ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
A. Ποιος είναι για κλάματα
α. Ο δίκαιος μεταβαίνει από τον θάνατο στη ζωή (Ιωάν. 5:24). Δεν πεθαίνει, αλλά ζει αιωνίως στη Βασιλεία του Θεού. Άρα ο δίκαιος (λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) δεν είναι για κλάματα. Για κλάματα είναι εκείνος που ζει στην αμαρτία. Αυτός, είτε ζει, είτε πεθαίνει, είναι αξιοθρήνητος (Εις Αδριάντας, ΣΤ' 3). Πολύ περισσότερον, όταν πεθαίνει. Πάει στο σκότος το εξώτερον!!!
β. Εμείς, όταν πεθαίνει ένας γέρος εκατό χρόνων (που έζησε μακρυά από τον Χριστό, και μέσα στην αμαρτία) δεν τον κλαίμε. Ήταν γέρος!.. Όταν πεθαίνει ένα παλικάρι, που έζησε με αγνότητα, και κοντά στον Χριστό, κλαίμε. Χάθηκε ένας νέος! Όμως, για κλάματα είναι ο γέρος!..
Β. Ο αποχωρισμός
α. Ο απόστολος Παύλος κήρυττε στην Έφεσσο. Οι χριστιανοί τον αγάπησαν. Δέθηκαν μαζί του. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, όλοι έκλαιαν απαρηγόρητα. Έπεφταν πάνω του!!! Τον αγκάλιαζαν και τον καταφιλούσαν!!! (Πράξ. 20:37-38) Ο δε Παύλος, δεν τους έλεγε «μην κλαίτε» αλλά τους άφηνε να κλαίνε! «Εγώ νομίζω (λέει ο ιερός Χρυσόστομος) πώς και ο Παύλος έκλαιε» (Όμιλ. ΜΕ',6., εις Πράξ.). «Γιατί κλαίτε, και μου σκίζετε την καρδιά;» έλεγε (ο Παύλος) σε παρόμοια περίπτωση (Πράξ 21:12). Είναι αξιοπρόσεκτο. Ο ουρανοβάμων Παύλος έκλαιε κατά την ώρα του αποχωρισμού!!!
β. Αν ο πρόσκαιρος αποχωρισμός «στοιχίζει» τόσο πολύ (ακόμα και στον άγιο), πόσο μάλλον ο μόνιμος αποχωρισμός, που είναι ο θάνατος. «Ποίος χωρισμός, ω αδελφοί, ποίος θρήνος εν τη παρούση ροπή» (Νεκρώσιμον). Το κλάμα (ακόμα και στους αγίους) είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Ιδού:
• Ο άγιος Δαβίδ, όταν έχασε τον υιό του Αβεσσαλώμ, κλείσθηκε στο δωμάτιό του, και έκλαιε απαρηγόρητα. Πηγαίνοντας δε προς το δωμάτιο μονολογούσε: «Παιδί μου, Αβεσσαλώμ παιδί μου, παιδί μου Αβεσσαλώμ. Παιδί μου, παιδί μου!» (Β΄Βασιλ. 18:33).
• Kι ’ όταν πέθανε η μάνα του Μ. Βασιλείου, ο άγιος έκλαιε σα μικρό παιδί. Έγραφε στον Επίσκοπο Ευσέβιο: «Μη με περιγελάσεις που κλαίω, και έμεινα ορφανός σε τέτοια ηλικία. Συγχώρεσέ με, που δεν μπορώ να υπομένω τον αποχωρισμό μιας ψυχής, που δε βλέπω τίποτε αντάξιο σ’ αυτόν τον κόσμο».
• Και η Παναγία, βλέποντας τον Υιό της να πορεύεται προς τον Γολγοθά, έκλαιε απαρηγόρητα, κτυπώντας τα στήθη της (Λουκ. 23.27).
Γ. Ανακουφίζονται οι πενθούντες
α. Το κλάμα έχει και την ψυχολογική του εξήγηση. Είναι μια «εκτόνωση». Το βαρύτατο φορτίο της λύπης, μετασχηματίζεται σε δάκρυα, και φεύγει από τον άνθρωπο, και «ξαλαφρώνει» ο άνθρωπος. Γι ’ αυτό η Γραφή συμβουλεύει τους πενθούντας να κλαίνε για να παρηγορούνται (Σειράχ 36:16-18). Και γι’ αυτό η καλύτερη παρηγοριά για κείνον που πενθεί, είναι να τον αφήνομε να κλαίει να «ξεσκάει».
β. Όταν τον εμποδίζομε, τον ζημιώνομε ψυχολογικά, «τον σκάμε». Η λύπη συσσωρεύεται μέσα του, εγκυμονώντας πολλούς κινδύνους. ( Αλήθεια. Αν δεν κλάψει η μάνα όταν χάνει το παιδί της, πότε θα κλάψει;)
Δ. Ανακουφίζονται, και οι νεκροί
Καθώς πέθαινε ένας μοναχός, άνοιξε τα μάτια και είδε γύρω του να τον κλαίνε οι συγγενείς και οι φίλοι του. Και μ’ αυτό παρηγορήθηκε η ψυχή του (Ευεργετ. τόμ.Α., σελ. 189,7). Άρα, όταν κλαίνε οι συγγενείς, παρηγορείται η ψυχή. Γι’ αυτό ο νεκρός επιζητεί το κλάμα: «κλαύσατε πάντες επ’ εμοί, αδελφοί και φίλοι, συγγενείς και γνωστοί» (Νεκρώσιμον).
Ε. Πώς πρέπει να κλαίμε
α. Ο Χριστός είπε για τον νεκρό Λάζαρο: «Κοιμάται, θα πάω να τον ξυπνήσω». Και παρόλο αυτό, έκλαψε! Ποιος κλαίει (λέει ο Μ. Βασίλειος) όταν κοιμάται ο φίλος του, και πάει να τον ξυπνήσει; Ο Χριστός (συνεχίζει ο άγιος) έκλαψε συμβολικά. Για να μας δείξει, πώς πρέπει να κλαίμε (Περί Ευχαριστίας). Ήτοι, να κλαίμε, όχι σαν τους αθέους, «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσ. 4:14), αλλά σαν τους πιστούς που πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού και στη Βασιλεία Του. Να κλαίμε με την ελπίδα, πως ο αδελφός μας μετέστη από τη γη στον ουρανό, και μια μέρα θα αναστηθεί, όπως ανέστη ο Λάζαρος. Να κλαίμε σαν τον Μ. Βασίλειο, σαν την Παναγία, σαν το Χριστό.
β. Όμως, αλλιώς κλαίμε, όταν πεθαίνει ο δίκαιος, και αλλιώς, όταν πεθαίνει ο αμαρτωλός. Όταν πεθαίνει ο δίκαιος, κλαίμε μεν επειδή έφυγε από κοντά μας, αλλά και νοιώθομε ανακούφιση, επειδή πορεύτηκε εις τόπο αναπαύσεως, «μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον». Όταν όμως πεθαίνει ο αμαρτωλός, κλαίμε δυο φορές! Και επειδή έφυγε από κοντά μας, και επειδή έφυγε αμετανόητος!.. Αλλά δεν απελπιζόμαστε. Eλπίζομε στο έλεος του Κυρίου.
ΣΤ. Οι μεγαλομάρτυρες
α. «Στην ψυχή σου θα πέσει μαχαιριά» (Λουκ. 2:34), προφήτευσε ο δίκαιος Συμεών για την Παναγία. Και «έπεσε». Η σταύρωση του Υιού της ήταν μαχαιριά για την ψυχή της.
β. Μαχαιριά («ρομφαία») αποκαλεί τον θάνατο η Γραφή. Σα να μας λέει: Όποιος χάνει το αγαπημένο του πρόσωπο, σφαγιάζεται η ψυχή του. Και, όποιος το μαχαίρωμα αυτό το υπομένει άνευ γογγυσμού, λογίζεται ως μεγαλομάρτυρας! «Αν κόβονταν το σώμα σας κομμάτια, και υπομένατε με γενναιότητα δοξάζοντας τον Κύριο, θα είχατε απ΄ Αυτόν μεγάλη ανταμοιβή. Το ίδιο θα γίνει και τώρα, που πονάτε ψυχικά» (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις Ολυμπιάδα).
(“Μετά θάνατον”, αρχιμ. Βασ. Μπακογιάννη, σσ. 55-59)
Πνευματικό στήριγμα
Ο Γέροντας προσευχόταν και βοηθούσε πνευματικά και τα αδέρφια του και άλλους συγγενείς που είχαν ανάγκη. Παρά ταύτα ουδέποτε τους επισκέφτηκε και άργησε ολόκληρες δεκαετίες να τους δει στα Κατουνάκια.
Μας διηγείτο: «Μία φορά βλέπω εις τον ύπνο μου τον αδερφό μου ότι τάχα έπεσε στη θάλασσα, και σκεπτόμουνα, εάν πνίγηκε ή όχι. Τότε αμέσως περπατάω επάνω στα κύματα, και περίμενα να βγει στην επιφάνεια. Μόλις βγήκε επάνω, τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον βγάζω έξω. Τότε που είδα το όνειρο, αυτός είχε τραυματισθεί σοβαρώς και θαυματουργικώς εσώθη. Το περπάτημα επί των κυμάτων και το άρπαγμα από τα μαλλιά και η σωτηρία του σήμαιναν την προσευχή, το κομποσχοίνι που του κάνω πάντοτε.
»Άλλοτε πάλι, ο αδερφός μου είχε συλληφθεί από κομμουνιστάς και φυλακίστηκε. Είχαν αποφασίσει να τον σκοτώσουν. Το βράδυ εκείνο είδα στον ύπνο μου ότι τον είχαν σε φυλακή και ρώτησα τον φύλακα γιατί τον φυλάκισαν. Μου απάντησε ότι χρωστά 150 λίρες. Τότε βγάζω και του δίδω 200, και τον άφησε ελεύθερο. Πράγματι, θαυματουργικώς εσώθη, αφεθείς ελεύθερος, ενώ τον είχαν για θάνατο.»
Η προσευχή του Γέροντα πρόφθανε στις οικογενειακές δυσκολίες τους. Έτσι η αδερφή του διηγείται: «Βρισκόμουν σε πολύ μεγάλη στεναχώρια, διότι με τον άνδρα μου είμασταν στα πρόθυρα να χωρίσουμε. Ο άντρας μου αγαπούσε πάρα πολύ τη μάνα του που τον πίεζε συνεχώς να με χωρίσει (ήτο ηλικίας 80 ετών). Αφορμή ζητούσε να βρει, για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Εγώ σκεπτόμουν τι θα έκανα με δυο μικρά κοριτσάκια. Το έλεγα στη μητέρα μου και μου απαντούσε: ‘‘Παιδί μου, προσευχή ας κάνουμε. Τίποτε δεν γίνεται χωρίς το θέλημα του Θεού. Μόνο αν το επιτρέψει ο Θεός, θα γίνει αυτό!’’
» Ο πόνος μου ήταν μεγάλος. Έπαιρνα τη φωτογραφία του Εφραίμ και έκλαιγα, και του μιλούσα, και προσευχόμουν, σαν να ήταν εικόνα η φωτογραφία. Παρακαλούσα με δάκρυα να με βοηθήσει και να με σώσει από τον κίνδυνο αυτό.
»Ο Χαράλαμπος (ο αδερφός μου) είχε πάει την εποχή εκείνη στον Εφραίμ, στο Άγιον Όρος. Του λέει ο Εφραίμ: ‘‘Γιατί η αδερφή μας η Ελένη συνεχώς με ενοχλεί; Γιατί παίρνει τη φωτογραφία μου και ζητά βοήθεια από εμένα κλαίγοντας; Να της πεις να παίρνει την εικόνα της Παναγίας και σ’ αυτήν να προσεύχεται και να παρακαλεί, και όχι στην φωτογραφία μου! Η Παναγία θα τη βοηθήσει∙ η Παναγία θα κάνει το θαύμα της και δεν θα πάθει κακό’’.
»Τις ημέρες εκείνες ήρθε τηλεγράφημα από τη μητέρα του ανδρός μου, όπου έγραφε να πάει στο χωριό για τη γνωστή υπόθεση. Επρόκειτο για την υπόθεση του διαζυγίου. Φαντάζεσθε τη θλίψη μου και τον πόνο μου. Κλείσθηκα στο δωμάτιο. Πήρα την εικόνα της Παναγίας, που μου είχε στείλει ο Εφραίμ με τον γέροντα Νικηφόρο, και κλαίγοντας με λυγμούς έλεγα τον πόνο μου και την παρακαλούσα να με γλιτώσει από τον μεγάλο αυτό κίνδυνο. Το πρωί ο σύζυγός μου θα έφευγε για το χωριό. Το απόγευμα έρχεται ξαφνικά είδησις από το χωριό ότι η πεθερά μου, ενώ δεν είχε τίποτε, δεν ήταν άρρωστη, βρέθηκε νεκρή στην καρέκλα που καθόταν! Έτσι δεν πραγματοποιήθηκε ο κίνδυνος του διαζυγίου, διότι άλλαξε ριζικά ο σύζυγός μου μετά τον θάνατο αυτόν τον ξαφνικό της μητέρας του».
Και για τον μεγάλο του αδελφό, μακαριστό Επαμεινώνδα, αν δεν προσευχήθηκε! Ήταν ο πιο χλιαρός της οικογενείας και αποκόμισε τις περισσότερες προσευχές και ζώντας και μετά θάνατον.
Προσευχόμενος θερμά για μία εξαδέλφη του πολύ πονεμένη, που είχε μπλέξει όμως με μαγεία, ξεπέρασε απ’ ό,τι μας έλεγε κάθε όριο παρακαλώντας: «Χριστέ μου, για το αίμα που έχυσες πάνω στον σταυρό, ελέησε και αυτήν την ψυχή». «Έφαγα έναν μπάτσο που ήταν όλος δικός μου. Ο Θεός όλα τα ανέχεται, αλλά τη μαγεία… μακριά», έλεγε σωφρονισμένος. «Και άλλη μια φορά, ομολογούσε, επιχείρησα κάτι τέτοιο και ερέθισα την οργή του Θεού, αλλά πρόλαβα ζητώντας ‘‘ευλόγησον’’ (συγγνώμη) και δεν έφαγα τον μπάτσο. Φόβος και τρόμος είναι αυτά».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Η χρυσή γιαγιά
Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση του πατέρα για το Όρος, ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή, είχε κοιμηθεί και η μητέρα του Γέροντα. Αυτή η υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ του θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι’ αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.
Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχής, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ο γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; Η κυρία σας, τα παιδάκια σας είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή η γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί, «αντί να της δώσουμε θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό, τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί, το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγό του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ο αξιωματικός. Απορούσε η κοπέλα, αν μια πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ο Γέροντας, όταν έμαθα ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδερφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.
Διηγείται η κόρη της: «Όταν η μητέρα μας έγινε μεγαλόσχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ημέρες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ημέρα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθησα κοντά της όλη εκείνην τη νύχτα. Το πρόσωπόν της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! ‘‘Τι λέγεις, μητέρα;’’ τη ρωτούσα, ‘‘τι βλέπεις;’’ ‘‘Τι να σου πω, παιδί μου, τι όμορφα! Τι έβλεπα! Αλλά πού βρίσκομαι;’’ Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
Μετά μία εβδομάδα που ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ο θάνατός της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε η μοναχή που την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοίμαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδία! Λέω τότε στη μοναχή: ‘‘Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώματα;’’ ‘‘Όχι, κυρία Ελένη’’, απαντά, ‘‘δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό που ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα που την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητος. Είναι σημάδι ότι σώθηκε η μητέρα σας’’. Μείναμε κατάπληκτοι! Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκειται περί αγίας ψυχής! Σαν ιδρώτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, που ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε) επί μίαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε η μητέρα μας παρά ο επιτάφιος».
Και ο ίδιος ο Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε∙ αφού έπεσα, τρόπον τινά σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφτασε! Όταν προσευχόμουν γι’ αυτήν, έπαιρνα∙ δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
»Είδα σαν μία θεωρία, να πούμε. Πήγαινε η μητέρα μου στον Χριστό: ‘‘Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία’’. Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
»Πολλές φορές έβλεπα ότι η μητέρα μου είναι ο γερο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο…
»Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατό της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: η μητέρα μας έφθασε σε μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου, και η μητέρα μου γερο-Ιωσήφ ήτανε.
» Η μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα∙ μονάχη της∙ έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γερο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλήν υπομονή που έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές αλλά για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
3,15. «και η ειρήνη του Θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών, εις ην και εκλήθητε εν ενί σώματι· και ευχάριστοι γίνεσθε»
Η αγάπη (όπως ειπώθηκε), ενώνει και τους αγγέλους και τους ανθρώπους και ότι είναι «τέλειο» σε όλα τα δημιουργήματα, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, από το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικρό.
Η αγάπη, αυτή η δημιουργική και πανσυνενώνουσα έλλογη θεανθρώπινη δύναμη, μας συνενώνει στην Εκκλησία με όλες της τις τελειότητες και πρώτιστα «συν πάσι τοις αγίοις».
Και ό,τι είναι έλλογο, θεανθρώπινο και άγιο, εμείς το διαβιώνουμε σαν αθάνατη και αιώνια παν-ενότητα, το διαβιώνουμε «εν ενί σώματι», στο σώμα της Εκκλησίας.
Με την ευαγγελική αγάπη, εμείς αισθανόμαστε την Εκκλησία σαν ένα Θεανθρώπινο σώμα, στο οποίο ο Χριστός είναι κεφαλή και το παν και τα πάντα.
Η αγάπη είναι εκείνη, η οποία κάνει ώστε η ειρήνη του Θεού να βασιλεύει στις καρδιές μας, γιατί αυτή αισθάνεται και ξέρει, ότι ενάντια σε κάθε αμαρτία, θάνατο και κακό, η νίκη της είναι εξασφαλισμένη «δια του Θεού», ο Οποίος είναι αγάπη.
Ο Θεός της αγάπης κυβερνά στις ανθρώπινες καρδιές, με την Θεοφιλία και φιλανθρωπία.
Μόνο με την Θεανθρώπινη Χριστοειδή αγάπη, ο Θεός μετοικεί στην ανθρώπινη καρδιά και στην ανθρώπινη σκέψη «εν Κυρίω Ιησού» (Φιλ. 4,7).
«Προσκαλώντας μας στην ειρήνη του Θεού ο Χριστός, μας κάνει ένα σώμα «τοποθετούμενος» Αυτός σαν κεφαλή σε αυτό το σώμα. Γιατί ένεκα τούτου, εμείς είμαστε «ένα σώμα» και γι’ αυτό έχουμε υποχρέωση να διατηρήσουμε την ειρήνη μεταξύ μας, ώστε να αποφεύγεται κάθε διχόνοια και διαίρεση» (Θεοφύλακτος).
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 142-143)
Όποιος εναντιώνεται στον νόμο του Θεού, αυτός γρήγορα θα αρχίσει να εναντιώνεται στον φυσικό και στον κοινωνικό νόμο.
Όποιος εναντιώνεται στη βούληση του Θεού, τούτος σύντομα θα αρχίσει να εναντιώνεται στη βούληση του καθενός.
Όποιος εναντιώνεται στην εξουσία του Θεού, τούτος σύντομα θα αρχίσει να εναντιώνεται σε κάθε εξουσία.
Όποιος εναντιώνεται στην αγάπη του Θεού, τούτος σύντομα θα αρχίσει να εναντιώνεται και στην αγάπη της μητέρας, της γυναίκας, των παιδιών και των φίλων του. Η αγάπη τέτοιου πλάσματος θα μεταμορφωθεί σε φιλαυτία, η φιλαυτία σε απελπισία, ενώ η απελπισία είναι ο πιο σύντομος δρόμος προς την αυτοκτονία.
(“Στοχασμοί περί καλού και κακού”, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σ. 130)
[Ιστορικές Γραμμές, τόμ. Β΄Ιωάννου Παπαϊωάννου, σελ.63-91]
ΥΠΗΡΞΕ ΜΕΓΑΣ Ή ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ;
1. Παρεξήγησε η Ιστορία τον αύτοκράτορα Ιουλιανό;
Είναι δύσκολο να μη συγκινηθείς διαβάζοντας απόψεις σαν κι αυτή: «Ο Ιουλιανός ήταν ένας ανίκητος στρατηγός που στις εκστρατείες του κρατούσε ως τα χαράματα αναμμένο το δαυλό στη σκηνή του για να μελετά και να συγγράφει... Ο Μονταίνιος είδε σ’ αυτόν «έναν σπάνιο και μεγάλον άνθρωπο», ο Βολταίρος τον χαρακτήρισε «δεύτερον σε αρετήν». Ο Σατωμπριάν τον εύρισκε ανώτερο στο ήθος από το θείο του Μεγάλο Κωνσταντίνο...
Εκείνοι που τον αγάπησαν τον αποκάλεσαν άγιο· όσοι τον μίσησαν, τον αναθεμάτισαν για την αιωνιότητα με το στίγμα «Ο Παραβάτης». Όπως κάθε αντιλεγόμενος στην Ιστορία, για την παγκόσμια Λογοτεχνία θα είναι πάντα ενδιαφέρων. Γιατί, όταν η Eπιστήμη διστάζει να βγάλει την οριστική της απόφαση για έναν ήρωα, η Τέχνη μπορεί να εμπνευσθεί απ’ αυτόν υψηλά έργα» (Αθανασίαδη Τάσου, Ο γυιός του ήλιου, σελ. 13 κ.έ.).
Θα ήταν δυνατόν να προσθέσεις ότι πολλοί, από την αρχαιότητα ως στις ημέρες μας, άσχολήθηκαν με ζέση για τον Ιουλιανό και γράφτηκαν αρκετά έργα λογοτεχνικά, ιστορικά, δραματικά, πεζά και ποιητικά. Στην αρχαιότητα ο Ολυμπιόδωρος ύμνησε τον Ιουλιανό. Κατά τους χρόνους του Ρομαντισμού κατέθελγε τη φαντασία και η Λογοτεχνία βρήκε γόνιμο έδαφος στο βίο του. Στη Γερμανία ονομάσθηκε «ο ρομαντικός επί του θρόνου». Ο Γάλλος Αλφρέδος ντε Βινύ έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ο Ρώσσος Δημήτρη Μιρεϊκόφσκυ έγραψε μυθιστόρημα «ο θάνατος των θεών» και ο Ίψεν δράμα «Ο αυτοκράτωρ και ο Γαλιλαίος». Αλλά και άλλοι όπως ο Ιταλός ανθρωπιστής Μαρσίλιο Φικίνο, ο Λατίνος ποιητής Προυδέντιος, ο Μονταίν, ο Βολταίρος, ο Σίλλερ, ο Γκαίτε, ο Ανατόλ Φράνς γοητεύθηκαν από την προσωπικότητα του Ιουλιανού και προβληματίσθηκαν στα έργα τους. Από τους Έλληνες παλαιότερα ο Κλέων Ραγκαβής εδραματοποίησε τον Ιουλιανό, αλλά και πολλοί νεώτεροι διανοούμενοι ελκύσθηκαν και έδωσαν λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα, όπως ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, ο Τάσος Αθανασιάδης, ο Ν. Ζακόπουλος κ.ά.
Και σε βιβλία ιστορικών μπορείς να διακρίνεις κάποιους προβληματισμούς για την προσωπικότητα του Ιουλιανού, όπως: «Κατ’ εξοχήν τύραννος εθεωρήθη ο Φωκάς (602-610 μ.Χ.). Τουναντίον ο Ιουλιανός (361-363 μ.Χ.) καίτοι επεχείρησε να παρεμποδίσει την εξάπλωσιν του Χριστιανισμού και επεδίωξε την επαναφοράν της παλαιάς θρησκείας, απεκλήθη απλώς παραβάτης διότι κατά την λοιπήν άσκησιν της εξουσίας δεν απέστη των αρχών του δικαίου και της χρηστής διοικήσεως. Ακόμη και εις την επιβολήν των θρησκευτικών του αντιλήψεων απέφυγε την άσκησιν βίας και τρομοκρατίας, ο Ιουλιανός, αρκεσθείς είτε εις ψυχολογικάς πιέσεις, είτε εις την επιβολήν περιορισμών εις την συμμετοχήν των Χριστιανών εις την διοίκησιν του κράτους και την παιδείαν, ως αυτός ο ιστορικός της Εκκλησίας Σωζομενός μαρτυρεί». (Αίκατ. Χριστοφι¬λοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, σελ. 119).
Κάποιοι ιστορικοί φθάνουν ως το σημείο να σου εγκωμιάζουν υπερβολικά τον Ιουλιανό: «Δεν υπάρχει εις την Ιστορία φυσιογνωμία περισσότερον ελκυστική, δυσκόλως θα ευρεθή διάνοια υψηλοτέρα, ήθος ευγενέστερον και συγχρόνως μεγαλυτέρα δραστηριότης εις τον βραχύν βίον του ανδρός που έζησεν τριάκοντα δύο (32) έτη. Υπήρξε συγχρόνως μέγας στρατηγός, επιφανής πολιτικός και φιλόσοφος, εξαίρετος συγγραφέας, με ακατάβλητον θέρμην και σθένος, ημέραν και νύκτα καταγινόμενος εις τα ποικίλα έργα. Είναι είς από τους ολιγίστους ιστορικούς άνδρας της αρχαιότητος, οι οποίοι δεσμεύουν το ενδιαφέρον του ερευνητού, όπως και ο Περικλής, ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, ίσως και εις μεγαλύτερον βαθμόν, διότι κατηνάλωσεν όλας τας δυνάμεις αυτού με θαυμαστήν δραστηριότητα εις την εκπλήρωσιν παραδοξοτάτης προσπάθειας». (Εγκυκλοπαιδ. των εθνών, Αδαμ. Αδαμαντίου, Ιουλιανός, σελ. 5).
Μερικοί φθάνουν στο σημείο να σου τον χαρακτηρίζουν γενικά μέγαν, όπως: «ήταν άξιος ν’ αναγράφεται ανάμεσα στους μεγάλους, αφού διέθετε τις τέσσερες μεγάλες αρετές: Σοφία, Δικαιοσύνη, Μετριοπάθεια, Θάρρος» (Κ. Δ. Παπαδημητρίου, Το άγνωστον Βυζάντιο, σελ. 41). Και σε σύγχρονο περιοδικό και βιβλίο, που είναι κυρίως Ελληνικής ιδεολογίας έκφραση, σού παρουσιάζεται μέγας ο Ιουλιανός και επαινείται η ένδοξη ελληνικότητά του, ενώ σε άλλες σελίδες ο Κων/νος ο Μέγας, ο Θεοδόσιος ο Μέγας και ο Ιουστινιανός σού επικρίνονται ως άξεστοι, αγροίκοι και δέσμιοι της εβραϊκής ιδεολογίας, (περ. Δαυλός», Δημ. Λάμπρου, «Αναζήτηση» σελ. 160). Ακόμα και ο Παναγ. Κανελλόπουλος ομολογεί πώς ο Ιουλιανός ήταν Έλληνας, «Μέσα στο πνεύμα του ατίθασου Ιουλιανού ζούσε ο ανένδοτος Έλληνας (Παναγ. Κανελλόπουλου, Ιστορία εύρωπ. πνεύματος, τόμ. 1ος, σελ. 32).
Ύστερα από όλα αυτά, και ενδεχόμενα περισσότερα, άρχίζεις να διερωτάσαι: Μήπως καλογηρική εμπάθεια των Χριστιανών μοναχών για τον Ιουλιανό, διετύπωσε τις βαρειές κατηγορίες του δράκου, του Ηρώδη, του Ναβουχοδονόσορα, τέρατος και αποστάτη; Μήπως αδικήθηκε μέχρι τώρα από την Ιστορία και επείγει να εξετάσεις δι' ολίγων τον βίον και τα έργα του Ιουλιανού, για να σχηματίσεις σαφέστερη εικόνα και γνώμη, αλλά και να αποκατασταθεί — κατά το δυνατόν — η αδικηθείσα μορφή του Ιουλιανού;
2. Ποιός ο βίος και το έργο του Ιουλιανού;
Οι βιογράφοι του και οι Ιστορικοί σού αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 331 ή το 332 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από επιφανείς γονείς, τη νεαρή Χριστιανή Βασιλίνα και τον αδελφό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ιούλιο Κωνστάντιο. Η μητέρα του πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του δολοφονήθηκε το 337 μ.Χ. στη μεγάλη σφαγή, που ακολούθησε το θάνατο του Μεγάλου Κων/νου για τη διαδοχή του, αλλά πριν εκλείψει, πρόλαβε και παρέδωσε τα παιδιά του για φύλαξη στο διάκονο Μάρκο.
Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος φρόντισε για την ανατροφή του Ιουλιανού και του αδελφού του, αναθέτοντας την εκπαίδευσή τους στον επίσκοπο της Νικομηδείας Ευσέβιο. Σύντομα όμως η φροντίδα για τον Ιουλιανό και τον αδελφό του ανατέθηκε στο Σκύθη Μαρδόνιο, παιδαγωγό και Ελληνιστή διδάσκαλο, που εμύησε τον Ιουλιανό στη γνώση και στο μεγαλείο του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Μέχρι το 343 μ.Χ., που βρισκόταν στη Νικομήδεια, γνώρισε και τον ονομαστό Ελληνιστή, ρήτορα και διδάσκαλο, τον ειδωλολάτρη Λιβάνιο.
Λίγο αργότερα βρίσκεις τον Ιουλιανό με τον αδελφό του Γάλλο να έχουν απομακρυνθεί στο φρουριο-αγρόκτημα Μάκελλον της Καππαδοκίας»,όπου παρέμειναν έξι (6) χρόνια μελετώντας, όπως σημείωσε και ο ίδιος: «Άλλοι μεν ίππων, άλλοι δε ορνέων, άλλοι δε θηρίων ερώσιν, εμοί δε βιβλίων κτήσεως εκ παιδαρίου δεινός εντέτηκεν πόθος» (εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ', σελ. 53). Εκεί ήλθαν σε επαφή με τον εξ’ Αγκύρας πρεσβύτερο Γεώργιο, που δάνεισε στον Ιουλιανό τα βιβλία της βιβλιοθήκης του. Κατά την παράδοση εκεί, στο μοναστήρι του Αγίου Μερκουρίου, ο Ιουλιανός έγινε και αναγνώστης. Αλλά μολονότι η αναστροφή του ήταν με κληρικούς και θεολόγους, άρχισε να δημιουργείται και ν' αυξάνει και μία αντιπάθεια κατά των Χριστιανών.
Στην Κωνσταντινούπολη ο επίσκοπος Θεόφιλος που λεγόταν «Ινδός» για το λόγο ότι ήταν έγχρωμος - και αξίζει να σημειώσεις εδώ ότι ο Χριστιανισμός δεν έκανε διάκριση χρώματος — υπέβαλε γύρω στα 350 μ.Χ. στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο την ιδέα ότι αφού ο ίδιος δεν είχε διάδοχο, θέλημα του Θεού ήταν να βασιλεύσουν τα εξαδέλφια του Γάλλος και Ιουλιανός. Ο Κωνστάντιος αποδέχθηκε την εισήγηση του επισκόπου, επισκέφθηκε ο ίδιος τα εξαδέλφια του στην Καππαδοκία και τα προσκάλεσε στην Κων/πολη. Ο Γάλλος και ο Ιουλιανός ήλθαν αμέσως στην Κων/πολη, όπου ο Γάλλος έγινε καίσαρας και έφυγε για την περιοχή του, ενώ ο Ιουλιανός μαθήτευσε στο Χριστιανό σοφιστή Εκηβόλιο και στο Λάκωνα Νικοκλή, από τους οποίους διδάχθηκε κριτική κειμένων, Ετυμολογία, Γραμματική και Λεξικογραφία, Μετρική, Προσωδία, Ιστορία, Γεωγραφία και Μυθολογία, ακόμα και την τέχνη - τεχνική της στιχοποιΐας.
