(Στεφανίδου Εκκλησιαστικη Ιστορία, εκδ.Παπαδημητρίου σελ. 630-631)
Εν Γερμανία οι άκροι οπαδοί του Λουθήρου απεμακρύνθησαν αυτού, ως συντηρητικού. Έφθασαν εις ενθουσιαστικάς τάσεις (ψυχικήν και νευρικήν διέγερσιν), δια τας οποίας κυρίως διεκρίθησαν οι προφήται της πόλεως Τσβίκαου και ο αρχηγός αυτών Θωμάς Μύντσερ. Όμοιαι τάσεις παρουσιάσθησαν και εν Ελβετία (εν Ζυρίχη) εις τους οπαδούς του Ζβιγγλίου. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι κατεπολέμουν τον νηπιοβαπτισμόν, διότι αντέβαινεν εις την εκ πίστεως σωτηρίαν (τα νήπια δεν είναι δυνατόν να έχωσι πίστιν), αλλ’ οι δεύτεροι εισήγαγον τον αναβαπτισμόν (από του 1524), ο οποίος βαθμηδόν επεκράτησεν εις όλους τους οπαδούς της τάσεως ταύτης. Ωνομάσθησαν «Αναβαπτισταί». Απετέλεσαν αυτοτελείς κοινότητας άνευ αρχηγών, της κοινότητος εχούσης την εξουσίαν. Προσέβαλλον τους άλλους Προτεστάντας εις δύο θεμελιώδεις αυτών διδασκαλίας, την περί της Αγίας Γραφής και την περί της εκ πίστεως σωτηρίαν. Οι άλλοι Προτεστάνται, αν και εφρόνουν, ότι ο άνθρωπος πρέπει να επικοινωνή απ’ ευθείας μετά του Θεού («προσωπική θρησκευτικότης»), εν τούτοις εδέχοντο, ότι ο Θεός απεκάλυψεν εαυτόν και το θέλημα αυτού εν τη Αγία Γραφή και ότι αύτη αποτελεί την ανωτάτην αυθεντίαν.
Οι Αναβαπτισταί ενέμενον αυστηρότερον εις την «προσωπικήν θρησκευτικότητα», εδέχοντο ότι ο Θεός αποκαλύπτει εαυτόν και την θέλησιν αυτού απ’ ευθείας εις έκαστον πιστόν δια της «θείας ελλάμψεως» (έκαστος θεόπνευστος), η δε Αγία Γραφή είναι απλώς η εις άλλους αρχαιοτέρους πιστούς γενομένη θεία αποκάλυψις. Η «θεία έλλαμψις», ως άμεσος μετά του Θεού επικοινωνία, είναι ανωτέρα και αύτη αποτελεί την ανωτάτην αυθεντίαν εν τοις θρησκευτικοίς, η δε Αγία Γραφή έχει δευτερεύουσαν και βοηθητικήν μόνον σημασίαν. Η Αγία Γραφή εν συγκρίσει προς την άμεσον αποκάλυψιν είναι τι εξωτερικόν και ξένον προς ημάς, είναι τι υλικόν, το να εκλαμβάνη δε τις αυτήν ως την ανωτάτην αυθεντίαν, καταστρέφει τον άμεσον και εσωτερικόν χαρακτήρα, τον οποίον πρέπει να φέρη η θρησκευτικότης, και είναι οιονεί εις άλλος νέος πάπας τεθείς εις την θέσιν του παλαιού. Όπως οι Προτεστάνται αφήρεσαν τον πάπαν και εις την θέσιν αυτού έθεσαν την Αγίαν Γραφήν, ούτως οι Αναβαπτισταί αφήρεσαν και την Αγίαν Γ ραφήν και εις την θέσιν αυτής έθεσαν την άμεσον αποκάλυψιν. Όσον αφορά την εκ πίστεως σωτηρίαν, οι Αναβαπτισταί εφρόνουν, ότι είναι μεν κατ’ αρχήν ορθή, αλλ’ οι Προτεστάνται δεν είχον την πρέπουσαν περί ταύτης αντίληψιν. Κατά τους Αναβαπτιστάς, η απλή πίστις δεν είναι αρκετή προς σωτηρίαν, αλλά χρήζει συμπληρώσεως. Απαιτείται να συναισθανθή τις την δυσκολίαν της σωτηρίας, τον κίνδυνον, τον οποίον διατρέχει να καταδικασθή εις αιώνιον τιμωρίαν, και να δοκιμάση ένεκα τούτου την αγωνίαν. Την αγωνίαν ταύτην ωνόμαζον «σταυρόν», ως αντιστοιχούσαν προς την επί του σταυρού αγωνίαν του Χριστού. Πρέπει τις να διέλθη δια του σταυρού και τότε η πίστις λαμβάνει τον πρέποντα χαρακτήρα και καθίσταται πράγματι σώζουσα. Το να αφίνη τις να υπονοηθή, ότι δι’ απλής και συνήθους πίστεως επιτυγχάνεται η σωτηρία, καθιστά την σωτηρίαν παιδαριώδη, φέρει εις κίνδυνον την σοβαρότητα αυτής και επομένως αυτήν ταύτην την σωτηρίαν.
