ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Εκεί (στην Κων/πολη), όπως τρέχει στις πηγές των υδάτων ένα διψασμένο ελάφι, έτσι και αυτός έτρεξε γρήγορα προς τον θείο εκείνον γέροντα (Πνευματικό του), ερρίφθηκε εμπρός του σαν στον ίδιον τον δεσπότη Χριστό, και έβαλε όλα τα υπάρχοντά του δίπλα στα πόδια του. Ο δε φιλόστοργος εκείνος πραγματικά πατέρας, βλέποντας την βαθιά ταπείνωσι και πίστι του, ελευθέρωσε τον μαθητή από την φροντίδα για εκείνα, διασκορπίζοντάς τα στους πτωχούς» (τ. 19Α, σ. 55).

«Θέλοντας δε να του προκαλέσει περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελεί τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του γέροντος άπαξ διαπαντός, προθύμως έπραττε τα πάντα, θεωρώντας εαυτόν δούλο και ξένον· διότι ήταν έτοιμος, αν τον προστάξει ακόμη και σε κάμινο αναμμένη ή σε βυθό θαλάσσης να ριφθεί, να κάμη τούτο με χαρά και προθυμία. Ενώ δε εκτελούσε όλες τις χαμηλότερες υπηρεσίες και κοπίαζε πολύ, δεν αμελούσε ούτε την νηστεία και την αγρυπνία, αλλ’ εβάδιζε προς αυτές ασυγκράτητος, διότι εγνώριζε την ωφέλειά τους. Ο δε γέρων, θέλοντας να του εκκόψη το θέλημά του, του παρήγγειλε πολλές φορές να κάμη τα αντίθετα, και τον ανάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται. Ο Συμεών, αν και τον λυπούσε αυτό υπερβολικά, αλλ’ όμως το εβάσταξε ασκούμενος πολυτρόπως. Διότι ο θείος εκείνος γέρων με την σοφία του, άλλοτε μεν του επέβαλλε να επιδίδεται σε έργα ταπεινωτικά και κοπιαστικά, άλλοτε δε του προσέφερε ο ίδιος την τιμή και την άνεσι, και χτυπώντας το θέλημά του προξενούσε σ’ αυτόν αμοιβές και για τα δύο. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο γυμναζόμενος από τον πατέρα του ο δόκιμος και με αυτόν τον τρόπον μεταπλασσόμενος άριστα, ηύξησε σε τόσο σημείο την προς τον πατέρα του πίστι και ευλάβεια, ώστε να φυλάγεται να πατή και την γη στην οποία εβάδιζαν τα πόδια του πατρός. Έτσι υπερτιμούσε κάθε τόπο όπου έβλεπε αυτόν να στέκεται και να προσεύχεται σαν άγιο αγίων, και πέφτοντας σ’ αυτόν εκυλιόταν και τον καταφιλούσε, και με τα χέρια εσφούγγιζε από αυτόν τα δάκρυα του διδασκάλου και τα πρόσφερε σαν ίαμα των παθών στην κεφαλή και την καρδιά του, θεωρούσε δε εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του να εγγίση κάποιο από τα ενδύματά του» (τ. 19Α, σελ. 57-9).

«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψη να περάση ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθή ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίση τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθή η αίτησή του και να μη εμποδισθή από το εγχείρημα. Eπειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεσι, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθή τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Eκείνος δε αφού εγεύθηκε, εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ.19Α, σελ. 111-113).

«Κανείς να μη αντιλέγη και απειθή ενώπιόν του (του Ηγουμένου), κανείς να μην είναι ανυπάκουος και θρασύς, αλλ’ όλοι να είσθε υπάκουοι, όλοι ευπειθείς, όλοι υποτακτικοί στον πνευματικό σας πατέρα, επειδή κατά τον θείο απόστολο αυτός οφείλει να αγρυπνή και να εύχεται υπέρ των ψυχών σας, για να πράττη τούτο με χαρά και όχι με στεναγμό· διότι τούτο θα σας είναι ανωφελές κατά την παρούσα ζωή» (τ. 19α, σ. 145).

«Όταν ανακληθείς, να υπακούσεις αμέσως διότι ο Θεός με τίποτε άλλο δεν ευφραίνεται τόσο, όσο με την ταχύτητά μας» (τ. 19Α, σ. 403).

«Αν μεν προτροπής από τον δικό σου πατέρα εν Κυρίω να λάβης παρηγοριά [κάποια υλική άνεση ή τροφή], σ' εκείνον μεν να ευρεθής υπάκουος, χωρίς όμως να εκτελής ούτε σ’ αυτό το δικό σου θέλημα με την προαίρεσί σου· ειδεμή, θα υπομείνης με χαρά όσα εκουσίως ηθέλησες να πράξης ωφελούμενος ψυχικώς. Τηρώντας αυτόν τον κανόνα, θα είναι σαν να νηστεύης και να εγκρατεύεσαι δια παντός και σ’ όλες τις περιπτώσεις και σαν να έχης απαρνηθή τελείως το δικό σου θέλημα. Όχι δε αυτό μόνο, αλλά και θα διατηρήσης άσβηστη την φλόγα που ενυπάρχει στην καρδιά σου και σε πιέζει να καταφρονής τα πάντα» (τ. 19Α, σελ. 403-405).

«Όποιος όμως δεν γνωρίζει αυτά κι ευρίσκεται σε άλλη κατάστασι, είναι πρόδηλο ότι δεν έχει ούτε τα αισθητήρια της ψυχής καθαρισμένα και υγιή· γι’ αυτόν προτιμότερο είναι να οδηγήται καλώς παρά να οδηγή επικινδύνως. Όποιος ατενίζει τον διδάσκαλο και οδηγό του σαν Θεό, δεν μπορεί να του αντιλέγη. Εάν δε νομίζη και ισχυρίζεται ότι συνδυάζει και τα δύο, να ξεύρη ότι πλανάται· διότι αγνοεί ποια διάθεσι έχουν προς τον Θεό οι φίλοι του Θεού. Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπη ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβη την απόφασι ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να ειπή στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξι των πράξεων και την απόφασι του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπη στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθη ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώση τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγη, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψη τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψι όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγησι δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγη ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο κι εξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθή εκ των προτέρων, εάν έχη αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγή από κάθε τιμωρία και κόλασι, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθή πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήση ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετήται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (τ. 19α, σελ. 423-425).

