ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
183. Όταν κοινωνούμε ένα μικρό τεμάχιο των θείων αγιασμάτων, πόσο μέρος κοινωνούμε από το σώμα και το αίμα του Χριστού;
Το ερώτημα είναι άχρηστο, γιατί δεν κοινωνούμε ποσοτικά από το σώμα και το αίμα του Χριστού. Στη θεία μετάληψη δεχόμαστε ολόκληρο το σώμα και το αίμα του Χριστού, και όχι μέρος αυτών που αναλογεί στην ποσότητα και την έκταση της μερίδας των θείων αγιασμάτων. Ο Αμνός του Θεού μερίζεται αμερίστως, «μερίζεται και διαμερίζεται... ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος». Αν δε υπάρχει μερισμός, αυτός δεν άφορά στην ουσία της μυστηριακής σαρκός και του αίματος του Χριστού, αλλά στα συμβεβηκότα, στα οποία υποκρύπτεται το απερινόητο μυστήριο. Ο άρτος και ο οίνος τεμαχίζονται, ως στοιχεία ανούσια και εξωτερικά, και όχι η ουσία τους η οποία μεταβλήθηκε σε σώμα και αίμα Χριστού. Και δεν κοινωνούμε μονάχα του σώματος και του αίματος του Χριστού, στα οποία εστιάζεται το άχραντο μυστήριο, αλλά και κάτι περισσότερο, της ολότητας της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου (σώμα-αίμα-ψυχή), επί πλέον δε και της θεότητάς του, η οποία είναι αδιαχώριστα ενωμένη με την ανθρωπότητα (οι φύσεις στο Χριστό είναι αχωρίστως ενωμένες και όλου του τριαδικού Θεού (αφού η θεότητα του Κυρίου είναι αδιάσπαστα ενωμένη, είναι ομοούσια με τη θεότητα των δύο άλλων προσώπων του τριαδικού Θεού). Με μία λέξη κοινωνούμε του όλου Θεού. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί η θεία ευχαριστία είναι το κατ’ εξοχήν θεοποιητικό μυστήριο.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 254-255)
Ο φίλος είναι άνθρωπος αγαθός, υγιής στην ψυχή, σκέπτεται σωστά, αγαπάει την αρετή, είναι ακέραιος στο ήθος, πιστός στην αγάπη, ειλικρινής στον λόγο, σταθερός στην ψυχή, έντιμος σύμβουλος, θαρραλέος, αγαπάει την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Ο φίλος ο αληθινός, είναι όμοιος σε όλα με τον φίλο του. Η χαρά του φίλου του προηγείται από τη δική του και η θλίψη του φίλου είναι και δική του θλίψη.
Είναι βαθιά ευαίσθητος και διαισθάνεται την ψυχική διάθεση του φίλου· πάσχει δε σε ό,τι πάσχει και ο φίλος του. Προλαβαίνει την εξομολόγηση του φίλου του και τρέχει να τον βοηθήσει πριν του το ζητήσει. Είναι πάντα έτοιμος να αντιληφθεί τις ενέργειες του φίλου του και είναι παρών όταν κινδυνεύει. Οι φίλοι του φίλου του είναι και δικοί του φίλοι· οι δε εχθροί του και δικοί του εχθροί. Αμύνεται υπέρ του φίλου του και διακινδυνεύει τη ζωή του γι’ αυτόν. Στο σώμα του φίλου κατοικεί η ψυχή του φίλου που αγαπάει. Είναι αγαθός σύμβουλος και λέει πάντα τα καλύτερα γι’ αυτόν· φροντίζει για την τιμή και υπόληψη του φίλου του. Όσα του είναι ιερά, είναι ιερά και για τον ίδιο και σέβεται όσα ο φίλος του θεωρεί σεμνά. Φίλος αληθινός, σκέπη κραταιά και όποιος τον βρήκε, βρήκε θησαυρό. Ο αγαθός φίλος είναι πλούτος ανεκτίμητος· ακριβότερος όλων των αποκτημάτων. Δεν υπάρχει μέτρο του κάλλους του. Ο φίλος και στις δυστυχίες και στην ευτυχία του φίλου, μένει πάντοτε ο ίδιος. Ο αληθινός φίλος, με πολύ θάρρος, επαινεί αυτά που είναι άξια επαίνου και καταδικάζει τα καταδικαστέα.
Ο Ευριπίδης λέει: «Οι φίλοι δεν έχουν τίποτε μόνο δικό τους –όσοι είναι πραγματικά φίλοι-, αλλά κοινά πράγματα. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από τον ειλικρινή φίλο. Όταν παρεμβαίνει παρηγορητικά, αυτό επενεργεί δυνατότερα από κάθε φάρμακο στην πάσχουσα και θλιμμένη καρδιά του φίλου. Τα λόγια του είναι φάρμακο ζωής. Ο αγαθός και καλός φίλος έχει τάξει τον εαυτό του να αναπληρώνει ό,τι λείπει στον φίλο του, και όταν μεν πράττει καλά, τον επαινεί και τον ευχαριστεί· όταν δε σφάλλει, προσπαθεί πάρα πολύ για να τον επαναφέρει. Ο φίλος γίνεται ο νους, η καρδιά και ο οφθαλμός του φίλου του. Είναι η προσωποποίηση της αρετής. Δεν γίνεται φίλος ο μοχθηρός». Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: «Ο πιστός φίλος είναι έμψυχος θησαυρός, περιφραγμένος κήπος, πηγή σφραγισμένη που ανοίγει από καιρό σε καιρό και προσφέρει τον πλούτο της ψυχής του. Φίλους δε λέγω τους καλούς και αγαθούς και τη φιλία που δημιουργήθηκε με γνώμονα την αρετή».
