Ένιωσε όπως ο άσωτος γιος κι ένα φως απ’ τον ουρανό, έγινε σαν αγκαλιά, και τον ασπάσθηκε τρυφερά!
Συνήθιζα να τον επισκέπτομαι συχνά. Μια μέρα λοιπόν, όταν πήγα, τον βρήκα να διαβάζει. Χάρηκε, όπως πάντα, που με είδε. Σηκώθηκε, με ασπάσθηκε κι έκανε να ξαναπιάσει το βιβλίο. Εγώ όμως είχα πάει εκεί για ν’ ακούσω λόγο ψυχωφελή απ’ το στόμα του. Γι΄ αυτό τον παρακάλεσα να διακόψει τη μελέτη του κα να μου μιλήσει για τη μετάνοια.
Χωρίς να πολυσκεφτεί, μου λέει:
–Πίστεψέ με, αδελφέ, ότι ο αγαθός Θεός μας δεν θα κρίνει το χριστιανό επειδή αμάρτησε.
Ξαφνιάστηκα. Μ’ όλο μου το σεβασμό απέναντί του, τόλμησα ν’ αντιδράσω.
-Δηλαδή, καταπώς λες, οι αμαρτωλοί δεν θα κριθούν; Μ’ άλλα λόγια, δεν υπάρχει κρίση;
Χαμογέλασε αινιγματικά.
-Υπάρχει και παραϋπάρχει!
-Τότε ποιος θα κριθεί;
-Άκου, παιδί μου, να σου το εξηγήσω: Δεν κρίνει ο Θεός το χριστιανό που αμαρτάνει, αλλά γιατί δεν μετανοεί. Τον ν’ αμαρτάνει κανείς και να μετανοεί, είναι ανθρώπινο. Το να μη μετανοεί, όμως, είναι γνώρισμα του διαβόλου και των δαιμόνων του. Γι’ αυτό λοιπόν, παιδί μου, θα κριθούμε: Γιατί δεν ζούμε συνεχώς μέσα στη μετάνοια.
Και παίρνοντας αφορμή από τη συζήτησή μας εκείνη, μου διηγήθηκε με πολλή ενάργεια ένα θαυμάσιο γεγονός, που ακούγοντάς το και μόνο, τα χάνει κανείς με την άφατη φιλανθρωπία του Κυρίου.
Λίγο καιρό αφότου η χάρη του Θεού τον είχε οδηγήσει για πρώτη φορά στη μετάνοια, βρισκόταν, λέει, σε μια περιοχή, που λέγεται «του Αριστάρχου», και αναλογιζόταν τις αμαρτίες του. Ένιωσε όπως ο άσωτος γιος της παραβολής. Ξαφνικά, από μια εσωτερική παρόρμηση, λέει στον εαυτό του:
-Σήκω, αμαρτωλέ Νήφων, και πήγαινε στην εκκλησία, να εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου στο Θεό. Δεν ξέρεις αν θα ζεις αύριο. Βιάσου, λοιπόν! Κουράστηκες να σε προσμένει εκεί ο πολυεύσπλαχνος Θεός, καρτερώντας τη μετάνοιά σου.
Δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στο ναό. Λες και είχαν φτερά τα πόδια του. Στάθηκε στα πρόθυρα. Στράφηκε στ’ ανατολικά, σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι έκραξε με στεναγμούς:
–Δέξου, Πατέρα, τον νεκρό,
που ‘ χασε την ψυχή του.
Δέξου το καταγώγιο των αμαρτιών,
τον βλάσφημο και τον πονηρό,
τον αδιάντροπο και τον αισχρό,
τον μολυσμένο και στο σώμα και στην ψυχή.
Δέξου με, τον βυθισμένο σ’ όλες τις δαιμονικές κακίες.
Ελέησέ με, τον μοιχό, τον πόρνο και τον παιδοφθόρο,
τον κλέφτη και τον παραβάτη, της αμαρτίας το σίχαμα.
Ελέησέ με, του ελέους
η πλούσια κι αστείρευτη πηγή.
Μην αποστρέψεις από μένα το πρόσωπό Σου τ΄ αγαθό.
Μην πεις, Δέσποτα:
«Ποιος είσαι τάχα; Δεν σε ξέρω!».
Μην πεις: «Που ήσουνα ως τώρα;».
Μη με περιφρονήσεις, τον καπνό, το χώμα, τη σαπίλα, τη ντροπή,
το σίχαμα, την ανομία, το σκουπίδι, των πονηρών το λάφυρο και των θνητών το σκάνδαλο.
Μη μ’ αποστέρξεις, Δέσποτα˙ έλεος δείξε, σώσε με!
