ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
κανείς απ’ τους ανθρώπους
Η αγάπη του Θεού κάνει τον αμαρτωλό όμοιο
μ’ εκείνον που δεν αμαρτάνει,
μη ζητάς τον τρόπο να έρευνας το πώς γίνεται,
αλλά να πιστεύεις στο θαύμα.
Λες στο Θεό, αμάρτησα, έχω πολλά και μεγάλα αμαρτήματα.
Σε ερωτώ: Ποιος είναι αναμάρτητος; Κανείς;
Αλλ’ εγώ, λέει ο ταπεινός, έχω φοβερά και μεγάλα αμαρτήματα.
Έχω αμαρτήσει πιο πολύ από κάθε άνθρωπο.
Ε.Π.Ε. 33,446
Ανάμνησις
ευεργεσιών και αχαριστία
Επειδή λοιπόν οι Ιουδαίοι φάνηκαν αχάριστοι,
κι ενώ ο Θεός τους ευεργετούσε, αυτοί λησμονούσαν τις ευεργεσίες,
γι’ αυτό με προσταγή του νομοθέτη τοποθέτησαν αυτά
μέσα στη χρυσή στάμνα, για να θυμούνται οι απόγονοι.
Ε.Π.Ε. 24,564
Αναμονή
για το τέλος
Περίμενε το τέλος και θα δεις αξιοκρατικά τη ζωή καθενός.
Μη ταράζεσαι πριν απ’ τον καιρό των βραβείων και των στεφάνων.
Ε.Π.Ε. 34,586
Ανάξιοι
των δωρεών του Θεού
Από παντού φαίνονται ανάξιοι για συγχώρηση διότι ακούνε,
κατανοούν τα λεγόμενα, αλλά δεν θέλουν να προσέλθουν στο Θεό.
Ε.Π.Ε. 17,366
στη θεία Κοινωνία
Όπως ακριβώς τότε οι στρατιώτες δεν κέντησαν την πλευρά,
για να πιουν από το λυτρωτικό αίμα, αλλά για να το εκχύσουν,
έτσι και όσοι ανάξια προσέρχονται,
τίποτε δεν ωφελούνται από το άγιο Ποτήριο.
Ε.Π.Ε. 18α,202
αλλά προσευχόμαστε
Ο μεν Παύλος φυσικό ήταν να προσεύχεται,
διότι είχε πολλή παρρησία προς το Θεό.
Εμείς όμως είμαστε γεμάτοι αισχύνη και δεν έχουν έχουμε παρρησία.
Όμως, αφού ταχτήκαμε ως ιερείς σ’ αυτό το έργο,
τελούμε τις προσευχές, καίτοι είμαστε ανάξιοι
και να στεκόμαστε εδώ (στο ναό).
Κανονικά ούτε η θέσις των τελευταίων μαθητών δεν μας αρμόζει.
Αλλ’ επειδή η χάρις ενεργεί και δι’ αναξίων, όχι για τους ίδιους,
αλλά για όσους πρόκειται να ωφελούνται, κάνουμε το καθήκον μας.
Ε.Π.Ε. 22,572-574
της τιμής
Εκπέσαμε απ’ την ελπίδα μας. Κατεβήκαμε απ’ το ύψος μας.
Φανήκαμε ανάξιοι της τιμής του Θεού, αγνώμονες.
Και μετά τις ευεργεσίες φανήκαμε αχάριστοι.
Ε.Π.Ε. 25,146
και δι’ αυτών ενεργεί η χάρις
Η χάρις του Θεού ενεργεί και δια μέσου αναξίων.
Αν στην Παλαιά ενήργησε και δια του Βαλαάμ,
πολύ περισσότερο στην Καινή και δι’ αναξίων (ιερέων).
Και φυσικά αυτό για όσους πρόκειται να ωφεληθούν απ’ τα μυστήρια.
Ε.Π.Ε. 25,168
ανεβήκαμε οι ανάξιοι
Εμείς οι ανάξιοι και για τη γη, ανεβήκαμε σήμερα στους ουρανούς.
Δεν ήμασταν άξιοι να εξουσιάζουμε στη γη,
κι όμως ανεβήκαμε στη βασιλεία των ουρανών. Ξ
επεράσαμε τους ουρανούς. Αγγίξαμε το θρόνο του Θεού.
Ε.Π.Ε. 36,208
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 181-182)
Άρρωστα παιδάκια
-Γέροντα, αυτό το άρρωστο παιδάκι, που έφεραν σήμερα οι γονείς του, πολύ ταλαιπωρείται.
-Έ, σιγά-σιγά θα ξεπεράση την αρρώστια του, αλλά θα του μείνη μια ευαισθησία,
για να θυμάται την αρρώστια του, και αυτή η ευαισθησία θα το βοηθάη πνευματικά.
-Και τα παιδάκια, Γέροντα, που έχουν λευχαιμία πολύ υποφέρουν.
-Αυτά πολύ τα βοηθάει η Θεία Κοινωνία. Πολλά παιδάκια ξεπέρασαν την αρρώστια
τους με την Θεία Κοινωνία. Όταν διαβάζουμε τον 145ο Ψαλμό,
με τον οποίο παρακαλούμε τον Θεό να σταματήσουν οι αιμορραγίες,
να προσευχώμασε να βοηθήση ο Θεός τα παιδάκια που έχουν λευχαιμία,
αλλά και να υπάρχη αίμα στα νοσοκομεία για τα παιδιά που έχουν μεσογειακή αναιμία.
Τα παιδιά αυτά περνούν μαρτύριο μεγαλύτερο και από το μαρτύριο των παιδιών που έσφαξε ο Ηρώδης.
Τα παιδάκια έχουν καθαρό μισθό από την ταλαιπωρία της αρρώστιας, γιατί δεν έχουν αμαρτίες.
Πόσα μικρούτσικα παιδιά θα δούμε στην άλλη ζωή να είναι με το μαρτυρικό, το αγγελικό,
τάγμα εκείνων των νηπίων! Μωρά δύο μηνών, να τα εγχειρίζουν, να τους βάζουν ενέσεις, ορούς!
Που να βρουν φλέβα στα καημένα! Τα τρυπούν από δώ-από κεί...
Να βλέπης παιδάκι να έχη όγκο στο κεφάλι και να του κάνουν ακτίνες,
να βάζουν κάτι καλώδια σε ένα τόσο δά κεφαλάκι. Εδώ ένας μεγάλος
δεν μπορεί να αντέξη, που να αντέξουν τα παιδάκια!
-Αυτά τα παιδάκια, Γέροντα, τελικά θεραπεύονται ή πεθαίνουν;
-Έ, πολλά φυσικά πεθαίνουν, αλλά και οι γονείς πώς να τα αφήσουν;
-Γέροντα, αξίζει τον κόπο οι παιδίατροι να προσπαθούν να διατηρήσουν στην ζωή τα πρόωρα βρέφη;
-Οι γιατροί πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν και παράλληλα να προσεύχωνται γι’ αυτά.