("Το γνώθι σαυτόν" κείμενα αυτογνωσίας – Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, εκδόσεις Άθως, σελ. 341-342)
387. Τι είναι ψευδής ευγνωμοσύνη στον Θεό; Το να ευχαριστή κανείς τον Θεό μονάχα με τα χείλη για τα αγαθά που έλαβε και να χρησιμοποιή αυτά τα αγαθά μονάχα για τον εαυτό του, χωρίς να γνοιάζεται για τον πλησίον του. Το να τα λαμβάνη και να τα φυλάη για δική του απκλειστικά χρήσι, στερώντας έτσι τους αδελφούς τους απ’ αυτά. Αυτή η ευχαριστία είναι ψευδής και απαρέσκει στον Θεό. Τι να τις κάνη ο Θεός τις ευχαριστίες μας, όταν δείχνουμε εσχάτη αχαριστία στην πράξι; Όταν δεν δίνουμε στους άλλους από εκείνα που μας δίνει;
388. Η κατά Θεόν σοφία είναι να νικάμε την εντός μας αμαρτία. Λόγου χάριν, θεία σοφία είναι να μην κακιώνουμε με κανένα συνάνθρωπό μας και με καμμία αφορμή. Να μη σκεπτώμαστε κακό για κανέναν, ακόμη και αν ο πλησίον μας σε κάτι μας έχη βλάψει, αλλά να τον συγχωρούμε πάντοτε. Θεία σοφία είναι, ακόμη, να περιφρονούμε τα υλικά οφέλη και τη χλιδή, αγαπώντας την ανιδιοτέλεια, την ολιγάρκεια στο φαγητό και στο πιοτό, το να έχουμε μέτρο σε όλα. Θεία σοφία είναι να αποφεύγουμε την κολακεία και να λέμε την αλήθεια χωρίς πάθος στον καθένα. Θεία σοφία είναι να μη μας παρασύρουν οι σαρκικές ροπές στη θέα της ανθρώπινης ωραιότητος, αλλά να βλέπουμε και να θαυμάζουμε, σ’ αυτή την ωραιότητα, την εικόνα του θεού. Θεία σοφία είναι να αγαπάμε τους εχθρούς μας και να μη μας παρασύρη η εκδίκησις, είτε με λόγια είτε με έργα. Θεία σοφία, τέλος, είναι να μη σωρεύουμε πλούτη για τον εαυτό μας, αλλά να δίνουμε στον φτωχό, ώστε να θησαυρίζουμε θησαυρούς ασυλήτους και αφθάρτους στον ουρανό, όπως λέγει το Ευαγγέλιο (Λουκ. ιβ’ 33).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 166-167)
«Υπέρ του Αρχιεπισκόπου…»
Ο διάβολος πολεμά με λύσσα τον κάθε κληρικό κι αν δεν κατορθώση να τον νικήση ηθικά, δεν θα πάψη να τον πολεμά μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Θα προσπαθήση με διαβολές, με συκοφαντίες, με κακολογίες να μειώση το κύρος του, ακόμη θα επιχειρήση και να στρέψη εναντίον του μίσος και έχθρα, και από το ίδιο το ράσο μερικές φορές. Η ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρεί οτι το μίσος εναντίον των κληρικών έχει φθάσει μέχρι και φόνου!
Στο Γεροντικό αναφέρεται η εξής ιστορία:
Κάποτε ένας επίσκοπος έπεσε σε μια μεγάλη αμαρτία. Την άλλη ημέρα ήταν γιορτή. Πήγε λοιπόν στην Εκκλησία, που πανηγύριζε και οπωσδήποτε βέβαια ο πολύς λαός της Μητροπόλεως θα ήταν συγκεντρωμένος εκεί. Ανέβηκε στον άμβωνα, έβγαλε το ωμοφόριό του, το σύμβολο της αρχιερωσύνης του, το άφησε κάτω και μπροστά σ’ όλους ωμολόγησε το αμάρτημά του. Και κατέληξε: - Παραιτούμαι! Είμαι πλέον ανάξιος! Φεύγω, δεν μπορώ… τα παρατάω. Δεν είμαι άξιος πλέον να σας ποιμαίνω. Να διαλέξετε έναν καινούργιο να σας λειτουργή, να σας κηρύττη, να σας εξομολογή και να σας ποιμαίνη. Και έκανε να κατέβη από τον άμβωνα, για να φύγη. Ο κόσμος αντέδρασε! Τον εμπόδισε, τον συγκράτησε.
- Στάσου εκεί, του λένε, δεν σε αφήνουμε, μείνε στη θέσι σου. (Τον αγαπούσαν τόσο πολύ!) Κι ας πέση επάνω μας η αμαρτία σου! (Φοβερός ο λόγος αυτός, πολύ μεγάλη αγάπη!). Εμείς εσένα θέλουμε για πατέρα, φώναξαν όλοι με μια φωνή. Συγκινημένος ο επίσκοπος από την αγάπη του λαού του, είπε: - Εάν θέλετε να μείνω, μολονότι είμαι ανάξιος, τότε θα κάμετε ό,τι σας πω…, διαφορετικά θα φύγω. - Θα κάνουμε, συμφώνησαν όλοι μαζί, ό,τι θέλεις. Πες μας, αρκεί μονάχα να μείνης. - Θα πάω και θα ξαπλώσω μπροστά στην πόρτα. Θα βγήτε όλοι και βγαίνοντας θα πατάτε επάνω στο στήθος μου και θα με φτύνετε και θα μου λέτε «Θεός συγχωρέσ’ τον». Τότε θα μείνω. Όλοι σας, μέχρι ενός, θα περάσετε από πάνω μου! - Θα το κάνουμε, είπαν, παρ΄όλο που δεν ήθελαν, γιατί ήταν κι αυτό φοβερό.
Οι χριστιανοί, για να μην τον χάσουν, έκαναν ό,τι τους είπε. Όταν πέρασε κι ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή εξ ουρανού, την οποία άκουσε και ο επίσκοπος και οι χριστιανοί: - Δια την πολλή του μετάνοια και ταπείνωσι, συγχωρέθηκε η αμαρτία του!
Γι’ αυτό οι πιστοί Ορθόδοξοι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, που παραδειγματίζονται από το ήθος και την αυταπάρνησι του καλού ποιμένος (επισκόπου, ιερέως, Γέροντος) τον αγαπούν και τον υπερασπίζονται παντοιοτρόπως. Όταν όμως ελέγχη και καυτηριάζη την αμαρτία, την εκτροπή από τα ήθη, τη διαστροφή της πίστεως, την αίρεσι, την πλάνη και τα μύρια κακά της κοινωνίας, τότε αποκτά οπωσδήποτε εχθρούς που τον διαβάλλουν και τον συκοφαντούν. Πρωταρχικός λοιπόν σκοπός του διαβόλου είναι η σπίλωσις του καλού ποιμένος, με τα πάσης φύσεως υπονοούμενα, ασύστολα ψεύδη κα.