Το ξέρω δα, φιλάνθρωπε, ότι δεν θέλεις το χαμό του αμαρτωλού, μα την επιστροφή και σωτηρία του.
Δεν θα Σ’ αφήσω, αν δεν μ’ ελεήσεις!
Δεν θα Σ’ αφήσω, αν δεν με βοηθήσεις!…
Δεν είπε μόνο αυτά, μα και πολλά άλλα, με την ψυχή φαρμακωμένη…
Ξάφνου, μια βροντή ακούστηκε απ’ τον ουρανό, κι ένα φως, ακτινωτό και φοβερό, έλαμψε. Κι εκείνο το φως έγινε σαν αγκαλιά, που έκλεισε μέσα της τον όσιο και τον ασπάσθηκε τρυφερά! Συνάμα μια γλυκιά, ουράνια φωνή ακούστηκε να λέει:
-Καλώς όρισε ο γιος μου! Καλώς το, το παιδί μου, το πικραμένο μου! ξαναζωντάνεψε το παλικάρι μου. Ξαναβρέθηκε το χαμένο μου. Πώς αναστέναζα, γιε μου, για σένα! Πώς καιγόταν η καρδιά μου κι αδημονούσε κι έλεγε: «Να, ώρα την ώρα θα γυρίσει. Κι αν όχι το πρωί, σίγουρα όμως ως το βράδυ…» Πώς μ’ έλιωνε η έγνοια σου!… Χαρά σ’ εμένα τώρα, που φωτίστηκαν τα μάτια σου, ξανάνιωσε η ψυχή σου, και από μόνος σου πια θα μ’ ομολογείς χωρίς δισταγμό!
Με τα λόγια αυτά τον ασπάσθηκε πάλι και χάθηκε στον ουρανό. Κι ο δίκαιος, απ’ τη γλυκύτητα του ασπασμού, έπεσε σαν σε έκσταση.
Μόλις συνήλθε λίγο, άλλο τίποτα δεν μπόρεσε να κάνει ή να πει, παρά μόνο να ψελλίσει:
–Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι!
Και πάλι:
–Δόξα Σοι, ο Θεός!…
Το έλεγε και το ξανάλεγε ακατάπαυστα, με την καρδιά πλημμυρισμένη από θεϊκή ευωδία και το στόμα ξέχειλο από μέλι πνευματικό.
Ώρα πολλή προσευχόταν μετά από εκείνο τον ανέκφραστο ασπασμό. Ύστερα κίνησε για το κελί του σαν χαμένος απ’ την έκσταση, που του προκάλεσε η θεϊκή επίσκεψη. Από τότε, καθώς έλεγε, με πολλή ευκολία και προθυμία βάδιζε στο δρόμο του Θεού.
Αυτό το παράδοξο και σχεδόν απίστευτο θαύμα το άκουσα – μάρτυράς μου ο Θεός! – από το ίδιο το στόμα του οσίου. Μου το διηγήθηκε με δάκρυα και δέος, αλλά και με χαρά πνευματική. Γιατί συνήθιζα να του ζητάω επίμονα να μου διηγείται διάφορα περιστατικά από τη ζωή του. Κι επειδή μ’ αγαπούσε πολύ, ποτέ δεν μου έκρυβε τίποτα.
Σαν έφτασε λοιπόν στο κελί του, το ίδιο εκείνο βράδυ, πυρπολημένος από θείο πόθο, άρχισε πάλι να προσεύχεται:
–Θεέ μου, Θεέ μου,
Συ που τον ουρανό «εξέτεινας ως δέρριν» (Ψαλμ. 103:2) και που τον καταστόλισες με τ΄ άστρα, με τα σύννεφα, τον ήλιο, τη σελήνη,
κι εμένα καταστόλισε με κάθε αρετή, αντί γι’ αστέρια.
Το νου μου φώτισε
Με τ΄ Άγιο Σου Πνεύμα, αντί για ήλιο.
Το είναι μου πλυμμύρισε με τη σοφία Σου, αντί για σελήνη.
Με την πραότητα, την οσιότητα και τη δικαιοσύνη αντί για νέφη τύλιξέ με.
Περίζωσε τη μέση μου με την αλήθεια Σου.
Τα πόδια μου ετοίμασε για το χαρμόσυνο άγγελμα της ειρήνης Σου.
Θεέ μου, Θεέ μου,
Σύ που ξεχύνεις πλούσιο στην πλάση τον αέρα για ν’ αναπνέουν οι άνθρωποι και να ζωογονούνται, ξέχυσε πλούσια μέσα μου τη χάρη και τη δωρεά του Αγίου και ζωοποιού Σου Πνεύματος.