«Θεέ μου, να λένε, αν είναι αυτό το παιδί να ζήση και να υποφέρη σε όλη του την ζωή,
τότε, Σε παρακαλώ, να το πάρης». Να φροντίζουν όμως να βαπτίζωνται τα βρέφη,
και τότε θα τους προϋπαντήσουν στον Παράδεισο με αναμμένη λαμπάδα.
Και όταν είναι μεγαλύτερα τα παιδιά, πρέπει οι γιατροί πολύ να προσέξουν
πώς θα πούν την διάγνωση. Οκτώ χρονών παιδάκι του είπε ο γιατρός: «Θα τυφλωθής».
Έρχεται και μου λέει και ο πατέρας μπροστά στο παιδί: «Το πήγαμε στο εξωτερικό
για εξετάσεις και μας είπαν ότι θα τυφλωθή».
Και καλά να είναι το παιδί, η στενοχώρια μπορεί να το χτυπήση όπου έχει ευαισθησία,
πόσο μάλλον αν είναι άρρωστο!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 226-227)
"Να ακολουθείς το ημερολόγιο του τόπου"
Ένας μοναχός ζήτησε από τον Παππούλη να του πεί ποιό ημερολόγιο
να ακολουθήσει, το παλιό ή το νέο, και ο Γέροντας του είπε: "Άκουσε να δείς.
Αν πρόκειται να ζήσεις στον κόσμο, να ακολουθείς το ημερολόγιο
που έχει η Εκκλησία, για να μη φέρνεις αναστάτωση στον κόσμο,
εκτός και επιθυμείς να ζήσεις στο Άγιον Όρος".
[Τζ 172]
"Με το νέο ή με το παλιό ημερολόγιο, Γέροντα;"
Όταν τον ρωτούσε κανείς ποιό είναι το σωστό ημερολόγιο,
το παλιό ή το νέο συνήθιζε να απαντάει ότι αυτό είναι
επιστημονικό θέμα, να πάτε στους επιστήμονες να σας πούν.
Κι έλεγε ότι ο ίδιος ποτέ δεν θα έφευγε από την Εκκλησία,
οτιδήποτε κι αν συνέβαινε, και συμβούλευε μερικούς κληρικούς,
που είχανε διαφορές με την επίσημη Εκκλησία,
να κάνουν το παν να γεφυρώσουν την διαφορά και να επιστέψουν στην Εκκλησία.
Έλεγε μάλιστα: προτιμώ να πλανώμαι μέσα στην Εκκλησία,
παρά να φύγω από την Εκκλησία. Κι έλεγε ότι δεν θα ήθελε να σωθεί μόνος του,
δίχως την Εκκλησία κι ότι δεν θα εγκατέλειπε το πλοίο της Εκκλησίας,
γιατί έπαθε ρωγμή ή γιατί κινδύνευε.
[Πορ. 44]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.195)
2,16-17. «Μη ουν τις υμάς κρινέτω εν βρώσει ή εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτων, α έστι σκιά των μελλόντων, το δε σώμα Χριστού».
Οι χριστιανοί είναι αθάνατοι και στον κόσμο αυτό, γιατί και οι σκέψεις τους και οι φροντίδες τους αναφέρονται στο αθάνατο, στο ένθεο και στο άφθαρτο. Και όλα μέσα στον κόσμο τα μετρούν με αυτό το μέτρο, με το μέτρο του αθάνατου και του ένθεου. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα βρίσκουν την αληθινή άξια και έννοια σε κάθε τι το γήινο, το φθαρτό και το πρόσκαιρο.
Και είναι σε θέση να διακρίνουν, είναι σε θέση να ξεχωρίζουν την σκιά από την πραγματικότητα, το πρόσκαιρο από το αιώνιο, το φθαρτό από το άφθαρτο.
Και «στηριζόμενοι» στις άφθαρτες πραγματικότητες, θωρακίζουν τον εαυτό τους με αυτές και οικοδομούν έτσι σταθερά την ζωή τους.
Έτσι βλέπουν καθαρά, όπως για παράδειγμα στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουν την σκιά έναντι της πραγματικότητας, της «χάριτος του Χριστού».
Γιατί πραγματικά, όλη η Παλαιά Διαθήκη ήταν σαν σκιά του Θεού Λόγου.
Όλος ο κόσμος της Π.Δ., πήγε μπροστά απ’ Αυτόν σαν κάποια τεράστια σκιά, η οποία πηγαίνει πριν από το σώμα.
Όλη η παλαιοδιαθηκική θρησκεία, είναι θρησκεία σκιάς, μετά την οποία έρχεται, φανερώνεται το σώμα της: O Ενσαρκωμένος Θεός Λόγος, το Θεανθρώπινο σώμα του, η Εκκλησία.
Και πραγματικά έτσι είναι: όλος ο ορατός κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο από σκιά, η οποία παρουσιάζει και διασαφηνίζει αυτό που πηγαίνει μαζί της, την ενσάρκωση του Θεού Λόγου.
Μόνο με την Δική του ενσάρκωση και με την Εκκλησία, η οποία είναι σώμα του, «ανακαλύπτεται», «αποκαλύπτεται» η αληθινή ύπαρξη των δημιουργημένων κόσμων, το περιεχόμενό τους, η έννοια και ο σκοπός τους.
Στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας, όχι μόνο οι ορατοί αλλά και οι αόρατοι κόσμοι, λαμβάνουν το «σώμα» τους, λαμβάνουν την δική τους πιο «διαρκή» και πιο «έλλογη» ύπαρξη και οντότητα.
Και το «παν» που στον «παλαιό», τον προχριστιανικό κόσμο ήταν το ανώτερο, δηλαδή η πίστη του περιούσιου λαού και οι ύψιστες δυνατότητές της και αγιότητες, οι προφήτες και οι πατριάρχες, όλα ήσαν σκιές αυτής της μοναδικής πραγματικότητας, η οποία ήδη εμφανίσθηκε με την Ενσάρκωση του Θεού Λόγου, με το σώμα του, την Εκκλησία.
Όλος ο δεκάλογος, όλοι οι νόμοι, όλες οι «γραφές», όλες οι Ιεροτελεστίες, που οδήγησαν σε αυτή την μοναδική πραγματικότητα, ήσαν «παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3,24), ήσαν οδηγός προς τον Χριστό, ήσαν δρομοοδηγός, ο οποίος τα πάντα οδήγησε στον Θεάνθρωπο Χριστό, σαν την παν-ύπαρξη, σαν την παν-σκέψη, σαν τον παν-σκοπό όλων των κόσμων.
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 95-97)
128. «εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. β' 34).