Λίγο αργότερα ο Κωνστάντιος έδωσε την άδεια στον Ιουλιανό να μένει στη Νικομήδεια και να παρακολουθεί εκεί και στην Πέργαμο μαθήματα. Στην Πέργαμο διατηρούσαν σχολές οι νεοπλατωνικοί Αιδέσιος, Ευσέβιος και Χρυσάνθιος. Παράλληλα σπούδαζε και Χριστιανικά γράμματα, αλλά και τα «υπομνήματα» από τις παραδόσεις του Λιβανίου. Πήγε και στην Έφεσο όπου συνάντησε το νεοπλατωνικό φιλόσοφο Μάξιμο, «έναν των δραστηριωτέρων απατεώνων όλων των εποχών, ως τον χαρακτηρίζει ο Ε. Stein» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτ. τομ. Α' σελ. 158).
Αλλά ο Ιουλιανός ένιωθε ανήσυχος, ιδιαίτερα αφότου ο Γάλλος άρχισε να χάνει τη συμπάθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίου. «Ο Γάλλος σκληρότατος και καχύποπτος δεν εδίσταζε να επιβάλλη την θανατικήν ποινήν εις τους οπωσδήποτε αντιθεμένους προς αυτόν, ενώ συγχρόνως απέφευγε να μετέχη προσωπικώς εις επιχειρήσεις αποσκοπούσας εις την εμπέδωσιν της τάξεως και ηρεμίας εις την περιοχήν του, περιοριζόμενος εις την λήψιν σκληροτάτων μέτρων κατά των αντιπάλων του. Ως διοικητής Ανατολής με έδραν την Αντιόχειαν το 352 μ.Χ. κατέπνιξεν εις το αίμα επανάστασιν των Ιουδαίων, καύσας την Διοκαισάρειαν, την Τιβεριάδα και Σεπφωρίδα. Γενικώς επέδειξε σκληρότητα και ολιγωρία περί τα κοινά» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτ. τόμ. Α σελ. 140). Το 354 μ. X. ο Γάλλος θανατώθηκε, υστέρα από διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός φοβήθηκε και για τη ζωή του, αλλά έχοντας τη συμπάθεια, τη φιλία και την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, δεν διέτρεξε κίνδυνο.
Στα κρίσιμα χρόνια 354-355 μ.Χ. ο Ιουλιανός βρέθηκε στην Κων/πολη, στην Τροία, στα Μεδιόλανα(= Μιλάνο) και το καλοκαίρι του 355 στην Αθήνα, όπου παρέμεινε μόνο για τρεις μήνες. Στην Αθήνα έγινε μαθητής της Πλατωνικής Ακαδημίας και πιο συγκεκριμένα του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και των νεοπλατωνικών Πρίσκου και Ιμερίου. Στην Αθήνα συνάντησε και τους δυο Καππαδόκες Βασίλειο και Γρηγόριο, αλλά διεφώνησε μαζί τους. Στην Αθήνα παρακολούθησε την εορτή των Παναθηναίων και προσευχήθηκε στην Αθηνά, στην Ακρόπολη.
Την Ιεράν Οδόν διαβαίνοντας πήγε στην Ελευσίνα, συναντήθηκε με τον ιεροφάντη της Ελευσίνας και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, αφού είχε υποστεί τα εξαγνιστικά λούσματα και τους άλλους εξαγνισμούς. Έχοντας μυηθεί και στα Oρφικά Μυστήρια, εισήλθε στα Ιερά των Ελευσινίων μυστηρίων και είδε όλα τα ιερά σύμβολα, είδε τον όφιν του Τριπτολέμου, πήρε μέρος στο συμβολικό δείπνο, έπιε τον κυκεώνα (= μαγικό ποτό) και ύστερα από επικλήσεις στη Θεά Δήμητρα δοκίμασε και τον Ιερόν πλακούντα.
Τότε ήλθε στην Αθήνα η πρόσκληση του αυτοκράτορα Κωνσταντίου στον Ιουλιανό -ύστερα από εισήγηση της αυτοκράτειρας Ευσεβίας - να τον κάνει καίσαρα και να τον στείλει στην πέραν των Άλπεων Γαλατία. Την αποδέχθηκε, έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και πήγε στο Μιλάνο, όπου νυμφεύθηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Ελένη, αφού δέχθηκε να του κοπεί ο φιλοσοφικός πώγωνας και ν’ αλλάξει το μανδύα του Έλληνα φιλοσόφου με το στρατιωτικό ένδυμα Ρωμαίου στρατηγού.
Από το Νοέμβριο του 355 μ.Χ. ως το φθινόπωρο του 361 ο Ιουλιανός ήταν καίσαρας στις χώρες της Δύσεως. Οι βιογράφοι του σε πληροφορούν, ότι, ως καίσαρας, ανέδειξε εξαιρετικές ικανότητες και αποδείχθηκε στραγηγός με ακατάβλητη θέληση, υπεράνθρωπη αντοχή πετυχαίνοντας αλλεπάλληλες νίκες κατά των βαρβάρων Γερμανικών φύλων.
Είχε ως κέντρο δράσεως τη Λουτηκία(=σημερινό Παρίσι) και εφάρμοσε με συνέπεια και επιτυχία το διοικητικό και οικονομικό σύστημά του. Πέρασε δυσκολίες εσωτερικές πολλές μέχρις ότου επιβληθεί καθόσον οι στρατιώτες του αρχικά τον έβλεπαν με πολλή καχυποψία και τον ύβριζαν «ασιάτη-εκτεθηλυμένο Έλληνα» ή κόλακα - σοφό βλάκα», μαθαίνοντας ότι ο Αφρικανός υπηρέτης του Ευήμερος και ο Ιεροφάντης της Ελευσίνας τον βοηθούσαν να κάνει θυσίες στους θεούς. Σιγά-σιγά τον αγάπησαν και τον αναγνώρισαν. Φθάνοντας οι ειδήσεις των επιτυχιών του Ιουλιανού στον Κωνστάντιο στην Κων/πολη, άρχισαν να προκαλούν τη ζηλοτυπία του, ιδιαίτερα μετά το 358 μ.Χ.. που πέθανε η προστάτιδα του Ιουλιανού, η αυτοκράτειρα Ευσεβία.
Ωστόσο ο Κωνστάντιος άρχισε μία στρατηγική φθοράς του επιτυχημένου Ιουλιανού: θέλοντας ο Κωνστάντιος να αναλάβει εκστρατεία κατά των Περσών, έστειλε διαταγή στους αρχηγούς των Γαλατικών στρατευμάτων να σπεύσουν να τον βοηθήσουν, χωρίς να ενημερώσει τον καίσαρά τους Ιουλιανό. Μ' αυτόν τον τρόπο θα μειώνονταν οι δυνάμεις του Ιουλιανού κατά το 1/2 και ακόμη γινόταν αντιληπτό ότι ο καίσαρας είχε πέσει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα. Επί πλέον στις αρχές του 360 μ.Χ. άρχισαν να δρούν και τα βαρβαρικά Γερμανικά φύλα εναντίον του Ιουλιανού, που υποκινήθηκαν κυρίως από τον Κωνστάντιο.
Μπροστά στη διαμορφωθείσα κατάσταση ο στρατός του Ιουλιανού αρνήθηκε να υπακούσει στον Κωνστάντιο, ανταπεξήλθε νικηφόρα στις ύπουλες επιθέσεις των Γερμανικών βαρβαρικών φύλων και το σημαντικότερο ανακήρυξε -διστακτικά στην αρχή- τον Ιουλιανό αυτοκράτορα, που ήπια φερόμενος έστειλε επιστολή στον Κωνστάντιο, ζητώντας να αναγνωρισθεί απ’ αυτόν Αύγουστος. Παράλληλα ο Ιουλιανός κέρδησε πολύτιμο χρόνο, αφού ολόκληρος ο χρόνος του 360 μ.Χ. πέρασε με ανωφελείς διαπραγματεύσεις μεταξύ του Κωνστάντιου που βρισκόταν στην Αντιόχεια και του Ιουλιανού που παρέμεινε στο Παρίσι.
Το θέρος του 361 μ.Χ. ο Ιουλιανός αποφάσισε να αντιμετωπίσει δυναμικά τον Κωνστάντιο, αφού πρώτα ζήτησε από τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς να του ορκισθούν πίστη μέχρι θανάτου. Διήρεσε το στρατό του σε τρία μέρη, στέλλοντας το πρώτο τμήμα να προχωρήσει δια μέσου της Βόρειας Ιταλίας, το άλλο κατευθύνοντάς το δια μέσου της Ραιτίας και οδηγώντας ο ίδιος το τρίτο τμήμα κατερχόταν προς την Κωνσταντινούπολη από τη δίοδο του Μέλανος Δρυμού, αποσκοπώντας να φέρει σύγχυση στους διατακτικούς πληθυσμούς και να επιτύχει τον έλεγχο ή την αναγνώριση ευρύτερου τμήματος, ώστε τελικά να αναγκάσει τον Κωνστάντιο να τον αποδεχθεί ως Αύγουστο και συναυτοκράτορα. Τα τμήματα του στρατού του Ιουλιανού, αφού πέρασαν το Δούναβη, κατέλαβαν το Σίρμιο και έφθασαν ως τη Ναϊσσό της Σερβίας, όπου έφθασε η είδηση πως ο Κωνστάντιος, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, πέθανε. Και έτσι στις αρχές Νοεμβρίου του 361 μ.Χ. ο Ιουλιανός βρέθηκε μονοκράτωρ και καθώς δεν υπήρξε καμία αντίσταση, εισήλθε πανηγυρικά στις 11 Δεκ. 361 μ.Χ. στην Κων/πολη.
* * *
Από τη διακυβέρνηση του Ιουλιανού μπορείς να επισημάνεις τις εξής αρχές του και δραστηριότητές του: Eξέδωσε Διάταγμα για ελεύθερη άσκηση της λατρείας κάθε θρησκείας. Ξεκαθάρισε την αυτοκρατορική αυλή από την πολυτέλεια και το μεγάλο πλήθος των υπαλλήλων και αρκέσθηκε σε πολύ μικρό αριθμό υπαλλήλων επιβάλλοντας τη λιτότητα στην όλη ζωή και στις εκδηλώσεις της Αυλής. Απέστειλε έπιστολές - διακηρύξεις στις μεγαλύτερες και ιστορικά σημαντικότερες πόλεις της Ιταλίας και της Ελλάδας με τις οποίες εξέθετε όσα είχε υποστεί από τον Κωνστάντιο και ανακοίνωνε το πολιτικό-διοικητικό του πρόγραμμα. Στο πρόγραμμα διακρίνονταν τρεις στόχοι της πολιτικής του Ιουλιανού: η ριζική αναδιάρθρωση της διοικητικής μηχανής του μεγάλου κράτους, η μεταρρυθμιστική εκπαιδευτική και θρησκευτική πολιτική και η εξουδετέρωση του Περσικού κινδύνου:
Οι βιογράφοι σού εκφράζονται με πολλή συμπάθεια κυρίως για το διοικητικό πρόγραμμα, επαινώντας «τη στροφή της προσοχής του προς τις πόλεις της Αυτοκρατορίας και προς τις βουλές τους(=τοπικά βουλευτήρια), που αντανακλούσε την πεποίθηση του αναθρεμμένου με την κλασσική Ελληνική παράδοση Αυγούστου, ότι η Αυτοκρατορία ήταν μία ομοσπονδία ημιαυτόνομων πόλεων με συνείδηση της ιστορικής τους αποστολής και όχι μια απολυταρχική μηχανή, που καταβρόχθιζε εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. Έθνους, τόμ. Ζ σελ. 58).
Τις επιχειρήσεις κατά των Περσών άρχισε ο Ιουλιανός μετά από 16 μήνες διακυβερνήσεως τον Ιούλιο του 362 μ.Χ. ορίζοντας κέντρο δραστηριοτήτων του την Αντιόχεια. Κάποιοι σύγχρονοί του βεβαιώνουν ότι ο Ιουλιανός ονειρευόταν να μετατοπίσει την πρωτεύουσα του κράτους στην Αντιόχεια, όπου και παρέμεινε συνήθως, αλλά δεν κατώρθωσε να κερδίσει τη συμπάθεια των Αντιοχέων. Στην Αντιόχεια κυκλοφόρησε και το έργο του «Μισοπώγων», ένα είδος απολογίας και αυτοσάτιρας, ίσως το πιο ενδεικτικό των διαθέσεών του έργο, καθόσον ο Ιουλιανός δεν έπαυσε ποτέ να συγγράφει. Έχοντας ως πρότυπο διαβιώσεως τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Μέγα Αλέξανδρο για στρατηγό-νικητή των Περσών, το 363 μ.Χ. επεχείρησε εκστρατεία κατά των Περσών, αποσκοπώντας στην κατάχτηση του Περσικού κράτους. Στις πρώτες συγκρούσεις, από 16 ως 25 Ιουνίου 363 μ.Χ. σημείωσε νίκες, αλλά στις 26 Ιουνίου, αφού καταπονήθηκε και εξαπατήθηκε από παραισθήσεις, μάντεις, οιωνοσκόπους, αυτομόλους και κατασκόπους, έπεσε πολεμώντας μεταξύ των πρώτων μαχητών «εν μέσοις τοις πολεμίοις γενόμενος, δόρατι βάλλεται κατά της πλευράς».
Ποικίλες γνώμες και διαδόσεις σού διασώζουν οι βιογράφοι του για το θάνατο του: «εν τοις ημετέροις ην ο φονεύς» υποστήριζε ο Λιβάνιος, «οικείος στρατιώτης ως ο πολύς λόγος κρατεί» ανέφερε ο Σωκράτης, ενώ ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, που ως αξιωματικός παρακολούθησε την εκστρατεία σημείωσε «άγνωστον πόθεν». Ο Γ. Κεδρηνός, μεταγενέστερος κατά πολύ ανέφερε την παράδοση ότι «τη χειρί του αίματος λαβόμενος έρραινεν εις τον αέρα λέγων νενίκηκας Χριστέ, κορέσθητι Ναζωραίε» (G. Cedreri, Historiarum Compendium Ρ 307d. σελ. 538).
Εκείνη όμως η παράδοση, που θα σε εντυπωσίαζε περισσότερο, είναι αυτή που αναφέρουν ο Μ. Γλύκας και ο Ι. Μαλάλας: «Και περί ώραν δευτέραν της αυτής ημέρας ο βασιλεύς Ιουλιανός παριών(=επιθεωρώντας) το στράτευμα και δυσωπών( = παρακαλώντας) αυτούς μη ατάκτως φέρεσθαι ετρώθη αδήλως... και προσεσχηκώς Ιουλιανός ο βασιλεύς εαυτόν σφαγέντα κατά της μασχάλης επηρώτησεν αυτούς, πώς λέγεται η κώμη όπου εστίν ο παπυλεών μου(=σκηνή μου); Και είπον αυτώ ότι Ασία λέγεται. Και ευθέως έκραξεν: Ω ήλιε, απώλεσας Ιουλιανόν· και εκχυθείς το αίμα παρέδωκε την ψυχήν ώραν νυκτερινήν πέμπτην... Εν αυτή δε τη νυκτί είδεν εν οράματι και ο οσιώτατος επίσκοπος Βασίλειος ο Καισαρείας Καππαδοκίας τους ουρανούς ηνεωγμένους και τον σωτήρα Χριστόν επί θρόνου καθήμενον και ειπόντα κραυγή. Μερκούριε, απελθών φόνευσον Ιουλιανόν τον βασιλέα, τον κατά των Χριστιανών. Ο δε άγιος Μερκούριος εστώς έμπροσθεν του Κυρίου εφόρει θώρακα σιδηρούν αποστίλβοντα και ακούσας την κέλευσιν αφανής εγένετο. Και πάλιν ευρέθη εστώς έμπροσθεν του Κυρίου και έκραξεν, Ιουλιανός ο βασιλεύς σφαγείς απέθανεν, ως εκέλευσας Κύριε. Και πτοηθείς εκ της κραυγής ο επίσκοπος Βασίλειος διυπνίσθη τεταραγμένος. Ετίμα γαρ αυτόν Ιουλιανός ο βασιλεύς και ως ελλόγιμον(=πολύ μορφωμένο) και ως συμπράκτορα(=φιλικό βοηθό) αυτού, και έγραφεν αυτώ συχνώς. Και κατελθών ο Άγιος Βασίλειος δια τα εωθινά εις την Εκκλησίαν, καλέσας πάντα τον κλήρον αυτού, είπεν αυτοίς το του οράματος μυστήριον, και ότι εσφάγη Ιουλιανός ο βασιλεύς και τελευτά εν τη νυκτί ταύτη· και πάντες παρεκάλουν αυτόν σιγάν και μηδενί λέγειν τι τοιούτον!». (Joannis Malalae, Chronographia I Xiii, Corp. Scr Hist. Byz., σελ. 333-334 και Michael Glycac. Pars IV, σελ. 429).
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αναφέρει την φήμη ότι ο Ιουλιανός, όταν τραυματίσθηκε, προσπάθησε να πέσει στον ποταμό, ώστε τα στρατεύματά του να νομίσουν ότι εξαφανίσθηκε κατά τρόπο μυστηριώδη και να τον τιμήσουν ως Θεό. Ο Σωκράτης πρόσθεσε ότι «υπέκυψεν μετά τινάς ώρας εις τα τραύματά του συνδιαλεγόμενος μέχρι τελευταίας του πνοής, ήρεμος και γαλήνιος ως φιλόσοφος μετά των συντρόφων του περί της sublimitas animo- rum»(=αιωνιότητας των ψυχών). Πιθανώτατα στον ελληνοσύρρο Ιστορικό της Εκκλησίας Θεοδώρητο τον Κύρρου οφείλεται η περισσότερο γνωστή-δραματική ρήση ότι τίναξε στον αέρα μία χούφτα αίμα από την πληγή του ψωνάζοντας, νενίκηκας ω Γαλιλαίε (ή Ναζωραίε)» (εκδ. Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. Έθν.. τόμ. Ζ , σελ. 344). Και θεωρείται η παράδοση σχετικά με την επέμβαση του Αγίου Μερκουρίου, ως «του 5ου και 6ου αι. μ.Χ. εύρημα αγιογράφων το όραμα του Μ. Βασιλείου για εντολή προς τον άγιο Μερκούριο(=στρατιωτικό άγιο, που μαρτύρησε με σκληρά βασανιστήρια στους διωγμούς του αυτοκράτορα Δεκίου) να κτυπήσει τον Ιουλιανό. Έτσι και η παράδοση, ότι ο άγιος Μερκούριος παρουσιάζεται στον Ιοβιανό, διάδοχο του Ιουλιανού, που έγινε αυτοκράτωρ και του αναγγέλλει ότι θα κτυπούσε τον Ιουλιανό σε τρεις εβδομάδες» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. Έθν., τόμ. Ζ' σελ. 344).
3. Ποιά ήταν η θρησκευτική και εκπαιδευτική πολιτική του Ιουλιανού;
Διακρίνεται στον Ιουλιανό μόνιμη η συμπάθεια προς τους ειδωλολάτρες και ιδιαίτερα από τους χρόνους της πρώτης αρχής του ως καίσαρα στη Γαλατία τα έτη 356- 357 μ.Χ., όταν άφησε να μένουν νεκρό γράμμα οι νόμοι του αυτοκράτορα Κωνσταντίου για διωγμούς των ειδωλολατρών που ασκούσαν μαγεία και εκτελούσαν θυσίες. Και με το πρώτο του διάταγμα, ως Αύγουστος, από τη Δύση επέτρεπε την ελεύθερη άσκηση λατρείας για κάθε θρησκεία. Eξάλλου μόλις είχε γίνει καίσαρας, κάλεσε από την Ελλάδα τον Αφρικανό Ευήμερο και τον ιεροφάντη της Ελευσίνας για να τον βοηθούν να εκτελεί μυστικά τις θυσίες του στους αρχαίους θεούς. Τις απολάμβανε τις θυσίες ο Ιουλιανός, γενόμενος και ο ίδιος θυσιάζων ιερεύς και έλουζε την κεφαλήν του με το αίμα των ζώων των θυσιών, επειδή πίστευε πώς έτσι καθαριζόταν από τις αμαρτίες του. Όμως κρατούσε και προσχήματα προς τους Χριστιανούς, όπως λ.χ. στις 6 Ιανουαρίου του 361, ως Αύγουστος, την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων πήγε και στην Εκκλησία των Χριστιανών και λειτουργήθηκε.
Όταν έγινε μονοκράτορας αυτοκράτορας στην Κων/πολη, μπορείς να σημειώσεις ως πρώτη ενέργειά του την κατάλυση της θεοκρατικής Αυλής, που κληρονόμησε από τον προκάτοχό του Κωνστάντιο. Έτσι μετέβαλε εύκολα πλέον το παλάτι σε τόπο διαμονής ολίγων αφοσιωμένων ειδωλολατρών και άρχισε να εκδίδει νόμους που απέβλεπαν στην παλινόρθωση της ειδωλολατρικής αρχαίας θρησκείας και έδιναν απόλυτη προτεραιότητα στην επαναδραστηριοποίηση παγανιστικών εορτών και θυσιών σε συνδυασμό με την αναστήλωση των ερειπωμένων αρχαίων ειδωλολατρικών ναών. Υπάρχουν μάλιστα «ακράδαντες αποδείξεις ότι ο Ιουλιανός έκτισε ένα Μιθραίο(=ναό προς τιμήν του Μίθρα) μέσα στα ανάκτορα, που το επισκεπτόταν καθημερινά για ν’ απευθύνει την προσευχή του προς το ύψιστο ον, τον βασιλέα Ήλιο». (Εκδοτ. Αθηνών. Ιστορ. του Ελλην. ’Έθνους, τόμ. Ζ' σελ. 61).
Άλλοι σού παραδίδουν ότι έκανε ειδωλολατρικές θυσίες ακόμα και στην αίθουσα συνεδρίων, ενώ ο Λιβάνιος σε ενημερώνει συγκεκριμένα ότι το πρωί θυσίαζε στο Θεό Ήλιο, το βράδυ στην Κυβέλη και στις θεότητες της νύχτας, ανάβοντας με τα χέρια του ο ίδιος τη φωτιά, κάνοντας τη θυσία ζώου και εξετάζοντας τα σπλάγχνα του.
Είχε και ο Ιουλιανός το μεγαλόπνοο (για τον ίδιο εννοείται όραμά του, που αγκάλιαζε κατά την κρίση του όλους τους τομείς του δημόσιου βίου και ήταν μία θεολογία του ελληνορρωμαϊκού Πανθέου των Oλυμπίων θεών με δύο δογματικούς ύμνους στη Μητέρα των θεών και στο βασιλιά Ήλιο σε συγκερασμό με τον Μιθραϊσμό. Επί πλέον διατήρησε και σημεία της Χριστιανικής παιδείας και αναστροφής του που εντοπίζονται στη διάθεση μεγάλων ποσών για να ιδρυθούν φιλανθρωπικά οικήματα, στην εκπόνηση προγράμματος κοινωνικής πρόνοιας και ακόμα στη θρησκευτική-ηθική διαπαιδαγώγηση των υπηκόων του, καθώς σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία απέστειλε εγκυλίους ως Pontifex Maximus(=Μέγιστος Αρχιερεύς) προς αρχιερείς. Ως επίδραση της Χριστιανικής ανατροφής του και του Ιαμβλίχειου νεοπλατωνισμού σού εξηγούν οι μελετητές τη δημιουργία φιλοσοφικού ιερατείου από τον Ιουλιανό, στο οποίο ιερατείο συνιστούσε φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, ευλάβεια και εγκράτεια. Και ακόμα περισσότερο ζητούσε από το ιερατείο να οργανώσει και να πλαισιώσει ειδωλολατρικά μοναστήρια, ξενώνες, άσυλα και να αναπτύξει κήρυγμα για τις αξίες του Ελληνισμού.
Από τους πρώτους μήνες της μονοκρατορίας του έχεις δείγματα του πνεύματος της ανεξιθρησκείας, καθώς ανεκάλεσε από την εξορία όλους τους Χριστιανούς επισκόπους που κυρίως ήταν Oρθόδοξοι, εξορισθέντες από τους Αρειανούς. Αντιπροσωπευτική περίπτωση αναφέρεται ο Άγιος Αθανάσιος. Όμως πολύ σύντομα διακρίνεις μεταβολή στη στάση του Ιουλιανού και σκλήρυνση συμπεριφοράς προς τους Χριστιανούς, καθώς εξόρισε και πάλι τον Άγιο Αθανάσιο. Να προσθέτεις ακόμα ότι κολάκευσε τους Εβραίους και έδωσε εντολή για την ανοικοδόμηση του ναού του Σολομώντος επιθυμώντας ταυτόχρονα και να δώσει ένα δείγμα της ανεξιθρησκείας του, αλλά κυρίως ν' αποδείξει σφαλερή την προφητεία του Χριστού για την Ιερουσαλήμ (Κεφ. ΚΑ’ Κατά Λουκάν).
Μπορείς εύκολα να διαπιστώσεις ότι η αντίθεση και η εχθρότητα του Ιουλιανού προς τους Χριστιανούς και τον Χριστιανισμό αυξανόταν κατά γεωμετρική πρόοδο, άλλοτε με ωμές διατάξεις και άλλοτε με προσεκτικές-πονηρές διαδικασίες. Συγκεκριμένα θα είχες να απαριθμήσεις την κατάργηση του λαβάρου και του Χριστογράμματος από τα στρατεύματα και την αντικατάστασή των με παλαιότερα ειδωλολατρικά σύμβολα. Πολύ σύντομα άρχισε να αποκλείει έμμεσα τους Χριστιανούς από το στρατό, δημοσιεύοντας και εφαρμόζοντας το Νόμο ότι κάθε στρατιώτης ώφειλε να προσφέρει θυσίες στους θεούς της παλαιάς(=είδωλολατρικής) θρησκείας. Επανέφερε ταυτόχρονα την επιβολή σκληρών ποινών στο στρατό για πειθαρχία, επιδιώκοντας ν' απονέμει ο ίδιος τη δικαιοσύνη. Κατάργησε την απαλλαγή των Χριστιανών βουλευτών στα τοπικά βουλευτήρια των μεγάλων πόλεων από τις διάφορες φορολογίες και προχώρησε σε ευρεία εκκαθάριση «των δημοσίων υπηρεσιών από πλείστους Χριστιανούς υπαλλήλους, για να αποθαρρύνει πιθανότατα και την παραμικράν διάθεσιν αντιδράσεως κατά των υπέρ της εθνικής θρησκείας σχεδίων του» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου. Ίστορ. Βυζ. κράτ., τόμ. Α σελ. 160). Στα νομίσματα εισήγαγε παραστάσεις εμπνεόμενες από την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία και ειδωλολατρικά σύμβολα. Και ακόμα «αντικατέστησε τους νόμους του Μεγάλου Κωνσταντίνου τους εμπνεομένους υπό Ελληνο - Χριστιανικών αντιλήψεων δια διατάξεων ειλημμένων εκ του κλασσικού Ρωμαϊκού δικαίου» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτ., Α σελ. 165).
Απαρίθμησε ακόμα την κατάργηση των προνομίων του Χριστιανικού Κλήρου, που χορηγήθηκαν από τον Μ. Κων/νο, ενώ παραχωρήθηκαν τα ίδια προνόμια στον εθνικό Κλήρο, τον οποιον οργάνωσε κατά το πρότυπο της Χριστιανικής Εκκλησίας. Μάλιστα οι ειδωλολάτρες σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας είχαν εκτραπεί σε πράξεις βίας κατά των Χριστιανών, όπως λ.χ. στην Αλεξάνδρεια, που προκάλεσαν το θάνατο του δουκός Αρτεμίου, ο οποίος αργότερα ανακηρύχθηκε μάρτυρας, καθώς και του επισκόπου Γεωργίου.
Ιδιαίτερα βίαιη αντιχριστιανική συμπεριφορά έδειξε προς τους Χριστιανούς της Αντιοχείας. Στη Δάφνη, προάστειο της πόλεως, υπήρχε αρχαίος ναός του Απόλλωνος, αλλά απέναντι υπήρχε και Χριστιανικό παρεκκλήσιο, όπου είχαν κατατεθεί και ετιμώντο τα οστά του Αγίου Βαβύλα, αγαπητού αγίου των Αντιοχέων. Ο Ιουλιανός διέταξε να μετακομισθεί η λάρνακα του αγίου Βαβύλα μακριά από εκεί, γιατί εμίανε το χώρο του ναού του Απόλλωνος. Για να τονώσει τους ειδωλολάτρες, ο ίδιος προσήλθε στο ναό του Απόλλωνος να προσφέρει θυσία, μολονότι οι πιστοί της αρχαίας θρησκείας ήταν ελάχιστοι, ο ναός ήταν έρημος και ο ίδιος ο ιερέας του Απόλλωνος ήλθε «φέρων οίκοθεν τω Θεώ χήνα». Η ενέργεια του Ιουλιανού εξώργισε τους Αντιοχείς και στις 22 Oκτωβρίου του 362 μ.Χ. εκδηλώθηκε μεγάλη πυρκαϊά που αποτέφρωσε τον ναόν του Απόλλωνος στη Δάφνη. Σε αντίποινα ο Ιουλιανός διέταξε να κλείσουν τη Μητρόπολη της Αντιόχειας, να κατασχέσουν την περιουσία του ναού και να καταστρέψουν και τα Χριστιανικά παρεκκλήσια των διδύμων της Καρίας, που βρίσκονταν και αυτά κοντά στο μαντείο του Απόλλωνος της Δάφνης. Νέο ξέσπασμα λαϊκής κατακραυγής ακολούθησε εναντίον του Ιουλιανού και ακούσθηκαν τα πρώτα σκωπτικά άσματα με θέμα τη φιλοσοφική γενειάδα του Ιουλιανού, ενώ στις αρχές του 363 μ.Χ. άρχισαν να ακούονται και εχθρικά συνθήματα κατά του Ιουλιανού από τους Αντιοχείς που θεωρούσαν αίτιο όλων των κακών τον παραβάτη Ιουλιανό. Τα σκωπτικά άσματα των Αντιοχέων - Χριστιανών ήταν η απάντηση στη σκωπτική συγγραφική δραστηριότητα του Ιουλιανού, που συνέγραψε τότε το έργο του «Κατά Γαλιλαίων», αποκαλώντας σκωπτικά τους Χριστιανούς, Γαλιλαίους.
* * *
Από το δεύτερο έτος της βασιλείας του ο Ιουλιανός άρχισε την εφαρμογή της εκπαιδευτικής του πολιτικής, όπως αναφέρει ο Γ. Κεδρηνός: «ο δυσσεβής Ιουλιανός ενομοθέτει μη μετέχειν Χριστιανούς Ελληνικών μαθημάτων» (G. Cedrini, Historiarum Compendium, Ρ 305a). Παρέδωσε την εκπαίδευση στους εθνικούς(=ειδωλολάτρες) υποστηρίζοντας την άποψη ότι η αμάθεια και η αγροικία είναι χαρακτηριστικά των Χριστιανών «Εις ημάς (δηλ. τους εθνικούς) ανήκουσιν η ευγλωττία και αι τέχναι της Ελλάδος, καθώς και η των θεών αυτής λατρεία, υμέτερος (δηλ. των Χριστιανών) δε κλήρος εστιν η αμάθεια, η αγροικία και ουδέν πλέον».