Κάνε με ολόκληρο θεόμορφο, ολόφωτο και καθαρό, σεμνό και πράο, γεμάτο χάρη και αλήθεια, γεμάτο γνώση και σοφία πνευματική.
Με τα τελευταία τούτα λόγια, έλαμψε και πάλι φως ουράνιο. Την ίδια στιγμή του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, κρατώντας ένα δοχείο γεμάτο μύρο. Όλο εκείνο το μύρο του το άδειασε στο κεφάλι. Από κει κύλησε και μούσκεψε όλο του το σώμα. Ο τόπος πλημμύρισε ευωδία…
Τα ρούχα του μοσχομύριζαν αρκετές μέρες, πράγμα που έκανε τους άλλους ν’ απορούν. Μερικοί ξεθάρρεψαν και τον ρώτησαν:
-Από τι είναι αυτή η ευωδία;
Μα εκείνος απαντούσε:
-Εγώ είμαι απ’ τα γεννοφάσκια μου βουτηγμένος στις αμαρτίες. Αυτό το γνωρίζω καλά. Όσο για την ευωδία, δεν ξέρω από τι είναι…
(Ένας Ασκητής Επίσκοπος, Όσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής, Η σημασία της μετάνοιας (σελ. 35-37), Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2004)
"Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτείς, ούτε από μέσα σου"
Μια μέρα, που σκέψεις πικρίας με κατέκλυζαν για κάποιους ανθρώπους,
που με κατέκριναν αδίκως, ο Γέροντας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου
για την επιθετική μου, όπως είπε, στάση. Του αντέτεινα, ότι ούτε είπα,
ούτε έκανα οτιδήποτε εναντίον των επικριτών μου, αλλά μόνο σκεπτόμουν αρνητικά,
χωρίς να εξωτερικεύομαι και, γι' αυτό, χωρίς να θίγω κανέναν.
Τότε ο Γέροντας μου φανέρωσε ακόμη ένα μυστικό του πνευματικού
αγώνος, λέγοντάς μου: "Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου
να μη αγανακτείς, ούτε από μέσα σου. Είναι κακό. Το κακό αρχίζει
από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνο με τη σκέψη,
χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει
και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι,
να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό".
Δίδασκε δηλαδή ο Γέροντας Πορφύριος ότι η κακή σκέψη μας για κάποιο
συνάνθρωπό μας από τη μιά μεριά μολύνει την ψυχή μας ως
αμαρτία, από την άλλη μεριά κάνει ή μπορεί να κάνει κακό σ' αυτόν.
Η κακή σκέψη εκπέμπει μιά κακή δύναμη, που επηρεάζει τον άλλον,
όπως η προσευχή τον βοηθά. Βέβαια όλα αυτά πρέπει να κατανοηθούν σωστά
μέσα στη διδασκαλία της Εκκλησίας για την ύπαρξη των πονηρών και αγαθών
πνευμάτων και το έργο τους, που είναι για τα πονηρά μεν η διαβολή, το ψεύδος,
η ταραχή, η διχόνοια κ.λ.π., για τα αγαθά δε η διακονία εκείνων που μέλλουν
να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού. Η κακή σκέψη δεν κρύβεται.
Επηρεάζει δυσμενώς για μας εκείνον για τον οποίον σκεπτόμαστε άσχημα,
ακόμη και από μακριά, ακόμη και όταν δεν συνειδητοποιεί αυτός το λόγο
για τον οποίο έρχεται σε αντίθεση μαζί μας. Οφείλουμε, λοιπόν, να είμεθα
"καθαροί τη καρδία", καθαροί όχι μόνο από κακά έργα, αλλά και από κακές σκέψεις,
ιδιαίτερα δε από τη μνησικακία και την πίκρα.
[Γ 38π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.248-249)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 14
Στίχ. 15-24. Η παραβολή του μεγάλου δείπνου.
14.17 καὶ ἀπέστειλεν τὸν δοῦλον αὐτοῦ(1) τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου(2)
εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις, ῎Ερχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστιν(3) πάντα.
17 Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει
στους καλεσμένους: “ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα”.
(1) Ο δούλος εκπροσωπεί τους εκάστοτε απεσταλμένους του Θεού στο λαό
του και ειδικότερα τον Βαπτιστή και τον ίδιο το Χριστό (p).
«Δούλο του Πατέρα λέει τον εαυτό του, επειδή πήρε μορφή δούλου,
ο οποίος στάλθηκε ως άνθρωπος στους Ιουδαίους, καλώντας αυτούς μέσω
του ευαγγελίου στην απόλαυση που αναφέρθηκε» (Ζ).
