Durant (Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος ΣΤ, σελ.461-469)
ΙΙI. OI ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΤΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΝ:1534 - 1536
Μόνον όταν παρατηρήσωμεν με ποίον ευλαβή ενθουσιασμόν μερικοί από τους συγχρόνους μας υιοθετούν οικονομικάς αιρέσεις, δυνάμεθα να κατανοήσωμεν την ζέσιν με την οποίαν ευλαβείς επαναστατικαί μειονότητες ηκολούθησαν, ακόμη και μέχρι της πυράς, την μίαν ή την άλλην τροπήν της θρησκευτικής επαναστάσεως κατα τον δέκατον έκτον αιώνα.
Οι πλέον ριζοσπαστικοί από τους νέους αιρετικούς έλαβον το όνομα Αναβαπτισταί (Wiedertaufer) από την επιμονήν των ότι το βάπτισμα, εαν δίδεται εις βρεφικήν ηλικίαν, πρέπει να επαναλαμβάνεται όταν θα ωριμάση ο άνθρωπος και ότι ακόμη καλύτερον θα ήτο να αναβάλλεται, όπως υπό του Ιωάννου του Βαπτιστού, μέχρις ότου ο ώριμος λαμβάνων αυτό, δυνηθή με επίγνωσιν και οικειοθελώς να ομολογήση την χριστιανικήν πίστιν.Υπήρχον και άλλαι αιρέσεις προκύψασαι από αυτήν την αίρεσιν. Εκείνοι οι όποιοι ηκολούθησαν τον Χάνς Ντένκ και τον Λουδοβίκον Χαϊτσερ, ηρνούντο την θεότητα του Χριστού: ήτο μόνον ο θειότερος των ανθρώπων, ο όποιος μας ελύτρωσεν όχι με την αγωνίαν του επί του σταυρού αλλά με το παράδειγμα της ζωής του. Ο Ντένκ ύψωνε την ατομικήν συνείδησιν υπεράνω της Εκκλησίας, του κράτους και αυτής της Βίβλου.
Οι πλείστοι των Αναβαπτιστών υιοθέτησαν μιαν πουριτανικήν αυστηρότητα ηθών και άπλοτητα τροπών και ενδυμασίας. Αναπτύσσοντες με τολμηράν λογικήν την ιδέαν του Λουθήρου περί χριστιανικής ελευθερίας, κατεδίκαζον πάσαν κυβέρνησιν δια της βίας και πάσαν αντίστασιν προς αυτήν δια της βίας. Απέρριπτον την στρατιωτικήν υπηρεσίαν με την δικαιολογίαν ότι είναι οπωσδήποτε αμαρτία η αφαίρεσις της ανθρωπίνης ζωής. Όπως οι πρώτοι χριστιανοί, ηρνούντο να δώσουν όρκους, χωρίς να εξαιρούν τους όρκους πίστεως προς ηγεμόνα ή αυτοκράτορα. Ο συνήθης χαιρετισμός των ήτο «Η ειρήνη του Κυρίου να είναι μετα σου»: απήχησις του Ιουδαϊκού και του μουσουλμανικού χαιρετισμού και πρόδρομος του χαιρετισμού των Κουακέρων. Ενώ ο Λούθηρος, ο Ζβίγγλιος, ο Καλβίνος και ο Κνόξ συνεφώνουν με τους πάπας ότι η Θρησκευτική ανοχή ήτο παραλογισμός, οι Αναβαπτισταί την εκήρυττον και την εφήρμοζον· ένας εξ αυτών, ο Βαλτάσαρ Χούμπμαϊερ, έγραψε την πρώτην σαφή υπεράσπισίν της (1524). Απέφευγον τα δημόσια αξιώματα και πάσης φύσεως έριδας. Ήσαν τολστοϊκοί αναρχικοί τρεις αιώνας προ του Τολστόι και ενα αιώνα μετά τον Πέτρον Τσελτίσκυ, από τον οποίον πιθανόν να παρέλαβον την πίστιν των. Εν γνώσει των ή ασυναισθήτως κληρονομήσαντες την θεωρίαν των Βοημών Θαβωριτών ή των Μοραβών Αδελφών, μερικοί Αναβαπτισταί διεκήρυξαν την κοινοκτημοσύνην των αγαθών. Μερικοί, αν θα πρέπει να πιστεύσωμεν χρονογράφους, διακειμένους εχθρικώς προς αυτούς, επρότειναν κοινοκτημοσύνην των συζύγων. Κατά γενικόν κανόνα, εν τούτοις, η αίρεσις απέρριπτεν οιανδήποτε υποχρεωτικήν διανομήν των αγαθών, υπεστήριξεν εθελοντικήν αμοιβαίαν βοήθειαν και επίστευεν ότι εις την βασιλείαν των ουρανών ο κομμουνισμός θα ήτο οικουμενικός.
