ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Να κάνεις τη φτωχειά
Συμβούλευσε ο Γέροντας μία χήρα : Να εργάζεσαι και να προσεύχεσαι. Να μη σκορπίζεις τα χρήματά σου. Να κάνεις τη φτωχειά, να παίρνεις τα ρέστα που σου δίνουν, όταν αγοράζεις στη λαϊκή αγορά. Να μη λες στα παιδιά " έχουμε χρήματα ", να τους δίνεις λίγα, κι αν σου παραπονούνται να τους λες " πρέπει να κάνουμε οικονομία, γιατί θα μας
τελειώσουν ".
Για θέματα χρημάτων, να μην έχεις εμπιστοσύνη ούτε στον αδελφό σου.
[Γ 348]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.319)
Δείχνεις ιδιαίτερη αγάπη στο ένα από τα δύο σου παιδιά !
Ο Γέροντας μεταξύ άλλων είχε πει :
-Ο σκοπός των χαρισμάτων του Θεού είναι, για να βοηθεί ο Θεός τον άνθρωπο μ' αυτά.
Κι εξηγούσε :
-Και σ' εμένα καμιά φορά εκδηλώνεται η Χάρη Του.
Όμως μόνο τότε, όταν πρόκειται να βοηθήσει κάποια ψυχή. Να, πριν λίγο καιρό με πήρε ένας από την Αμερική, για να με ρωτήσει για κάποιο σοβαρό θέμα, που τον απασχολούσε.
Εμένα όμως με πληροφόρησε η Χάρη για ένα άλλο σοβαρό θέμα, που του συνέβαινε, αλλά που αυτός δεν το είχε επισημάνει.
Του είπα, λοιπόν :
" Πρόσεξε, γιατί δείχνεις πολύ μεγάλη και ιδιαίτερη αγάπη στο ένα από τα δύο παιδιά σου και ασχολείσαι συνέχεια μ' αυτό λόγω αδυναμίας. Όμως με την στάση αυτή έχεις προκαλέσει σοβαρά τραύματα στην ψυχή του άλλου μικρού παιδιού σου, του κοριτσιού • και ζηλεύει. Του έχουν δημιουργηθεί μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα κι αν δεν το προσέξεις τώρα αυτό που σου λέω, θα του κάνεις μεγάλη ζημιά και υπεύθυνος θα είσαι εσύ. Πρόσεξε, λοιπόν, τί κάνεις ! "
[Χρ 356.358]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 318-319)
Πώς θα φερθείς τα παιδιά σου
Άρχισε ο Γέροντας, μ' ένα πολύ φυσικό τρόπο, ν' αναφέρεται σε γεγονότα της ζωής μου, να μου μιλά για την οικογένειά μου και να μου υποδεικνύει τρόπους ενέργειας απέναντι στα παιδιά μου, από τα οποία τα δύο μεγαλύτερα βρίσκονταν τότε στην εφηβική ηλικία.
Μου είπε συγκεκριμένα : " Το πρώτο σου παιδί, η κόρη σου, θέλει αυτή την αντιμετώπιση, ενώ το δεύτερό σου παιδί θέλει εκείνη την αντιμετώπιση. Το μικρό σου παιδί, ο μικρός σου γιος, είναι ακόμη μικρός και δεν έχει προβλήματα ". Είχε, δηλαδή, ενώπιόν του όλη την εικόνα της οικογένειάς μου.
Όλα αυτά ο Γέρων Πορφύριος δεν τα έκαμνε, για να επιδειχθεί • του έρχονταν αυθόρμητα. Αυτές είναι οι ενέργειες των αγίων μέσα στην Εκκλησία μας. Ο Θεός συνετέλεσε, ώστε ν' αποκτήσω κι εγώ εμπειρία της χάριτος, που υπάρχει μέσα σ' αυτά τα πρόσωπα.
Ο Γέρων Πορφύριος, λοιπόν, στη διάρκεια εκείνης της συνάντησής μας, μου περιέγραψε το χαρακτήρα της θυγατέρας μου και του μεγαλύτερου γιού μου. Εγώ ένιωθα να πέφτω από τα σύννεφα, διότι ήταν ωσάν να είχε ζήσει τα παιδιά μου όσα χρόνια τα έζησα εγώ.
