ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
«(Μιλά σε Ηγούμενο) Να μη καταφρονήσεις ένα δήθεν μικρό πράγμα που έγινε προς εξύβριση του ευαγγελικού βίου και της μοναχικής καταστάσεως, με προσποίηση πραότητος για έπαινο των ανθρώπων, αλλά, μιμούμενος τον Χριστό και Θεό αγανακτώντας και ταρασσόμενος απαθώς, να εκδικείσαι τις εντολές του Θεού» (19Α, 141)
«(Μιλά σε μοναχούς για τον νέο Ηγούμενό τους) Να μη δυσαρεστήσθε με τα υπ’ αυτού λεγάμενα και πραττόμενα, αλλ’ ακόμη και αν είναι αντίθετα προς τις γνώμες των πατέρων, να υποκλίνετε σ’ αυτόν τις κεφαλές σας επί του παρόντος. Έπειτα, όσοι τυχόν από σας υπερτερούν των λοιπών σε χρόνια και βίο και λόγο, ας του γνωστοποιήσουν ιδιαιτέρως τον λόγο του κωλύματος προς εφαρμογή των, όπως διετύπωσε στους όρους ο Μέγας Βασίλειος. Χάριν του Κυρίου υπομείνατέ τον σε ώρες ερεθισμού και πικρίας, χωρίς ν’ αντιλέγετε ή ανθίστασθε σ’ αυτόν· διότι ο αντιλέγων ή ανθιστάμενος σ’ αυτόν ανθίσταται στην εξουσία του Θεού, όπως λέγει ο Παύλος . Πραγματικά σε θέματα που δεν σημειώνεται παράβασις εντολής Θεού ή αποστολικών κανόνων και διατάξεων, οφείλετε να υπακούετε καθ’ όλα και να πείθεσθε σ’ αυτόν ωσάν στον Κύριο. Σε όσα όμως κινδυνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και οι νόμοι της Eκκλησίας του, όχι μόνο σ’ αυτόν δεν πρέπει να πείθεσθε όταν σας παραινεί και διατάσση, αλλ’ ούτε σε άγγελο που μόλις ήλθε από τον ουρανό και ευαγγελίζεται σε σας διαφορετικά από ό,τι ευαγγελίσθηκαν οι αυτόπτες του Λόγου» (19Α, 147)
«[ο Συμεών αναφέρει στον Πατριάρχη ότι δεν θα υποχωρήσει διότι για αυτόν ήταν θέμα πίστης η τιμή στον όσιο Συμεών τον Ευλαβή, τον Πνευματικό του] Θέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγιο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάκτη κάτω από τα αγία πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσωμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξωμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά». «Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ άθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο (τον Πνευματικό του), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα, τότε κι εμείς δεν θα πούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους’. Eάν πραγματικά, κάνοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξορίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε 'θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι». Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· «αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κύρ Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη»(19Α,221-225)
«Ο Κύριος δεν μακαρίζει τους απλώς διδάσκοντας αλλά εκείνους που προηγουμένως αξιώθηκαν δια της εκτελέσεως των εντολών και είδαν μέσα τους το λαμπρό φως του Πνεύματος ν’ αστράπτη και δι’ αυτού με αληθινή όρασι και γνώσι και ενέργεια τούτου έμαθαν όσα πρέπει να πουν και να διδάξουν άλλους. Όπως λοιπόν είπαμε, οι επιχειρoύvτεc να διδάσκουν πρέπει να ανυψωθούν με αυτόν τον τρόπο, για να μη πλανήσουν και απολέσουν και όσους πείθονται σ’ αυτούς και τους εαυτούς των, ομιλώντας για πράγματα που αγνοούν» (19Α,393-5)
«Πολλοί αναγινώσκουν τις θείες Γραφές, άλλοι τις ακούουν ν’ αναγινώσκωνται, ολίγοι όμως είναι αυτοί που μπορούν να συλλάβουν ορθώς την σημασία και την έννοια των αναγινωσκομένων. Οι πολλοί άλλοτε μεν αποφαίνονται ότι είναι αδύνατα τα λεγόμενα στις θείες Γραφές, άλλοτε δε τα θεωρούν εντελώς απίστευτα ή και τα αλληγορούν (ερμηνεύουν αλληγορικά) κακώς, και κρίνουν ότι τα μεν λεγάμενα κατά τον ενεστώτα χρόνο πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, τα δε αναφερόμενα για τα μέλλοντα εκλαμβάνουν ως γενόμενα ήδη και γινόμενα καθημερινώς. Και έτσι δεν παρουσιάζουν ορθή κρίσι ούτε αληθινή διάγνωσι σε θεία και ανθρώπινα πράγματα»(19Α, 469)
«Οι άγιοι που έρχονται δια της τηρήσεως των εντολών μετά τους προηγουμένους αγίους από γενεά σε γενεά, προσκολλώμενοι σ’ αυτούς, ελλάμπονται παρομοίως μ’ εκείνους και παίρνουν κατά μέθεξη την χάρι του Θεού και γίνονται σαν χρυσή αλυσίδα· ο καθένας τους είναι κρίκος που συνδέεται προς τον προηγούμενο με την πίστη και τα έργα και την αγάπη, ώστε να γίνονται και όλοι μαζί να είναι μία σειρά στον ένα Θεό που δεν μπορεί να διαρραγή εύκολα» (19Α, 477)
«Παρ’ όλο που τα θεία και τα περί των θείων ευρίσκονται γραμμένα και διαβάζονται από όλους και για όλα, όμως αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που μετανόησαν θερμώς και με την ειλικρινή μετάνοια καθαρίσθηκαν καλώς, και μάλιστα τόσο, όση είναι η αναλογία και το μέτρο της μετάνοιας τους μαζί με της καθάρσεως. Σ’ αυτούς φανερώνονται και τα βάθη του Πνεύματος και από αυτά πηγάζει ο λόγος της σοφίας του Θεού και της γνώσεως, ως ποταμός πολύρρους που κατακλύζει τα εμπόδια των εναντίων. Για όλους τους άλλους όμως παραμένουν άγνωστα και κρυμμένα και δεν ξετυλίγονται καθόλου από εκείνον (το Θεό) που διανοίγει τον νου των πιστών για να κατανοούν τις Γραφές. Και εύλογα «διότι το μυστήριό μου», λέγει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου». Έτσι λοιπόν αυτοί νομίζουν ότι βλέπουν χωρίς να βλέπουν, ότι ακούν χωρίς να ακούν, ότι καταλαβαίνουν όντας ασύνετοι, χωρίς να μπορούν να λάβουν την αίσθηση των αναγινωσκομένων» (19Β 47)
«Να μην πιστεύουμε κάθε άνθρωπο που λέγει ότι είναι πνευματικός· αλλά να βεβαιωνόμαστε πρώτα από τον βίο και τις πράξεις του, και μάλιστα αν συμφωνούν οι λόγοι και οι πράξεις του με τις διδασκαλίες του Κυρίου και των Αποστόλων και των άγιων Πατέρων, και τότε να δεχόμαστε και ν’ ακούμε τους λόγους του ως λόγους Χριστού. Αλλιώς και νεκρούς ακόμη αν ανασταίνει και μύρια αλλά θαύματα αν επιδεικνύει, να τον αποστρεφόμαστε και να τον μισούμε σαν δαίμονα, και μάλιστα όταν τον βλέπουμε νουθετούμενος να μη δέχεται να μεταβάλει το φρόνημά του, αλλ’ ακόμη να εμμένει στην πλανεμένη γνώση του και να νομίζει ότι έχει το πολίτευμά του και την διαγωγή του στους ουρανούς» (19Β, 55)
«Όχι μόνον οι τότε, αλλά και σήμερα οι περισσότεροι ή και όλοι σχεδόν το παθαίνομε από άγνοια, συγχέοντας τα πάντα, διαστρεβλώνοντας, δηλαδή παρερμηνεύοντας όλη την θεία Γραφή προς απώλειά μας, φροντίζοντας να έχουμε και να κάνομε τις θείες Γραφές συνηγόρους των δικών μας παθών, των επιθυμιών και της απώλειας μας» (19Β,135-7)
«Οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες μας και διδάσκαλοι, οι οποίοι με το θείο τούτο πυρ εξαφάνισαν τις αιρέσεις σαν αγκάθια» (19Γ,55)
«Πώς θα τον δουν οι αμαρτωλοί, οι άπιστοι, οι αιρετικοί και οι πνευματομάχοι, ενώ είναι τυφλοί στην ψυχή και έχουν τους οφθαλμούς της φραγμένους από τον βόρβορο της απιστίας και αμαρτίας;» (19Γ,123)
«(Ο όσιος λέει γιατί φοβάται να γίνει Επίσκοπος). Φοβάμαι… μήπως με πτοήσουν απειλές ανθρώπων και με καταστήσουν παραβάτη των εντολών σου· φοβάμαι μήπως οι παρακλήσεις των συνεπισκόπων και των φίλων με καταστήσουν συγκοινωνό της αδικίας ή με κάνουν να σιωπώ όταν αυτοί αδικούν, και να συνεργάζομαι όταν κακοπραγούν, αποφεύγοντας να τους ελέγχω με παρρησία και να επιδεικνύω την ένσταση υπέρ των εντολών σου» (19Γ, 201-3)
«Πόσοι ερμηνεύουν τις Γραφές κι αγνοούν τελείως εκείνον που λαλεί μέσα στις Γραφές;»(19Γ,293)
«Επί πλέον όμως μάς χρειάζονται πολλά δάκρυα, πολύς φόβος, πολλή υπομονή και επίμονη προσευχή, για να μας αποκαλυφθεί η δύναμη έστω και ενός δεσποτικού λόγου, με σκοπό να γνωρίσουμε το μέγα μυστήριο, που είναι κρυμμένο σε μικρές φράσεις, και να παραδώσομε μέχρι και σε θάνατο τις ζωές μας και για μια κεραία από τις εντολές του Θεού» (19Γ,359)
«Όλος ο έπαινος και ο μακαρισμός των άγιων συνίσταται από τα εξής δύο, από την ορθόδοξη δηλαδή πίστη και τον επαινετό βίο, και από τη δωρεά του αγίου Πνεύματος και τα χαρίσματά του. Σ’ αυτά τα δύο ακολουθεί το τρίτο. Διότι όταν βιώσει κανείς καλώς και θεοφιλώς με ορθόδοξο φρόνημα και χαριτωθεί από τον Θεό και δοξασθεί με τη δωρεά του Πνεύματος, τον ακολουθεί ο έπαινος και ο μακαρισμός από όλη την Εκκλησία των πιστών» (19Δ,65)
«Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί στρεβλώνουν όλη τη Γραφή σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και διαφθείρουν τους εαυτούς τους μέσα στα πάθη τους, αν και βέβαια δεν το πάσχει αυτό η θεία Γραφή, αλλά όσοι την παραχαράσσουν. Πες μου λοιπόν, εσύ που επιφέρεις σωστή κρίση των πραγμάτων, πώς θα αναγνώσουν ποτέ ορθώς από μόνοι τους οι τυφλοί τα νοήματα του φωτός, μη καταδεχόμενοι, εξ αιτίας της αλαζονείας τους, να διδαχθούν; Όποιος είναι τυφλός στα μάτια και δεν βλέπει το φως, πώς θα αναγνώσει τα γράμματα που είναι στο φως; Και όποιος είναι τυφλός στον νου και δεν έχει μέσα του τον νου του Χριστού, πώς μπορεί ν’ αναλογισθεί τα νοήματα που βρίσκονται στο φως του Χριστού; Και αν ακόμη μύριες φορές αναγνώσει με τους σωματικούς οφθαλμούς αυτά που είναι γραμμένα αισθητώς, νομίζω, ότι ποτέ δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος αυτός να δει τα πνευματικά και άυλα και φωτοειδή» (19Δ, 139)
«(μιλά σε Ηγούμενο) Μην αδιαφορήσεις λοιπόν και για ασήμαντο πράγμα, που έγινε παρά την εντολή του Θεού προς καταστροφή των αποστολικών κανόνων και διατάξεων και ύβρη του ευαγγελικού βίου και της τάξεως των μοναχών, με πρόφαση πραότητας και με σκοπό τον έπαινο μόνο από τους ανθρώπους, αλλά μιμούμενος τον δικό σου Ιησού και Θεό, επιτιμώντας με αυστηρότητα και εκταράσσοντας τον εαυτό σου χωρίς πάθος, κάνε εκδίκηση των εντολών του Θεού και των θεσμοθετημένων κανόνων υπό των αποστόλων του» (19Δ, 201-203)
«Θεώρησε ως σκύλους τους πλάνους και ψευδοδιδασκάλους ανθρώπους, οι όποιοι όντας πονηροί δεν προσπαθούν να διορθώσουν τους εαυτούς τους, αλλά να διδάσκουν άλλους, τους όποιους πρέπει να τους θεωρούμε ως σκύλους που γαυγίζουν και να τους αποφεύγομε, επειδή με τους λόγους δαγκάνουν και κατασπαράσσουν τα πρόβατα του Χριστού» (19Δ,337-9)
«Εκείνος που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί προς το Θεό, αμαρτάνει μαζί με τον βλάσφημο σαν να συνευχαριστιέται και να συναποδέχεται αυτόν με τη νομιζόμενη μακροθυμία» (19Δ,349)
«Στους χρόνους των πατέρων μας υπήρχαν πολλές αιρέσεις, πολλοί ψευδόχριστοι, πολλοί χριστοκάπηλοι, πολλοί ψευδαπόστολοι, πολλοί ήταν οι ψευτοδιδάσκαλοι, που περιφέρονταν και έσπερναν με παρρησία τα ζιζάνια του πονηρού και που με τα λόγια τους παρέσυραν πολλούς, τους εξαπάτησαν και έστειλαν τις ψυχές τους στην απώλεια. … και τώρα ο βίος έχει πολλούς αιρετικούς, πολλούς λύκους, ασπίδες και φίδια που μας συναναστρέφονται, χωρίς όμως να έχουν κάποια εξουσία επάνω μας, αλλ’ είναι σα να βρίσκονται κάτω από τη νύχτα της πονηριάς τους. Έτσι όσους έρχονται κάτω από το σκοτάδι μαζί τους, τους αρπάζουν και τους τρώνε, ενώ όσους περπατούν μέσα στο φως των θείων Γραφών και πορεύονται στην οδό των εντολών του Θεού δεν τολμούν να τους συναντήσουν, αλλά κι όταν τους δουν να περνούν από μπροστά τους τους αποφεύγουν σαν φωτιά… Για κανέναν από αυτούς τους ασεβείς και άθεους δεν σου λέγω, ούτε για κάποια από τις άλλες αιρέσεις, που εμφανίσθηκαν βέβαια ως σκότος, αλλά εξαφανίσθηκαν από τους αγίους πατέρες που έλαμψαν τότε. Διότι τόσο πολύ έλαμψε μέσω αυτών η χάρη του παναγίου Πνεύματος και έδιωξε το σκότος των αιρέσεων που αναφέρθηκαν, που και μέχρι σήμερα τα θεόπνευστα συγγράμματά τους λάμπουν περισσότερο από τις αυγές του ήλιου, ώστε να μη τολμά κάνεις να προβάλει κάποια αντίρρηση σ’ αυτούς» (19Δ,395,397,399)
«Αίρεση είναι το να παρεκκλίνουμε σε κάποιο από τα δόγματα που υπάρχουν σχετικά με την ορθή μας πίστη» (19Δ,453)
«Κι όμοια καθώς οι αιρετικοί πολλά που έχουνε μάθει, πίστευαν πως σε γνώριζαν, πίστευαν πως σε ξέρουν, πίστευαν οι πανάθλιοι, Θεέ μου, και πως σε βλέπουν» (19Ε, 385-7)
(επιλογή κειμένων από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Προ του θανάτου πραγματοποιείται θάνατος και προ της αναστάσεως των σωμάτων ανάστασις των ψυχών, με έργο, δύναμι, πείρα και αλήθεια. Διότι, όταν το θνητό φρόνημα εξαφανίζεται από τον αθάνατο νου και η νεκρότης εκδιώκεται από την ζωή, η ψυχή βλέπει πραγματικά τον εαυτό της σαν να αναστήθηκε εκ νεκρών, όπως βλέπουν τους εαυτούς των οι ανιστάμενοι από τον ύπνο, και επιγινώσκει τον Θεό που την ανέστησε· κατανοώντας δε αυτόν και ευχαριστώντας αυτόν, εξίσταται των αισθήσεων και όλου του κόσμου, γεμίζοντας άφραστη ηδονή»(ΕΠΕ,ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α,σελ.497)
«Ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό (η Θ.Κοινωνία) και δίνει ζωή στον κόσμο , τον οποίο όσοι τον τρώγουν όχι μόνο τρέφονται, αλλά και ζωοποιούνται και ζώντας ανασταίνονται ως εκ νεκρών... Εάν λοιπόν εορτάζεις έτσι και έτσι μεταλαμβάνεις τα θεία μυστήρια, όλη σου η ζωή θα είναι μία εορτή, και ούτε εορτή, αλλά αφορμή εορτής και ένα Πάσχα, η μετάβαση και αναχώρηση από τα ορατά προς τα νοητά» (19Γ, 279,283)
«Διότι δια του αγίου Πνεύματος γίνεται η ανάσταση όλων. Και δεν εννοώ την ανάσταση των σωμάτων που θα γίνει στην συντέλεια (διότι τότε θα σαλπίσει ο άγγελος και θ’ αναστηθούν τα νεκρά σώματα ), αλλά την πνευματική αναγέννηση και ανάσταση των νεκρών ψυχών, που γίνεται κάθε ημέρα πνευματικώς, την οποία δίδει δια του Παναγίου Πνεύματος, αυτός που πέθανε μία φορά και αναστήθηκε, και που ανασταίνεται με όλους και σε όλους που ζουν αξίως, συνανασταίνοντας τις ψυχές που πέθαναν μαζί του με την διάθεση και με την πίστη, και δωρίζοντας σ’ αυτές ήδη από την εδώ ζωή την βασιλεία των ουρανών» (19Γ,515)
«Το Πάσχα, η χαρμόσυνη ήμερα, που προκαλεί κάθε ευφροσύνη και ευτυχία, καθώς η ανάσταση του Χριστού έρχεται την ίδια εποχή του χρόνου πάντοτε, ή καλύτερα γίνεται κάθε ήμερα και συνεχώς μέσα σ’ αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριό της, αφού γέμισε τις καρδιές μας από κάθε χαρά και ανεκλάλητη αγαλλίαση, αφού έλυσε μαζί και τον κόπο από την πάνσεπτη νηστεία ή, για να πω καλύτερα, αφού τελειοποίησε και συγχρόνως παρηγόρησε τις ψυχές μας, γι’ αυτό και μας προσκάλεσε όλους μαζί τους πιστούς, όπως βλέπετε, σε ανάπαυση και ευχαριστία… Όταν εξερχόμαστε εμείς από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στο μνήμα της μετάνοιας και ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος, κατερχόμενος από τους ουρανούς, εισέρχεται σαν σε τάφο μέσα στο σώμα μας και, ενούμενος με τις δικές μας ψυχές, τις ανασταίνει, αφού αυτές ήταν ομολογουμένως νεκρές, και τότε δίνει τη δυνατότητα, σ’ αυτόν που αναστήθηκε έτσι μαζί με τον Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως. Ανάσταση λοιπόν του Χρίστου είναι η δική μας ανάσταση, που βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι… Ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωση της ζωής. Διότι, όπως το νεκρό σώμα ούτε λέγεται ότι ζει ούτε μπορεί να ζει, εάν δεν δεχθεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και ενωθεί με αυτήν χωρίς να συγχέεται, έτσι ούτε η ψυχή μόνη της και καθ’ εαυτήν μπορεί να ζει, εάν δεν ενωθεί μυστικώς και ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η πραγματικά αιώνια ζωή… Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που και την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο… Πώς λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Πνεύμα το άγιο να λέμε (σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε) «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μια φορά πριν από χίλια έτη και ούτε τότε τον είδε κανένας να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η θεία Γραφή θέλει να ψευδόμαστε; Μακριά μια τέτοια σκέψη· αντίθετα συνιστά μάλλον να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στον καθένα από μας τους πιστούς γίνεται η ανάσταση του Χριστού και αυτό όχι μία φορά, αλλά κάθε ώρα, όπως θα έλεγε κανείς, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητας… Σε όποιους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, οπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν έλθει μέσα μας δια του Πνεύματος, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και μας επιτρέπει να τον βλέπομε μέσα μας αυτόν τον ίδιο όλον ζωντανό, αυτόν τον αθάνατο και άφθαρτο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να γνωρίζομε ευκρινώς ότι συνανασταίνει και συνδοξάζει και εμάς μαζί του» (19Δ,107,109-111, 113,115)
«Και πριν από το θάνατο και την ανάσταση των σωμάτων συμβαίνει θάνατος και ανάσταση των ψυχών έμπρακτος και κατά τρόπο δυναμικό, εμπειρικό και αληθινό. Όταν δηλαδή το θνητό φρόνημα εξαφανίζεται από τον αθάνατο νου και η νεκρότητα διώκεται από τη ζωή, τότε η ψυχή, σαν να αναστήθηκε από τους νεκρούς, βλέπει ομολογουμένως τον εαυτό της, όπως ακριβώς βλέπουν τον εαυτό τους εκείνοι που σηκώθηκαν από τον ύπνο, και αναγνωρίζει τον Θεό που την ανέστησε, τον οποίο, αφού τον κατανοήσει και τον ευχαριστήσει, προσκυνά και δοξολογεί την άπειρη αγαθότητά του» (19Δ, 363-5)
