190.«καρδιά καθαρή κι’ αμόλυντη, που βλέπει και ποθεί τον Θεό»
Η Θεοτόκος συνειδητοποίησε και έζησε προσωπικά τη σχετική διδαχή του Χριστού: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε' 8). Ο μακαρισμός αυτός του Χριστού ισχύει κατά πρώτον λόγο για τη Θεομήτορα. Διότι αυτή κράτησε την καρδιά της «καθαρή κι’ αμόλυντη», περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο στον κόσμο. «Η Παναγία υπήρξεν υπερτέρα όχι μόνον από κάθε μολυσμόν της σαρκός, αλλ’ ανώτερα και από αυτούς τους μολύνοντας διαλογισμού» (Γρ. Παλαμάς, X, 71) . Η ορθόδοξη Εκκλησία, άλλωστε, δέχεται τη «σχετική αναμαρτησία» της Θεομήτορος. Γι’ αυτό και η Θεοτόκος είναι η πρώτη απ’ αυτούς που «τον Θεόν όψονται».
Ο άνθρωπος βρίσκεται πάντοτε έναντι του Θεού, του Δημιουργού του. Συνήθως όμως δεν βλέπει τον Θεό, διότι ο καθρέφτης της υπάρξεως του είναι λερωμένος ή σπασμένος από την αμαρτία. Στην περίπτωσι όμως που ο καθρέφτης αυτός είναι ή γίνει καθαρός και ακέραιος τότε θα σχηματισθή επάνω του το πρόσωπο του Θεού. Σύμφωνα με αυτά, ο άνθρωπος «βλέπει» τον Θεό με εσωτερικά, μυστικά μάτια. Και για να δη επομένως τον Θεό δεν έχει παρά να καθαρίση τα εσωτερικά αυτά μάτια, τον καθρέφτη της καρδιάς του.
Η αναζήτησις του Θεού πρέπει να στρέφεται κυρίως στην ψυχική μας καθαρότητα και στον εν γένει αγιασμό μας. Ο Θεός δεν «βλέπεται», δεν κατακτάται, αλλά φανερώνεται και αποκαλύπτεται στους «καθαρούς τη καρδία». Το φως του Θεού φαίνεται όταν φύγη απ’ την ψυχή μας το σκοτάδι της αμαρτίας. Το πρόσωπο δε του Θεού θα το δούμε τελικά όταν θα πέσουν οριστικά από τα μάτια της ψυχής μας τα σκοτεινά πέπλα της τωρινής αμαρτωλής μας υπάρξεως. Κι’ αυτό θα γίνη στην καινή ζωή της 8ης Ημέρας: «Βλέπομεν άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α' Κορ. ιγ' 12). «Τότε οψόμεθα αυτόν καθώς εστίν» (Α' Ίω. γ' 2) .
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)