Όλαι αι ομάδες των Αναβαπτιστών ενεπνέοντο από την Αποκάλυψιν και την μετ’ εμπιστοσύνης αναμονήν της ταχείας επανόδου του Χριστού επί της γης. Πολλοί πιστοί ισχυρίζοντο ότι εγνώριζον την ημέραν και την ώραν της αφίξεως Του. Κατόπιν, όλοι οι ασεβείς — εις την περίπτωσιν αυτήν όλοι οι μη Αναβαπτισταί — θα εξωλοθρεύοντο από το ξίφος του Κυρίου και οι εκλεκτοί θα έζων με δόξαν εις ένα επίγειον παράδεισον χωρίς νόμους και γάμον και με αφθονίαν όλων των καλών πραγμάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον άνθρωποι πλήρεις ελπίδος εστρέφοντο σταθερώς εναντίον του μόχθου και της μονογαμίας.
Οι Αναβαπτισταί ενεφανίσθησαν κατ’ αρχάς εις την Ελβετίαν. ΄Ισως ένας ειρηνικός χριστιανισμός είχεν εισδύσει εκεί από τους Βαλδίους της Νοτίου Γαλλίας και τους Βεγκάρδους των Κάτω Χωρών. Εδώ και εκεί, όπως εις την Βασιλείαν, μερικοί διανοούμενοι υπέθαλψαν την ιδέαν μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Μερικά κομμουνιστικά χωρία εις την «Ουτοπίαν» του Μώρ πιθανόν να παρεκίνησαν τους λογίους, οι οποίοι συνηθροίζοντο περί τον Έρασμον. Τρία μέλη του κύκλου αυτού έγιναν ηγέται των Αναβαπτιστών: ο Κόνδαρ Γκρέμπελ και ο Φέλιξ Μάντζ από την Ζυρίχην και ο Βαλτάσαρ Χούμπμαϊερ από το Βάλντσχουτ, ακριβώς πέραν των αυστριακών συνόρων. Το 1524, ο Μύντζερ επεσκέφθη το Βάλντσχουτ, ο Κάρλστατ ήλθεν εις την Ζυρίχην και μια αναβαπτιστική αίρεσις εσχηματίσθη εις την Ζυρίχην υπό το όνομα «Πνευματικοί» ή «Αδελφοί». Εκήρυττε το βάπτισμα των ενηλίκων και την έλευσιν του Χριστού, απέρριπτε την Εκκλησίαν και το κράτος και επρότεινε να τεθή τέρμα εις τους τόκους, τους φόρους, την στρατιωτικήν υπηρεσίαν, τας δεκάτας και τους όρκους.
Κατά την εποχήν εκείνην, ο Ούλριχ Ζβίγγλιος εκέρδιζε το Μέγα Συμβούλιον της Ζυρίχης εις τας προτεσταντικάς του απόψεις, αι οποίαι περιελάμβανον και τον έλεγχον της θρησκείας υπό των κοσμικών εξουσιών. Συνηγόρησεν εις τους «Αδελφούς» να μετριάσουν την αντιπάθειαν των δια το κράτος και να εφαρμόζουν το βάπτισμα των βρεφών· αυτοί ηρνήθησαν. Το συμβούλιον τους εκάλεσεν εις μιαν δημοσίαν συζήτησιν (17 Ιανουαρίου 1525)· αποτυχόν να τους προσηλυτίση, εθέσπισεν ότι οι γονείς μη βαπτισμένων παιδιών πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλιν.
Οι Aναβαπτισταί κατήγγειλαν το συμβούλιον, απεκάλεσαν τον Ζβίγγλιον γέρο - δράκοντα και παρήλασαν εις τας οδούς κραυγάζοντες, «Αίσχος εις την Ζυρίχην!». Οι αρχηγοί των συνελήφθησαν και εξωρίσθησαν, πράγμα το οποίον τους επέτρεψε να διαδώσουν τα δογματά των. Η Σαίν - Γκάλ και η Άππεντσελ εδέχθησαν το κίνημα· η Βέρνη και η Βασιλεία ανεταράχθησαν υπ’ αυτού. Ο Χούμπμαϊερ εκέρδισε σχεδόν ολόκληρον το Βάλντσχουτ εις τας απόψεις του. Εις το Άππεντσελ 1200 άνδρες και γυναίκες, δεχόμενοι κατά γράμμα τους λόγους του Χριστού — «Μη μεριμνάτε τι φάγητε» — εκάθησαν κάτω και ανέμενον τον Θεόν να έλθη και να τους θρέψη.
Η φαινομενική επιτυχία του πολέμου των χωρικών κατά την άνοιξιν του 1525 προήγαγεν αυτούς τους προσηλυτισμούς αλλά η αποτυχία του ενεθάρρυνε τας τάξεις των ιδιοκτητών εις τας ελβετικάς πόλεις να προβούν εις κατασταλτικά μέτρα. Το Συμβούλιον της Ζυρίχης συνέλαβε τον Μάντς (Ιούλιος), κατόπιν τον Γκρέμπελ, έπειτα τον Χούμπμαϊερ και διέταξεν, όλοι οι φανατικοί Αναβαπτισταί «να φυλακισθούν εις τον πύργον», να διατρέφωνται μόνον με άρτον και ύδωρ και «να αφεθούν να αποθάνουν και να σαπίσουν». Ο Γκρέμπελ το έκαμεν, ο Μάντς επνίγη· ο Χούμπμαϊερ απηρνήθη, απηλευθερώθη, απηρνήθη την απάρνησίν του και ανέλαβε να προσηλυτίση το Άουγκσμπουργκ και την Μοραβίαν. Ο Χαϊτσερ απεκεφαλίσθη εις την Κωνσταντίαν δι’ αναβαπτισμόν και μοιχείαν. Προτεσταντικά και ρωμαιοαθολικά καντόνια επέδειξαν την αυτήν ενεργητικότητα δια να υποτάξουν την αίρεσιν και περί το 1530 δεν είχεν απομείνη τίποτε εξ αυτής εις την Ελβετίαν εκτός μερικών μυστικών και αμελητέων ομάδων.
