκύζ απεφάσισαν τώρα ότι ο Κολινύ και μερικοί άλλοι Ουγενότοι έπρεπε να φονευθούν. Η Αικατερίνη και μερικά μέλη του Συμβουλίου είχον συγκεντρωθή εις τον Κεραμεικόν οπότε ο πράκτωρ του Ανζού Μπουσαβάν εισώρμησεν εντός της αιθούσης με την πληροφορίαν ότι οι Ουγενότοι εις την κατοικίαν του Κολινύ εσχεδίαζον βιαίαν εξέγερσιν, πιθανώς δια την εσπέραν της επομένης. Εις την αντιπάθειαν της Αικατερίνης δια τον ναύαρχον, εις την οργήν της δι’ εκείνο που της εφαίνετο ως εκμαυλισμός του βασιλέως να εκφύγη εκ της καθοδηγήσεώς της, εις την, πεποίθησίν της ότι η πολιτική του πολέμου με την Ισπανίαν θα ήτο ολεθρία δια την Γαλλίαν και την δυναστείαν της, προσετέθη τώρα ο φόβος ότι η ζωή της διέτρεχεν άμεσον κίνδυνον και ότι πάσα εξουσία επρόκειτο εντός ολίγου να περιέλθη εις χείρας του Κολινύ και των φίλων του. Συνεφώνησεν ότι οι ηγέται των Ουγενότων έπρεπε να φονευθούν.
Αλλά η συγκατάθεσις του βασιλέως ήτο επιθυμητή αν όχι αναγκαία˙ αυτός όμως εξηκολούθει ν’ απαιτή την δίωξιν όλων των ενεχομένων εις την απόπειραν κατά του Κολινύ. Περί την δεκάτην εσπερινήν εκείνης της ημέρας, της 23ης Αυγούστου, η βασιλομήτωρ απέστειλε τον κόμιτα ντε Ρέτς να ειδοποιήση τον Κάρολον περί της υποτιθεμένης ανταρσίας. Μετ’ ολίγον η Αικατερίνη και οι σύμβουλοί της περιεστοίχισαν τον νεαρόν μονάρχην, του οποίου η έξαψις τον είχε φέρει τώρα εγγύς της παραφροσύνης. Η Αικατερίνη τον διεβεβαίωσεν ότι τριάκοντα χιλιάδες Ουγενότοι εσχεδίαζον να τον συλλάβουν την επομένην και να τον απαγάγουν εις κάποιο προτεσταντικόν φρούριον, όπου θα ήτο αιχμάλωτος και ανίσχυρος˙ μήπως δεν είχον δις προηγουμένως αποπειραθή εν τοιούτον εγχείρημα; Εάν επετύγχανον θα τον εφόνευον υποπτευόμενοι ότι είχε διατάξει ή επιτρέψει την επίθεσιν εναντίον του ναυάρχου.

Προ του εικοσιτριετούς νέου ετέθη το δίλημμα να εκλέξη μεταξύ της ζωής μητρός του και της ζωής των Ουγενότων. Εάν ηρνείτο την συγκατάθεσίν του και οι καθολικοί Παρίσιοι κατέστελλον την στάσιν, θα παρεμερίζετο ως άνανδρος και ανόητος. Ο βασιλεύς αντέστη εις αυτά τα επιχειρήματα˙ ηρώτησε διατί δεν ήρκει να συλληφθούν οι Ουγενότοι ηγέται και να δικασθούν νομίμως˙ οι σύμβουλοι απήντησαν ότι ήτο πολύ αργά δια ν’ αποτρέψουν την στάσιν με τοιαύτην ενέργειαν. Η Αικατερίνη ηπείλησε ν’ αποσυρθή εις την Ιταλίαν και να τον αφήση εις την τύχην του. Τέλος, περί το μεσονύκτιον, εις μίαν κρίσιν νευρικής καταπτώσεως και μανίας, ο Κάρολος εκραύγασε,

Mort de Dieux, εφ’ όσον απεφασίσατε να φονεύσετε τον ναύαρχον, συγκατατίθεμαι! Αλλά τότε πρέπει να φονεύσετε όλους τους Ουγενότους εις την Γαλλίαν, ώστε να μη μείνη κανείς δια να με κατηγορήση……. Φονεύσατέ τους όλους! Φονεύσατέ τους όλους!»