Μου είπε, λοιπόν, για το ένα μου παιδί ότι πρέπει να το αντιμετωπίζω με περισσότερη προσευχή. Μου είπε συγκεκριμένα γι' αυτό το παιδί μου : " Όσο θα έλεγες σ' αυτό το παιδί σου, αφού έχεις κάποιες αντιδράσεις λόγω του χαρακτήρα του, να τα λες στο Θεό. Γονάτιζε στο Θεό και δια της χάριτος του Θεού, τα λόγια σου θα μεταβιβάζονται στο παιδί σου ". Για το άλλο παιδί μου είπε : " Αυτό το παιδί σου δέχεται τα λόγια σου, αλλά να προσέξεις. Δέχεται μεν τα λόγια σου, αλλά εύκολα τα ξεχνά. Επομένως, πάλι θα γονατίζεις και θα ζητάς τη χάρη του Θεού, ώστε ο πατρικός λόγος σου να πέφτει σε γη αγαθή, για να μπορεί να καρποφορήσει ".
[Ί 63π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.317-318)
«όταν ανακληθείς, να υπακούσεις αμέσως διότι ο Θεός με τίποτε άλλο δεν ευφραίνεται τόσο, όσο με την ταχύτητά μας» (τ. 19Α, σ.403).
«Αλλά Κύριε, εσύ ο οδηγός των πλανωμένων, η απλανής οδός εκείνων που έρχονται προς εσένα, επίστρεψε όλους εμάς και τοποθέτησέ μας μπροστά σ’ αυτήν την κλίμακά σου και, προκειμένου να κρατήσουμε αυτήν, κατεύθυνε με το χέρι σου τα χέρια μας και ενίσχυσέ μας να σηκωθούμε από την γη και ν’ ανεβούμε στην πρώτη βαθμίδα, ώστε να μπορέσομε να συνειδητοποιήσουμε ότι πιασθήκαμε κάποτε από κάπου και σηκωθήκαμε για λίγο από την γη. Διότι πρέπει πρώτα εμείς ν’ ανέλθουμε λίγο προς εσένα, για να κατέλθεις εσύ ο καλός Δεσπότης πολύ και να ενωθείς μαζί μας» (τ.19Γ, σ. 185).
«να μην υστερήσομε από τους πατέρες μας τους αγίους, αλλά με τη φροντίδα για τα καλά και την εργασία των εντολών του Χριστού να φθάσουμε σε τέλειον άνδρα από άποψη πνευματική, στα μέτρα της πνευματικής ωριμότητας κατά την οποία αποκτά κανείς την τελειότητα του Χριστού. Διότι τίποτε δεν υπάρχει που να μας εμποδίζει, αρκεί μόνο να θελήσουμε» (τ. 19Δ, σ. 61).
«"γίνεσθε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος". Εάν όμως δεν θέλεις και δεν γίνεσαι, γνώριζε ότι εσύ καταδίκασες τον εαυτό σου, επειδή ούτε θέλησες ούτε προτίμησες να γίνεις· διότι, εάν θέλεις να γίνεις, μπορείς» (τ.19Δ, σ.491).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 1-5.Προτροπή για μετάνοια.
13.1 Παρῆσαν(1) δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ(2) ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων(3)
ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξεν μετὰ τῶν θυσιῶν(4) αὐτῶν.
1 Εκείνο τον καιρό πήγαν στον Ιησού μερικοί και του αφηγήθηκαν για τους Γαλιλαίους,
τους οποίους σκότωσε ο Πιλάτος την ώρα που πρόσφεραν θυσία, κι έτσι το αίμα τους
ανακατεύτηκε με το αίμα των ζώων που θυσιάζονταν.
(1) Μάλλον με την έννοια του ήλθαν. Οι πληροφορητές αυτοί δεν ήταν από το πλήθος,
στο οποίο ο Κύριος είχε απευθύνει τα προηγούμενα λόγια, αλλά έφεραν την είδηση μετά από αυτά (p).
(2) Επίκαιρα ήλθαν (b), την ώρα που μιλούσε για τα σημάδια των καιρών.
Ίσως είχαν ακούσει και τα τελευταία λόγια του Κυρίου και νόμισαν, ότι η αφήγησή τους
θα θεωρούνταν ως ένα από τα σημάδια (p).
(3) Ο ταραχώδης χαρακτήρας των Γαλιλαίων και η σκληρότητα του Πιλάτου εγγυώνται
για την ακρίβεια του γεγονότος. Τρομερές σφαγές αναφέρονται από τον Ιώσηπο
(Αρχ. ΧVΙΙ. 9,3. ΧVΙΙΙ. 3,1 ΧΧ. 5,3. Ιουδ.
Πολιτ. ΙΙ 3.3, 9.4 V.1.5). Για το γεγονός όμως αυτό δεν έχουμε κάποια ξεκάθαρη μαρτυρία.
Μερικοί συμπέραναν ότι πρόκειται για τη στάση «του Ιούδα του Γαλιλαίου,
τον οποίο ανέφερε και ο Λουκάς στις Πράξεις των αποστόλων» (Κ),
ο οποίος «έπεισε πολλούς και άλλους Γαλιλαίους να παρασυρθούν στη δική του διδασκαλία» (Θφ),
οι οποίοι «κατηγορήθηκαν ως αποστάτες του Καίσαρα» (Ζ).