Έν τω μεταξύ το κίνημα εξηπλώθη, όπως εξαπλώνεται η φήμη, εις την Νότιον Γερμανίαν. Οι προσήλυτοι κατελήφθησαν από ένα ζήλον δι’ ευαγγελικήν προπαγάνδαν, ο οποίος τους μετέβαλεν εις ένθερμους ιεραποστόλους της νέας πίστεως. Εις το Άουγκσμπουργκ, ο Ντένκ και ο Χούμπμαϊερ έκαμαν ταχείας προόδους μεταξύ των εργατών των υφαντουργιών και της κατωτέρας μέσης τάξεως. Εις το Τυρόλον πολλοί μεταλλωρύχοι, αντιπαραβάλλοντες την πενίαν των προς τον πλούτον των Φούγκερ και των Χοχσταΐτερ οι οποίοι ήσαν ιδιοκτήται των μεταλλείων, ησπάσθησαν τον Αναβαπτισμόν όταν κατέρρευσεν η επανάστασις των χωρικών. Εις το Στρασβούργον, η πάλη μεταξύ καθολικών και προτεσταντών επέτρεψεν εις την αίρεσιν να πολλαπλασιασθή χωρίς να γίνη αντιληπτή επί τινα χρόνον. Αλλά ένα φυλλάδιον του 1528 συνέστησεν εις τας αρχάς ότι «εκείνος ο οποίος διδάσκει ότι όλα τα πράγματα πρόκειται να γίνουν κοινά, δεν έχει τίποτε άλλο κατα νούν παρα να εξεγείρη· τους πτωχούς εναντίον των πλουσίων, τους υπηκόους εναντίον των κυβερνητών, οι οποίοι έχουν καθορισθή από τον Θεόν».
Κατά το ίδιον έτος ο Κάρολος Ε' εξέδωσε διάταγμα, δια του οποίου καθίστα τον αναβαπτισμόν μέγα έγκλημα. Η δίαιτα της Σπέγιερ (1529) επεκύρωσε το διάταγμα του αυτοκράτορος και διέταξεν όπως οι Αναβαπτισταί φονεύωνται παντού ως άγρια θηρία, μόλις συλλαμβάνονται χωρίς δίκην ή δικαστήν. Ένας Αναβαπτιστής χρονικογράφος, ίσως υπερβάλλων, αναφέρει το αποτέλεσμα εις το ύφος των πρώτων χριστιανών συγγραφέων των βίων των άγιων:
«Μερικοί εβασανίσθησαν εις τον τροχόν και ετεμαχίσθησαν· άλλοι εκάησαν μέχρι ότου έγιναν στάκτη· μερικοί εψήθησαν επί στύλων η απεσπάσθησαν οι σάρκες των με πυρακτωμένος τσιμπίδας... ΄Αλλοι εκρεμάσθησαν επί δέντρων, απεκεφαλίσθησαν δια του ξίφους ή ερρίφθησαν εις το ύδωρ... Μερικοί απέθανον εκ πείνης ή εσάπισαν εις υπογείους φυλακάς... μερικοί οι οποίοι εθεωρήθησαν πολύ νέοι δια να εκτελεσθούν, εδάρησαν με ράβδους και πολλοί παρέμειναν επί έτη εις ανήλια πηγάδια... Πολλοί υπέστησαν διάτρησιν των παρειών των με πυρακτωμένα σιδηρά.... Οι υπόλοιποι κατεδιώκοντο από την μιαν χώραν εις την άλλην ή από το ένα μέρος εις το άλλο. Όπως οι κόρακες και οι κουκουβάγιες δεν πετούν την ημέραν, ήσαν συχνά υποχρεωμένοι να κρύπτωνται και να ζούν εις τους βράχους και τα σπήλαια, εις άγρια δάση η εις υπόγεια και πηγάδια».
Περί το 1530, λέγει ο σύγχρονος Σεβαστιανός Φράνκ, 2.000 Αναβαπτισταί εθανατώθησαν. Εις μίαν αλσατικήν πόλιν, την Ενσισχαίμ, εξετελέσθησαν 600. Εις το Σάλτσμπουργκ, εκείνοι οι όποιοι απηρνήθησαν την πίστιν των, έτυχον της χάριτος να αποκεφαλισθούν πριν τοποθετηθούν επί της πυράς. Οι αμετανόητοι εψήθησαν εις χαμηλόν πυρ μέχρις ότου απέθανον (1528). Οι Αναβαπτισταί συνέθεσαν συγκινητικούς ύμνους δια να αποθανατίσουν τα μαρτύρια αυτά. Πολλοί από τους συνθέτας των ύμνων έγιναν και αυτοί μάρτυρες με την σειράν των.