Εν Γερμανία η πόλις Μύνστερ απέβη η ακρόπολις του αναβαπτισμού (1534]35). Η πόλις περιήλθεν εις την εξουσίαν των Αναβαπτιστών, οι οποίοι εζήτουν να μεταβάλωσιν αυτήν εις την «ουράνιον Ιερουσαλήμ», δια της εκδιώξεως των αντιφρονούντων και κατακαύσεως όλων των βιβλίων, πλην της Αγίας Γραφής. Εισήγαγον την κοινοκτημοσύνην, το μεν ένεκα της πολιορκίας, εις την οποίαν ευρέθησαν υπό των αντιπάλων, το δε εκ λόγων θρησκευτικών. Εφρόνουν, ότι η αποστολική κοινότης είχεν όλα ανεξαιρέτως κοινά (Πράξεων 2,44. 4,32) και ότι η ίδρυσις της βασιλείας του Θεού θα επανέφερε την παραδείσιον εκείνην εποχήν των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Έφθασαν και εις αντινομιστικάς ιδέας και πράξεις (το κακόν είναι αγαθόν). Μετ’ ολίγον οι Αναβαπτισταί απώλεσαν την πόλιν και ετιμωρήθησαν αυστηρώς. Οι αρχηγοί υπέστησαν βασανιστήρια, ημιθανείς ετέθησαν εν σιδηροίς καλαθίοις και εκρεμάσθησαν εκ του κωδωνοστασίου της εκκλησίας, όπου τα οστά αυτών έμειναν μέχρι του δευτέρου ημίσεως της ιθ' εκατονταετηρίδος (1881). Κατά των Αναβαπτιστών διεξήχθησαν γενικώτεροι διωγμοί εν προτεσταντικαίς και μάλιστα εν καθολικαίς χώραις. Παρά τινι μερίδι των Αναβαπτιστών υπεχώρησαν αι ενθουσιαστικαί τάσεις. Την μερίδα ταύτην υπεστήριξε ο εξ Ολλανδίας πρώην καθολικός ιερεύς Μέννων (+1559), οι οπαδοί του οποίου εκλήθησαν Μεννωνίται. Διεδόθησαν εν Ολλανδία και τη Βορείω Γερμανία. Διετήρησαν την απόρριψιν του νηπιοβαπτισμού και επομένως τον αναβαπτισμόν. Εξ επιδράσεως αυτών προέκυψαν οι «Βαπτισταί» της Αγγλίας (αρχάς ιζ' εκατονταετηρίδος). Δέχονται την «θείαν έλλαμψιν» (την άμεσον εις έκαστον θείαν αποκάλυψιν), επικειμένην την δευτέραν παρουσίαν και χιλιαστικάς ιδέας. Οι Μεννωνίται και οι Βαπτισταί υφίστανται μέχρι σήμερον.