(2) «Δηλαδή στον καθορισμένο και κατάλληλο καιρό. Διότι δεν υπήρχε
άλλος καιρός καταλληλότερος για τη σωτηρία μας από εκείνον…
κατά τον οποίο, αφού κορυφώθηκε η κακία, έπρεπε να γκρεμιστεί» (Θφ).
Η ώρα στην οποία καλούμαστε από την χάρη, είναι καθορισμένη.
«Να, τώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος, να τώρα είναι ημέρα σωτηρίας».
Δεν παρατείνεται ο καιρός αυτός για πολύ. Ήδη όλα είναι έτοιμα,
μας λέει η χάρη που μας καλεί. Ελάτε. Μην αναβάλλετε. Δεχτείτε την πρόσκληση.
Εάν κωφεύσουμε, η ευκαιρία παρέρχεται και επόμενο είναι να αποκλειστούμε
από την αιώνια ευφροσύνη του ουράνιου δείπνου.
(3) «Ετοίμασε δηλαδή ο Θεός και Πατέρας μέσω του Χριστού, σε αυτούς
που είναι στη γη, τα αγαθά που μέσω αυτού δόθηκαν στον κόσμο,
την απαλλαγή των αμαρτιών, την μέθεξη του Αγίου Πνεύματος,
την λαμπρότητα της υιοθεσίας, τη βασιλεία των ουρανών.
Σε αυτά έχει καλέσει ο Χριστός μέσω των ευαγγελικών θεσπισμάτων» (Κ).
Οι ετοιμασίες είχαν γίνει σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν επιδεχόταν πλέον
καμία αναβολή το δείπνο (ο).
Η προσευχή είναι «κριτήριον προ κριτηρίου»
Γέροντα, ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει ότι η προσευχή
είναι «κριτήριον προ κριτηρίου».
Έτσι είναι. Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται σωστά, τότε η προσευχή
είναι «κριτήριον προ κριτηρίου». Όποιος έχει υγεία πνευματική,
όταν πάει να προσευχηθεί και αισθανθεί την καρδιά του σκληρή,
θα εξετάσει από που προέρχεται αυτό, για να το διορθώσει.
«Γιατί αισθάνομαι έτσι; θα πει. Μήπως πλήγωσα κάποιον με την
συμπεριφορά μου; Μήπως κατέκρινα ή μου πέρασε λογισμός κατακρίσεως
και δεν το κατάλαβα; Μήπως μου πέρασε κανένας υπερήφανος λογισμός
ή υπάρχει μέσα μου κάποιο θέλημα και δεν με αφήνει να επικοινωνήσω με τον Θεό;».
Κι αν, Γέροντα, δεν βρίσκει τίποτε;
Δεν μπορεί κάτι θα έχη συμβή. Αν ψάξει στο αρχείο ανακρίνει δηλαδή
τον εαυτό του, θα βρει τον φάκελο και θα καταλάβει σε τι έφταιξε.
Να ανακρίνει, Γέροντα, τον εαυτό του ή να εξομολογηθεί στον Θεό;
Τι να εξομολογηθεί, αφού δεν ξέρει τι έχει κάνει;
Πρώτα πρέπει να ανακρίνει τον εαυτό του. Κι αν δεν βρίσκει τίποτε,
τότε να κάνη δυό τρεις μετάνοιες να πέση στα γόνατα και να πη:
«Θεέ μου, πάντως σε κάτι έχω σφάλει. Φώτισε με να καταλάβω τι έκανα».
Μόλις τα πει αυτό, αμέσως με την ταπείνωση θα φύγει η ομίχλη
του πειρασμού και θα βρει την αιτία, βλέποντας δηλαδή ο Θεός
την ταπείνωσή του, στέλνει την Χάρη του και τον φωτίζει να θυμηθεί
ακριβώς σε τι έφταιξε, για να ταχτοποιηθεί.
Τι βοηθάει, Γέροντα, για να διατηρεί κανείς σταθερή
την επικοινωνία του με τον Θεό;
Πολύ βοηθάει η εσωτερική ειρήνη της ψυχής. Όταν η ψυχή είναι τακτοποιημένη,
η προσευχή προχωράει μόνη της. Γι’ αυτό να μην αφήνεις μέσα σου
κακία για κανέναν. Αν έβαλες αριστερά λογισμό για κάποιον,
να τον εξαγορευθείς στην Γερόντισσα. Να δίωξεις και κάθε άλλον
αριστερό λογισμό που έχεις, φέρνοντας καλούς λογισμούς.
