Μου γράφεις ότι «παρακαλάς τον Κύριον ίνα με ανακουφίζη από τους πόνους μου» και θέλω να σε παρακαλέσω, ίνα μη προσεύχεσαι, τουλάχιστον για μένα, έτσι. Αλλά να παρακαλάς τον Κύριον, ίνα υπομονήν μου χαρίζη και όχι απαλλαγήν. Πολλά μας διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, αλλά περισσότερον και δυναμικώτερον η πτωχή μας πείρα.
Και σου εξομολογούμαι:
Προ εξ περίπου ετών, ήμουνα στο νοσοκομείον του Ν.Ι.Κ.Ε των Αθηνών δια την γνωστήν μου ασθένειαν, το έκζεμα, και όταν έφυγα, πήγαμε και προσκυνήσαμε τον άγιον Νεκτάριον στην Αίγινα. Προσκυνώντας την αγίαν Του Κάραν, μόλις δηλαδή, ολίγον τι ευωδίασε, και αυτό το εξήγησα, ότι «πολλαί θλίψεις με περιμένουν», όπως και έγινε.
Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, στην Καλλιθέα, και ξάπλωσα στο κρεβάτι, είπα στον πάτερ Ι.: «Τόσο σκοτωμένος είμαι, που νομίζω ότι εκατό άνθρωποι με έχουν ραβδίση».
Από τότε μέχρι σήμερα, σου είναι γνωστά, χρόνια τώρα στο κρεβάτι.
Προ πολλών ετών με κτύπησε κύστη κόκκυγος με φρικτούς πόνους. Οι γλουτοί, από την πολλήν κατάκλισιν, άρχισαν να με πονούν πολύ, να με τσούζουν, δηλαδή με ειδοποιούν ότι πρόκειται να ανοίξουν πληγή.
Άλλα βάσανα πάλι, και άλλες πληγές φοβερότερες των πρώτων.
Να πλαγιάσω δεξιά δεν μπορώ, πονάω – πονάω – πολύ.
Να πλαγιάσω αριστερά δεν μπορώ – πονάω.
Να πέσω ανάσκελα; δεν μπορώ – πονάω.
Τι να κάμω; Τι θα γίνω; Πού θα καταλήξω;
Με περικυκλώνουν, με πιέζουν απαίσιοι λογισμοί, φρικώδεις.
Ο Θεός με εγκατέλειψεν πλέον.
Η πληγή στο ποδάρι, το έκζεμα, στις δόξες του.
Και σ’ αυτό το πέλαγος των θλίψεων, στο αδιέξοδο, βλέπω τον εαυτόν μου μόνον του, να παλαίη απεγνωσμένα με πολύ πικρά και δυσβάστακτα κύματα, βλέπω, λέω, και με επλησίασε και με έπνιξε η απόγνωσις, που μόνον τώρα εάν τα θυμηθώ, τρέμω ολόκληρος, με πιάνει φρίκη.
Στην συνοδία μου, δεν λέω τίποτα. Εξωτερικώς φαίνομαι ήσυχος – ήμερος, ενώ εσωτερικώς είμαι – βρίσκομαι στην κόλαση. Έτσι μου παρέδωσε ο άγιος Γέροντάς μας. Είτε στον Παράδεισο να βρίσκεσαι, είτε στην Κόλαση, το δικό μας είναι να μην το εξωτερικεύουμε, να φαινόμαστε απαθείς.
Και αυτή η κατάστασις κράτησε 6-7 λεπτά, και σαν να άκουσα μία λεπτή φωνή, που μόλις την άκουσα, να μου λέει: «Έτσι σε θέλει ο Θεός» και αμέσως συνήλθα.
Και εγώ αποκρίθηκα σε αυτήν την φωνήν: Αφού έτσι με θέλει ο Θεός, να ‘ναι ευλογημένο. Μόνον δος μου και την ανάλογη υπομονή.
Πήγα, κατόπιν, μάλλον πεθαμένος παρά ζωντανός, στο κανδηλάκι της Παναγίας μας, πήρα λίγο λαδάκι, και άλειψα τα πονεμένα μέρη 2-3 φορές και θεραπεύθηκα.
Τα χρόνια όμως περνούν και εγώ διαρκώς πονάω. Πολλές φορές σφίγγω τα δόντια μου, μουγγρίζω, ίνα υπομείνω τους πόνους, και μένω και άυπνος. Νομίζω πως δοκιμασίαν από τον Θεόν διέρχομαι.
Και τώρα προχωρώ στο κυρίως θέμα μου, και άκουσε, μικρή Δασκαλίτσα.
Είναι τώρα 7-8 μήνες που με επλησίασεν ο Θεός πλέον δεξιά. Μου άνοιξε τα μάτια της ψυχής και είδα πόσο ωφελούμαι από αυτήν την πληγήν, πόσος μισθός με περιμένει, πόσον κερδίζω.
«Σε ευχαριστώ μυριάδες φορές, Θεέ μου.
Δεν θα παύσω να σε δοξολογώ, εφ’ όσον ζω σε αυτόν τον κόσμον, να Σε υμνώ, να Σε προσκυνώ, γι’ αυτήν την πληγήν που μου έδωσες.
Η αμέτρητος, η ακατανόητος σε βάθος και σε ύψος αγάπη Σου, εκεί μου την φανέρωσες, εκεί μου την έδειξες.
Δόξα τη δόξη Σου – Δόξα τη αγάπη Σου – Δόξα τη ευσπλαχνία Σου. Δόξα τω απείρω ελέει Σου.
Δόξα σοι – Δόξα σοι – Δόξα σοι.