«Όσοι εστήριξαν ασάλευτα τα πόδια τους επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων, και ακούουν τα παραγγελλόμενα από εκείνους σαν από στόμα του Θεού και τα εποικοδομούν χωρίς δισταγμό σ’ αυτό το θεμέλιο της υπακοής με ταπείνωσι ψυχής, αυτοί επιτυγχάνουν ευθέως· και κατορθώνεται από αυτούς πρώτα τούτο το μέγα κατόρθωμα, το να απαρνηθούν εαυτούς. Διότι το να εκτελή κανείς το ξένο θέλημα και όχι το δικό του, προκαλεί όχι μόνο απάρνησι της ψυχής του, αλλά και νέκρωσι προς όλον τον κόσμο. Με τον αντιλέγοντα προς τον πατέρα του συγχαίρουν οι δαίμονες, τον ταπεινούμενο δε μέχρι θανάτου θαυμάζουν οι άγγελοι· διότι ο τοιούτος πραγματοποιεί έργο Θεού, εξομοιούμενος με τον Υιό του Θεού, ο όποιος ετήρησε την υπακοή προς τον Πατέρα του μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρικού» (τ. 19Α, σ. 427).

«Αφού αναλάβωμε διακονία θείων πραγμάτων και διαπρέψωμε σ’ αυτήν, αν διαταχθούμε από το Πνεύμα να μεταβούμε προς άλλη διακονία ή εργασία ή πράξι, να μην αντιτείνουμε. Διότι ο Θεός δεν θέλει ούτε αργοί να είμαστε ούτε να μένουμε έως το τέλος σε μία και την αυτή εργασία με την οποία αρχίσαμε, αλλά να προκόπτουμε και να είμαστε αεικίνητοι προς την επίτευξι των ανωτέρων, φυσικά ακολουθώντας το θείο και όχι το δικό μας θέλημα» (τ.19Α, σ.521).

«Eκείνοι λοιπόν που κατέβαλαν με φόβο και τρόμο καλό το θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδας επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων και εποικοδόμησαν αδίστακτα, σαν από το στόμα του Θεού, τις εντολές εκείνων επάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της υποταγής, κατορθώνουν αμέσως ν’ απαρνηθούν τους εαυτούς τους. Διότι το να εκπληρώνει κάποιος όχι το δικό του αλλά του πνευματικού του πατέρα το θέλημα, εξ’ αιτίας εντολής του Θεού και ασκήσεώς του στην αρετή, κατορθώνει όχι μόνο την απάρνηση του εαυτού του, αλλά και τη νέκρωση προς όλο τον κόσμο» (τ.19Β, σ.369).

«Αυτοί που συμφώνησαν να υποτάσσονται στον πνευματικό τους πατέρα σαν στο Θεό» (τ.19Γ, σ.355).

«Αυτός που καταφρόνησε όλα τα ορώμενα και την ίδια ακόμα την ψυχή του για να μπορέσει να επιδείξει γνήσια μετάνοια κατά την εντολή του Κυρίου και ν’ αρχίσει το έργο αυτό, δεν ελπίζει να μάθει από μόνος του αυτό, αλλά, προσερχόμενος σε τεχνίτη και έμπειρο άνδρα και υποτασσόμενος σ’ αυτόν με φόβο και τρόμο πολύ και με τεταμένη προσοχή, μαθαίνει απ’ αυτόν και διδάσκεται την πνευματική εργασία των εναρέτων πράξεων, και ποια έργα πρέπει να κάμνει μετανοώντας. Και λέγω με φόβο και τρόμο, για να μην αποτύχει από αυτό το καλό και καταδικασθεί στο αιώνιο πυρ ως αδόκιμος εργάτης των εντολών. Πράγματι, αναλογιζόμενος ότι οι λόγοι εκείνου εξέρχονται σαν από το στόμα του Θεού και γίνονται αίτιοι ζωής και θανάτου με την τήρηση ή παράβλεψη αυτών, τους τηρεί με μεγάλη ακρίβεια» (τ.19Δ, σ.119).

«Ούτε και τότε να μην τολμήσεις να επιβείς στην αρχή (αξίωμα Ηγουμένου) χωρίς τη θέληση του πνευματικού σου πατρός, αλλά ταπεινώσου και κάνε αυτό με την ευχή και προτροπή αυτού, και ανέβα στην αρχή απλώς και μόνο για τη σωτηρία των αδελφών» (τ.19Δ, σ.189).

«(Μιλά ο Χριστός στον ιερέαΚι αυτούς που δεν υποχωρούν ούτε υπακούν σ’ εσένα όμοια μ’ αυτούς που αρνήθηκαν τον κύριο τους κι αφέντη να τους θρηνείς και να τους κλαις συνέχεια και συνέχεια συμβούλευέ τους· έχω πει "δέχεται εμένα όποιος δέχετ’ εσάς· κι εμένα ακούει όποιος εσάς ακούει". Κι όποιος με τρόμο συμβουλές και λόγους ιδικούς σας δε δέχεται ως το θάνατο πιστά φυλάγοντάς τους, της δόξας της ουράνιας μου μέτοχος δε θα γίνει, σ’ εμένα που σταυρώθηκα θέση ποτέ δε θα ’χει· σ’ εμένα που ως το θάνατο έσκυψα στον Πατέρα, από δεξιά δεν θα σταθεί κι ούτε συγκληρονόμος εκείνος θα γίνει μ’ όσους σταύρωσαν τον εαυτό τους. Μη σταματήσεις το λοιπόν τις νουθεσίες, τα δάκρυα, τη σωτηρία τους να ζητάς λοιπόν μη σταματήσεις, ώστε αν τελικά πειστούν και αν γυρίσουν πίσω θε να τους έχεις αδελφούς και μέλη κερδισμένα, να τους προσφέρεις γνήσιους υπήκοους σ’ εμένα, ώστε κι εγώ να τους δεχτώ από σε δοξάζοντάς τους» (τ.19ΣΤ, σελ.193-5).

«Τρέξετε, όσοι απ’ του Θεού κι απ’ των αγίων του όσοι τον εαυτό σας νιώθετε έξω απ’ τα χέρια να ’ναι. Τρέξετε αναπόσπαστα μαζί τους να δεθείτε με πίστη κι αγάπη θερμή κι όλη την προαίρεσή σας, πετάξτε κάθε φρόνημα και θέλημα δικό σας και τις ψυχές αφήστε τις στα χέρια τα δικά τους σαν τα εργαλεία τα άψυχα που τίποτα δεν κάνουν έξω απ’ τα χέρια ούτε ενεργούν καθόλου ούτε κινούνται. Δικό σας κάντε φρόνημα όσα φρονούν εκείνοι, επίσης και το άγιο το θέλημα εκείνων, που θέλημα είναι του Θεού, πράξτε κι εσείς» (τ.19ΣΤ, σελ.377-9).

