Η διδασκαλία αυτή αποτελεί νεόκοπο δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτή, η Θεοτόκος δεν πέθανε φυσικώς, αλλά όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής της, ο Θεός τη μετέστησε ένσωμη στη θεία Βασιλεία.
Η διδασκαλία αυτή είναι σωστή μόνο κατά το ήμισυ. Είναι σωστή στην ιδέα της ένσωμης μεταστάσεως, εσφαλμένη δε ως προς το στοιχείο του θανάτου της Θεομήτορος, το οποίο αρνείται.
Η ορθόδοξη παράδοση δέχεται – αν και όχι ενιαίως – τη μετάσταση της Θεοτόκου, της οποίας όμως προηγήθη ο σωματικός θάνατος. Το θάνατο της Θεοτόκου γιορτάζει ως «Κοίμησιν» αυτής στις 15 Αυγούστου. Μετά το θάνατο της Θεομήτορος, το σώμα της είτε αναφέρθηκε στον ουρανό, όπου τηρείται άθικτο μέχρι της κοινής αναστάσεως, είτε – και το πιθανότερο – ακολουθώντας το παράδειγμα του Υιού της, την τρίτη μέρα από της ταφής του ενώθηκε και πάλι με την ψυχή του και, αναστάν εκ των νεκρών (πρόληψη της καθολικής αναστάσεως των σωμάτων), μετέστη προς ουρανό πλησίον του αναστάντος Υιού της. Δηλαδή η ψυχή της Θεοτόκου μετά τον θάνατο της δεν παρέμεινε στην Μέση κατάσταση των ψυχών, σαν μια εξαίρεση από τον γενικό κανόνα, οφειλόμενη στο μέγα θεομητορικό θαύμα της.
Το στοιχείο όμως του θανάτου του σώματος της Θεοτόκου είναι πολύ σημαντικό για την ορθόδοξη θεώρηση της μεταστάσεως. Η Μαρία, ως φυσική θυγάτηρ του Αδάμ, υπέχει «τας πατρικάς ευθύνας», υποκύπτουσα στο θάνατο που είναι ο κοινός κλήρος των βροτών, οφειλόμενον στο αρχέγονο αμάρτημα του προπάτορα. Το να δεχτεί κανείς ότι η Θεοτόκος δεν πέθανε – όπως κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί – είναι σαν να την αποκόπτει από την ιστορικότητα της και τη φυσική της συνέχεια στη φύση του Αδάμ. Αυτό όμως πλήττει την αλήθεια της και την αυθεντική θέση που κατέχει στο λυτρωτικό κύκλο του άχραντου Τόκου της.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 122