Με τους καλούς λογισμούς καθαρίζει ο δρόμος και η προσευχή προχωράει άνετα.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.45-46)
Μου γράφεις ότι «παρακαλάς τον Κύριον ίνα με ανακουφίζη από τους πόνους μου» και θέλω να σε παρακαλέσω, ίνα μη προσεύχεσαι, τουλάχιστον για μένα, έτσι. Αλλά να παρακαλάς τον Κύριον, ίνα υπομονήν μου χαρίζη και όχι απαλλαγήν. Πολλά μας διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, αλλά περισσότερον και δυναμικώτερον η πτωχή μας πείρα.
Και σου εξομολογούμαι:
Προ εξ περίπου ετών, ήμουνα στο νοσοκομείον του Ν.Ι.Κ.Ε των Αθηνών δια την γνωστήν μου ασθένειαν, το έκζεμα, και όταν έφυγα, πήγαμε και προσκυνήσαμε τον άγιον Νεκτάριον στην Αίγινα. Προσκυνώντας την αγίαν Του Κάραν, μόλις δηλαδή, ολίγον τι ευωδίασε, και αυτό το εξήγησα, ότι «πολλαί θλίψεις με περιμένουν», όπως και έγινε.
Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, στην Καλλιθέα, και ξάπλωσα στο κρεβάτι, είπα στον πάτερ Ι.: «Τόσο σκοτωμένος είμαι, που νομίζω ότι εκατό άνθρωποι με έχουν ραβδίση».
Από τότε μέχρι σήμερα, σου είναι γνωστά, χρόνια τώρα στο κρεβάτι.
Προ πολλών ετών με κτύπησε κύστη κόκκυγος με φρικτούς πόνους. Οι γλουτοί, από την πολλήν κατάκλισιν, άρχισαν να με πονούν πολύ, να με τσούζουν, δηλαδή με ειδοποιούν ότι πρόκειται να ανοίξουν πληγή.
Άλλα βάσανα πάλι, και άλλες πληγές φοβερότερες των πρώτων.
Να πλαγιάσω δεξιά δεν μπορώ, πονάω – πονάω – πολύ.
Να πλαγιάσω αριστερά δεν μπορώ – πονάω.
Να πέσω ανάσκελα; δεν μπορώ – πονάω.
Τι να κάμω; Τι θα γίνω; Πού θα καταλήξω;
Με περικυκλώνουν, με πιέζουν απαίσιοι λογισμοί, φρικώδεις.
Ο Θεός με εγκατέλειψεν πλέον.
Η πληγή στο ποδάρι, το έκζεμα, στις δόξες του.
Και σ’ αυτό το πέλαγος των θλίψεων, στο αδιέξοδο, βλέπω τον εαυτόν μου μόνον του, να παλαίη απεγνωσμένα με πολύ πικρά και δυσβάστακτα κύματα, βλέπω, λέω, και με επλησίασε και με έπνιξε η απόγνωσις, που μόνον τώρα εάν τα θυμηθώ, τρέμω ολόκληρος, με πιάνει φρίκη.
Στην συνοδία μου, δεν λέω τίποτα. Εξωτερικώς φαίνομαι ήσυχος – ήμερος, ενώ εσωτερικώς είμαι – βρίσκομαι στην κόλαση. Έτσι μου παρέδωσε ο άγιος Γέροντάς μας. Είτε στον Παράδεισο να βρίσκεσαι, είτε στην Κόλαση, το δικό μας είναι να μην το εξωτερικεύουμε, να φαινόμαστε απαθείς.
Και αυτή η κατάστασις κράτησε 6-7 λεπτά, και σαν να άκουσα μία λεπτή φωνή, που μόλις την άκουσα, να μου λέει: «Έτσι σε θέλει ο Θεός» και αμέσως συνήλθα.
Και εγώ αποκρίθηκα σε αυτήν την φωνήν: Αφού έτσι με θέλει ο Θεός, να ‘ναι ευλογημένο. Μόνον δος μου και την ανάλογη υπομονή.
Πήγα, κατόπιν, μάλλον πεθαμένος παρά ζωντανός, στο κανδηλάκι της Παναγίας μας, πήρα λίγο λαδάκι, και άλειψα τα πονεμένα μέρη 2-3 φορές και θεραπεύθηκα.
Τα χρόνια όμως περνούν και εγώ διαρκώς πονάω. Πολλές φορές σφίγγω τα δόντια μου, μουγγρίζω, ίνα υπομείνω τους πόνους, και μένω και άυπνος. Νομίζω πως δοκιμασίαν από τον Θεόν διέρχομαι.