«Σε μνήμα με ταπείνωση εκεί τάφηκα τέλεια κι εκεί μ’ αμέτρητη ο Χριστός έφτασεν ευσπλαχνία και τη βαριά ταφόπλακα κύλισε των κακών μου και μου είπε ‘Από τον κόσμο βγες, σήκω σα νάναι τάφος’. Εκεί είδα πώς έπαθε μ’ απάθεια ο Θεός μου και πώς εφάνηκε νεκρός αθάνατος σαν είναι κι ανέστη από το μνήμα του με άθικτες τις σφραγίδες» (19Ε,247,στίχ. 136-142)
«Το να σε βλέπω είναι ζωή κι ανάσταση επίσης» (19ΣΤ,325,στίχ.2)
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «Ανάσταση Χριστού»)
«Σε κάθε στενοχώρια και θλίψη και νομιζόμενη κακοπάθεια έβλεπα τη χαρά και ευφροσύνη να υπερεκβλύζει μέσα μου δια της αποκαλύψεως και παρουσίας του προσώπου του (Χριστού), ώστε να εκπληρώνεται καθαρά μέσα μου το ρητό του Παύλου που λέγει, «η πρόσκαιρη ελαφριά θλίψη γίνεται πρόξενη σε μας βάρους δόξας», και του Δαβίδ που λέγει «με τη θλίψη με επλάτυνες», ώστε από τώρα να μη θεωρώ τίποτε τις επερχόμενες θλίψεις και τους πειρασμούς σε σύγκριση με την όχι μέλλουσα, αλλά αμέσως αποκαλυπτόμενη δια του αγίου Πνεύματος δόξα του Ιησού Χριστού. Με τη μετοχή και θέα αυτής της δόξας δεν θεωρούσα τίποτε και τις θανάσιμες ακόμα ασθένειες και κάθε άλλη περισσότερο ανυπόφορη οδύνη που προκαλείται στους ανθρώπους δια των πόνων, λησμονώντας κάθε οδύνη και λύπη του σώματος, τόσο ελαφρό θεωρούσα απ’ αυτό το φορτίο των εντολών του Κυρίου και τόσο χρηστόν τον ζυγό του Κυρίου· και όταν από κάποια αίτια δεν εύρισκα ν’ αποθάνω υπέρ αυτού συντόμως, εγέμιζα, πιστεύσατέ με, αφόρητη λύπη» (19Γ, 133)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Η καθημερινή του δε δίαιτα (διατροφή), αφού είχε καθαρθή ολοσχερώς, ήταν ο ζωοποιός άρτος και το τίμιο αίμα του Χριστού, καθώς επίσης και φαγώσιμα λάχανα και σπόρια» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α, σελ. 75)
«(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο) Μαζί με όλα να τηρείς ακρίβεια και κατά την εξέταση των λογισμών του καθενός, για να μάθεις ποιοι από αυτούς χρειάζονται την συμπαράταξη (=ίδια θέση στο ναό την ώρα της Λειτουργίας) με τους προσευχομένους και κοινωνούντας, και ποιοι χρειάζονται αφορισμό και τοποθέτησι μαζί με τους μετανοούντας, έτσι ώστε να μη καταστήσης, εν γνώσει ή εν άγνοια, την εκκλησία του Θεού αντί ναού αγίου σπήλαιο ληστών ή πορνείο, και να μη κατορθώσης να εκφύγης το φοβερό γι' αυτό κρίμα της οργής του Θεού» (19Α, 141)
«Τρώγοντας όμως την παναμώμητη σάρκα του, δηλαδή τα θεία μυστήρια, γινόμαστε πραγματικά εξ ολοκλήρου σύσσωμοι και συγγενείς του, σύμφωνα και μ’ αυτά που λέγει ο θείος Παύλος ότι δηλαδή «είμαστε οστούν από τα οστά του και σάρκα από την σάρκα του», και πάλι «από το πλήρωμα της θεότητάς του, εμείς», δηλαδή όλοι, «ελάβαμε χάρη αντί χάριτος» . Έτσι λοιπόν γινόμαστε, και εξομοιωνόμαστε με τον ίδιο τον φιλάνθρωπο Θεό και Δεσπότη μας κατά χάριν, ανακαινισμένοι και ανανεωμένοι στην ψυχή, άφθαρτοι και αναστημένοι ως εκ νεκρών ζωντανοί βλέπομε αυτόν που αξιωθήκαμε να γίνομε όμοιοί του, όπως κάποιος θα μπορούσε να δει το πρόσωπο του φίλου του από μακριά και να διαλεχθεί μαζί του και να μιλήσει και ν’ ακούσει την φωνή του» (19Β, 129)
«Όπως η Εύα κατασκευάσθηκε από την σάρκα και τα οστά του Αδάμ και ευρίσκονται οι δύο σε μία σάρκα, έτσι έγινε και με τον Χριστό· μας έδωσε τον εαυτό του σε μετάληψη από την σάρκα και τα οστά του και αυτά έδειξε στους αποστόλους μετά την εκ νεκρών ανάστασή του, λέγοντας «ψηλαφίσατέ με και ίδετε ότι το πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα που έχω» . Από εκείνα τα ίδια μας δίδει να τρώγομε και μας κάνει ένα μαζί του με την κοινωνία αυτή» (19Β,157)
«Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνουμε… στις καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πυρ της θεότητας, έτσι ούτε εμάς μας καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές· αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας… Αφού όμως ο Λόγος του Θεού σαρκώθηκε μία φορά από την Παρθένο και γεννήθηκε σωματικώς από αυτήν ανεκφράστως και υπέρ λόγον, δεν μπορεί όμως αυτός να σαρκωθεί ή να γεννηθεί σωματικώς και πάλι από τον καθένα μας, τι κάνει; Από εκείνη την άχραντη σάρκα του, την οποία προσέλαβε από τις αγνές λαγόνες της πανάχραντης και Θεοτόκου Μαρίας, δια της οποίας γεννήθηκε σωματικώς, από αυτήν την σάρκα μας μεταδίδει για βρώση και τρώγοντάς την, έχουμε μέσα μας όλον τον σαρκωμένο Θεό και Κύριό μας Ιησού τον Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και υιό της παρθένου και πανάμωμης Μαρίας, τον καθισμένο δεξιά του Θεού και Πατρός, ο καθένας από μας τους πιστούς τρώγοντας αυτή την σάρκα του, τον έχομε μέσα μας, κατά το λεγόμενο από τον ίδιο· «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου κι εγώ μέσα σ’ αυτόν», χωρίς να προέρχεται ή να γεννάται σωματικώς και να χωρίζεται από εμάς. Πράγματι, δεν γνωρίζεται όντας κατά σάρκα σ’ εμάς ως βρέφος αλλά ευρίσκεται ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος κατά τρόπο ανέκφραστο με τις ουσίες και φύσεις και θεοποιώντας μας ως συσσώμους του και ως όντες σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του . Αυτό είναι μέσα μας το θαυμαστό της ανέκφραστης οικονομίας αυτού κι επάνω από λόγο συγκαταβάσεως, αυτό το μυστήριο το γεμάτο από μεγάλη φρίκη, αυτό που ανέβαλλα να το γράψω κι έτρεμα να το επιχειρήσω…
…όλοι οι άγιοι βέβαια τον συνέλαβαν και τον έχουν κατά χάρη και δωρεά. Από την πανάμωμη μητέρα του δανείσθηκε την παναμώμητη σάρκα του, και αντί αυτής της δώρησε την θεότητα -τι παράξενη και καινή συναλλαγή!- ενώ από τους αγίους δεν λαμβάνει βέβαια σάρκα, μεταδίδει όμως σ’ αυτούς την θεωμένη σάρκα του. Και πρόσεχε, σε παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου. Η χάρις του Πνεύματος λοιπόν, δηλαδή το πυρ της θεότητας, είναι του Σωτήρος μας και Θεού από την φύση και την ουσία του, το σώμα του όμως δεν είναι από εκεί, αλλά από την πάναγνη και άγια σάρκα της Θεοτόκου και από τα πανάχραντα αίματά της, και από αυτήν την ανέλαβε και την ιδιοποιήθηκε, κατά το ιερό λόγιο, «και ο Λόγος έγινε σάρκα». Αυτήν λοιπόν μεταδίδει στους αγίους ο Υιός του Θεού και της άχραντης Παρθένου· από την φύση και την ουσία του συναϊδίου Πατρός του μεταδίδει, όπως λέχθηκε, την χάρη του Πνεύματος, δηλαδή την θεότητα, όπως λέγει δια του προφήτου «και θα συμβεί στις έσχατες ημέρες να διαχύσω από το Πνεύμα μου επάνω σε κάθε σάρκα», που επίστευσε δηλαδή· από την φύση και την ουσία όμως εκείνης που τον γέννησε κυρίως και αληθώς μεταδίδει την σάρκα την οποία ανέλαβε από αυτήν. Κι όπως ακριβώς όλοι εμείς ελάβαμε από το πλήρωμά του, έτσι όλοι μεταλαμβάνομε από την αμώμητη σάρκα της παναγίας Μητέρας του, την οποία ανέλαβε από αυτήν· κι όπως ο Χριστός και Θεός μας έγινε Υιός της και Θεός, ενώ διετέλεσε αδελφός μας, έτσι κι εμείς -πω πω ανέκφραστη φιλανθρωπία!- θα γίνομε υιοί της Θεοτόκου μητέρας του και αδελφοί του ίδιου του Χριστού… Η Μητέρα του Θεού λοιπόν είναι δέσποινα και βασίλισσα, κυρία και μητέρα όλων των αγίων, ενώ οι άγιοι είναι αφ’ ενός μεν όλοι δούλοι της, επειδή είναι Μητέρα του Θεού, και αφ’ ετέρου υιοί αυτής, εφόσον μεταλαμβάνουν από την πανάχραντη σάρκα του Υιού της (ο λόγος είναι πιστός, διότι η σάρκα του Κυρίου, είναι σάρκα της Θεοτόκου), και μεταλαμβάνοντας από αυτήν την θεωθείσα σάρκα του Κυρίου, ομολογούμε και πιστεύομε ότι μεταλαμβάνουμε αιώνια ζωή, εάν βέβαια δεν την τρώμε αναξίως και μάλλον σε κρίμα των εαυτών μας. Συγγενείς πάλι αυτής (της Παναγίας) είναι τριπλώς οι άγιοι· κατά έναν τρόπο εφ΄ όσον προέρχονται από τον ίδιο πηλό και την ίδια πνοή, δηλαδή έχουν ψυχής συγγένεια· δεύτερον, εφ΄ όσον προσέλαβαν από την σάρκα της ευρίσκονται μαζί της σε κοινωνία και σε μετουσία· και τρίτον, εφ΄ όσον αυτοί αγιάσθηκαν κατά Πνεύμα δι’ αυτής ο καθένας μέσα του μπορεί να συλλαμβάνει ομοίως τον Θεό των όλων, όπως κι εκείνη είχε αυτόν μέσα της. Διότι, παρ’ όλο που τον εγέννησε σωματικώς, όλον αυτόν τον είχε μέσα της πάντοτε και πνευματικώς και ομοίως τον έχει αχώριστο τώρα και πάντοτε» (19Β, 177-9, 183,185-7)
«Η άγια του σάρκα διαιρείται σε πολλά και η κάθε μία μερίδα από αυτόν είναι πάλι όλος εκείνος· κι είναι τόσο πολύ δυνατός, διότι και τους εχθρούς εκείνων που τον λαμβάνουν τους αποτρέπει όλους και σ’ εκείνους δίνει δύναμη, ώστε να νικήσουν τον κόσμο και να μπορέσουν να γίνουν κι αυτοί υιοί του θεού» (19Β,189)