Παρ’ όλας αυτάς τας θανατώσεις, η αιρέσις ηύξανε και μετεκινήθη εις την Βόρειον Γερμανίαν. Εις την Πρωσσίαν και την Βυρτεμβέργην, μερικοί ευγενείς υπεδέχθησαν καλώς τους Αναβαπτιστάς ως φιλειρηνικούς και εργατικούς γεωργούς. Εις την Σαξονίαν, λέγει ένας εκ των παλαιοτέρων λουθηρανών ιστορικών, η κοιλάς της Βέρρα εγέμισεν από αυτούς και εις την Ερφούρτην ισχυρίσθησαν ότι απέστειλαν 300 ιεραποστόλους δια να προσηλυτίσουν τον αποθνήσκοντα κόσμον. Εις την Λυμπέκ, ο Γύργκεν Βούλλενβεφερ, ο οποίος κατηγορήθη δι’ αναβαπτισμόν, εντος συντόμου χρονικού διαστήματος επέτυχε τον έλεγχον επί της πόλεως (1533—34). Εις την Μοραβίαν, ο Χούμπμαϊερ εσημείωσε πρόοδον με την μετριοπαθή θεωρίαν του, η οποία ηρμήνευσε τον κομμουνισμόν όχι ως «κοινήν ιδιοκτησίαν» αλλ’ ως υποστηρίζοντα ότι «πρέπει κανείς να τρέφη τον πεινώντα, να δίδη ποτόν εις τον διψώντα, να ενδύη τον γυμνόν διότι εις την πραγματικότητα δεν είμεθα κύριοι των υπαρχόντων μας αλλά μόνον διαχειρισταί και διανομείς των». Ο Χάνς Χούτ, εμπνεόμενος από τας διδασκαλίας του Μύντζερ, απέσπασε τους Αναβαπτιστάς της Μοραβίας από τον Χούμπμαϊερ, κηρύττων πλήρη κοινοκτημοσύνην των αγαθών. Ο Χούμπμαϊερ απεσύρθη εις την Βιέννην όπου εκάη εις την πυράν η δε σύζυγός του ερρίφθη δέσμια εις τον Δούναβιν (1528).
Ο Χούτ και οι οπαδοί του εγκατέστησαν ένα κουμμουνιστικόν κέντρον εις το Αούστερλιτς, όπου, ως εάν προέβλεπον τον Ναπολέοντα, ηρνήθησαν πάσαν στρατιωτικήν υπηρεσίαν και κατήγγειλαν παν είδος πολέμου. Περιοριζόμενοι εις την καλλιέργειαν και εις την μικράν βιομηχανίαν, οι Αναβαπτισταί αυτοί διετήρησαν τον κομμουνισμόν των επί ένα σχεδόν αιώνα. Οι ευγενείς οι οποίοι κατείχον την γην τους επροστάτευον ως πλουτίζοντας τα κτήματα με την ευσυνείδητον εργασίαν των. Η καλλιέργεια της γης ήτο κοινή· τα υλικά δια την γεωργίαν και την χειροτεχνίαν ηγοράζοντο και διετίθεντο από τους κοινοτικούς άρχοντας μέρος έκ των προϊόντων κατεβάλλετο εις τον ιδιοκτήτην ως ενοίκιον και το υπόλοιπον διενέμετο αναλόγως των αναγκών. Κοινωνική μονάς δεν ήτο η οικογένεια αλλά ο οίκος (Hausbabe) περιλαμβάνων περί τα 400 έως 2000 πρόσωπα με κοινόν μαγειρείον, κοινόν πλυντήριον, σχολείον, νοσοκομείον και ζυθοποιείον. Τα παιδία, μετα τον απογαλακτισμόν, ανετρέφοντο από κοινού αλλά η μονογαμία παρέμεινε. Κατά τον Τριακονταετή Πόλεμον, δι’ ενός αυτοκρατορικού διατάγματος του 1622, κατηργήθη η κομμουνιστική αυτή κοινωνία. Τα μέλη της ησπάσθησαν τον καθολικισμόν ή εξωρίσθησαν. Μερικοί εκ των εξορίστων μετέβησαν εις την Ρωσίαν, άλλοι εις την Ουγγαρίαν. Θα είπωμεν και πάλιν περί αυτών.