«Μα τα γνωρίζω εγώ καλά, Θεός που τα πάντα ξέρω, πώς στον Πατέρα είσαι πιστός κι όση ταπείνωση έχεις και πόσο τέλεια αρνήθηκες το ίδιο το θέλημά σου, που απόδειξη εγώ τη θωρώ και που απόδειξη είναι. Όποιος δεν έχει θέλημα δικό του ναι, πεθαίνει, μα βρίσκεται στο θέλημα το ίδιο το δικό μου και ζει» (τ.19ΣΤ, σ.387).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με την υπακοή)

«[Η διάκριση του Πνευματικού του οσίου Συμεών στον χειρισμό του πόθου του νέου Συμεών]. Παρουσιάζεται (ο Συμεών) σ’ αυτόν, του γνωστοποιεί τον σκοπό (να γίνει μοναχός), ζητεί να γίνει δεκτός από αυτόν, ν’ αλλάξει από αυτήν την ώρα τον τρόπο ζωής και να συγκαταταγή με τους μοναχούς. Εκείνος δε, όπως ήταν έμπειρος του μοναχικού βίου και των επιθέσεων του πονηρού, δεν συγκατανεύει προς το παρόν, τον αναχαιτίζει από αυτήν την ορμή, διότι ήταν ακόμη νέος και διήνυε μόλις το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του και του συνιστά να αναμείνει τον καιρό τελειοτέρας αναπτύξεως»…
Καθώς λοιπόν είδε αυτήν την θεωρία (όραμα) ο θαυμάσιος Συμεών (ο νέος), άρχισε να πυρπολήται μέσα του ακόμη περισσότερο από το θείο πυρ και επέμενε να παρακαλεί τον πατέρα να τον αποκείρη (να του κάνει κουρά). Εκείνος δε, προβλέποντας ότι ο καιρός είναι ακατάλληλος, αλλά και ότι η νεανική απαλότης είναι αβεβαία για την τραχεία άσκησι, έκρινε ότι δεν έπρεπε να πράξη τούτο τότε. Όταν λοιπόν, αφού πέρασαν έξι έτη από τη φοβερή εκείνη θεωρία (όραμα)… μόλις τον είδε είπε· "τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός που πρέπει να αλλάξης το ένδυμα και τον βίο, αν θέλεις". Ο λόγος έγινε αναμμένος άνθραξ στην καρδιά του νέου, ο οποίος είπε· "γιατί δεν το είπες αυτό νωρίτερα προς εμένα το τέκνο σου, πάτερ; Αλλά και τώρα απαρνούμαι τον κόσμο και όλα το εγκόσμια" (τ. 19Α , σελ. 41, 45-47).

«[η διάκριση του Συμεών που διέκρινε αν έπρεπε να κάνει υπακοή στον φυσικό πατέρα του ή όχι τη συγκεκριμένη στιγμή]. Ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής: "Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε όποιον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου". Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, "μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο". Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ, χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (τ.19, σελ.51-53).

«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, «ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;». Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή τη δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).

«(μιλά σε μοναχούς για τον νέο Ηγούμενό τους) Να μη δυσαρεστήσθε με τα υπ’ αυτού λεγάμενα και πραττόμενα, αλλ’ ακόμη και αν είναι αντίθετα προς τις γνώμες των πατέρων, να υποκλίνετε σ’ αυτόν τις κεφαλές σας επί του παρόντος. Έπειτα, όσοι τυχόν από σας υπερτερούν των λοιπών σε χρόνια και βίο και λόγο, ας του γνωστοποιήσουν ιδιαιτέρως τον λόγο του κωλύματος προς εφαρμογή των, όπως διετύπωσε στους όρους ο Μέγας Βασίλειος. Χάριν του Κυρίου υπομείνατέ τον σε ώρες ερεθισμού και πικρίας, χωρίς ν’ αντιλέγετε ή ανθίστασθε σ’ αυτόν· διότι ο αντιλέγων ή ανθιστάμενος σ’ αυτόν ανθίσταται στην εξουσία του Θεού, όπως λέγει ο Παύλος. Πραγματικά σε θέματα που δεν σημειώνεται παράβασις εντολής Θεού ή αποστολικών κανόνων και διατάξεων, οφείλετε να υπακούετε καθ’ όλα και να πείθεσθε σ’ αυτόν ωσάν στον Κύριο. Σε όσα όμως κινδυνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και οι νόμοι της Eκκλησίας του, όχι μόνο σ’ αυτόν δεν πρέπει να πείθεσθε όταν σας παραινεί και διατάσση, αλλ’ ούτε σε άγγελο που μόλις ήλθε από τον ουρανό και ευαγγελίζεται σε σας διαφορετικά από ό,τι ευαγγελίσθηκαν οι αυτόπτες του Λόγου» (τ.19Α, σ.147).

«[ο Συμεών αναφέρει στον Πατριάρχη ότι δεν θα υποχωρήσει διότι για αυτόν ήταν θέμα πίστης η τιμή στον όσιο Συμεών τον Ευλαβή, τον Πνευματικό τουΘέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάκτη κάτω από τα αγία πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσωμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξωμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά». «Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ αθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο (τον Πνευματικό του), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα, τότε κι εμείς δεν θα πούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους. Eάν πραγματικά, κάνοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξορίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε "θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι". Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· «αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κυρ Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη» (τ. 19Α, σελ. 221-225).

«Εάν ζεις σε κοινόβιο αδελφών, μη θελήσεις ποτέ να στραφείς εναντίον του πατρός σου που σε χειροθέτησε, έστω και αν τον βλέπεις να πορνεύει ή και να μεθά και, κατά τη γνώμη σου, να διαχειρίζεται κακώς τα πράγματα της μονής, έστω και αν τύπτεσαι και ατιμάζεσαι απ’ αυτόν και υποβάλλεσαι σε πολλές άλλες θλίψεις. Μη συγκαθίσεις με όσους τον χλευάζουν, ούτε να συμπορευθείς με όσους μελετούν κακά εναντίον του. Να τον υπομένεις μέχρι τέλους χωρίς να περιεργάζεσαι τα κακά εκείνου. Όσα λοιπόν καλά τον βλέπεις να κάμνει, βάλε τα στην καρδιά σου και βίαζε τον εαυτό σου αυτά μόνο να θυμάται. Όσα όμως απρεπή και κακά τον δεις να κάμνει ή να λέγει, αυτά χρέωνέ τα στον εαυτό σου και λογάριαζέ τα σαν δικά σου αμαρτήματα και να μετανοείς με δάκρυα, θεωρώντας εκείνον ως άγιο και επικαλούμενος την ευχή του» (τ.18Δ, σ.177).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Άγιος Παΐσιος, Συμβουλευτικοί λόγοι

- Η μεγαλύτερη δοκιμασία των άλλων είναι το καλύτερο φάρμακο για μας. Εγώ, ό,τι κι αν έχω, όταν σκέπτωμαι πώς υποφέρουν αυτοί οι άνθρωποι, λέω “δόξα τω Θεώ”. Θα μπορούσα να είμαι και εγώ ένας παράλυτος και να μην μπορώ να κουνηθώ καθόλου. Τι θα έκανα τότε; Δόξα τω Θεώ, τώρα είμαι σαν βασιλιάς.