Εκστομίζων βλασφημίας εγκατέλειψε τους συμβούλους και εκλείσθη εις το δωμάτιόν του.
Εάν οι συνωμόται είχον σχεδιάσει να φονεύσουν μόνον ολίγους, επωφελήθησαν τώρα από την τρελλήν διαταγήν του βασιλέως δια να κάμουν την σφαγήν των Ουγενότων όσον το δυνατόν πληρεστέραν. Η Αικατερίνη επέμεινε να προστατεύση τον Ερρίκον της Ναβάρρας˙ ο νεαρός πρίγκιψ Κονδέ-Ερρίκος ο Ιος - και οι Μονμορανσύ εξηρέθησαν ως πάρα πολύ ευγενείς δια να σφαγούν˙ ο χειρουργός Αμβρόσιος Παρέ διεσώθη από τον βασιλέα αλλ’ εστάλη διαταγή εις τους διαμερισματάρχας των Παρισίων να οπλίσουν τους ανθρώπους των και να είναι έτοιμοι προς δράσιν με την κρούσιν των κωδώνων της εκκλησίας την τρίτην πρωινήν της 24ης Αυγούστου, εορτής του Αγίου Βαρθολομαίου.

Εδόθη ελευθερία ενεργείας εις τους Γκύζ να πραγματοποιήσουν την επί μακρόν αναβληθείσαν εκδίκησίν των κατά του ναυάρχου. Ο Ερρίκος ντε Γκύζ έδωσε διαταγήν εις τους αξιωματικούς της πολιτοφυλακής όπως με την κρούσιν των κωδώνων οι άνδρες των φονεύουν οιονδήποτε Ουγενότον που θα εύρισκον. Αι πύλαι της πόλεως θα εκλείοντο δια να εμποδίσουν πάσαν διαφυγήν.
Ενώ ήτο ακόμη νυξ ο Γκύζ ωδήγησεν αυτοπροσώπως τριακοσίους στρατιώτας εις το κτίριον όπου εκοιμάτο ο Κολινύ. Πλησίον του ήσαν ο ιατρός του Παρέ, ο γραμματεύς του Μερλέν και ο υπηρέτης του Νικόλας. Ούτοι εξύπνησαν από τον θόρυβον των βημάτων των στρατιωτών που επλησίαζον˙ ήκουσαν κραυγάς και πυροβολισμούς — οι φρουροί του Κολινύ εφονεύοντο. Εις φίλος ώρμησεν εντός του δωματίου κραυγάζων, «είμεθα χαμένοι!»

Ο ναύαρχος απήντησε, «Έχω προ πολλού προπαρασκευασθή δια τον θάνατον. Σωθήτε. Δεν θέλω εκείνοι που σας αγαπούν να δυνηθούν ποτέ να με κατηγορήσουν δια τον θάνατόν σας. Εμπιστεύομαι την ψυχήν μου εις το έλεος του Θεού.»

Εκείνοι έφυγον. Οι στρατιώται του Γκύζ έθραυσαν την θύραν. Εύρον τον Κολινύ γονυκλινή και προσευχόμενον. Εις στρατιώτης τον διεπέρασεν με το ξίφος του, άλλοι τον εκάρφωσαν με τα εγχειρίδιά των˙ ενώ ήτο ακόμη ζωντανός τον έρριψαν από το παράθυρον εις τον δρόμον εις τους πόδας του Γκύζ. Όταν εβεβαιώθη ότι ο Κολινύ ήτο νεκρός, ο δούξ διέταξε τους άνδρας του να διασκορπισθούν εις τους Παρισίους και να μεταδώσουν το σύνθημα

«Tuez! Tuez!» Φονεύετε! φονεύετε! Ο βασιλεύς το διατάσσει.»