Εις τας Κάτω Χώρας, ο Μελχιόρ Χόφμαν, ένας Σουηβός βυρσοδέψης, εκήρυξε το Ευαγγέλιον των Αναβαπτιστών με πολλήν επιτυχίαν. Εις το Λέυδεν, ο μαθητής του Γιάν Ματθύς κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να αναμένεται υπομονητικώς η Νέα Ιερουσαλήμ, αλλά θα έπρεπε να επιτευχθή αμέσως και εν ανάγκη, δια της βίας. Απέστειλεν ανα την Ολλανδίαν δώδεκα Αποστόλους δια να αναγγείλουν τα ευχάριστα νέα. Ο ικανώτερος εξ αυτών ήτο ένας νεαρός ράπτης, ο Γιάν Μπόυκελστσοον, γνωστός εις την ιστορίαν ως Ιωάννης εκ Λέυδεν και εις την όπεραν του Μάγιερμπεερ ως ο «Προφήτης». Χωρίς τυπικήν παιδείαν, είχεν οξύ πνεύμα, ζωηράν φαντασίαν, ωραίαν έμφανισιν, φυσικήν ευφράδειαν και αποφασιστικήν θέλησιν. Έγραψε και ανεβίβασεν επί σκηνής δράματα και συνέθεσε ποιήματα. ΄Οταν ανέγνωσε τα συγγράμματα του Θωμά Μύντζερ, ησθάνθη ότι όλαι αι άλλαι μορφαί του χριστιανισμού εκτός εκείνης η οποία είχε κερδίσει και χάσει την Μυλχάουζεν, ήσαν μικρόψυχοι και ανειλικρινείς. Ήκουσε τον Γιάν Ματθύς και προσεχώρησεν εις τον Αναβαπτισμόν (1533). Ήτο τότε 24 ετών. Κατά το αυτό έτος απεδέχθη μίαν μοιραίαν πρόσκλησιν να μεταβή και να κηρύξη εις το Μύνστερ, την πλουσίαν και πολυάνθρωπον πρωτεύουσαν της Βεστφαλίας.
Ονομασθέν από το μοναστήριον, πέριξ του οποίου ανεπτύχθη, το Μύνστερ ήτο φεουδαρχικώς υποτελές εις τον επίσκοπόν του και εις το μητροπολιτικόν συμβούλιον. Εν τούτοις η αύξησις της βιομηχανίας και του εμπορίου, είχε γεννήσει ενα βαθμόν δημοκρατίας. Οι συνερχόμενοι πολίται, αντιπροσωπεύοντες δέκα επτά συντεχνίας, εξέλεγον κατ’ έτος δέκα εκλέκτορας, οι όποιοι εξέλεγον το δημοτικόν συμβούλιον. Αλλ’ η μειονότης των εύπορων διέθετε την περισσοτέραν πολιτικήν ικανότητα και κατά φυσικόν λόγον εκυριαρχεί εις το συμβούλιον. Το 1525, ενθουσιασθείσαι από τας εξεγέρσεις των χωρικών, αι κατώτεροι τάξεις παρουσίασαν εις το συμβούλιον τριάντα εξ «αιτήματα». Ολίγα εξ αυτών έγιναν δεκτά, τα υπόλοιπα παρεπέμφθησαν εις τας καλένδας. Ένας λουθηρανός ιεροκήρυξ, ο Βερνάρδος Ρόττμαν, έγινεν ο συνήγορος των δυσηρεστημένων και εζήτησεν από τον Γιάν Ματθύς να αποστείλη μερικούς Ολλανδούς Αναβαπτιστάς εις βοηθειάν του. Ο Ιωάννης εκ Λέυδεν εφθασε την 13ην Ιανουαρίου 1534 και μετ’ολίγον και ο ίδιος ο Γιάν Ματθύς. Το «κόμμα της τάξεως», φοβούμενον ταραχάς, εκανόνισεν όπως ο επίσκοπος Φράντς φόν Βαλδέκ εισέλθη εις την πόλιν με τους 2.000 στρατιώτας του. Ο όχλος, υπό την ηγεσίαν του Γιάν Ματθύς και του Ιωάννου εκ Λέυδεν, τους επολέμησεν εις τας οδούς, τους εξέβαλεν εκ της πόλεως και κατέλαβε στρατιωτικώς το Μύνστερ (10 Φεβρουάριου 1534). ΄Εγιναν νέαι εκλογαί οι Αναβαπτισταί εκέρδισαν το συμβούλιον· δυο εξ αυτών, ο Κνίππερντολλινγκ και ο Κίππενμπροϊκ, εξελέγησαν δήμαρχοι. Το συναρπαστικόν πείραμα ήρχισε.
Το Μύνστερ ευρέθη αμέσως εις κατάστασιν πολέμου, πολιορκούμενον από τον επίσκοπον και τον ενισχυθέντα στρατόν του και φοβούμενον ότι εντός ολίγου όλαι αι δυνάμεις της ισχυούσης τάξεως εις την Γερμανίαν θα συνηνούντο εναντίον του. Δια να προστατευθή εναντίον εσωτερικής αντιδράσεως, το νέον συμβούλιον εθέσπισεν, ότι όλοι οι μη Αναβαπτισταί πρέπει να δεχθούν να βαπτισθούν εκ νέου ή να εγκαταλείψουν την πόλιν. Το μέτρον ήτο σκληρόν διότι εσήμαινεν ότι γέροντες, γυναίκες φέρουσαι βρέφη και γυμνόποδα παιδία θα έπρεπε να αναχωρήσουν από την πόλιν εις την καρδίαν του γερμανικού χειμώνος. Κατά την διάρκειαν της πολιορκίας και τα δύο μέρη εξετέλουν αμειλίκτως όσους ανεκάλυπτον ότι ειργάζοντο υπερ του εχθρού. Υπό την πίεσιν του πολέμου, υπεράνω του συμβουλίου ετέθη μια λαϊκή συνέλευσις και μία επιτροπή δημοσίας ασφαλείας, εις τας οποίας εκυριάρχουν οι θρησκευτικοί ηγέται. Ο Ματθύς έπεσε μαχόμενος εις μίαν ανεπιτυχή έξοδον (5 Απριλίου 1534) και μετά τούτα ο Ιωάννης εκ Λέυδεν εκυβέρνα την πόλιν ως βασιλεύς αυτής.