Στο Νόμο - Διάταγμα περί παιδείας, που δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουνίου 362 μ.Χ. καθώριζε ότι οι Χριστιανοί είχαν το δικαίωμα να διδάσκονται τα κλασσικά Ελληνικά γράμματα, έχαναν όμως το δικαίωμα να διδάσκουν οι ίδιοι τα Ελληνικά γράμματα. Ένα ειρωνικό σόφισμα επεξηγούσε τη νομοθετική κρίση του Ιουλιανού, ότι δηλαδή «άτοπον είναι οι ερμηνεύοντες τους αρχαίους συγγραφείς να ατιμάζωσι τους υπ’ αυτών τιμηθέντας θεούς».
Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβεις τον ύπουλο τρόπο, με τον οποίο πλήττονταν οι Χριστιανοί, καθόσον οι κατά κάποιο τρόπο πανεπιστημιακοί καθηγητές της εποχής εκείνης (σοφιστές και ρητοροδιδάσκαλοι), ή θα έπαυαν να είναι Χριστιανοί ή θα σταματούσαν να διδάσκουν, μια και ο διορισμός των υπέκειτο στην αυτοκρατορική κύρωση. Για το Χριστιανό διδάσκαλο της εποχής του Ιουλιαvoύ «διαγράφονταν oι εξής επιλογές: α) Ν’ αλλάξει την πίστη του για να μη χάσει το επάγγελμά του, β) Να διατηρήσει την πίστη του, αλλά να απολέσει τη θέση του και γ) Να προσαρμοστεί υποκριτικά στην απαίτηση του αυτοκράτορα και μεθοδικά να υπονομεύει την πίστη στους θεούς ή να φανεί ουδέτερος προς την παλαιά θρησκεία. Δεν υπάρχουν στατιστικοί πίνακες» (Α.Β. Γιαννικόπουλου, Η Εκπαίδευση κατά τον 4ον αι. μ.Χ..σελ. 64).
Σημείωσε μόνον ότι και ο εθνικός(=ειδωλολάτρης) σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος Λιβάνιος αποδοκίμασε, μάταια βέβαια, τα μέτρα του Ιουλιανού κατά των Χριστιανών διδασκάλων. «Αλλά και ο Αρμενικής καταγωγής Έλλην φιλόσοφος Προαιρέσιος εκ Καππαδοκίας, Χριστιανός αυτός, καίτοι εξηρέθη της νομοθετικής επιταγής του Ιουλιανού, όπως οι Χριστιανοί καθηγηταί αποστούν της διδασκαλίας εις φιλοσοφικάς σχολάς, παρητήθη της θέσεώς του εις την Σχολήν των Αθηνών, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας δια το ανελεύθερον τούτο μέτρον» (Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζ. Ιστορία, σελ. 120).
Αν εμβαθύνεις περισσότερο, μπορείς να διακρίνεις και τον απώτερο, ευρύτερο στόχο του Ιουλιανού, που «πίστευε ότι θα πετύχαινε στο διάστημα μιας μόνον γενεάς, να μη βρίσκεται πια κανένας μορφωμένος σε ολόκληρη την επικράτεια, που να σκέπτεται και να αισθάνεται με τρόπο Χριστιανικό» (Έκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ', σελ. 62). Και όπως πιο συγκεκριμένα σου επισημαίνει ένας σύγχρονος μελετητής «Με το διάταγμα αυτό σκόπευε να απομακρύνει από τα σχολεία τους Χριστιανούς, για να μην ακονίζουν τη γλώσσα και τη σκέψη τους με την κλασσική Γραμματεία, με τις ασκήσεις της Ρητορικής και τις φιλοσοφικές συζητήσεις, μ’ ένα λόγο να εκβαρβαρίσει σιγά-σιγά το Χριστιανισμό. Ακόμη και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, σύγχρονος του Ιουλιανού ιστορικός και βιογράφος του. χαρακτήρισε το Ιουλιάνειο διάταγμα βάναυσο και απανθρωπο» (Α.Β. Γιαννικόπουλου, Η Εκπ/ση κατά τον 4ον μ.Χ. αιώνα, σελ. 64).
Στα κείμενα του Ιουλιανού μπορείς να διαπιστώσεις κατά τον αυθεντικώτερο τρόπο τη σκληρή πολεμική του Ιουλιανού εναντίον των Χριστιανών, θα έλεγες με σύγχρονο τρόπο, με την ειρωνεία και το χλευασμό. Π.χ. Στο πρώτο βιβλίο του, «Κατά Γαλιλαίων» και στην «Κοσμολογία» ειρωνευόταν τη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης για τους Πρωτοπλάστους, τον Κήπον της Εδέμ και τον Όφιν, που τον θεωρεί «ευεργέτην» του ανθρώπου. Διερωτάται με κυνισμό σε τι γλώσσα μίλησε ο Όφις και γελοιοποιεί την Ιστορία του Πύργου της Βαβέλ. Από τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης αρνείται τη Θεία Ευχαριστία και το Βάπτισμα. Χλευάζει τη Χριστιανική λατρεία γιατί συνδέεται με τάφους αγίων και σαρκάζει το Χριστιανικό ιδεώδες της πενίας, γιατί θα κατέρρεε το οικονομικό οικοδόμημα της Κοινωνίας» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του 'Ελληνικού Εθνους, τόμ. Ζ', σελ. 342,343).
Κοντολογής θα μπορούσες να προσθέσεις ότι φαινομενικά ο Ιουλιανός επεδίωξε την ελευθερία λατρείας όλων των θρησκειών και την καλλιέργεια των πολιτών με την Ελληνική παιδεία, ενώ στην πραγματικότητα οι ενέργειές του και οι μέθοδοι, που χρησιμοποίησε για να καθιερώσει και να εδραιώσει δήθεν την ανεξιθρησκεία και την ελληνοποίηση, «αποκάλυπταν ότι στόχος του ήταν η ανατροπή της Χριστιανικής Εκκλησίας» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορ. του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ', σελ. 340).
4. Γιατί ο Ιουλιανός δεν μπορεί να θεωρηθεί Μέγας;
Όσο θυελλώδη και να χαρακτήριζες τον αιώνα του Ιουλιανού - άλλωστε οι περισσότεροι αιώνες της ιστορικής ζωής της ανθρωπότητας υπήρξαν θυελλώδεις - όσο ρομαντικόν ιδεολόγο και ενθουσιώδη Έλληνα να θεωρούσες τον Ιουλιανό, όσο και να παραδεχόσουν ότι η «καλογερική εμπάθεια» και παράδοξοι θρύλοι έρριψαν σκιάν στην αινιγματική -έστω και γλυκειά μορφή, για μερικούς λογετέχνες, που εγείρει αδιάπτωτον ενδιαφέρον και ζωηρότατον έλγητρον- δεν μπορείς να εκτιμήσεις και να αξιολογήσεις ως μέγαν τον Ιουλιανόν.
Δεν διακρινόταν για θάρρος και αποφασιστικότητα πάντοτε ο Ιουλιανός, αν και σε μερικές στιγμές έδειξε νάχει και θάρρος και γενναιότητα. Από την εποχή της νεότητάς του υπήρξε διπλοπρόσωπος, καθώς έκρυπτε τα συναισθήματα του και υποκρινόταν το Χριστιανό, ενώ ουσιαστικά είχε αρνηθεί το Χριστιανισμό. Αλλά συνέχισε και ως καίσαρας και ως αύγουστος ακόμη να υποκρίνεται το Χριστιανό σε κορυφαίες πανηγυρικές εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής. Διπλοπρόσωπος και προς τον «αυτοκράτορα Κωνστάντιο, καθόσον ενόσω ζούσε, δύο πανηγυρικούς - κολακευτικούς λόγους και εγκωμιαστικούς έγραψε για τον Κωνστάντιο και μόλις απέθανε, έστειλε επιστολές στις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας και Ελλάδος, όπου διεκτραγωδούσε τα παθήματά του από τον Κωσταντάντιο, δυσφημώντας τον μετά το θάνατό του. Διστακτικός υπήρξε και όταν ανακηρύχθηκε αύγουστος από το στρατό του, αποφεύγοντας τη διασάφηση των προθέσεών του και μάλλον ευνοήθηκε από το θάνατο του Κωνσταντίου. Και στα βίαια γεγονότα των εθνικών εναντίον των Χριστιανών της Αλεξάνδρειας περιορίσθηκε από μακράν να εκφράσει ακαδημαϊκά την αποδοκιμασία του. Το θάρρος που έδειξε στις εκστρατείες κατά των Γερμανών και η αυτοθυσία του στη τελευταία ατυχή εκστρατεία των Περσών δεν αρκούν να του εξασφαλίσουν τον τίτλο του Μεγάλου.
Μάλιστα αν ήθελες να κρίνεις τον Ιουλιανό ως στρατηγό από την τελευταία του εκστρατεία κατά των Περσών, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσες να τον θεωρήσεις Μέγαν. Έκανε μεγάλα στρατηγικά λάθη, όπως το ότι διεμοίρασε το στράτευμα, αγνοώντας μάλιστα τη μορφολογία του εδάφους και το ότι επιχείρησε πορείες σε έρημο με τροφές μόνον είκοσι (20) ημερών. Λάθος υπήρξε η περιπλάνηση του στρατεύματός του ενοχλουμένου από αφόρητο καύσωνα, από απειλητικά έντομα και τον στρατό των Περσών, που παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις του. Λάθος του υπήρξε και η δράση του της τελευταίας ημέρας του, διότι ενώ είχε διατάξει υποχώρηση του στρατεύματός του, ρίχθηκε ο ίδιος στη συμπλοκή της εμπροσθοφυλακής του, εκτιθέμενος αλλόγιστα σε θανάσιμο κίνδυνο. Ούτε και διάδοχο πρόλαβε να ορίσει, ούτε φρόντισε να έχει, με αποτέλεσμα ο στρατός του να βρεθεί σε μεγάλη αμηχανία και σε θέση πλήρους ηττοπάθειας. Γι’ αυτό και ακολούθησε συνθήκη υποχωρητική στους Πέρσες καθώς το Βυζάντιο παρεχώρησε στους Πέρσες πέντε επαρχίες, την Αρζανηνή και τη Μοξιηνή στην Αρμενία, τη Ζαβδικηνή στη Μεσοποταμία, την Κορδοηνή (σημερινό Τουρκεστάν) και τη Ρημηνή. Και επί πλέον παρεχώρησε το Βυζάντιο και τις πόλεις Νίσιβιν, Σίγγαρα και Castra, Maurorum.
Αλλά και πείσμα, να παραγνωρίζει τα διδάγματα της Ελληνικής Ιστορίας, εντοπίζεις στις δραστηριότητες του Ιουλιανού, τον οποίον τόσον εκτιμούν ως Έλληνα μερικοί μελετητές. Περιφρόνησε την Ελληνική Ιστορία, καθώς παραγνώριζε το στόλο και την αξία του παράγοντα της θαλάσσιας δύναμης· ένας Έλληνας και μέγας μάλιστα δεν θα έκανε το σφάλμα — σωστή αυτοκτονία — να αχρηστεύσει το στόλο του. «Χαρακτηριστικόν της νοοτροπίας του Ιουλιανού, κατά τον Ζωναράν και τούτο· ενώ είχε στόλον επτακοσίων (700) τριήρεων και τετρακοσιων (400) φορτηγών πλοίων, όταν εξεστράτευσε κατά των Περσών, αποβιβασθείς εις Αντιόχειαν και νικήσας, επείσθη εις τους λόγους δύο Περσών αυτομόλων (ή κατασκόπων) και αφού επυρπόλησεν τον στόλον του πλήν δώδεκα πλοίων, ανέλαβεν μίαν εκτάκτως επικίνδυνον επιχείρησιν προς τα ενδότερα δια των ορέων, παρά δε την Κτησιφώντα εφονεύθη και ο στρατός του διελύθη» (Κ.Α. Αλεξανδρή, Η θαλασσία δύναμις εις την Ιστορίαν της Βυζ. αυτοκρατορίας, σελ. 38). Oπωσδήποτε σού είναι πολύ δύσκολον να παραδεχθείς ως μέγαν αυτοκράτορα, έναν που αυτοκαταστρέφει πυρπολώντας το στόλο του, στόλο χιλίων πλοίων!
Ούτε μετριοπάθεια και δικαιοσύνη ανάλογα με την ιδιότητα του Μεγάλου αναγνωρίζεις στον Ιουλιανό. Αναμφίβολα συμπαθείς την παιδική του ηλικία, για τις στερήσεις, την ορφάνια και τους κατατρεγμούς εξαιτίας δυναστικών ερίδων και εγκλημάτων. Αυτή η συμπάθεια όμως δεν αρκεί να παραγνωρίσεις ότι εξέλιπε πολλές φορές η μετριοπάθεια του Ιουλιανού, όταν έγινε αυτοκρατορας. Απομάκρυνε από το στρατό και από την αυλή αρκετούς στρατιωτικούς και υπαλλήλους και κατεδίκασε με δικαστικές αποφάσεις σε θάνατο ή σε εξορία, όσους θεωρούσε έμπιστους του προκατόχου του Κωνσταντίου. Η εξορία του Αγίου Αθανασίου, η επαναφορά άλλων αιρετικών από την εξορία, η δήμευση των περιουσιών και των Ιερών σκευών των Χριστιανικών Εκκλησιών, η ακύρωση των προνομίων των Χριστιανών, ενώ παράλλα χορηγούνται προνόμια στους είδωλολάτρες, η απομάκρυνση των Χριστιανών ενώ ταυτόχρονα οι διακρίσεις και τα αξιώματα προσφέρονταν αποκλειστικά σε εθνικούς(=ειδωλολάτρες), όλα αυτά αποδεικνύουν ξεκάθαρα πώς ούτε μετριοποθής, ούτε δίκαιος, συνεπώς ούτε και Μέγας υπήρξε ο Ιουλιανός ως αυτοκράτορας.
Με αχαριστία φέρθηκε ο Ιουλιανός στον επίσκοπο Αρεθούσης Μάρκο, που το 337 μ.Χ. όντας διάκονος, διέσωσε τον Ιουλιανό και τον αδελφό του Γάλλο, από το λουτρό αίματος της συγγενοκτονίας του Κωνσταντίου. Ο Μάρκος αρνήθηκε να βοηθήσει τον Ιουλιανό στην αποκατάσταση ειδωλολατρικού ναού με αποτέλεσμα να κακοποιηθεί βάναυσα από ομάδα εθνικών, και μόλις έσωσε τη ζωή του. Αλλά και στην περίπτωση του επισκόπου Αλεξανδρείας Γεωργίου, που φονεύθηκε από φανατικούς ειδωλολάτρες, ελέγχεται ο Ιουλιανός καθόσον ηπιότατα τιμώρησε τους ενόχους, ενώ «διέταξε να σταλεί σ’ αυτόν η θαυμάσια βιβλιοθήκη του Γεωργίου, οικειοποιηθείς αγαθά άλλου» (Έκδοτ. ‘Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. ΈΟν., τόμ. Ζ\ σελ. 341).
Εκπλήττεσαι και με τη δολιότητα του Ιουλιανού να τοποθετεί «αγάλματα των ειδωλολατρικών θεοτήτων κοντά στο δικό του, ώστε κάθε φορά οι Χριστιανοί, που προσέρχονταν για ν’ αποδώσουν τις καθιερωμένες τιμές στον αδριάντα του αυτοκράτορος, αντιμετώπιζαν το σκληρό δίλημμα να τιμήσουν μαζί με τον αυτοκράτορα και τις ειδωλολατρικές θεότητες, ή να παραβούν τους νόμους του κράτους, αρνούμενοι να προσκυνήσουν το ομοίωμα του αυτοκράτορος. Αυτή η ενέργεια είναι χαρακτηριστική της δολιότητας με την οποία προσπαθούσε ο Ιουλιανός να παγιδεύσει τους Χριστιανούς, ώστε να αποστατήσουν χωρίς να διακρίνεται ο εξαναγκασμός τους» (Εκδοτ. Αθηνών. Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ σελ. 341).
Ούτε ως ελλόγιμον και σοφόν μπορείς να χαρακτηρίσεις τον Ιουλιανό, όταν αναλογισθείς ότι ως αυτοκράτορας εγκαινίασε - χωρίς διαδόχους ευτυχώς στο Βυζάντιο - μία νέα μορφή δίωξης του Χριστιανισμού και των Χριστιανών, που ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με πνευματική εξόντωση. Μόνον ένα ερώτημα θα αρκούσε ν' απευθύνεις σ’ εκείνους τους θαυμαστές του Ιουλιανού, που τον θεωρούν Μέγαν Έλληνα: με ποιά αρχή και θεωρία η διδασκαλία του αρχαιοελληνικού ανθρωπισμού συμβιβάζεται η πνευματική εξόντωση των αντιτιθεμένων; Όσο για τον Ιουλιανό θα προσυπέγραφες πώς «κακήν υπηρεσίαν στην υπόθεση του ανθρωπισμού προσέφερε, όταν ισχυριζόταν ότι θα απέκλειε από τη φιλολογική και καλλιτεχνική κληρονομιά της Ελλάδος -ακόμα και από τον ίδιον τον πολιτισμό- τους Χριστιανούς καλής θελήσεως» (Baynes - Moss, Βυζάντιο, σελ. 156). Πόσο μέγα να εκτιμήσεις τον Ιουλιανό για τη γνώμη του - κατοχυρωμένη με Νόμους και διατάγματα μάλιστα - ότι μόνον όσοι δέχονται να λατρεύουν τους θεούς του Ολύμπου, αυτοί είναι άξιοι να καλλιεργούν και να διδάσκουν τα αρχαία Ελληνικά γράμματα; Τόσο εύκολα να διαγραφεί ο οικουμενικός και ο διαχρονικός χαρακτήρας της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας; Από όσα γνωρίζεις, κανένας άλλος δεν υποστήριξε τέτοια παραδοξολογία, όπως ο Ιουλιανός, και κανένας δεν εργάσθηκε για να επαναλάβει και να εφαρμόσει-υλοποιήσει τέτοιες, ιδέες και τέτοιους σκοπούς.
Ούτε ως πολιτικόν ηγέτη ικανό και άξιο δικαιολογείσαι να επαινέσεις τον Ιουλιανό, γιατί δεν σου φαίνεται να είχε και λαϊκό έρεισμα -ως αυτοκράτωρ-, καθόσον «βασίσθηκε σε ένα σχετικά μικρόν αριθμό φιλοσόφων και διανοουμένων, μιας «ελίτ...», που είχε μικρή σχέση με τα λαϊκά στρώματα και τα προβλήματά τους» (Αλ. Γ. Κ. Σαββίδη, Τα χρόνια σχηματοποίησης του Βυζαντίου, σελ. 60). Δε διέθετε ικανό και αλάθευτο αισθητήριο για να αντιληφθεί την έλλειψη ενθουσιασμού των πληθυσμών για την πολιτεία του και τις μεταρρυθμίσεις του.
Ίσως να επέμενε κανείς πώς αξίζει να παραδεχθείς τον Ιουλιανό ως δημοκρατικόν ηγέτη, όταν απευθυνόμενος προς τις βουλές (τοπικές) των πόλεων της αυτοκρατορίας αντανακλούσε την πεποίθηση του αναθρεμμένου με την κλασσική Eλληνική παράδοση αυγούστου, ότι η αυτοκρατορία ήταν μία ομοσπονδία ημιαυτόνομων πόλεων με συνείδηση της ιστορικής τους αποστολής, και όχι μια απολυταρχική μηχανή, που καταβρόχθιζε εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις» (Έκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ σελ. 58). Και «προσεπάθησε να εμφυσήση νέαν πνοήν εις τους αστικούς θεσμούς και την αστικήν ζωήν γενικώς» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, Ιστορ. Βυζ. κράτ. τόμ. Α’, σελ. 164). Όμως πέραν από τις φράσεις - λέξεις του Ιουλιανού, δεν έχεις καμμία απόδειξη πώς έλαβε υπόψη του εισηγήσεις των βουλών των πόλεων πρώτα και μετά αποφάσισε, αλλ αντίθετα όλα σού μαρτυρούν πώς ενεργούσε πάντοτε ως απόλυτος μονάρχης.
Και ως πνευματικόν άνθρωπο και συγγραφέα να θεωρήσεις τον Ιουλιανό, δεν διακρίνεις μεγαλοσύνη. Σκέψου ότι στο έργο του «Μισοπώγων» υπερβάλλει και περιγράφει κυνικά τον εαυτόν του. με ακάθαρτη γενειάδα, με φθείρες και όνυχες. Τιμώρησε, γράφει, το πρόσωπό του (γιατί δεν ήταν ωραίος!) αφήνοντας να φυτρώσει πυκνή γενειάδα και υποχρεώνοντάς το ν’ ανέχεται τις «φθείρες, ώσπερ εν λόχμη θηρίων» και μεταχειρίσθηκε την «ευφυΐαν του εις την επικίνδυνον τέρψιν του να κινεί τον γέλωτα των υπηκόων του». (Εγκυκλ. των Εθνών. Αδαμ. Αδαμαντίου, Ιουλιανός, σελ. 47). Αγνοούσε ο Ιουλιανός την απλή αρχή, ότι ο ηγέτης αποφεύγει να προκαλεί τον γέλωτα και την οργή των αρχομένων. Ο Ιουλιανός, ατυχώς, με τα έργα του προκαλούσε τον γέλωτα και με τις πράξεις του την οργή των υπηκόων του.
5. Παλαιές και νέες κρίσεις και κάποιες προεκτάσεις.
Από τους παλαιούς ο Γ. Κεδρηνός διέσωσε την παράδοση ότι στον ίδιο τον Ιουλιανό έφθασε το μήνυμα των καιρών με τον χρησμό απάντηση του μαντείου των Δελφών με το φίλο του Ιουλιανού ιατρό Ορειβάσιο: «Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσα. Απέσβετο και λάλον ύδωρ» Δηλαδή, να πείτε στο βασιλιά (Ιουλιανό), σωριάσθηκε κάτω η περίτεχνη κατοικία, ο Απόλλωνας δεν έχει πλέον στέγη, ούτε τη μαντική δάφνη, ούτε την πηγή που ομιλεί με φωνές. Στέρεψε και το νερό που (G.Cedrini, Historiarum Compendium, Ρ. 304 α) κάνει τους ανθρώπους εύγλωττους. Από τους νέους ίσως να εντυπωσίαζε και η γνώμη του Δημ. Βικέλα: «Υπάρχουν άνθρωποι εναβρυνόμενοι εις την καταστροφήν. Αυτή τους ελκύει, αυτή τους εμπνέει. Και από την Ιστορίαν του Γίββωνος εκλεκτότερα τα κεφάλαια ΚΒ’ και ΚΓ' δια τα κατορθώματα του Ιουλιανού, τελευταίου υπερμάχου του πολυθεϊσμού» (Δημ. Βικέλα. Περί Βυζ. μελέτη, σελ. 67) και κατά συνέπεια η ευνοϊκή θεώρηση του Ιουλιανού είναι και θέμα ψυχολογικής ιδιοσυγκρασίας.
Oπωσδήποτε είναι ιστορικά ακριβές και αληθινό ότι «με την άνοδον του Ιουλιανού εις τον θρόνον ήλθεν εις το προσκήνιον το πρόβλημα της συμβιώσεως της φθινούσης αρχαίας θρησκείας και του Αρχαίου πολιτισμού μετά των δογμάτων της νέας θρησκείας και των νέων κοσμο-βιοθεωριακών αντιλήψεων» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορ. Βυζ. κράτ., Α σελ. 157). Όμως είναι γεγονός ότι ο Ιουλιανός δεν γεννήθηκε ειδωλολάτρης, αλλά αποκήρυξε τη Χριστιανική πίστι, είτε εξαιτίας της τραγικής τύχης των οικείων του, είτε διότι ο ίδιος ταλαιπωρήθηκε ζώντας υπό περιορισμό. Και συντάραζαν τον Ιουλιανό ποικίλα και φλογερά αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα· καθόσον αγαπούσε τον Ελληνισμό και οραματιζόταν μία αναγέννηση του Ελληνισμού ενώ ήταν Ρωμαίος και μιλούσε τη Λατινική, πλήν όμως έγραψε στην Ελληνική. Έμμεσα ήταν και χριστιανός, διότι δανείσθηκε στις μεταρρυθμίσεις του πολλά από τον Χριστιανισμό, αλλ έγινε και ειδωλολάτρης ερχόμενος σε σφοδρή ρήξη με την Εκκλησία που κατέληξε σε ακαταμάχητη έχθρα.
Λέγεται, μερικές φορές, ότι το λάθος, η πλάνη είναι χειρότερα από το έγκλημα. Αυτή η γνώμη ισχύει κατεξοχήν για τον Ιουλιανό και τις επιδιώξεις του. «Τα παράτολμα σχέδια του Ιουλιανού χαρακτηρίζονται ρομαντικά και στην πραγματικότητα ήσαν φοβερά και καταλυτικά για την Εκκλησία» (Στ. Γ. Παπαδόπουλου. Η ζωή ενός μεγάλου, σελ. 209). Γι’ αυτό και ιστορικοί που εκφράσθηκαν κολακευτικά, όπως ο Αδαμ. Αδαμαντίου καταλήγουν να βεβαιώσουν ότι «ο θάνατός του ήτο ευτύχημα δια το κράτος, διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εις το τέλος η προσπάθειά του θα ήναπτε φοβερόν εμφύλιον πόλεμον» (Εγκυκλ. των εθνών, Αδ. Αδαμαντίου. Ιουλιανός, σελ. 57).
Η εποχή του Ιουλιανού σε διδάσκει ότι «παγανισμός και εθνικές λατρείες ξανακυριάρχησαν για λίγο με τα χρήματα και τη δύναμη του κράτους» (Στ. Παπαδοπούλου. Η ζωή ενός Μεγάλου, σελ. 209). Αλλά ο παγανισμός και η ειδωλολατρεία είχαν εσωτερικές αδυναμίες και ηττήθηκαν, όπως σου επισημαίνει και ο Ostrogorsky: «Η εσωτερική αδυναμία του αγώνα του Ιουλιανού φάνηκε πολύ καθαρά, όταν θέλησε να οργανώσει το εθνικό ιερατείο με πρότυπο την Χριστιανική Εκκλησιαστική Ιεραρχία. Ο ζήλος, που έδειξε για την ανανέωση της εθνικής λατρείας, όπως και η προσωπική του συμμετοχή στις θυσίες ζώων στους θεούς, προκάλεσαν τον χλευασμό και την αντίδραση όχι μόνον ανάμεσα στους κύκλους των Χριστιανών. Η νίκη του Χριστιανισμού ήταν πια ιστορική αναγκαιότητα» (Georg Ostrogorsky, Ιστορία του βυζ. κράτους, τόμ. Α', σελ. 110). Και οι ιστορικοί στην έκδοση της Ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του Πανμίου Καίμπριτζ) (τόμ. Α σελ. 62) το ίδιο ξεκάθαρα σού τονίζουν: «Ο Ιουλιανός μάταια προσπάθησε ν’ αναστείλει την εξέλιξη. Η renovatio orbis (= ανανέωση του κόσμου) του Χριστιανισμού δεν μπορούσε ούτε ν' αναχαιτισθεί, ούτε ν' αντικατασταθεί από τον παγανισμό και την ειδωλολατρεία».
Η ετυμηγορία της Ιστορίας για τον Ιουλιανό είναι καταδικαστική. Καθόσον «κατά την κοινήν αντίληψιν ο πολιτικός ανήρ πρέπει να επιδιώκει κατά πρώτον λόγον την πρόοδον της υλικής ευπραγίας και της δυνάμεως του κράτους, υπό δε την έποψιν ταύτην η αποστασία του Ιουλιανού υπήρξεν ουδέν άλλο ή μία ασύνετος αντίδρασις» (Λ. Έσσελιγγ. Βυζάντιο και Βυζαντινός πολιτισμός, σελ. 19). Και «δεν δύναται να ονομασθή όπως ηξίωσαν οι εθνικοί μέγας, διότι μέγας δεν είναι ποτέ ο μη ευεργετήσας την ανθρωπότητα ή τουλάχιστον το έθνος αυτού, ο δε Ιουλιανός βεβαίως δεν ευηργέτησε τον κόσμον» (Κων. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελλην. Έθνους, εκδ. Γαλαξία, τόμ. Η' σελ. 228). Και εντυπωσιακά εύγλωττη η παράγραφος που ακολουθεί και ανήκει σε σύγχρονο επιστήμονα και πολιτικό ηγέτη, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο: «Ο Ιουλιανός πρέπει να αισθάνθηκε, στο τέλος, κάποιαν ερημιά γύρω του. Δεν είναι βέβαιο ότι πρόφερε πεθαίνοντας, τις λέξεις· «Νενίκηκας Χριστέ!...». Οι αναχρονισμοί δεν δημιουργούν ιστορία. Η κάθε εποχή έχει το νόμο της. Όποιος τον παραβαίνει - κι' ο Ιουλιανός ήταν μέγας Παραβάτης - φεύγει, χωρίς η δράση του ν' αφήνει βαθειά ίχνη στη γη της ιστορίας. Το ιστορικό κενό δεν μπορεί να διατηρήσει τα ίχνη. Στο κενό αγωνίσθηκε ο Ιουλιανός. Έτσι τα συγγράμματά του -ειδικότερα, όσα κατευθύνονται, όπως ο ύμνος «εις τον βασιλέα Ήλιον», προς κάτι το πνευματικά άπιαστο, ή στρέφονται κατά των Γαλιλαίων (= Χριστιανών) - είναι χαμένα μέσ’ στο ιστορικό κενό». (Παν. Κανελλόπουλου. Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος τόμ. 1ος, σελ. 33).
* * *
Oπωσδήποτε ο Ιουλιανός στο Βυζάντιο δεν είχε ούτε διαδόχους, ούτε μιμητές, ούτε συνεχιστές. Μόνο το 15ο μ.Χ. αιώνα, στη δύση του Βυζαντίου, εμφανίστηκε ένας φιλόσοφος, κατά τη γνώμη άλλων κοινωνιολόγος, ο Γεώργιος Γεμιστός, ο Πλήθων με διαθέσεις ανάλογες προς τις αρχές του Ιουλιανού. Ίδρυσε Νεοπλατωνική Ακαδημία στο Μυστρά της Πελοποννήσου, εδίδασκε και έγραφε σαν αληθινός εθνικός (=ειδωλολάτρης), είχε συνθέσει ένα βιβλίο προσευχών και είχεν ονειρευθεί να δημιουργήσει ένα νεοειδωλολατρικό κόσμο. Αποτέλεσε μία τάση νεοϊουλιανισμού. Ανάλογες τάσεις παρουσιάσθηκαν στον αιώνα του Διαφωτισμού στην Ευρώπη, από φιλοσόφους - διαφωτιστές που εν ονόματι της ανεξιθρησκείας, ουσιαστικά αποδοκίμαζαν το Χριστιανισμό και την Εκκλησία. Βέβαια έχουν την ευθύνη και οι Χριστιανοί των αντίστοιχων εποχών, όπως είχαν μεγίστη ευθύνη και οι Χριστιανοί, ιδία οι άρχοντες, στην εποχή του Ιουλιανού. Αλλ η ευθύνη των Χριστιανών δεν πρέπει να συνεπάγεται το ανεύθυνο της ρήξης των αρνητών με τη Χριστιανική Εκκλησία.