Η κεφαλή του ναυάρχου απεκόπη και εστάλη εις το Λούβρον — μερικοί είπον εις την Ρώμην. Το σώμα παρεδόθη εις τον όχλον, ο οποίος το ηκρωτηρίασεν αγρίως, απέκοψαν τας χείρας και τα γεννητικά του όργανα και τα προσέφερον προς πώλησιν, το υπόλοιπον σώμα το εκρέμασαν από τας πτέρνας.
Εν τω μεταξύ η βασίλισσα, αισθανομένη κάποιαν τύψιν ή φόβον, απέστειλε διαταγήν προς τους Γκύζ να σταματήσουν την σφαγήν˙ ούτοι απήντησαν ότι ήτο πολύ αργά˙ εφ’ όσον εφονεύθη ο Κολινύ, οι Ουγενότοι πρέπει να θανατωθούν, άλλως θα επαναστατήσουν ασφαλώς. Η Αικατερίνη ενέδωσε και διέταξε να κρούσουν οι κώδωνες. Επηκολούθησε τοιαύτη σφαγή, ομοίαν της οποίας αι πόλεις σπανίως εγνώρισαν ακόμη και εις την φρενίτιδα των πολέμων. Ο όχλος εχάρη δια την ελευθερίαν που εδόθη εις τα κατεσταλμένα ένστικτά του να κτυπήση, να προκαλέση πόνον, να φονεύση. Εκυνήγησε και εφόνευσεν από δύο έως πέντε χιλιάδας Ουγενότους και άλλους˙ φόνοι προηγουμένως μελετηθέντες ηδύναντο τώρα να εκτελεσθούν ατιμωρητί. Ταλαιπωρημένοι ή φιλόδοξοι σύζυγοι αμφοτέρων των φύλων εύρον την ευκαιρίαν ν’ απαλλαγούν από ανεπιθυμήτους συντρόφους˙ έμποροι εφονεύθησαν από ανταγωνιστάς˙ συγγενείς βραδύνοντες ν’ αποθάνουν υπεδείχθησαν ως Ουγενότοι από πιθανούς κληρονόμους των. Ο φιλόσοφος Ραμύς εφονεύθη καθ’ υπόδειξιν ενός ζηλοτύπου καθηγητού. Κάθε οικία δια την οποίαν υπήρχε υποψία ότι εστέγαζον Ουγενότους, υπέστη βιαίαν εισβολήν και έρευναν. Ουγενότοι και τα τέκνα των εσύροντο εις τας οδούς και εσφάζοντο˙ έμβρυα εξήχθησαν από τας κοιλίας των νεκρών μητέρων των και συνεθλίβησαν επί των τοίχων. Εντός ολίγου τα καταστρώματα των οδών εγέμισαν πτώματα˙ παιδία έπαιζον επ’ αυτών.

Οι καθολικοί Ελβετοί φρουροί του βασιλέως μετέσχον εις το ανθρωποκυνήγιον και εφόνευον αδιακρίτως από την ευχαρίστησιν και μόνον της σφαγής. Ο δούξ ντε-λα Ροσεφουκώ, ο οποίος είχε παίξει τέννις με τον βασιλέα την προηγουμένην, εφονεύθη από προσωπιδοφόρους, οι οποίοι, όπως υπέθεσεν, είχον έλθει δια να τον προσκαλέσουν δια κάποιαν βασιλικήν διασκέδασιν. Ουγενότοι ευγενείς και αξιωματικοί, οι οποίοι είχον εγκατασταθή εις το Λούβρον ως ακολουθία του βασιλέως της Ναβάρρας, εκλήθησαν εις την αυλήν και εφονεύθησαν ανά εις καθώς προσήρχοντο. Ο ίδιος ο Ερρίκος αφυπνισθείς την αυγήν, εξήλθε δια να παίξη τέννις. Ο Κάρολος τον εκάλεσε μαζί με τον Κονδέ και τους έθεσε το ερώτημα «λειτουργία ή θάνατος;» Ο Κονδέ επροτίμησε τον θάνατον, αλλά εσώθη υπό της βασιλίσσης. Ο βασιλεύς της Ναβάρρας υπεσχέθη συμμόρφωσιν και του επετράπη να ζήση. Η σύζυγός του Μαργαρίτα, κοιμωμένη ανήσυχον ύπνον, αφυπνίσθη από ένα τραυματισμένον Ουγενότον, ο οποίος εισώρμησεν εις το δωμάτιόν της και την κλίνην της. Έπεισε τους διώκτας του να μη τον φονεύσουν.

«Τώρα που γράφω», ανέφερεν ο Ισπανός πρέσβυς «τους φονεύουν όλους, τους γυμνώνουν... μη φειδόμενοι ούτε των παιδίων. Δόξαν να έχη ο Θεός!»