«τα αιώνια αγαθά, «τα οποία οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκαν, αυτά που ο Θεός ετοίμασε για εκείνους που τον αγαπούν», δεν περιέχονται σε ύψος, ούτε περιορίζονται σε τόπο, ούτε κρύβονται κάπου σε βάθος, ούτε κατέχονται σε βαθειά γη ή θάλασσα, αλλ’ ευρίσκονται μπροστά σου και προ των οφθαλμών σου. Ποια είναι αυτά λοιπόν; Μαζί με τα αγαθά που ευρίσκονται στους ουρανούς, είναι τούτο το σώμα και αίμα τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τα οποία καθημερινώς βλέπουμε και τρώμε και πίνουμε· αυτά ομολογουμένως είναι εκείνα τα αγαθά. Εκτός από αυτά που λέχθηκαν πουθενά δεν θα μπορέσεις να εύρεις ούτε ένα άλλο, κι αν ακόμη διασχίσεις όλη την κτίση. Εάν επιθυμείς να γνωρίσεις ότι τα λεγόμενα είναι αληθή, γίνε με την εργασία των εντολών του Θεού άγιος κι έτσι μετάλαβε των άγιων· και θα γνωρίσεις τότε ακριβώς την δύναμη αυτών που σου λέγονται» (19Β, 335-7)
«Να μη υποπτευθείς τίποτε σωματικό ούτε να εννοήσεις κάτι γήινο· αλλά κι αυτόν τον μικρό άρτο, την μικρή μερίδα, την βλέπεις με τους νοερούς οφθαλμούς να είναι θεοποιημένη και να έχει γίνει όλη όμοια με τον άρτο που κατεβαίνει από τον ουρανό, ο οποίος είναι Θεός αληθινός και άρτος και πόμα αθάνατης ζωής· ώστε μη τυχόν εναπομένοντας με όλες τις αισθήσεις στην απιστία και στον ορατό μόνον άρτο δεν φάγεις τον ουράνιο, αλλά μόνο τον επίγειο, και στερηθείς την ζωή, επειδή δεν έφαγες πνευματικώς τον ουράνιο άρτο, όπως λέγει και ο ίδιος ο Χριστός «το πνεύμα είναι που ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί σε τίποτε» (19Β, 343)
«Συμβαίνει ό,τι και μ’ έναν φιλόστοργο πατέρα, ο οποίος συντρώγει βέβαια με τους υιούς του, όταν όμως δεί να αμελούν για τα μαθήματά τους και να αεροβατούν σε ανώφελα πράγματα, τους διώχνει από το τραπέζι του και προστάζει στους δούλους του να μη τους δώσουν τροφή, μαθαίνοντάς τους να μην είναι καταφρονητές και αμελείς. Τέτοιες λοιπόν διαθέσεις δείχνει και ο καλός μας Δεσπότης και Θεός στους δούλους και κατά φιλανθρωπία και χάρη υιούς του. Προσφέρει τον εαυτό του σ’ αυτούς, «ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίδει ζωή στον κόσμο», και τρέφονται αιωνίως χορταστικά από αυτόν και μαζί μ’ αυτόν και προσαρμόζονται με την μέθεξη προς ζωή αιώνια, καθαγιάζοντας ψυχή και σώμα. Όταν όμως παραμελήσουν τις εντολές και θελήσουν να διατεθούν απέναντι στο αυτεξούσιο με ραθυμία και καταφρόνηση και ασχοληθούν με κάτι από τα πράγματα του κόσμου, αποκλίνοντας σε ανώφελα και ανάρμοστα στη θεοσέβεια πράγματα, τότε, ο τροφός του παντός τούς αποστερεί τον εαυτό του. Αλλ’ όμως όταν έλθουν σε συναίσθηση του αγαθού του οποίου στερήθηκαν, επιστρέφουν αμέσως και αφού κατά συνήθεια τον ζητήσουν και δεν τον εύρουν, χτυπιούνται, κλαίουν και οδύρονται, προκαλώντας στους εαυτούς τους κάθε κακοπάθεια και θλίψη, και επιποθώντας κάθε πειρασμό και ατιμία, για να δεί ο φιλάνθρωπος Πατέρας τους τις θλίψεις και την εκούσια κάκωσή τους και, αφού τους ελεήσει, να επιστρέψει και αμέσως να τους δοθεί· πράγμα που γίνεται. Έτσι με μεγάλη παρρησία αποκαθίστανται στην προηγούμενη οικειότητα και δόξα και στην απόλαυση των αγαθών «τα οποία οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκαν», δείχνοντας περισσότερη ευλάβεια από πριν στον Πατέρα τους και τρέμοντάς τον ως Δεσπότη, ώστε να μη παραπέσουν και πάλι από απροσεξία στα ίδια κακά και απορριφθούν από τον πανάγαθο Πατέρα» (19Β, 377-9)
«Ούτε η άφεση των αμαρτιών και η μετουσία της ζωής δίδεται μόνο με τον άρτο και τον οίνο της μεταλήψεως, αλλά και με την θεότητα που ακολουθεί και είναι αναμιγμένη κατά τρόπο μυστικό και ασύγχυτο με αυτά. Και λέγεται μυστικώς για τον λόγο ότι η θεότης δεν αποκαλύπτεται σε όλους, αλλά στους άξιους της αιώνιας ζωής, και τους καθιστά υιούς του φωτός και υιούς της ήμερας αυτούς που την βλέπουν» (19Γ, 127)
«Το ότι για τη σωτηρία δεν μας αρκεί μόνο το βάπτισμα, αλλά και ότι μας είναι αναγκαιότερη η μετάληψη της σαρκός του Ιησού και Θεού και του τιμίου του αίματος, άκουσε τα εξής «και ο Λόγος έγινε σάρκα και κατασκήνωσε μέσα μας». Και ότι αυτά τα δηλώνει γι’ αυτά, άκουσε τον Κύριο που λέγει τα εξής «όποιος τρώγει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα σ’ εμένα, κι’ εγώ μέσα σ’ αυτόν». Όταν έγινε αυτό και βαπτισθήκαμε πνευματικώς δια του παναγίου Πνεύματος και γίναμε τέκνα του Θεού και ο σαρκωθείς Λόγος δια της μεταλήψεως του αχράντου σώματος και αίματος σκήνωσε μέσα μας σαν φως, τότε θεωρήσαμε τη δόξα του» (19Γ, 143)
«Αν και εκείνοι που τρώγουν την σάρκα του και πίνουν το αίμα του έχουν ζωή αιώνια, κατά το θείο λόγιό του, εμείς όμως τρώγοντας αυτά δεν αισθανόμαστε να γίνεται μέσα μας τίποτε περισσότερο από την αισθητή τροφή ούτε λαμβάνομε γνώση άλλης ζωής, άρα μεταλάβαμε μόνο απλό άρτο, όχι και Θεό. Πράγματι, αν ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος και η άγια σάρκα του δεν είναι μόνο σάρκα, αλλά σάρκα και Θεός αχωρίστως, αλλά και ασυγχύτως, όντας ορατός με τη σάρκα, δηλαδή κατά τον άρτο με τους αισθητούς οφθαλμούς, και αόρατος κατά τη θεότητα με τους αισθητούς, καθορώμενος όμως με τα μάτια της ψυχής» (19Γ, 163)
«Αντί πλούσιας από αφθονία εδεσμάτων τράπεζας, ας είναι για σένα μόνον ο ζών άρτος, όχι μόνον ο αισθητός και ορατός, αλλ’ αυτός που είναι στον αισθητό και δι’ αυτού ως αισθητός γίνεται και δίνεται σε σένα, ο ίδιος ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο , τον οποίο όσοι τον τρώγουν όχι μόνο τρέφονται, αλλά και ζωοποιούνται και ζώντας ανασταίνονται ως εκ νεκρών. Αυτό ας είναι για σένα απόλαυση και τρυφή ακόρεστη και αδάπανη. Οίνος πάλι ας είναι, όχι αυτός που βλέπεται, αλλ’ εκείνος βέβαια που φαίνεται ως οίνος, αλλά νοείται ως αίμα Θεού, ανέκφραστο φως, ανείπωτος γλυκασμός, αιώνια ευφροσύνη· αυτόν εάν τον πίνεις αξίως, δεν θα διψάσεις στον αιώνα, αρκεί μόνο να γίνεται με αίσθηση της ψυχής, με ετοιμασία ειρήνης των δυνάμεών της. Και πρόσεχε, παρακαλώ, από εδώ την έννοια των λόγων. Εάν συμμετέχεις σ’ αυτά αισθητικώς και γνωστικώς, τότε συμμετέχεις αξίως· εάν όχι, τρώγεις και πίνεις αναξίως. Εάν μετέλαβες με καθαρή θεωρία εκείνο που μετέλαβες, να λοιπόν έγινες άξιος αυτής της τράπεζας· εάν δεν γίνεις άξιος, δεν θα προσκολληθείς, καθόλου δεν θα ενωθείς με τον Θεό. Ας μη φαντασθούν λοιπόν εκείνοι που μετέχουν αναξίως στα θεία μυστήρια ότι δι’ αυτών έτσι απλώς προσκολλώνται και ενώνονται με τον αόρατο Θεό· διότι αυτό δεν συμβαίνει σ’ αυτούς καθόλου, ούτε θα συμβεί ποτέ. Πράγματι, μόνον όσοι με την μετουσία της θείας σαρκός του Κυρίου αξιώνονται να δουν και να φάγουν την αποκάλυψη της αόρατης θεότητας κατά την νοερή επαφή με το νοερό βλέμμα και στόμα, γνωρίζουν ότι ο Κύριος είναι χρηστός. Αυτοί, τρώγοντας και πίνοντας όχι μόνον αισθητώς αισθητό άρτο, αλλά συγχρόνως και Θεόν νοητώς, τρέφονται με διπλές αισθήσεις τον ένα ορατώς και τον άλλο αοράτως, και ενώνονται και κατά τα δύο με τον διπλό στις φύσεις Χριστό, γενόμενοι σύσσωμοι μ’ αυτόν και συγκοινωνοί της δόξας και της θεότητας. Έτσι λοιπόν ενώνονται με τον Θεό όσοι τρώγουν αξίως και κατά γνώση και θεωρία του μυστηρίου τον άρτο αυτό και με ευαίσθητη ψυχή και καρδιά πίνουν από το ποτήρι αυτό. 'Όσοι όμως το κάνουν αυτό αναξίως είναι κενοί της δωρεάς του αγίου Πνεύματος, διότι τρέφουν μόνο το σώμα και όχι και την ψυχή τους. Αλλά μη θορυβηθείς, αγαπητέ, ακούοντας να σου λέμε την αλήθεια. Διότι, εάν ομολογείς ότι η σάρκα του Κυρίου είναι άρτος ζωής και ότι δίνει ζωή, και εάν γνωρίζεις ότι το αίμα του δίνει ζωή σ’ εκείνους που μετέχουν και ότι σ’ εκείνον που το πίνει γίνεται ως πηγή ύδατος που αναβλύζει ζωή αιώνια, πες μου, πώς, εσύ που μετέχεις σ’ αυτά, δεν προσθέτεις τίποτε πλέον ψυχικώς, αλλά κι αν αισθανθείς ίσως κάποια μικρή χαρά, μένεις πάλι έπειτα από λίγο όπως ήσουν και πριν χωρίς καμία προσθήκη ζωής μέσα σου, χωρίς αναβλύζουσα πηγή, χωρίς να βλέπεις αυτό το φως; Διότι ο άρτος αυτός αισθητώς βέβαια φαίνεται ψωμί γι’ αυτούς που δεν ξεπέρασαν την αίσθηση, νοερώς όμως είναι φως αχώρητο και απρόσιτο· έτσι και ο οίνος είναι κι αυτός ομοίως φως, ζωή, πυρ και ύδωρ ζών. Εάν λοιπόν, τρώγοντας και πίνοντας τον θείο άρτο και τον οίνο της ευφροσύνης, δεν γνωρίζεις εάν έζησες την ανώλεθρη ζωή, εάν δέχθηκες, όπως ο προφήτης , φωτοειδή ή πύρινο τον άρτο, εάν ήπιες ως ύδωρ αναβλύζον το δεσποτικό αίμα, εάν δεν έφθασες καθόλου σε θεωρία και μέθεξη κανενός από αυτά, πώς νομίζεις ότι έγινες κοινωνός της ζωής; Πώς νομίζεις ότι άγγιξες το απρόσιτο πυρ, ή πώς πιστεύεις γενικά ότι μετέλαβες τελείως το αΐδιο φως; Ασφαλώς καθόλου δεν έχει συμβεί αυτό σ’ εσένα που δε έχεις συνειδητή αντίληψη γι’ αυτά· αλλά το φως, ενώ είσαι τυφλός, σε καταλάμπει, το πυρ σε θερμαίνει, χωρίς όμως να σ’ έγγισε, η ζωή σε επισκίασε, αλλά δεν ενώθηκε μαζί σου, το ζών ύδωρ πέρασε από την ψυχή σου σαν από ρυάκι, επειδή δεν ευρήκε υποδοχή άξιά του. Λαμβάνοντας λοιπόν και εγγίζοντας έτσι τα άψαυστα και νομίζοντας ότι τα τρώγεις, μένεις χωρίς να τα λαμβάνεις ούτε να τα τρώγεις, χωρίς να έχεις τίποτε τελείως μέσα σου. Διότι ο απρόσιτος Λόγος, ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, δεν περιλαμβάνεται αισθητώς, αλλά μάλλον αυτός συμπεριλαμβάνει και εγγίζει και ενώνεται με εκείνους που είναι άξιοι και καλώς ευτρεπισμένοι προς υποδοχή του. Εάν λοιπόν εορτάζεις έτσι και έτσι μεταλαμβάνεις τα θεία μυστήρια, όλη σου η ζωή θα είναι μία εορτή, και ούτε εορτή, αλλά αφορμή εορτής και ένα Πάσχα, η μετάβαση και αναχώρηση από τα ορατά προς τα νοητά» (19Γ, 279-283)