Πολλοί επεσήμαναν ότι στην Ελλάδα, κυρίως ερασιτεχνικά, παρουσιάσθηκαν όψιμοι θαυμαστές και ακόλουθοι μέχρι ενός των ιδεών του Ιουλιανού και γενικότερα αντιχριστιανικών και αντιθρησκευτικών ιδεών εκφραστές και υπέρμαχοι. «Αντιθρησκευτική του εδάφους της Ελλάδος γονιμότης. Παρήγαγε αναρίθμους πτωχαλαζόνας, οίτινες μη εννοούντες μηδέ γρυ εκ των θρησκευτικών, επιτηδεύονται τον άθρησκον ή περιφρονούν την θρησκείαν, ίνα επιδεικνύωνται ως διάνοιαι ισχυραί και ανθρωποι της προόδου» (Χρ. Ανδρούτσου. Εκκλησία και Πολιτεία εξ’ επόψεως Oρθοδόξου, σελ. 81).
Μήπως όμως και στις ήμέρες μας παρουσιάζονται συνάμα Υλισμός και Νεοϊουλιανισμός; Κάποια αιτήματα για να επικρατήσει ως σκοπός της αγωγής των Ελληνοπαίδων η ανεξιθρησκεία, κάποιες προτάσεις, εκφραζόμενες με «επιστημονικά εκπαιδευτικά άρθρα σε συνδικαλιστικά ή επιστημονικά έντυπα των δασκάλων και καθηγητών, που ζητούν να παυσει ο «ιδεολογικός διαπότισμός των νέων» με τα δόγματα του χριστιανισμού, μήπως αποτελούν συγκεκριμένες τάσεις Υλισμού και Νεοϊουλιανισμού; Αλλά μήπως κάποια κρούσματα πολεμικής εναντίον των Χριστιανικών εικόνων και η απαγόρευση με νόμο της κυκλοφορίας χριστιανικών περιοδικών στα σχολεία σε συνδυασμό με την αδιαφορία πολλών για το σχολικό εκκλησιασμό, είναι ένδειξη τάσεως Νεοϊουλιανισμού και Υλισμού; Μήπως αποτελεί μία μορφή Νεοϊουλιανισμού και ο περιορισμός καλλιέργειας του θρησκευτικού συναισθήματος των μαθητών με κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα της ΑΘμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης;
Αναμφισβήτητα η Ελλάδα είναι χώρα ελεύθερη και δημοκρατική, όπου κάθε θρησκεία έχει δικαίωμα ύπαρξης, αλλά η Ιστορική αλήθεια, η αμερόληπτη Ιστορική Αλήθεια υποδεικνύει ότι η Ελλάδα είναι χώρα Oρθόδοξη Χριστιανική και δεν μπορεί παρά να θεωρήσεις λάθος την τάση Νεοϊουλιανισμού και αποχριστιανισμού στην εκπαίδευση. Και ακόμη υποδεικνύει να θεωρήσεις αρνητική και καταδικασμένη σε αποτυχία την προσπάθεια, όσων αγωνίζονται να παρασύρουν σ’ αυτό το λάθος πολιτική-πνευματική ηγεσία και Τύπο και δι’ αυτών το λαό, όπως αρνητική και καταδικασμένη έμεινε και η προσπάθεια του Ιουλιανού.
Και για εκείνους που τόσο έλκονται από τη μορφή του Ιουλιανού εν ονόματι ελληνολατρείας και θεωρούν άξεστους και βάρβαρους, επηρεασμένους από τον Εβραϊσμό και φανατικούς τους Χριστιανούς, θα είχες να συστήσεις σ’ αυτούς να αναρωτηθούν με το λαϊκό ερώτημα. «Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε». Διότι ο Ιουλιανός δεν είναι ο καλύτερος εκφραστής του ελληνισμού. Και πώς μπορείς ν’ αγνοήσεις ότι η αρχαία Ελληνική Γραμματεία είναι θρησκευτική γραμματεία, ειδωλολατρική βέβαια, αλλά δεν είναι άθρησκη, για να προβάλλεται ως μοναδική λύση η ανεξιθρησκεία των αρχαίων. Και γιατί η ειδωλολατρεία να είναι ανεκτή, ενώ ο Χριστιανισμός να απορρίπτεται εξ ολοκλήρου και εξ αρχής; Και ακόμη, εν ονόματι ποιου Ελληνικού πνεύματος επιτρέπονται διωγμοί και πνευματική εξόντωση συνανθρώπων και ομοφύλων; Υπήρξε και τότε ανεπίτρεπτη η ταύτιση του Ελληνισμού με την ειδωλολατρεία, να συνεχίζεται όμως σήμερα μια τέτοια προσπάθεια προς τι; Τα αναιμικά τάγματα των θεών της αρχαίας Ελλάδος, δεν μπορούν να βοηθήσουν κανέναν να συλλαμβάνει τα μηνύματα της εποχής του και να αφουγκράζεται τους σφυγμούς της Ιστορίας.
Διελκυστίνδα
Ωστόσο ο λόγος αυτός επαληθεύτηκε στις σχέσεις του παπα-Νικηφόρου με τον κυρ-Γιάννη. Έπεσε ζήλεια. Ο γέροντας δυσκολευόταν πολύ να ανεχθεί τις ελάχιστες περιποιήσεις που έκανε ο παπα-Εφραίμ στον πατέρα του. Ένας δύσκολος και μακρύς αγώνας άρχισε∙ ένας αγώνας που δεν ταίριαζε ούτε στην πνευματική του κατάσταση ούτε στον αρχοντικό χαρακτήρα του. Πέρασε τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του προσπαθώντας να καταπραΰνει τον παπα-Νικηφόρο και να υπηρετεί, χωρίς να δίνει στόχο, τον πατέρα του. Ο γερο-Ιωσήφ που τον στήριζε, τον εμψύχωνε και τον ειρήνευε, είχε προ πολλού απέλθει προς τον Κύριο. Ο κυρ-Γιάννης, που νόμιζε ότι λόγω ηλικίας σύντομα θα πεθάνει, ζούσε και ζούσε. Έζησε κοντά τους οκτώ ολόκληρα, μαρτυρικά για τον παπα-Εφραίμ, χρόνια. Οι πατέρες έλεγαν: «Ο παπα-Εφραίμ μπήκε ανάμεσα σε δύο πυρά: απ’ τη μια ο πατέρας του, απ’ την άλλη ο γέροντάς του».
Σε φωτογραφία της συνοδίας της εποχής εκείνης ο παπα-Εφραίμ μοιάζει πιο γέρος από τα γεροντάκια. Σε τόσο ψυχικό κόπο μπήκε, που στο τέλος τα ‘βάλε με τον Θεό. Όπως ο πολύαθλος Ιώβ φώναζε εν προσευχή: «Ποιος θα μπει δικαστής ανάμεσά μας, που μου έδωσες αυτόν τον αβάσταχτο πειρασμό, Θεέ μου;»
Και ο γερο-Ιώβ όμως στεναχωριόταν. Είχε γίνει μοναχός με το όνομα Ιώβ κάποια στιγμή που αρρώστησε πολύ. Αλλά συνήλθε και έζησε κάνα-δυο χρόνια ακόμη. «Βρε παιδί μου, έλεγε, λίρες να μου είχαν στρώσει στον δρόμο, δεν θα ‘ρχόμουν, αν ήξερα». Καθόταν στο δωματιάκι του και ολημερίς προσευχόταν με το κομποσχοίνι λέγοντας είτε την ευχή είτε «Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε».
Κάποια μέρα φώναξε το παιδί του:
─Εφραίμη μου, Εφραίμη μου!
─Τι είναι, παππού;
─Έλα να σου πω κάτι. Να, εδώ που καθόμουν με πήρε λίγο ο ύπνος και άνοιξε η πόρτα και μπήκαν τρεις γυναίκες. Η μεσαία φορούσε στο κεφάλι της κορώνα και μου είπε:
─Τι κάνεις;
─Τι να κάνω∙ να, στενοχωρεύομαι. Μου λέει:
─Γι’ αυτό ήρθα, να σου πω να μη στενοχωρεύεσαι. Δεν θέλω να στενοχωρεύεσαι. Και έγιναν άφαντες.
─Ε! παππού, η Παναγία ήταν. Είδες τι σου είπε; Εδώ σε θέλει. Μη βάζεις λογισμούς να φύγεις.
Ο νευρώδης και οξύθυμος μπαρμπα-Γιάννης μεταβλήθηκε σε πράο και ανεξίκακο γερο-Ιώβ. Ο παπα-Εφραίμ θαύμαζε την ανεξικακία του και έβρισκε τον εαυτό του ελλειμματικό. Αρρώστησε κάποτε ο παπα-Νικηφόρος. Ο γερο-Ιώβ πρόλαβε στο παιδί του με αληθινό ενδιαφέρον: «Παιδί μου, να ρίξεις ποτήρια (βεντούζες) στον γέροντα, είναι κρυωμένος».
Η υπομονή του όμως έμελλε να δοκιμασθεί ως το τέλος. Κάποια νύχτα βγήκε στην υπαίθρια τουαλέτα, παραπάτησε και έπεσε. Είχε σπάσει τη λεκάνη του. Σαράντα μέρες έζησε μέσα στους πόνους μη θέλοντας να ειδοποιηθεί ο γιος του ο αξιωματικός, μήπως στεναχωρηθεί. Στις 8 Απριλίου 1971 κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Κων/νου Παπαρρηγόπουλου,εκδ. Κάκτος,τόμος 8,σελ 234-256]
Ο αναγνώστης θυμάται ότι από τη γενική σφαγή των συγγενών του Κωνσταντίου, που έγινε στην αρχή της βασιλείας του, είχαν σωθεί μόνο δυο εξαδέλφια του βασιλιά, ο Γάλλος και ο Ιουλιανός. Από αυτούς, ο πρώτος τότε ήταν δώδεκα χρονών και ο δεύτερος έξι. Και οι δυο ήταν γιοι του αδελφού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του Ιουλίου Κωνσταντίου, που ήταν ανάμεσα στα θύματα της σφαγής. Για πολλά χρόνια είχε οριστεί να κατοικούν σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπου, ζώντας αρκετά άνετα, ανατρέφονταν και εκπαιδεύονταν από ονομαστούς δασκάλους, μαζί με άλλους και από τον Ευσέβιο της Νικομήδειας.
Τελικά, το 351, ο Κωνστάντιος θεώρησε σωστό να δώσει το αξίωμα του Καίσαρα στον Γάλλο και να του αναθέσει τη διοίκηση της Ασίας με έδρα την Αντιόχεια. Ο Γάλλος όμως, δεν έδειξε καμιά επιδεξιότητα για να εκπληρώσει αυτό το έργο, αλλά αντίθετα έγινε ένοχος πολλών εγκλημάτων. Έτσι, ανακλήθηκε γύρω στα τέλη του 354 στην Κωνσταντινούπολη, φυλακίστηκε και αποκεφαλίστηκε. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο Ιουλιανός κινδυνέυσε να έχει την ίδια τύχη, γιατί οι γύρω από τον Κωνστάντιο τού έλεγαν ότι ήταν αδύνατο αυτός ο νέος να μην έχει μέσα του την εκδίκηση για τα τόσα παθήματα της οικογένειάς του. Αλλά ο Ιουλιανός, που ανατράφηκε μέσα στη δυστυχία, έμαθε από πολύ νωρίς να κρύβει τη θλίψη του και την οργή του. Εκτός από αυτό, ανέλαβε την προστασία του η βασίλισσα Ευσεβία, που την καλοσύνη την οποία έδειξε προς τον Ιουλιανό συντηρούσε, σύμφωνα με την άποψη μερικών, και άλλο πιο τρυφερό αι-σθημα. Ο Κωνστάντιος πείστηκε να λυπηθεί και πάλι τον εξάδελφό του και όρισε ως τόπο διαμονής του την Αθήνα. Για να κατανοήσουμε τα γεγονότα που προέκυψαν κατά τη σύντομη παραμονή του Ιουλιανού στην Αθήνα, θα πρέπει να εκθέσουμε πώς ήταν αυτά τα χρόνια αυτή η πόλη και ποιες ήταν οι διαθέσεις του Ιουλιανού όταν διατάχτηκε να έρθει εδώ.
Η Αθήνα είχε χάσει πριν από καιρό την παλιά πολιτική και ηθική θέση της, ενώ από την εποχή που κυριεύτηκε από τον Σύλλα είχε πάθει και αρκετές υλικές ζημιές. Αλλά η ασυναγώνιστη δόξα που περιέβαλλε την πρωτεύουσα αυτή του αρχαίου ελληνισμού, τα λαμπρά μνημεία που τη στόλιζαν, η ευλάβεια που διατηρούσαν οι πολυάριθμοι ακόμα ειδωλολάτρες προς τα ελευσίνια μυστήρια και η συνείδηση για την ευγνωμοσύνη που οφειλόταν σ΄ αυτή τη χώρα, η οποία υπήρχε σε όλον τον ελληνικό κόσμο, την έκαναν σεβαστή στους άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους και πηγή μόρφωσης για όλους τους λόγιους άνδρες που συνέχιζαν να συρρέουν εδώ τόσο περισσότερο καθώς από τα χρόνια του Αδριανού, όπως είδαμε, οι σχολές της Αθήνας είχαν ιδιαίτερη αυτοκρατορική προστασία.
Είναι αλήθεια ότι σ’ αυτές τις σχολές δεν διδάσκονταν τώρα σπουδαία πράγματα και θεωρητικά ζητήματα, αλλά επικρατούσε η άγονη εκείνη σοφιστική τέχνη, στην οποία αναφερθήκανε εκτεταμένα (σελ. 65 και επ. αυτού του βιβλίου) και όπου το φιλοσοφικό σύστημα των νεοπλατωνικών μάταια αγωνιζόταν για πολλά χρόνια να δώσει κάποια νέα ζωή και ενεργητικότητα. Έτσι οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτές τις σχολές κατά τον τέταρτον αιώνα, από τον Λιβάνιο και τον Ευνάπιο, παριστάνουν εκείνες τις σχολές όχι μόνο όπως τις περιγράψαμε άλλοτε σύμφωνα με τις διηγήσεις του Φιλόστρατου, αλλά ακόμα περισσότερο ανάξιες για την αληθινή επιστήμη. Η εκπαίδευση στην Αθήνα είχε καταντήσει πράγματι μια ταπεινή λογομαχία, που τα κυριότερα ελατήριά της ήταν η χρηματική απληστία των δασκάλων και οι κωμικοτραγικές φιλονικίες ανάμεσα στους διδασκόμενους.
Ως τον Πειραιά και καμιά φορά ως το Σούνιο στέλνονταν άνθρωποι που έργο τους ήταν να προσελκύσουν τους νέους μαθητές που έρχονταν στο ένα ή στο άλλο διδασκαλείο, απαράλλαχτα όπως συμβαίνει σήμερα όταν φτάσετε με πλοίο σε κάποια μεγάλη πόλη, που ορμούν στο κατάστρωμα διάφοροι μεσίτες οι οποίοι προσπαθούν να σας πείσουν να πρότιμήσετε το ένα ή το άλλο ξενοδοχείο. Τότε όμως, δεν περιορίζονταν σε απλές προτροπές, αλλά εκτόξευαν και απειλές εναντίον όσων είχαν ήδη από πριν αποφασίσει που θα φοιτούσαν. Καμιά φορά και οι ίδιοι οι δάσκαλοι κατέβαιναν στον Πειραιά για να ψαρέψουν μαθητές. Τελικά, όταν οι μαθητές έφταναν σώοι στην Αθήνα, συνήθως με την προστασία του πλοιάρχου που τους είχε μεταφέρει, έπεφταν και πάλι σε νέους διαπληκτισμούς, κατά τους οποίους συχνά συνέβαιναν θάνατοι και τραυματισμοί.
Προπάντων, κάθε δάσκαλος αξίωνε να έχει μαθητές του όλους τους συμπατριώτες του. Όταν ο Ευνάπιος, π.χ. σπούδαζε στην Αθήνα, όσοι κατάγονταν από την Ανατολή συγκεντρώνονταν γύρω από τον Επιφάνιο, οι Άραβες γύρω από τον Διόφαντο, εκείνοι που ήταν από τον Πόντο γύρω από τον θεϊκό, όπως τον θεωρούσαν, Προαιρέσιο, που κοντά του συνέρρεαν και πολλοί σπουδαστές από τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Αλλά ο κανόνας αυτός δεν ήταν απαράβατος, με συνέπεια συνεχείς αποσκιρτήσεις από τον ένα δάσκαλο στον άλλο να συντηρούν αδιάκοπα τη φωτιά των διενέξεων. Οι διενέξεις αυτές γίνονταν τόσο περισσότερο φοβερές, καθώς το σύνολο των μαθητών είχε διαιρεθεί σε ένοπλους «χορούς» που είχαν τους δικούς τους «προστάτες»· οι χοροί αυτοί θεωρούσαν τις αιματηρές αυτές συγκρούσεις σαν αγώνες για την προάσπιση της πατρίδας τους. Η κατάσταση μάλιστα γινόταν τόσο κρίσιμη, ώστε αναγκαζόταν να επεμβαίνει ο ανθύπατος της Αχαΐας και να καλεί ενώπιόν του στην Κόρινθο τους αντιπάλους, και μαθητές και δασκάλους. Τότε γινόταν, με την παρουσία του ανθυπάτου, μεγάλος και επίσημος ρητορικός αγώνας, ιδιαίτερα αν τύχαινε ο Ρωμαίος άρχοντας να έχει κάποια ελληνική παιδεία.
Εξαιτίας της αδιάκοπης αυτής διχόνοιας, ούτε οι δάσκαλοι ούτε οι μαθητές μπορούσαν να εμφανιστούν στα θέατρα και στις στοές· γιατί όταν συναντιούνταν δυο αντίπαλοι χοροί, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Έτσι οι μαθητές περνούσαν τη μέρα τους παίζοντας μπάλα και τη νύχτα τους ακούγοντας γλυκόλαλες τραγουδίστριες. Μερικοί μάλιστα, οι περισσότερο ανάγωγοι, δεν δίσταζαν να ληστεύουν τα σπίτια φιλήσυχων πολιτών. Πολλοί, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε τέτοια άσωτη ζωή, έπεφταν στα νύχια των τοκογλύφων.
Αλλά όσο ολέθρια κι αν είχε καταντήσει η παρακμή των σχολών στην Αθήνα, οι σχολές αυτές, επειδή ήταν από τα κυριότερα καταφύγια της ελληνικής παιδείας που είχε απομείνει, δεν στερούνταν από κάθε αξία, ιδιαίτερα εξαιτίας των περιστάσεων που τις περιστοίχιζαν. Βέβαια, δε γινόταν λόγος για σπουδαία φιλοσοφικά συστήματα και για πραγματική εκπαίδευση παρά μόνο μετά το τέλος του πέμπτου αιώνα, οπότε και θα πούμε περισσότερα γι’ αυτά. Εντούτοις όμως, διδασκόταν η γλώσσα, η αμίμητη γλώσσα του Πλάτωνα και του Δημοσθένη· σώζονταν τα ονόματα των πραγμάτων, διατηρούνταν οι μνήμες του παρελθόντος. Το να γίνονται όλα αυτά τα αιώνια, έστω και με λόγια απογυμνωμένα από την πραγματική ουσία των ιδεών τους, αλλά στον ίδιο χώρο που άλλοτε είχαν γίνει, υπό τον καθαρό ουρανό του και με την παρουσία των λαμπρών του μνημείων, που ακόμα υψώνονταν ακέραια, δεν μπορούσε παρά να έχει κάποιαν ακαταμάχητη επίδραση και να συντηρεί αισθήματα που δεν ήταν πάντοτε μη ευγενικά. Η Αθήνα έμοιαζε τότε ως ένα βαθμό με κείνους τους γέροντες, οι οποίοι, αφού έκαναν στην ακμή της ηλικίας τους έργα μεγάλα και ένδοξα, ευχαριστούνται στα τέλη της ζωής τους να διηγούνται τα αξιομνημόνευτα γεγονότα με τα οποία είναι συνδεμένο το όνομά τους. Οι άνθρωποι τούς ακούνε με ευχαρίστηση και πολλές φορές ωφελούνται από αυτή την ακρόαση.
Κάτι τέτοιο συνέβαινε τώρα και στην Αθήνα· οι άνθρωποι συνέρρεαν εδώ για να θαυμάσουν τα μνημεία τα οποία διακήρυτταν το παλαιό μεγαλείο και για να ακούσουν τους δασκάλους που έτσι ή αλλιώς δεν έπαυαν να θυμίζουν εκείνο το μεγαλείο. Αν τα δημόσια θέατρα ήταν έρημα, οι πιο πλούσιοι από τους σοφιστές κατασκεύαζαν θέατρα στα σπίτια τους, που ήταν κομψές απομιμήσεις τιον μεγάλων εκείνων οικημάτων που κατοικούσαν κάποτε οι μούσες. Και εκεί, με τους φίλους, τους συγγενείς και τους μαθητές τους, χειροκροτούσαν τα αριστουργήματα των αρχαίων χρόνων. Αν πολλοί από τους νέους ξόδευαν τη ζωή τους σε ασωτείες και τιποτένιες διασκεδάσεις, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που διέκοπταν τις μονότονες ασχολίες τους και επισκέπτονταν και μελετούσαν τα ελευσίνια μυστήρια, κάνοντας μακρινές εκδρομές ως την Κόρινθο, την έδρα του ανθυπάτου Αχαΐας, και ως τα Ολύμπια και τα Ίσθμια και τους άλλους εθνικούς αγώνες, που δεν τελούνταν μεν με την αλλοτινή λαμπρότητα και πολυτέλεια, εξακολουθούσαν όμως να προσελκύουν σημαντικά πλήθη θεατών. Άλλωστε, η πόλη της Αθήνας διατηρούσε ως ένα βαθμό το αρχαίο της πολίτευμα, τους τύπους αυτού του πολιτεύματος, αλλά οι τύποι εκείνοι, με τις αναμνήσεις με τις οποίες συνδέονταν, είχαν ένα ισχυρό θέλγητρο και επιδρούσαν στις ψυχές και στο ήθος των ανθρώπων, καθώς είδαμε κατά την επιδρομή των Γότθων.
Οι βασιλιάδες συνέχιζαν να σέβονται αυτό το πολίτευμα και να δέχονται ευγνωμονώντας τα αξιώματά του. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όχι μόνο, όπως είδαμε, ήθελε να ονομάζεται στρατηγός των Αθηναίων, αλλά αύξησε και τα προνόμια των επικεφαλής των σχολών και των δασκάλων τους, και τους δασκάλους αυτούς τους απάλλαξε από πολλούς φόρους και υποχρεώσεις. Έστελνε επίσης, για να μοιραστεί, στο δήμο των Αθηναιων αξιόλογη ποσότητα σιταριού κάθε χρόνο, και τον τελευταίο καιρό ακόμη ο βασιλιάς Κώνστας διόρισε στην πόλη «νησιά όχι λίγα ούτε μικρά για να παίρνει τους φόρους». Βέβαια, στην Αθήνα δεν ήταν λίγοι οι οπαδοί της νέας θρησκείας, αλλά η πόλη θεωρούνταν ως το τελευταίο μεγάλο καταφύγιο της αρχαίας λατρείας, του αρχαίου τρόπου ζωής, και πολυάριθμοι ειδωλολάτρες προσέρχονταν εδώ γι’ αυτόν το λόγο με ευλάβεια, όπως οι χριστιανοί στα Ιεροσόλυμα.
Γενικά η Αθήνα γύρω στα μέσα του τέταρτου αιώνα διατηρούσε ακόμη, όπως φαίνεται, τον χαρακτήρα εκείνον που τόσο χαριτωμένα έχει περιγράφει ο Λουκιανός, ο οποίος άκμασε γύρω στα τέλη του δεύτερου αιώνα, στο βιβλίο του που επιγράφεται «Νιγρίνος ή περί φιλοσόφου ήθους», εγκωμιάζοντας την ελευθερία, τη χωρίς φθόνο διαβίωση και την ησυχία και την αποχή από κάθε ασχολία που επικρατούσαν σ' αυτή την πόλη. Και πρόσθετε ότι η διαμονή στην Αθήνα, με συντροφιά τη φιλοσοφία και με τη δυνατότητα που έδινε να διατηρήσει κανείς καθαρό το ήθος του, ταίριαζε ιδιαίτερα σε σπουδαίο άντρα, συνηθισμένο να περιφρονεί τον πλούτο και φίλο της φυσικής ζωή. Και ο Λουκιανός καταλήγει: «Όποιος όμως αγαπάει τον πλούτο, γοητεύεται από το χρυσάφι, και την ευχαρίστηση στη ζωή τη μετράει με την πορφύρα και την εξουσία και δεν έχει γευτεί την ελευθερία, δεν έχει δοκιμάσει την ελευθερία του λόγου και δεν έχει γνωρίσει την αλήθεια... ο τέτοιος άνδρας ας πάει να ζήσει στη Ρώμη». Και ας σημειωθεί ότι δεν μπορούμε να μην πιστέψουμε τον Λουκιανό, γιατί περισσότερο ασχολούνταν με τα σπουδαία γεγονότα παρά σπούδαζε γύρω από όσα άξιζαν μόνο για παιχνίδια.
Ο Ιουλιανός λοιπόν, που διατάχτηκε τότε να πάει στην Αθήνα, ήταν τουλάχιστον ο μισός Έλληνας· γιατί είχε γεννηθεί στο Βυζάντιο και η ελληνική ήταν η μητρική του γλώσσα. Έτσι, δεν είναι παράδοξο που από μικρό παιδί αγάπησε αυτή τη γλώσσα, μελέτησε τα αρχαία της αριστουργήματα και θαύμαζε το ηθικό και πολιτικό μεγαλείο μέσα στο οποίο είχαν τα αριστουργήματα αυτά δημιουργηθεί κάποτε. Η εντύπωση που προξένησε ο αρχαίος εκείνος κόσμος στην ευαίσθητη ψυχή του νέου, υπήρξε τόσο περισσότερο βαθύτερη όσο η γύρω του κατάσταση, συγκρινόμενη με το παρελθόν σε μια πρώτη ματιά, παρουσίαζε φοβερή αντίθεση. Ο Ιουλιανός ήξερε ότι ο εξάδελφός του Κωνστάντιος στήριξε όλη τη βασιλική σταδιοδρομία του θυσιάζοντας χωρίς έλεος όλους τους συγγενείς. Ήξερε ότι ο επίσκοπος της Νικομήδειας Ευσέβιος, ένας από τους πρώτους λειτουργούς του νέου θρησκεύματος, έλεγαν ότι αυτός ήταν που ετοίμασε την ελεεινή αυτή τραγωδία. Έβλεπε το νέο θρήσκευμα να είναι διαιρεμένο σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα που οι συγκρούσεις τους δεν περιορίζονταν σε θεωρητικές συζητήσεις αλλά συνοδεύονταν από εξορίες, διωγμούς, φόνους, εξεγέρσεις. Και δεν καταλάβαινε, ή δεν ήθελε να καταλάβει, τη σπουδαιότητα της φιλονικίας, αλλά γνώριζε ότι οι αντίπαλοι μεταχειρίζονταν τις θρησκείες για να ικανοποιήσουν πολλά ανθρώπινα πάθη και συμφέροντα.
Ο Ιουλιανός, όχι μόνο είχε δεχτεί το άγιο βάφτισμα, αλλά για αρκετό καιρό έδειξε και εξαιρετικό ζήλο υπέρ του νέου θρησκεύματος. Βαθμιαία όμως, άρχισε να συμβαίνει μέσα του μια αλλόκοτη αλλοίωση αισθημάτων και σκέψεων. Από την αντιπαράθεση εκείνη του παρόντος με το παρελθόν, οδηγήθηκε πρώτον μεν στο συμπέρασμα ότι ο χριστιανισμός ήταν η αιτία της παράδοξης αυτής παρακμής ή τουλάχιστον ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν ικανός να αντιμετωπίσει αυτή την παρακμή, και βαθμιαία οδηγήθηκε στο δεύτερο συμπέρασμα ότι αυτή η αλλοίωση των πραγμάτων προέκυψε από την εξαχρείωση του αρχαίου θρησκεύματος και του τρόπου ζωής, και ότι η αναμόρφωση του κόσμου δεν ήταν δυνατό να επιτύχει παρά μόνο με την παλινόρθωση εκείνου του τρόπου ζωής και του θρησκεύματος.
Για μας, που κρίνουμε τις απόψεις του Ιουλιανού σήμερα,ύστερα από δεκαπέντε αιώνες, γνωρίζοντας όλα τα αγαθά που έφεραν τελικά οι αρχές του Ευαγγελίου, η πλάνη του Ιουλιανού γίνεται ακατανόητη. Αλλά για την εποχή του ο παραλογισμός εκείνος εξηγείται ως ένα βαθμό. Ο Ιουλιανός δεν έμοιαζε με τον αδελφό του τον Γάλλο· είχε, όπως θα δούμε, πολλά από τα προτερήματα με τα οποία οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο προκόβουν συνήθως και καμιά φορά μεγαλουργούν: ευφυΐα, παιδεία, χρηστότητα, ανδρεία, τύχη. Του έλειπε όμως ένα προτέρημα, η μαγιά δηλαδή, που χωρίς αυτή και το πιο καλό σιτάρι δεν δίνει καλό ψωμί· η μαγιά που κατέχουν και οι πιο κοινοί από τους ανθρώπους, που καμιά φορά δεν κατέχουν περιέργως οι πιο ευφυείς, που την ονο-μάζουμε ορθό νου. Ο ορθός νους ανθρώπων όπως ο Κωνσταντίνος και ο Αθανάσιος καταλάβαινε ότι κανένας θεσμός δημιουργημένος από ανθρώπους όταν εφαρμόζεται σε ανθρώπους δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει από την ανθρώπινη αδυναμία και το ανθρώπινο συμφέρον και ότι μόνο αφού περάσει από πολλές δοκιμασίες δίνει τους καλύτερους καρπούς του. Και έχοντάς τα υπόψη τους αυτά οι άνδρες εκείνοι, υπέμεναν τις συμφορές που είχαν να αντιμετωπίσουν με την πεποίθηση ότι θα έρθει εποχή όπου ο χριστιανισμός, αποβάλλοντας τη σκουριά του υλικού με το οποίο έπρεπε να συμπράξει, θα πρόσφερε στην ανθρωπότητα πλούσιες και οπωσδήποτε καθαρές τις ευεργεσίες του.