- Να ζης τον πόνο σου σαν να μην υπάρχη.

- Όσο περισσότερο κοπιάζεις, τόσο περισσότερη χαρά και περισσότερη χάρι θα πάρεις από τον Θεό.

- Όταν ο Θεός δώση την αγάπη του σε μία ψυχή, αυτή δεν αντέχει, πέφτει κάτω. Τότε δεν ζητά τίποτε άλλο. Θέλει να αφήση τα πάντα και να κλεισθή σε μία σπηλιά.

- Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η προσβολή από δαιμονική ενέργεια είναι τρόπον τινά δώρο του Θεού προς τον αμαρτάνοντα, για να μετανοήση, να ταπεινωθή και να σωθή. Όταν όμως υπάρχη τελεία πόρωση και αμετανοησία, τότε δεν προσβάλλεται από τον διάβολο, διότι βλέπει ο Θεός την τελεία πόρωσή του.

- Ένας φοιτητής πήγε και έμεινε τριάμισι χρόνια στην Ινδία, ασχολήθηκε με διάφορες θρησκείες και με την μαγεία. Έψαχνε να βρη πού βρίσκεται η αλήθεια με τις θρησκείες κ.ά. Τελικά επισκέφθηκε ένα μάγο με μεγάλη φήμη και άκουσε έκπληκτος να του λέη: “Τι ήρθες εδώ; Αυτό που ζητάς θα το βρεις στην Ορθοδοξία· εκεί είναι το φως. Να πας στο Άγιον Όρος και να διαβάσης Φιλοκαλία. Εκεί θα βρεις αυτό που ζητάς”. Τάχασε, δεν περίμενε να ακούση από έναν μάγο αυτά. Επέστρεψε στην Ελλάδα, ήρθε στο Άγιον Όρος και μου τα διηγήθηκε όλα.

- Ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος, ο πειρασμός του φέρνει και τους λογισμούς.

- Για να πάψη το εργοστάσιό μας (δηλαδή ο νους μας) να παράγη κακούς λογισμούς, πρέπει να λείψη η πονηριά. Τότε ο άνθρωπος έχει πνευματική υγεία.

- Είναι ανάγκη να βάλη ο άνθρωπος Χριστό μέσα του, αλλοιώς είναι κολοκύθι.

- Ο πιο εύκολος και σύντομος δρόμος είναι η υπακοή. Στην υπακοή η χάρις καθοδηγεί.

- Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν δοκιμασίες από τον Θεό, αλλά μπαίνει και ο διάβολος και τα κάνει πιο μαύρα. Εκείνο είναι το δύσκολο.

- Όταν εργάζεσθε, τα χέρια να είναι στην δουλειά και ο νους στον Θεό.

- Αν κανείς γνωρίζη το σφάλμα του, είναι η μισή προκοπή. Μεγάλο καλό είναι, όταν αναγνωρίζη κανείς την αδυναμία του και όταν προσπαθή να διορθωθή. Αυτός είναι καλύτερος από κείνον που κάνει πολύ αγώνα, αλλά δεν αναγνωρίζει όμως τις αδυναμίες του.

- Αν λέγαμε συνεχώς την ευχή και είχαμε το νου μας εκεί, οι σαρκικοί λογισμοί δεν θα μπορούσαν να μας κάνουν κακό.

- Πρέπει η καρδιά μας να πονά για κάθε αμαρτία, αλλοιώς εύκολα την ξανακάνουμε.

- Να προσευχώμαστε για τους άλλους. Τότε στέλνει την χάρι του ο καλός Θεός.

- Αν θέλουμε να μάθουμε το θέλημα του Θεού για ένα θέμα, θα κάνουμε προσευχή και θα ρωτάμε τους πατέρες μας.

- Το παν στην πνευματική ζωή είναι ο καλός λογισμός.

- Όταν αγωνιζώμαστε για να νικήσουμε ένα πάθος και δεν φεύγη, σημαίνει ότι έχουμε εγωισμό ή κατακρίνουμε.

- Να μάθουμε το τυπικό του Παραδείσου, που είναι η αδιάλειπτη προσευχή.


(από το βιβλίο: "Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση")

Προτροπή για μετάνοια (Κατά Λουκάν κεφ.13, στιχ. 4,5)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13 (στιχ. 4,5)

13.4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα και ὀκτὼ ἐφ᾽ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ(1)
καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι ούτοι ὀφειλέται(2)
ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας εν ᾽Ιερουσαλήμ(3);
4 Ή μήπως νομίζετε ότι εκείνοι οι δεκαοχτώ, που έπεσε πάνω τους ο πύργος στο Σιλωάμ
και τους σκότωσε, ήταν χειρότεροι από όλους τους ανθρώπους που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ;
(1) Και ο τόπος Σιλωάμ και το συμβάν σε αυτόν από την κατάρρευση του πύργου
και ο αριθμός των θυμάτων φαίνονται εξ’ ολοκλήρου γνωστά σε αυτούς στους οποίους απευθύνεται ο Κύριος (L).
Σιλωάμ στους Ο΄ και Σιλωάς στον Ιώσηπο και Σιλωά στον Ακύλα, στον Σύμμαχο και τον Θεοδοτίωνα (p).
Αρχικά ήταν όνομα υδραγωγείου του νοτιοανατολικού λόφου της Ιερουσαλήμ
και σήμαινε μετέπειτα την δεξαμενή, όπου αυτό κατέληγε και έπειτα και το όλο κτίριο.
Ανασκαφές που έγιναν από τον Weill το 1914 έφεραν στο φως τα πρώτα θεμέλια πύργου,
κατά μήκος του υδραγωγείου. Το άρθρο (ο πύργος) δεν σημαίνει, ότι αυτός ήταν ο μόνος πύργος,
αλλά ότι ήταν ο πύργος που έπεσε, αυτός που έγινε πασίγνωστος για την πτώση και για τα θύματα σε αυτήν (L).
(2) «Και σχετικά με αυτούς υπήρχε απορία, αν δέχτηκαν τέτοιο πικρό τέλος επειδή ήταν αμαρτωλοί
περισσότερο από όλους όσους ήταν στα Ιεροσόλυμα. Διότι οφειλέτες τώρα ονόμασε τους αμαρτωλούς» (Ζ).
Οφειλέτες απέναντι στη θεία αγιότητα (g). Δες Λουκ. ια 4 και Ματθ. στ 12.
(3) Ήταν ίσως άλλοι περισσότερο ένοχοι από αυτούς. Και όμως τίποτα τέτοιο δεν έπαθαν.
Αποδεικνύεται λοιπόν από αυτό, ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε με ασφάλεια για τους ανθρώπους
με βάση τις θλίψεις και τα παθήματά τους στην παρούσα ζωή. Διότι πολλοί ρίχνονται στο καμίνι σαν χρυσάφι,
για να καθαριστούν επταπλάσια και όχι σαν σκουριά και άχυρο για να κατακαούν σε αυτό.