Το δεύτερο δυναμικό στοιχείο του προφητικού μηνύματος του Συμεών για τον Ιησού είναι ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας της μορφής του. Η Θεοτόκος προειδοποιείται, ότι για τον Ιησού δεν θ’ ακούση μόνο ωραία και ευχάριστα σχόλια, μόνον επαίνους και εγκώμια. Πρέπει να γνωρίζη ότι θ’ ακούση και τα εντελώς αντίθετα. Και πραγματικά η Θεοτόκος αργότερα άκουσε ή πληροφορήθηκε το τί έλεγαν οι εχθροί του για τον Ιησού π.χ. ότι είναι «άνθρωπος φάγος (= καλοφαγάς) και οινοπότης (= πίνει πολύ κρασί), τελωνών φίλος και αμαρτωλών» (Ματθ. ια' 19) · ότι «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ' 34) · «ότι εξέστη» (= τρελλάθηκε, Μαρκ. γ' 21) κλπ. Για τις περιπτώσεις αυτές ο Ιησούς είπε «Μακάριος εστίν ός εάν μή σκανδαλισθή εν’ εμοί» (Ματθ. ια' 6).
Η Θεοτόκος ήταν η πρώτη ανάμεσα σ’ αυτούς που έμειναν ακλόνητα πιστοί στον Ιησού. Από τη Φάτνη ως το Σταυρό, η Θεομήτωρ παρέμεινε πιστή στον Κύριο. Κανείς άλλος δεν ήταν τόσο κοντά του, ώστε να ζήση όλες τις αμφισβητήσεις γύρω από το πρόσωπο του κι’ όλες τις βλαστήμιες εναντίον Του παρά μόνο η Παναγία μητέρα Του. Και όμως κανείς άλλος δεν έδειξε τόση ακλόνητη πίστι στο πρόσωπο και την αποστολή του Χριστού όσο η Θεοτόκος. Λένε ότι πίσω από κάθε μεγάλο άνδρα υπάρχει η μορφή μιας μεγάλης μητέρας. Στην περίπτωσι του Ιησού, έχομε την Παναγία. Αυτή όχι μόνο τον γέννησε, αλλ’ έγινε το στήριγμα του, η ενίσχυσις του, το θάρρος του, η προστατευτική σκιά του. Μπορούμε να πούμε πώς σ’ όλη την περίοδο της αποδοκιμασίας του Ιησού από τους Ιουδαίους μόνο μια ψυχή έμεινε πιστή σ’ Αυτόν: Η Μητέρα Του! Ενώ η θύελλα της τρίχρονης σκληρής πάλης του Χριστού με το σκοτάδι της απιστίας εμαίνετο, μέσα στο άδυτο της θεομητορικής υπάρξεως έκαιγε άσβηστο το καντήλι της πίστεως σ’ Εκείνον! Η Θεοτόκος, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της αμφισβητήσεως και της αποδοκιμασίας ήταν όχι μόνον η προτύπωσις της Εκκλησίας, αλλά και ο μοναδικός εκπρόσωπος της !
Είναι εύκολο να είσαι με τον Ιησού, όταν όλοι γύρω σου φωνάζουν «ευλογημένος ο Ερχόμενος...» (Ίω. ιβ' 13). Το δύσκολο είναι να είσαι με τον Χριστό, όταν οι πολλοί γύρω σου τον αμφισβητούν ή τον αποδοκιμάζουν. Μια μεγάλη ψυχή, ο Ντοστογιέφσκι, είπε για την περίπτωσι αυτή: «Αν όλος ο κόσμος πάη από το ένα μέρος και ο Ιησούς από το άλλο, εγώ θα πάω με το μέρος του Χριστού»! Μεγάλος λόγος που προϋποθέτει την πίστι της Θεοτόκου...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 159)
Από το Βίο του….
«Ασχολούμενος με το διακόνημα του κελλαρίτη ο Αρσένιος, μία ημέρα έπλυνε σιτάρι με νερό και το άπλωσε στον πρόναο, αφού άφησε ανοικτή μία από τις θύρες για ν’ αερίζεται. Κουρούνες που επέταξαν μέσα, κατέφαγαν, όσο μπορούσαν, το σιτάρι κι’ εφώναζαν από χαρά. Όταν λοιπόν άκουσε τις φωνές ο Αρσένιος, έτρεξε αμέσως και ευρήκε αυτές μεν με τα στόματα γεμάτα σιτάρι, το δε σιτάρι σκορπισμένο εδώ κι εκεί. Καθώς λοιπόν είδε τούτο, έκλεισε την θύρα γεμάτος θυμό εναντίον των πτηνών και τις έρριψε όλες στο έδαφος συντρίβοντάς τις με κοντάρι. Σαν να είχε κάμει μάλιστα μεγάλο κατόρθωμα ανήγγειλε το γεγονός στον μακάριο Συμεών. Αυτός δε, προφασισμένος ότι ενέκρινε την πράξη, λέγει· «ας πάμε, να ιδώ και εγώ πόσο καλά έκανες που τις σκότωσες». Καθώς λοιπόν επήγε ο άγιος και είδε τα πτηνά να είναι στρωμένα στο έδαφος νεκρά, σκυθρώπασε από λύπη για τον παράλογο θυμό τούτου και προσκαλώντας έναν από τους υφισταμένους του πρόσταζε να φέρει σχοινί, να δεθούν όλες οι κουρούνες και να κρεμασθούν στον τράχηλο του Αρσενίου. Καθώς δε το πρόσταγμα εκτελέσθηκε γρηγορότερα από λόγο, διατάσσει να σύρουν τούτον και να τον περιφέρουν στο μοναστήρι, για να θεατρίζεται στο μέσο των μοναχών. Αυτός δε υπέμεινε την αισχύνη της πράξεως με τόσο καταβεβλημένο φρόνημα, ώστε να χύνει ποταμούς δακρύων και ν’ αποκαλεί τον εαυτό του φονέα» (εκδ.ΕΠΕ τ.19Α, σελ.113-115).
«(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο). Αν δε καμμία φορά χρειασθεί να κινηθείς και κατά των ατάκτων σε εύλογο θυμό με παιδευτική ράβδο, για να ανακόψεις κάπως το κακό και αναστείλεις φαύλη συνήθεια, ούτε αυτό δεν είναι ξένο προς την Eκκλησία των πιστών· διότι κάθε πράξη μας που αναστέλλει την κακία και βοηθάει την δικαιοσύνη και αρετή είναι επαινετή και θεάρεστη» (τ.19Α, σ.139).
«Να μη καταφρονήσεις ένα δήθεν μικρό πράγμα που έγινε προς εξύβριση του ευαγγελικού βίου και της μοναχικής καταστάσεως, με προσποίηση πραότητος για έπαινο των ανθρώπων, αλλά, μιμούμενος τον Χριστό και Θεό αγανακτώντας και ταρασσόμενος απαθώς, να εκδικείσαι τις εντολές του Θεού» (τ.19Α, σ.141).