Εκεί μέσα, σε αυτήν την πληγήν είσαι κρυμμένος.
Μα τόσο πολύ με αγάπησες; Εμένα την βρώμα, την δυσωδίαν;
Μα τι καλό έκαμα και τόσο πολύ με αγάπησες δίδοντάς μου αυτήν την πληγήν; Ως δείγμα της μεγάλης Σου αγάπης;»
Και αυτό το κύμα εκράτησε τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, έπειτα έφυγε. Πετούσα από χαρά ανέκφραστη, κολυμβούσα σε πελάγη πνευματικής ευτυχίας και τα όμοια ταύτης.
Και αυτό το κρατώ ως βάση, ως θεμέλιο στις διάφορες θλίψεις, στα διάφορα βάσανα αυτής της ψεύτικης ζωής, της επιγείου.
Και κατά συνέχειαν σου λέω ότι, όταν πονώ, κατά βάθος μάλλον χαίρομαι. Και όταν οι πόνοι μου ελαττώνονται μάλλον λυπούμαι, αλλά δεν αδιαφορώ και δια την θεραπείαν των.
Τώρα λοιπόν καταλαμβάνω εκ πείρας, γιατί οι Άγιοι έχαιρον εις τας θλίψεις Των. Και γιατί ο κορυφαίος των Αποστόλων εκαυχάτο εις τας θλίψεις Του, εις τας ασθενείας Του, εις τον σταυρόν Του.
Και γιατί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επαινεί περισσότερον τον πολύαθλον Ιώβ εις την υπομονήν που έδειξε εις τας πληγάς του, παρά εις τον προηγούμενόν του βίον, που ήτο και δίκαιος και ευσεβής και ελεήμων και φιλόξενος.
Τώρα λοιπόν καταλαμβάνω εκ πείρας, διατί οι Άγιοι δια θλίψεων εδοκιμάσθησαν, εάν αγαπούν τον Θεόν, και Αυτός ο Θεός διατί λέει: «Στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την Βασιλείαν των Ουρανών» (Ματθ. 7:14).
…
Μας έλεγε και ο Γέροντάς μας ο μακαριστός ότι όλος ο βίος του ήτο ένα μαρτύριο καθημερινόν. Σπάνια εχαίρετο και νύχτα-μέρα εθλίβετο, ελυπείτο, έκλαιγε.
Να σου πω και το άλλο. Εγώ νομίζω, έτσι πληροφορούμαι, ότι χάρισμα μεγάλο μου έδωσε ο Θεός, δίδοντάς μου αυτήν την πληγή, αυτούς τους πόνους. Διότι η χαρά μισθόν δεν έχει, ενώ η λύπη έχει. «Απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» (Λουκ. 16:25).
Αποβλέποντας λοιπόν σ’ αυτόν τον μισθόν, κάνω με την βοήθειαν του Θεού υπομονή. Είναι αλήθεια ότι εξωτερικώς μεν, δηλαδή σωματικώς, πονάω, υποφέρω, πάσχω, ενώ κατά βάθος, ψυχικώς χαίρομαι.
Δεν παραλείπω όμως να φροντίζω και για την θεραπείαν της, με διάφορα φάρμακα, με ιατρούς, με δίαιτα, με οποιονδήποτε τρόπον μου λέει ο λογισμός μου, ίνα γίνω καλά.
Χθες ήλθε στο σπίτι μας εν ώρα Λειτουργίας ένας πολύ καλός ψάλτης και έψαλε. Και καθώς έψαλλε αυτός, εγώ είπα από μέσα μου: «Εσύ, πάτερ μου, ψάλλεις και χαίρεσαι και αυτό προσφέρεις εις τον Θεόν· εγώ όμως πονάω, υποφέρω και αυτόν τον πόνον έχω να προσφέρω εις τον Θεόν, ίνα με ελεήση».
Ό,τι έχει ο καθένας μας, αυτό και θα προσφέρη εις τον Θεόν, αλλά πολύ διαφέρει η χαρά από την λύπην, η υγεία από την αρρώστεια, η ημέρα από την νύχτα.
Αφού λες ότι αγαπάς τον Θεόν, περίμενε το δείγμα της αγάπης Του, δηλαδή τον Σταυρόν Του. Αυτό θα σου δώση σε αυτήν την ζωήν, αυτό το δώρο, το οποίον είναι η αγάπη Του.
Από εκεί καταλαμβάνεις ότι ο Θεός σε αγαπάει· από τας θλίψεις που σου δίδει.
Εάν θέλουμε να είμεθα όντως μαθηταί Του, όχι μόνον με λόγια, αλλά με έργα, πρέπει και ημείς, όπως Αυτός, ο Αρχηγός μας, ανέβηκε στον Σταυρόν, να ανέβουμε και ημείς.
«Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Ματθ. 16:2).
Ο σταυρός θλίψεις και βάσανα εννοεί και δάκρυα.
Εν ημέρα Κρίσεως ό,τι έχει ο καθένας, δηλαδή ό,τι υπέφερε σε αυτήν την ζωήν δια τον Χριστόν, αυτό και θα δείξη.
Και μακάριος θα είναι εκείνος, που θα έχη να φανερώση πολλά παθήματα – μεγάλον σταυρόν.
Ο Θεός ας με συγχωρήση για την μεγάλη φλυαρία που σου έκαμα.
Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του εις τους αιώνας.
Με πατρικές ευχές
παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης
τη 20 Ιουλίου 1989
(από το βιβλίο: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης. Έκδοση Ι. Ησυχ. «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Όρους 2000, σ. 268)