Και τώρα προχωρώ στο κυρίως θέμα μου, και άκουσε, μικρή Δασκαλίτσα.
Είναι τώρα 7-8 μήνες που με επλησίασεν ο Θεός πλέον δεξιά. Μου άνοιξε τα μάτια της ψυχής και είδα πόσο ωφελούμαι από αυτήν την πληγήν, πόσος μισθός με περιμένει, πόσον κερδίζω.
«Σε ευχαριστώ μυριάδες φορές, Θεέ μου.
Δεν θα παύσω να σε δοξολογώ, εφ’ όσον ζω σε αυτόν τον κόσμον, να Σε υμνώ, να Σε προσκυνώ, γι’ αυτήν την πληγήν που μου έδωσες.
Η αμέτρητος, η ακατανόητος σε βάθος και σε ύψος αγάπη Σου, εκεί μου την φανέρωσες, εκεί μου την έδειξες.
Δόξα τη δόξη Σου – Δόξα τη αγάπη Σου – Δόξα τη ευσπλαχνία Σου. Δόξα τω απείρω ελέει Σου.
Δόξα σοι – Δόξα σοι – Δόξα σοι.
Εκεί μέσα, σε αυτήν την πληγήν είσαι κρυμμένος.
Μα τόσο πολύ με αγάπησες; Εμένα την βρώμα, την δυσωδίαν;
Μα τι καλό έκαμα και τόσο πολύ με αγάπησες δίδοντάς μου αυτήν την πληγήν; Ως δείγμα της μεγάλης Σου αγάπης;»
Και αυτό το κύμα εκράτησε τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, έπειτα έφυγε. Πετούσα από χαρά ανέκφραστη, κολυμβούσα σε πελάγη πνευματικής ευτυχίας και τα όμοια ταύτης.
Και αυτό το κρατώ ως βάση, ως θεμέλιο στις διάφορες θλίψεις, στα διάφορα βάσανα αυτής της ψεύτικης ζωής, της επιγείου.
Και κατά συνέχειαν σου λέω ότι, όταν πονώ, κατά βάθος μάλλον χαίρομαι. Και όταν οι πόνοι μου ελαττώνονται μάλλον λυπούμαι, αλλά δεν αδιαφορώ και δια την θεραπείαν των.
Τώρα λοιπόν καταλαμβάνω εκ πείρας, γιατί οι Άγιοι έχαιρον εις τας θλίψεις Των. Και γιατί ο κορυφαίος των Αποστόλων εκαυχάτο εις τας θλίψεις Του, εις τας ασθενείας Του, εις τον σταυρόν Του.
Και γιατί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επαινεί περισσότερον τον πολύαθλον Ιώβ εις την υπομονήν που έδειξε εις τας πληγάς του, παρά εις τον προηγούμενόν του βίον, που ήτο και δίκαιος και ευσεβής και ελεήμων και φιλόξενος.
Τώρα λοιπόν καταλαμβάνω εκ πείρας, διατί οι Άγιοι δια θλίψεων εδοκιμάσθησαν, εάν αγαπούν τον Θεόν, και Αυτός ο Θεός διατί λέει: «Στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την Βασιλείαν των Ουρανών» (Ματθ. 7:14).
…
Μας έλεγε και ο Γέροντάς μας ο μακαριστός ότι όλος ο βίος του ήτο ένα μαρτύριο καθημερινόν. Σπάνια εχαίρετο και νύχτα-μέρα εθλίβετο, ελυπείτο, έκλαιγε.
Να σου πω και το άλλο. Εγώ νομίζω, έτσι πληροφορούμαι, ότι χάρισμα μεγάλο μου έδωσε ο Θεός, δίδοντάς μου αυτήν την πληγή, αυτούς τους πόνους. Διότι η χαρά μισθόν δεν έχει, ενώ η λύπη έχει. «Απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» (Λουκ. 16:25).
Αποβλέποντας λοιπόν σ’ αυτόν τον μισθόν, κάνω με την βοήθειαν του Θεού υπομονή. Είναι αλήθεια ότι εξωτερικώς μεν, δηλαδή σωματικώς, πονάω, υποφέρω, πάσχω, ενώ κατά βάθος, ψυχικώς χαίρομαι.
Δεν παραλείπω όμως να φροντίζω και για την θεραπείαν της, με διάφορα φάρμακα, με ιατρούς, με δίαιτα, με οποιονδήποτε τρόπον μου λέει ο λογισμός μου, ίνα γίνω καλά.