Μήπως κάτι τέτοιο δε συνέβη και σε άλλους θεσμούς στην αρχή της εφαρμογής τους; Μήπως το συνταγματικό πολίτευμα και στην ίδια την Αγγλία στην αρχή έδωσε τίποτε άλλο από αδιάκοπους εμφύλιους πολέμους, σφαγές, καταστροφές, ανατροπές βασιλιάδων, ηθική και κοινωνική εξαχρείωση που τις περιπέτειές τους με φρίκη και αποστροφή, μα την αλήθεια, διαβάζουμε στην ιστορία εκείνων των χρόνων, κατά τον δέκατο έβδομο και τον δέκατο όγδοο αιώνα; Μήπως η άριστη αυτή από τις πολιτικές θεσμοθεσίες δεν αναγκάστηκε να περάσει από το χωνευτήρι αυτό των ανθρώπινων παθών και συμφερόντων για να μετριάσει και να εξευγενίσει τα πάθη, για να ρυθμίσει και να ηθικοποιήσει τα συμφέροντα και να μπορέσει έτσι να αναδείξει στα δικά μας χρονιά το αγγλικό έθνος ως το πιο χρηστό, το πιο εύνομο και το πιο συνετό από τα έθνη που κυβερνιούνται στη γη; Γιατί λοιπόν να απορούμε που ο χριστιανισμός πέρασε από παρόμοια η παραπλήσια δοκιμασία; Ναι μεν ο χριστιανισμός ήταν θείος θεσμός, ενώ το συνταγματικό πολίτευμα είναι ανθρώπινος θεσμός· μήπως όμως, και οι δυο από ανθρώπους σε ανθρώπους δεν επρόκειτο να εφαρμοστούν;
Τις αλήθειες όμως αυτές δεν διδάσκει παρά μόνο η μακρόχρονη πείρα ή ο ορθός νους που ως ένα βαθμό αναπληρώνει την πείρα. Πόσοι άνθρωποι, κατά τα αλλά καλοί και αγαθοί, με προτερήματα συχνά εξαιρετικά, παγιδευμένοι από την ηθική και κοινωνική ξεδιαντροπιά που συνήθως είναι οι πρώτοι σύντροφοι του συνταγματικού πολιτεύματος, δεν απελπίστηκαν για την τύχη αυτού του πολιτεύματος και δεν έφτασαν στο σημείο να προτιμήσουν αντί γι’ αυτό την απόλυτη μοναρχία; Κάτι ανάλογο συνέβη με τον Ιουλιανό, που θεώρησε ως υπεύθυνες τις αρχές του Ευαγγελίου για τα όσα δεινά, εξαιτίας της κακής εφαρμογής αυτών των αρχών, συνέ- βαιναν και, το χειρότερο, νόμιζε ότι τα δεινά αυτά δεν μπορούν να θεραπευτούν παρά μόνο με την ανανέωση της ειδωλολατρίας.
Τη διάθεση αυτή του Ιουλιανού τη συντηρούσαν, εννοείται, οι πολυάριθμοι ειδωλολάτρες που υπήρχαν ακόμα και ιδίως οι νεοπλατωνικοί που οι σπουδαιότεροι από αυτούς εκείνη την εποχή, ο Αιδέσιος, ο Χρυσάνθιος, ο Μάξιμος, που έμεναν στην Πέργαμο και στην Έφεσο, είχαν περιστοιχίσει το νεαρό βασιλόπουλο και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να το κάνουν σύμμαχό τους. Οι νεοπλατωνικοί, καθώς είδαμε, αρχικά είχαν μιαν αντίληψη για τη θεότητα σχετική κάπως με τη χριστιανική, και προσπάθησαν συγχρόνως να ερμηνεύσουν πιο λογικά τους μύθους της ειδωλολατρίας. Αλλά εκτός από το ότι τις ερμηνείες αυτές τις διαφοροποιούσαν συνεχώς ο καθένας κατά τη γνώμη του και έτσι κανένα οριστικό και σπουδαίο φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν, οι νεοπλατωνικοί προσέκρουσαν πολύ σύντομα και σε άλλο φοβερό σκόπελο.
Όσο αντικείμενο των νεοπλατωνικών ήταν η φιλοσοφία τους, που κήρυττε τη λεπτολόγο ενασχόλησή της με την έννοια του υπέρτατου όντος ώστε να αποκαλυφθούν τα μυστήρια των αλληγοριών που δήθεν κρύβονταν πίσω από τους ελληνικούς μύθους, οι σχετικές συζητήσεις μπορούσαν να ψυχαγωγούν, αν όχι να διδάσκουν, το μορφωμένο κοινό προς το οποίο απευθύνονταν. Αλλά δεν αρκέστηκαν σ’ αυτά· θέλησαν να φτάσουν ως την ίδρυση θρησκευτικού συστήματος για να επηρεάσουν τα πλήθη. Τότε, καταλαβαίνοντας ότι οι φιλοσοφικές και θεολογικές εκείνες συζητήσεις δεν αρκούσαν να πείσουν την πλειοψηφία των ανθρώπων, σοφίστηκαν να χρησιμοποιήσουν τους ίδιους τους θεούς της ειδωλολατρίας για να εντυπωσιάσουν τον εύπιστο όχλο με διάφορες μαγείες. Μεταχειρίστηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό τους επιδέξια και αδιάντροπα όσα είχαν απομείνει από τα μυστήρια του αρχαίου θρησκεύματος, ιδίως στην Έφεσο και στην Ελευσίνα, και ισχυρίστηκαν ότι μπορούν να μπουν στα μυστικά του μέλλοντος, να επιβάλουν τη θέλησή τους στα κατώτερα πνεύματα, να επικοινωνήσουν με τους ουράνιους θεούς και, απαλλάσσοντας την ψυχή από τα υλικά δεσμά, να την φέρουν σε άμεση σχέση προς το ανώτατο θείο πνεύμα.
Ευκολονόητη είναι η αλλόκοτη σύγχυση των ιδεών που προέκυψε από τον συνδυασμό αυτόν της φιλοσοφίας, της μυθολογίας και της μαγείας. Και όμως, ο Ιουλιανός, που έβρισκε παράλογα και καταστροφικά τα δόγματα του Ευαγγελίου, των αποστόλων και των πατέρων της χριστιανικής εκκλησίας, έπεσε θύμα της τερατώδους εκείνης σύγχυσης των ιδεών και ενώ αφενός ομολογούσε την ύπαρξη κάποιου όντος, τελειότατου, αόρατου και ακατάληπτου από τον αδύναμο άνθρωπο, αφετέρου έφτασε να πρεσβεύει ότι το υπέρτατο αυτό ον γέννησε πολλούς κατώτερους θεούς, τον Άρη, τον Ερμή, την Αθηνά, την Αφροδίτη και τους άλλους γνωστούς θεούς της αρχαιότητας· να πρεσβεύει ότι στους θεούς αυτούς ανέθεσε το υπέρτατο ον τη δημιουργία του ανθρώπου και τη διοίκηση του επίγειου κόσμου μας· με ένα λόγο να πρεσβεύει ότι οι πιο δημοφιλείς δοξασίες των ειδωλολατρών μπορούν θαυμάσια να συμβιβαστούν με την πιο φιλοσοφική αντίληψη για τη θεότητα.
Με αυτές τις προδιαθέσεις έφτασε ο Ιουλιανός τον Μάιο του 335 στην Αθήνα. Εδώ, όλα συντέλεσαν στο να ενισχύσουν την πλάνη του: η θέα των λαμπρότατων μνημείων του αρχαίου θρησκεύματος και εκείνων των αγαλμάτων που η ομορφιά τους μπορούσε, μα την αλήθεια,να γοητεύσει ψυχή και φαντασία λιγότερο επηρεασμένες· οι εισηγήσεις προς τον Ιουλιανό των πιο ικανών ειδωλολατρών ρητόρων που μέσω αυτού έλπιζαν να πετύχουν τον θρίαμβο των δικών τους δοξασιών και συμφερόντων· τα ελευσίνια μυστήρια, που ακόμα ενέπνεαν τόσο σεβασμό και που οι τελετές και οι θυσίες τους ήταν τόσο επιδέξιες στο να συντηρούν τη δεισιδαιμονία που είχε κυριεύσει τον Ιουλιανό. Τότε ήταν λοιπόν, πιθανότατα, που, με την αδιάκοπη επίδραση των ποικίλων αυτών πειρασμών, ρίζωσε στην ψυχή του η απόφαση να υψώσει, μόλις του δινόταν ευκαιρία, τη σημαία του αρχαίου θρησκεύματος και να την αντιπαρατάξει στη σημαία του χριστιανισμού, για να ξαναζωντανέψουν οι αρχαίες ένδοξες ημέρες.
Εννοείται ότι έκρυβε αυτόν τον σκοπό του και προσποιούνταν τον χριστιανό, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι και η ελάχιστη νύξη για τις πραγματικές του πεποιθήσεις προς τον Κωνστάντιο, θα προκαλούσε την καταστροφή όλων εκείνων των ονείρων του. Η ταραχή όμως της καρδιάς του και του μυαλού του προδινόταν από το βλέμμα του και τη συμπεριφορά του.
Συνέπεσε τότε, από παράδοξη συγκυρία, να βρίσκονται στην Αθήνα, ως συμμαθητές και σύντροφοι του Ιουλιανού, δυο νέοι που τα ονόματά τους επρόκειτο επί αιώνες να αντηχήσουν ως τα πέρατα του χριστιανικού κόσμου. Οι δυο αυτοί νέοι ήταν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Μέγας Βασίλειος, οι οποίοι είχαν έρθει στην Αθήνα όχι όπως εκείνος για να ενισχύσουν τις ειδωλολατρικές πεποιθήσεις τους, αλλά αντίθετα για να πάρουν από την αρχαία φιλοσοφία και ευγλωττία τα όπλα με τα οποία σε λίγο πολέμησαν για να υπερασπιστούν τη νέα πίστη. Ο Γρηγόριος και ο Βασίλειος ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι προς τους οποίους θα μπορούσε ο Ιουλιανός να δώσει εξηγήσεις για τις προθέσεις του. Φαίνεται όμως, ότι ο Γρηγόριος κατάλαβε από τότε τι σκεφτόταν και τι μελετούσε εκείνος ο συμμαθητής του. Τουλάχιστον ιδού, πώς τον περιέγραψε όταν ήταν στην Αθήνα στον λόγο του «β' στηλιτευτικός κατά βασιλέως Ιουλιανού»:
«Από παλιά είχα καταλάβει τις διαθέσεις του Ιουλιανού, όταν βρισκόμουν μαζί του στην Αθήνα (...) Διπλός ήταν ο λόγος που ήρθε εκεί: αφενός για να μάθει περισσότερα για την ιστορία της Ελλάδας από τις σχολές που υπήρχαν εκεί, αφετέρου —και αυτός ο λόγος ήταν ο πιο κρυφός και όχι πολύ γνωστός— να συναντήσει τους θύτες και τους απατεώνες της αρχαίας θρησκείας που χαρακτηριστικό τους ήταν η ασέβεια. Τότε λοιπόν, δεν παρατήρησα καμιά κακή συμπεριφορά του άνδρα, παρ’ όλο που δεν υπήρχε ούτε ένας απ’ όσους ασχολούνταν με αυτά που να συμπεριφέρεται καλά. Αλλά με έκανε να υποψιαστώ η ανωμαλία στο ήθος του και η αλλοπαρμένη όψη του. (...) Γιατί θεωρούσα ότι κανένα σημάδι επάνω του δεν έδειχνε φυσιολογικό: ο αυχένας του λύγιζε συνεχώς, οι ώμοι του κουνιούνταν και ανασηκώνονταν, τα μάτια του ήταν ερεθισμένα και κοιτούσαν γύρω τους σαν μάτια παράφρονα, τα πόδια του ήταν ασταθή και τρέκλιζαν, τα ρουθούνια του έμοιαζαν να βγάζουν βρισιές και περιφρόνηση, το ίδιο και οι γκριμάτσες του προσώπου του, το γέλιο του ήταν ακράτητο και βραχνό, έκανε νοήματα χωρίς λόγο, η ομιλία του ήταν άκαμπτη και κοβόταν απότομα, οι ερωτήσεις του άτακτες και ασύνετες και οι απαντήσεις του δεν ήταν καλύτερες, που η μια αναιρούσε την άλλη, και ασταθείς, που έδειχναν μιαν ανακατεμένη παιδεία. Αλλά τι χρειάζεται να γράφω λεπτομέρειες; Τον είδα ποιος ήταν πριν από τα έργα του και τον γνώρισα όταν τα διέπραττε. Και αν ήταν μαζί μου μερικοί εκείνη την εποχή που τα παρατήρησαν αυτά και τα ακόυσαν, δεν θα ήταν δύσκολο να τα πουν· αλλά επειδή εγώ τα είδα, αμέσως μίλησα γι’ αυτά, για το ποιο κακό τρέφει στους κόλπους της η πολιτεία των Ρωμαίων».
Ο Ιουλιανός έμεινε στην Αθήνα μόνο έξι μήνες, γιατί το Νοέμβριο του 355 ο Κωνστάντιος θεώρησε ότι έπρεπε να τον ονομάσει Καίσαρα και να του αναθέσει τη διοίκηση της Γαλατίας. Η επαρχία αυτή υπέφερε πάρα πολύ από τα γερμανικά φύλα και χρειαζόταν έναν υπέρτατο άρχοντα με ιδιαίτερα προσόντα. Άλλωστε ο Κωνστάντιος, καθώς δεν είχε παιδιά, αισθανόταν την ανάγκη ενός βοηθού, και η αγαθή Ευσεβία διέλυσε και πάλι τη δυσπιστία που θα μπορούσε ο βασιλιάς να διατηρεί για κείνον τον συγγενή.
Ύστερα από μερικά χρόνια ο Ιουλιανός έγραφε προς τους Αθηναίους ότι έκλαψε πικρά εγκαταλείποντας την πόλη τους. Πάντως, άσχετα με τα αισθήματά του, ο Ιουλιανός υπάκουσε στη διαταγή του βασιλιά και ενώ δε φαινόταν να είναι καθόλου προετοιμασμένος για να αναλάβει το δύσκολο αυτό έργο, ενώ η κυβέρνηση στο Βυζάντιο τού ύψωνε πολλές και ποικίλες δυσκολίες, αναδείχτηκε εντούτοις επιδέξιος στρατηγός. Σε διάστημα πέντε χρόνων όχι μόνο έδιωξε τους Γερμανούς πέρα από το Ρήνο και τους κατατρόπωσε και τους ανάγκασε να υποταχτούν ακόμα και μέσα στην πατρίδα τους, αλλά και την πολύ άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στη Γαλατία την αντιμετώπισε με πολλούς τρόπους. Αυτές όμως οι επιτυχίες προκάλεσαν τον φθόνο του Κωνσταντίου, ο οποίος, θέλοντας να απομακρύνει από τη Γαλατία τις λεγεώνες που είχαν νικήσει υπό τον συνάρχοντά του και λάτρευαν τον Ιουλιανό, τις διέταξε να πάνε στην Ασία για να αντιπαραταχτούν, στον ποταμό Ευφράτη, εναντίον του Σαπώρ ο οποίος συνεχώς βρισκόταν σε επίθεση. Οι λεγεώνες όμως, δε λογάριασαν τη διαταγή του βασιλιά και αναγόρευσαν τον Ιουλιανό βασιλιά, παρά τη θέλησή του. Ο Ιουλιανός πρότεινε στον Κωνστάντιο να συμβιβαστούν. Δυστυχώς, η βασίλισσα Ευσεβία, που θα μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτόν το συμβιβασμό, είχε πεθάνει πριν από λίγο. Ο Κωνστάντιος απέρριψε χωρίς συζήτηση τη συνδιαλλαγή κι έτσι ο Ιουλιανός όρμησε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Αλλά ο Κωνστάντιος πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 361 κι έτσι αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος. Η εξουσία του Ιουλιανού, που βρισκόταν στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη, αναγνωρίστηκε χωρίς καμιά αντίρρηση από ολόκληρο το κράτος.
Ο Ιουλιανός, συγχρόνως με την έναρξη της φιλονικίας με τον εξάδελφό του, είχε καθώς φαίνεται έρθει σε συνεννοήσεις με τους φίλους του στην Ελλάδα για την εφαρμογή της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, ιδιαίτερα με τον Περγαμηνό Οριβάσιο και τον Λίβυο Ευήμερο. Είχε μάλιστα, όπως βεβαιώνουν, πάρει κοντά του και τον ιεροφάντη των ελευσίνιων μυστηρίων, και είχε αποφασίσει, μαζί με αυτόν και τους δυο φίλους του, όλα τα σχετικά με την ανόρθωση του αρχαίου δόγματος. Μόλις συνέβη η ρήξη με το βασιλιά, απαρνήθηκε και επίσημα την πίστη και προς τον Κωνστάντιο και προς τον Χριστό· αφιέρωσε έτσι τον εαυτό του στους αθάνατους θεούς και έγινε αποστάτης και παραβάτης της διδασκαλίας του Σωτήρα, και με αυτά τα προσωνύμια έμεινε στην ιστορία και στην εκκλησία.
Μόλις έφτασε στην Παννονία, έγραψε προς τις ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα προς τη Βουλή και το δήμο των Αθηναίων, προς τους Κορίνθιους, τους Λακεδαιμόνιους, κάνοντας γνωστή την πρόθεσή του και ζητώντας τη βοήθειά τους.
Η επιστολή προς τους Αθηναίους, που περισώθηκε ολόκληρη ως εμάς, είναι αξιοσημείωτη από πολλές απόψεις, ιδιαίτερα για το ότι ο Ιουλιανός δεν κολακεύει την πόλη όπως οι κοινοί σοφιστές και ρήτορες, αλλά την απεικονίζει όπως ήταν τότε, λέγοντας, ότι «σώζεται ακόμη σε σας από την αρετή των προγόνων σας κάτι σαν μικρή φλόγα». Γενικά ο Ιουλιανός είχε πρακτικό πνεύμα. Έσφαλε μεν ως προς τη θεμελιακή άποψή του, αλλά ήξερε καλά τις δυσκολίες με τις οποίες είχε να παλέψει επιδιώκοντας το ξαναζωντάνεμα του αρχαίου βίου που ψυχορραγούσε. Εννοείται ότι οι πολυάριθμοι ειδωλολάτρες της Ελλάδας και της Μακεδονίας αποδέχτηκαν πρόθυμα την πρόσκλησή του. Του έστειλαν λοιπόν, πρέσβεις, στο Σίρμιο όπου βρισκόταν, για να τον διαβεβαιώσουν ότι θα τον βοηθούσαν με κάθε τρόπο στην προσπάθειά του. Ιδιαίτερα στην Αθήνα, όταν ζούσε ακόμα ο Κωνστάντιος και οι λεγεώνες του κατείχαν τη Θράκη, άνοιξαν οι ναοί της Αθηνάς και των άλλων θεών που από καιρό είχαν κλείσει, ξαναχτίστηκαν οι βωμοί και έγιναν θυσίες και γιορτές σύμ-φωνα με το αρχαίο πατροπαράδοτο έθιμο.
Με το θάνατο του Κωνσταντίου ο Ιουλιανός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με τη μεταρρύθμιση του πολιτεύματος που, φυσικά, τη συνδύαζε με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Αν πιστέψουμε τον Λιβάνιο, καταρχήν θέλησε να καταργήσει την υπέρτατη εξουσία· αυτό τελικά δεν το έκανε, αλλά αποποιήθηκε για πάντα τον τίτλο του Dominus ή Δεσπότη, απέδωσε στους υπάτους και στη σύγκλητο την εξουσία τους, ενίσχυσε τους τοπικούς θεσμούς στις πόλεις, κατάργησε την πανηγυρική συνοδεία της ανατολικής βασιλείας και προπάντων την πολλή πολυτέλεια των ανακτόρων. Δεν πρέπει όμως, να πάρουμε κατά γράμμα όσα λέει ο Λιβάνιος για την αυλή του Κωνσταντίου. Σύμφωνα με τον ξακουστό αυτόν σοφιστή ο Ιουλιανός βρήκε στα ανάκτορα «χίλιους μαγείρους, όχι λιγότερους κουρείς, περισσότερους οινοχόους, σμήνη τραπεζοκόμους, ευνούχους περισσότερους από τις μύγες που βρίσκονται κοντά στους βοσκούς την άνοιξη». Αυτά είναι υπερβολές. Ο κύριος σκοπός του Ιουλιανού ήταν η ανόρθωση του αρχαίου θρησκεύματος, και για να πραγματοποιήσει το ανόητο όνειρό του κατασπατάλησε μάταια θησαυρούς πρακτικής δραστηριότητας. Σαν εραστής που έχασε τα λογικά του μπροστά στο πτώμα πολυπόθητης ερωμένης, φανταζόταν ο ταλαίπωρος ότι μπορούσε, με τα φιλιά του και τα αγκαλιάσματα, να δώσει ζωή σε ένα σώμα που διατηρούσε μεν ακόμα ασυναγώνιστη ομορφιά, αλλά εντούτοις ήταν άψυχο. Θέαμα οικτρό, που όμως είναι ανάγκη να παρακολουθήσουμε τις περιπέτειές του.
Ο ιεροφάντης των ελευσίνιων μυστηρίων στάλθηκε με πολλά δώρα και συνοδευόμενος από τους παλιούς δασκάλους του βασιλιά, να αναλάβει την επιμέλεια των ιερών της Ελλάδας. Ο δε Οριβάσιος, γιατρός και φίλος του Ιουλιανού, διατάχτηκε να πάει στους Δελφούς για να ανορθώσει το ιερό του Απόλλωνα. Αλλά το μέγεθος της παρακμής του τόσο ένδοξου άλλοτε και πλούσιου αυτού ιερού, φανερώνεται από το χρησμό που δόθηκε τότε στον απεσταλμένο του αυτοκράτορα. Ο χρησμός, που τον διέσωσε ως εμάς ο Γεώργιος ο Κεδρηνός, έλεγε τα εξής:
Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά· Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην. ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.
[Να πείτε στο βασιλιά ότι γκρεμίστηκε η περίτεχνη αυλή. Ο Απόλλωνος δεν έχει πια καλύβα, ούτε προφητική δάφνη ούτε πηγή που να μιλάει. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε].
Δεν είναι σαν να ακούει κανείς τον τελευταίο αποχαιρετισμό της Πυθίας, και δε μοιάζουν αυτά τα λόγια σαν επίγραμμα που η Πυθία προτείνει να χαραχτεί στον τάφο της; Συγχρόνως άρχισαν να ανοικοδομούνται και να στολίζονται πολυάριθμοι ναοί στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στην Πελοπόννησο. Η Νικόπόλη και η Ελευσίνα αναστηλώνονταν λαμπρές από τα ερείπιά τους· ο αρχαίος τρόπος ζωής στην Αθήνα, που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, φαινόταν να αναγεννιέται· οι αγώνες και οι γιορτές στους Δελφούς, στο Άργος, στην Ολυμπία, στο Άκτιο, στην Αντιόχεια έγιναν με μεγαλοπρέπεια, σύμφωνα με τα παλιά έθιμα· τα γυμναστήρια γέμισαν αθλητές· ιδιαίτερα προστατεύτηκαν από το βασιλιά οι φιλοσοφικές σχολές, ο οποίος, σε εγκώμιο που έγραψε για τη βασίλισσα Ευσεβία, παρομοιάζει τη σπουδή της φιλοσοφίας στην Ελλάδα με τις αστείρευτες πηγές του Νείλου, και προσθέτει: «Ποτέ λοιπόν, δε χάθηκε η φιλοσοφία από τους Έλληνες ούτε εγκατέλειψε την Αθήνα ούτε τη Σπάρτη ούτε την Κόρινθο· και ελάχιστα δίψασε εξαιτίας αυτών των πηγών το άνυδρο Άργος».
Προπάντων όμως, ο ίδιος ο Ιουλιανός εκπλήρωνε με ευλάβεια τα καθήκοντα του αρχιερέα, διορίζοντας επιτρόπους του αυτών των καθηκόντων στις διάφορες επαρχίες φιλοσόφους και ιερείς, όσους θεωρούσε κατάλληλους για την εφαρμογή των σχεδίων του, από τους οποίους μερικοί πέτυχαν πράγματι σε κάποιες περιοχές την ειρηνική ανόρθωση των αρχαίων ιερών, όπως, π.χ., ο Χρυσάνθιος που του είχε ανατεθεί η Λυδία.
Η συμπεριφορά του Ιουλιανού προς τους χριστιανούς ήταν γενικά μετριοπαθής και σχεδόν όπως ο θείος του, ο Μέγας Κωνσταντίνος, είχε πολιτευτεί προς του ειδωλολάτρες. Δικαιολογημένα υπερηφανεύεται γι’ αυτό συχνά, λέγοντας στην 34η επιστολή του: «Συμπεριφέρθηκα προς όλους τους Γαλιλαίους τόσο ήπια και φιλάνθρωπα ώστε κανένας πουθενά να μην υποφέρει από βία ούτε να έλκεται σε ιερό ούτε να επηρεάζεται από οποιοδήποτε σχετικό αντίθετα με τη θέλησή του». Και στην 52η επιστολή: «Θεώρησα τον εαυτό μου προστάτη των Γαλιλαίων, και μου χρωστάνε μεγαλύτερη χάρη απ’ ό,τι στον προκάτοχό μου», δηλαδή στο βασιλιά Κων- στάντιο.
Τους χριστιανούς τους ονομάζει Γαλιλαίους, σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο, γιατί, κατά τον Ιωάννη Μαλάλα, ως την εποχή του Ευόδου που έζησε στα χρόνια του Κλαύδιου, οι χριστιανοί ονομάζονταν Ναζωραίοι και Γαλιλαίοι· χριστιανοί ονομάστηκαν από τον ίδιο τον επίσκοπο Εύοδο. Καμιά φορά μάλιστα ο Ιουλιανός έφερνε ως παράδειγμα για μίμηση στους εξευτελισμένους και εξαχρειωμένους ιερείς της ειδωλολατρίας τις τόσο θαυμάσια οργανωμένες χριστιανικές εκκλησίες, όπως μαρτυρεί η 49η επιστολή του προς τον αρχιερέα της Γαλατίας Αρσάκιο.
Αλλά αυτές οι εκδηλώσεις του Ιουλιανού ήταν θεωρητικές, γιατί η πραγματικότητα τον παρέσυρε σε άτοπες ενέργειες που δύσκολα μπορούν να εξηγηθούν. Δεν πρόκειται βέβαια να πιστέψουμε τις υπερβολές στις οποίες εκτράπηκαν οι χριστιανοί στις κατηγορίες τους κατά του Ιουλιανού, που ένα δείγμα τους το παραθέτουμε εδώ, όπως το αφηγείται ο Κεδρηνός: «Ο Ιουλιανός χάραξε δέκα χιλιάδες γυναίκες που εγκυμονούσαν και αψαίρεσε το συκώτι των εμβρύων· και πολλά παιδιά έσφαζε και τα θυσίαζε στα είδωλα». Τέτοια φοβερά ανοσιουργήματα ο χρηστός, ο αγαθός, ο φιλάνθρωπος Ιουλιανός δεν έκανε ποτέ. Και δε θεωρούμε δίκαιο να κατακριθεί απόλυτα για το ότι αφαίρεσε από τον χριστιανικό κλήρο τα μεγάλα προνόμιά του, γιατί και οι κατοπινοί χριστιανοί αυτοκράτορες δε νόμισαν ποτέ σωστό να επαναφέρουν όλα εκείνα τα προνόμια. Ούτε θα τον κατηγορήσουμε για την ανοικοδόμηση που επιχείρησε του ιουδαϊκού ναού της Ιερουσαλήμ, γιατί και αυτό μπορεί ίσως να εξηγηθεί ως ένα βαθμό ως δείγμα της ανεξιθρησκείας του βασιλιά. Αλλά εκτράπηκε σε άλλες πράξεις εντελώς αδικαιολόγητες.
Ο Ιουλιανός λάτρευε την ελληνική παιδεία και έγραφε την ελληνική σαν δική του γλώσσα. Και είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που επιχείρησαν κάποια σπουδαία κοινωνική μεταρρύθμιση του κράτους, την ελληνική γλώσσα χρησιμοποίησαν για να εφαρμόσουν τις αποφάσεις τους· είναι τόσο πολύ βέβαιο ότι η γλώσσα αυτή, και στην εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας, θεωρούνταν και ήταν επικρατέστερη από τη λατινική. Ο Μάρκος Αυρήλιος, που έλπισε να εκπαιδεύσει ηθικά τον κόσμο σύμφωνα με τις αρχές της στωϊκής φιλοσοφίας, στην ελληνική συνέταξε το πρόγραμμά του, δηλαδή «Τα καθ’ εαυτόν». Ο Μέγας Κωνσταντίνος, που ύψωσε τη σημαία του χριστιανισμού, ελληνικά γράμματα έγραψε πάνω της και σε ελληνική πόλη την έστησε. Και ο Ιουλιανός, που ονειρεύτηκε την ανάσταση του αρχαίου βίου, στην ελληνική γλώσσα έγραψε όλες τις επιστολές του.
Ο Ιουλιανός όμως, δεν αγάπησε μόνο την ελληνική παιδεία και γλώσσα· ήθελε να τις κάνει κτήμα δικό του και των γύρω του, κατατάσσοντας τους χριστιανούς τελείως στην κατηγορία των βαρβάρων, για να τους τιμωρήσει επειδή αποστρέφονταν την αρχαία θρησκεία του ελληνισμού. Για το σκοπό αυτό, συγχέοντας επιδέξια την ειδωλολατρία με τα υπόλοιπα συστατικά του ελληνισμού, έλεγε ειρωνευόμενος, «σε μας ανήκουν η ευγλωττία και οι τέχνες της Ελλάδας καθώς και η λατρεία των θεών της· δική σας δε κληρονομιά είναι η αμάθεια, η αγένεια και τίποτε άλλο· αυτή είναι η σοφία σας». Στηριζόμενος πάνω σ’ αυτό το σόφισμα όχι μόνο απέκλεισε τους χριστιανούς από όλα τα ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, αλλά, το ακόμη πιο φοβερό, τους απαγόρευε να σπουδάζουν τη γραμματική, τη ρητορική, την ιατρική και αυτές ακόμα τις καλές τέχνες, παραδίνοντας όλη την εκπαίδευση στους ειδωλολάτρες σοφιστές.
Καμιά άλλη από τις διατάξεις του Ιουλιανού δεν μπορούσε να προξενήσει στον χριστιανισμό βαρύτερη πληγή και καμιά δεν προκάλεσε πιο πικρή αγανάκτηση στους χριστιανούς. Η αγανάκτηση αυτή εκδηλώθηκε λαμπρά από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, με το περίφημο σημείο του λόγου του κατά του Ιουλιανού, του «Στηλιτευτικού α'», που αρχίζοντας με τις λέξεις «πολλών γαρ και δεινών όντων εφ’ οις εκείνος μισείσθαι δίκαιος, ουκ έστιν ό,τι μάλλον ή τούτο παρανομήσας φαίνεται» («από όσα πολλά και φοβερά έχει πράξει εκείνος και έχουν προκαλέσει δικαιολογημένα την οργή, δεν υπάρχει κάτι περισσότερο παράνομο από αυτό»), συνεχίζει ως το τέλος του λόγου, υποδείχνοντας την απαραίτητη ανάγκη της συμμαχίας του χριστιανισμού με τον αρχαίο ελληνισμό.
Επρόκειτο πράγματι να καθιερωθεί το διαζύγιο του νέου δόγματος από τον αρχαίο ελληνισμό και να ανατραπεί έτσι από τα θεμέλιά της η μία από τις δυο βάσεις πάνω στις οποίες δεν έπαψε από τότε να στηρίζεται λίγο-πολύ ο ελληνισμός. Πώς λοιπόν μπορούσε να μην οργιστεί η ευαίσθητη ψυχή του Ναζιανζηνού; Έτσι δικαιολογημένα φωνάζει, αποτεινόμενος στους ειδωλολάτρες: «Όλα τα άλλα τα άφησα σε όσους τα θέλουν, τον πλούτο, την ευγενική καταγωγή, τη δόξα, την εξουσία, που προσφέρονται σ’ αυτόν τον κόσμο και προκαλούν ονειρική ευχαρίστηση. Ενδιαφέρομαι μόνο για τον αρχαίο λόγο, και δε λογαριάζω καμιά επίπονη προσπάθειά μου σε γη και θάλασσα που είναι αναγκαία για να μπορώ να τον χρησιμοποιώ».