«Πρέπει όλους τους λογισμούς που μας έρχονται να τους εξετάζομε με προσοχή και να τους αντιπαραβάλλουμε με τις μαρτυρίες από τις θεόπνευστες Γραφές και από την διδασκαλία των πνευματικών και άγιων πατέρων, και εάν τους ευρίσκομε να συμφωνούν με αυτές και να είναι ισοδύναμοι, να τους κρατάμε με κάθε δύναμη και να φιλοδοξούμε να τους κάνουμε έργο. Εάν όμως τους ευρίσκομε να μη συμφωνούν με το λόγο της αληθείας, να τους διώχνομε από μέσα μας με πολλή οργή, σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί «να οργίζεσθε και να μη αμαρτάνετε». Διότι, σαν μόλυσμα και κεντρί του θανάτου, έτσι πρέπει ν’ αποφεύγομε την προσβολή που γίνεται μέσα μας από τους εμπαθείς λογισμούς» (19Γ 357-359)
«Να μη φέρεσαι με θυμό και οργή και κραυγή εναντίον των τέκνων και αδελφών σου χωρίς αιτία που προκαλεί κίνδυνο στην ψυχή, αλλά να τους διδάξεις με ήπιο λόγο και ομιλία, πώς πρέπει να περπατεί ο καθένας τους και να συναναστρέφεται μέσα στην αδελφότητα» (τ.19Δ, σ.201).
«Εάν χρειασθεί ποτέ ν’ αντιμετωπίσεις από εύλογο θυμό με ράβδο και βακτηρία τους άτακτους, για να κάνεις κάποια ανακοπή του κακού και ν’ αναστείλεις λοιμώδη φθορά σ’ αυτούς, ώστε να μην επεκταθούν προς το χειρότερο τα της φαύλης εργασίας και διαθέσεως, ούτε αυτό κρίθηκε ασύμφωνο από τους αποστόλους στις διατάξεις τους και από τους θεοφόρους πατέρες μας. Διότι κάθε κίνηση και κάθε πράξη μας, που περιορίζει και απομακρύνει την κακία και βοηθάει τη δικαιοσύνη και την αρετή, είναι επαινετή και θεάρεστη και ευπρόσδεκτη από όλους τους δικαίους. Και μάρτυρας είναι ο Ιησούς, που χτύπησε με φραγγέλιο τους σκληρούς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν μεταβάλει σε οίκο εμπορίου τον οίκο προσευχής, και ανέτρεψε τις τράπεζες των χρηματιστών. Μην αδιαφορήσεις λοιπόν και για ασήμαντο πράγμα, που έγινε παρά την εντολή του Θεού προς καταστροφή των αποστολικών κανόνων και διατάξεων και ύβρη του ευαγγελικού βίου και της τάξεως των μοναχών, με πρόφαση πραότητας και με σκοπό τον έπαινο μόνο από τους ανθρώπους, αλλά μιμούμενος τον δικό σου Ιησού και Θεό, επιτιμώντας με αυστηρότητα και εκταράσσοντας τον εαυτό σου χωρίς πάθος, κάνε εκδίκηση των εντολών του Θεού και των θεσμοθετημένων κανόνων υπό των αποστόλων του» (τ.19Δ, σελ.201-203).
«Ποιο επίσης είναι το όφελος της νηστείας, πες μου, εάν δεν συνοδεύεται από πραότητα;… εκείνος που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί προς το Θεό, αμαρτάνει μαζί με τον βλάσφημο σαν να συνευχαριστιέται και να συναποδέχεται αυτόν με τη νομιζόμενη μακροθυμία» (τ.19Δ, σ.349).
«Ποιος λοιπόν που πενθεί καθημερινά θα συνεχίσει να ζει οργιζόμενος και δεν θα γίνει πράος; Διότι, όπως ακριβώς η φλόγα της φωτιάς σβήνει από το νερό, έτσι και ο θυμός της ψυχής σβήνει από το πένθος και τα δάκρυα· και σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε, αν περάσει κανείς πολύ χρόνο σ’ αυτή την κατάσταση, να μετατεθεί το θυμικό της ψυχής του και να περιέλθει σε ακινησία» (τ.19Δ, σ.443).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (τα παρακάτω, υπάρχουν και στο θέμα «Αγάπη». Παρατίθενται και εδώ διότι σχετίζονται άμεσα και με το θέμα «Θυμός»):
«Όταν κάποτε τελείωσε η πρωινή δοξολογία καθώς άρχισε κατά την συνήθειά του ο μακάριος να κατηχή τους μαθητάς και σύμφωνα με την παραίνεσι του αποστόλου να νουθετή, να ελέγχη, να παρηγορή, ξαφνικά κάπου τριάντα από τους μοναχούς διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους, όπως παλαιά οι γύρω από τον Άννα και Καϊάφα, κινήθησαν με άναρθρες κραυγές και φονικές διαθέσεις, διετάραξαν όλη την εκκλησία, και εσήκωσαν αυθαδώς τα άνομα χέρια τους κατά του πατρός των, για να τον συλλάβουν και τον διασπαράξουν σαν θηρία. Αυτός δε, μόλις είδε την αλλαγή των και την αποξένωσί τους από τον διδάσκαλο και πατέρα τους, έδεσε τα χέρια του και εσήκωσε την σκέψι τoυ προς τον ουρανό· με αυτόν τον τρόπο έμεινε επί τόπου ακίνητος χαμογελώντας και ατενίζοντας χαρούμενα προς τους μιαρούς. Καθώς δε ώρμησαν εναντίον του και με τις άναρθρες κραυγές και βλασφημίες επέδειξαν μανία και αναίδεια σκύλων που υλακτούσαν, εμποδίσθηκαν άνωθεν να επιβάλουν επάνω του τα άνομα χέρια διότι η χάρις που ενοικούσε στον Συμεών τους εκρατούσε μακριά και τους απέπεμπε. Απορώντας δε τι να πράξουν, εξέρχονται τρέχοντος από την εκκλησία και, αφού έσπασαν τα κλείθρα της πύλης του μοναστηριού, εγκαταλείποντας μόνον τον μακάριο μαζί μ’ εκείνους που εζούσαν μ’ ευλαβική διαγωγή. Καθώς δε επέρασαν άοπλοι την πρώτη πύλη της μεγάλης του Θεού Εκκλησίας και άρχισαν να ενοχλούν με τις κραυγές τον αρχιερέα —που ήταν ο Σισίννιος— από κάτω, τους εκάλεσε ο πατριάρχης και, αφού έμαθε την αιτία της ταραχής και την εκ μέρους των ραδιουργία κατά του αγίου, τους απέδωσε δεινή μανία, και εκάλεσε την επομένη ημέρα τον άγιο. Όταν λοιπόν ο μακάριος εισήλθε με σεμνό ήθος και ιλαρό παρουσιαστικό προς αυτόν, ο πατριάρχης ερωτά για την αιτία της εναντίον του μανίας των μοναχών. Όταν δε εκείνος διηγήθηκε με τον νόστιμο χαριτωμένο λόγο όλα τα σχετικά προς την συνηθισμένη ομιλία και κατήχησι και έπειτα, τα της