13.5 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾽ ἐὰν μὴ μετανοήσητε(1) πάντες ομοίως(2) ἀπολεῖσθε(3).
5 Σας βεβαιώνω πως όχι· αν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι θα χαθείτε κατά τον ίδιο τρόπο».
(1) Η αλλαγή του ενεστώτα (μετανοῆτε) του σ. 3 σε αόριστο, φανερώνει το άμεσο και επείγον της ανάγκης για μετάνοια (p).
(2) Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή ωσαύτως. Πιο έντονο από το ομοίως=Με τον ίδιο και όχι
απλώς όμοιο τρόπο (p). «Έγινε παράδειγμα για τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ.
Και ο μεν ένας πύργος συγκρίνεται με όλη την πόλη, έτσι ώστε το μερικό να φοβίσει το σύνολο,
ενώ οι δέκα οχτώ συγκρίνονται με τον λαό της πόλης. Για αυτό, επειδή οι κάτοικοι ενέμειναν
στην απιστία και οι ίδιοι μαζί με την πόλη ύστερα από λίγο έπεσαν στα ίδια με τους δέκα οχτώ στον πύργο,

όταν ο Τίτος κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ και θανάτωσε πολύ λαό» (Σχ.).
(3) «Αναγγέλλει λοιπόν επίσημα και για αυτούς και δίνει μαρτυρία ότι εάν δεν μεταβληθούν,
θα χαθούν όλοι όμοια, δηλαδή και αυτοί θα δεχτούν πικρό τέλος, το οποίο παρόμοια δέχτηκαν,
όταν οι Ρωμαίοι τους αφάνισαν. Μαθαίνουμε λοιπόν από εδώ, ότι η μερική εξολόθρευση των αδελφών μας,
είναι δείγμα της εναντίον όλων θείας οργής που γίνεται για διόρθωσή μας λόγω της άκρας αγαθότητας του Θεού
και δεν έρχεται σε αυτούς μόνο για τις αμαρτίες εκείνων» (Ζ).
«Άρα αδικήθηκαν, θα πει κάποιος, αυτοί που τιμωρούνται· διότι θα μπορούσαν και οι ίδιοι αυτοί,
χωρίς να τιμωρηθούν, να γίνουν καλύτεροι από τις τιμωρίες άλλων. Αλλά αν γνώριζε ο Θεός ότι θα γίνουν
καλύτεροι με τη μετάνοια, δεν θα τους τιμωρούσε» (Χ). «Έπειτα αναφέρει και παραβολή
που δείχνει ότι αν δεν μεταβληθούν, θα χαθούν» (Ζ).

Σωστή αντιμετώπιση της αναπηρίας
-Μια αναπηρία, Γέροντα, μπορεί να δημιουργήση σύμπλεγμα κατωτερότητος;
-Αυτά είναι μπανταλά.
-Στους αναπήρους όμως, Γέροντα, μερικές φορές συμβαίνει αυτό.
-Συμβαίνει, γιατί δεν τοποθετούνται σωστά.
Όταν καταλάβουν ότι η αναπηρία είναι ευλογία από τον Θεό, τοποθετούνται σωστά
και απαλλάσσονται από την μειονεκτικότητα. Όταν ένα μικρό παιδί έχη κάποια αναπηρία
και δεν έχη βοηθηθή, ώστε να χαίρεται για την αναπηρία του, τότε έχει ελαφρυντικά,
αν αισθάνεται μειονεκτικά. Αλλά, αν μεγαλώση και παραμένη η μειονεκτικότητα,
σημαίνει ότι δεν έχει συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής.
Σε ένα κοριτσάκι, όταν ήταν εννέα χρονών, παρουσιάσθηκε όγκος
στο μάτι του και οι γιατροί του αφήρεσαν το ένα μάτι.
Τα παιδιά στο σχολείο το κορόιδευαν και αυτό το καημένο βασανιζόταν.
Ο πατέρας του ήρθε στο Καλύβι και μου είπε το πρόβλημά του.
«Σκέφθηκα, Γέροντα, μου είπε, πώς, αν του παίρνω ό,τι μου ζητάει, θα το βοηθήσω,
γιατί θα χαίρεται και θα ξεχνάη την στενοχώρια για την αναπηρία του.
Ναί, αλλά πώς να το κάνω αυτό;
Έχω άλλα πέντε μικρά παιδιά, που ζηλεύουν, γιατί δεν καταλαβαίνουν».
«Τί είναι αυτά; του λέω. Αυτά είναι μια ψεύτικη παρηγοριά• δεν είναι λύση.
Αν του παίρνης τώρα όποιο φόρεμα σού ζητάει, μετά από λίγα χρόνια
θα σού ζητήση να του πάρης και μερσεντές.
Πώς θα τα βγάλης πέρα; Ύστερα θα μάθη ότι μερικοί έχουν αεροπλάνα
στην ταράτσα τους και θα σού ζητάη να του πάρης αεροπλάνο!
Τί θα κάνης τότε; Προσπάθησε να βοηθήσης το παιδί σου να χαρή που έχει ένα μάτι.
Να αισθάνεται ότι είναι μάρτυρας. Πολλούς Μάρτυρες τους έβγαζαν τα μάτια, τους έκοβαν τα αυτιά,
την μύτη, και ο κόσμος γελούσε μαζί τους. Αυτοί όμως, ενώ υπέφεραν
από τον πόνο και από την κοροϊδία των ανθρώπων,
δεν υποχωρούσαν και υπέμειναν ακλόνητοι το μαρτύριο. Αν το παιδί καταλάβη και αντιμετωπίση
με δοξολογία την αναπηρία του, ο Θεός θα το κατατάξη με τους Ομολογητές.
Μικρό πράγμα είναι να οικονομήση ο Θεός να βγάλουν το μάτι του παιδιού με τέτοιο τρόπο, που να μην πονέση,
και να το κατατάξη με τους Ομολογητές; Γιατί αυτό δεν έχει αμαρτίες να εξοφλήση και θα έχη καθαρό μισθό
από αυτήν την αναπηρία». Με ευχαρίστησε ο καημένος και έφυγε αναπαυμένος.
Πράγματι βοήθησε το κοριτσάκι του να καταλάβη ότι η αναπηρία του ήταν ευλογία από τον Θεό και να δοξολογή τον Θεό.
Έτσι μεγάλωσε φυσιολογικά, σπούδασε φιλολογία και τώρα εργάζεται ως καθηγήτρια και χαίρεται πιο πολύ
από άλλες κοπέλες που τα έχουν όλα και βασανίζονται, γιατί δεν έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής.
Όταν οι άνθρωποι δεν καταλάβουν το βαθύτερο νόημα της ζωής, βασανίζονται και με τις ευλογίες
και με τις ευκαιρίες που τους δίνει ο Θεός για την σωτηρία τους. Ενώ, όποιος τοποθετείται σωστά, όλα τα χαίρεται.
Και κουτσός να είναι, το χαίρεται! Και να μην του κόβη πολύ, το χαίρεται. Και φτωχός να είναι, το χαίρεται.
Καταλαβαίνω βέβαια πόσο δυσκολεύονται οι ανάπηροι και προσεύχομαι πολύ γι’ αυτούς, και πιο πολύ για τις κοπέλες.
Για ένα αγόρι μια αναπηρία δεν είναι και τόσο βαρύ• για μια κοπέλα όμως, που θέλει να αποκατασταθή, είναι δύσκολο.
Ιδίως οι τυφλοί πόσο δυσκολεύονται! Οι καημένοι δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν• όταν περπατούν, σκοντάφτουν...
Στην προσευχή μου ζητώ από τον Θεό να δώση στους τυφλούς τουλάχιστον λίγο φώς, για να μπορούν κάπως να αυτοεξυπηρετούνται.
-Γέροντα, κι εγώ στενοχωριέμαι που δεν μπορώ να διαβάσω έστω ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο, γιατί δεν βλέπω καλά.
Μας έχετε πει πώς, αν διαβάζη κανείς κάθε μέρα ένα κεφάλαιο, αγιάζεται.
-Γιατί να στενοχωριέσαι γι’ αυτό; Αν διαβάσης λίγους στίχους ή μόνο μία λέξη ή απλώς ασπασθής το Ευαγγέλιο, δεν αγιάζεσαι;
Αλλωστε εσύ δεν γνώρισες τώρα τον Χριστό. Γιατί δεν μελετάς νοερά όσα διάβασες ή όσα άκουσες μέχρι τώρα;
Όλη η βάση είναι η σωστή τοποθέτηση. Να πής: «Τώρα ο Θεός με θέλει έτσι, πριν από λίγα χρόνια με ήθελε αλλιώς». {...}