«Έγραψε (ο Συμεών ο Ευλαβής, πνευματικός του οσίου Συμεών) και δίδαξε λέγοντας ‘Αδελφέ, ποτέ μη κοινωνήσεις χωρίς δάκρυα’. Αυτό όταν το άκουσαν οι ακροατές (διότι ήταν πολλοί όχι μόνον λαϊκοί, αλλά και μοναχοί από τους ονομαστούς και ξακουστούς για την αρετή) θαύμασαν για τον λόγο και αφού κοιτάχθηκαν μεταξύ τους, όλοι μαζί με μια φωνή είπαν χαμογελώντας ‘Λοιπόν εμείς ποτέ δεν θα κοινωνήσομε, αλλά θα μείνομε όλοι ακοινώνητοι!’ Αυτά όταν τα άκουσα εγώ ο άθλιος και ταλαίπωρος και θυμήθηκα κατ’ ιδίαν αυτούς που τα είπαν αυτά καθώς και τα ίδια τους τα λόγια και κυριεύθηκα από ταραχή, έκλαυσα πικρώς και με πόνο της καρδιάς μου είπα στον εαυτό μου τα εξής ‘Άραγε έτσι στ’ αλήθεια αντιμετωπίζουν το πράγμα αυτό και είπαν αυτά που είπαν επειδή σκέφθηκαν από την ψυχή τους ότι αυτό είναι αδύνατο;’» (19Γ, 367)
«Ενώ αυτός που τα κάμνει όλα αυτά και περνά τον βίο του με στεναγμούς και δάκρυα, και πολύ άξιος είναι να μετέχει στα θεία μυστήρια όχι μόνο όταν είναι εορτή, αλλά και κάθε ημέρα από αυτήν, εάν είναι τολμηρό να πω, την αρχή της μετάνοιας και επιστροφής του. Διότι ο άνθρωπος αυτός είναι άξιος συγχωρήσεως επειδή πρόκειται να επιμένει μέχρι τέλους σ’ αυτά και τα τέτοια έργα, βαδίζοντας με ταπείνωση και συντριμμένη καρδιά. Διότι ενεργώντας έτσι και ευρισκόμενος σε τέτοια κατάσταση φωτίζεται η ψυχή του καθημερινά, βοηθούμενος από την μετάληψη των αγίων, και πολύ σύντομα φθάνει σε τελεία κάθαρση και αγιότητα… Εάν αυτός που δεν επέδειξε άξιους τους καρπούς της μετανοίας, εξελέγχεται από όλη την θεόπνευστη Γραφή ότι είναι ανάξιος, πώς, πες μου εσύ, δίχως δάκρυα θα μπορέσει ποτέ κανείς να καθαρισθεί και, όσο εξαρτάται από αυτόν, να μεταλάβει αξίως των μυστηρίων; Διότι πρώτος καρπός της μετανοίας είναι αυτά 9τα δάκρυα)» (19Γ, 407-9)
«(συμβουλεύει νέο ηγούμενο) Να είσαι προσεκτικός προς όλους και στην εξέταση των λογισμών του καθενός, ώστε να μπορείς να γνωρίζεις ποιοι απ’ αυτούς πρέπει ν’ ανήκουν στη θέση των ευχομένων και κοινωνούντων, και ποιοι χρειάζονται αποχωρισμό και μετάνοια με δάκρυα και στάση στη θέση των μετανοούντων (στο Ναό), ώστε από κάποια συμπάθεια προς κάποιους να μη καταστήσεις την Εκκλησία του Θεού, αντί ναό άγιο, σπήλαιο ληστών ή πορνείο εν άγνοια ή εν γνώσει σου, πράγμα για το οποίο δεν θ’ αποφύγεις το φοβερό κρίμα της οργής του Θεού» (19Δ,203)
«Στάσου (στη Θ.Λειτουργία) γεμάτος τρόμο, σαν να βλέπεις τον Υιό του Θεού να θυσιάζεται για σένα. Και εάν είσαι άξιος και πάρεις άδεια γι’ αυτό, πήγαινε με φόβο και χαρά να κοινωνήσεις τα απόρρητα αγαθά» (19Δ, 321)
«Πώς μέλος του σώματός σου μ’ αξίωσες να γίνω, τον ακάθαρτο έμενα, τον άσωτο, τον πόρνο; Πώς μου φόρεσες ολόλαμπρη στολή, που ακτινοβολεί αίγλη αθανασίας και κάνει φως όλα τα μέλη μου; Το σώμα το δικό σου, το άχραντο και θείο, αστράφτει ακέραιο με τη φλόγα της θεότητάς σου ανακραμένο και σμιγμένο ανέκφραστα. Το σώμα αυτό δώρισες και σε μένα, Θεέ μου. Γιατί το ρυπαρό και φθαρτό τούτο σκήνος με το πανάχραντο ενωμένο σώμα σου και το αίμα σου με το δικό μου ως έσμιξε, ξέρω, με τη θεότητά σου ενώθηκα και το δικό σου καθαρότατο σώμα έγινα, μέλος που αστράφτει, μέλος άγιο αληθινά, φωτίζει ως πέρα κι ακτινοβολεί και λάμπει» (19Ε, 67)
«Μετέχοντας λοιπόν τη σάρκα σου μετέχω αλήθεια τη φύση σου κι αλήθεια την ουσία σου κοινωνώ, συγκοινωνώ τη θεότητα και με το σώμα την κληρονομώ και γίνομαι πιστεύω ανώτερος απ’ τους ασώματους, γίνομαι του Θεού γιός, όπως είπες, όχι στους αγγέλους αλλά σ’ εμάς, αποκαλώντας μας θεούς. Εγώ είπα· «Είστε όλοι γιοι του Θεού του Υψίστου(Ψαλμ 81,6)» (19Ε, 97)
«Όπου προσφέρεται ο άρτος και χύνεται ο οίνος στο όνομα, Λόγε, της σάρκας και του αίματός σου, εκεί είσαι ο ίδιος εσύ, ο Θεός μου και Λόγος, κι αυτά γίνονται αληθινά το δικό σου σώμα και αίμα με την κάθοδο του Πνεύματος και τη δύναμη του Υψίστου. Κι έχω την τόλμη ν’ αγγίξω τον απρόσιτο Θεό ή πιο καλά αυτόν που κατοικεί στο φως το απρόσιτο, όχι μόνο σ’ αυτή τη φθαρτή ανθρώπινη φύση αλλά και σ’ όλες τις νοερές στρατιές των αγγέλων. Αυτό λοιπόν το απόρρητο, το πάνω από τη φύση, υπούργημα και έργο που τάχτηκα να τελώ με κάνει να βλέπω μπροστά μου το θάνατο. Γι’ αυτό χωρίς να νιώσω χαρά, κυριεύτηκα από τρόμο, γνωρίζοντας ότι είναι αδύνατο για μένα και για τον καθένα νομίζω, να λειτουργεί (ως ιερέας) επάξια και να έχει ζωή έτσι αγγελική μέσα σε σώμα ή μάλλον ζωή πάνω από αγγέλους, για να γίνει, όπως το έδειξε ο λόγος και είναι η αλήθεια, κοντινότερη από εκείνους κατά το αξίωμα, αφού και με τα χέρια του πιάνει και με το στόμα του τρώει αυτόν που εκείνοι με φρίκη μόνο και τρόμο τον παραστέκονται» (19Ε, 143)
«Μέλη Χριστού γινόμαστε, μέλη ο Χριστός δικά μας· Χέρι ο Χριστός, πόδι ο Χριστός του πανάθλιου εμένα, κι ο άθλιος εγώ χέρι Χριστού και Χριστού πόδι πάλι· κινώ το χέρι και είναι αυτό ο Χριστός ακέραιος και τη θεότητα ακομμάτιαστη στο νου σου βάλε· κινώ το πόδι μου και να που αστράφτει όπως εκείνος. Μην πεις πως βλαστημώ, μα δέξου ό,τι είπα και το Χριστό προσκύνησε που έτσι σε κάνει. Και συ, αν θελήσεις, μέλος του θα γίνεις κι έτσι τα μέλη όταν του καθένα μας θα γίνουν μέλη του Χριστού ως αυτός δικά μας μέλη κι όλα όσα έχομε άσχημα σε ωραία θα τ’ αλλάξει στολίζοντάς τα με την ομορφιά της θεότητας και τη δόξα, και θεοί θα γίνομε μαζί με το Θεό όντας όλοι μας και καθόλου πια δε θα βλέπουμε άσχημο το σώμα μας, αλλά θα είμαστε όλοι όμοιοι με όλο το σώμα του Χριστού και θα είναι όλος ο Χριστός μέλος μας ένα ένα» (19Ε, 155-7)
«Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (19Ε, 167)
«Εσένα λοιπόν μόνο τον ακατανόητο κι εσέ τον άφραστο, εσένα που στο σύμπαν δεν χωράς και σ’ όλους εισ’ απρόσιτος, πώς άξιος γίνομαι, Χριστέ, να σε κρατώ, να σε φιλώ, να σε κοιτώ και να σε τρώγω και να σ’ έχω στην καρδιά μου, κι ωστόσο να μην καίγομαι» (19Ε, 241)
«Θάμπωμα με κατέχει κι’ αμηχανία γιατί αυτόν που έχει τα πάντα στην παλάμη του, τον βλέπω να περιέχεται μές στην καρδιά μου. Αλλά γιατί, Χριστέ μου, το παράξενο έλεός σου; Τι είναι, Λόγε, η συγκατάβασή σου η άμετρη; Γιατί προς τη δική μου ήρθες πτωχεία, πώς και σε σπίτι μπήκες κατασκόνιστο, εσύ που κατοικείς, Θεέ μου, στο φως το απρόσιτο; Πώς και κρατάς το σπίτι αυτό απ’ τη φλόγα απείραχτο, ενώ φωτιά είσαι που δεν την αντέχει η θνητή φύση; Τι αντάξιο της δόξας σου να κάνω και τι ισοζύγισμα να βρω στην τόση αγάπη; Σε σένα που με τόση δόξα και τιμή με δόξασες έμενα τον ανάξιο, τι να σου προσφέρω; Εμένα που καταφρονώντας να με δουν δε θέλουν οι άνθρωποι κι ούτε να μου μιλήσουν ούτε και να φαν μαζί μου μ’ εμένα τον πανάθλιο δε θέλουν με κανένα τρόπο, εσύ που κάθε ζωντανή ύπαρξη τρέφεις, εσύ που είσαι απρόσιτος στα Σεραφίμ, ο κτίστης πάντων και ποιητής και Δεσπότης όχι μόνο με βλέπεις, μου μιλάς και με τρέφεις, αλλά και μ’ έχεις αξιώσει πραγματικά τη σάρκα σου στα χέρια να έχω και να τρώγω και το αίμα το πανάγιο σου να πίνω, που για μένα όταν σ’ έσφαξαν ξεχύθη… πώς να σταθώ, Χριστέ, μπροστά σου και πώς στην τράπεζά σου να πλησιάσω; Πώς να κρατήσω τ’ άχραντό σου σώμα με καταλερωμένα μου τα χέρια; Πώς να σε υμνήσω, να παρακαλέσω γι’ άλλους, αφού τη σχέση αγάπης και την παρρησία σ’ εσένα η πίστη μου και τα έργα τα καλά μου δε μου επιτρέπουν, αλλά οφειλέτης είμαι, όπως γνωρίζεις, πολλών ταλάντων και πολλών αμαρτημάτων;» (19Ε,253-255)