αναιδείας και της φονικής εξορμήσεώς των, και πώς έφυγαν συντρίβοντας τα κλείθρα και τους μοχλούς των πυλών, ο πατριάρχης εξεπλάγη και αντιλαμβανόμενος τον φθόνο και την μανία των ασυνέτων, καταλήφθηκε από δίκαιο θυμό και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Εάν βέβαια ήταν κάποιος άλλος αυτός που έπαθε αυτά από εκείνους, δεν θα ικανοποιώταν από την απόφασι; Δεν θα ευφραινόταν κατά τον βιβλικό λόγο, όταν είδε τέτοια καταδίκη; Δεν συνέβηκε όμως αυτό στον καλό ποιμένα και ακριβέστατο μιμητή του πρώτου ποιμένος. Όταν δηλαδή είδε τους φύλακες έτοιμους να συλλάβουν τους αποστάτες, πίπτει πρηνής και εγγίζει τα πατριαρχικά εκείνα πόδια ο ηγούμενος με την ευαίσθητη ψυχή, την οποία προσφέρει υπέρ των προβάτων του, και με θρήνους ζητεί συγγνώμην. Ο πατριάρχης κάμπτεται με δυσκολία και λόγω των παρακλήσεων ανακαλεί την απόφασι περί εξορίας, δεν τους επιτρέπει όμως να εισέλθουν πάλι στην μονή. Αμέσως λοιπόν απελαύνονται όλοι από την εκκλησία και γεμάτοι μανία σκορπίζονται ακολουθώντας ο καθένας το θέλημά του. Άλλοι κατατάχθηκαν ανάμεσα στα κατηχουμενεία των εκκλησιών, άλλοι ερρίφθηκαν σε άλλες μονές, όσοι δε ανήκαν στην κατώτερη και ευτελέστερη μοίρα διασκορπίσθηκαν όπου έτυχε ο καθένας, εδώ κι εκεί. Τι έπραξε λοιπόν ο ποιμήν ο καλός; Eπιστρέφει μόνος του στο μοναστήρι, σπαρασσόμενος εσωτερικά για την στέρησι των προβάτων του Χριστού και χύνοντας άφθονα δάκρυα. Και, παρακαλώ, παρατηρήσατε ακεραιότητα άγιας ψυχής και ανεξικακία δικαίου ανδρός. Eπειδή δεν υπέφερε να βλέπη αδειανή την αυλή των προβάτων, τι κάμνει ο καθ’ όλα σοφός και γενναίος, για να συμφιλιώση το ποίμνιο προς τον εαυτό του και τον Θεό και να το συναθροίση κοντά του; Ερευνά για τους τόπους της πόλεως όπου εζούσε ο καθένας τους κατά την θέλησί του. Όταν τους έμαθε, στέλλει στον καθένα τα απαιτούμενα για την συντήρησί του, συνοδεύοντας την προσφορά με παρηγορητικούς λόγους που εμάλασσαν την καρδιά τους. Καθώς αυτό εγινόταν επί πολλές ημέρες και ο πραγματικά καλός ποιμήν ερχόμενος με ταπεινή εμφάνισι, εκαθόταν μαζί με τον καθένα τους, τους απηύθυνε λόγια αγάπης και εζητούσε την επιστροφή τους μαζί με την συγγνώμη, σαν να τους είχε αδικήσει μάλλον παρά να είχε αδικηθή από αυτούς· με διδακτικούς λόγους εμαλάκωσε την στυγνότητα και σκληρότητα της καρδιάς τους. Έτσι σε σύντομο χρόνο τους συνάθροισε όλους ο καλός ποιμήν, που εισήλθε στην αυλή των προβάτων δια της θύρας του Ιησού και δεν ανέβηκε σ’ αυτήν από άλλο σημείο, και εγέμισε πάλι την αυλή του με τα ήμερα πρόβατα που προ ολίγου είχαν αγριεύσει» (τ.19Α, σελ.97-101).
«άλλοτε μεν τον έπλυναν με ύβρεις και λοιδορίες και τον ονείδιζαν πικρά, μερικές φορές εσήκωναν και χέρια επάνω του, αν και ήταν γέρων και αδύνατος ήδη, και τον έρριπταν κατά γης (ώ, πόση ανοχή και πόση άφατη μακροθυμία έχεις, Χριστέ) με φονικό χέρι, άλλοτε δε ελιθοβολούσαν τον δίκαιο. Ένας από αυτούς μάλιστα κάποια φορά έλαβε λίθο, όσον μεγάλο μπορούσε να χωρέσει το χέρι του, και τον πετά δυνατά προς τον τόπο, όπου συνήθιζε να κάθεται ο άγιος και να γράφη τα λόγια της θείας χάριτος. Ο λίθος, αφού συνέτριψε το υαλωτό, διέρχεται κατά του μήνιγγος του αγίου, και πέφτει αντίκρυ από την όψι του και με μόνο το ορμητικό κτύπημα εγέμισε ζάλη το σεβαστό κεφάλι του· αν είχε κτυπήσει σ’ αυτό κατά την φορά του, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να στείλη τον άγιο την ίδια στιγμή στον θάνατο. Τι πράττει λοιπόν τότε ο μιμητής του ειπόντος, «να μη ανταποδώσης κακό για κακό»; Αντάμειψε με αγαθά τόσο αυτόν όσο και όλους τους άλλους που τον κακοποιούσαν· γι’ αυτό φωνάζει με γαλήνια λαλιά τον μαθητή του Συμεών και λέγει· «βλέπεις την εναντίον μας απειλή, αδελφέ;» και του υπέδειξε τον λίθο. «Αλλά πήγαινε και σβήσε τον εναντίον μας θυμό του ανθρώπου με το έλεος της φιλανθρωπίας, χορηγώντας σ’ αυτόν αφθόνως τα αναγκαία για την θεραπεία από το υστέρημά μας» (τ.19Α, σ.231).
«Άλλο είναι το να μην αγανακτούμε γι’ ατιμίες και ύβρεις, για πειρασμούς και θλίψεις, και άλλο το να ευχαριστούμαστε γι’ αυτά και να ευχόμαστε υπέρ εκείνων που το προκαλούν σ’ εμάς· άλλο είναι το να τους αγαπούμε από ψυχή και άλλο υπεράνω αυτού το να αποτυπώνωμε νοερώς το πρόσωπο του καθενός από αυτούς και να τους καταφιλούμε απαθώς ως γνησίους φίλους με δάκρυα ειλικρινούς αγάπης, οπότε φυσικά δεν ευρίσκεται καθόλου ούτε ίχνος αηδίας στην ψυχή. Ανώτερο δε από αυτά που αναφέραμε είναι, όταν ακόμη και στον καιρό των πειρασμών έχει κανείς ίση και όμοια αναλλοιώτως διάθεσι προς εκείνους που τον λοιδορούν κατά πρόσωπο και τον διαβάλλουν, τον κατακρίνουν και τον καταδικάζουν, τον υβρίζουν και τον εμπτύουν, αλλ’ επίσης και προς εκείνους που εξωτερικά τηρούν το πρόσχημα φιλίας, κρυφά δε διαπράττουν τα όμοια χωρίς να διαφεύγουν την προσοχή· ασυγκρίτως δε ανώτερο τούτων πάλι θεωρώ ότι είναι το να λησμονήση κανείς τελείως όσα έχει υποφέρει και να μη τα θυμάται, είτε παρόντες είτε απόντες είναι αυτοί που τον έθλιψαν, να προσδέχεται δε και αυτούς ομοίως με τους φίλους στις συναναστροφές και συνεστιάσεις χωρίς ανάμνηση των συμβάντων» (τ.19Α, σ.451).