Χθες ήλθε στο σπίτι μας εν ώρα Λειτουργίας ένας πολύ καλός ψάλτης και έψαλε. Και καθώς έψαλλε αυτός, εγώ είπα από μέσα μου: «Εσύ, πάτερ μου, ψάλλεις και χαίρεσαι και αυτό προσφέρεις εις τον Θεόν· εγώ όμως πονάω, υποφέρω και αυτόν τον πόνον έχω να προσφέρω εις τον Θεόν, ίνα με ελεήση».
Ό,τι έχει ο καθένας μας, αυτό και θα προσφέρη εις τον Θεόν, αλλά πολύ διαφέρει η χαρά από την λύπην, η υγεία από την αρρώστεια, η ημέρα από την νύχτα.
Αφού λες ότι αγαπάς τον Θεόν, περίμενε το δείγμα της αγάπης Του, δηλαδή τον Σταυρόν Του. Αυτό θα σου δώση σε αυτήν την ζωήν, αυτό το δώρο, το οποίον είναι η αγάπη Του.
Από εκεί καταλαμβάνεις ότι ο Θεός σε αγαπάει· από τας θλίψεις που σου δίδει.
Εάν θέλουμε να είμεθα όντως μαθηταί Του, όχι μόνον με λόγια, αλλά με έργα, πρέπει και ημείς, όπως Αυτός, ο Αρχηγός μας, ανέβηκε στον Σταυρόν, να ανέβουμε και ημείς.
«Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Ματθ. 16:2).
Ο σταυρός θλίψεις και βάσανα εννοεί και δάκρυα.
Εν ημέρα Κρίσεως ό,τι έχει ο καθένας, δηλαδή ό,τι υπέφερε σε αυτήν την ζωήν δια τον Χριστόν, αυτό και θα δείξη.
Και μακάριος θα είναι εκείνος, που θα έχη να φανερώση πολλά παθήματα – μεγάλον σταυρόν.
Ο Θεός ας με συγχωρήση για την μεγάλη φλυαρία που σου έκαμα.
Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του εις τους αιώνας.
Με πατρικές ευχές
παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης
τη 20 Ιουλίου 1989
(από το βιβλίο: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης. Έκδοση Ι. Ησυχ. «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Όρους 2000, σ. 268)
Ένα εγκώμιο, ποίημα σε σύνθεση της Αγίας Φιλοθέης στην παιδική της ηλικία προς την Υπεραγία Θεοτόκο, το οποίο ανακάλυψε ο βυζαντινολόγος καθηγητής Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκός Νικόλαος Βέης (1883 – 1958), σε χειρόγραφο της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου και το δημοσίευσε σε άρθρο του το 1923. Το φύλλο του κώδικα που περιέχει το εγκώμιο άρχεται.
«Εγκώμιον πεζόν προς την υπεραγίαν Θεοτόκον, ποιηθέν το μεν μέλος παρ’ ευτελούς τινός Νικολάου του Καρικέως, τα γράμματα παρ’ ευγενούς γυναίου, τα πρώτα φερούσης Αθήναζε, ής η κλήσις Ρεγούλα» και ακολουθεί ο ύμνος.
«Παρθένε μου πανάμωμε κι αθάνατη μου βρύση,
των προφητών το κήρυγμα και των οσίων μήτηρ,
εσύ ‘σονε το κήρυγμα που ‘λεγουν οι προφήται,
εσύ βάτος η άφλεκτος, συ το άγιον όρος,
εσύ εκείνη η κιβωτός, κόρη ηγιασμένη,
εσύ και το παλάτιον, οίκος του βασιλέως,
όπου κατοίκησε Θεός και φόρεσε την σάρκα,
και κατεδέχθη τον σταυρόν δια τες αμαρτιές μου.
Παρακαλώ σε ‘πε του το για να με συγχωρήση,
όπου ‘καμα πολλά κακά και στέκω πικραμένη.
Γενού, κυρά, μεσίτρια για να μ’ ελευθερώσης,
καθώς εγίνης εις πολλούς μεσίτης και ‘γγυήτρια.
Εσύ ‘σανε, παρθένε μου, πο ‘λέγαν οι προφήται,
χαίρε κλήμα ουράνιον, σκάλα της παραδείσου,
και χαίρε φως, το άσβεστον, του Ααρών η ράβδος,
της σωτηρίας πρόξενε, χαρά ‘σαι των δικαίων,
ελπίδα των αμαρτωλών και καύχημα αγγέλων,
και ‘γω ελπίζω εις εσέ για να με μεσιτεύσης».