Γι’ αυτό και επιβάλλεται να προσευχώμεθα για τους ιερείς και αυτό γίνεται σε κάθε Θεία Λειτουργία, Μυστήριο, Όρθρο, Εσπερινό… όταν λέμε: «υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών…, του τιμίου Πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ Διακονίας, παντός του κλήρου και του λαού…» αλλά κι εμείς ιδιαιτέρως, κατά μόνας, στη δική μας νυκτερινή προσευχή, πρέπει να προσευχώμεθα για τον λειτουργό μας, για τον Πνευματικό μας πατέρα, για όλους τους ιερείς.
("Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία" - πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου, εκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης, σελ. 93-94)
κιβωτός
Η κιβωτός του Νώε έπαιρνε μέσα ζώα και τα διατηρούσε ζώα, ενώ η Εκκλησία παίρνει ζώα και τα μεταβάλλει. Μεταμορφώνει τους ανθρώπους. Μπαίνει στην Εκκλησία κοράκι, και γίνεται περιστέρι. Μπαίνει λύκος, και γίνεται πρόβατο. Μπαίνει φίδι, και γίνεται αρνί.
Ε.Π.Ε. 30,286
απ’ την πλευρά του
Από την πλευρά Του ο Χριστός δημιούργησε την Εκκλησία, όπως ακριβώς από την πλευρά του Αδάμ δημιούργησε την Εύα.
Ε.Π.Ε. 30,394
όχι μόνο ο τόπος, αλλά ο τρόπος
Μιλώντας για Εκκλησία, δεν εννοώ μόνο τον τόπο, αλλά και τον τρόπο, όχι μόνο τους τοίχους της Εκκλησίας, αλλά και τους νόμους της Εκκλησίας. Όταν καταφεύγης στην Εκκλησία, να μη καταφεύγης στον τόπο, αλλά να προσφεύγης στην αλήθεια. Διότι Εκκλησία δεν είναι τοίχος και στέγη, αλλά πίστις και τρόπος ζωής.
Ε.Π.Ε. 33,108
έξω από την Εκκλησία ο λύκος
Αν φύγης από την Εκκλησία, δεν φταίει η Εκκλησία για όσα θα σου συμβούν. Διότι, αν βρίσκεσαι μέσα, ο λύκος δεν μπαίνει σ’ αυτήν. Αν όμως βγης έξω, τότε θα σε συλλάβουν τα θηρία. Αυτό δεν οφείλεται στη μάνδρα (την Εκκλησία), αλλά στη δική σου απροσεξία.
Ε.Π.Ε. 33,108
ακατάλυτη
Τίποτε δεν εξισώνεται με την Εκκλησία. Μη μου μιλάς για τείχη και όπλα. Διότι τα τείχη με το χρόνο παλιώνουν· η Εκκλησία ποτέ δεν γερνά. Πόσοι πολέμησαν την Εκκλησία και αυτοί, που την πολέμησαν, χάθηκαν; Η Εκκλησία όμως υψώθηκε πάνω από τους ουρανούς. Την πολεμάνε, και νικά. Την εχθρεύονται, και θριαμβεύει. Την βρίζουν, και γίνεται λαμπρότερη. Δέχεται χτυπήματα, και δεν τσακίζεται από αυτά. Κλυδωνίζεται, αλλά ποτέ δεν καταποντίζεται. Και ότι αυτά δεν είναι απλά λόγια, φαίνεται από τα γεγονότα. Πόσοι μεσ’ στους αιώνες πολέμησαν την Εκκλησία! Όσοι την πολέμησαν, χάθηκαν. Εκείνη όμως έχει ανεβή πάνω από τους ουρανούς.
Ε.Π.Ε. 33,110
ονόματά της
Τίποτε δεν υπάρχει πιο ισχυρό από την Εκκλησία. Η ελπίδα σου η Εκκλησία. Η σωτηρία σου η Εκκλησία. Η καταφυγή σου η Εκκλησία. Είναι υψηλότερη από τον ουρανό. Είναι πλατύτερη από τη γη...
Ε.Π.Ε. 33,124
σκάφος που δεν καταποντίζεται
Είναι πολλά τα κύματα. Είναι φοβερός ο κλύδωνας. Όμως δεν φοβηθήκαμε μήπως καταποντιστούμε. Διότι στεκόμαστε πάνω στο βράχο. Ας μανιάζη κι ας σηκώνη φουρτούνα η θάλασσα· δεν μπορεί να διαλύση την πέτρα. Ας υψώνωνται κύματα πελώρια· το πλοίο του Ιησού δεν μπορούν να το διαλύσουν.
Ε.Π.Ε. 33,384
πάντοτε νικά
Τίποτε στον κόσμο δεν υπάρχει δυνατότερο απ’ την Εκκλησία. Είναι ισχυρότερη του ουρανού. Πόσοι αντίχριστοι τύραννοι θέλησαν να καταβάλουν την Εκκλησία; Πού είναι όλοι αυτοί που την πολέμησαν; Χάθηκαν και στη λησμονιά παραδόθηκαν. Η Εκκλησία όμως που είναι; Λάμπει παραπάνω από τον ήλιο.
Ε.Π.Ε. 33,386
όχι οι τοίχοι· το πλήθος των πιστών
Μήπως τα ντουβάρια είναι η Εκκλησία; Στο πλήθος των πιστών υπάρχει η Εκκλησία. Κοιτάξτε πόσοι στύλοι εδραίοι υπάρχουν στην εκκλησία, όχι δεμένοι με σίδερο, αλλά σφιγμένοι και συναρμολογημένοι με την πίστι.
Ε.Π.Ε. 33,388
πόλεμοι έσωθεν και έξωθεν
Πότε απ’ έξω έρχονται οι ταραχές, πότε από μέσα. Αλλά κανένας δεν μπορεί να καταπόντιση το σκάφος της Εκκλησίας.
Ε.Π.Ε. 33,440
την φύτευσε
Το γένος των Χριστιανών Εκείνος το φύτευσε. Γι’ αυτό το λόγο και κανένας δεν μπορεί να το εξοντώση, αφού τις Εκκλησίες της γης Εκείνος τις εδραίωσε.
Ε.Π.Ε. 34,14
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 132-134)
129. «σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» ( Λουκ. β’ 35).