Οι δυο αντίπαλες μερίδες ανταγωνίζονταν έτσι ποια περισσότερο από την άλλη θα έκανε δικούς της τους θησαυρούς της ελληνικής σοφίας και ευφυΐας. Αλλά η πάλη δεν περιοριζόταν σ’ αυτό. Ο Ιουλιανός με νόμο υποχρέωσε τους χριστιανούς να δώσουν αποζημιώσεις για όσες ζημιές προκάλεσαν με την καταστροφή ειδωλολατρικών ναών, που έγινε στα χρόνια των προηγούμενων βασιλιάδων και ιδιαίτερα επί Κωνσταντίου. Η εφαρμογή αυτού του νόμου δεν μπορούσε παρά να συνοδευτεί από βιαιοπραγίες, οποία κι αν ήταν η επιθυμία του βασιλιά να τις αποφύγει. Ο επίσκοπος Αρεθουσίων Μάρκος βασανίστηκε ανελέητα από τους άρχοντες αυτής της πόλης, γιατί δεν παραδεχόταν ότι ήταν υποχρεωμένος να δώσει αποζημίωση για ένα ναό που άλλοτε τον είχε καταστρέφει. Τελικά ο βασιλιάς του έσωσε τη ζωή. Αλλά αν αληθεύει, όπως βεβαιώνεται, ότι ο επίσκοπος εκείνος είχε πολύ συντελέσει στο να γλιτώσει ο Ιουλιανός το θάνατο στην εποχή της σφαγής που είχε εξαπολύσει ο Κωνστάντιος κατά των συγγενών του, ο Ιουλιανός βέβαια έδειξε θλιβερή αγνωμοσύνη που δεν πρόλαβε τα παθήματα του γέροντα, ή τουλάχιστον που δεν τιμώρησε τους ενόχους.
Οι χριστιανοί από την άλλη πλευρά, δεν ήταν δυνατόν χωρίς αμφιβολία να μείνουν αδιάφοροι θεατές τέτοιτον επιθέσεων. Έτσι, όταν ο Ιουλιανός επιχείρησε να ανανεώσει τους τόπους όπου γίνονταν οι ειδωλολατρικές τελετές και γιορτές
και εκτράπηκε σε βρισιές κατά των χριστιανικών ιερών που είχαν εντωμεταξύ ανεγερθεί, πυρπολήθηκε τη νύχτα ο ναός του Απόλλωνα στη Δάφνη, και καταδιώχτηκαν φοβερά γι’ αυτό οι χριστιανοί. Επίσης μερικές αταξίες που έγιναν στην Έδεσσα από τους αρειανούς, έδωσαν αφορμή στο βασιλιά να δημεύσει όλη την εκκλησιαστική τους περιουσία, και τα χρήματα τα μοίρασε στους στρατιώτες και τα κτήματα τα έκανε δημόσια. Η κατάσταση λοιπόν, ερεθιζόταν όλο και περισσότερο, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ξεσπούσε φοβερός εμφύλιος πόλεμος σε όλο το κράτος αν επιζούσε ο Ιουλιανός.
Αλλά ο Ιουλιανός δε βασίλευε ούτε καν δυο χρόνια. Αφού νίκησε, όπως είπαμε, τα γερμανικά φύλα, φλεγόταν από την επιθυμία να ταπεινώσει και τους βαρβάρους οι οποίοι από ανατολικά είχαν προκαλέσει, στα χρόνια του Κωνσταντίου, πληγές κατά του κράτους, κι έτσι ξανάρχισε δραστήρια τον πόλεμο, μόλις έγινε βασιλιάς, κατά του Σαπώρ. Είχε την πρόθεση να μην περιοριστεί σε απλή άμυνα, αλλά να εισβάλει στο εσωτερικό του αντίπαλου κράτους. Συγκρότησε λοιπόν στρατό από 65.000 άνδρες, κατασκεύασε πολυάριθμο στόλο πάνω στον Ευφράτη και όρμησε κατά της Μεσοποταμίας, κυρίευσε όσες πόλεις της θέλησαν να αντισταθούν, πέρασε τον ποταμό Τίγρη, παρ’ όλο που οι Πέρσες αγωνίστηκαν να εμποδίσουν αυτό το πέρασμά του, και πολιόρκησε την Κτησιφώντα. Δεν μπόρεσε όμως να κυριεύσει την οχυρή και μεγάλη αυτή βασιλεύουσα και προχώρησε, μέσ’ από τις πλούσιες επαρχίες της Περσίας, αναζητώντας τον Σαπώρ. Αλλά εδώ έχασε τον προσανατολισμό του, έπεσε σε αδιάβατες ερημιές κι έτσι αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Τότε έκανε την εμφάνισή του ο μεγάλος στρατός του Πέρση βασιλιά, πιέζοντάς τον και απειλώντας τον συνεχώς. Ο Ιουλιανός δεν έχασε ούτε την ανδρεία του ούτε την υπομονετικότητά του, και ετοιμαζόταν να επαναλάβει το θέαμα που είδε κάποτε ο κόσμος, στους ίδιους περίπου τόπους, από τους μυρίους του Ξενοφώντα, όταν, μέσα στις ασταμάτητες εκείνες συμπλοκές, μαθαίνοντας κάποια μέρα ότι ο εχθρός είχε χτυπήσει την οπισθοφυλακή του, έτρεξε στο πεδίο της μάχης χωρίς θώρακα και έπεσε πληγωμένος βαριά. Πέθανε τη νύχτα της 25ης Ιουνίου του 363, σε ηλικία 32 χρόνων. Λένε ότι ξεψυχώντας πήρε στα χέρια του αίμα από την πληγή του και ράντισε τον αέρα, φωνάζοντας: «Νενίκηκας Χριστέ· κορέσθητι Ναζωραίε». Αργότερα μεταφέρθηκε το σώμα του στην Ταρσό και τον έθαψαν σ' ένα προάστιο αυτής της πόλης, και πάνω στον τάφο του χαράχτηκε αυτό το επίγραμμα:
Ιουλιανός μετά Τίγριν αγάρροον ενθάδε κείται, αμφότερον βασιλεύς τ’ αγαθός κρατερός τ’ αιχμητής.
[Ο Ιουλιανός βρίσκεται εδώ, ύστερα από το πέρασμα του ορμητικού Τίγρη, βασιλιάς αγαθός, γενναίος και πολεμικός].
Ο ειδωλολάτρης ιστορικός Ζώσιμος τον ονόμασε μέγα· οι χριστιανοί χρονογράφοι συγκέντρωσαν εναντίον του τις φοβερότερες βρισιές. Τη δική μας γνώμη την ξέρει ο αναγνώστης. Ο Ιουλιανός είχε πράγματι πολλές αρετές, αλλά δεν κατάλαβε τον αληθινό χαρακτήρα και τις πραγματικές ανάγκες της εποχής του. Αν είχε γεννηθεί στον καιρό της ακμής του αρχαίου κόσμου, επειδή το πνεύμα του θα βρισκόταν σε φιλική ατμόσφαιρα, οι αρετές εκείνες, γεννώντας καλούς καρπούς, θα τον είχαν αναδείξει άξιον να συναγωνιστεί τον Ξενοφώντα ή τον Αγησίλαο. Επειδή όμως γεννήθηκε σε χρόνια ξένα προς το πνεύμα που επικρατούσε μέσα του, οι αρετές αυτές κατάντησαν άγονες και θα μπορούσαν να γίνουν καταστροφικές αν ζούσε. Κάτι σχετικό συμβαίνει και στον φυσικό κόσμο. Υπάρχουν μετεωρολογικά φαινόμενα όπως το χαλάζι, ο κεραυνός και τα παρόμοια, πάντοτε ζημιογόνα, όπως οι μοχθηροί άνθρωποι. Ο Ιουλιανός βέβαια, δεν ήταν μοχθηρός άνθρωπος, όπως τον παράστησαν οι χριστιανοί. Αλλά υπάρχουν και φυσικά γεγονότα, όπως ο καύσωνας του ήλιου και τα παρόμοια, που όταν συμβαίνουν στον κατάλληλο καιρό είναι πάρα πολύ ευεργετικά, αλλά όταν συμβαίνουν εκτός εποχής μπορούν να φέρουν φοβερές συμφορές.
Με τον Ιουλιανό συνέβη αυτό το τελευταίο. Έτσι δεν μπορεί να ονομαστεί, όπως απαίτησαν οι ειδωλολάτρες, μέγας, γιατί ποτέ δεν είναι μέγας εκείνος που δεν ευεργέτησε την ανθρωπότητα, ή τουλάχιστον το δικό του έθνος, και ο Ιουλιανός βέβαια δεν ευεργέτησε τον κόσμο. Επειδή όμως, κανένας συνετός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα φυσικά εκείνα γεγονότα, εξεταζόμενα καθεαυτά, είναι αγαθοποιά, το ίδιο και κάθε αληθινός γνώστης της ιστορίας δεν μπορεί να μην ομολογήσει ότι ο Ιουλιανός θα γινόταν άριστος ηγεμόνας αν, ή γεννιόταν σε εποχή πιο συγγενική του, ή πολιτευόταν καταλληλότερα σχετικά με τις γύρω του περιστάσεις.
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Κων/νου Παπαρρηγόπουλου, εκδ. Κάκτος τόμος 8, σελ.147-227]
...Αυτού του Κωνστάντιου γιος υπήρξε ο Κωνσταντίνος, που γεννήθηκε, σύμφωνα με μερικούς, στην Ταρσό, όπως λένε άλλοι στη Δρεπάνη της Βιθυνίας, και κατά την πιθανότερη άποψη στη Ναίσσο, τη σημερινή Νίσσα, της Μοισίας, το 274. Ο πατέρας του, αν και ήταν στενός συγγενής του αυτοκράτορα Κλαύδιου, ήταν ακόμα τότε απλός στρατηγός και συζούσε με κάποια κόρη από κατώτερη κοινωνική τάξη, που το ονομά της ήταν Ελένη, την τόσο ξακουστή αργότερα μητέρα του Κωνσταντίνου. Όταν πήρε το αξίωμα του Καίσαρα, αναγκάστηκε από τον Διοκλητιανό να χωρίσει την Ελένη και να πάρει σύζυγο κάποια συγγενή του Αυγούστου Μαξιμιανού και ν’ αφήσει τον γιο του Κωνσταντίνο όμηρο στον αυτο- κράτορα. Ο αυτοκράτορας όμως, συμπεριφέρθηκε με εξαιρετική τιμή προς αυτόν το νέο και τον πήρε μαζί του στην Παλαιστίνη, όταν, γύρω στο 296, προχώρησε προς εκείνες τις χώρες για να αντιμετωπίσει κάποιαν εξέγερση που είχε ξεσπάσει στην Αίγυπτο. Ο νεαρός στεκόταν στα δεξιά του μεγαλύτερου σε ηλικία από τους βασιλιάδες, και οι άνθρωποι θαύμαζαν το ψηλό του ανάστημα, την ομορφιά του, τη σωματική του δύναμη και γενικά το βασιλικό φρόνημα που έδειχνε. Όλα αυτά τα προτερήματα εκτιμώντας ο Διοκλητιανός, τον ονόμασε πάρα πολύ νωρίς χιλίαρχο πρώτης τάξης.
Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν ακόμα στα ανάκτορα της Νικομήδειας όταν ο Γαλέριος πέτυχε να εκδοθούν τα θεσπίσματα κατά της εκκλησίας. Ο νέος ήταν παρών στις σχετικές συζητήσεις και ένιωθε τέτοια αποστροφή για την αιμοβόρα εκείνη απόφαση, καθώς μάλιστα είχε αιτίες να είναι δυσαρεστημένος από τον Καίσαρα που έδωσε τη συμβουλή για την απόφαση. Πράγματι, ο Γαλέριος δε συμπαθούσε καθόλου τον Κιονσταντίνο και αυτό βρήκε αφορμή να το αποδείξει πολύ καθαρά σύντομα.
Το 305 οι δυο Αύγουστοι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, είτε με τη θέλησή τους ή χωρίς αυτή, παραιτήθηκαν από την υπέρτατη εξουσία, και στο υπέρτατο εκείνο αξίωμα τοποθετήθηκαν ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος. Επρόκειτο λοιπόν ήδη να αναγορευτούν δυο νέοι Καίσαρες και πολύ φυσικό ήταν να πάρει το ένα από τα δυο αυτά λειτουργήματα ο γιος του Κωνσ ταντίου. Ο Γαλέριος όμως, άφησε κατά μέρος τον Κωνσταντίνο και, επωφελούμενος από την απουσία του Κωνσταντίου, ονόμασε Καίσαρα τον Φλάβιο Σεβήρο, άνθρωπο κακοήθη με άγνωστη καταγωγή, και επίσης ονόμασε Καίσαρα τον γιο της αδελφής του, τον Μαξιμίνο, ο οποίος, αν και συγγενής του Αυγούστου, ήταν όμως άνθρωπος εντελώς χωρίς προσόντα και βάρβαρος.
Όταν ανακηρύχτηκε στη Νικομήδεια, μπροστά στο στρατό και στο δήμο, η παράδοξη αυτή εκλογή, όλοι απόρησαν και την αποδοκίμασαν. Το πλήθος είχε στραμμένα τα μάτια του στον Κωνσταντίνο, που τότε ήταν στην ακμή της ηλικίας του και ο στρατός τον αγαπούσε. Στην αρχή νόμισαν ότι έγινε λάθος στο όνομα, αλλά ο Γαλέριος, παραμερίζοντας με το χέρι του τον Κωνσταντίνο, έφερε μπροστά τον ακατονόμαστο υποψήφιό του, ο οποίος συγχρόνως έβγαλε τα φτωχικά του ενδύματα και φόρεσε την πορφύρα.
Ο Κωνσταντίνος έκρυψε την αγανάκτησή του αλλά αποφάσισε να επωφεληθεί από οποιαδήποτε αφορμή για να φύγει από τη Νικομήδεια. Πράγματι, όταν πληροφορήθηκε ύστερα από λίγο ότι ο Κωνστάντιος ήταν άρρωστος, ζήτησε και πήρε, αν και με κάποια δυσκολία, όπως βεβαιώνουν, από τον Γαλέριο την άδεια να πάει στον πατέρα του, ο οποίος διοικούσε τις δυτικότερες επαρχίες του κράτους. Λίγο μετά την άφιξη του Κωνσταντίνου, ο Κωνστάντιος πέθανε, γύρω στα μέσα του 306, στο Εβόρακο, στη σημερινή Υόρκη της Βρετανίας· αμέσως ο στρατός αναγόρευσε Αύγουστο τον γιο του.
Ο Γαλέριος δε θέλησε να αναγνωρίσει το ύπατο αυτό αξίωμα και χειροτόνησε Αύγουστο τον Σεβήρο αντί του Κωνσταντίνου, και πρώτον Καίσαρα τον Μαξιμίνο. Ο Κωνσταντίνος, που ήξερε, όπως είδαμε, να χαλιναγωγεί τα πάθη του, δεν ανατάχθηκε σ' αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων, και αρκέστηκε προς το παρόν στο αξίωμα του δεύτερου Καίσαρα. Άλλες περιστάσεις όμως, επρόκειτο να προκαλέσουν νέα και μεγάλη ρήξη ανάμεσα στους άνδρες που είχαν στα χέρια τους την τύχη του κόσμου.
Ο Κωνστάντιος δεν είχε εκτελέσει με ακρίβεια τις απάνθρωπες διατάξεις των διαταγών που του είχαν στείλει από τη Νικομήδεια, και με την ανοχή που έδειξε προς τους χριστιανούς της Γαλατίας, της Ιβηρίας και της Βρετανίας, είχε κερδίσει την αγάπη τους. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρθηκε προς τους χριστιανούς και ο Κωνσταντίνος, αναδείχτηκε μάλιστα πιο φιλικός μαζί τους, γιατί είχε πειστεί ότι ήταν το πιο δυναμικό και υγιές μέρος της ρωμαϊκής κοινωνίας, που χωρίς αυτό δεν ήταν δυνατόν να αναχαιτιστεί η πτώση του κράτους, το οποίο από παντού γκρεμιζόταν. Αυτό μεγάλωσε τη δυσαρέσκεια του Γαλέριου, όταν προκλήθηκαν νέες περιπλοκές στην Ιταλία.
Τον ίδιο αυτό χρόνο, το 306, εξεγέρθηκε η Ρώμη. Η πόλη αυτή, που από καιρό ήταν δυσαρεστημένη με τους αυτοκράτορες που δεν είχαν την έδρα τους πια σ’ αυτή, γιατί νόμιζαν ότι η παραμονή τους στις παραμεθόριες επαρχίες συντελούσε περισσότερο στην άμυνα του κράτους, δυστρόπησε ακόμα περισσότερο εξαιτίας της βαριάς φορολογίας που επέβαλαν ο Γαλέριος και ο Σεβήρος. Έτσι η Ρώμη αναγόρευσε Αύγουστο τον Μαξέντιο, τον γιο του γέροντα Μαξιμιανού, ο οποίος με πρόσκληση του γιου του πήρε επίσης τότε το αξίωμα του Αυγούστου. Ο Γαλέριος έστειλε εναντίον τους τον Σεβήρο, που τον εγκατέλειψαν όμως οι στρατιώτες του, πολιορκήθηκε στη Ραβέννα, παραδόθηκε και θανατώθηκε. Τότε ο Μαξιμιανός, φοβούμενος νέα εκστρατεία του Γαλέριου εναντίον του, ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να συμμαχήσουν, προτείνοντάς του να πάρει σύζυγό του την ίδια την κόρη του, τη Φαύστα. Ο Κωνσταντίνος πήρε σύζυγο τη Φαύστα, αλλά δεν υποσχόταν οριστικά βοήθεια. Ούτε ο Μαξιμιανός χρειάστηκε στην αρχή τη βοήθειά του, γιατί ο Γαλέριος, αν και είχε επιτεθεί στην Ιταλία, υποχώρησε αμέσως χωρίς μάχη, με την υποψία μήπως τον εγκαταλείψει ο στρατός του όπως τον Σεβήρο. Ύστερα από λίγο όμως, φιλονίκησε ο Μαξιμιανός με τον ίδιο του το γιο, τον Μαξέντιο, και κατέφυγε στον Κωνσταντίνο, ο οποίος και τον δέχτηκε. Αλλά προσπάθησε να αφαιρέσει την εξουσία και τη ζωή του Κωνσταντίνου, κι έτσι τελικά θανατώθηκε από τον Κωνσταντίνο το 310.
Συγχρόνως σχεδόν με το θάνατο του Μαξιμιανού, έφυγε από τη μέση και ο Γαλέριος, πεθαίνοντας από φοβερή αρρώστια το 311, αφού λίγο νωρίτερα, καθώς βασανιζόταν από την αρρώστια του, ανακάλεσε τις διαταγές κατά των χριστιανών, επιτρέποντάς τους να εκκλησιάζονται εφόσον δεν επιχειρούν κάτι εναντίον της πολιτείας. Το κράτος του Γαλέριου μοιράστηκε μεταξύ του Μαξιμίνου και του Ιλλυριού Φλάβιου Λικίνιου, που ο Γαλέριος είχε αναγορεύσει Αύγουστο από το 307.
Έτσι, οι αφορμές των διενέξεων φαίνεται ότι είχαν πάψει να υπάρχουν· το σκάνδαλο του διωγμού των χριστιανών είχε παραμεριστεί· ο Κωνσταντίνος και ο Μαξέντιος είχαν λόγους να φέρονται φιλικά μεταξύ τους. Ο παλιός τους εχθρός, ο Γαλέριος, δεν υπήρχε πια και οι δυο διάδοχοί του στην Ανατολή μόλις που μπορούσαν να διατηρήσουν σε ασφάλεια τα δικά τους κτήματα. Γενικά, νόμιζε κανείς ότι θα επικρατούσε ειρήνη, όταν ξαφνικά η απερισκεψία του Μαξέντιου προκάλεσε νέον πόλεμο, πιο κρίσιμο από τους προηγούμενους.
Ο Μαξέντιος ονειρευόταν να κατακτήσει τις δυτικές επαρχίες και ανάγγειλε ότι πρόκειται να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν, έσπευσε να προλάβει τον αντίπαλό του, που ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Ιταλία. Μόλις έφτασε όμως, στους πρόποδες των Άλπεων, βρέθηκε σε αμηχανία και απορία, που επρόκειτο να προκαλέσουν πολλά και μεγάλα γεγονότα. Ο στρατός του Μαξέντιου ήταν ασύγκριτα πιο μεγάλος από το στρατό του Κωνσταντίνου. Όπως πληροφορεί ο Ζώσιμος, ο Κωνσταντίνος είχε 90.000 πεζούς και 8.000 ιππείς, και ο Μαξέντιος 170.000 πεζούς και 18.000 ιππείς. Ο Κωνσταντίνος όμως, αναγκάστηκε να αφήσει για την άμυνα του Ρήνου το μισό της δύναμής του, κι έτσι στην Ιταλία αγωνίστηκε με μόνο περίπου 40.000 άνδρες. Και ενώ ο στρατός του ήταν τόσο λίγος, οι οιωνοί ήταν απαίσιοι, οι δε στρατηγοί δίσταζαν. Ναι μεν ο Λικίνιος, στον οποίο ο Κωνσταντίνος επρόκειτο να δώσει ως σύζυγο την αδελφή του Κωνσταντία, υποσχόταν να διατηρήσει σε ειρήνη τις παραμεθόριες χώρες στα βόρεια της Ιταλίας· και εκτός αυτού, ο Κωνσταντίνος είχε έρθει σε συνεννοήσεις και μέσα στην ίδια τη Ρώμη, και οι ναυτικές του μοίρες μπορούσαν να καταλάβουν τη Σαρδόνα, την Κορσική και τα λιμάνια της Ιταλίας· και πάνω απ’ όλα, ο μεν Κωνσταντίνος ήταν άνδρας γενναίος και δαιμόνιος στρατηγός, ενώ ο αντίπαλός του ήταν ανθρωπος άνανδρος και άπειρος γύρω από κάθε πολεμικό έργο· αλλά παρ’ όλα αυτά το επιχείρημα φαινόταν επικίνδυνο.
Οι ρωμαϊκές λεγεώνες θεωρούσαν πάντοτε φοβερό γεγονός μιαν ένοπλη εισβολή στην Ιταλία, το να καταπατηθεί δηλαδή, το ιερό της έδαφος και να πολιορκηθεί το Καπιτώλιο. Πριν από λίγα μόλις χρόνια ο Σεβήρος εγκαταλείφθηκε από το στρατό του, που δίσταζε να επιτεθεί κατά της Ρώμης· οι ίδιοι δισταγμοί είχαν αναγκάσει τον Γαλέριο να υποχωρήσει από εκεί. Έτσι, δεν είναι παράδοξο που ο Κωνσταντίνος, έχοντας δύναμη μικρότερη από τον αντίπαλό του και βλέποντας τους μεν οιωνούς της ειδωλολατρίας απαίσιους, τους δε στρατηγούς ταραγμένους, ένιωσε την ανάγκη να αναζητήσει κάποιαν άλλη προστασία για να ενισχυθεί η επιχείρησή του. Σ’ αυτό τον παρότρυναν οι διάφορες πολιτικές μεταβολές των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Στα λίγα χρόνια της ως τότε ζωής του είδε να εξαφανίζονται, ο ένας μετά τον άλλον, τρεις από τους άνδρες που συμμετείχαν μαζί του στην υπέρτατη εξουσία. Ο Μαξιμιανός και ο Σεβήρος σκοτώθηκαν οικτρά, και ο Γαλέριος πέθανε από φοβερή αρρώστια· και όμως, όλοι είχαν αναθέσει τις ελπίδες τους στους αρχαίους θεούς και είχαν συμβουλευτεί τους χρησμούς αυτών των αρχαίων θεών. Μόνο ο Κωνστάντιος, ο πατέρας του, που, αν δεν πίστεψε στον Θεό που ευαγγελίστηκε ο Σωτήρας, του συμπεριφέρθηκε τουλάχιστον με ευλάβεια, τελείωσε τη ζωή του ειρηνικά και άφησε την εξουσία του στους απογόνους του. Έτσι, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ζητήσει τη συμπαράσταση του Θεού που τίμησε ο πατέρας του σ’ αυτόν τον πρώτο μεγάλο αγώνα που επρόκειτο να αναλάβει.
Ο επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης Ευσέβιος ο Παμφίλου, που άκμασε στα χρόνια του Κωνσταντίνου, ο οποίος έγραψε εκκλησιαστική ιστορία και με άλλους τρόπους αναδείχτηκε αξιόλογος άνδρας γύρω από την ιστορία και τη χρονολογία, συνέταξε για τον βίο του Κωνσταντίνου τέσσερις λόγους, όπου βεβαιώνει ότι άκουσε αργότερα τον ίδιο το βασιλιά να διηγείται όσα έγιναν την κρίσιμη εκείνη μέρα της ζωής του. Καθώς προσευχόταν λοιπόν, ο βασιλιάς -λέει- και επίμονα ικέτευε τον πατρικό Θεό να απλώσει τη δεξιά του πάνω σ’ αυτή τη δυσχέρεια, παρουσιάστηκε παράδοξο θεϊκό σημάδι. Ο ήλιος ήταν στη μέση της ημέρας· ο Κωνσταντίνος προχωρούσε με το στρατό του, όταν ξαφνικά είδε καθαρά στον ουρανό πάνω από τον ήλιο φωτεινό σταυρό με την επιγραφή τούτω νίκα. Ο Ευσέβιος λέει ότι το όραμα συνέβη «αμφί μεσημβρινάς ηλίου ώρας, ήδη της ημέρας αποκλινούσης» («γύρω στις μεσημβρινές ώρες του ήλιου, καθώς η μέρα ήδη έγερνε προς τη δύση»). Ο δε εκδότης των κειμένων του Ευσέβιου Heinichen, ερμηνεύοντας αυτή τη φράση, που τα δύο τμήματά της φαίνονται να αντιφάσκουν μεταξύ τους, προσπάθησε να συμβιβάσει τα αντίθετα, λέγοντας ότι ο Ευσέβιος με το πρώτο τμήμα της φράσης του εννοεί όλες τις ώρες μεταξύ 5 και 9, και με το δεύτερο ότι η οπτασία συνέβη προς το τέλος αυτού του διαστήματος. Η άποψη όμως, που επικρατεί στους αρχαιότερους ιστορικούς και χρονογράφους είναι ότι το φαινόμενο συνέβη «περί μεσημβρίαν»· γιατί και ο Ζωναράς λέει «μεσούσης ημέρας» και ο Θεοφάνης «ώφθη αύτω εν ώρα έκτη της ημέρας ο τίμιος σταυρός»· και ο Κεδρηνός «φαίνεται ουν αυτώ εν έκτη ώρα της ημέρας ο τίμιος σταυρός». Και ο Ευφραίμιος επίσης «μεσούσης ημέρας».
Οπωσδήποτε ο Κωνσταντίνος έμεινε κατάπληκτος από εκείνο το θέαμα, που το είδε και το θαύμασε όλος ο γύρω του στρατός, και απορούσε σκεφτόμενος τι άραγε να σημαίνει, ώσπου, τη νύχτα, είδε στον ύπνο του τον Χριστό του Θεού μαζί με το σημείο που φάνηκε στον ουρανό, και του παράγγειλε να φτιάξει μιαν απομίμηση εκείνου του σημείου και να το χρησιμοποιεί στο εξής ως βοήθημα αποδιωκτικό, δηλαδή ως σύμβολο προφυλακτικό, στις συγκρούσεις του με τους εχθρούς. Το πρωί, όταν ξύπνησε, είπε στους φίλους του το μυστικό. Αμέσως κάλεσε χρυσοχόους και τους παράγγειλε να απομιμηθούν την εικόνα του σημείου, στολίζοντάς το με χρυσό και πολύτιμους λίθους. Έτσι λοιπόν, κατασκευάστηκε η πρώτη χριστιανική σημαία, που το σχήμα της ήταν αυτό: Σε ένα ψηλό και χρυσαφένιο δόρυ είχε τοποθετηθεί κάθετα μια ράβδος σαν σταυρός. Στο επάνω άκρο του δόρατος στηριζόταν χρυσό και λιθοκόλλητο στεφάνι, και μέσα στον κύκλο του στεφανιού υπήρχαν δυο ελληνικά γράμματα, που δήλωναν το όνομα του Χριστού, δηλαδή το X και το Ρ. συμπλεγμένα. Αυτό το σύμπλεγμα κατόπιν το είχε ο βασιλιάς πάντοτε πάνω στο κράνος του. Από τα πλάγια της ράβδου που είχε τοποθετηθεί επάνω στο δόρυ, κρεμόταν πορφυρό πέπλο, χρυσοΰφαντο και καταστόλιστο με διάφορους λαμπρούς πολύτιμους λίθους. Το πέπλο αυτό ήταν τετράγωνο κι έτσι δεν κατέβαινε ως τις κάτω άκρες του δόρατος, που ήταν πιο μακρύ από την κάθετη σ’ αυτό ράβδο. Κάτω δε από το σημείο του σταυρού και στις άκρες εκείνου του υφάσματος υπήρχαν υφασμένες ή ζωγραφισμένες με χρυσό τα πρόσωπα του βασιλιά και των παιδιών του. Η πρώτη αυτή σημαία διατηρήθηκε επί πολλούς αιώνες, ως τον ένατο, όπως βεβαιώνουν, στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης και επονομάστηκε «λάβαρο», παράδοξο όνομα που δεν κατορθώθηκε να εξιχνιαστεί ούτε η ετυμολογία ούτε η έννοιά του.
Αυτά γράφει ο Ευσέβιος. Πράγματι, φαίνεται βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος στην αμηχανία στην οποία τότε βρέθηκε δεν αποδέχτηκε μεν ακόμα όλα τα δόγματα των χριστιανών, ζήτησε όμως, τη βοήθεια του Θεού τους και αντιπαρέθεσε το μυστηριώδες σύμβολο του Χριστού στα εμβλήματα της συγκλήτου και του δήμου, για να κατανικήσει ένα γερασμένο θρήσκευμα με τη χάρη μιας πίστης νεότερης και ακμαιότερης. Όχι λιγότερο αξιοσημείωτο για την ιστορία του ελληνικού έθνους είναι το γεγονός ότι η νέα βασιλική σημαία στολίστηκε με τα ελληνικά αρχικά γράμματα του Χριστού και όχι με τα λατινικά· σαν να είχε ο Κωνσταντίνος το προαίσθημα ότι ήταν γραφτό να γίνει αρχηγέτης μιας γενιάς βασιλιάδων οι οποίοι, όλο και περισσότερο απομακρυνόμενοι από την αρχαία μητρόπολη των Ρωμαίων, επρόκειτο τελικά να ηγηθούν ελληνικών χωρών και να κυβερνήσουν με την ελληνική γλώσσα.
