«Καθώς δε προσευχόταν κάποτε την νύκτα μέσα στο παρεκκλήσι, όπου ήταν και σορός σωμάτων, ενώ κατά την συνήθεια είχε τις θύρες κλεισμένες, πλήθη απειλητικών δαιμόνων συρρέοντας όρμησαν κατά του παρεκκλησίου, και ωθώντας απότομα τις θύρες, τις άνοιξαν για να τον αρπάσουν, δημιουργώντας τόσον κρότον, ώστε να νομίση αυτός ότι οι θύρες συνετρίβηκαν από πρόσκρουσι προς τους τοίχους από την καθεμία πλευρά. Αυτός δε, κατειλημμένος από μεγάλο φόβο, σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, για να επικαλεσθή την από εκεί βοήθεια. Καθώς λοιπόν το πνεύματα της πονηριάς τον είδαν να στέκεται πολλές ώρες έτσι αμετακίνητος, υπαναχώρησαν νικημένα. Αλλά από το πολύ τάνυσμα (άπλωμα) το χέρια του είχαν ξηραθή και δεν εκάμπτονταν, μόλις δε τα συνέστειλε με πολύν πόνο και είδε τις θύρες κλειστές, θαύμασε. Από τότε λοιπόν αποκτώντας περισσότερη ανδρεία κατά των δαιμόνων δεν λογάριαζε καθόλου την έφοδό τους, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν έχουν καμμία ισχύ εναντίον μας, αν δεν εγκαταλειφθούμε από τον Θεό» (τ. 19Α, σ.49).
«κεφ.67. Όποιος απέκτησε την καθαρότητα της καρδιάς του, αυτός νίκησε την δειλία· όποιος όμως είναι ακόμη στο στάδιο του καθαρμού, άλλοτε μεν την κτυπά, άλλοτε δε κτυπάται από αυτήν. Όποιος δε, δεν αγωνίζεται καθόλου, ή αναισθητεί τελείως και με το να είναι φίλος παθών και δαιμόνων πλην της κενοδοξίας, πάσχει και από οίηση, νομίζοντας ότι κάτι είναι, ενώ δεν είναι, ή είναι δούλος και υποχείριος της δειλίας, που τρέμει ως νήπιος κατά το φρόνημα και φοβείται εκεί όπου δεν υπάρχει φόβος ούτε δειλία για όσους φοβούνται τον Κύριο.
68. Ο φοβούμενος τον Θεό δεν φοβείται επιθέσεις των δαιμόνων ούτε τις ασθενείς εφόδους των, αλλ’ ούτε πονηρών ανθρώπων απειλές. Όντας δε όλος σαν φλόγα ή φλογισμένη φωτιά, περιερχόμενος ημέρα και νύκτα σε απροσίτους και αφεγγείς τόπους, φυγαδεύει τους δαίμονες, οι οποίοι τον αποφεύγουν περισσότερο από όσο εκείνος αυτούς, για να μην εμπρησθούν από την φλογοειδή ακτίνα του θείου πυρός που εκπέμπεται από αυτόν.
69. Όποιος βαδίζει με τον φόβο του Θεού, αυτός δεν φοβείται όταν κινήται ανάμεσα σε πονηρούς άνδρες, διότι έχει μέσα του τον φόβο και φορεί το ακαταμάχητο όπλο της πίστεως, από την οποία λαμβάνει ισχύ για να ενεργή τα πάντα, ακόμη και όσα φαίνονται δύσκολα και αδύνατα στους πολλούς· αλλά ζώντας σαν γίγαντας ανάμεσα σε πιθήκους ή λιοντάρι βρυχόμενο ανάμεσα σε σκύλους και αλεπούδες, έχει πεποίθησι στον Κύριο και τους καταπλήσσει με το σταθερό του φρόνημα και τους τρομοκρατεί κινώντας τον σοφό λόγο σαν σιδερένια ράβδο.
70. Μην απορήσεις, αν, κυριευμένος από την δειλία, φοβάσαι τα πάντα και τρέμεις· διότι είσαι ακόμη ατελής και ανίσχυρος και φοβείσαι όπως το νήπιο τα σκιάχτρα· πραγματικά η δειλία είναι πάθος κενόδοξης ψυχής νηπιώδες και καταγέλαστο. Προς τούτον τον δαίμονα λοιπόν να μη θέλης να εκφέρης λόγους ή να προβάλης αντιρρήσεις διότι όταν η ψυχή τρέμη και κλονίζεται, οι λόγοι δεν ωφελούν· αφήνοντας λοιπόν αυτούς, ταπείνωσε με όλη σου την δύναμι τον λογισμό και γρήγορα θ’ αντιληφθής να εξαφανίζεται η δειλία» (τ.19Α, σελ.431-433).
«Ο φόβος της κολάσεως και ο πόνος που γεννάται από αυτόν είναι επωφελής στον καθένα που αρχίζει να ζει κατά τον Θεό. Ο φανταζόμενος όμως ότι μπορεί ν’ αρχίση χωρίς τέτοιον πόνο και δεσμό και δήμιο, όχι μόνο καταθέτει τα θεμέλια των πράξεών του επάνω στην άμμο, αλλά νομίζει ότι μπορεί να κατασκευάση οικία στον αέρα χωρίς θεμέλια, πράγμα εντελώς αδύνατο. Πραγματικά ο πόνος αυτός γεννά σε λίγο κάθε χαρά και ο δεσμός αυτός σπάει τα δεσμά όλων των αμαρτημάτων και παθών και ο δήμιος αυτός προξενεί όχι θάνατο αλλά αιώνια ζωή. Όποιος δεν θελήση ν’ αποσκιρτήση και διαφύγη τον γεννώμενο από τον φόβο της αιώνιας κολάσεως πόνο, αλλά τον ακολουθήση με διάθεσι της καρδιάς του και σφίξη περισσότερο τα δεσμά του επάνω του, αναλόγως θα βαδίση ταχύτερα και θα παρουσιάσει εαυτόν ενώπιον του βασιλέως των βασιλευόντων. Όταν γίνη αυτό, μόλις αντικρύση αυτός κάπως αμυδρώς την δόξα του, αμέσως θα λυθούν τα δεσμά, ο δε δήμιος φόβος θα φύγη μακριά του κι ο πόνος της καρδιάς του θα μετατραπεί σε χαρά και θα γίνη πηγή που χύνει αισθητώς μεν ποταμούς δακρύων ασταμάτητα, νοητώς δε γαλήνη, πραότητα και άφραστο γλυκασμό, προσέτι δε ανδρεία και την τάσι να τρέχη ελεύθερα και ανεμπόδιστα προς κάθε υπακοή των εντολών του Θεού» (τ.19Α, σ.485).
«Έτσι πια σαν ξαναφάνη (η ουράνια λάμψη) και την ένιωσα σ’ έμενα, διώχνει των δαιμόνων πέρα τις ορδές, διώχνει τη δείλια και μου φέρνει την ανδρεία» (τ.19Ε, 193 στιχ., σελ.388-392).
«Αυτοί πρόσωπο ανθρώπου δε φοβούνται, γιατί το πρόσωπο ατενίζουν του Κυρίου» (τ.19Ε, 273 στιχ., σελ.96-97).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)