Το τρίτο στοιχείο του προφητικού μηνύματος του Συμεών προς τη Θεοτόκο είναι το στοιχείο του προσωπικού της πάθους χάριν του Ιησού. «Ρομφαίαν ωνόμασε την τμητικωτάτην και οξείαν οδύνην, ήτις διήλθε την καρδίαν της Θεομήτορος, ότε ο υιός αυτής προσηλώθη τω σταυρώ. Περί ταύτης γαρ της αλγηδόνος νυν προεφήτευσε» (ΥΛ, 110). Η Θεοτόκος πληροφορείται από την πρώτη στιγμή, ό,τι θα πάθη για τον Ιησού. Η μητρική της καρδιά θα τρυπηθή από κοφτερό μαχαίρι... Ένα από τα στιλέττα που θα εκτοξευθούν για να χτυπήσουν τον Ιησού θα πετύχη την Μητέρα Του κατάστηθα... Κάποιο μαχαίρι που προορίζεται για τον Ιησού θα χτυπήση αναπόφευκτα και εκείνον που βρίσκεται πολύ κοντά του. Πρώτη που πληγώθηκε από ένα τέτοιο μαχαίρι ήταν η Μητέρα Του!
Όσοι αγαπούν τον Κύριο θα πάθουν και θα πονέσουν μαζί του. Ο Ιησούς δεν παρέλειψε να βεβαιώση γι’ αυτό τους μαθητάς του: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξωσι» (Ίω. ιε' 20) και «το ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθε και το βάπτισμα (= το μαρτύριο) ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε» (Μαρκ. ι' 39).
Όσοι ακολουθούν πιστά τον Ιησού είναι βέβαιο ότι θα υποφέρουν κι’ αυτοί μαζί του. Παράδειγμα η Θεοτόκος. Ήταν η πρώτη που πίστευσε και αγάπησε τον Υιό και Θεό της, αλλά και η πρώτη στα παθήματα, τον πόνο και τις δοκιμασίες για τον Ιησού. Το πάθος της Θεοτόκου ταυτίζεται με το πάθος του Ιησού, από τη Φάτνη ως το Σταυρό. Μεγάλο, μακροχρόνιο και βαθύ πάθος. Αν η Παναγία μιλούσε για το πάθος της αυτό, θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αναφερθή στον προφητικό θρήνο που έγραψε ο Ιερεμίας για τον Ιησού: «Ίδετε ει έστιν άλγος κατά το άλγος μου» (Θρήνοι, α' 12).
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 159)
«Όπως συμβαίνει στην περίπτωσι συνοικεσίου, κατά το οποίο ο γαμβρός βραδύνει σε ταξίδι ή είναι απασχολημένος σε άλλες υποθέσεις και αναβάλλει τον γάμο, εάν η νύμφη οργισμένη καταφρονήσει την αγάπη εκείνου και διαγράψει ή σχίσει το χαρτί του αρραβώνος, αμέσως χάνει τις ελπίδες της για τον γαμβρό, έτσι φυσικώς συμβαίνει να γίνεται και στην περίπτωση της ψυχής. Εάν πει κάποιος από τους αγωνιζομένους «έως πότε πρέπει να κακοπαθώ», και παραμελήσει τους ασκητικούς κόπους, με την αμέλεια δε των εντολών και την εγκατάλειψη της διηνεκούς μετανοίας κατά κάποιον τρόπο διαγράψει και σχίσει τα συμφωνητικά, αμέσως εκπίπτει και του αρραβώνος και της ελπίδος προς τον Θεό» (19Α,505)
«Και σεις οι ίδιοι, αν θέλετε, πάσχοντας και τιμωρούμενοι υπέρ του Χριστού, μπορείτε να μαρτυρήσετε σαν εκείνους καθημερινώς, όχι μόνο ημέρα αλλά και νύκτα και κάθε ώρα. Και πώς θα γίνει αυτό; αν και σεις παραταχθείτε εναντίον των ολεθρίων δαιμόνων, αν αντιστέκεστε πάντοτε κατά της αμαρτίας και του θελήματός σας. Πράγματι εκείνοι αγωνίζονταν προς τυράννους, ενώ εμείς έχομε αγώνα προς τους δαίμονες και τα ολέθρια πάθη της σάρκας, τα οποία επιτίθενται τυραννικώς στις ψυχές μας κάθε ημέρα και νύκτα και ώρα και μας εκβιάζουν να πράξομε πράγματα που δεν αρμόζουν στην θεοσέβεια και παροργίζουν τον Θεό. Αν λοιπόν σταθούμε απέναντι σ’ αυτά και δεν γονατίσομε στη Βάαλ και δεν πεισθούμε στις συστάσεις των πονηρών δαιμόνων ούτε υπηρετήσομε τη σάρκα φροντίζοντας για τις επιθυμίες της, τότε εύλογα κι’ εμείς θα είμαστε μάρτυρες, αγωνιζόμενοι προς την αμαρτία, έχοντας δηλαδή στη μνήμη μας τους μάρτυρες και τα αφόρητα κτυπήματα που υπέστησαν και πολεμώντας γι’ αυτό κατά του διαβόλου αλλ’ επίσης αποβλέποντας, και προς τους πόνους εκείνων και σκεπτόμενοι πόσο υστερούμε εμείς από την άθληση εκείνων και στενάζοντας από ψυχή, θ’ αξιωθούμε τα ίδια στεφάνια μ’ εκείνους, αν όχι κατά την ποσότητα, τουλάχιστο κατά την ποιότητα, σύμφωνα με την άνωθεν αγαθότητα του Θεού προς εμάς, και θα είμαστε αν όχι ίσοι κατά την παρρησία προς εκείνους, αλλά πάντως ίσοι στην υπομονή και την ευχαριστία για τα δεινά των πόνων. Εκείνοι σώθηκαν από τα έργα και τους πόνους της αθλήσεως, εμείς ελπίζομε να σωθούμε από έργα και πόνους ασκήσεως και γενικά από τη φιλανθρωπία και χάρη του Δεσπότη· εκείνοι από ίδρωτες και αγώνες μαρτυρικούς, εμείς από δάκρυα και αγώνες ασκητικούς· εκείνοι από τη χύση του αίματός των, εμείς από την εκκοπή του θελήματός μας, με το να επιμένομε πάντοτε και να έχομε μέσα μας την θανατική καταδίκη και να δεχόμαστε κάθε ώρα το θάνατο, εκτείνοντας το λαιμό μας πρόθυμα για να πεθάνομε για κάθε εντολή του Δεσπότη μας Θεού αντί να δεχθούμε να την παραβούμε έστω και μ’ ένα απλό λόγο» (τ.19Γ, σελ.151-153).