«Εάν σε υβρίσει κανείς δικαίως ή αδίκως ή σε κακολογήσει ή σε διαβάλλει, και δεν υποφέρεις με πραότητα την ατιμία, ή όταν λυπηθείς και δαγκωθείς στην καρδιά, δεν βαστάξεις και δεν χαλιναγωγήσεις τις κινήσεις της ψυχής σου, αλλά υβρίσεις αυτόν που σε ύβρισε ή τον κακολογήσεις ή πράξεις κάτι ενάντιο σ’ αυτόν, ή πάλι δεν κάνεις τίποτε από αυτά σ’ εκείνον, αλλά φύγεις έχοντας στην καρδιά σου μίσος εναντίον του και δεν τον συγχωρήσεις με όλη την ψυχή σου και δεν προσευχηθείς γι’ αυτόν από την καρδιά σου, να, εστρατεύθηκες κατά του Χριστού, ενεργώντας αντίθετα από τα προστάγματά του, κι έγινες πολέμιός του, έχασες επίσης και την ψυχή σου, επισφραγίζοντας και επικυρώνοντας τις προϋπάρχουσες αμαρτίες σου και καθιστώντας τις ανεξάλειπτες. Εάν πάλι κάποιος σε ραπίσει στο δεξί σαγόνι κι έπειτα δεν του στρέψεις και το άλλο, αλλά μάλλον τον κτυπήσεις κι εσύ, έγινες στρατιώτης και βοηθός του αντικειμένου Σατανά κι εκτύπησες όχι μόνο τον αδελφό, αλλά δι’ αυτού κι αυτόν που σου είπε να μη κτυπήσεις, αλλά να στρέψεις μάλλον και το άλλο σαγόνι σ’ αυτόν. Και εάν κάποιος σου αφαιρέσει χρυσό ή κάτι άλλο λαθραία ή φανερά, δανειζόμενος τυχόν ή αρπάζοντάς το, έπειτα δεν θελήσει να σου το δώσει, κακοπραγώντας ή εξ αιτίας φτώχειας, κι εσύ δεν το υποφέρεις με ευχαρίστηση και αμνησικακία, αλλά σύρεις εκείνον που το άρπαξε στα δικαστήρια και μισθώσεις συνηγόρους, ζητώντας βοήθεια από τους ανθρώπους, και παρουσιάζεσαι στο δικαστήριο στενοχωρούμενος, λυπούμενος, οδηγώντας και σύροντας τον αδελφό σε δίκη, χρησιμοποιώντας όρκους και ψευδορκίες και αναγκάζοντάς τον να ορκίζεται και να επιορκεί και να ψεύδεται, πράγμα που είναι χειρότερο όλων των άλλων, και μαζί μ’ αυτά τον παραδώσεις στις φυλακές και ενεργείς και πράττεις τα πάντα, ώστε να λάβεις όσα σου χρωστάει, πώς δεν είσαι φανερώς πολέμιος και του εαυτού σου;» (τ.19Γ, σ.219).
«Πώς όσα αφάνισες παλιά, ζουν πάλι σ’ εμένα και με γεμίζουν, Θεέ μου, από σκοτάδι και θλίψη; Πάθη έξαψης και οργής που μου ανεβάζουν ένα θόλωμα μέσα μου κι αχλύ στην κεφαλή μου και ανάπηρα μου αφήνουν της ψυχής τα μάτια» (19Ε, 121, στίχ. 1-5)
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (†14 Ιουνίου)
Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος ο νέος, από το μοναστήρι Τσέλι (Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων) γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγγελισμού στην πόλη Βράνια της νοτίου Σερβίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων, γνωστός ως π. Αλέξιος, και η μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε (Ευάγγελος). Η οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδόσεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλησία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φανερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (= Παπαδόπουλος). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τους γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πσινίσκι όπου και είδε με τα μάτια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά ασθένεια το έτος 1929. Από την ευσεβή μητέρα του διδάχθηκε την ευαγγελική ευσέβεια, την προσευχή και τη νηστεία.
Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγγελο ήταν η ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερά του χρόνια μα και η ασκητική βίωσή του μέχρι το τέλος του. Από τότε έβαλε κανόνα στον εαυτό του να μελετά καθημερινά 3 κεφάλαια από την Κ. Διαθήκη, κάτι που φύλαξε μέχρι τέλους της ζωής του. Από την νεανική του ηλικία έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα πώς θα αποκτήσει την αιώνια ζωή. Αυξήθηκε πνευματικά, έζησε και ανέπνευσε στην ατμόσφαιρα της Αγίας Γραφής.
Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε γι’ αυτόν η ανάγνωση των Συναξαρίων και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άγιοι του Θεού, που είναι η ζώσα ομοίωση του Χριστού, ήταν μόνιμοι και καθημερινοί οδηγοί και δάσκαλοί του. Γι’ αυτό και σημείωνε: «Και οι σημερινοί χριστιανοί μπορούν να είναι αληθινοί χριστιανοί μόνο εάν οδηγούνται ημέρα με την ημέρα από τους αγίους του Θεού». Ιδιαίτερα αγαπούσε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στον οποίο με παιδική ειλικρίνεια και γλυκύτητα προσευχόταν διαρκώς. Ήταν όλος παραδομένος στον Θεάνθρωπο Χριστό, έχοντας ως ασφαλείς ποδηγέτες τους αγίους Πατέρες, τους αγίους του Θεού, που αργότερα συνέγραψε και μετέφρασε τους βίους, τους αγώνες και την θεόσδοτη ορθόδοξη φιλοσοφία και θεολογία τους.
Όταν τελείωσε τις 4 τάξεις του δημοτικού το 1905 με άριστα, πήγε στην εννεατάξια θεολογία του αγίου Σάββα στο Βελιγράδι με εξετάσεις τις οποίες πέρασε με άριστα όπως άριστη υπήρξε και η φοίτησή του. Αξιώθηκε να έχει ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα δε μελετά τα έργα του Ντοστογιέφσκυ όπου και διαπίστωσε την μηδαμινότητα και την εγωπάθεια της ανθρώπινης σοφίας χωρίς τον Χριστό. Άναψε διάπυρη αγάπη προς τον Κύριο η οποία πυρπολούσε την καρδιά του παραμένοντας άσβεστη μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύτηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκάνδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πήρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.
Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμένων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρόνια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέμα «Η φιλοσοφία και η θρησκεία του Φ.Μ. Ντοστογιέβσκυ». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκυ του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής του εμφάνισε οξύτατη κριτική στη ρηχότητα και την υποκρισία του δυτικού ανθρωποκεντρισμού και ουμανισμού ιδιαίτερα του ρωμαιοκαθολικισμού. Έτσι το 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα με ευλογία του Πατριάρχη Σερβίας κατευθύνεται στην ορθόδοξη Ελλάδα «για να γίνει περισσότερο ορθόδοξος» όπως έλεγε ο Πατριάρχης. Στην Αθήνα, αφού παρέμεινε από το 1919 έως το Μάϊο του 1921, παίρνει το διδακτορικό του δίπλωμα στην Πατρολογία το 1926 με θέμα «Το πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Η διετής παραμονή του στην Ελλάδα ήταν γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας και ωφέλειας και για τον ίδιο αλλά και για το μετέπειτα έργο του στις Εκκλησίες στη Σερβία. Γνώρισε από κοντά την αιωνόβια ευσέβεια και τη δραστήρια εκκλησιαστική ζωή του ελληνικού λαού γι’ αυτό τόνιζε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του προς τους Σέρβους: «Τα αδέλφια μας, τους Έλληνες, πάντοτε να τους αγαπάτε σαν τους δικούς σας πνευματικούς γονείς και αναδόχους και ως παντοτινούς δασκάλους στην πίστη, την ευσέβεια και την εκκλησιαστικότητα».
Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανική και την γαλλική.
Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Κάρλοβατς, στο Πριζρέν και του Μοναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 η Σερβική Εκκλησία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργάνωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθοδόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι οποίοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεοσυσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπείνωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.
Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοιραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιουγκοσλαβία το 1945, εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακίστηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή όταν ο Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκισή του.
Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρησκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλι του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρίσιμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγράδι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέρων και των Συναξαρίων.
Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α’ Εβδομάδα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έκανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα που μνημόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα που του έδιναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.
Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτικές αρχές, η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτονταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ημέρα της γεννήσεώς του. Μετά την αγιοποίησή του η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Ιουνίου.
(Επιλογή στοιχείων από το βιβλίο του Επισκόπου Αθαν. Γιέβτιτς, "Βίος του Οσίου Πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς", εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2001)
Η ταλαιπωρία του αρρώστου και η εμπιστοσύνη στον Θεό
-Γέροντα, αν κάποιος έχει μια βαρειά αρρώστια και αποφασίσει
να αφεθεί στον Θεό, θα κάνει καλά;
-Αμα δεν έχει υποχρεώσεις, ό,τι θέλει κάνει.
Αμα όμως έχει υποχρεώσεις, αυτό θα εξαρτηθεί και από τους άλλους.
Και εγώ πήγα στον γιατρό «άκων και μη βουλόμενος»... [...]
Συνήθως λέμε: «Οι άρρωστοι πρώτα να φροντίσουν να βοηθηθούν
ανθρωπίνως και σε ό,τι δεν μπορούν να βοηθηθούν ανθρωπίνως θα βοηθήσει ο Θεός».
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, για να βοηθηθούν ανθρωπίνως οι άνθρωποι
που πάσχουν από κάποια βαρειά αρρώστια, περνούν μεγάλη ταλαιπωρία,
ολόκληρο μαρτύριο. Πρέπει να κάνουν ένα σωρό εξετάσεις, εγχειρήσεις,
μεταγγίσεις, χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες. Τρυπήματα για τις μεταγγίσεις,
τρυπήματα για τους ορούς... Να σπάζουν οι φλέβες, να τους βάζουν την τροφή
από την μύτη, να μην μπορούν να κοιμηθούν...
Και όλα αυτά, για να γίνει αυτό που γίνεται ανθρωπίνως.
[...] Γι’ αυτό δεν πρέπει να επαναπαυώμαστε
και να λέμε «εντάξει, αυτός ο άρρωστος έπεσε σε καλούς γιατρούς»,
αλλά να έχουμε υπ’ όψιν ότι, για να βοηθηθεί ο άρρωστος ιατρικά,
πρέπει να περάσει μια ολόκληρη ταλαιπωρία και να προσευχώμαστε με πόνο
να του δίνει ο Χριστός υπομονή. Να φωτίζει τους γιατρούς, γιατί οι γιατροί
μπορεί να κάνουν λάθη, ιδίως αν δεν έχουν ταπείνωση.
[...] Γιατί δεν φθάνει μόνον η επιστήμη.
Χρειάζεται και πίστη και προσευχή. Καμμιά φορά βλέπω και εδώ στο μοναστήρι
τις αδελφές που είναι γιατροί να θέλουν περισσότερο με την επιστήμη τους
να βοηθήσουν τον άρρωστο παρά με την εμπιστοσύνη στον Θεό και με την προσευχή.
Η καρδιακή όμως προσευχή θα τις δώσει ανώτερο ιατρικό πτυχίο,
διότι θα σταματούν την ανθρώπινη επιστήμη. Όταν καλλιεργηθεί η αγάπη
με τον πόνο γενικά για όλους τους ανθρώπους, τότε ενεργούν οι θείες δυνάμεις,
αρκεί να υπάρχη βαθειά ταπείνωση στην ψυχή, για να μην υπερηφανευθεί και αδικήσει
τον Θεό νομίζοντας ότι είναι δικές της αυτές οι δυνάμεις.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Χριστός μπορεί ακόμη και αυτά που δεν θεραπεύονται
από γιατρούς να τα θεραπεύσει, αλλά πρέπει να υπάρχη σοβαρός λόγος και ο πιστός
να είναι πολύ πιστός και πολύ δοσμένος στον Χριστό.
-Δηλαδή, Γέροντα, όταν οι άνθρωποι υποφέρουν, να μη ζητούν ιατρική βοήθεια;
-Δεν εννοώ αυτό, βρέ παιδί! Δεν λέω «μην του βάζεις λ.χ. οξυγόνο», για να σκάσει
ο άνθρωπος. Θέλω να πώ, τί τραβάει ο άρρωστος, για να βοηθηθεί ανθρωπίνως,
και ότι πρέπει να κάνουμε προσευχή να βοηθάει ο Χριστός τους αρρώστους,
για να μην ταλαιπωρούνται. Αν κάτι είναι σοβαρό, να παρακαλούμε τον Χριστό
να το πάρει με ένα χάδι Του. Γιατί ο Χριστός, λίγο αν χαϊδέψει τους αρρώστους στο χέρι,
φεύγουν όλα και γίνονται καλά! Ούτε φάρμακα χρειάζονται μετά ούτε φαρμάκια.
Κι αν τους χαϊδέψει στο πρόσωπο, είναι ακόμη καλύτερα. Αν τους αγκαλιάσει κιόλας,
θα μαλακώσει και η καρδιά τους! Καταλάβατε; Χρειάζεται όμως μεγάλη πίστη.
Αν δεν έχη πίστη ο ίδιος ο άρρωστος, δεν γίνεται καλά.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 218-220)
«Είσαι τρομερά ευαίσθητος και δεν δέχεσαι να σε προσβάλουν»
Εσύ, μου είπε ο Γέροντας, το μόνο, κακό που έχεις είναι,
ότι είσαι τρομερά ευαίσθητος και δε δέχεσαι να σε προσβάλλουν.
Για το πρώτο, δεν ευθύνεσαι εσύ. Το κληρονόμησες από τον παπα- Γιάννη.