Αλλά η στάση αυτή του Ιούδα σημειώθηκε πολλά έτη νωρίτερα (το 6 μ.Χ.), ενώ οι «απαγγέλλοντες»
αυτού του σ. μιλούν για πρόσφατο συμβάν (p).
(4) Επρόκειτο για προσκυνητές που ήλθαν από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα σε μία από τις γιορτές,
πιθανώς τη Σκηνοπηγία, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τους Ρωμαίους, αφού επαναστάτησαν εναντίον τους από φανατισμό.
Ο σκληρός επίτροπος της Ρώμης, που βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ για την τήρηση της τάξης κατά την γιορτή,
έστειλε στρατιώτες εναντίον τους, την ώρα που προσέφεραν τις θυσίες τους στο ναό και έτσι το αίμα τους
αναμίχθηκε με το αίμα των σφαγμένων ζώων (p). Με το γεγονός αυτό μπορεί να συγκριθεί το γεγονός
που αναφέρεται κατά την άλωση του ναού από τον Πομπήιο, κατά το οποίο παρ’ όλα όσα συνέβαιναν στην άλωση,
αυτοί που πρόσφεραν εξακολουθούσαν τις θυσίες τους και οι εχθροί «έσφαζαν αυτούς που ήταν στο ιερό,
ενώ αυτοί που έκαναν τις θυσίες δεν σταματούσαν να ιερουργούν…» (Αρχ. ΧΙV,4.3)(L).
13.2 καὶ ἀποκριθεὶς ο Ιησούς εἶπεν αὐτοῖς, Δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας
τοὺς Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι ταῦτα πεπόνθασιν(1);
2 Ο Ιησούς τους είπε: «Νομίζετε ότι αυτοί οι Γαλιλαίοι, επειδή τα ’παθαν αυτά,
ήταν πιο αμαρτωλοί από όλους τους άλλους Γαλιλαίους;
(1) Δεν ζητούσαν οι πληροφοριοδότες αυτοί να μπει ο Κύριος αρχηγός νέας στάσης
για εκδίκηση των σφαγμένων ή ως Γαλιλαίος να διαμαρτυρηθεί εναντίον της, αλλά μάλλον,
όπως άλλοτε οι φίλοι του Ιώβ, υποστήριζαν την άποψη, ότι η συμφορά αυτή υπήρξε τιμωρία του Θεού,
που ήλθε εναντίον τους λόγω της κακίας τους (Ιώβ δ 7,η 4,20,κβ 5. Δες Ιω. θ 1,2)(p).
Ζητούσαν λοιπόν «να μάθουν, αν ως αμαρτωλοί περισσότερο από όλους τους συμπατριώτες τους,
έπαθαν τέτοια πράγματα. Διότι έτσι νόμιζαν αυτοί» (Ζ).
13.3 οὐχί, λέγω ὑμῖν(1), ἀλλ᾽ ἐὰν μὴ μετανοῆτε(2) πάντες(3) ωσαύτως(4) ἀπολεῖσθε.
3 Σας βεβαιώνω πως όχι· αν όμως δε μετανοήσετε, θα χαθείτε όλοι σας με τον ίδιο τρόπο.
(1) Ο Κύριος βεβαιώνει και εκφέρει αυτό από τον θησαυρό της θείας του γνώσης.
Και με την απάντησή του αυτή μάς διδάσκει, ότι οφείλουμε να παρατηρούμε όχι τόσο αυτά
που συμβαίνουν στους άλλους και γιατί αυτά συμβαίνουν σε αυτούς, αλλά τι μπορεί να συμβεί
και σε μας και τι πρέπει να γίνει από εμάς (b). Ο Κύριος δεν αρνείται ότι οι άνθρωποι
που σφάχτηκαν ήταν ένοχοι, έχει όμως την πρόθεση να επανορθώσει την πλάνη στο λαό,
ότι οι Γαλιλαίοι εκείνοι υπήρξαν περισσότερο αμαρτωλοί από τους άλλους που διέφυγαν τη σφαγή.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μερικοί άνθρωποι κάποιες φορές πάσχουν από τις γενικές αμαρτίες
της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Αμαρτίες του έθνους τιμωρούνται συχνά σε άτομα που ανήκουν στο έθνος αυτό (ο).
(2) «Ενώ όλοι γενικώς ήταν αμαρτωλοί, μόνοι εκείνοι έπαθαν, έτσι ώστε και αυτοί να τιμωρηθούν
και όσοι έμειναν να διδαχτούν. Εάν λοιπόν δεν μεταβληθείτε από κακία σε αρετή, όλοι όμοια θα χαθείτε» (Ζ).