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Καθώς δε προσευχόταν κάποτε την νύκτα μέσα στο παρεκκλήσι, όπου ήταν και σορός σωμάτων, ενώ κατά την συνήθεια είχε τις θύρες κλεισμένες, πλήθη απειλητικών δαιμόνων συρρέοντας όρμησαν κατά του παρεκκλησίου, και ωθώντας απότομα τις θύρες, τις άνοιξαν για να τον αρπάσουν, δημιουργώντας τόσον κρότον, ώστε να νομίση αυτός ότι οι θύρες συνετρίβηκαν από πρόσκρουσι προς τους τοίχους από την καθεμία πλευρά. Αυτός δε, κατειλημμένος από μεγάλο φόβο, σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, για να επικαλεσθή την από εκεί βοήθεια. Καθώς λοιπόν το πνεύματα της πονηριάς τον είδαν να στέκεται πολλές ώρες έτσι αμετακίνητος, υπαναχώρησαν νικημένα. Αλλά από το πολύ τάνυσμα (άπλωμα) το χέρια του είχαν ξηραθή και δεν εκάμπτονταν, μόλις δε τα συνέστειλε με πολύν πόνο και είδε τις θύρες κλειστές, θαύμασε. Από τότε λοιπόν αποκτώντας περισσότερη ανδρεία κατά των δαιμόνων δεν λογάριαζε καθόλου την έφοδό τους, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν έχουν καμμία ισχύ εναντίον μας, αν δεν εγκαταλειφθούμε από τον Θεό» (τ. 19Α, σ.49).
«κεφ.67. Όποιος απέκτησε την καθαρότητα της καρδιάς του, αυτός νίκησε την δειλία· όποιος όμως είναι ακόμη στο στάδιο του καθαρμού, άλλοτε μεν την κτυπά, άλλοτε δε κτυπάται από αυτήν. Όποιος δε, δεν αγωνίζεται καθόλου, ή αναισθητεί τελείως και με το να είναι φίλος παθών και δαιμόνων πλην της κενοδοξίας, πάσχει και από οίηση, νομίζοντας ότι κάτι είναι, ενώ δεν είναι, ή είναι δούλος και υποχείριος της δειλίας, που τρέμει ως νήπιος κατά το φρόνημα και φοβείται εκεί όπου δεν υπάρχει φόβος ούτε δειλία για όσους φοβούνται τον Κύριο.
68. Ο φοβούμενος τον Θεό δεν φοβείται επιθέσεις των δαιμόνων ούτε τις ασθενείς εφόδους των, αλλ’ ούτε πονηρών ανθρώπων απειλές. Όντας δε όλος σαν φλόγα ή φλογισμένη φωτιά, περιερχόμενος ημέρα και νύκτα σε απροσίτους και αφεγγείς τόπους, φυγαδεύει τους δαίμονες, οι οποίοι τον αποφεύγουν περισσότερο από όσο εκείνος αυτούς, για να μην εμπρησθούν από την φλογοειδή ακτίνα του θείου πυρός που εκπέμπεται από αυτόν.
69. Όποιος βαδίζει με τον φόβο του Θεού, αυτός δεν φοβείται όταν κινήται ανάμεσα σε πονηρούς άνδρες, διότι έχει μέσα του τον φόβο και φορεί το ακαταμάχητο όπλο της πίστεως, από την οποία λαμβάνει ισχύ για να ενεργή τα πάντα, ακόμη και όσα φαίνονται δύσκολα και αδύνατα στους πολλούς· αλλά ζώντας σαν γίγαντας ανάμεσα σε πιθήκους ή λιοντάρι βρυχόμενο ανάμεσα σε σκύλους και αλεπούδες, έχει πεποίθησι στον Κύριο και τους καταπλήσσει με το σταθερό του φρόνημα και τους τρομοκρατεί κινώντας τον σοφό λόγο σαν σιδερένια ράβδο.
70. Μην απορήσεις, αν, κυριευμένος από την δειλία, φοβάσαι τα πάντα και τρέμεις· διότι είσαι ακόμη ατελής και ανίσχυρος και φοβείσαι όπως το νήπιο τα σκιάχτρα· πραγματικά η δειλία είναι πάθος κενόδοξης ψυχής νηπιώδες και καταγέλαστο. Προς τούτον τον δαίμονα λοιπόν να μη θέλης να εκφέρης λόγους ή να προβάλης αντιρρήσεις διότι όταν η ψυχή τρέμη και κλονίζεται, οι λόγοι δεν ωφελούν· αφήνοντας λοιπόν αυτούς, ταπείνωσε με όλη σου την δύναμι τον λογισμό και γρήγορα θ’ αντιληφθής να εξαφανίζεται η δειλία» (τ.19Α, σελ.431-433).
«Ο φόβος της κολάσεως και ο πόνος που γεννάται από αυτόν είναι επωφελής στον καθένα που αρχίζει να ζει κατά τον Θεό. Ο φανταζόμενος όμως ότι μπορεί ν’ αρχίση χωρίς τέτοιον πόνο και δεσμό και δήμιο, όχι μόνο καταθέτει τα θεμέλια των πράξεών του επάνω στην άμμο, αλλά νομίζει ότι μπορεί να κατασκευάση οικία στον αέρα χωρίς θεμέλια, πράγμα εντελώς αδύνατο. Πραγματικά ο πόνος αυτός γεννά σε λίγο κάθε χαρά και ο δεσμός αυτός σπάει τα δεσμά όλων των αμαρτημάτων και παθών και ο δήμιος αυτός προξενεί όχι θάνατο αλλά αιώνια ζωή. Όποιος δεν θελήση ν’ αποσκιρτήση και διαφύγη τον γεννώμενο από τον φόβο της αιώνιας κολάσεως πόνο, αλλά τον ακολουθήση με διάθεσι της καρδιάς του και σφίξη περισσότερο τα δεσμά του επάνω του, αναλόγως θα βαδίση ταχύτερα και θα παρουσιάσει εαυτόν ενώπιον του βασιλέως των βασιλευόντων. Όταν γίνη αυτό, μόλις αντικρύση αυτός κάπως αμυδρώς την δόξα του, αμέσως θα λυθούν τα δεσμά, ο δε δήμιος φόβος θα φύγη μακριά του κι ο πόνος της καρδιάς του θα μετατραπεί σε χαρά και θα γίνη πηγή που χύνει αισθητώς μεν ποταμούς δακρύων ασταμάτητα, νοητώς δε γαλήνη, πραότητα και άφραστο γλυκασμό, προσέτι δε ανδρεία και την τάσι να τρέχη ελεύθερα και ανεμπόδιστα προς κάθε υπακοή των εντολών του Θεού» (τ.19Α, σ.485).