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 233-234)

"Να πιστεύεις ότι δεν υπάρχει θάνατος"
"Μπορούμε να ζούμε μέσα στη χαρά του Θεού,
και ποτέ να μη σκεφτόμαστε το θάνατο.
Και να έρθει το τέλος της ζωής σου,
και να είναι το πόδι σου μέσα στο λάκκο.
Εσύ μπορεί να φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια,
να φτιάχνεις περιβόλια για τους συνανθρώπους σου,
να φτιάχνεις εκκλησίες και να είναι το ένα σου ποδάρι μες στο λάκκο.
Γιατί τα κάνεις αυτά; Από την αγάπη.
Πιστεύεις ότι δεν υπάρχει θάνατος και θέλεις και οι συνάνθρωποί σου,
που θα έρθουνε πάλι εδώ, να βρούνε κάτι, να γίνουνε καλοί,
να μη γίνουνε κλέφτες και κλέβει ο ένας τον άλλον.
Γι' αυτό και τα φρούτα και τα καρύδια και τα σύκα.
Γι' αυτό φτιάχνεις και Εκκλησία ".
[Από το φυλλάδιο με κασέτα, Το πνεύμα
το ορθόδοξον είναι το αληθές, σ. 20-21]


(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.199)

Πόσοι και πόσοι άνθρωποι υπάρχουν, που κάνουν τη δουλειά τους με το φως του ηλίου από το πρωί μέχρι το σούρουπο, χωρίς να κοιτάξουν καν τον Ήλιο, χωρίς να αισθανθούν τον Ήλιο, χωρίς να σκεφθούν ούτε με μία σκέψη τον Ήλιο!

Πόσοι και πόσοι άνθρωποι υπάρχουν, που περνούν τη ζωή τους με το φως, τη δύναμη και τη βοήθεια του Θεού, χωρίς να κοιτάξουν καν τον Θεό, χωρίς να σκεφθούν ούτε με μία σκέψη τον Θεό!

Και ο Ήλιος σιωπά χωρίς θυμό και συνεχίζει να φέγγει ασταμάτητα. Και ο Θεός σιωπά χωρίς θυμό και συνεχίζει να βοηθά ασταμάτητα.

Όμως όταν γίνεται σκοτάδι, όταν πέσει ομίχλη, όταν δυναμώνει η παγωνιά, τότε οι άνθρωποι θυμούνται τον Ήλιο, στρέφονται προς τον Ήλιο, επαινούν τον Ήλιο, αναστενάζουν για τον Ήλιο.

Έτσι και όταν γίνονται συμφορές, ανέχεια, βάσανα αβοήθητα και στενά αδιέξοδα, οι άνθρωποι θυμούνται το Θεό, στρέφονται προς το Θεό, δοξάζουν το Θεό, αναστενάζουν για το Θεό.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Στοχασμοί περί καλού και κακού»)

Οι χριστιανοί έπαυσαν να είναι το «καλό άλας», και ως εκ τούτου παραδόθηκαν σε διωγμούς σχεδόν σε όλη τη γη
Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ

Μερικοί τολμούν να ονομάζουν την εποχή μας «μεταχριστιανική». Εγώ όμως προσωπικά, μέσα στα όρια των γνώσεών μου για την ιστορία του Χριστιανισμού και την ιστορία του κόσμου γενικά, τείνω να σκέφτομαι ότι ο Χριστιανισμός ποτέ μέχρι τώρα δεν έγινε αποδεκτός όπως θα έπρεπε από τις μεγάλες μάζες. Ο κόσμος –έχω υπ’ όψιν μου το «χριστιανικό» τμήμα του- ποτέ στην ουσία δεν έζησε αυθεντικώς χριστιανικά.

Είναι παράδοξα τα πεπρωμένα της ανθρωπότητος: Εκείνα τα κράτη που περισσότερο από όλα εμφανίζονται ως χριστιανικά, κρατούσαν επί αιώνες το μεγαλύτερο μέρος της οικουμένης σε σιδηρά δεσμά, και τις τελευταίες δεκαετίες στον τρόμο των αποκαλυπτικών καταστροφών. Στη σημερινή κρίση του Χριστιανισμού ανάμεσα στις λαϊκές μάζες, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την «εξέγερση» της φυσικής συνειδήσεως των ανθρώπων εναντίον εκείνων των διαστροφών, στις οποίες υποβλήθηκε η ευαγγελική διδαχή κατά την «ιστορική της εφαρμογή».