Ο «κομμουνισμός» ο οποίος καθιερώθη τώρα, ήτο μία πολεμική οικονομία, όπως πρέπει ίσως να είναι κάθε αυστηρός κομμουνισμός· διότι οι άνθρωποι είναι εκ «φύσεως άνισοι και δύνανται να πεισθούν να μοιράσουν τα αγαθά και τας τύχας των μόνον από ένα κοινόν και ζωτικόν κίνδυνον. Η εσωτερική ελευθερία ποικίλλει αναλόγως της εξωτερικής ασφαλείας και ο κομμουνισμός εκπηδά από τας πιέσεις της ειρήνης. Βλέποντες την ζωήν των εις κίνδυνον εαν θα έχανον την ενότητά των, εμπνεόμενοι από θρησκευτικήν πίστιν και γοητεύουσαν ευγλωττίαν, οι πολιορκούμενοι εδέχθησαν μίαν «σοσιαλιστικήν θεοκρατίαν» με την απεγνωσμένην ελπίδα ότι επραγματοποίουν την Νέαν Ιερουσαλήμ, την οποίαν είχεν οραματισθή η Αποκάλυψις. Τα μέλη της επιτροπής της δημοσίας ασφαλείας ωνομάσθησαν «οι πρεσβύτεροι των δώδεκα φυλών του Ισραήλ» και ο Ιωάννης εκ Λέυδεν έγινε «βασιλεύς του Ισραήλ». ΄Ισως δια να δώσουν εις τα μάτια των απλοϊκών κάποιαν αξιοπρέπειαν εις το αβέβαιον αξιωμά των, ο Ιωάννης και οι υπασπισταί του περιεβλήθησαν τας λαμπράς ενδυμασίας, τας οποίας είχον εγκαταλείψει οι πλούσιοι εξόριστοι. Διάφοροι εχθροί των κατηγόρουν τους ριζοσπάστας αρχηγούς ότι έτρωγον αφθόνως καθ’ ον χρόνον ο πολιορκούμενος πληθυσμός εκινδύνευε να αποθάνη εκ πείνης. Η μαρτυρία δεν είναι πειστική οι δε ηγέται αισθάνονται πάντοτε μίαν επιτακτικήν υποχρέωσιν να διατηρούνται καλώς. Τα πλείστα των κατασχεθέντων ειδών πολυτελείας είχον διανεμηθή εις τον λαόν· «οι πτωχότεροι εξ ημών», έγραφεν ένας εξ αυτών, «περιφέρονται πλουσίως ενδεδυμένοι»· επείνων με μεγαλοπρέπειαν.
Κατά τα άλλα, ο κομμουνισμός του Μύνστερ ήτο περιωρισμένος και προσωρινός. Οι κυβερνώντες, συμφώνως προς ένα εχθρικώς διακείμενον μάρτυρα, εθέσπισαν ότι «όλα τα υπάρχοντα πρέπει να είναι κοινά», αλλά εις την πραγματικότητα η ατομική ιδιοκτησία εξηκολούθει να υφίσταται εις όλα· πλήν των κοσμημάτων, των πολυτίμων μετάλλων και της πολεμικής λείας. Τα γεύματα ελαμβάνοντο από κοινού αλλά μόνον από εκείνους οι όποιοι μετείχον εις την άμυναν της πόλεως. Κατά τα γεύματα αυτά ανεγιγνώσκετο ένα κεφάλαιον από την Αγίαν Γραφήν και εψάλλοντο θρησκευτικοί ύμνοι. Τρεις «διάκονοι» είχον διορισθή δια να φροντίζουν δια τας ανάγκας των πτωχών και δια να εξασφαλίζωνται τα υλικά δια τας ελεημοσύνας αυτάς, οι υπολειπόμενοι εύποροι επείθοντο ή εξηναγκάζοντο να διαθέσουν τα περισσεύματά των. Καλλιεργήσιμον έδαφος εντός της πόλεως διετέθει εις εκάστην οικογένειαν αναλόγως του αριθμού των μελών της. Ένα διάταγμα επεκύρωσε την πατροπαράδοτον κυριαρχίαν του ανδρός επί της συζύγου του.