«Με το να πει όμως ότι «εάν δεν μετανοήσετε και εσείς ομοίως θα χαθείτε»,
έδειξε ότι και εκείνους επέτρεψε να πάθουν για τον εξής λόγο, έτσι ώστε δηλαδή οι ζωντανοί,
αφού φοβηθούν και μετανοήσουν από αυτά που συνέβησαν στους άλλους, να γίνουν κληρονόμοι της βασιλείας.
Τι λοιπόν; Για να γίνω εγώ καλύτερος, θα πει κάποιος, τιμωρείται εκείνος;
Όχι για αυτό, αλλά τιμωρείται μεν λόγω της δικής του αμαρτίας, αλλά γίνεται σε μεγάλο βαθμό, σε όσους προσέχουν,
αφορμή σωτηρίας, αφού με τον φόβο για όσα συνέβησαν σε αυτόν, τους κάνει καλύτερους.
Έτσι κάνουν και οι δεσπότες· αφού, πολλές φορές, μαστίγωσαν έναν δούλο, έκαναν με τον φόβο
σωφρονέστερους τους υπόλοιπους» (Χ). Η κρίση του Θεού που έρχεται εναντίον των άλλων,
είναι κραυγή του και προς εμάς, η οποία μας καλεί σε μετάνοια.
Η μετάνοια λοιπόν είναι το μέσο, με το οποίο συγχωρούνται οι αμαρτίες μας και αποφεύγουμε με ασφάλεια
την οργή και καταδίκη του Θεού για αυτές.
(3) Ο Κύριος με το προφητικό του βλέμμα διακρίνει τη σημασία του γεγονότος που αναγγέλθηκε.
Στην σφαγή αυτή που προήλθε από το μαχαίρι του Πιλάτου, βλέπει τον πρόλογο εκείνου,
το οποίο επρόκειτο μετά από κάποια έτη να συντελεστεί σε όλη την αγία Γη και ιδιαίτερα στον ίδιο το ναό,
στον οποίο πάρα πολλοί θα κατέφευγαν σαν σε έσχατο άσυλο του έθνους.
Σοβαρή επιστροφή και μετάνοια, ατομική μαζί και εθνική, θα ήταν μόνη ικανή να προλάβει την καταστροφή (g).
(4) «Δηλαδή και εσείς οι ίδιοι θα φονευτείτε στις θυσίες, για τις οποίες καμαρώνετε και καυχιέστε.
Και έγινε έτσι. Διότι στη γιορτή του Πάσχα αφού πολιορκήθηκαν, φονεύτηκαν από τους Ρωμαίους» (Ζ),
την ώρα που διεξαγόταν η προσφορά των θυσιών, με το ίδιο και αυτοί μαχαίρι (b)
και «έπεσαν μπροστά στα θύματα [θυσιασμένα ζώα]… και λίμναζε στις θείες αυλές αίμα κάθε είδους πτωμάτων»
(Ιωσ. Ιουδ. Πολ. V,1,3).
Η προσευχή για τους αρρώστους
-Γέροντα, παρακάλεσαν να σας πούμε να προσευχηθήτε για ένα άρρωστο
παιδάκι και ρωτούν αν θα γίνη καλά. Τί να τους πούμε;
-Πέστε τους: «Ο Γέροντας θα προσευχηθή.
Ο Χριστός αγαπάει το παιδί και θα κάνη ό,τι είναι για το καλό του.
Αν δη ότι το παιδί, όταν μεγαλώση, θα γίνη καλύτερο,
θα ακούση την προσευχή του. Αν δη όμως ότι αργότερα δεν θα είναι
σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε, επειδή το αγαπάει, θα το πάρη».
«Ζήτησε, λέει, και θα σού δώσω» . Αλλά θα μου το δώση ο Θεός,
αν εγώ είμαι δοσμένος στον Θεό• αλλιώς, τί να μου δώση την ζωή,
για να ξεφύγω; Εγώ χαίρομαι, είτε γίνη καλά είτε πεθάνη
ένας άρρωστος για τον οποίο προσεύχομαι.
-Γέροντα, είναι καλό να προσευχώμαστε για την υγεία μας;
-Καλύτερα είναι να ζητούμε από τον Θεό να ελευθερωθούμε από τα πάθη μας.
Να ζητούμε δηλαδή πρώτα την Βασιλεία του Θεού.
Αν παρακαλούμε τον Θεό να μας κάνη καλά, τρώμε την ουράνια περιουσία.
Όταν όμως δεν αντέχουμε τους πόνους της αρρώστιας,
τότε να παρακαλούμε τον Θεό να μας θεραπεύση, και Εκείνος θα ενεργήση ανάλογα.