«Έτσι πια σαν ξαναφάνη (η ουράνια λάμψη) και την ένιωσα σ’ έμενα, διώχνει των δαιμόνων πέρα τις ορδές, διώχνει τη δείλια και μου φέρνει την ανδρεία» (τ.19Ε, 193 στιχ., σελ.388-392).
«Αυτοί πρόσωπο ανθρώπου δε φοβούνται, γιατί το πρόσωπο ατενίζουν του Κυρίου» (τ.19Ε, 273 στιχ., σελ.96-97).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΓΟΓΓΥΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Αγ. Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
Την προηγούμενη Κυριακή προσπάθησα να αποκαλύψω το μεγαλείο και το βάθος του λόγου του αποστόλου Παύλου που τον εαυτό του ονομάζει σπονδή στη Θυσία. Σας έλεγα για τις αμέτρητες συμφορές και τα βάσανα που υπόφερε σ' όλη τη ζωή του για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος προσφέρθηκε Θυσία για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Συμπληρώνοντας αυτά που σας έλεγα τότε, για τα παθήματα του μεγάλου αυτού αποστόλου, θα σας πω τώρα και τι υπέφερε σε μία πόλη της Μακεδονίας, στους Φιλίππους, για το κήρυγμά του. Με την καταγγελία κάποιων, που δεν τους άρεσε το κήρυγμά του, οι άρχοντες της πόλης έδωσαν διαταγή να τον ραβδίσουν και μετά τον έριξαν στη φυλακή και έσφιξαν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Έχασε τότε το θάρρος του ο απόστολος; Άρχισε να κλαίει; Ασφαλώς όχι. Κατά τα μεσάνυχτα ο Παύλος μαζί με το συνεργάτη του, το Σίλα, έψαλαν ψαλμούς, δοξολογώντας το Θεό. Θα μπορούσε ο Παύλος με μία μόνο λέξη να αποφύγει τους ραβδισμούς, να βγει από τη φυλακή και ακόμα και να τρομάξει τους άρχοντες, αρκεί να τους έλεγε ότι είναι Ρωμαίος πολίτης. Όμως δεν το έκανε. Προτίμησε τον εξευτελισμό για το όνομα του Χριστού και χαιρόταν με όλη την καρδιά του για τις μαστιγώσεις και τις πληγές, διότι αυτά συνέβαλαν στην επιστροφή του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του στην πίστη στο Χριστό. Να θυμόμαστε πάντα πόσο εμείς φοβόμαστε τις μαστιγώσεις και τις πληγές ενώ, αντίθετα, πόσο ο μεγάλος αυτός διάκονος του Θεού χαιρόταν γι' αυτά. Χαιρόταν κάθε φορά που μπορούσε να γίνει σπονδή στη Θυσία.
Και στη σημερινή αποστολική περικοπή διαβάζουμε ακόμα πιο παράξενο λόγο του αποστόλου Παύλου από την επιστολή του Προς Κολοσσαείς; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο έστιν η εκκλησία» (Κολ. 1, 24).
Ακούτε πώς χτυπά η καρδιά του μεγάλου αποστόλου; Ακούτε πώς αυτός θεωρεί ότι υστερεί σε παθήματα που υπομένει για την Εκκλησία του Χριστού, που είναι το Σώμα του. Όχι μόνο χωρίς καθόλου να γογγύζει, υπομένει όλα τα αμέτρητα παθήματα αλλά διψά και για περισσότερα. Ω, Κύριε! Και εμείς, οι αδύνατοι χριστιανοί, πόσο φοβόμαστε τους ονειδισμούς, τις θλίψεις και τα παθήματα! Είναι δυνατόν να βρεθεί έστω και ένας μεταξύ μας που θα ζητούσε να πληθυνθούν αυτά; Εκείνος, όμως, διψούσε γι' αυτά τα παθήματα, για να μορφωθεί ο Χριστός στις καρδιές των εθνικών, στους οποίους κήρυττε ακούραστα το Ευαγγέλιο.
Ας θυμηθούμε και έναν άλλο λόγο του μεγάλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α' Κορ. 11, 1). Να μιμηθούν τον απόστολο Παύλο στη δίψα του για τα παθήματα του Χριστού μπορούν, βέβαια, πολύ λίγοι άνθρωποι, αυτοί που έλαβαν τα πλούσια χαρίσματα του αγίου Πνεύματος. Οι απλοί όμως χριστιανοί μπορούν να ευαρεστήσουν και αυτοί το Θεό και να έχουν μισθό απ' Αυτόν, αλλά μόνο με την αγόγγυστη υπομονή των θλίψεων που τους στέλνονται από το Θεό. Να θυμόμαστε όλοι μας τα λόγια του μεγάλου αποστόλου Παύλου από την επιστολή του προς Εβραίους: «Υιέ μου, μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου υπ’ αυτού ελεγχόμενος, ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται, ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός· τις γαρ εστίν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς εστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί» (Έβρ. 12, 5-8).
Συχνά ρωτούν οι άνθρωποι γιατί, για ποιο λόγο, Κύριος ο Θεός τους στέλνει θλίψεις και πολλές φορές και πολύ σοβαρές δοκιμασίες; Είναι πολύ σημαντικό για τον κάθε χριστιανό να καταλάβει ότι οι θλίψεις μας αποστέλλονται κατά το θέλημα του Θεού, το πάντοτε αγαθό και σωτήριο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα στέλνονται όχι σαν τιμωρίες, για τις αμαρτίες μας, αλλά για να επαναπροσδιορίσουμε τους δρόμους μας και τις καρδιές μας ή σαν απάντηση στα αιτήματα που απευθύνουμε στο Θεό. Οι άνθρωποι πολλές φορές περιμένουν από το Θεό να πραγματοποιήσει αυτά που ζητούν στις προσευχές τους με ένα τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος. Ο Θεός, όμως, συχνά άπαντα στις δεήσεις τους με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και όχι μ' αυτόν που θα ήθελαν ή θα φαντάζονταν.