Η δημοσία ηθική εκανονίζετο με αυστηρούς νόμους. Χοροί, παιγνίδια και θρησκευτικά δράματα ενεθαρρύνοντο, υπό επίβλεψιν, αλλά η μέθη και η χαρτοπαιξία ετιμωρούντο αυστηρώς, η πορνεία απηγορεύετο, αι εξώγαμοι σεξουαλικαί σχέσεις και η μοιχεία ήσαν μεγάλα εγκλήματα. Η ύπαρξις υπεραρίθμων γυναικών, οφειλομένη εις την φυγήν πολλών ανδρών, ηνάγκασε τους ηγέτας να θεσπίσουν, βάσει βιβλικών προηγουμένων, ότι γυναίκες μη έχουσαι δεσμόν, θα εγίνοντο «σύντροφοι των συζύγων», εις την πραγματικότητα παλλακίδες. Αι προστιθέμεναι αυταί γυναίκες φαίνεται ότι επροτίμων την κατάστασιν αυτήν από την μονήρη στειρότητα. Μερικοί συντηρητικοί εις την πόλιν διεμαρτυρήθησαν, ωργάνωσαν μίαν εξέγερσιν και εφυλάκισαν τον βασιλέα· αλλά οι στρατιώται των, μεθυσθέντες μετ’ ολίγον με οίνον, κατεσφάγησαν από τους Αναβαπτιστάς στρατιώτας· εις την νίκην αυτήν της Νέας Ιερουσαλήμ, αι γυναίκες έπαιξαν ανδρικόν ρόλον. Ο Ιωάννης, απελευθερωθείς και επανενθρονισθείς, έλαβε πολλάς συζύγους και (όπως λέγει ο εχθρικός χρονογράφος) εκυβέρνησε με βίαν και τυραννίαν. Πρέπει να είχε θελκτικάς ιδιότητας διότι πολλοί ηνείχοντο ευχαρίστως την κυριαρχίαν του και προσέφερον την ζωήν των εις την υπηρεσίαν του. ΄Οταν εζήτησεν εθελοντάς να τον ακολουθήσουν εις μίαν έξοδον εναντίον του στρατοπέδου του επισκόπου, παρουσιάσθησαν περισσότεραι γυναίκες από όσας εθεώρει φρόνιμον να χρησιμοποιήση. ΄Οταν εζήτησεν «αποστόλους» να διακινδυνεύσουν διερχόμενοι δια μέσου των πολιορκητών δια να ζητήσουν βοήθειαν από άλλας ομάδας Αναβαπτιστών, δώδεκα άνδρες επεχείρησαν να διέλθουν δια των εχθρικών γραμμών, συνελήφθησαν όλοι και εφονεύθησαν. Μια ενθουσιώδης γυνή, εμπνεομένη από την ιστορίαν της Ιουδείθ, εξήλθε δια να δολοφονήση τον επίσκοπον αλλ’ ανεκαλύφθη και εθανατώθη.
Αν και πολλοί Αναβαπτισταί εις την Γερμανίαν και την Ολλανδίαν απέκλειον την καταφυγήν εις την βίαν, την όποιαν μετεχειρίζοντο οι αδελφοί των του Μύνστερ, πολύ περισσότεροι επεκρότησαν την επανάστασιν. Η Κολωνία, η Τρίερ, το ΄Αμστερνταμ και το Λέυδεν εψιθύριζον αναβαπτιστικάς προσευχάς δια την επιτυχίαν της. Από το Άμστερνταμ απέπλευσαν πενήντα πλοία (22 και 25 Μαρτίου 1535) δια να μεταφέρουν ενισχύσεις εις την πολιορκουμένην πόλιν αλλά όλα διεσκορπίσθησαν υπό των ολλανδικών αρχών. Την 28 Μαρτίου, απηχούσα την εξέγερσιν του Μύνστερ, μία συμμορία Αναβαπτιστών κατέλαβε και ωχύρωσεν ένα μοναστήριον εις την Δυτικήν Φρισλανδίαν· τούτο κατεβλήθη με απώλειαν 800 ψυχών.
Αντιμετωπίζουσαι την επεκτεινομένην αυτήν ανταρσίαν, όλαι αι συντηρητικαί δυνάμεις της αυτοκρατορίας, προτεστάνται και καθολικοί, επεστρατεύθησαν δια να καταβάλουν τους Αναβαπτιστάς οπουδήποτε ευρίσκοντο. Ο Λούθηρος, ο όποιος το 1528 είχε συστήσει επείκειαν προς τους νέους αιρετικούς, συνέστησε το 1530 «την χρήσιν του ξίφους» εναντίον των ως «όχι μόνον βλάσφημων αλλά εξαιρετικώς στασιαστικών» και ο Μελάγχθων συνήργησε με αυτόν. Η μία πόλις μετά την άλλην απέστελλεν άνδρας ή χρήματα εις τον επίσκοπον· μία δίαιτα εις την Βόρμς (4 Απριλίου 1535) ώρισεν ένα φόρον εις ολόκληρον την Γερμανίαν δια να χρηματοδοτηθή η πολιορκία. Ο επίσκοπος κατώρθωσε τώρα να περικλείση την πόλιν και να αποκόψη αποτελεσματικώς τους ανεφοδιασμούς της.