Τώρα που και ο ίδιος ο νόμος έγινεν εκτός νόμου, η λεηλασία ωργίασε και ο βασιλεύς επληροφορήθη ότι μέλη της αυλής του μετέσχον εις την λεηλασίαν της πόλεως. Περί την μεσημβρίαν, μερικοί κατατρομαγμένοι πολίται τον παρεκάλεσαν να σταματήση την σφαγήν και εν μέρος της αστυνομίας της πόλεως προσεφέρθη να βοηθήση δια την αποκατάστασιν της τάξεως. Εξέδωσε διαταγάς να σταματήση η σφαγή˙ έδωσεν εντολήν εις την αστυνομίαν να φυλακίζη Προτεστάντας δια να τους προστατεύση˙ μερικούς εξ αυτών έσωσε˙ άλλοι, κατά διαταγήν του, ερρίφθησαν εις τον Σηκουάναν και επνίγησαν. Επί τι διάστημα η σφαγή εκόπασε. Αλλά την Δευτέραν, εικοστήν πέμπτην του μηνός, μία λευκάκανθα ήνθισεν, εντελώς εκτός εποχής, εις το Κοιμητήριον των Αθώων˙ ο κλήρος εχαρακτήρισε τούτο ως θαύμα˙ οι κώδωνες των εκκλησιών των Παρισίων ήχησαν δια να πανηγυρίσουν το γεγονός˙ ο όχλος εξέλαβε την κωδωνοκρουσίαν ως πρόσκλησιν να επαναλάβη την σφαγήν˙ ο φόνος ανέζησε και πάλιν.
Την εικοστήν έκτην ο βασιλεύς μετέβη επισήμως μετά της αυλής του εις το Ανάκτορον της Δικαιοσύνης, διασχίσας τους πλήρεις πτωμάτων δρόμους, και εβεβαίωσεν υπερηφάνως το Παρλαμέντον των Παρισίων ότι αυτός είχε διατάξει την σφαγήν. Ο πρόεδρος απήντησε με ένα μακρόν συγχαρητήριον λόγον. Το Παρλαμέντον εψήφισεν οι κληρονόμοι του Κολινύ να τεθούν εκτός νόμου, η οικία του εις το Σαντιγιόν να κατεδαφισθή, τα υπολείμματα της περιουσίας του να δημευθούν υπό του δουκός του Ανζού. Την εικοστήν ογδόην ο βασιλεύς, η βασιλομήτωρ και η αυλή επεσκέφθησαν πολλάς εκκλησίας εις ένα θρησκευτικόν εορτασμόν ευχαριστιών δια την λύτρωσιν της Γαλλίας από την αίρεσιν και την διαφυγήν της βασιλικής οικογένειας από τον θάνατον.
Αι επαρχίαι εμιμήθησαν τους Παρισίους κατά τον ερασιτεχνικόν των τρόπον. Εμπνευσθείσαι από ειδήσεις εκ της πρωτευούσης η Λυών, η Ντιζόν, η Ορλεάνη, το Μλπουά, η Τούρ, η Τρουά, το Μω, η Μπούρζ, το Ανζέ, η Ρουένη, η Τουλούζ ωργάνωσαν εξάλλους σφαγάς (24 - 26 Αυγούστου). Ο Ζακ ντε Θου υπελόγισεν 800 θύματα εις την Λυών, 1000 εις την Ορλεάνην. Ο βασιλεύς ενεθάρρυνε και κατόπιν απεθάρρυνεν αυτά τα ολοκαυτώματα. Την εικοστήν έκτην απέστειλε προφορικάς οδηγίας προς διοικητάς επαρχιών να φονεύσουν όλους τους εξέχοντας Ουγενότους˙ την εικοστήν εβδόμην απέστειλε προς αυτούς εγγράφους διαταγάς να προστατεύσουν τους φιλησύχους και νομοταγείς Προτεστάντας. Συγχρόνως έγραψεν εις τον εν Βρυξέλλαις αντιπρόσωπόν του να ζητήση την συνεργασίαν του Άλβα:

Ο δούξ έχει πολλούς από τους στασιαστάς υπηκόους μου εις τας χείρας του και τα μέσα να καταλάβη την Μόνς και να τιμωρήση τους πολιορκημένους εντός αυτής. Εάν σας απαντήση ότι αυτό σημαίνει σιωπηρώς ότι ζητείται από αυτόν να φονεύση αυτούς τους αιχμαλώτους και να σφάξη τους εις Μόνς ευρισκομένους, να του είπετε ότι αυτό πρέπει να κάμη.