-Γέροντα, το αν βοηθηθή ένας άρρωστος από την προσευχή που κάνουμε,
εξαρτάται και από το τί ζητάει και ο ίδιος από τον Θεό;
-Ο άρρωστος, αν ζητάη από τον Θεό να γίνη καλά μόνον εκείνος
και δεν προσεύχεται να γίνουν καλά και οι άλλοι άρρωστοι, δεν κάνει καλά.
Εσύ, αδελφή, όταν ήσουν στον κόσμο και εργαζόσουν στο νοσοκομείο, τί έκανες,
όταν ο άρρωστος δεν μπορούσε να λέη την ευχή;
-Την έλεγα εγώ, Γέροντα.
-Καλά εσύ, αλλά και ο άρρωστος έπρεπε να λέη κάποια προσευχή.
-Έλεγε και εκείνος «Παναγία μου» ή «Παναγία μου, σώσε με».
Αλλά, Γέροντα, και η υπομονή στον πόνο δεν είναι προσευχή;
-Ναί, μπράβο! Είναι και αυτό! Εσείς, όταν σάς ζητάη κάποιος να κάνετε προσευχή,
γιατί την τάδε ημέρα θα μπή στο χειρουργείο, να προσεύχεσθε
από την στιγμή που σας το ζητάει. Να μην περιμένετε την ώρα που θα μπή
στο χειρουργείο να προσευχηθήτε. Και στις ακολουθίες, όταν λέη ο ιερέας
«υπέρ των εν ασθενείαις κατακειμένων», να λέτε με πόνο το «Κύριε, ελέησον».
Αν κάνετε με το διαπασών «βού...», για να πήτε «Κύριε, ελέησον» μουσικό,
ο νούς σας θα είναι στο «βού...» και στον χαβά, και οι άρρωστοι οι καημένοι
που υποφέρουν θα περιμένουν από σάς λίγη βοήθεια! Εκείνοι έχουν τον πόνο τους.
Εσύ, που δεν έχεις πόνο, προσευχήσου για εκείνους, να βοηθηθούν.
Αφού δεν αναστενάζεις στο κρεββάτι, αναστέναξε τουλάχιστον στην προσευχή για τους αρρώστους.
Αν οι υγιείς δεν κάνουν λίγη προσευχή για τους αρρώστους,
θα τους πη μεθαύριο ο Χριστός: «Είχατε την υγεία σας και δεν κάνατε προσευχή
γι’ αυτούς που υπέφεραν; "Ουκ οίδα υμάς..."16».
Αν για έναν άρρωστο δεν κάνουμε προσευχή, η αρρώστια θα ακολουθήση
την φυσική της πορεία. Ενώ, αν κάνουμε προσευχή, μπορεί να αλλάξη δρόμο.
Γι’ αυτό πάντα να κάνετε προσευχή για τους αρρώστους.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 230-232)
"Δεν υπάρχει θάνατος"
Μέσα στην Εκκλησία, εκεί βρίσκεται η σωτηρία μας
έλεγε πάντα ο Παππούλης."Όποιος είναι μέλος της
εκκλησίας δε φοβάται το δεύτερο θάνατο,
δεν υπάρχει θάνατος για όποιον είναι μέσα
στην Εκκλησία του Χριστού. Η Ορθοδοξία μας είναι τέλεια,
δεν έχει ουδεμία ατέλεια".
[Ί134]
Δεν υπάρχει θάνατος, μας είπε. Μή φοβάσαι το θάνατο.
Όποιος πέθανε για το Χριστό, δεν υπάρχει γι' αυτόν θάνατος.
Κι αν δεν πέθανες, να πεθάνεις.
[Ά 59]
Ναι, πράγματι. Έλεγε στα παιδιά μου πόσο ωραία είναι η άλλη ζωή
κι ότι το σώμα μας, αυτό που μπαίνει μέσα στον τάφο
είναι μεν δικό μας, αλλά, όπως είπε και σ' εμένα την ίδια,
"την ώρα που βάζουν το σώμα μας μέσα στον τάφο,
αυτό γίνεται όπως το κουστούμι του ανθρώπου".
Κι αυτά τα λόγια του με βοήθησαν πάρα πολύ στις δύσκολες
εκείνες ώρες της κηδείας και της ταφής του συζύγου μου.
[Ί 171]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.198-199)
«Ο δε Θεός, που δίνει φωλιά στους νεοσσούς των αετών και άρτο στους ανθρώπους για να φάγουν, ρίχνει σαν βροχή τα χρήματα και στον μακάριο τούτον και του ανοίγει τους θησαυρούς των αρχόντων, και όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, του χορηγούν ικανή ποσότητα χρυσού. Παίρνοντάς την ο μακάριος, άρχισε το έργο της ανοικοδομήσεως του μοναστηριού με την πεποίθηση στον Θεό, στον οποίο προσευχήθηκε και γι’ αυτό» (τ. 19Α, σελ. 225-227).
