Χρόνος για τον Θεό σημαίνει το διάστημα της αναμονής ανάμεσα στο «χτύπημα πάνω στην πόρτα» και στη στιγμή που θα Του την ανοίξουμε διάπλατα. (Εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού” (Αποκ. 3, 20). Υπό αυτή την έννοια, ο χρόνος υποδηλώνει επίσης την ελευθερία του ανθρώπου και τον μεγάλο σεβασμό που έχει ο Θεός για τα πλάσματά Του. Ο Θεός δεν μπαίνει στην καρδιά του ανθρώπου με τη βία. Η ένωση μαζί Του μέσα στην αγάπη μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την ελεύθερη ανταπόκριση μας προς την προσφορά της. Αυτός είναι ο λόγος που ο Θεός μάς δίνει χρόνο. Και εξαιτίας του σεβασμού που έχει για τα πλάσματα Του, ο χρόνος αυτός βιώνεται τόσο από τον Θεό όσο και από τον άνθρωπο… Διότι δεν χωρά αμφιβολία πως όταν δεν ακούμε τη φωνή του Θεού, ή επιλέγουμε να μην απαντήσουμε σε αυτήν, είμαστε απλώς σε αναμονή –περιπίπτουμε σε μία κατάσταση αναμονής διαφόρων πραγμάτων και τελικά ζούμε ολότελα βυθισμένοι στον χρόνο. Όταν όμως αυτό που περιμένουμε είναι μεγάλης προσωπικής σημασίας για μας, τότε αντιλαμβανόμαστε περισσότερο το πέρασμα του χρόνου. Και αυτή η αναμονή για κάποιο σπουδαίο γεγονός περιλαμβάνει πάντα κάτι χαρούμενο, το οποίο καταλαμβάνει την ψυχή και απομακρύνει την ανία. Η πιο έντονη προσδοκία ή αναμονή, η μεγαλύτερη επιθυμία όλων είναι αυτή της ανεπιφύλακτης αγάπης από ένα άλλο πρόσωπο…
Ο χρόνος είναι όπως η απόσταση ανάμεσα στα δύο άκρα μιας γέφυρας. Υπάρχει σε αυτό κάτι το ασαφές, κάτι το αβέβαιο. Πρόκειται για μία κατάσταση κίνησης είτε προς τον θάνατο είτε προς την πληρότητα της ζωής…
Ο χρόνος είναι πραγματικός και δημιουργικός μονάχα όταν, ταξιδεύοντας μέσα σε αυτόν, ο άνθρωπος προχωράει μέσα στην ένωση της δικής του ζωής με αυτή των άλλων και με την άπειρη ζωή του Θεού. Στην αιωνιότητα φτάνουμε μόνο περνώντας μέσα από τον χρόνο, ως ένα αληθινό ταξίδι – όχι προσπαθώντας να ξεφύγουμε από αυτόν. Και περνάμε μέσα από αυτό το πραγματικό μεσοδιάστημα, μόνο στον βαθμό που ενώνουμε τους εαυτούς μας εν αγάπη με το υπέρτατο Πρόσωπο του Θεού.
Ο χρόνος που απλά μεσολαβεί ανάμεσα σε ένα πρόσωπο και στα πράγματα εκείνα που το πρόσωπο αυτό θέλει να αρπάξει, ή ανάμεσα σε ένα πρόσωπο και στους διπλανούς του, πάνω στους οποίους το πρόσωπο αυτό θέλει να κυριαρχήσει και να εκμεταλλευτεί, στην πραγματικότητα δεν είναι καν χρόνος· είναι απλά μία μετατόπιση μέσα στην έρημο του εαυτού μας, που οδεύει κατά πάνω στον ολοκληρωτικό θάνατο. Όσο παραμένουμε κλεισμένοι μέσα στους εαυτούς μας, ο Θεός φεύγει μακριά μας, διότι απομακρυνόμαστε από τους άλλους ανθρώπους και δεν μπορούμε να εισέλθουμε σε προσωπική κοινωνία μαζί τους.
Ο χρόνος θα φτάσει στο τέλος του, μόνο όταν έχουμε ανταποκριθεί πλήρως και άμεσα στο κάλεσμα του Θεού ή όταν έχουμε οριστικά και τελειωτικά κλειστεί μέσα στον εαυτό μας και στη μοναξιά μας, εκεί όπου δεν δεχόμαστε κανένα κάλεσμα και δεν υπάρχει πια καμία πιθανότητα ανταπόκρισης. Η συνεχής άρνηση ανταπόκρισης στη προσφορά της αγάπης, ακινητοποιεί πνευματικά τον άνθρωπο σε πλήρη αδυναμία επικοινωνίας. Σε αυτό το σημείο δεν υπάρχει αναμονή, ούτε ελπίδα και προσδοκία. Είναι μάλλον αμφίβολο εάν σε αυτή την κατάσταση έχει νόημα να μιλάμε για τον χρόνο – πόσο μάλλον για την πληρότητα της αιωνιότητας.
π. Δημήτριος Στανιλοάε