Η τραγωδία της εποχής μας αλλά και των περασμένων αιώνων έγκειται στην αδυναμία να γίνει αποδεκτή η Αποκάλυψη του Χριστού στο αληθινό της Πνεύμα, στις αυθεντικές της διαστάσεις. Οι απόπειρες, ας τις ονομάσουμε «αφελείς», να διεισδύσει κάποιος ορθολογικά στο Μυστήριο του Χριστού, γίνονται πραγματικά με «ακατάλληλα μέσα». Πρέπει όλοι μας, χωρίς αναβολή, να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Αβραάμ· δηλαδή να πάρουμε στα χέρια φωτιά και μάχαιρα, και να ανέβουμε στο όρος, να θυσιάσουμε τον δικό μας «Ισαάκ», δηλαδή ότι είναι πιο πολύτιμο, και στο οποίο είμαστε ισχυρά προσκολλημένοι.

Είναι επιτακτική ανάγκη για τον καθένα μας να προτιμήσει την αγάπη του Θεού από όλα τα υπόλοιπα. «Εις τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. 14, 26). «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. 14,33). «Υμείς έστε το άλας της γης· εάν δε το άλας μωρανθή, εν τινί αλισθήσεται; Εις ουδέν ισχύει έτι, ει μη βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων» (Ματθ. 5,13). Οι χριστιανοί έπαυσαν να είναι το «καλό άλας», και ως εκ τούτου παραδόθηκαν σε διωγμούς σχεδόν σε όλη τη γη. Μόνο υπό τον όρο της ολοκληρωτικής μαθητείας στον Χριστό διανοίγονται μέσα μας οι ύψιστες δυνατότητες της φύσεώς μας, που μας κάνουν ικανούς να προσλάβουμε το Ευαγγέλιο στην αιώνια διάστασή του. Η αποφασιστικότητα να τα εγκαταλείψουμε όλα και να ανέβουμε στο σταυρό (βλ. Ματθ. 19, 28-30) θα οδηγήσει το πνεύμα μας στο μεθόριο ανάμεσα στον χρόνο και στην αιωνιότητα. Και εμείς αρχίζουμε να εποπτεύουμε πράγματα, που μας έμεναν ως τότε κρυμμένα.

(απόσπασμα από το βιβλίο "Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής", Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2011)

«[Η διάκριση του Πνευματικού του οσίου Συμεών στον χειρισμό του πόθου του νέου Συμεών]. Παρουσιάζεται (ο Συμεών) σ’ αυτόν, του γνωστοποιεί τον σκοπό (να γίνει μοναχός), ζητεί να γίνει δεκτός από αυτόν, ν’ αλλάξει από αυτήν την ώρα τον τρόπο ζωής και να συγκαταταγή με τους μοναχούς. Εκείνος δε, όπως ήταν έμπειρος του μοναχικού βίου και των επιθέσεων του πονηρού, δεν συγκατανεύει προς το παρόν, τον αναχαιτίζει από αυτήν την ορμή, διότι ήταν ακόμη νέος και διήνυε μόλις το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του και του συνιστά να αναμείνει τον καιρό τελειοτέρας αναπτύξεως»…

Καθώς λοιπόν είδε αυτήν την θεωρία (όραμα) ο θαυμάσιος Συμεών (ο νέος), άρχισε να πυρπολήται μέσα του ακόμη περισσότερο από το θείο πυρ και επέμενε να παρακαλεί τον πατέρα να τον αποκείρη (να του κάνει κουρά). Εκείνος δε, προβλέποντας ότι ο καιρός είναι ακατάλληλος, αλλά και ότι η νεανική απαλότης είναι αβεβαία για την τραχεία άσκησι, έκρινε ότι δεν έπρεπε να πράξη τούτο τότε. Όταν λοιπόν, αφού πέρασαν έξι έτη από τη φοβερή εκείνη θεωρία (όραμα)… μόλις τον είδε είπε· "τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός που πρέπει να αλλάξης το ένδυμα και τον βίο, αν θέλεις". Ο λόγος έγινε αναμμένος άνθραξ στην καρδιά του νέου, ο οποίος είπε· "γιατί δεν το είπες αυτό νωρίτερα προς εμένα το τέκνο σου, πάτερ; Αλλά και τώρα απαρνούμαι τον κόσμο και όλα το εγκόσμια" (τ. 19Α , σελ. 41, 45-47).

«[H διάκριση του Συμεών που διέκρινε αν έπρεπε να κάνει υπακοή στον φυσικό πατέρα του ή όχι τη συγκεκριμένη στιγμή]. Ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής: "Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε όποιον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου". Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, "μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο". Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ, χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (τ.19, σελ.51-53).

«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, «ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;». Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή τη δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).

«[H διάκριση του οσίου στο πώς θα αντιμετώπιζε τον Πατριάρχη. Στη συνάντησή τους, του λέει ο Συμεών:] Θέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγιο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάκτη κάτω από τα αγία πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσωμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξωμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά. Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ αθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο στον Πνευματικό του (όσιο Συμεών τον Ευλαβή), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, "όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα", τότε κι εμείς δεν θα ειπούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους. Eάν πραγματικά, κάμοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξωρίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε "θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι". Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· "αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κύριε Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη". Γι’ αυτό και σε λίγο εξέφερε την κρίσι του με τους εξής λόγους· "Εγώ ήλπιζα ότι θα περιέκοπτα κάπως την επιμονή σου στο θέμα αυτό. Επειδή δε είσαι ακόμη ο ίδιος και δεν έχεις καθόλου αλλαγή, αλλά μένεις αμετακίνητος από την προς εκείνον τον πνευματικό σου πατέρα τιμή και πίστι, αυτό βέβαια θεωρείται από εμένα και από όλους αξιέπαινο και νόμιμο. Συ πάντως εδείχθηκες απείθαρχος στα λόγια μας. Στο εξής λοιπόν να είσαι όπου θέλεις, συναναστρεφόμενος δηλαδή τους μαθητάς σου και πράττοντας τα θελήματά σου χωρίς να εμποδίζεσαι από εμάς, να πανηγυριζής και να συνευφραίνεσαι με τους φίλους είτε στα έξω είτε μέσα σ’ αυτήν την πάλι". Αφού είπε αυτά, τους απέλυσε ειρηνικά» (τ. 19Α, σελ. 221-225).

«Επειδή έφαγα πολύ κι’ εβάρυνε το στομάχι μου και παρακοιμήθηκα, κυρίευσε τον νου μου το πάθος και νικήθηκα· από το άλλο μέρος πάλι, επειδή εγκρατεύθηκα σε υπερβολικό βαθμό, κατέστησα τον νου μου σκοτεινό και δυσκίνητο και έτσι περιέπεσα στο ίδιο πάθος. Μερικές φορές μάλιστα συμβαίνουν αυτά στους αγωνιζομένους και από την κράση του αέρος, δεν ξεύρω πώς να το πω, και από την αχλυώδη παχύτητα του νοτίου ανέμου» (τ. 19Α, σ. 437).