«Έως τότε δεν έμεινε ποτέ κανείς μαζί του μέσα στο κελλί. Ενώ λοιπόν κοιμόμουν στο πάτωμα, σε μία γωνιά του κελλιού του, κάποτε κατά τα μεσάνυκτα, σαν να αφυπνίσθηκα από κάποιον, είδα με ξύπνιους οφθαλμούς να συμβαίνη σ’ αυτόν ένα φρικτό θέαμα και να το ιδής και να το ακούσης. Πλησίον της στέγης του κελλιού του ήταν από επάνω κρεμασμένη η μεγάλη εικών της Δεήσεως, και εμπρός της εκαιόταν μια κανδήλα. Και ξαφνικά είδα στο ίδιο ύψος της εικόνος να κρεμιέται — μάρτυς μου ο Χριστός, η αλήθεια— στον αέρα ο άγιος έως τέσσερις πήχες, έχοντας τα χέρια προς το ύψος και προσευχόμενος όλος γεμάτος φως, όλος λαμπρότητα. Καθώς είδα τούτο το φρικτό κι’ εξαίσιο θαύμα, άπειρο παιδί από τέτοιες εμπειρίες, φοβισμένος μπήκα κάτω από το στρώμα και σκέπασα την κεφαλή και το πρόσωπό μου. Μόλις ξημέρωσε κατεχόμενος από το φόβο είπα το όραμα στον άγιο ιδιαιτέρως. Αυτός δε με επέπληξε και μου παρήγγειλε να μη το είπω σε κανένα καθόλου» (τ. 19Α, σελ. 245-247).
«Μία νύκτα λοιπόν, καθώς ήμουν ξαπλωμένος σ’ εκείνη την θήκη και απελάμβανα λίγον ύπνο, αφυπνίσθηκα σαν από κάποιο πρόσωπο, όπως είπα και πρωτύτερα, και βλέπω τον μακάριο και ισάγγελο τούτον, τον οποίο μόλις με ένα μηχάνημα κινούσαμε εδώ και εκεί και στρέφαμε επάνω στην κλίνη, καταβεβλημένον από την αρρώστια —οποίον φρικτό θαύμα— να είναι κρεμασμένος πάλι μετέωρος τέσσερις ή και περισσοτέρους πήχεις επάνω από την γη, και να προσεύχεται στον Θεό του σε ανέκφραστο φως. Όταν λοιπόν τον είδα έτσι, αφού θυμόμουν ήδη την μεγάλη αγιοσύνη του από την προηγουμένη οπτασία και την αγγελική του κατάσταση, θαύμαζα γι’ αυτόν, ευρισκόμενος σε ησυχία και γεμάτος φρίκη. Διαλογιζόμουν λοιπόν μέσα μου και έλεγα· άραγε πώς αυτός ο άνθρωπος που χθες και προχθές δεν μπορούσε να στραφή μόνος του επάνω στην κλίνη ούτε καν να σαλευθή καθόλου και να σηκωθή χωρίς την βοήθεια άλλων χεριών, σηκώθηκε έτσι μόνος του από την κλίνη και προσεύχεται αεροβατώντας με αυτόν τον τρόπο, αυτός που φορεί σάρκα επίγεια και είναι άνθρωπος όπως εμείς; Αυτά λοιπόν στρέφοντας στην σκέψι μου και θαυμάζοντας, βυθίστηκα πάλι στον ύπνο χωρίς να το θέλω, αφήνοντας τον άγιο κρεμασμένον ακόμη στον αέρα. Έπειτα, όταν σε λίγο αφυπνίσθηκα ξαφνικά (διότι η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά με το παράδοξο και παράξενο εκείνο όραμα), βλέπω τον άγιο να είναι τώρα ξαπλωμένος επί της κλίνης, να έχη σηκώσει μόνος του το σκέπασμα και να έχη σκεπάσει το σώμα του, πράγμα που με κατέπληξε και μου συνεπήρε περισσότερο τον λογισμό... Όταν δε εξημέρωσε και άρχισα την υπηρεσία στον άγιο, πήρα θάρρος και του αποκαλύπτω ιδιαιτέρως το μυστήριο. Αυτός δε λέγει «δεσμεύεσαι από τον Θεό και την ταπεινότητά μου να μη ειπής το όραμα τούτο σε κανένα, πριν με ιδής να εκδημήσω από την σάρκα». Πράγμα που εφύλαξα έως σήμερα και δεν το φανέρωσα σε κανένα» (τ. 19Α, σελ. 267-9).