Ο Άλβα απέρριψε την αίτησιν. Όταν κατέλαβε την Μόνς, επέτρεψεν εις την γαλλικήν φρουράν ν’ αναχωρήση άθικτος. Ιδιωτικώς κατέκρινε την Σφαγήν του Αγίου Βαρθολομαίου ως ευτελές μέσον διεξαγωγής πολέμου˙ δημοσία, διέταξε πανηγυρισμόν της σφαγής ως θρίαμβον της μόνης αληθούς Χριστιανοσύνης.
Μερικοί εκ των επαρχιακών διοικητών ετήρησαν τους όχλους των υπό πολιτικόν έλεγχον. Δεν έλαβον χώραν φόνοι εις την Καμπανίαν, την Πικαρδίαν ή την Βρεττάνην και πολύ ολίγοι εις την Ωβέρνην, το Λαγκεντόκ, την Βουργουνδίαν ή το Ντωφινέ. Εις την Λυών, πολλοί καθολικοί κατήγγειλαν την σφαγήν, οι δε στρατιώται ηρνήθησαν να λάβουν μέρος εις αυτήν˙ εις την Βιέννην ο επίσκοπος έλαβε τους Προτεστάντας υπό την προστασίαν του και πολλαί καθολικαί οικογένειαι απέκρυψαν κινδυνεύοντας Ουγενότους. Αλλά εις την Τρουά και την Ορλεάνην, οι επίσκοποι έδωσαν πλήρη ελευθερίαν δια την σφαγήν˙ εις το Βορδώ, εις Ιησουίτης ανήγγειλεν ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είχε διατάξει τας σφαγάς και κατεδίκασε την αργοπορίαν των αρχόντων να διατάξουν τας εκτελέσεις. Πιθανώς αι επαρχίαι συνεισέφεραν 5000 θύματα και οι Παρίσιοι περί τας 2000˙ αλλά διάφοροι εκτιμήσεις περί του συνολικού αριθμού κυμαίνονται από 5000 μέχρι 30.000.
Οι καθολικοί εδικαιολόγησαν γενικώς την σφαγήν ως μίαν έκρηξιν αγανακτήσεως και εκδικήσεως μετά πολλά έτη διώξεων των καθολικών εκ μέρους των Ουγενότων. Ο Φίλιππος ο IΙος εγέλασε όταν ήκουσε την είδησιν˙ τώρα δεν θα υφίστατο κίνδυνος παρεμβάσεως της Γαλλίας εις τας Κάτω Χώρας. Ο εν Παρισίοις παπικός νούντσιος έγραψεν εις την Ρώμην˙

«Συγχαίρω την Αγιότητά του εκ βάθους καρδίας διότι ηυδόκησεν η Θεία Μεγαλειότης, κατά την έναρξιν της αρχιερωσύνης του, να κατευθύνη τας υποθέσεις του βασιλείου τούτου τόσον ευτυχώς και τόσον εντίμως και να έχη προστατεύσει τον βασιλέα και την βασίλισσαν μητέρα, ώστε να εξοντώσουν την μολυσμένην ρίζαν με τόσην σύνεσιν και εις τόσον επίκαιρον στιγμήν όταν όλοι οι στατιασταί ήσαν κλεισμένοι εις τον κλωβόν».

Όταν αι ειδήσεις έφθασαν εις την Ρώμην, ο Καρδινάλιος της Λορραίνης, από ασυγκράτητον ευτυχίαν, έδωσεν εις τον κομίσαντα την αγγελίαν χιλίας κορώνας. Μετ’ ολίγον ολόκληρος η Ρώμη είχε φωταγωγηθή˙ κανονιοβολισμοί ερρίφθησαν από τον Πύργον του Αγγέλου˙ οι κώδωνες ήχησαν χαρμοσύνως˙ ο Γρηγόριος ο XIIΙος και οι καρδινάλιοί του παρέστησαν εις επίσημον λειτουργίαν ευχαριστιών προς τον Θεόν δια «την σημαντικήν εύνοιαν που επέδειξε προς τον χριστιανικόν λαόν», η οποία έσωσε την Γαλλίαν και την Αγίαν Έδραν από μέγαν κίνδυνον. Ο πάπας διέταξε να κοπή ειδικόν μετάλλιον εις ανάμνησιν της Ugonotornm strages — της ήττης και της σφαγής των Ουγενότων — και ανέθεσεν εις τον Βαζάρι να ζωγραφίση εις την Σκάλα Ρέγκια του Βατικανού, μίαν εικόνα της σφαγής, φέρουσαν τας λέξεις