Αυτό λοιπόν, το σύμβολο υψώνοντας και προσκυνώντας, το οποίο οι μεν χριστιανοί στρατιώτες του το είδαν να προπορεύεται πιστεύοντας ακράδαντα στη νίκη, και όσοι δεν είχαν ακόμα πιστέψει το παρακολούθησαν με την ανήσυχη προσδοκία που γεννιέται σε τέτοιες παράδοξες περιστάσεις από κάθε μυστηριώδες και ανεξήγητο, όρμησε ήδη ο Κωνσταντίνος μπροστά με θάρρος· με τόσο θάρρος, ώστε, ενώ νόμιζαν ότι ακόμη βρίσκεται γύρω στο Ρήνο, αυτός ξεπρόβαλε απροσδόκητα μέσω των Άλπεων στις πεδιάδες της άνω Ιταλίας· και νικώντας κοντά στο Τορίνο την πρώτη στρατιά των εχθρών που τον πολέμησε, προχώρησε ανεμπόδιστα ως το Μεδιόλανο. Κατακτώντας έπειτα και άλλη λαμπρή νίκη κοντά στη Βερόνα, άρχιζε να πλησιάζει προς τη Ρώμη όπου τον περίμενε ο Μαξέντιος.
Η Ρώμη ήταν τόσο καλά οχυρωμένη, ώστε, αν κάπως επιδέξια γινόταν η άμυνά της, ο Κωνσταντίνος θα αναγκαζόταν σε μακροχρόνια πολιορκία κατά την οποία, καθώς θα βρισκόταν ανάμεσα σε χώρες και κατοίκους με όχι φιλικές διαθέσεις απέναντί του και απέχοντας πάρα πολύ από κάθε βοήθεια από τις δικές του κτήσεις, κινδύνευε να δει την όλη επιχείρησή του να ματαιώνεται. Ευτυχώς ο Μαξέντιος, αφού ως εκείνη τη στιγμή τίποτα γενναίο δεν είχε πράξει κατά του αντιπάλου του, θέλησε ήδη να τον αντιμετωπίσει στην έξω από τη Ρώμη ανοιχτή πεδιάδα. Σ’ αυτόν δε τον αγώνα σώμα με σώμα, που έγινε στις 28 Οκτωβρίου 312, κατατροπώθηκε τελείως ο Μαξέντιος και σκοτώθηκε, και την επομένη ο ευτυχής νικητής μπήκε θριαμβευτικά στη Ρώμη, όπου το πλήθος θαύμαζε και επευφημούσε τη γενναιότητά του, την ομορφιά του σώματός του, τα κατορθώματά του και την ακατανίκητη δύναμη που του χάριζε το νέο σύμβολο υπό τη σκέπη του οποίου κατόρθωσε τα εξαίσια εκείνα έργα.
Στη Ρώμη ο Κωνσταντίνος πολιτεύτηκε με πολλή μετριοπάθεια και σύνεση· και αναδείχτηκε πολύ επιδέξιος ιδιαίτερα σχετικά με το θρησκευτικό ζήτημα. Δεν ομολόγησε μεν φανερά από τότε τα δόγματα της νέας πίστης, αλλά συγχρόνως απέφυγε όσο μπορούσε να συμμετέχει στις ιεροτελεστίες της αρχαίας θρησκείας, και γενικά τήρησε αξιοσημείωτη ισορροπία μεταξύ χριστιανισμού και ειδωλολατρίας. Τα νομίσματα συνέχιζαν για πολύ ακόμα να φέρουν τις εικόνες των θεών, και ο Κωνσταντίνος δεν αρνήθηκε το αξίωμα του Ποντίφικος, δηλαδή του Αρχιερέα, σύμφωνα με την παλαιά θρησκεία των Ρωμαίων και το πολίτευμά τους· αξίωμα όμως, που δεν είχε λιγότερο διοικητικό χαρακτήρα από θρησκευτικό. Πάντως αυτά τα δυο γεγονότα είναι τα μόνα με τα οποία φάνηκε ο βασιλιάς να μετέχει ακόμα στην αρχαία πίστη· σε όλα τα άλλα απείχε από αυτή και μάλλον απέκλινε προς τη νέα πίστη.
Τελώντας τον θρίαμβό του ούτε στους θεούς θυσίασε ούτε ανέβηκε στο Καπιτώλιο, ενώ και οι δυο αυτές τελετές θεωρούνταν ενσωματωμένες στις πολιτικοθρησκευτικές εκείνες γιορτές. Και η ίδια η σύγκλητος αμφιταλαντευόταν σ’ αυτό το ζήτημα· έτσι όταν ύψωσε θριαμβική αψίδα στον Κωνσταντίνο, που σώζεται μέχρι σήμερα στη Ρώμη, χάραξαν πάνω της ότι ο βασιλιάς εμπνεόμενος από τη θεότητα και με τη δική του μεγαλοφυία κατατρόπωσε τον τύραννο· αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο να αναφέρει ρητά τους αρχαίους θεούς της Ρώμης με τη χρησιμοποίηση μιας αόριστης λεξής, της θεότητας, του θείου, που μπορούσε να ερμηνευτεί και έτσι και αλλιώς.
Ο Κωνσταντίνος όμως, έκανε ένα ακόμα βήμα μπροστά· γιατί έστησε σε κεντρικό μέρος της πόλης τον ανδριάντα του, κρατώντας στο χέρι δόρυ σε σχήμα σταυρού με την εξής επιγραφή αποκάτω: «Τούτω τω σωτηριώδει σημείω, τη αληθεί ελέγχω της ανδρείας, την πόλιν υμών ζυγού τυραννικού διασωθείσαν ηλευθέρωσα· έτι μην και την σύγκλητον και τον δήμον Ρωμαίων, τη αρχαία επιφανεία και λαμπρότητι ελευθερώσας αποκατέστησα» («Με αυτό το σωτήριο σημείο, τον ουσιαστικό καθοδηγητή της ανδρείας, ελευθέρωσα την πόλη σας που σώθηκε από τυραννικό ζυγό· και ακόμη, στη σύγκλητο και στον δήμο των Ρωμαίων ξανάδωσα την αρχαία όψη και λαμπρότητα ελευθερώνοντάς τους»). Η λέξη σταυρός δεν αναφέρεται στην επιγραφή αυτή, και ακόμα λιγότερο ο εσταυρωμένος, αλλά η όλη εικόνα φανέρωνε καθαρά την ευλάβεια του βασιλιά προς το Θεό των χριστιανών.
Μετά από λίγο, κατά τον Ιανουάριο του 313, ο Κωνσταντίνος πήγε στο Μεδιόλανο όπου έφτασε και ο ισχυρότερος από τους δυνάστες της Ανατολής, ο Λικίνιος, για να γίνουν οι γάμοι του με την Κωνσταντία και για να ρυθμιστούν από την αρχή τα πράγματα του κράτους. Στην πόλη αυτή, μαζί με τον Λικίνιο, ο Κωνσταντίνος εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επίτράπηκε στους χριστιανούς και σε όλους τους άλλους υπηκόους του κράτους να ακολουθούν τελείως ελεύθερα το δόγμα της εκλογής τους. Και δεν αρκέστηκε στην απλή αυτή ανοχή και στην ισότητα μπροστά στο νόμο, αλλά διέταξε επίσης να αποδοθούν αμέσως και χωρίς αντίρρηση οι εκκλησίες και τα κτήματα των εκκλησιών που είχαν αφαιρεθεί από τους χριστιανούς με δήμευση ή με άλλον τρόπο.
Το διάταγμα αυτό το αποδέχτηκε αμέσως και ο τρίτος αυτοκράτορας, δηλαδή ο Μαξιμίνος, που κυβερνώντας τις ανατολικότερες χώρες του ρωμαϊκού κράτους φάνηκε έτσι στην αρχή ότι υποκύπτει στη θέληση των δυο άλλων ηγεμόνων. Αλλά ο Μαξιμίνος απλώς προσποιήθηκε ότι παραδέχεται όσα αποφασίστηκαν, και, όταν ο Λικίνιος βρισκόταν ακόμα στο Μεδιόλανο, θέλησε να επωφεληθεί από την απουσία του για να καταλάβει πρώτα τις κτήσεις αυτού του γείτονά του και κατόπιν να επιτεθεί και εναντίον του ίδιου του Κωνσταντίνου.
Έτσι, περνώντας από τη Βιθυνία, πολιόρκησε και κυρίευσε το Βυζάντιο. Κατέφθασε όμως τότε ο Λικίνιος, την 1η Μαίου του 313, και σε κρίσιμη μάχη που έγινε κοντά στην Αδριανουπόλη, ο Μαξιμίνος κατατροπώθηκε· και σώθηκε μεν στη Μικρά Ασία, αλλά, απελπισμένος, αυτοκτόνησε. Ο Λικίνιος κυριάρχησε έτσι σε όλη την Ανατολή.
Το ρωμαϊκό κράτος λοιπόν, βρέθηκε και πάλι διαιρεμένο ανάμεσα σε δύο αυτοκράτορες. Αλλά ήταν άραγε δυνατόν να υπάρξει ειρήνη; Ο Κωνσταντίνος, συνειδητοποιώντας την υπεροχή του, είδε με δυσαρέσκεια τον Λικίνιο να αποκτά τόση μεγάλη δύναμη, ο δε Λικίνιος, από την άλλη πλευρά, ήταν άνθρωπος εχθρικός και φθονερός. Πάρα πολύ σύντομα λοιπόν, δηλαδή από το 314, βρήκαν αφορμή να αλληλοαντιμετωπιστούν. Ο Λικίνιος, νικημένος δυο φορές από τον αντίπαλό του, αναγκάστηκε ύστερα από λίγο να συμβιβαστεί, παραχωρώντας στον Κωνσταντίνο την Ιλλυρία, τη Μακεδονία, τη Δαρδανία, την κυρίως Ελλάδα και μέρος της Μοισίας. Διάφορες όμως αφορμές επρόκειτο να δημιουργήσουν τελικά δεύτερη και κρισιμότερη διένεξη ανάμεσά τους.
Εντωμεταξύ όμως, τον νέο θρίαμβο του Κωνσταντίνου ακολούθησαν εννέα χρόνια βαθιάς ειρήνης, τέτοια που καιρό είχε να απολαύσει το κράτος. Τότε ο βασιλιάς, μένοντας πότε στη Γαλατία, πότε στην Ιταλία, πότε στην Ελλάδα και ιδίως στη Θεσσαλονίκη, διαρρύθμισε βαθμιαία όλη σχεδόν την πολιτική και ποινική νομοθεσία σύμφωνα με τις νέες αρχές του Ευαγγελίου. Είναι αλήθεια ότι μέσα στον υπερβολικό του ζήλο σχετικά με την εφαρμογή των χριστιανικών παραγγελμάτων χρησιμοποίησε μερικές φορές και βασανιστήρια τα οποία άλλοτε, στο όνομα των ίδιων εκείνων παραγγελμάτων, αγωνιζόταν να μετριάσει. Γενικά όμως, η νομοθεσία απέκτησε πιο ευαγγελικό και πιο φιλάνθρωπο χαρακτήρα, και οι χριστιανοί, αφού προστατεύτηκαν με διάφορους τρόπους, τελούσαν με τη συμμετοχή όλων τα σχετικά με τη λατρεία τους. Η πολυθεΐα δεν είχε μεν εκλείψει ούτε από τα στρατόπεδα ούτε από τους ναούς, αλλά όλο και περισσότερο περιοριζόταν και θα λέγαμε ότι πολιορκούνταν μέσα στα αρχαία της ιερά. Υπήρχε μεν ακόμα η ειδωλολατρία και αντηχούσαν ακόμα τα ονόματα των αρχαίων θεών στους χαιρετισμούς των λεγεώνων προς τον Καίσαρα και στα εγκώμια των ρητόρων. Τα δε ρωμαϊκά νομίσματα συνέχιζαν να συνδυάζουν τις εικόνες των θεών με την εικόνα του βασιλιά. Αν όμως, ο κορμός της ειδωλολατρίας ύψωνε ακόμα την ψηλή κορυφή του, καθημερινά κόβονταν οι διάφοροι κλάδοι του και περιοριζόταν η άλλοτε πλατιά σκιά του. Οι δεισιδαιμονίες, οι απάτες, οι κρυφές μαγείες, οι φαρμακείες, οι μαγγανείες, που αποτελούσαν το πιο ζωτικό μέρος της ειδωλολατρίας, απαγορεύτηκαν αυστηρά με την ανανέωση αρχαίων διατάξεων που είχαν πέσει σε αχρηστία, και τώρα παίρνοντας πάλι κύρος πλήγωσαν καίρια τους οπαδούς της αρχαίας πίστης, με την επιβολή των νόμων του κράτους. Εντούτοις άλλες διατάξεις επέτρεψαν σε μερικές περιπτώσεις την ιεροσκοπία. σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο· γιατί ο Κωνσταντίνος δε θεωρούσε άσκοπο να προστατεύει ως ένα βαθμό ακόμα και τις προλήψεις των υπηκόων, αν και φανερά μέρα με τη μέρα ενίσχυε και προτιμούσε τον χριστιανισμό.
Ενώ η νέα πίστη δυνάμωνε έτσι και διαδιδόταν στις ευρωπαϊκές χώρες του κράτους, στην Ασία όπου την εξουσία είχε ο Λικίνιος έπαθε στα χρόνια αυτά μερικές συμφορές. Ο Λικίνιος δεν μπορούσε να υποφέρει τη μείωση της δύναμής του που προήλθε από τη διένεξή του με τον Κωνσταντίνο, και από τότε δεν έπαψε να ετοιμάζει την εκδίκησή του. Βλέποντας δε τον αντίπαλο να στηρίζεται κυρίως στους χριστιανούς, νόμισε συμφέρον να προσεταιριστεί τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας. Δεν τόλμησε βέβαια να επιχειρήσει επίσημο διωγμό της λατρείας εκείνης που την ανοχή της συνυπέγραψε άλλοτε μαζί με τον αντίπαλο στο Μεδιόλανο, αλλά με πλαγίους τρόπους και με διάφορες προφάσεις έδιωξε από την αυλή του και από το στρατό όλους τους χριστιανούς, και τους έβαζε διάφορα εμπόδια στην ελεύθερη τέλεση του νέου θρησκεύματος, παρεμποδίζοντας τις εκκλησιαστικές συνόδους, διατάζοντας να κλειστούν, να κατεδαφιστούν μάλιστα πολλές εκκλησίες και επιβάλλοντας αυστηρότατες ποινές σε όσους έφερναν αντίσταση. Έτσι, νομίζοντας ότι είχε ασφαλιστεί και οχυρωθεί με την εύνοια των ειδωλολάτρων, προκάλεσε ρήξη με τον Κωνσταντίνο και το 323 ετοιμάστηκε να πολεμήσει χωρίς προσχήματα πια εναντίον του.
Οι δυνάμεις που συγκέντρωσαν και οι δυο αντίπαλοι ήταν φοβερές. Όπως πληροφορεί ο Ζώσιμος, ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν συνολικά 120.000 πεζοί, 10.000 ιππείς, 200 πολεμικά πλοία και 2.000 φορτηγά. Του Λικίνιου ο στρατός αποτελούνταν από 150.000 πεζούς, 15.000 ιππείς και 350 τριήρεις. Η μεγάλη αυτή σύγκρουση επρόκειτο να κριθεί μέσα στις ελληνικές χώρες. Το περίεργο για μας είναι ότι, ενώ ο Κωνσταντίνος ως την εποχή αυτή ως κύριο ορμητήριο της δύναμής του είχε τις δυτικότερες χώρες του κράτους, η ναυτική του δύναμη, που, όπως θα δούμε, έφερε τον θρίαμβό του, αποτελούνταν ολοκληρωτικά σχεδόν από ελληνικά πλοία. Ο Ζώσιμος, μιλώντας για τα πλοία του, λέει ρητά γι΄ αυτά «ήταν τα περισσότερα από την Ελλάδα».
Ο Κωνσταντίνος συγκέντρωσε τις πεζικές του δυνάμεις υπό τις άμεσες διαταγές του στη Θεσσαλονίκη και τις ναυτικές στον Πειραιά, θέτοντάς τες υπό τον μεγαλύτερο γιο του Κρίσπο, που τον είχε αποκτήσει από την πρώτη του γυναίκα. Ο Λικίνιος συγκέντρωσε το πεζικό του στην Αδριανούπολη και το ναυτικό του στον Ελλήσποντο. Τα δύο γεγονότα, ότι το μεγαλύτερο μέρος του πολυάριθμου στόλου του Κωνσταντίνου προερχόταν από την κυρίως Ελλάδα και ότι κύριος σταθμός του ορίστηκε το λιμάνι του Πειραιά, μαρτυρούν ότι γενικά η χώρα αυτή είχε συνέλθει κάπως εντωμεταξύ από τις συμφορές των πρώτων γοτθικών επιδρομών και ότι ο Πειραιάς είχε αποκτήσει πάλι κάποια ναυτική και εμπορική κίνηση.
Ο Κωνσταντίνος, εξορμώντας από τη Θεσσαλονίκη συνάντησε, στις τελευταίες ημέρες του Μαΐου, τον Λικίνιο κοντά στην Αδριανούπολη, και είχε αναθέσει περισσότερο από ποτέ τις ελπίδες του στο Θεό του Ευαγγελίου. Το στρατόπεδό του ήταν γεμάτο από χριστιανούς ιερείς, που τους έφερνε μαζί του, λέει ο Ευσέβιος, «σαν αγαθούς φύλακες της ψυχής». Το Λάβαρο προπορευόταν από τα τάγματα και το φρουρούσαν πενήντα εκλεκτοί άνδρες. Ο Λικίνιος, από την άλλη πλευρά, περιστοιχιζόταν από πολυάριθμους θεοπρόπους και Αιγύπτιους μάντεις, από μάγους, θύτες και ποικίλους προφήτες από όλα τα μέρη όσους διατηρούσε ακόμη η ετοιμοθάνατη ειδωλολατρία. Το πιο αξιοσημείωτο είναι, ότι το πρωί του κρίσιμου αγώνα ο Λικίνιος απηύθυνε, όπως λένε, τον ακόλουθο λόγο προς το στρατό:
«Άνδρες φίλοι και σύμμαχοι, οι θεοί αυτοί που τιμάμε είναι οι πατροπαράδοτοι, που τον σεβασμό προς αυτούς τον παραλάβαμε από τους προγόνους· ο δε επικεφαλής της εχθρικής παράταξης, προδίνοντας τα πατροπαράδοτα, αποδέχτηκε το άθεο δόγμα, δεν ξέρω από ποιον ψεύτικο Θεό, και το αισχρό του σημάδι ντροπιάζει τον στρατό του. Πιστεύοντας σ’ αυτό, δεν πολεμάει εμάς, αλλά πρώτιστα τους θεούς που πρόδωσε. Αυτή η στιγμή θα πείσει για το ποιο δόγμα είναι ψεύτικο, βραβεύοντας τους θεούς που εμείς τιμάμε ή αυτόν που τιμούν οι αντίπαλοί μας. Γιατί αν νικήσουμε εμείς, τότε οι δικοί μας θεοί πολύ δίκαια θα αποδειχτούν οι αληθινοί σωτήρες και βοηθοί μας· ή αν μας νικήσουν επειδή είναι περισσότεροι, συνεχίζοντας να πλεονεκτούν αριθμητικά η αν βοηθήσει ο θεός του Κωνσταντίνου που δεν ξέρω από που προέρχεται, κανένας δεν πρέπει να αμφιβάλλει ποιον Θεό πρέπει να σέβεται, και να προσχωρήσει στον νικητή και σ' αυτόν να δώσει τα βραβεία της νίκης. Και αν αυτός ο ξένος θεός που τώρα εμείς τον περιπαίζουμε, φανεί δυνατότερος, πρέπει και εμείς να τον γνωρίσουμε και να τον τιμάμε, φωνάζοντας σ΄ αυτούς τα συγχαρητήριά μας και ότι μάταια τους πολεμήσαμε. Αν όμως, νικήσουμε εμείς, και γι' αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ύστερα από αυτή τη νίκη θα συνεχίσουμε να πολεμάμε τους άθεους».
Αν πράγματι εκφωνήθηκε τέτοιος λόγος, όπως τον εκθέτει ο Ευσέβιος, αν πράγματι ο Λικίνιος ανέθετε την κρίση για τα δύο θρησκεύματα σ’ αυτή τη σύγκρουση, ποτέ η αλήθεια του Θεού δεν αναδείχτηκε τόσο θαυμαστά και καταπληκτικά. Γιατί, στις 3 Ιουλίου του 323, όταν συγκρούστηκαν τα δύο στρατεύματα, ο Λικίνιος, ύστερα από πάρα πολύ πεισματική πάλη, αναγκάστηκε να υποχωρήσει ως το Βυζάντιο. Αλλά και εδώ πολιορκήθηκε από τον Κωνσταντίνο ο οποίος, για να συμπληρώσει τον αποκλεισμό, διέταξε τον Κρίσπο να έρθει γρήγορα από τα παράλια της Μακεδονίας, όπου ήδη είχε πάει από τον Πειραιά. Για να εκτελέσει τη διαταγή αυτή του πατέρα του, ο Κρίσπος έπρεπε να περάσει από τον Ελλήσποντο που τον κατείχε, όπως είδαμε, η πιο ισχυρή δύναμη του Λικίνιου. Αλλά ο Κρίσπος, παρ ’ όλο που ήταν νεότατος, έδειξε σ’ αυτή την περίσταση εξαιρετική ανδρεία και τέχνη. Ακολουθούμενος από τους Έλληνές του, που δεν είχαν φαίνεται ακόμα ξεχάσει εντελώς τα ναυτικά τρόπαια που είχαν στήσει άλλοτε σ΄ αυτές τις θάλασσες, κατατρόπωσε το στόλο του Λικίνιου και διασχίζοντας τον Ελλήσποντο παρουσιάστηκε νικηφόρος μπροστά στο Βυζάντιο και επηρέασε έτσι το αποτέλεσμα όλου του αγώνα.
Αμέσως ο Λικίνιος νόμισε ότι τον συνέφερε να φύγει προς την απέναντι παραλία, με την ελπίδα ότι, καθυστερώντας ο Κωνσταντίνος γύρω από το Βυζάντιο, θα πρόφταινε να του επιτεθεί απέξω και να τον εγκλωβίσει ανάμεσα σε δύο μέτωπα. Αλλά ο Κωνσταντίνος δεν έπεσε στην παγίδα. Αφού έλυσε αμέσως την πολιορκία, πέρασε τον πορθμό ακολουθώντας τον Λικίνιο, και στις 10 Σεπτεμβρίου, σε δεύτερη μάχη που έγινε στη Χρυσόπολη, νικήθηκε ολοκληρωτικά ο πρόμαχος της ειδωλολατρίας και έφυγε στη Νικομήδεια. Με τη μεσολάβηση της συζύγου του Κωνσταντίας, ο Κωνσταντίνος τον συγχώρησε και του επέτρεψε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στη Θεσσαλονίκη ως ιδιώτης. Πριν περάσει όμως ένας χρόνος, θανατώθηκε εκεί στην αγχόνη με διαταγή του βασιλιά.
Αυτή την παράβαση όσων είχαν συμφωνηθεί οι χριστιανοί χρονογράφοι προσπάθησαν με διάφορους ρητορικούς τρόπους να τη συγκαλύψουν ή να την παραμορφώσουν. Μόνο ο άγιος Ιερώνυμος την κατακρίνει με ειλικρίνεια και απροφάσιστα. Το ίδιο κάνοντας και εμείς, νομίζουμε πως καθόλου δεν ασεβούμε στη μνήμη του μεγάλου εκείνου προμάχου της χριστιανοσύνης. Ύστερα από τους άμεσους μαθητές του Σωτήρα κανένας δεν έκανε περισσότερα για τη διάδοση και τη στερέωση της πίστης μας. Αλλά ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε και έζησε μέσα σε ολέθριες συνήθειες και παραδόσεις. Οι προκάτοχοί του και οι συνάρχοντές του δεν σεβάστηκαν κανένα θείο ή ανθρώπινο νόμο. Έτσι, δεν είναι παράδοξο ότι μερικές φορές αμάρτησε· το παράδοξο, το θαυμαστό, εκείνο που φανερώνει καθαρότατα την έξοχη ανδρεία του χαρακτήρα του, είναι το πώς, κατανικώντας τόσο μεγάλους πειρασμούς, κατόρθωσε να κατανοήσει και να ομολογήσει, αν όχι να τηρήσει πάντοτε, τις αρχές του Ευαγγελίου.
Γύρω στα τέλη λοιπόν, του 323, σε ηλικία 49 χρονών, ο Κωνσταντίνος έγινε κύριος ολόκληρου του ρωμαϊκού κράτους, και αποκατέστησε την ενότητά του που για πολύν καιρό είχε διακοπεί. Πρώτη ενέργειά του, μόλις ανέλαβε την εξουσία όλων εκείνων των χωρών και των λαών μέσα στους οποίους κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες γεννήθηκε και διοργανώθηκε το νέο θρήσκευμα, ήταν φυσικό να ξαναφέρει τους χριστιανούς της Ανατολής στη θέση που βρίσκονταν πριν από τον Λικίνιο, ανανεώνοντας τις διατάξεις του διατάγματος που είχε εκδοθεί στο Μεδιόλανο. Τους δύο νόμους που υπέγραφε ο βασιλιάς γι αυτόν τον σκοπό μάς τους διέσωσε ο Ευσέβιος, που τους μετέφρασε από τα λατινικά, και ίσως να τους συνέταξε ο ίδιος στο μεγαλύτερο μέρος τους.
Με τον πρώτο νόμο ο βασιλιάς θύμιζε τα δεινά που έφεραν στο κράτος οι τελευταίοι διωγμοί και απέδιδε την απαλλαγή από αυτά στο θείον και θεωρούσε τον εαυτό του από το θείον εκείνο, σαν από μια αγαθή δύναμη, να διώχνεται από τις μακρινές βρετανικές ακτές και να οδηγείται στην αντίθετη κατεύθυνση, προς τις ανατολικές χώρες, για να ξαναγυρίσει το ανθρώπινο γένος στην υπηρεσία του ιερού νόμου. Κατόπιν, ρύθμιζε με μεγαλύτερη ακρίβεια και γενναιότερα από άλλοτε και την αποζημίωση των χριστιανών για όσες αδικίες έπαθαν προηγουμένως και τη λαμπρότατη αποκατάσταση της χριστιανικής εκκλησίας.
Με τον δεύτερο νόμο, ακόμη πιο καθαρά χαρακτήριζε τον Θεό, υπό τη σκέπη του οποίου έθετε τον εαυτό του, και με μεγαλύτερη κατάνυξη ζητούσε τις ευλογίες του: «Τώρα εσένα, τον μέγιστο Θεό, παρακαλώ, να είσαι πράος και με καλή διάθεση στους πιστούς σου της Ανατολής· να είσαι προστάτης στους πιστούς σου κατοίκους των επαρχιών και να τους γιατρέψεις από τις συμφορές που τους χτύπησαν, με τη μεσολάβηση εμού του υπηρέτη σου. Και αυτά βέβαια δε σ’ τα ζητάω παράλογα· γιατί με τις δικές σου οδηγίες κατόρθωσα σωτήριες πράξεις και έφτασα ως εδώ· το δικό σου σημάδι προβάλλοντας, ηγήθηκα νικηφόρου στρατού... Για όλα αυτά σού αφιέρωσα την ψυχή μου, που ανανεώθηκε από την αγάπη και τον φόβο προς εσένα· γιατί αγαπώ ειλικρινά το ονομά σου και σέβομαι τη δύναμή σου, που με πολλούς τρόπους την έδειξες, και την πίστη μου θα την κάνω πιο ισχυρή».
Με το προοίμιο αυτό στον νόμο θα νόμιζε κανείς ότι ο Κωνσταντίνος επρόκειτο αμέσως να επιβάλει τη νέα πίστη ως επίσημο θρήσκευμα και να πολεμήσει ακαριαία την ειδωλολατρία. Αλλά δε συνέβη κάτι τέτοιο· γιατί ο Κωνσταντίνος, καθοδηγούμενος από τη σύνεση που τον χαρακτήριζε, προσθέτει: «Επιθυμώ ο λαός σου να ζει σε ειρήνη και μακριά από εξεγέρσεις, ώστε να είναι χρήσιμος για όλη την οικουμένη και για όλους τους ανθρώπους. Την ίδια ειρήνη και ησυχία να χαίρονται και οι πιστοί και οι άπιστοι. Γιατί αυτή η ανόρθωση της κοινωνίας βοηθάει προς την κατεύθυνση του σωστού δρόμου. Κανένας να μην ενοχλεί τον άλλον· εκείνο που θέλει ο καθένας να πιστεύει, ας το πιστεύει».
Με τους νέους αυτούς νόμους λοιπόν, ο Κωνσταντίνος τίποτε άλλο δεν έκανε από το να κυρώσει την ανεξιθρησκεία που ο ίδιος ανέκαθεν είχε καθιερώσει, με την πεποίθηση, όπως έλεγε, ότι αυτή και μόνη θα αρκούσε να φέρει τον θρίαμβο της αλήθειας μέσα σε ειρήνη. Και όμως, η ειδωλολατρία άρχισε από τότε να παθαίνει συμφορές, που μέρα με τη μέρα αυξάνονταν και επρόκειτο με τον καιρό, στα χρόνια των διαδόχων του Κωνσταντίνου, να εξελιχθούν σε επίσημο διωγμό της. Ναι μεν στην εποχή του Κωνσταντίνου τέτοιος διωγμός δεν έγινε, και όσοι μεταγενέστεροι χρονογράφοι, και ο ίδιος ο Ευσέβιος, του απέδωσαν σχετικά, θεωρούνται ήδη δικαιολογημένα ανυπόστατα. Πάντως όμως, διάφορα αίτια προκάλεσαν πολλές ζημιές στην αρχαία πίστη ακόμα και στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου, ως απόρροια της ακαταμάχητης δύναμης της πραγματικότητας.
Από καιρό, π.χ., η ειδωλολατρία είχε παρεκτραπεί σε πολλά μέρη σε ελεεινά όργια, που προκάλεσαν αναγκαστικά την επέμβαση της πολιτικής εξουσίας για την προστασία της δημόσιας ηθικής. Έτσι, το ιερό της Αφροδίτης στους Άφακες του όρους Λιβάνου, και του Ασκληπιού στις Αιγές της Κιλικίας, κατεδαφίστηκαν γιατί συνέβαιναν εκεί πράξεις της έσχατης ακολασίας· το ίδιο και ο ναός της Αφροδίτης στην Ηλιούπολη της Φοινίκης καταστράφηκε γιατί κατάντησε να χρησιμεύει ως καταγώγιο πορνείας. Άλλωστε, ο θρησκευτικός ζήλος των ειδωλολατρών, που ποτέ δεν ήταν μεγάλος, μέρα με τη μέρα μαραινόταν και πολλά από τα ιερά και χρηστήρια εγκαταλείπονταν, και αφού εγκαταλείπονταν, απογυμνώνονταν από τα πολύτιμα σκεύη τους και τα στολίδια τους ή και καταστρέφονταν τελείως. Έτσι, π.χ., μετά την ίδρυση, ύστερα από λίγο, της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν στις πλατείες και στα παλάτια της τα αγάλματα του Πύθιου Απόλλωνα, του Σμίνθιου Απόλλωνα, ο τρίποδας των Δελφών, οι Ελικωνίδες Μούσες και αλλά. Μαζί με όλα αυτά, η προστασία που φανερά πια πρόσφερε ο βασιλιάς στους χριστιανούς, τους ενθάρρυνε τόσο, ώστε συχνά επιχείρησαν με δική τους πρωτοβουλία καταστροφές που ούτε οι νόμοι ούτε ακόμα η κυβέρνηση επέτρεπαν. Έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε από τότε τον χριστιανισμό, αν όχι με νόμο, αλλά στην πραγματικότητα να έχει οριστικά επικρατήσει.