Το εγκώμιο αυτό, ο προξενικός υπάλληλος με συγγραφική δραστηριότητα και ευεργέτης Ιωάννης Γεννάδιος (1844 – 1932), χαρακτηρίζει ως «ανώτερον παντός δοκιμίου Αττικισμού ή γυμνάσματος συντακτικού» γραμμένο με θαυμάσια έξαρση, που συναρπάζει νου και καρδιά, ειλικρίνεια ύφους, απροσποίητη αφοσίωση και θεοσέβεια «συγκινούν και υποτάσσον και τον πλέον σκληροκάρδιον των αναγνωστών».
(πηγή: Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr)
«Μη μεροληπτείτε μεταξύ σας. Μην είστε ακατάδεκτοι αλλά να ελκύεστε από το παράδειγμα των ταπεινών. Μην περνάτε τους εαυτούς σας για σοφούς» (Ρωμαίους 12:16)
Ο περίφημος Ρώσος συγγραφέας, Λέων Τολστόι, απαρνήθηκε τη δόξα των ανθρώπων. Κάποια μέρα προσπέρασε δυο ζητιάνους. Ο ένας τον αναγνώρισε κι έτρεξε πίσω του και του μίλησε. Όταν γύρισε πίσω, το πρόσωπό του έλαμπε. «Λοιπόν, σου ‘δωσε τίποτα;» τον ρώτησε ο άλλος ζητιάνος. «Όχι, δεν είχε χρήματα να μου δώσει, αλλά με είπε αδελφό!».
Ο Τολστόι γνώριζε τι ζητούν οι φτωχοί και ταπεινοί. Υπάρχει περισσότερη πείνα για αγάπη και εκτίμηση σ’ αυτόν τον κόσμο παρά για ψωμί. Ας αγαπούμε τον πλησίον μας, στη γειτονιά και στην εκκλησία. Ας τους σεβόμαστε όπως είναι κι όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Ας μην ξεχνάμε: «Αγαπητοί, αφού ο Θεός μας αγάπησε μ’ έναν τέτοιο τρόπο, οφείλουμε κι εμείς να αγαπούμε ο ένας τον άλλο» (Α’ Ιωάννου 4:11).
Κύριε, Σ’ ευχαριστώ γιατί με αγαπάς τόσο πολύ. Βοήθησέ με ν’ αγαπώ κι εγώ τον πλησίον μου όπως είναι!
«Καλά δεν είναι για κανέναν να του λείπει η γνώση» (Παροιμίες 19:2)
- Μαθαίνουμε να είμαστε σοφοί περισσότερο από τις αποτυχίες μας παρά από τις επιτυχίες.
- Με την προσευχή φέρνουμε τα προβλήματά μας στο Θεό. Με την πίστη τ’ αφήνουμε σ’ Αυτόν.
- Ο Θεός απαντάει σε όλες τις προσευχές. Απλά, τις απαντάει άλλοτε με «ναι», άλλοτε με «όχι».
- Οι απαντήσεις του Θεού στις προσευχές μας είναι σοφότερες από τα αιτήματά μας.
- Μπορείς είτε να ανησυχείς είτε να προσεύχεσαι. Δεν μπορείς να κάνεις και τα δύο.
- Η ζωή είναι εύθραυστη. Χειρίσου την με προσευχή.
- Όσοι γνωρίζουν το Θεό νιώθουν ταπεινοί. Κι όσοι γνωρίζουν τον εαυτό τους δεν μπορούν να νιώθουν περήφανοι.
- Όσο περισσότερα γνωρίζεις τόσο πιο ταπεινός γίνεσαι.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
512. Σαν τους νεοσσούς που βρίσκονται κάτω από τα φτερά της μητέρας τους, έτσι και όλο το σύμπαν, οι τάξεις των Αγγέλων, των ανθρώπων, των αλόγων ζώων, όλων των υλικών κόσμων, βρίσκονται υπό τας πτέρυγας του Κυρίου. Αυτός φωτίζει και θερμαίνει τα πάντα, άλλα με το πνευματικό φώς και άλλα με το κτιστό φως. Και όπως το πουλί-μητέρα ακούει τους κρωγμούς των νεοσσών της που βρίσκονται κάτω από τα δικά της φτερά, έτσι και ο Κύριος ακούει τις δεήσεις μας, τους ύμνους μας, τους στεναγμούς μας και βλέπει όλες τις ανάγκες μας. Όλοι είμαστε υπό τας πτέρυγας της αγάπης του.
513. Κατά την προσευχή, είναι ανάγκη να έχουμε θερμή πίστη, χωρίς ούτε στιγμής αμφιβολία για το αν ο Θεός μας ακούη. Καθ’ όλη την προσευχή, πρέπει να νοιώθουμε τον Θεό μέσα μας και η προσευχή μας να είναι σαν συνομιλία με Βασιλέα.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 213)