Pontifex Colignii necem probat —«Ο Ποντίφηξ εγκρίνει τον φόνον του Κολινύ.
Η Προτεσταντική Ευρώπη εχαρακτήρισε την σφαγήν ως άνανδρον βαρβαρότητα. Ο Γουλιέλμος της Οράγγης είπεν εις τον Γάλλον πρεσβευτην ότι ο Κάρολος ο ΙΧος δεν θα ηδύνατο ποτέ να εκπλύνη το αίμα από τας χείρας του. Εις την Αγγλίαν η Ελισάβετ κατεκλύσθη από αιτήσεις δια εκδίκησιν, επίσκοποι δε τινές την συνεβούλευσαν ότι ο μόνος τρόπος δια να κατευνάση την μανίαν του πλήθους ήτο να θανατώση αμέσως όλους τους καθολικούς που ευρίσκοντο εις τας φυλακάς ως αρνηθέντες να δώσουν τον όρκον της πίστεως˙ τουλάχιστον η βασίλισσα των Σκώτων έπρεπε να εκτελεσθή αμέσως. Η Ελισάβετ συνεκρατήθη. Ενεδύθη με βαρύ πένθος δια να δεχθή τον Γάλλον πρέσβυν και ήκουσε με προφανή δυσπιστίαν τας διαμαρτυρίας του ότι η σφαγή είχεν επιβληθή ένεκα αμέσου συνωμοσίας των Ουγενότων. Αλλ’ εξηκολούθησε να παίζη την Γαλλίαν εναντίον της Ισπανίας και να χρονοτριβή με την υπόθεσιν του γάμου της με τον Αλανσόν, τον δε Νοέμβριον συγκατετέθη να γίνη ανάδοχος της θυγατρός του Καρόλου του ΙΧου.
Η Αικατερίνη εξήλθεν από το σφαγείον εύθυμος και ανανεωμένη˙ ο βασιλεύς ήτο τώρα και πάλιν υποτελής της, το δε ουγενοτικόν πρόβλημα εφαίνετο ότι είχε λυθή. Είχεν απατηθή. Παρ’ όλον ότι πολλοί Γάλλοι προτεστάνται είχον δεχθή την εξωμοσίαν ως εναλλακτικήν λύσιν αντί του θανάτου, αι αλλαξοπιστίαι αυταί απεδείχθησαν παροδικαί˙ εντός δύο μηνών από της σφαγής οι Ουγενότοι ήρχισαν τον Τέταρτον Θρησκευτικόν Πόλεμον. Η Ροσέλ και πολλαί άλλαι πόλεις έκλεισαν τας πύλας των εις τα βασιλικά στρατεύματα και αντέστησαν επιτυχώς εις την πολιορκίαν. Την 6ην Ιουλίου 1573, ο Κάρολος υπέγραψε την Ειρήνην της Ροσέλ, εγγυώμενος εις τους Ουγενότους θρησκευτικήν ελευθερίαν. Πολιτικώς η σφαγή δεν επέτυχε τίποτε.
Και τώρα οι Ουγενότοι διανοούμενοι οι οποίοι μέχρι τούδε εδήλουν πίστιν εις τον βασιλέα, απεστράφησαν με φρίκην από τον Κάρολον τον ΙΧον και ημφισβήτουν όχι μόνον το θείον δικαίωμα των βασιλέων, αλλά και αυτόν τούτον τον θεσμόν της μοναρχίας. Ο Φραγκίσκος Χότμαν, Ουγενότος νομομαθής, είχε καταφύγει εις την Ελβετίαν μετά την σφαγήν˙ μετά εν έτος εδημοσίευσε μίαν εμπαθή επίθεσιν κατά του Καρόλου, De furoribus Gallicis: τα εγκλήματα του βασιλέως τούτου είχον απαλλάξει τον λαόν του από τον όρκον πίστεως˙ ήτο εγκληματίας και έπρεπε να καθαιρεθή. Πριν παρέλθη το έτος, ο Χότμαν εξέπεμψεν εκ Γενεύης το έργον του Franco - Gallia, την πρώτην απόπειραν συνταγματικής ιστορίας κατά τους νεωτέρους χρόνους. Η Γάλλο - Φραγκική μοναρχία, υπεστήριζεν ούτος, ήτο αιρετή˙ ο βασιλεύς ήτο υποκείμενος, μέχρι του Λουδοβίκου του Χίου, εις μίαν εθνικήν συνέλευσιν του ενός είδους ή του άλλου˙ τα ήδη αηδή Παρλαμέντα και αι από μακρού παρημελημέναι Γενικαί Συνελεύσεις ήσαν τα ασθενή κατάλοιπα της εκλογικής αυτής δυνάμεως˙ η δε δύναμις αύτη είχε παραχωρηθή εις αυτά τα σώματα υπό του λαού. «Μόνον εις τον λαόν ανήκει το δικαίωμα να εκλέγη και να καθαιρή βασιλείς.» Εζήτει την περιοδικήν σύγκλησιν της Γενικής Συνελεύσεως˙ μόνον αυτό το σώμα έπρεπε να έχη την εξουσίαν να εκδίδη νόμους και να κηρύττη πόλεμον ή να συνάπτη ειρήνην, να διορίζη εις τα ανώτερα αξιώματα, να κανονίζη την διαδοχήν και να καθαιρή κακούς βασιλείς. Εδώ ευρίσκετο ήδη ο κεραυνός του 1789.
Η ιδία η ζωή καθήρεσε μετ’ ολίγον τον Κάρολον τον ΙΧον. Το αγαθόν και το κακόν εντός αυτού είχον παλαίσει μέχρι του σημείου που εις οργανισμός απ’ αρχής υπονομευμένος, συνετρίβη από την έντασιν. Ενίοτε εκαμάρωνε δια την σκληρότητα και το μέγεθος του εγκλήματος του˙ άλλοτε κατηγορεί τον εαυτόν του διότι είχε συγκατατεθή εις την σφαγήν, αι δε κραυγαί των σφαζομένων Ουγενότων αντήχουν εις τα ώτα του, αφαιρούσαι τον ύπνον του. Ήρχισε να κατηγορή την μητέρα του:

«Ποιος άλλος από σας είναι η αιτία όλων αυτών; Jang de Dieu, σεις είσθε η αιτία όλων αυτών!»

Αύτη παρεπονείτο ότι είχον ένα παράφρονα ως υιόν. Κατέστη μελαγχολικός και σύνοφρυς, αδύνατος και ωχρός. Είχε πάντοτε τάσιν προς την φυματίωσιν˙ τώρα, με την εξασθένησιν της αντιστάσεως του οργανισμού του, αύτη τον κατέστρεψε. Το 1574 έπτυεν αίμα. Την άνοιξιν, αι αιμορραγίαι του έγιναν ισχυρότεραι και είχε πάλιν οράματα των θυμάτων του.

«Τί αιματοχυσία! Τί δολοφονίαι!» εκραύγαζεν εις την νοσοκόμον του. «Ποιαν κακήν συμβουλήν ηκολούθησα! Ω, Θεέ μου, συγχώρησέ με!» «Είμαι χαμένος!».

Κατά την ημέραν του θανάτου του, την 30ην Μαΐου 1574, εκάλεσε τον Ερρίκον της Ναβάρρας, τον οποίον ενηγκαλίσθη με αγάπην. «Αδελφέ», του είπε, «χάνεις ένα καλόν φίλον. Εάν είχον πιστεύσει όλα όσα μου είχον είπει, δεν θα ήσο ζωντανός. Αλλά εγώ πάντοτε σε ηγάπων… Μόνον εις σε έχω εμπιστοσύνην ότι θα φροντίσης δια την σύζυγον και την κόρην μου. Ικέτευε τον Θεόν δι’ εμέ. Χαίρε» Ολίγον κατόπιν απέθανε˙ Δεν ήτο ακόμη είκοσι τεσσάρων ετών.


Κάθε ιερός ναός είναι και ένα κομμάτι του ουρανού επάνω στην γη.

Και όταν είσαι μέσα στον ναό, ή­δη βρίσκεσαι στον ουρανό.

Έτσι, όταν ή γη σε συν­θλίβει με την κόλαση της, τρέξε στον ναό, μπες μέσα και να, είσαι μέσα στον παράδεισο.

Αν οι άνθρωποι σε ενοχλούν με την κακία τους, να προσφεύγεις στον ναό,

να γονατίζεις μπροστά στον Θεό και Εκείνος θα σε προσλάβει κάτω από την γλυκιά και παντοδύναμη προστασία Του.

Αν πάλι συμβεί να πέσουν επάνω σου ολόκληρες λεγεώνες δαιμόνων, εσύ τρέξε στον ναό,

ανάμεσα στους Αγγέλους, επειδή ό ναός είναι πάντοτε γεμάτος από Αγγέλους και οι Άγγελοι του Θεού θα σε προστατεύσουν από όλα τα δαιμόνια του κόσμου αυτοί και τίποτα δεν μπορούν να σου κάμουν.

ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (1894-1979) ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ

Επιστολή 390 οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου - ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΛΑΜΠΕΤΙΟ. 


Αν και μερικοί νομίζουν ότι έχει λεχθεί με τρόπο υπερβολικό αυτό πού θα λεχθεί

(γιατί ξέρω ότι πολλοί διάκεινται με αγένεια και ανανδρία),

εγώ θα πω τη δική μου γνώμη.

Γιατί υπάρχουν, νομίζω, μερικοί που το αποδέχθηκαν,

αλλά και κανένας να μη το αποδεχόταν, πρέπει να προτιμάται η αλήθεια.

Τι είναι λοιπόν αυτό πού θέλω να πω;

Πρέπει να ειπωθεί με συντομία.

Με ευχαρίστηση, έχοντας ευεργετήσει όλους, θα δεχόμουν να τιμωρηθώ σα να τους αδίκησα όλους,

παρά,

αδικώντας έναν, να στεφανωθώ και να ανακηρυχθώ, σα να τους ευεργέτησα όλους.

(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 3, σελ. 439)

custom image (2)

img025

Ο Ιερός Ναός

Σας καλωσορίζουμε στην ιστοσελίδα του ιερού μας Ναού. Η Ενορία μας, με τις πρεσβείες του αγίου Μάρτυρος Σώζωντος αλλά και με την ευλογία και την καθοδήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Συμεών, επί σειρά ετών προσπαθεί να επιτελέσει το ποιμαντικό της έργο προς δόξαν Θεού και οικοδομή των πιστών. Να ενώσει τους πιστούς με το Χριστό αλλά και μεταξύ τους, αφού κατά τον Απόστολο Παύλο:

«Οἱ πολλοὶ ἕν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ' εἷς ἀλλήλων μέλη» (Οι πολλοί πιστοί είμαστε ένα σώμα λόγω της ένωσής μας με το Χριστό και ο καθένας μέλη ο ένας του άλλου» (Ρωμ. ιβ΄ 5). «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Εσείς είστε Χριστού και μέλη που ο καθένας αποτελεί ένα μέρος του συνόλου) (Α' Κορ. ιβ' 27). Είμαστε όλοι μας ένα σώμα, το σώμα του Χριστού. μέλη του Χριστού, είμαστε και μέλη ο ένας του άλλου.

Αυτό είναι η Εκκλησία και ειδικότερα η Ενορία μας. Είναι η οικογένειά μας, το σπίτι μας, το σώμα μας. Δυστυχώς, όμως, στην εποχή μας χάσαμε αυτήν την ενότητα και με το Χριστό και μεταξύ μας. Απομονωθήκαμε. «Χαθήκαμε», όπως λέμε συχνά. Η Ενορία κατάντησε να είναι για πολλούς κάτι στο οποίο απευθύνομαι, όταν θέλω να βαπτίσω το παιδί μου ή να παντρευτώ. Δε νιώθουμε την Ενορία μας και το Ναό μας σπίτι μας, λιμάνι μας. Κάτι ΔΙΚΟ ΜΑΣ. Η Ενορία, όμως, ο Χριστός, το Σώμα Του, μας καλεί όλους. Μας καλούν και οι άλλοι αδελφοί μας, τα μέλη μας, να ενωθούμε και πάλι, να γίνουμε ένα σώμα με κεφαλή το Χριστό. Ενορία δεν είναι μόνο ο Ναός, αλλά και τα πρόσωπα. Είναι οι ιερείς, οι πνευματικοί μας πατέρες, οι αδελφοί μας. Η Ενορία δεν εξαντλείται μόνο σε ένα σκέτο εκκλησιασμό που, δυστυχώς, και αυτός χάθηκε για τους περισσότερους ενορίτες. Η Εκκλησίας μας, έχει και άλλες εκδηλώσεις και συνάξεις και δραστηριότητες που δεν είναι για λίγους, αλλά για όλους μας. Αυτή η ιστοσελίδα, σκοπό έχει την πνευματική τροφοδοσία των Χριστιανών αλλά και την πολύπλευρη ενημέρωση των πιστών μας για όλες τις εκδηλώσεις της Ενορίας του Αγίου Σώστη.

Τελευταίες αναρτήσεις κειμένων (blog)