Και η ευαισθησία η μεγάλη, δεν είναι καλή. Καλή είναι για τους άλλους.
Οι οποίοι, συνήθως, την εκμεταλλεύονται. Και μάλιστα, πάρα πολύ άσχημα.
Ενώ για εκείνον που την έχει, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να φαντασθείς!
Άσε, που αποτελεί και την γενεσιουργό αιτία όλων των ασθενειών.
Γι' αυτό, προσπάθησε να την αποβάλεις. Ή έστω, να την περιορίσεις.
Διαφορετικά θα κάνεις κακό και στον εαυτό σου, αλλά και στην οικογένειά σου.
Πού στο κάτω κάτω, δεν σου χρωστάει και τίποτε, για να την ταλαιπωρείς,
και μάλιστα, χωρίς κανέναν λόγο. Όσον αφορά το δεύτερο, δηλαδή την προσβολή,
αυτή κανείς δεν την ανέχεται με ευχαρίστηση. Πολύ περισσότερο εσύ,
που είσαι υπερήφανος και έχεις την αξίωση από τους άλλους να μη σε προσβάλλουν,
όπως δεν τους προσβάλλεις και εσύ. Όμως, αυτά δεν γίνονται σήμερα.
Και όλοι μας είμαστε θύματα της προσβολής, που μας προκαλούν οι άλλοι.
Δηλαδή, όταν λέμε προσβολή, τι εννοούμε; Εσύ πρέπει να ξέρεις καλύτερα από εμένα,
εκείνη την ηθική μειώση, την ηθική βλάβη ή την αμφισβήτηση του κύρους μας από τρίτους.
Ε, πώς να τους ελέγξεις, παιδί μου, αυτούς τους τρίτους; Ελέγχονται; Ασφαλώς όχι.
Το σωστό και δίκαιο είναι να μην προσβάλλει κανείς κανέναν και να μην προσβάλλεται
από κανέναν. Δύσκολο πολύ. Αλλά, όχι και ακατόρθωτο. Και αυτό ακριβώς,
επιδιώκει να πετύχει σήμερα η Εκκλησία του Χριστού.Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις,
που γίνεται κάποια παραχώρηση από το Θεό, για να δοκιμασθεί η δική μας αντοχή
και το δικό μας πιστεύω. Και ξέρεις, παιδί μου, γιατί;
Γιατί, στη θεωρία συμφωνούμε όλοι. Και η βαθμολογία είναι ίδια, για όλους.
Είναι το «άριστα». Ενώ στην πράξη τα θαλασσώνουμε… Και πολύ λίγοι είναι αυτοί,
που πιάνουν τη βάση! Θα μου πείς, τώρα, εσύ Παππούλη, τα εφαρμόζεις αυτά;
Τί να σου πώ, βρε παιδί μου, μια ζωή αγωνίζομαι, να κάνω το θέλημα του Θεού.
Δεν ξέρω εάν το κατόρθωσα. Εκείνος ξέρει. Σου έχω ξαναπεί:
μόνο του έλεός Του θα μας σώσει. Αλήθεια, δεν μου είπες: Ύστερα από όσα συνέβησαν,
εξακολουθείς ακόμη να πιστεύεις ότι δεν σ' αγαπώ;
[Κ 156π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.193 -194)
Την αληθινή και πραγματική θεογνωσία και αυτογνωσία ο άνθρωπος αποκτά μόνο διά της οδού της έμπρακτης αγάπης.
Αγαπώντας το Θεό και τους ανθρώπους ο άνθρωπος γνωρίζει εμπειρικά ότι η ψυχή του είναι χριστοειδής και αθάνατη.
Η εμπειρία της έμπρακτης αγάπης ως μέθοδος της θεογνωσίας και ανθρωπογνωσίας είναι ένα από τα ευαγγέλια, το οποίο ο Θεάνθρωπος χάρισε στο ανθρώπινο γένος.
Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο αυτή ο άνθρωπος γρήγορα βρίσκει και το Θεό και τον εαυτό του.
Ενώ στους δρόμους του μίσους ο άνθρωπος εύκολα χάνει και το Θεό και τον εαυτό του.
Έχοντας εισαχθεί και χρησιμοποιηθεί από το Θεάνθρωπο η μέθοδος αυτή της θεογνωσίας και αυτογνωσίας έγινε και παρέμεινε οριστικά μέθοδος ορθόδοξης γνωσιολογίας.
Στο Θεάνθρωπο Χριστό υπάρχει κάτι το ασύγκριτα πιο μεγάλο από την Αλήθεια, την Αγαθότητα, την Ωραιότητα.
Ο ίδιος είναι όλα αυτά στην απόλυτη έννοια και ταυτόχρονα κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτά.
Ό,τι πιο καλό υπάρχει για την ανθρώπινη ψυχή ο Χριστός το ελκύει προς Εαυτόν με κάποιο ακαταμάχητο μαγνητισμό της αγάπης.
Αυτός δίνει στην ανθρώπινη ψυχή εκείνο που δεν μπορούν να της δώσουν ούτε η απόλυτη Αλήθεια, ούτε η απόλυτη Αγαθότητα, ούτε η Απόλυτη Ωραιότητα μόνες τους.
Μόνο ένας δρόμος οδηγεί στη γνώση της Αιώνιας Αλήθειας: αυτός είναι η Αγάπη.
Αποκτώντας την Αγάπη, η οποία είναι ο ίδιος ο Θεός, ο άνθρωπος ενώνεται πραγματικά με το Θεό και μ’ αυτό τον τρόπο έρχεται στην πραγματική γνώση της Αιώνιας Αλήθειας.
Η Αγάπη γεμίζει τον άνθρωπο με το Θεό.
Ανάλογα με το μέτρο της πληρώσεως του εαυτού του από το Θεό, ο άνθρωπος γνωρίζει το Θεό.
Πληρούμενος από το Θεό ο άνθρωπος φωτίζεται, αγιάζεται, θεώνεται και μ’ αυτό τον τρόπο έρχεται στην αληθινή γνώση του Θεού.
Με την αποδοχή και βίωση της «πρώτης και μεγάλης εντολής», ο άνθρωπος γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1,4).
Η θεία ενέργεια της αγάπης εισάγει ολόκληρο τον άνθρωπο στην πορεία της θεώσεως: του θεώνει την καρδιά, την ψυχή, το νου, τη βούληση και καθετί που είναι ανθρώπινο· ζει διά του Θεού, αισθάνεται διά του Θεού, σκέπτεται διά του Θεού, θέλει διά του Θεού.
Εκτός απ’ αυτό, το μυστήριο του Θεού αποκαλύπτει στους ανθρώπους το Άγιο Πνεύμα, διότι «ουδείς οίδε τα του Θεού ει μη το Πνεύμα του Θεού» (Α’ Κορ. 2, 11).
Και το Άγιο Πνεύμα είναι «Πνεύμα αγάπης» και «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως», δηλαδή Πνεύμα γνώσεως.
(απόσπασμα από το βιβλίο του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, "Οδός Θεογνωσίας", εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1985)