(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Ζ, σελ. 444-445 ).
Αναφέρερεται στον γάλλο λόγιο Μονταίνι (1533-1592)
3. Τα δοκίμια
Το ευνοούμενόν του καταφύγιον ήτο η βιβλιοθήκη εις τον τρίτον όροφον του πύργου, ο οποίος υψούτο εις την πρόσοψιν του ανακτόρου του.
(Το ανάκτορον κατεστράφη υπό πυρκαϊάς το 1885, αλλά ο πύργος επέζησε). Ηγάπα την βιβλιοθήκην του όπως τον εαυτόν του, το έτερον εγώ του:
"Το σχήμα της ήτο στρογγύλον και δεν είχεν επίπεδον πλευράν παρά μόνον ότι μου εχρησίμευεν ως τράπεζα και ως κάθισμα• κατά τον τρόπον τούτον μου παρέχει με εν βλέμμα την πλήρη όψιν όλων μου των βιβλίων... Ιδού το κάθισμά μου, ιδού ο θρόνος μου. Επιχειρώ να κάμω την κυριαρχίαν μου εντός αυτής απόλυτον , και ν’ αποσπάσω αυτήν την γωνίαν από την κοινότητα της συζύγου, των τέκνων και των γνωρίμων".
Σπανίως άνθρωπος ηγάπησε τόσον πολύ την μόνωσιν, η οποίο είναι σχεδόν ο άμεσος φόβος μας.
"Ο άνθρωπος πρέπει να απομονούται και ν’ ανακτά τον εαυτόν του από τον εαυτόν του. . . Θα έπρεπε να φυλάσσωμεν μίαν γωνίαν διά τους εαυτούς μας... εντελώς ιδικήν μας. . . εντός της οποίας να δυνάμεθα να περισυλλεγώμεν και να εγκαταστήσωμεν την πλήρη ημών ελευθερίαν. Το μεγαλύτερον πράγμα διά τον άνθρωπον εις αυτόν τον κόσμον είναι να μάθη πώς ν’ ανήκη ο ίδιος εις τον εαυτόν του".
Εις την βιβλιοθήκην αυτήν είχε χίλια βιβλία, τα πλείστα εξ αυτών δεμένα με δέρμα.
Τα απεκάλει «meas delicias» (απολαύσεις μου).
Εις αυτά ηδύνατο να εκλέγη την συντροφιάν του και να ζη με τους σοφωτέρους και τους καλυτέρους. Μόνον εις τον Πλούταρχον, «δεδομένου ότι ωμίλει γαλλιστί» (χάρις εις την μετάφρασιν του Αμυό), ηδύνατο να εύρη εκατόν μεγάλους άνδρας, οι οποίοι θα ήρχοντο να συνομιλήσουν μαζί του, και εις τας Επιστολάς του Σενέκα ηδύνατο ν’ απολαύση ένα ευχάριστον στωϊκισμόν μελωδικώς διατυπωμένον• αυτοί οι δύο (συμπεριλαμβανομένων και των Ηθικών του Πλουτάρχου) ήσαν οι ευνοούμενοι του συγγραφείς,
«από τους οποίους, όπως αι Δαναΐδες, αντλώ το ύδωρ μου, και γεμίζουν αδιακόπως με την ιδίαν ταχύτητα που κενούνται... Η οικειότης που έχω με αυτούς και η βοήθεια που μου παρέχουν εις την γεροντικήν μου ηλικίαν, και το βιβλίον μου που απλώς πλαισιώνεται από τα εξ αυτών λάφυρα, με υποχρεώνουν να τους τιμώ.».