«Σαν με κάθαρε η μετάνοια και τα δάκρυά μου ποτάμια, θεωμένο κοινωνώντας 470 σώμα, Θεού σώμα που ήταν, γίνομαι κι εγώ θεός με την άφραστη ένωσή μου. Κοίτα το μυστήριο τώρα!» (19ΣΤ, 87)
«Αυτό τώρα γυρεύομε και σε παρακαλούμε, Σωτήρα, σου προσπέφτουμε και δώστο μας για πάντα και τώρα να έχομε τροφή, πανεύσπλαχνε, από τούτον τον άρτο που απ’ τον ουρανό νοητά κατεβαίνει και σ’ όλους που τον κοινωνούν ζωή τους μεταδίνει και φεύγοντας και προς εσέ βαδίζοντας, Θεέ μου, συνοδοιπόρο να ’χουμε, βοηθό μας και σωτήρα, μαζί και με τη χάρη του σ’ εσέ να οδηγηθούμε κι έτσι στην κρίση τη φρικτή εκείνο να σκεπάσει τις αμαρτίες μας, Δέσποτα, να μη ξεσκεπαστούνε κι ούτε σε όλους να φανούν αγγέλους και ανθρώπους, αλλά και ιμάτιο για μας αστραφτερό να γίνει και δόξα και διάδημα στους αιώνες των αιώνων» (19ΣΤ, 299)
«Μα η σάρκα του Δεσπότη μου που είναι θεωμένη κι είναι μεστή από ζωή, συμμέτοχούς της όλους κάνει, όλους τούτους που την τρών’ και τους αθανατίζει και τους περνά διασχίζοντας όχι πέλαγος μέγα ούτε κι από την Αίγυπτο τους φέρνει σ’ άλλη χώρα, παρέχοντας φθαρτούς καρπούς και πάλι στους ανθρώπους, ούτε σαράντα ολόκληρα χρόνια να περπατάμε έδωσεν ορισμό σ’ εμάς ο λυτρωτής του κόσμου, ώστε στη γη να φτάσομε όπου μας επαγγέλθη, αλλά με πίστη ακλόνητη μετά το βάπτισμά μας και το αίμα και τη σάρκα του έχοντας μεταλάβει από το θάνατο στη ζωή, στο φως απ’ το σκοτάδι κι από τη γη στον ουρανό μας ανυψώνει αμέσως. Μ’ απάλλαξε από τη φθορά και το θάνατο πρώτα κι ελεύθερο στην αίσθηση μ’ έκανε και στη γνώση και το από όλα πιο φρικτό, νέον ουρανό με δείχνει και μέσα μου κατοίκησε ο δημιουργός των όλων, που δεν αξιώθηκε κανείς απ’ τους αρχαίους αγίους. Μιλούσε και πρωτύτερα με το άγιο του το Πνεύμα και έκανε τα θαύματα με την ενέργειά του, μα δεν ενώθη ο Θεός ποτέ με κάποιον κατ’ ουσίαν προτού να γίνει άνθρωπος ο Χριστός και Θεός μου. Έλαβε σώμα κι έδωσε το θείο του το Πνεύμα και κατ’ ουσίαν με τους πιστούς μέσον του ενώνεται όλη και γίνεται αδιάσπαστη η ένωση με τούτους» (19ΣΤ, 333)
«(μιλά ο Χριστός) Και τα φρικτά μυστήριά μου άγνωστά τους, που άρτο θαρρούν κρατούν, φωτιά ενώ είμαι, και με περιφρονούν ως απλόν άρτο και θαρρούν πώς ψωμί βλέπουν και τρώνε, μη βλέποντας την αόρατή μου δόξα» (19ΣΤ, 407)
(η επιλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Ούτε ο άνθρωπος αυτός, που γνωρίζει καλώς πώς να εορτάζει, έχει καθόλου τον νου ή την αίσθησή του στα τελούμενα, διότι αυτό είναι γνώρισμα εκείνων που δεν σκέπτονται τίποτε περισσότερα από τα ορατά, αλλά με σοφό νου στα τελούμενα βλέπει τα μέλλοντα ως παρόντα και ευφραίνεται η καρδιά του γι’ αυτά και φαντάζεται ότι ολόκληρος ευρίσκεται μέσα σ’ εκείνα και μαζί με τους εορτάζοντες στους ουρανούς εν αγίω Πνεύματι. Δεν βλέπει προς τα φώτα, ούτε προς το πλήθος του λαού, ή προς την φιλική συγκέντρωση, αλλά σκέπτεται πάντοτε τα μετέπειτα, ότι δηλαδή τα πράγματα του κόσμου θα σβησθούν, και οι άνθρωποι θ’ αποχωρήσουν ο καθένας στα δικά του και μόνος αυτός θα εγκαταλειφθεί μέσα στο σκοτάδι. Μη μου αριθμείς λοιπόν χρόνους και μήνες και περιόδους καιρών, ούτε να μου λέγεις, ‘Να, εόρτασα την γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τα Θεοφάνεια, την Ανάσταση, την Ανάληψη, την κάθοδο του Πνεύματος’. Μη μου λέγεις αυτά ούτε ν’ αριθμείς όλες τις εορτές, αλλ’ ούτε να φαντάζεσαι ότι σου αρκούν αυτές για την σωτηρία της ψυχής· ούτε να νομίζεις ότι για σένα η εορτή περιορίζεται στα λαμπρά ενδύματα, τους αγέρωχους ίππους, τα πολύτιμα μύρα, στα κεριά, τους λύχνους και τα πλήθη λαού. Διότι αυτά δεν κάνουν την εορτή λαμπρή ούτε αυτό είναι αληθινή εορτή, αλλά σύμβολα εορτής. Πράγματι, ποιο θα είναι το όφελός μου, αγαπητέ, να μη ειπώ ότι άναψα στον ναό και στην εκκλησία των πιστών πολλά κεριά και λύχνους, αλλά, αν μπορέσω, να τους αποκτήσω τέτοιους, σαν τον ήλιο που λάμπει από τον ουρανό, και αντί πολλών λύχνων να συγκεντρώσω στην οροφή του ναού τα άστρα και να την κάνω καινό ουρανό και παράξενο πράγμα επάνω στην γη, και επί πλέον, να νοιώσω αγαλλίαση μέσα στο φως αυτών, να θαυμασθώ και να επαινεθώ από τους συγκεντρωμένους, κι’ έπειτα από λίγο, αφού σβησθούν όλα αυτά, εγώ ο ίδιος να εγκαταλειφθώ σε σκότος; Eάν σήμερα ευωδίαζα τον εαυτό μου και αυτούς που συγκεντρώθηκαν με μύρα, και αύριο γεμίσω δυσωδία από την σάρκα μου και τον ρύπο της, τι θα με ωφελήσει, πες μου, εσύ που καυχιέσαι για λαμπρές εορτές και, εάν υπάρχει σε σένα σύνεση, με σύνεση, κατά τον Σοφό, αποκρίσου. Πράγματι σε τίποτε, έστω κι αν σιωπάς, πιεζόμενος από τον λόγο. Διότι, εάν σήμερα φωτισθώ και αύριο σκοτισθώ, ή σήμερα ευφρανθώ και αύριο λυπηθώ, ή την ημέρα αυτή έχω υγεία και την επομένη ασθενήσω, ποιο το κέρδος μου; Πες. Ποια είναι η απόλαυση από τα όσα λέχθηκαν; Δεν διάλεξα αυτές τις εορτές, λέγει ο Κύριος. Διότι λέγει «ποιος τα ζήτησε αυτά από τα χέρια σας;» . Δεν νομοθέτησε ο Χριστός να εορτάζουμε έτσι. Αλλά πώς; Άκουε προσεκτικά. Πρώτα θα παραθέσω στο λόγο τις αντιρρήσεις εκείνων που αντιδιατίθενται και λέγουν το εξής ‘Τι λοιπόν; Δεν θα ανάψουμε κεριά και λύχνους; Ούτε θα προσφέρουμε μύρα και θυμίαμα; Δεν θα προσκαλέσουμε λαό για να ψάλλει, ούτε θα συγκεντρώσουμε γνωστούς και φίλους και άρχοντες; Αυτά λέγεις; έτσι’, λέγει, ‘προστάζεις;’. Δεν εννοώ αυτό· μακριά μια τέτοια σκέψη αλλά σε συμβουλεύω και συμφωνώ να τα πραγματοποιείς με μεγάλη αφθονία. Αλλ’ όμως θέλω να γνωρίσεις τον τρόπο και θα σου υποδείξω το ίδιο το μυστήριο της εορτής των πιστών…
Οι λαμπάδες δηλαδή σού υποδεικνύουν συμβολικώς το νοητό φως. Διότι, όπως ο ναός, αυτός ο περικαλλής οίκος, καταλάμπεται από τις πολλές λαμπάδες, έτσι και ο οίκος της ψυχής σου, ο τιμιότερος αυτού του ναού, οφείλει να φωτίζεται και να λάμπεται νοητώς, να καίγονται δηλαδή μέσα σου δια του θείου πυρός και να φέγγουν όλες οι πνευματικές αρετές, ώστε να μην απομείνει κανένας τόπος σ’ αυτόν άμοιρος φωτός. Τους φωτοειδείς πάλι λογισμούς, τους υπογράφει μέσα σου το πλήθος των καιομένων από το ορατό πυρ λύχνων, ώστε, όπως αυτοί, να λάμπει ο καθένας τους και να μη εναπομείνει σκοτεινός λογισμός στην οικία της ψυχής σου, αλλά να λάμπουν εξ’ ολοκλήρου όλοι καιόμενοι πάντοτε με το πυρ του Πνεύματος, για να μη διακόπτεται ο στεφανοειδής ορμαθός της διακρίσεως των λογισμών σου…
Τα πλήθη, που συγκεντρώνονται μαζί με σένα και υμνούν μεγαλοφώνως τον Θεό, σου δηλώνουν τα ουράνια τάγματα και τις αναρίθμητες αγγελικές δυνάμεις που ανυμνούν για την σωτηρία σου τον ουράνιο Δεσπότη. Ο αίνος και ο ύμνος, ο μελωδούμενος απ’ αυτά, υπαινίσσεται τον μυστικό εκείνον ύμνο, τον οποίο αναπέμπουν ασιγήτως οι άγιοι άγγελοι, ώστε και συ ο ίδιος να γίνεις έτσι και ως επίγειος άγγελος ν’ ανυμνείς ακατάπαυστα με το άυλο στόμα της καρδιάς σου τον Θεό που σ’ εδημιούργησε μυστικώς. Οι φίλοι πάλι και οι γνωστοί και οι συνοδοί των Αρχόντων με την παρουσία τους σε διδάσκουν ότι πρέπει να γίνεις με την εκτέλεση όλων των εντολών και με τον πλούτο των αρετών συναρίθμιος και ομοδίαιτος με τους Αποστόλους, τους προφήτες, τους μάρτυρες και όλους τους όσιους. Εάν σκέπτεσαι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εορτάζεις και έγινες τέτοιος, όπως περιέγραψε ο λόγος, με όσα κάνεις εορτάζοντας, εορτάζεις εορτή πνευματική και συνεορτάζεις με τις άνω αγγελικές δυνάμεις. Εάν όμως δεν συμβαίνει αυτό, ούτε τον εαυτό σου τον έκανες τέτοιον με την εργασία των εντολών, ποιο θα είναι το όφελος για σένα που εορτάζεις; Υπάρχει φόβος μήπως και συ, όπως παλαιά οι Ιουδαίοι, ακούσεις «θα μετατρέψω», λέγει, «τις εορτές σου σε πένθος και θα μεταβάλω την χαρά σου σε λύπη…