«Διότι αυτός που αγανακτεί για την συνήθη σύναξη και στενοχωρείται και παραλύουν τα μέλη του για το μάκρος των ψαλλομένων ύμνων, αυτός στ’ αλήθεια δεν γνώρισε πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στον λάρυγγα αυτών που τον αγαπούν, και ανώτερα από μελισσόκερο στο στόμα αυτών που τον αναγνωρίζουν. Αλλ’ επειδή είναι όλος σάρκα και έχει σαρκικό φρόνημα και ακόμη πιο σάρκινη την αίσθηση, δεν μπορεί κατά πνευματικό τρόπο να γεύεται αυτά που για δική μας ευεργεσία μας δόθηκαν από τον Θεό, αλλ’ όλα όσα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού του φαίνονται πικρά και δεν γνωρίζει το, «γευθείτε και δείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος» (τ.19Γ, σελ.341-343).
«Όταν λοιπόν η συνείδηση του έλεγε, "Κάνε οπωσδήποτε και άλλες μετάνοιες και πρόσθεσε και άλλους ψαλμούς, και λέγε περισσότερο το ‘Κύριε, ελέησον’, διότι μπορείς", υπάκουε σ’ αυτήν με προθυμία και χωρίς δισταγμό, σαν να λεγόταν αυτό από τον ίδιο τον Θεό· έτσι τα έκαμνε όλα. Και από τότε δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να του λέγει ‘Γιατί δεν το έκανες αυτό;’ Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν χωρίς παράλειψη και ενώ εκείνη ημέρα με την ημέρα πρόσθετε και αλλά λόγια, σε λίγες ημέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή ακολουθία. Την ημέρα βέβαια φρόντιζε την οικία κάποιου πατρικίου και μετέβαινε καθημερινά στο παλάτι, μεριμνώντας για όσα αρμόζουν στον βίο, και για το λόγο αυτό δεν γίνονταν φανερά τα πραττόμενα σε κανένα άνθρωπο. Γι' αυτό κάθε εσπέρα χύνονταν δάκρυα από τα μάτια του και έκαμνε συχνότερα γονυκλισίες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, έχοντας κολλημένα και αμετακίνητα τα πόδια του μεταξύ τους σε στάση, και διάβαζε ευχές προς την Θεοτόκο με πόνο, με δάκρυα και στεναγμούς και, σαν να ήταν παρών ο Κύριος σωματικώς, έτσι έπεφτε στα άχραντα πόδια του και ζητούσε ως τυφλός να ελεηθεί και ν’ αναβλέψει ψυχικά. Και ενώ η προσευχή αυξανόταν κάθε εσπέρα, διαρκούσε μέχρι το μεσονύκτιο, χωρίς καθόλου να κυριεύεται από χαύνωση ή αδιαφορία κατά την ώρα της προσευχής» (τ. 19Δ, σ. 253).
«Δεν τολμώ να πω, Ελέησέ με, διότι είμαι ανάξιος· εσύ όμως Κύριε, βλέπεις» (τ. 19Δ, σ. 279).
«Στάσου για προσευχή, ψάλλοντας ήσυχα και προσευχόμενος στον Θεό, ώστε να μην ακούεσαι από κανέναν. Στάσου γενναία συγκεντρώνοντας τους λογισμούς σου, χωρίς να τους αφήνεις να περιπλανώνται αλλού, σφίξε τα χέρια σου, ένωσε επίσης ασάλευτα τα πόδια σου σε μία βάση, κλείσε τους οφθαλμούς, ώστε να μη βλέπουν τίποτε άλλο και να μη διασκορπούν το νου, ύψωσε και τον ίδιο το νου και όλη σου την καρδιά στους ουρανούς και στον Θεό, και κάλεσε από εκεί με δάκρυα και στεναγμούς το έλεος» (τ.19Δ, σ.331).