Αν ζητάνε, για παράδειγμα, να τους χαρίσει ο Θεός ταπείνωση, φαντάζονται ότι σιγά-σιγά μέρα με τη μέρα η ταπείνωση υπό την ευεργετική επίδραση του Θεού θα μεγαλώνει στις καρδιές τους. Ο Κύριος όμως συχνά το κάνει με έναν διαφορετικό τρόπο· τους στέλνει ένα απροσδόκητο σκληρό χτύπημα το οποίο πληγώνει την υπερηφάνεια και τον εγωισμό τους και τους ταπεινώνει. Συχνά ο Θεός μας στέλνει κάποια ασθένεια και εμείς παραπονιόμαστε και καθόλου δεν σκεφτόμαστε ότι τις περισσότερες φορές αυτή είναι μια μεγάλη ευεργεσία του Θεού, είναι ίσως η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας, με τις οποίες τον παρακαλούμε να δυναμώσει την πίστη μας.
Δεν γνωρίζετε ότι πολλές φορές ο Κύριος μας στέλνει φοβερές σωματικές ασθένειες και πληγώνει το σώμα μας για να μας δυναμώσει πνευματικά; Αυτό έγινε και με τον όσιο Ποιμένα τον Πολύαθλο, ο οποίος ασκήτευε στη μονή των Σπηλαίων και όλη τη ζωή του βρισκόταν στο κρεββάτι του πόνου υποφέροντας από μία αθεράπευτη ασθένεια και μ' αυτό τον τρόπο έφτασε στην αγιότητα. Άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δίνουν μεγάλη σημασία στα γήινα αγαθά, ζητάνε από τον Κύριο να αυξηθούν τα πλούτη τους. Και ο Κύριος τους απαντά με την καταστροφή των κτημάτων τους ή με πυρκαγιές και μ' αυτόν τον τρόπο τους αποστρέφει από την προσκόλληση στα γήινα και από τη φιλαργυρία και έτσι διορθώνει τις αποκλίσεις τους από τη σωστή οδό, την οποία μας διδάσκουν οι μακαρισμοί.
Ο Θεός φέρεται σε μας σαν σε πραγματικούς υιούς του, τους οποίους τιμωρεί για το καλό τους. Τις θλίψεις που μας στέλνει ο Κύριος εμείς πρέπει να τις υποδεχόμαστε έτσι όπως μας το λέει ο άγιος απόστολος Πέτρος: «Ταπεινώθητε ουν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ» (Α' Πετρ. 5, 6). Αν δεν μπορούμε, παρ' όλες τις προσπάθειές μας, να κατανοήσουμε για ποιο λόγο μας στέλνονται από το Θεό οι θλίψεις, τότε ας ταπεινωθούμε κάτω από το δυνατό χέρι του Θεού και θα μας ανυψώσει στον κατάλληλο καιρό, για να καταλάβουμε τους δρόμους του με τους οποίους μας οδηγεί σ' αυτόν το σκοπό. Πρέπει με πολλή ταπείνωση και χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό να δεχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που μας στέλνονται από το Θεό, έχοντας την ταπεινή πεποίθηση ότι μ' αυτά ο Θεός μας κατευθύνει και όχι ότι ξεσπά επάνω μας την οργή του. Διότι ο ίδιος δια του στόματος του προφήτη Ησαΐα είπε: «Δεν είμαι πια μ' αυτό οργισμένος» (Ήσ. 27, 4). Ενώ εμείς, συνήθως, νομίζουμε ότι ο Κύριος είναι οργισμένος μαζί μας και γι' αυτό μας στέλνει τις θλίψεις. Όχι. Πάντοτε να θυμάστε ότι στο Θεό δεν υπάρχει οργή. «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α' Ιω. 4, 8). Και η τέλεια αγάπη είναι ξένη προς την οποιαδήποτε αδικία.
Αλλά πολλές φορές, όταν ο Θεός μας δίνει ένα σοβαρό χτύπημα, δια του οποίου μας ταπεινώνει για να μας υψώσει αργότερα, εμείς γογγύζουμε κατά του Θεού. Καταλαβαίνετε, όμως, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού; Όταν γογγύζουμε κατά του Θεού, αυτό σημαίνει ότι Τον θεωρούμε άδικο, θεωρούμε ότι Αυτός δεν μας φέρεται σωστά και θα έπρεπε να μας φερθεί κατά έναν διαφορετικό τρόπο. Όμως δεν είναι βαριά αμαρτία να κατηγορούμε το Θεό για αδικία και να Τον συκοφαντούμε; Βλέπετε, λοιπόν, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού. Γι' αυτό «εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α' Πέτρ. 1, 17). Πρέπει να προσέχουμε πολύ τα λάθη και τα εμπόδια στην πορεία μας προς τη Βασιλεία των Ουρανών. Αλλά περισσότερο απ' όλα τα αλλά πρέπει να φοβόμαστε να μην παραβαίνουμε τη μεγάλη εντολή του Χριστού: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Μτ. 7, 1). Και γογγυσμός κατά του Θεού δεν είναι μόνο κρίση του Θεού αλλά και κατάκρισή του.
Ας αφήσουμε την κρίση αυτή σ' εκείνους τους δυστυχείς ανθρώπους που εκούσια καταστρέφουν τον εαυτό τους. Τους οποίους ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός δεν τους διορθώνει ούτε τους τιμωρεί, επειδή είναι αδιόρθωτοι και αθεράπευτοι. Εμείς μόνο να ζητάμε την βοήθειά του για το δρόμο της σωτηρίας μας, να Τον δοξολογούμε και να Τον τιμούμε πάντοτε μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το Άγιο Πνεύμα. Αμήν.
("ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ", Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμμιας, τ. Α', εκδ. "Ορθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη)
Η θυσία για το καλό του αρρώστου
Αν ζητούμε κάτι από τον Θεό, χωρίς να θυσιάζουμε και κάτι, δεν έχει αξία.