Ας είναι εορτή για σένα, που εορτάζεις με σύνεση και ευσέβεια, όχι το φως των λαμπάδων που σε λίγο σβήνει, αλλά καθαρώς η ίδια η λαμπάδα της ψυχής σου, η οποία συμβολίζει την γνώση των θείων και ουρανίων πραγμάτων, και η οποία χορηγείται από το άγιο Πνεύμα σ’ εκείνον που σκέπτεται όπως ο Ισραήλ. Αυτή ας σου είναι τέτοια, ώστε να λάμπει σ’ όλη σου τη ζωή, να φέγγει για όλους όσους ευρίσκονται στην παγκόσμια οικία πάνω από τις ακτίνες του ήλιου, καθαρό φως του λόγου αρτυμένο με το αλάτι του Πνεύματος , σύμφωνα με την εντολή που λέγει «ας λάμψει το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που ευρίσκεται στους ουρανούς». Αντί για πολλούς λύχνους ας σου είναι οι φωτοειδείς έννοιες, με τις όποιες υφαίνεται όλος ο κόσμος των αρετών και υποδεικνύεται λαμπρώς, γι’ αυτούς που βλέπουν σωστά, η ποικιλία του πνευματικού ναού και του κάλλους του. Αντί για μύρα και αρώματα, ας σε ευωδιάζει η νοητή ευωδία του αγίου Πνεύματος, της οποίας η οσμή είναι ανέκφραστη και η αναθυμίαση της οσφρήσεως φωτοειδής. Αντί για πλήθος λαού, ας παραστούν μαζί σου τα τάγματα των αγγέλων, ώστε να δοξάζουν για σένα τον Θεό και να χαίρονται πάντοτε για την σωτηρία, την ανάβαση και την προκοπή σου. Άντι φίλων και αρχόντων και βασιλέων, ας συνεορτάζουν και ας επικοινωνούν μαζί σου, ως φίλοι, όλοι οι άγιοι που προσκυνούνται και τιμούνται από αυτούς. Αυτούς να αγαπάς και αυτούς να προτιμάς από όλους, ώστε όταν πεθάνεις να σε υποδεχθούν στις αιώνιες σκηνές τους, όπως ο Αβραάμ υποδέχθηκε στους κόπους του τον Λάζαρο... Αντί πλούσιας από αφθονία εδεσμάτων τράπεζας, ας είναι για σένα μόνον ο ζών άρτος, όχι μόνον ο αισθητός και ορατός, αλλ’ αυτός που είναι στον αισθητό και δι’ αυτού ως αισθητός γίνεται και δίνεται σε σένα, ο ίδιος ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο , τον οποίο όσοι τον τρώγουν όχι μόνο τρέφονται, αλλά και ζωοποιούνται και ζώντας ανασταίνονται ως εκ νεκρών. Αυτό ας είναι για σένα απόλαυση και τρυφή ακόρεστη και αδάπανη. Οίνος πάλι ας είναι, όχι αυτός που βλέπεται, αλλ’ εκείνος βέβαια που φαίνεται ως οίνος, αλλά νοείται ως αίμα Θεού, ανέκφραστο φως, ανείπωτος γλυκασμός, αιώνια ευφροσύνη· αυτόν εάν τον πίνεις αξίως, δεν θα διψάσεις στον αιώνα, αρκεί μόνο να γίνεται με αίσθηση της ψυχής, με ετοιμασία ειρήνης των δυνάμεών της. Και πρόσεχε, παρακαλώ, από εδώ την έννοια των λόγων. Εάν συμμετέχεις σ’ αυτά αισθητικώς και γνωστικώς, τότε συμμετέχεις αξίως· εάν όχι, τρώγεις και πίνεις αναξίως. Εάν μετέλαβες με καθαρή θεωρία εκείνο που μετέλαβες, να λοιπόν έγινες άξιος αυτής της τράπεζας· εάν δεν γίνεις άξιος, δεν θα προσκολληθείς, καθόλου δεν θα ενωθείς με τον Θεό. …
Εάν λοιπόν εορτάζεις έτσι και έτσι μεταλαμβάνεις τα θεία μυστήρια, όλη σου η ζωή θα είναι μία εορτή, και ούτε εορτή, αλλά αφορμή εορτής και ένα Πάσχα, η μετάβαση και αναχώρηση από τα ορατά προς τα νοητά, όπου κάθε σκιά και κάθε τύπος και τα τωρινά σύμβολα θα καταργηθούν και καθαροί θ’ απολαύσουμε αιωνίως και καθαρώς το καθαρότατο θύμα, μέσα στον Θεό Πατέρα και στο ομοούσιο Πνεύμα, βλέποντας πάντοτε τον Χριστό και βλεπόμενοι από αυτόν, συνυπάρχοντας με τον Χριστό, συμβασιλεύοντας με τον Χριστό, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει μεγαλύτερο στην βασιλεία των ουρανών» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμος 19Γ, σελ.267-271,273-275,277-279,283)
«(Συμβουλεύει νέο Ηγούμενο) Μαζί με όλα να τηρείς ακρίβεια και κατά την εξέταση των λογισμών του καθενός, για να μάθεις ποιοι από αυτούς χρειάζονται την συμπαράταξη (=ίδια θέση στο ναό την ώρα της Λειτουργίας) με τους προσευχομένους και κοινωνούντας, και ποιοι χρειάζονται αφορισμό και τοποθέτησι μαζί με τους μετανοούντας, έτσι ώστε να μη καταστήσης, εν γνώσει ή εν άγνοια, την εκκλησία του Θεού αντί ναού αγίου σπήλαιο ληστών ή πορνείο, και να μη κατορθώσης να εκφύγης το φοβερό γι' αυτό κρίμα της οργής του Θεού» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α,σελ. 141)
«(συμβουλεύει νέο ηγούμενο) Να είσαι προσεκτικός προς όλους και στην εξέταση των λογισμών του καθενός, ώστε να μπορείς να γνωρίζεις ποιοι απ’ αυτούς πρέπει ν’ ανήκουν στη θέση των ευχομένων και κοινωνούντων, και ποιοι χρειάζονται αποχωρισμό και μετάνοια με δάκρυα και στάση στη θέση των μετανοούντων (στο Ναό), ώστε από κάποια συμπάθεια προς κάποιους να μη καταστήσεις την Εκκλησία του Θεού, αντί ναό άγιο, σπήλαιο ληστών ή πορνείο εν άγνοια ή εν γνώσει σου, πράγμα για το οποίο δεν θ’ αποφύγεις το φοβερό κρίμα της οργής του Θεού» (19Δ,203)
Λόγος για τους Επισκόπους (οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
«(Ο όσιος λέει γιατί φοβάται να γίνει Επίσκοπος) Φοβάμαι μήπως με εξουσιάσει η φειδωλία και η φιλαργυρία. Φοβάμαι μήπως με κυριεύσει η επανάσταση της σαρκός, μήπως με απατήσει η ηδονή, μήπως με συσκοτίσει η μέριμνα, μήπως η τιμή των αρχόντων και των βασιλέων με υψώσει όχι καλά, μήπως φυσήξει και με ξεσηκώσει ο όγκος της εξουσίας κατά των αδελφών, μήπως παρασυρθώ από τρυφή και μέθη από το σωστό, μήπως οι σάρκες της ψυχής μου που ελεπτύχθηκαν παχυνθούν από κραιπάλη, μήπως με πτοήσουν απειλές ανθρώπων και με καταστήσουν παραβάτη των εντολών σου· φοβάμαι μήπως οι παρακλήσεις των συνεπισκόπων και των φίλων με καταστήσουν συγκοινωνό της αδικίας ή με κάνουν να σιωπώ όταν αυτοί αδικούν, και να συνεργάζομαι όταν κακοπραγούν, αποφεύγοντας να τους ελέγχω με παρρησία και να επιδεικνύω την ένσταση υπέρ των εντολών σου…
Και εάν πάλι σου έλεγε ο φιλάνθρωπος και πανάγαθος βασιλεύς, αποδεχόμενος την αγάπη σου και την ταπείνωσή σου, ‘Μη φοβάσαι. Αφού υποσχέθηκα να συνυπάρχω μαζί σου, δεν θα σε κυριεύσει τίποτε από όλα τα αντίθετα· θα με έχεις παντού βοηθό και πολύ θα σε δοξάσω εκεί κάτω (στη γη), κι εδώ θα επανέλθεις πάλι με μεγαλύτερη και περιφανέστερη λαμπρότητα και θα συμβασιλεύσεις μαζί μου στους άπειρους αιώνες’, ούτε τότε έπρεπε να αναθαρρήσεις ή να αμεριμνήσεις τελείως, αλλά με φόβο και τρόμο, σαν να έπεφτες από ύψος στο βυθό ενός βαθύτατου φρέατος, γεμάτου από κάθε είδους ερπετά και θηρία, έτσι έπρεπε να ανέβεις στην μητρόπολη ή στην πατριαρχία ή σε κάποια άλλη αρχή, επισκοπής τυχόν ή προστασίας λαού. Εάν όμως ομολογείς ότι δεν είσαι τέτοιος όπως περιέγραψε ο λόγος, αλλά νομίζεις μάλλον ότι ανέρχεσαι από τα κάτω προς τα άνω [ότι δηλ. σε ανεβάζει το αξίωμα], πω-πω τόλμη, πω-πω σκότωση, πω-πω φοβερή άγνοια…
Το ότι όμως δεν πρέπει να πηδάει σ’ αυτήν την διακονία [του Επισκόπου] ασκόπως ο κάθε τυχόν, αλλά να το κάνει κανείς με προσεκτική περίσκεψη και φόβο, είναι ολοφάνερο σ’ εκείνους που δεν έχουν τελείως σκοτισμένο τον οφθαλμό της ψυχής. Πολλοί όμως, μη γνωρίζοντας τι σημαίνει αυτό το λόγιο ούτε αντιλαμβανόμενοι με ποιόν τρόπο πρόσταζε ο Κύριος τον Πέτρο να ποιμαίνει τα πρόβατά του, αλλοίμονο, ανεβαίνουν με τόλμη στην εξουσία, και δεν ντρέπονται να γίνονται με αναίδεια επιστάτες της ποίμνης του Χριστού…
Γι’ αυτό λοιπόν ας φροντίσομε μάλλον να ποιμάνουμε προηγουμένως καλώς τους εαυτούς μας ως ποίμνιο Χριστού, ως βασίλειο ιεράτευμα , και να υποτάξομε την σάρκα στο πνεύμα, ώστε να μη νικιέται μέσα μας το καλύτερο από το χειρότερο» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Γ,σελ.201,203,205,226)
"Στους ιατρούς συνιστούσε..."
Το θαυματουργικό της προσευχής που το διαπίστωσα και σε
συγγενικά μου πρόσωπα, όσον αφορά θέματα υγείας, ιδίως ψυχικής υγείας.
Επέμενε πολύ στο θέμα της προσευχής. Στους ιατρούς
- το έλεγε και σ' εμένα - συνιστούσε: "Εκεί στο ιατρείο,
την ώρα που θα σκύβεις επάνω από τον ασθενή,
να προσεύχεσαι γι' αυτόν και να λες την προσευχή του Χριστού".
Και πράγματι, το εφαρμόζω αυτό στο ιατρείο.
Σε δύσκολες περιπτώσεις λέω "Κύριε Ιησού Χριστέ" -
τώρα, μετά την κοίμηση του Γέροντα, προσθέτω "και δι' ευχών του Γέροντος
Πορφυρίου" - "βοήθησέ με να κάνω τη σωστή διάγνωση και να ξεπεράσω
τη συγκεκριμένη δυσκολία".[Ί 173]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.221)
Η συμφιλίωση με τον θάνατο
-Γέροντα, έγινε η τελική διάγνωση. Ο όγκος που έχετε είναι καρκίνος,
και μάλιστα άγριος. -Φέρε ένα μαντήλι να χορέψω το
«Έχε γειά, καημένε κόσμε»! Εγώ ποτέ δεν χόρεψα στην ζωή μου,
αλλά τώρα από την χαρά μου που πλησιάζει ο θάνατος θα χορέψω.
-Γέροντα, ο γιατρός είπε ότι πρέπει να γίνουν πρώτα ακτινοβολίες,
για να συρρικνωθή ο όγκος, και μετά να γίνη επέμβαση.
-Κατάλαβα! Πρώτα θα βομβαρδίση η αεροπορία και μετά θα γίνη η επίθεση!
Λοιπόν θα πάω επάνω και θα σάς φέρω νέα!...
Μερικοί, ακόμη και γέροι, αν τους πη ο γιατρός «θά πεθάνης» ή
«πενήντα τοις εκατό υπάρχει ελπίδα να ζήσης», στενοχωριούνται.
Θέλουν να ζήσουν. Τί θα βγάλουν; Απορώ! Αν είναι κανείς νέος, έ,
κάπως δικαιολογείται, αλλά ένας γέρος να κάνη προσπάθεια να ζήση,
αυτό δεν το καταλαβαίνω. Αλλο είναι να κάνη μια θεραπεία,
για να μπορή να αντέξη κάπως τον πόνο. Δεν θέλει δηλαδή να παρατείνη
την ζωή του, αλλά θέλει μόνο να είναι λίγο πιο υποφερτοί οι πόνοι
και να αυτοεξυπηρετήται, μέχρι να πεθάνη• αυτό έχει νόημα.
-Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να σάς δώση παράταση ζωής.
-Γιατί; Ο Ψαλμός δεν λέει ότι εβδομήκοντα είναι τα χρόνια της ζωής μας;
-Προσθέτει όμως ο Ψαλμωδός και «εάν εν δυναστείας, ογδοήκοντα»...