«Θα γονατίσω και θα κλάψω με θλίψη για την αμαρτωλή ψυχή μου και με δάκρυα και στεναγμούς θα πω στον Κύριο· Δέσποτα, Κύριε του ουρανού και της γης, γνωρίζω ότι αμάρτησα ενώπιόν σου περισσότερο από κάθε φύση ανθρώπων και αυτών των άλογων ζώων και των ερπετών, σε σένα τον φοβερό και απρόσιτο Θεό μου, και δεν είμαι άξιος να τύχω ποτέ από σένα καθόλου έλεος. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν τολμούσα να προσέλθω και να γονατίσω μπροστά σου, φιλάνθρωπε βασιλιά, μέχρι που άκουσα την άγια φωνή σου να λέγει «δεν επιθυμώ με τη θέλησή μου τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά το να επιστρέψει και να ζήσει" και πάλι, "χαρά γίνεται στον ουρανό όταν μετανοεί ένας αμαρτωλός". Όμως, Δέσποτα, φέροντας στη μνήμη μου και την παραβολή που είπες για τον άσωτο Υιό, το πώς δηλαδή, ενώ αυτός ερχόταν και προτού σε πλησιάσει, εσύ ο εύσπλαχνος έτρεξες, έπεσες επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησες, στηρίζοντας το θάρρος μου στο πέλαγος της αγαθότητάς σου, έτρεξα κοντά σου με οδύνη και λύπη και σκυθρωπή καρδιά, όντας πυρωμένος και φοβερά τραυματισμένος και κείμενος φοβερά εξαιτίας των αμαρτιών μου στα έγκατα του άδη. Όμως από τώρα και στο εξής σου δίνω το λόγο μου, Κύριε, ότι όσο προστάζεις ακόμη να βρίσκομαι σ’ αυτή τη ζωή και σ’ αυτό το σώμα, δεν θα σ’ εγκαταλείψω, ούτε θα επιστρέψω πίσω, ούτε επίσης θα πλησιάσω τα μάταια και τα πονηρά. Εσύ όμως, ο Θεός μου, γνωρίζεις καλά την αδυναμία μου, την ταλαιπωρία, την ολιγοψυχία μου και τις προλήψεις που πρόκειται να με τυραννήσουν και να με στενοχωρήσουν. Βοήθησέ με, σε ικετεύω γονατιστός μπροστά σου, και μη μ’ εγκαταλείπεις, ούτε να μ’ αφήσεις για πολύ να περιγελώμαι και να περιπαίζομαι από τον εχθρό, εμένα που από τώρα, αγαθέ, είμαι δούλος σου» (τ. 19Δ, σελ. 419-421).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
“Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται ας προσέχει μήπως πέσει”
(Α΄ Κορ. ι΄ 12)
“Να μη υπερηφανευθής όταν πλέεις καλά πριν δέσεις το πλοίο.
Διότι, πολλές φορές πολλών ανθρώπων το πλοίο, ενώ έπλεε
προς το λιμάνι καλά, βυθίστηκε το σκάφος, ενώ πολλοί άλλοι
οδήγησαν το πλοίο τους στο λιμάνι παρ’ όλο που υπήρχε τρικυμία”.
(Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 9, 421)
184. Το σώμα και το αίμα του Κυρίου είναι παρόντα σε ένα μόνο ποτήριο, σε ένα ναό και σε μία θεία λειτουργία;
Όχι. Αυτό μας απαγορεύει να το σκεφθούμε η ολότητα του μυστηρίου του σώματος και του αίματος του Χριστού, τα οποία είναι παρόντα στην ευχαριστία όχι εκτατώς και ποσστικώς. Το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι παρόντα όχι σε ένα μόνο ιερό ποτήριο, Αλλά σε όλα τα ποτήρια και σε όλες τις λειτουργίες που τελούνται σε όλους τους ορθόδοξους ναούς που υπάρχουν σε όλα τα μέρη της γης. Αυτό φυσικά συμβαίνει, όχι επειδή το σώμα του Χριστού είναι πανταχού παρόν. Όπως είδαμε στα προηγούμενα, η ιδέα αυτή την οποία διατύπωσε ο Λούθηρος, είναι εντελώς ασύστατη και απορριπτέα, καθότι αποδίδει στο σώμα του Χριστού καθ’ εαυτό την ιδιότητα της πανταχού παρουσίας, η οποία ανήκει μόνο στο Χριστό (ως Θεό).
Το μυστήριο της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία, όπως και η μεταβολή των στοιχείων του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, καθώς και το μυστήριο της Αγίας Τριάδος και της θείας ενανθρωπήσεως αποτελούν τα κορυφαία μυστήρια της χριστιανικής πίστεως, τα οποία αδυνατεί να προσεγγίσει η φυσική του ανθρώπου διάνοια. Πώς ο Χριστός είναι «όλος όλω, όλος μέρει και όλος εκτός του όλου», δηλαδή είναι παρών όλος σε όλη την ποσότητα της θείας κοινωνίας, όλος σε κάθε μέρος αυτής και όλος έξω απ’ αυτήν σε όλους τους τόπους που τελεσιουργείται το μυστήριο, είναι κάτι που συντρίβει τον ανθρώπινο νου, και το οποίο γνωρίζει μόνο ο ίδιος ο Θεός. Είναι δε φανερό ότι καμία αναλογία από την περιοχή της φυσικής αισθήσεως και του πνεύματος δεν μπορεί να παραδειγματίσει το φρικώδες μυστήριο της δυνάμεως και της σοφίας του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 255-256)