Αν κάθωμαι και λέω: «Θεέ μου, Σε παρακαλώ, κάνε καλά τον τάδε άρρωστο»,
χωρίς να κάνω κάποια θυσία, είναι σαν να λέω απλώς καλά λόγια.
Ο Χριστός θα δει την αγάπη μου, την θυσία μου, και τότε θα εκπληρώση το αίτημά μου,
αν βέβαια αυτό είναι για το πνευματικό καλό του άλλου.
Γι’ αυτό, όταν οι άνθρωποι σάς ζητούν να προσευχηθήτε για κάποιον άρρωστο,
να τους λέτε να προσευχηθούν και αυτοί ή τουλάχιστον να αγωνισθούν να κόψουν τα κουσούρια τους.
Μερικοί άνθρωποι έρχονται και μου λένε: «Κάνε με καλά, έμαθα ότι μπορείς να με βοηθήσεις».
Θέλουν όμως να βοηθηθούν, χωρίς οι ίδιοι να καταβάλουν καθόλου προσπάθεια.
Λές λ.χ. στον άλλον: «μήν τρως γλυκά, κάνε αυτήν την θυσία, για να σε βοηθήση ο Θεός»,
και σού λένε: «Γιατί; δεν μπορεί να με κάνη καλά ο Θεός;».
Δεν κάνουν μια θυσία για τον εαυτό τους, πόσο μάλλον να θυσιασθούν για τον άλλον.
Αλλος δεν τρωει γλυκά, για να βοηθήσει ο Χριστός όσους πάσχουν από ζάχαρο,
ή δεν κοιμάται, για να δωσει λίγο ύπνο ο Χριστός σ’ αυτούς που πάσχουν από αϋπνίες.
Έτσι συγγενεύει ο άνθρωπος με τον Θεό. Τότε ο Θεός δίνει την Χάρη Του.
Εγω, όταν μου λέει κάποιος πως δεν μπορεί να προσευχηθεί για κάποιον δικό του
που είναι άρρωστος, του λέω να κάνη και αυτός μια θυσία για τον άρρωστο.
Συνήθως του λέω να κάνη κάτι που θα είναι καλό και για την δική του υγεία.
Ήρθε κάποτε από την Γερμανία στο Καλύβι ένας πατέρας, που το κοριτσάκι του
είχε αρχίσει να παραλύη. Οι γιατροί το είχαν ξεγράψει. Ήταν ο καημένος τελείως απελπισμένος.
«Κάνε κι εσύ μια θυσία, του είπα, για την υγεία του παιδιού σου.
Να κάνης μετάνοιες, δεν μπορείς• να προσευχηθής, δεν μπορείς, εντάξει.
Πόσα τσιγάρα καπνίζεις την ημέρα;». «Τεσσεράμισι κουτιά», μου λέει.
«Να καπνίζης ένα κουτί, του λέω, και τα χρήματα που θα έδινες για τα υπόλοιπα
να τα δίνης σε κανέναν φτωχό». «Να γίνη, Πάτερ, καλά το παιδί, μου λέει, και εγω θα το κόψω
το τσιγάρο». «Έ, τότε δεν θα έχη αξία• τωρα πρέπει να το κόψης• πέταξε το τσιγάρο, του λέω.
Δεν αγαπάς το παιδί σου;». «Εγω δεν αγαπω το παιδί μου;
Από τον πέμπτο όροφο πετιέμαι κάτω για την αγάπη του παιδιού μου», μου λέει.
«Εγω δεν σού λέω να πεταχτής από τον πέμπτο όροφο κάτω, αλλά να πετάξης το τσιγάρο.
Αν κάνης μια παλαβωμάρα και πεταχτής από τον πέμπτο όροφο κάτω, θα αφήσης το παιδί σου
στον δρόμο κι εσύ θα χάσης την ψυχή σου. Εγω σού λέω να κάνης κάτι εύκολο.
Νά, πέταξε τωρα τα τσιγάρα!». Με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να τα πετάξη.
Και τελικά έφυγε έτσι και έκλαιγε! Πως να βοηθηθή αυτός ο άνθρωπος; Ενω όσοι ακούν βοηθιούνται.
Μια άλλη μέρα ήρθε ένας που αγκομαχούσε από την πεζοπορία. Κατάλαβα ότι κάπνιζε πολύ
και του είπα: «Βρέ ευλογημένε, γιατί καπνίζεις τόσο; Θα πάθης κακό».
Μόλις ξελαχάνιασε και μπόρεσε να μιλήση, μου είπε: «Η γυναίκα μου είναι πολύ άρρωστη
και κινδυνεύει να πεθάνη. Σε παρακαλω, κάνε μια προσευχή να γίνη κανένα θαύμα.
Οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια». «Την αγαπάς την γυναίκα σου;», τον ρωτάω. «Την αγαπω», μου λέει.
«Τότε γιατί δεν κάνεις κι εσύ κάτι, για να την βοηθήσης; Αυτή έκανε ό,τι μπορούσε,
οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν, και τωρα έρχεσαι εδω, για να μου πής να κάνω κάτι και εγω,
να προσευχηθω, για να βοηθήση ο Θεός. Εσύ όμως τί έκανες, για να βοηθηθή η γυναίκα σου;».
«Τί μπορω να κάνω εγω, Γέροντα;», με ρωτάει. «Αν σταματήσης το κάπνισμα, του λέω,
η γυναίκα σου θα γίνη καλά». Σκέφθηκα ότι, αν ο Θεός δη ότι δεν συμφέρει πνευματικά
στην γυναίκα του να γίνη καλά, τουλάχιστον θα γλιτωση αυτός από το κακό που κάνει το τσιγάρο.
Ύστερα από έναν μήνα ήρθε χαρούμενος να με ευχαριστήση.
«Γέροντα, σταμάτησα το κάπνισμα, μου είπε, και η γυναίκα μου έγινε καλά».
Μετά από ένα διάστημα ξαναήρθε αναστατωμένος να μου πη ότι ξανάρχισε κρυφά να καπνίζη
και η γυναίκα του έπεσε πάλι βαριά άρρωστη. «Το φάρμακο τώρα το ξέρεις, του είπα. Κόψε το τσιγάρο».
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 227-230)