-Ναί, αλλά λέει και «τό πλείον αυτών κόπος και πόνος»,
οπότε καλύτερη η ανάπαυση στην άλλη ζωή!
-Μπορεί, Γέροντα, κάποιος από ταπείνωση να μην αισθάνεται έτοιμος πνευματικά
για την άλλη ζωή και να θέλη ακόμη να ζήση, για να ετοιμασθή;
-Αυτό είναι καλό, αλλά που ξέρει ότι, αν ζήση κι άλλο, δεν θα γίνη χειρότερος;
-Γέροντα, πότε συμφιλιώνεται κανείς με τον θάνατο;
-Πότε; Αμα ζη μέσα του ο Χριστός, τότε είναι χαρά ο θάνατος.
Όχι όμως να χαίρεται που θα πεθάνη, γιατί βαρέθηκε την ζωή του.
Όταν χαίρεσαι τον θάνατο, με την καλή έννοια, φεύγει ο θάνατος
και πάει να βρη κανέναν φοβητσιάρη! Όταν θέλης να πεθάνης, δεν πεθαίνεις.
Όποιος καλοπερνάει, φοβάται τον θάνατο, γιατί ευχαριστιέται
με την κοσμική ζωή και δεν θέλει να πεθάνη. Αν του πούν για θάνατο,
λέει: «Κουνήσου από την θέση σου»! Ενώ, όποιος ταλαιπωρείται, πονάει κ.λπ.,
θεωρεί τον θάνατο λύτρωση και λέει: «Κρίμα, δεν ήρθε ακόμη ο Χάρος να με πάρη...
Κάποιο εμπόδιο θα τον βρήκε»!
Λίγοι άνθρωποι θέλουν τον θάνατο. Οι πιο πολλοί κάτι θέλουν να τελειώσουν
και δεν θέλουν να πεθάνουν. Ο καλός Θεός όμως οικονομάει να πεθάνη ο καθένας,
όταν ωριμάση. Πάντως ένας πνευματικός άνθρωπος, είτε νέος είναι είτε γέρος,
πρέπει να χαίρεται που ζή, να χαίρεται που θα πεθάνη,
αλλά να μην επιδιώκη να πεθάνη, γιατί αυτό είναι αυτοκτονία.
Για έναν πεθαμένο κοσμικά και αναστημένο πνευματικά δεν υπάρχει ποτέ καθόλου αγωνία,
φόβος και άγχος, γιατί περιμένει τον θάνατο με χαρά,
επειδή θα πάη κοντά στον Χριστό και θα αγάλλεται.
Αλλά χαίρεται και γιατί ζή, επειδή ζη πάλι κοντά στον Χριστό και νιώθει
ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου επί της γης και διερωτάται αν υπάρχη
ανώτερη χαρά στον Παράδεισο από αυτήν που νιώθει στην γή.
Τέτοιοι άνθρωποι αγωνίζονται με φιλότιμο και αυταπάρνηση καί,
επειδή βάζουν μπροστά τους τον θάνατο και τον σκέφτονται καθημερινά,
ετοιμάζονται πιο πνευματικά, αγωνίζονται τολμηρότερα και νικούν την ματαιότητα.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 256-258)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 18-21. Η παραβολή του σπόρου του σιναπιού και της ζύμης.
13.19 ὁμοία ἐστὶν κόκκῳ σινάπεως(1), ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῦ,
καὶ ηὔξησεν καὶ ἐγένετο εἰς δένδρον μέγα(2), καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ.
19 Μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που κάποιος τον φύτεψε στον κήπο του.
Μεγάλωσε, έγινε ολόκληρο δέντρο, και τα πουλιά φώλιασαν στα κλαδιά του».
(1) Με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό,τι εσείς φαντάζεστε
και περιμένετε θα εγκαθιδρυθεί και θα επεκταθεί η βασιλεία του Θεού.
Εσείς την περιμένετε από την αρχή να εμφανιστεί μεγάλη και να έλθει
ξαφνικά σε μία στιγμή με το πλήρες μεγαλείο και τη δύναμή της. Πλανιέστε όμως.
Η βασιλεία του Θεού μοιάζει με μικρότατο σπόρο,
ο οποίος αθόρυβα φυτεύεται και λίγο-λίγο αυξάνει.
«Είναι έξυπνο το παράδειγμα και είναι ικανό να παραστήσει αυτά που έχουν συμβεί,
δηλαδή αυτά που έγιναν στο θείο και ιερό κήρυγμα, εννοώ βεβαίως το ευαγγελικό» (Κ)
και στην επέκταση της εκκλησίας. «Και ήταν μεν στις αρχές σε λίγους και περιορισμένο,
αλλά απλώθηκε και έτρεξε μετά από αυτά σε όλα τα έθνη» (Κ).
(2) «Όπως ακριβώς λοιπόν, ο σπόρος του σιναπιού υστερεί πολύ σε σχέση
με τους υπόλοιπους σπόρους των λαχανικών στην ποσότητα του μεγέθους,
αλλά ανεβαίνει σε ύψος που ξεπερνά το μέτρο των λαχανικών,
ώστε να γίνεται και κατοικία πολλών πουλιών, έτσι και η βασιλεία των ουρανών» (Κ).
Έξυπνη και η επόμενη: «Δες σπόρο του σιναπιού που παρουσιάζεται με παραβολή
και λόγο ουράνιο που σαν σπόρος σπέρνεται στον κόσμο σαν σε αγρό,
και έχει μέσα του την φλόγα και την δριμύτητα της δύναμης.
Διότι κηρυσσόταν ότι είναι κριτής όλου του κόσμου και αυτός,
αφού κρύφτηκε στην καρδιά της γης στο χώμα και αφού γεννήθηκε μέσα σε τρεις μέρες
μέγιστο δέντρο, άπλωσε τα κλαδιά του στα πέρατα τη γης.
Από αυτόν αφού προέκυψαν οι δώδεκα απόστολοι, που έγιναν κλαδιά ωραία και ανθηρά,
έγιναν σκέπη για τα έθνη σαν για τα πουλιά του ουρανού,
και αφού κάτω από αυτά τα κλαδιά σκεπάστηκαν οι πάντες σαν πουλιά
που μαζεύτηκαν σε φωλιά, μετάλαβαν την φαγώσιμη και ουράνια τροφή που προερχόταν από αυτούς»
(Ειρηναίου). Σύμφωνα με τον Biever το σινάπι αυτό είναι η brassica nigra,
η οποία στη λίμνη της Τιβεριάδας και κατά μήκος του Ιορδάνη παίρνει τις διαστάσεις
δέντρου που φτάνει μέχρι ύφους 3-4 μέτρων και γίνεται ξυλώδες στη βάση.
Οι ακανθίδες (καρδερίνες) προπαντός, οι οποίες φαίνεται να τρώνε άπληστα τους σπόρους
αυτού του σιναπιού, έρχονται κατά σμήνη, για να κατασκηνώσουν στα κλαδιά του (L).
Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «μέγα». Πράγματι ο Ιησούς εδώ δεν αντιθέτει
το δέντρο αυτό με άλλα μικρά δέντρα, αλλά την αύξηση του φυτού σε δέντρο πραγματικό
σε σχέση με άλλα φυτά, τα οποία παραμένουν στο μέγεθος των λαχανικών (g)
13.20 πάλιν εἶπεν, Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ(1);
20 Είπε πάλι: «Με τι να παρομοιάσω τη βασιλεία του Θεού;
(1) Μόνο ως προς την ερώτηση αυτή διαφέρει το χωρίο από το Ματθ. ιγ 33,
όπου δες τις ερμην. σημειώσεις. Ρωτά για διέγερση της προσοχής των ακροατών (δ).
Ελεημοσύνη
περιβόλαιο
Ποια είναι τα ρούχα της ψυχής; Η ελεημοσύνη και η φροντίδα της για τους φτωχούς. Αυτό είναι το μέγιστο περίβλημα της ψυχής. Αυτό είναι το όμορφο της ιμάτιο.
Ε.Π.Ε. 2,636
συνήγορος
Εισακούστηκε από τον Θεό ο Κορνήλιος, επειδή είχε συνήγορό του την ελεημοσύνη. Λέει ο άγγελος: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβησαν στο Θεό». Και είναι φυσικό. Διότι τα έργα και τα κατορθώματα είναι εκείνα που εισακούονται. Όχι απλώς οι προσευχές, αλλ’ εκείνες, που γίνονται σύμφωνα με το νόμο του Θεού.
Ε.Π.Ε. 5,138
κάνει πλούσιο τον άνθρωπο
Ο τάδε καλείται πλούσιος, αλλά δεν είναι. Θα πήτε: Πώς δεν είναι, αφού κολυμπάει στο ασήμι και στο χρυσάφι και αφού έχει λίθους πολυτελείς και φορέματα χρυσά και τόσα αλλά; Δεν είναι πλούσιος, διότι πλούσιο τον άνθρωπο δεν τον κάνουν το χρυσάφι και τα φορέματα και τα χρήματα, αλλά τον κάνει η ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 5,634
και παρθενία
Η ελεημοσύνη ανεβαίνει με μεγάλη άνεσι στους ουρανούς και οι αγγελικές δυνάμεις, όταν την βλέπουν, ανοίγουν διάπλατα τις πύλες τις ουράνιες. Αν δουν τις άλλες αρετές, χωρίς την ελεημοσύνη, κλείνουν τις πόρτες. Και αυτό φαίνεται σ’ εκείνες τις παρθένες (Μαθ. κε' 1-11), που κλείστηκαν έξω του ιερού νυμφώνα, επειδή δεν είχαν συνεχώς λάδι στις λαμπάδες τους. Η ελεημοσύνη χωρίς την παρθενία ωδήγησε τους συντρόφους της στον ουρανό, ενώ η παρθενία χωρίς την ελεημοσύνη δεν το κατάφερε.
Ε.Π.Ε. 8α,158
κάλεσε το Χριστό στο σπίτι σου
Να προσκαλέσης το Χριστό σε τραπέζι. Να του προσφέρης τα λεγόμενα δικά σου, που στην πραγματικότητα είναι δικά Του. Κάτι τέτοιο θα σε ευχαριστή αφάνταστα και θα έχης ηδονή συνεχή.
Ε.Π.Ε. 8α,210
καρποί της
Ο Αβραάμ καθόταν και υποδεχόταν. Και πώς; Πλουσιοπάροχα. Θυσίασε το μοσχάρι και κάλεσε και τη Σάρρα. Κάνει τη γυναίκα του μέτοχο της φιλοξενίας. Δεν παραμένει κρυμμένη στο γυναικωνίτη, αλλά στέκεται κι εκείνη στη βελανιδιά του Αβραάμ. Το τραπέζι εκείνο άνοιξε τη μήτρα της και διώρθωσε τη φυσική της στείρωσι. Θυσίασε μοσχάρι και πήρε τον Ισαάκ. Ζύμωσε αλεύρι και πήρε απογόνους σαν τα άστρα του ουρανού και την άμμο της θάλασσας.
Ε.Π.Ε. 8α,288
στον φτωχό, ως Χριστό
Πώς θα συχωρεθής, όταν στέκη στην πόρτα σου ο Χριστός, με τη μορφή φτωχού, και συ μένης ασυγκίνητος; Λες, ότι έδωσες ελεημοσύνη. Να μη δώσης στο φτωχό μόνο όσα εκείνος ζητάει, αλλ’ όσα εσύ μπορείς.
Ε.Π.Ε. 8α,294
φτερά της
Ας χρησιμοποιούμε πολύ την ελεημοσύνη. Διότι αυτή είναι η βασίλισσα των αρετών. Αυτή θα μας παρουσιάση με παρρησία εκεί, και θα μας απαλλάξη από την κόλασι και την αιώνια τιμωρία. Κανένας δεν μπορεί ν’ αντισταθή σ’ αυτόν, που μαζί με την ελεημοσύνη μπαίνει στον παράδεισο. Διότι είναι ελεύθερα τα φτερά της και μεγάλη η παρρησία της προς τον Θεό και ανεβαίνει μέχρις αυτόν τον βασιλικό (θεϊκό) θρόνο.
Ε.Π.Ε. 8α,318
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 154-156)