Αντιμετωπίζων την πείναν και την πτώσιν του ηθικού, ο βασιλεύς Ιωάννης εξήγγειλεν ότι όλοι όσοι επεθύμουν, ηδύναντο να εγκαταλείψουν την πόλιν. Πολλαί γυναίκες και παιδία και μερικοί άνδρες επωφελήθησαν της ευκαιρίας. Οι άνδρες εφυλακίσθησαν ή εφονεύθησαν από τους στρατιώτας του επισκόπου, οι οποίοι ελυπήθησαν τάς γυναίκας και τας εχρησιμοποίησαν εις διαφόρους υπηρεσίας. Ένας από τους «πρόσφυγας» έσωσε την ζωήν του προσφερθείς να δείξη εις τους πολιορκητάς ενα μη υπερασπιζόμενον μέρος των τειχών. Υπό την οδηγίαν του, μία δύναμις από Λάντσκνεχτς ανήλθεν επ’ αυτών και ήνοιξε μίαν πύλην (24 Ιουνίου)· εντός ολίγου, πολλαί χιλιάδες στρατιωτών εισέδυσαν εις την πόλιν. Η πείνα είχε κάμει το έργον της και μόνον 800 από τους πολιορκουμένους ηδύναντο να φέρουν ακόμη όπλα. Ωχυρώθησαν προχείρως εις την αγοράν· κατόπιν παρεδόθησαν με την υπόσχεσιν ότι θα τους εδίδετο η άδεια να αναχωρήσουν από το Μύνστερ. ΄Οταν παρέδωσαν τα όπλα των, κατεσφάγησαν ομαδικώς. Αι οικίαι ηρευνήθησαν και 400 κρυμμένοι επιζώντες εσφάγησαν. Ο Ιωάννης εκ Λέυδεν και δύο από τους υπασπιστάς του εδέθησαν επί πασσάλων ·όλα τα μέρη του σώματός των εκάησαν με πυρακτωμένας τσιμπίδας μέχρις ότου «όλοι σχεδόν όσοι ίσταντο εις την αγοράν ησθάνθησαν αηδίαν από την κακοσμίαν». Αι γλώσσαι των απεσπάσθησαν από τα στόματά των και τέλος τους εκάρφωσαν μίαν μάχαιραν εις την καρδίαν.
Ο επίσκοπος ανέκτησε την πόλιν του και ηύξησε την προηγουμένην ισχύν του. Εις το εξής όλαι αι πράξεις των πολιτικών αρχών υπέκειντο εις το επισκοπικόν βέτο. Ο ρωμαιοκαθολικισμός αποκατεστάθη θριαμβευτικώς. Εις ολόκληρον την αυτοκρατορίαν, οι Αναβαπτισταί, φοβούμενοι δια την ζωήν των, απηρνούντο παν μέλος της αιρέσεως των το οποίον ήτο ένοχον διαπράξεως βίας. Εν τούτοις πολλοί από τους φιλησύχους αυτούς αιρετικούς εξετελέσθησαν. Ο Μελάγχθων και ο Λούθηρος συνέστησαν εις τον Φίλιππον της Έσσης να θανατώση όλους όσοι ανήκον εις την αίρεσιν. Οι συντηρητικοί ηγέται ησθάνοντο οτι μια τόσον σοβαρά απειλή κατά της υφισταμένης οικονομικής και πολιτικής τάξεως έπρεπε να τιμωρηθή με αυστηρότητα η οποία θα παρέμενεν αλησμόνητος.
Οι Αναβαπτισταί εδέχθησαν το μάθημα, ανέβαλον τον κομμουνισμόν δια το τέλος της χιλιετηρίδος και περιωρίσθησαν εις την άσκησιν εκείνων εκ των αρχών των -εγκρατούς, απλής, ευλαβούς και ειρηνικής ζωής- αι οποίαι δεν προσέβαλλον το κράτος. Ο Μέννον Σίμονς, ένας καθολικός ιερεύς προσηλυτισθείς εις τον Αναβαπτισμόν (1531), έδωσεν εις τους Γερμανούς και Ολλανδούς οπαδούς του τοιαύτην σοφήν καθοδήγησιν ώστε οι Μεννονίται επέζησαν από όλας τας περιπετείας και συνεκρότησαν επιτυχείς αγροτικάς κοινότητας εις την Ολλανδίαν, την Ρωσίαν και την Αμερικήν. Δεν υπάρχει σαφής συγγένεια μεταξύ των Ευρωπαίων Αναβαπτιστών και των Άγγλων Κουακέρων και των Αμερικανών Βαπτιστών, αλλά η υπό των Κουακέρων καταδίκη του πολέμου και των όρκων και επιμονή των Βαπτιστών εις το βάπτισμα των ενηλίκων, προφανώς κατάγονται από τας ιδίας παραδόσεις πίστεως και συμπεριφοράς, αι οποίαι εις την Ελβετίαν, την Γερμανίαν και την Ολλανδίαν έλαβον αναβαπτιστικάς μορφάς. Όλαι σχεδόν αυταί αι ομάδες είχον κοινήν μιαν αρετήν, την διάθεσιν των να ανέχωνται ειρηνικώς πίστεις διαφορετικάς από την ιδικήν των. Η θεολογία, η οποία τους εστήριξε δια μέσου ταλαιπωριών, πτωχείας και μαρτυρίων, δέν συνταυτίζεται με την πρόσκαιρον φιλοσοφίαν μας αλλα και αυτοί επίσης, με την ειλικρίνειαν, την ευσέβειάν των και ευπροσηγορίαν των, επλούτισαν την κληρονομίαν μας και ελύτρωσαν την κηλιδωμένην μας ανθρωπότητα.