«Πράγματι είναι κακό το να κρυφακούει ή να παρατηρεί κανείς κρυφά τι συζητά ή διαπράττει ο πλησίον, αλλά μόνο όταν αυτό γίνεται με σκοπό να κατηγορήσει ή εξευτελίσει ή κακολογήσει ή διασύρει σε κατάλληλη ευκαιρία όσα είδε ή άκουσε. Εάν όμως αυτό το κάμνει για να διορθώσει τα σφάλματα του πλησίον με συμπάθεια και σοφία και φρόνηση και να προσευχηθεί γι’ αυτόν με όλη την καρδιά του και με δάκρυα, τότε το έργο αυτό δεν είναι πονηρό. Διότι εγώ είδα άνθρωπο να χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους και πολλές μεθόδους, για να μην του ξεφύγει τίποτε απαρατήρητο από όσα λέγονταν ή γίνονταν από τους συνανθρώπους του. Δεν το έκαμνε αυτό για να τους βλάψει, μη γένοιτο, αλλά για να τους απομακρύνει από τις αντίθετες πράξεις και τους λογισμούς, άλλον με τον λόγο, άλλον με δώρα, και άλλον με κάποια άλλη δικαιολογία» (τ. 19Δ, σ. 21).

«Εκείνος που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί προς το Θεό, αμαρτάνει μαζί με τον βλάσφημο σαν να συνευχαριστιέται και να συναποδέχεται αυτόν με τη νομιζόμενη μακροθυμία» (τ.19Δ, σ.349).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Από τον λόγο Αντιόχου Μοναχού της Λαύρας του Αββά Σάββα

«Το να αφιερώνει κανείς χρόνο στην αδιάλειπτη προσευχή είναι αναγκαίο και επωφελές σε όλους. Ας ζητήσουμε λοιπόν από τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να μας δώσει σύνεση πνευματική, ώστε να αποκτήσουμε νήψη, να βρισκόμαστε σε εγρήγορση και να ζητάμε να γίνεται το θέλημα Του στη ζωή μας. Διότι αυτό μας έδωσε ως εντολή ο Θεός και Σωτήρας μας, το πνευματικό φώς, το Όν το αληθινό, να ζητούμε δηλαδή να γίνεται το θέλημά Του. Όταν λοιπόν επικαλούμαστε την Αγία και Ομοούσιο Τριάδα με αγνές προσευχές, καθαρό μυαλό και με σκοπό την ένωσή μας με τον Θεό, προσεγγίζουμε και παραλαμβάνουμε τα πανάρετα δώρα που προέρχονται απ’ Αυτήν. Η προσευχή είναι ανώτερη όλων των αρετών, γιατί όντας καθαρή, αγγίζει τον Θεό. Η προσευχή είναι βλαστός πραότητας και αοργησίας, υπόθεση χαράς και ευχαριστίας, προφύλαξη από την λύπη και τη βαρυθυμία. Είναι λοιπόν ανάγκη ο νούς να βρίσκεται σε μεγάλη προσοχή κατά την ώρα της προσευχής και το στόμα να σιωπά. Τότε μπορεί κανείς να προσευχηθεί. Διότι η προσευχή είναι ομιλία προς τον Θεό. Η εν πνεύματι προσευχή που συνοδεύεται από πένθος αποβαίνει τροφή του νου, όπως ακριβώς ο άρτος για το σώμα. Μακάριος ο νους, ο οποίος κατά την ώρα της προσευχής ομιλεί στον Θεό δίχως περισπασμούς. Αυτός ανεβαίνει ψηλά σαν νεογένητος αετός και γίνεται φωτεινός από την φωτοειδή αλλοίωση του θεού, καθώς έτσι διδαχθήκαμε: «Γενηθήτω το θέλημά Σου». Αυτός που θέλει να προσεύχεται καθαρά, προηγουμένως, πρέπει να προσευχηθεί για να έχει τη συνέργια των δακρύων, ώστε με το πένθος, δηλαδή τη λύπη για τις αμαρτίες, να εξημερώσει την αγριότητα της ψυχής και έτσι να φθάσει στην καθαρή προσευχή. Διότι η επίμονη και συνεχής προσευχή, για της ομιλίας προς τον Θεό, αρπάζει τον νου από τις κοσμικές σκέψεις και τον τοποθετεί μπροστά στον Θεό· και το πλησίασμα αυτό τον πλημμυρίζει ευλάβεια και πραότητα. Χωρίς όμως ταπεινοφροσύνη, η προσευχή δεν γίνεται ευπρόσδεκτη. Ο Κύριος επιβλέπει την προσευχή των ταπεινών και δεν απαξιώνει τη δέησή τους. Έτσι λοιπόν, αυτός που θέλει να καθαρίσει την καρδιά του, πρέπει να τη θερμάνει με την παντοτινή μνήμη του Θεού. Αυτός ας είναι διαρκές έργο και μελέτη του. Διότι, δεν πρέπει άλλοτε να προσευχόμαστε και άλλοτε όχι· αλλά πάντοτε να διαθέτουμε χρόνο για την προσευχή με προσεκτικό νου, ακόμη κι αν βρισκόμαστε κάπου έξω από το κελλί της προσευχής»

(“Το γνώθι σαυτόν” κείμενα αυτογνωσίας – Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, εκδόσεις Άθως, σελ. 113-115)

389. Αλλοίμονο, έχουμε μάθει πολλά γράμματα μερικοί, αλλά αγνοούμε την επιστήμη της απαλλαγής από τα αμαρτήματα και είμαστε συχνά εντελώς αστοιχείωτοι ως προς αυτή τη γνώσι. Δεν μαθητεύσαμε πραγματικά στον θείο Διδάσκαλο, τον Χριστό, που είναι η ιδία η αλήθεια. Είμαστε αναλφάβητοι απέναντι στο Ευαγγέλιο. Και όσο πιο μορφωμένοι είμαστε κατά κόσμον, τόσο μεγαλύτερη και χειρότερη είναι η άγνοιά μας αυτή. Γιατί δεν ξέρουμε και δεν πράττουμε το ένα και μοναδικό που έχουμε ανάγκη, αλλά υπηρετούμε τυφλά το εγώ μας και τις επιθυμίες του «παλαιού» ανθρώπου.

390. Το να αγαπάμε τον θεό με όλη την καρδιά μας, σημαίνει: να αγαπάμε με όλη την καρδιά μας τις εντολές του Ευαγγελίου και ποτέ να μην τις παραβαίνουμε. Σημαίνει: όλη μας η καρδιά να είναι δοσμένη αγαπητικά στον Κύριο.

391. Τα πάθη μας σπρώχνουν κάθε ημέρα, μες από τους δρόμους της υλοφροσύνης, στο να ενεργούμε αντίθετα προς το θέλημα του Κυρίου. Να κάνουμε δηλαδή ό,τι αρέσει στον πλάνο Σατανά.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 167)

katafigioti

lifecoaching