Στο σταυρό ο Κύριος περιεβλήθηκε τη νέκρωση του θανάτου. Πέθανε πραγματικά. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώθηκε η άρρητη και σωτήρια του κένωση. Εν συνεχεία κατατέθηκε στο καινό μνημείο, « το λελατομημένον εκ πέτρας». Στον τάφο τέλεσε τον δεύτερο αιώνιο σαββατισμό, κατέπαυσε εκ του έργου της λυτρώσεως, το οποίο είχε αναθέσει σ’ αυτόν ο Πατήρ.
Με το θάνατο όμως του Σωτήρος δεν καταλύθηκε το μυστήριο της υποστατικής ενώσεως των δύο του φύσεων. Η νέκρωση δεν κατέλυσε τον άρρηκτο δεσμό. Οι φύσεις παρέμειναν αχωρίστως ενωμένες στο θεανδρικό του πρόσωπο. Καμία δύναμη ούτε του παρόντος αιώνος ούτε και του μέλλοντος, δεν μπορεί να τις διασπάσει και να τις διαχωρίσει. Έτσι το νεκρωμένο σώμα στον τάφο δεν αποχωρίστηκε της θεότητας, γιατί ήταν σώμα θεοχώρητο και θεοδύναμο. Έφερε μέσα του όλη την φωτιά και όλο τον πλούτο της θεότητος. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να υποστεί τη διαφθορά, που ακολουθεί κάθε φυσική νέκρωση. Εφθάρη μεν κατά το πάθος, δε διεφθάρη όμως και το θεόδοχο μνημείο.
Αλλά και η ψυχή του Χριστού, μετά τον αποχωρισμό της από το πανακήρατο σώμα της, δε χωρίσθηκε από τη θεότητα, με την οποία ήταν ενωμένη εξ άκρας συλλήψεως. Με αυτή ο Σωτήρ κατέβηκε στον Άδη. Ήταν το χωρίο των νεκρών. Σ’ αυτό κρατούνταν δέσμια τα πνεύματα των κεκοιμημένων. Ο Άδης, ήταν προσωποποίηση του θανάτου, αφεγγής και πένθιμος, όπως πένθιμος και αφεγγής είναι ο θάνατος. Πως ζούσαν, αλήθεια, τα πεπεδημένα πνεύματα στην κατήφεια του Άδη; Τι περίμεναν; Ποια προσδοκία, ποια ελπίδα είχαν; Για την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη και το έργο που επιτέλεσε εκεί κάνει λόγο η Γραφή: «..θανατωθείς μέν σαρκί, ζωοποιηθείς δέ πνεύματι· ἐν ᾧ καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν». Από το χωρίο συνάγεται, ότι ο σκοπός της κάθοδος του Χριστού στον Άδη ήταν κηρυκτικός. Ο αγαθός και δίκαιος Θεός δεν μπορούσε να αφήσει έξω του λυτρωτικού έργου του όσους είχαν πεθάνει πριν από τη σωτήρια του έλευση. Έπρεπε και αυτοί να ακούσουν το λυτρωτικό του μήνυμα, να τους δοθεί ευκαιρία να γνωρίσουν τον Σωτήρα του κόσμου και να λάβουν θέση υπεύθυνη έναντι του Ευαγγελίου της λυτρώσεως. Φυσικά όλοι δεν πίστευσαν στο σωτήριο κήρυγμα. Άλλοι πάλι (δίκαιοι της Π. Διαθήκης, ενάρετοι και καλοπροαίρετοι σοφοί του ειδωλολατρικού κόσμου) πρέπει να πίστεψαν και να εξήλθαν μαζί με τον Κύριο από την σκοτεινή περιοχή του θανάτου. Μερικοί από τους αρχαίους γνωστικούς αιρετικούς πίστευαν το αντίθετο· ότι δηλαδή οι δίκαιοι του Νόμου δεν πίστεψαν στον Χριστό (αντινομισμός;) ενώ αντίθετα τον πίστεψαν οι κακοί. Όπως και να ‘χει το πράγμα, το ζήτημα της σωτηρίας των ψυχών στον Άδη παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, η κυριότερη των οποίων είναι η δυνατότητα σωτηρίας χωρίς να προηγηθεί μετάνοια, δεδομένου ότι σταθερό δίδαγμα της ορθόδοξης δογματικής είναι ότι μετά θάνατο – και εν τω Άδη – δεν υπάρχει μετάνοια.
Στον Άδη ο Κύριος ενήσκησε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια το βασιλικό του αξίωμα (τα άλλα δύο είναι το προφητικό και το αρχιερατικό). Στον Άδη ο Σωτήρ κατήλθε ως βασιλέυς κραταιός και δυνατός. Με τη ζωαρχική παλάμη του εσπάραξε τα κλείθρα του θανάτου. Ο Άδης, ο απηνής τύραννος και αποτρόπαιος δυνάστης, βλέποντας στον παράδοξο επισκέπτη του «βροτόν τεθεωμένων, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν», «διαπεφώνηκε» έχασε τη λαλιά του, έπεσε κάτω άφωνος. Και μπορούσε μεν να δέχεται στα σκοτεινά και ανήλια βάθη του τις ψυχές των κοινών ανθρώπων, τις οποίες βάρυνε η αμαρτία· όχι όμως και τη θεοχώρητη ψυχή του Υιού του Θεού και της Παρθένου. Ορμήσας δε να καταπιεί τη σπάνια εκείνη ψυχή, πιάστηκε από το άγκιστρο της θεότητος, που ήταν κρυμμένο κάτω από αυτήν. Επικράνθη και η κοιλία του δεν μπόρεσε να κρατήσει μέσα της την ψυχή του παράδοξου επισκέπτη· την εξήμεσε και μαζί με αυτή απέδωσε και τις ψυχές των απ’ αιώνος νεκρών, που κρατούσε στα μακάβρια σπλάχνα του. Να απέδωσε άραγε και τις ψυχές εκείνων που δεν πίστεψαν στο σωτήριο κήρυγμα του Ιησού; Ή είναι σχηματικό, ότι ο Χριστός βγαίνοντας από τον Άδη, έσυρε μαζί του και ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, λύτρωσε παγγενή τον Αδάμ;
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 106