Αλλά ο αρχαίος βίος δεν επρόκειτο να παραδώσει τα όπλα στον νέο χωρίς μάχη. Ο χριστιανισμός αυτήν την ίδια στιγμή που νόμιζε ότι θριάμβευε, έπαθε φοβερή κρίση, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια έμμεση αντίδραση του αρχαίου ελληνισμού. Ας μη φανεί παράδοξο που λέμε εδώ ότι ο ελληνισμός εξεγέρθηκε κατά του νέου θρησκεύματος, ενώ προηγουμένως τον είχαμε περιγράψει ως σύμμαχο του χριστιανισμού.
Η ειδωλολατρική κοινωνία αποδέχτηκε τον χριστιανισμό μέσω διαφόρων και συχνά αντίθετων σχέσεων και για να κατανοήσουμε καλά τις σχέσεις αυτές πρέπει να εξηγήσουμε εδώ τις τρεις κυριότερες μερίδες στις οποίες διαιρέθηκε εκείνη η κοινωνία από τότε που κηρύχτηκε το Ευαγγέλιο και δεν έπαψε να είναι επί πολλούς αιώνες διαιρεμένη. Η πρώτη μερίδα, κατανοώντας γρήγορα όλη τη ματαιότητα του αρχαίου δόγματος και των αρχαίων φιλοσοφικών συστημάτων και χάνοντας κάθε ελπίδα να πετύχει μέσω αυτών κάποιαν ανανέωση της ανθρωπότητας, ασπάστηκε πρόθυμα τις αρχές και τα δόγματα του νέου κηρύγματος· τόσο περισσότερο πρόθυμα, όσο εκείνο το κήρυγμα αποδέχτηκε αφετέρου καθετί υγιές, ζωτικό και χρήσιμο που υπήρχε ακόμα στην ελληνική κοινωνία, δηλαδή τη γλώσσα της, τους τύπους των πολιτευμάτων, τη ρητορική τέχνη και την ίδια τη φιλοσοφική μέθοδο. Αυτή η μερίδα του ελληνισμού αποτέλεσε την πρώτη και κυριότερη ομάδα των χριστιανών μέσω της οποίας προπάντων το νέο θρήσκευμα διαδόθηκε, ερμηνεύτηκε και νομοθετήθηκε.
Αλλά υπήρχε και άλλη μερίδα του ελληνισμού που αποτελούνταν στο μεγαλύτερο μέρος της από τις κατώτατες κοινωνικές τάξεις, που περιλάμβανε όμως, και αρκετούς λόγιους άνδρες, η οποία, υποκύπτοντας στις συνήθειες και στις παραδόσεις μιας μακραίωνης ζωής, έμεινε για πολύν χρόνο προσηλωμένη στους τύπους της αρχαίας λατρείας, πιστεύοντας ότι μπορεί ακόμα να κατανικήσει τις καινοτομίες που εμφανίζονταν. Η μερίδα αυτή δεν έπαψε να μάχεται όσο μπορούσε για τα ιερά της, τις τελετές, τα χρηστήρια και τα μυστήρια και, πετυχαίνοντας στα μέσα του τέταρτου αυτού αιώνα βασιλιά που ανέλαβε την υπεράσπισή της, έλπισε για μια στιγμή ότι θα θριάμβευε· αλλά τελικά νικήθηκε από τη φοβερή αντίδραση που ξέσπασε και γρήγορα εξαφανίστηκε με τη συγχώνευσή της στην προηγούμενη μερίδα.
Τρίτη ολιγάριθμη, τέλος, μερίδα, που αποτελούνταν όμως, από ικανότατους άνδρες στη φιλοσοφική έρευνα και συζήτηση, βρισκόταν στα σύνορα, θα λέγαμε, των δυο θρησκευμάτωνν και προσπαθούσε να επιδράσει και στα δύο, αγωνιζόμενη να κάνει πιο λογικό καθετί παράλογο που είχε η πολυθεΐα, και να ερμηνεύσει όσο γινόταν πιο φιλοσοφικά καθετί που, ξεπερνώντας την ανθρώπινη διάνοια, περιείχε η φύση της θεότητας όπως την αντιλαμβανόταν ο χριστιανισμός. Αυτή ήταν η μερίδα που γέννησε έμμεσα ή τουλάχιστον που ετοί-μασε με τις διάφορες φιλοσοφικές συζητήσεις την πρώτη μεγάλη εμφύλια φιλονικία του χριστιανισμού, την αίρεση του Αρείου, που κατάφερε να τραβήξει ύστερα από λίγο όλη την προσοχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και προκάλεσε τη σύσταση της πρώτης οικουμενικής συνόδου.
Η αίρεση αυτή εμφανίστηκε στην Αλεξάνδρεια η οποία, όπως πολλές φορές είχαμε αφορμή να πούμε, έγινε, από τα χρόνια των Πτολεμαίων, μεγάλη πρωτεύουσα του ελληνισμού όχι μόνο εμπορική αλλά πολιτική και ηθική, όπου συγκεντρώθηκαν και έγιναν αντικείμενα συζητήσεων όλα τα δόγματα της Ανατολής και της Δύσης και όπου τελευταίος ήρθε ο χριστιανισμός ο οποίος βρήκε εκεί, φυσικά, και πολλούς προμάχους του αλλά και όχι λίγους αντιπάλους. Εκεί, γύρω στα τέλη του τρίτου αιώνα, γεννήθηκε από τα ερείπια όλων των αρχαίων φιλοσοφικών συστημάτων μια νέα φιλοσοφική αίρεση, η ονομαζόμενη νεοπλατωνική ή αλεξανδρινή φιλοσοφία, που αναφέραμε και άλλοτε σ΄ αυτό το βιβλίο (σελ. 120). Το νέο αυτό φιλοσοφικό σύστημα, που ανέπτυξε πολύ στενές σχέσεις με τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας, άλλοτε φιλικές και άλλοτε εχθρικές, επιχείρησε μαζί με άλλα να ερμηνεύσει το δύσκολο ζήτημα σχετικά με τη θεότητα και επιφανειακά έφτασε σε μια παράδοξη ομοιότητα προς τους πατέρες της εκκλησίας στα διανοήματα και στα αισθήματα, ως προς τα επόμενα:
Ο νεοπλατωνισμός, καθώς και η χριστιανική εκκλησία, παραδέχτηκε τις τρεις υποστάσεις της θεότητας χωρισμένες μεν αλλά ενωμένες με τρόπο ώστε να μην αλλοιώνεται η ουσιαστική ενότητα του Υπέρτατου Όντος. Είναι αλήθεια ότι οι νεοπλατωνικοί δεν ονόμαζαν τις τρεις υποστάσεις, όπως το Ευαγγέλιο, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα· τις ονόμαζαν, φιλοσοφικότερα, Εν, Νους, Ψυχή· αλλά η ενότητα μέσα στην τριάδα, το μεγάλο αυτό μυστήριο του χριστιανισμού, ομολογούνταν στην Αλεξάνδρεια και από την ελληνική φιλοσοφία και από τη χριστιανική θρησκεία.
Η ομοιότητα όμως, περιοριζόταν σ’ αυτό· γιατί όταν οι νεοπλατωνικοί επιχειρούσαν να αναπτύξουν την υψηλή εκείνη έννοια, αντί για την προηγούμενη επιφανειακή ταυτότητα απόψεων έβγαιναν στη μέση ουσιαστικές διαφορές και ασυμβίβαστες με το χριστιανικό δόγμα. Δε θα προσπαθήσουμε εδώ να δώσουμε τη λεπτομερειακή εξήγηση αυτών των διαφορών, ως άσχετη με το θέμα της ιστόρησής μας. Πόσο ουσιαστική ήταν η διάκριση βγαίνει από αυτό, ότι δηλαδή, από την επίδραση του νεοπλατωνισμού πάνω στο χριστιανικό δόγμα, θεωρείται ότι προέκυψε η αίρεση του Αρείου, που καταφάνερα προσπαθούσε να καταργήσει το μυστήριο της ενσάρκωσης.
Πράγματι, γύρω στο 319, ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, άνδρας πράος και ενάρετος, πληροφορήθηκε ότι ανάμεσα στους κληρικούς που υπάγονταν στη διοίκησή του κυκλοφορούσαν διάφορες δοξασίες για τη φύση του δεύτερου προσώπου της Τριάδας. Οι δοξασίες αυτές αμφισβητούσαν την ισότητα του Υιού προς τον Πατέρα, αξιώνοντας ότι ο Υιός ήταν μεν το πρωτότοκο από τα όντα, αλλά πλάστηκε όπως όλα τα άλλα και δεν υπήρχε πριν από τη Δημιουργία. Ο επίσκοπος βεβαιώθηκε, ύστερα από έρευνα, ότι οι καινοτομίες αυτές διαδίδονταν από έναν από τους πρεσβύτερους της Αλεξάνδρειας, που το όνομά του ήταν Άρειος αλλά ήταν και γνωστός για τη βαθιά του γνώση των θείων Γραφών.
Κάλεσε λοιπόν, ο επίσκοπος αυτόν τον πρεσβύτερο και τον συμβούλευσε πατρικά και με μετριοπάθεια, με τόση δε μετριοπάθεια, όσο το σπουδαίο σχήμα, οι κάπως αγέρωχοι τρόποι, το μεγαλοπρεπές ανάστημα και η ωραία όψη του Αρείου ενέπνεαν κάποια δειλία στον αγαθό γέροντα. Ο Άρειος απέφυγε επιτήδεια κάθε καθαρή ομολογία με μερικές αμφίβολες απαντήσεις, και σε τέτοιες απαντήσεις προσφερόταν θαυμάσια το δύσκολο στη λύση του εκείνο ζήτημα· και αφού έφυγε από τον επίσκοπο κήρυξε ότι είναι σε όλα σύμφωνος μαζί του και συνέχισε να διαδίδει τις ολέθριες εκείνες δοξασίες.
Τότε κατάγγειλαν πάλι τον Άρειο στον επίσκοπο, ο οποίος αισθανόμενος συγχρόνως την ανάγκη να υπερασπίσει την ορθοδοξία και να προλάβει κάθε ρήξη, ανέπτυξε το θέμα της Τριάδας σε μια από τις εκκλησιαστικές του διαλέξεις, και αποφεύγοντας να προσβάλει αμέσως κάποιον, απέδειξε «κάτι πιο φιλόδοξο», όπως λέει ο ιστορικός Σωκράτης, ότι οι τρεις υποστάσεις ήταν τέλεια ενωμένες μεταξύ τους και ίσες. Αλλά ήδη ο Άρειος, που ήξερε ότι στο ακροατήριο υπήρχαν πολλοί που παραδέχονταν το δόγμα του, πήρε θαρραλέα το λόγο και επιχείρησε να διαψεύσει με πολλή κακεντρέχεια τον επίσκοπο. Όποιος υποστηρίζει, είπε, την τέλεια ισότητα των υποστάσεων της Τριάδας, πέφτει στην πλάνη της σύγχυσής τους, που από καιρό έχει καταδικάσει η εκκλησία. Γιατί ισχυρίζεται ότι οι διαφορετικές εκείνες συστάσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά διαφορετικά ονόματα και ιδιαίτερα προσόντα του ίδιου όντος· αλλά όποιος τις εξισώνει τόσο πολύ, τις συγχέει. Ύστερα ο Άρειος διατύπωσε τον ακόλουθο συλλογισμό, που έγινε πολύκροτος: αν ο Πατέρας γέννησε τον Υιό, αυτός που γέννησε υπήρχε πριν από αυτόν που γεννήθηκε· άρα ο Υιός δεν υπήρχε πριν από τη Δημιουργία. Τη συζήτηση αυτή την ακολούθησε φοβερό σκάνδαλο και πολλή διχόνοια στην Αίγυπτο, που για να αντιμετωπιστεί δεν επαρκούσε το αδύναμο χέρι του Αλέξανδρου.
Ευτυχώς ο Θεός έδωσε στον επίσκοπο για το θέμα αυτό βοηθό εξαιρετικά επιδέξιο. Ανάμεσα στους κληρικούς του προόδευε και πρόκοβε ένας νεαρός διάκονος, μικρός μεν και ασήμαντος στο ανάστημα, αλλά διαθέτοντας, μέσα σε σώμα αδύναμο, φλογερή ψυχή που η ακτινοβολία της άστραφτε στα μάτια του. Ο νέος αυτός, που ονομαζόταν Αθανάσιος, που επρόκειτο να γεμίσει τη χριστιανική οικουμένη με τη φήμη του, ήταν μόλις είκοσι χρονών όταν άρχισε εκείνη η φιλονικία. Αν και ήταν νεότατος, είχε ήδη διαπρέψει με δυο λόγους κατά των ειδωλολατρών, που ο ένας επιγράφεται Λόγος κατά Ελλήνων και ο άλλος Περί της ενανθρωπήσεως του (Θεού) Λόγου και της δια σώματος προς ημας επιφανείας αυτού. Και στους δύο αυτούς λόγους έλαμπαν νους βαθύς, ισχυρή λογική, πλατιά επιστήμη, και ως ένα βαθμό το ανθηρό εκείνο ύφος του λόγου που οι πατέρες του ελληνικού αυτού κόσμου που ανακαινιζόταν δεν δίσταζαν να παίρνουν από τα πάντοτε εύφορα λιβάδια της ρητορικής τέχνης των προπατόρων μας. Γιατί ο Αθανάσιος ήταν από τα καλύτερα δείγματα της αναβίωσης του ελληνισμού που συνέβαινε εκείνη την εποχή. Η ψυχή του ήταν γεμάτη από τις αρχές και τις επαγγελίες του Ευαγγελίου, και ο νους και η γλώσσα του έπαιρναν μερικά από τα στολίδια και τα μυστικά της αρχαίας ευγλωττίας και επιστήμης, όσα προσφέρονταν για να ερμηνεύσουν εκείνες τις αρχές και να υπηρετήσουν τον θρίαμβό τους. Να προσθέσετε σ’ αυτά και την ιδιαίτερη φύση του άνδρα: θαυμαστή εξυπνάδα, πολύ πρακτικό πνεύμα, ακάθεκτη τόλμη· τότε θα έχετε κάπως πλήρες ένα ιχνογράφημα της προσωπικότητας του Αθανασίου.
Ο Αθανάσιος κατάλαβε αμέσως για τι επρόκειτο και επίσης αμέσως μέτρησε το βάραθρο όπου κινδύνευε να πέσει η πίστη μας. Πείστηκε ότι ο Άρειος, είτε μην τολμώντας να εξηγηθεί με σαφήνεια είτε μην έχοντας συνειδητοποιήσει το τελικό συμπέρασμα των συλλογισμών του, αποσκοπούσε έτσι ή αλλιώς στο να αρνηθεί τη θεία φύση του Σωτήρα και στο να κατεβάσει το κήρυγμά του στην τάξη ανθρώπινου δόγματος, παραδίνοντάς το, απογυμνωμένο από την πανοπλία της αποκάλυψης, σε όλες τις επιθέσεις του φιλοσοφικού πνεύματος. Μόλις ο Αθανάσιος αναλογίστηκε όλα αυτά, όρμησε στον αγώνα και από τότε αφιέρωσε όλη του τη ζωή και όλες του τις δυνάμεις στην άμυνα του Ενσαρκωθέντος Λόγου, με τόση θρησκευτική πεποίθηση και τόσο ατρόμητο θάρρος, ώστε κατέληξε ο αγιότερος από τους ήρωες, ή μάλλον ο ηρωικότερος από τους αγίους.
Με την καθοδήγηση λοιπόν, του μεγαλοφυούς αυτού νέου, ο Αλέξανδρος άρχισε ξαφνικά να ενεργεί αυστηρότερα κατά του Αρείου. Τον κάλεσε δύο φορές να απολογηθεί μπροστά στον κλήρο της Αλεξάνδρειας και τον ανάγκασε, παρ' όλη την επιδεξιότητά του στο λόγο, να διατυπώσει τη βλάσφημη ομολογία ότι ο Λόγος του Θεού δεν ήταν αναμάρτητος, και δεν δίστασε να αφορίσει και να αναθεματίσει τον αιρετικό και μαζί όσους είχαν αποδεχτεί τα δόγματά του· δηλαδή, εκτός από τον Άρειο, έντεκα διακόνους και δυο επισκόπους. Αλλά ο Άρειος ήταν άνθρωπος ευφυέστατος και πάρα πολύ επιτήδειος, και το ζήτημα εξαιρετικά μπλεγμένο και τα πνεύματα ήταν οργισμένα. Έτσι πολύ σύντομα ο άνθρωπος εκείνος συγκρότησε σε όλη την Ανατολή μεγάλη και ισχυρότατη μερίδα από οπαδούς του, που ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν ακόμα και προσωπικοί φίλοι του βασιλιά, ο Ευσέβιος της Νικομήδειας και ο Ευσέβιος της Καισάρειας, που τον αναφέραμε στα προηγούμενα ως έναν από τοις φωστήρες της εκκλησίας.
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ο Κωνσταντίνος, μετά την κατατρόπωση του Λικίνιου. έφτασε στη Νικομήδεια, που ακόμα τότε ήταν πρωτεύουσα της Ανατολής. Ορθόδοξοι και αρειανοί τον περιστοίχισαν αμέσως, ζητώντας και οι δύο πλευρές την ιδιαίτερη προστασία του. Ο Κωνσταντίνος αγανάκτησε πάρα πολύ μόλις άκουσε για την ταραχή και την αναστάτωση που είχε προκληθεί από αυτές τις διενέξεις. Όχι ότι κατάλαβε τον κίνδυνο που απειλούσε τη χριστιανική πίστη από τις ύπουλες δοξασίες του Αρείου, αλλά περισσότερο γιατί, ενώ είχε ελπίσει ότι με τους νόμους που είχε θεσπίσει για τους χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες, θα είχε αποκατασταθεί η θρησκευτική ειρήνη στο κράτος, ξαφνικά μάθαινε ότι η ειρήνη εκείνη ανατρεπόταν εξαιτίας της εμφύλιας διχόνοιας των χριστιανών.
Ο Κωνσταντίνος είχε κατανοήσει από την αρχή τη σπουδαιότητα του ζητήματος· είχε κατανοήσει δηλαδή, ότι κάθε συζήτηση σχετικά με το δόγμα της Τριάδας ήταν πάρα πολύ επικίνδυνη και ότι το πιο συνετό ήταν να σταματήσει κάθε συζήτηση γι’ αυτό. Έτσι αρχικά θέλησε να χαρακτηρίσει τη διένεξη ως τιποτένια και μάταιη. Έπειτα όμως, αποφάσισε ότι η φρόνηση απαιτεί όλα τα τέτοια θέματα να μένουν κλεισμένα στις διάνοιες και να μην εκθέτονται δημόσια. Η άποψη αυτή του Κωνσταντίνου γίνεται φανερή από την πρώτη επιστολή που έστειλε στον επίσκοπο Αλέξανδρο και στον πρεσβυτερο Άρειο. Σ’ αυτή την επιστολή λέει, μεταξύ άλλων, και αυτά:
«Αφού σκέφτηκα σχετικά με την αφορμή και το περιεχόμενο όλων αυτών, μου φάνηκε η υπόθεση τιποτένια και εντελώς ανάξια λόγου. Γι’ αυτό αναγκάστηκα να γράψω αυτή την επιστολή θεωρώντας ότι απευθύνομαι προς ευφυείς ανθρώπους και παρακάλεσα να με βοηθήσει η Θεία Πρόνοια ώστε να φέρω την ειρήνη, όπως είναι λογικό, ανάμεσά σας... Με πληροφόρησαν λοιπόν, από εκεί, από πού άρχισε το ζήτημα. Γιατί, αν εσύ, Αλέξανδρε, ζητούσες από τους πρεσβύτερους κάτι κάποτε να κάνει ο καθένας τους υπέρ κάποιου τόπου σύμφωνα με όσα γράφουν οι νόμοι, και σε πληροφορούσαν περισσότερο για μάταια θέματα, και συ Άρειε, το ίδιο ή χωρίς να λάβεις υπόψη σου την αρχική αιτία ή αν τη θυμήθηκες προτίμησες να μην την αναφέρεις, απρόοπτα μπήκες στη μέση, και ξέσπασε η διχόνοια ανάμεσά σας, η μεν σύνοδος αρνήθηκε, ο δε πιστός λαός διαιρέθηκε σε οπαδούς σας, και διαταράχτηκε έτσι η ενότητα της εκκλησίας. Επομένως, ζητώντας ο καθένας σας συγνώμη από τον άλλο, το οποίο και σας συμβουλεύω να κάνετε, τι θα σημαίνει αυτό; Ούτε θα σας ρωτούν για την αρχική αιτία αυτών των πραγμάτων ούτε θα απαντάτε όταν σας ρωτούν. Γιατί τα τέτοια θέματα, όσα δεν υπάρχει ανάγκη να περιλαμβάνονται στο νόμο, αλλά προβάλλονται ως αποτέλεσμα ανώφελης αργίας, και αν συμβαίνουν για κάποια φυσική άσκηση, οφείλουμε να τα περιορίζουμε μέσα στη διάνοια και να μην τα διατυπώνουμε σε δημόσιες συγκεντρώσεις ούτε να τα εμπιστευόμαστε ανεύθυνα στ’ αυτιά του λαού».
Στο ίδιο πνεύμα συνεχίζεται ως το τέλος η επιστολή, παροτρύνοντας δηλαδή ο βασιλιάς και τους δύο αντιπάλους να καταθέσουν τα όπλα της συζήτησης και να συνεννοηθούν μεταξύ τους ώστε να ξαναγυρίσει η ειρήνη στην εκκλησία.
Αλλά η φωνή αυτή της σύνεσης και της μετριοπάθειας δεν επρόκειτο να εισακουστεί. Ο ίδιος εκείνος που μετέφερε την επιστολή, όταν ήρθε στην Αλεξάνδρεια, συντάχτηκε με τον επίσκοπο και καταδίκασε τον Άρειο. Ο Άρειος έγραψε προς το βασιλιά επιστολή κάπως αυθάδη, παραπονούμενος για την τιμωρία (την αργία) που του επιβλήθηκε. Συγχρόνως ο Κωνσταντίνος πληροφορούνταν ότι γίνονταν ταραχές στην Αλεξάνδρεια κατά τις οποίες ο όχλος δε σεβάστηκε ούτε τις εικόνες του. Έτσι οργισμένος γι' αυτό, ιδίως κατά του Αρείου και των οπαδών του, έστειλε νέους επιτρόπους στην Αλεξάνδρεια με εξαιρετικά απειλητική επιστολή προς εκείνους τους αιρετικούς και τον αρχηγό τους, όπου στο τέλος της όμως, ξαναγυρίζοντας σε πιο επιεική αισθήματα, προσκαλούσε τον Άρειο να πάει και να εξηγήσει μπροστά του το δόγμα που πρέσβευε.
Ο Άρειος πήγε στο βασιλιά και στη συζήτηση που είχε μαζί του μπέρδεψε τόσο πολύ τον Κωνσταντίνο, που ήταν εντελώς αδέξιος σε τέτοιες λεπτολογίες, ώστε του προκάλεσε πολλές αμφιβολίες. Εντωμεταξύ συνεχιζόταν η διχόνοια και η αναταραχή στα πνεύματα, και δε φαινόταν να βρίσκεται τρόπος θεραπείας. Ώσπου ο βασιλιάς, με τη μεγαλοψυχία που συνήθως τον χαρακτήριζε, κατάλαβε τι πρέπει να γίνει για να λυθεί το θέμα: βλέποντας ότι οι επιμέρους ιεράρχες δεν πείθονταν να σταματήσουν αυτές τις συζητήσεις, συγκάλεσε οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια στην οποία ανέθεσε να λύσει οριστικά αυτή τη διαφορά.
Θα επιστήσουμε για λίγο την προσοχή του αναγνώστη σ΄ αυτή την απόφαση του βασιλιά. Ο Κωνσταντίνος ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας, και μάλιστα τόσο Ρωμαίος ώστε δε μιλούσε καλά τα ελληνικά, και ο θεσμός της κοινής συνόδου δεν ήταν ρωμαϊκός θεσμός αλλά ελληνικός. Η Ρώμη, όταν κυριάρχησε στην κάτω Ιταλία και σε όλη την οικουμένη, ποτέ δε συγκάλεσε κοινή σύνοδο πόλεων και εθνών, ενώ στην αρχαία Ελλάδα, εκτός από τα συνέδρια του κάθε έθνους χωριστά, συνέρχονταν πολλές φορές όλες οι πόλεις σε κοινές συνελεύσεις, και στα χρόνια των μηδικών πολέμων και στην
εποχή του Αλέξανδρου και του Φιλίππου. Ο Κωνσταντίνος όμως, καταφεύγοντας στην κρίσιμη αυτή περίσταση σε ελληνική θεσμοθεσία, την παρέλαβε άραγε κατευθείαν από τις αρχαίες ελληνικές παραδόσεις και συνήθειες; Βεβαίως, όχι. Ο Κωνσταντίνος τίποτε άλλο δεν έκανε παρά να ακολουθήσει τις αρχές και τις παραδόσεις που ίσχυαν στη χριστιανική εκκλησία και να αντιληφθεί ποιο ήταν το φυσικό συμπλήρωμά τους.
Είδαμε ότι το πολίτευμα της νέας θρησκείας βασιζόταν στην εκκλησία που υπήρχε σε κάθε πόλη, δηλαδή στην ομάδα των πιστών. Πάνω από την εκκλησία αυτή βρισκόταν το συνέδριο των πρεσβυτέρων, που προεδρευόταν από τον επίσκοπο. Πάνω δε από τις αρχές αυτές που υπήρχαν σε κάθε πόλη, βρίσκονταν οι σύνοδοι των επισκόπων, που συγκροτούνταν κατά περιόδους, οι οποίες συχνά επικοινωνούσαν μεταξύ τους, αλλά ως αυτή την εποχή δεν είχαν ακόμα συγχωνευτεί σε ένα μεγάλο συνέδριο που θα περιλάμβανε τους αντιπροσώπους όλων των επαρχιών του χριστιανικού κόσμου. Τι λοιπόν, πιο φυσικό από το να συμβεί αυτή η συγχώνευση με την ευκαιρία αυτής της έκτακτης ανωμαλίας και να τεθεί έτσι στον οργανισμό του χριστιανισμού το απαραίτητο επιστέγασμα, με την πρόσκληση όλων των επισκόπων να αποφασίσουν από κοινού σχετικά με την τόσο μεγάλη διένεξη που είχε προκύψει; Η απόφαση του Κωνσταντίνου αποδείχνει, αφενός πόσο απομακρυνόταν ήδη από τις αρχαίες ρωμαϊκές παραδόσεις και πόσο αφετέρου αισθανόταν την ανάγκη να προσεγγίσει τις ελληνικές συνήθειες που κληρονόμησε το χριστιανικό πολίτευμα. Άλλωστε η εξαιρετική του σύνεση και επιδεξιότητα τον καθοδηγούσαν ότι δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Η ρύθμιση και εξασφάλιση του χριστιανικού δόγματος ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για τον τότε κόσμο, γιατί από αυτό το αποτέλεσμα ήταν εξαρτημένη η ηθική του ανανέωση.
Γι' αυτό και ο Κωνσταντίνος πρόθυμα ασπαζόταν καθετί που νόμιζε ότι θα βοηθούσε σε κείνη τη ρύθμιση και εξασφάλιση, αδιαφορώντας αν οι θεσμοί που καθιέρωνε ήταν ελληνικοί και όχι ρωμαϊκοί. Η ακατανίκητη δύναμη των πραγμάτων ανάγκαζε τον Ρωμαίο εκείνο βασιλιά να υποκύπτει στην επιρροή του ελληνικού κόσμου, να εξυψώνει αυτόν τον κόσμο πάνω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία υπό την οποία βρισκόταν από τόσους αιώνες και να επιβάλλει σ’ αυτή τα δικά του νομοθετήματα. Μήπως γράφοντας πριν από λίγο προς τον Αλέξανδρο και τον Άρειο δεν έλεγε ότι ο νόμος της ιεράς θρησκείας προέκυψε από τους κόλπους της Ανατολής και ονόμαζε τους λειτουργούς αυτού του νόμου αρχηγούς της σωτηρίας των εθνών;
Η οικουμενική σύνοδος που συνήλθε στη Νίκαια ήταν τόσο ξένη προς τον ρωμαϊκό κόσμο, ώστε, αν και προσκλήθηκαν εδώ όλοι οι επίσκοποι της χριστιανοσύνης, αν και ο βασιλιάς διευκόλυνε με κάθε τρόπο τη μετάβασή τους αναλαμβάνοντας εις βάρος του δημοσίου όλα τα έξοδα του ταξιδιού και της διατροφής των προσκαλεσμένων, από τους τριακόσιους και περισσότερους επισκόπους που ήρθαν στη Νίκαια, μόνο τρεις ή τέσσερις έφτασαν από τη δυτική Ευρώπη, και ούτε ο πάπας της Ρώμης πήρε μέρος ο ίδιος στη σύνοδο, αλλά έστειλε δύο πρεσβύτερους ως αντιπροσώπους του. Όλοι οι άλλοι ανήκαν στις ελληνικές ή εξελληνισμένες χώρες, και ανάμεσά τους ξεχώρισε πάνω από κάθε άλλον ο ηλικιωμένος Αλέξανδρος που τον συνόδευε ο νεαρός σύμβουλός του. Έτσι η σύνοδος κατέληξε να είναι τελείως ελληνική. Ο Κωνσταντίνος μεν εκφώνησε στα λατινικά τον εναρκτήριο λόγο, αλλά η ομιλία του μεταφραζόταν συγχρόνως στην ελληνική γλώσσα. Και όταν αργότερα αναμείχτηκε στις ιδιαίτερες συζητήσεις, μιλούσε ελληνικά, και όπως λέει ο Ευσέβιος, «ελληνίζων τη φωνή, ότι μηδέ ταύτης αμαθώς είχε» («με ελληνική φωνή, γιατί δεν ήταν ξένος προς αυτή»). Άλλωστε, όλα τα πρακτικά συντάχτηκαν στην ελληνική γλώσσα, ιδιαίτερα το σύμβολο της πίστης που τότε ρυθμίστηκε.
Οι επίσκοποι συνήλθαν γύρω στα μέσα Ιουνίου του 325, αλλά η επίσημη συνεδρίασή τους έγινε στις 5 ή στις 6 Ιουλίου. Η σύνοδος δεν διήρκεσε παρά περίπου είκοσι μέρες και μέσα σ΄ αυτό το πολύ σύντομο διάστημα έλυσε, εκτός από μερικά άλλα δευτερεύοντα ζητήματα, το δύσκολο ζήτημα που λίγον καιρό πριν είχε διαιρέσει την εκκλησία, καθιερώνοντας την αρχή του ομοουσίου του Πατέρα και του Υιού, αναθεματίζοντας όσους δίδασκαν τα αντίθετα και εξορίζοντας τον Άρειο και τους πιο πεισματικούς από τους οπαδούς του στη Γαλατία της Μικράς Ασίας. Οι δυο Ευσέβιοι, αφού δίστασαν για λίγο να υπογράψουν την ομολογία, τελικά υπάκουσαν στην πλειοψηφία, τόσο περισσότερο καθώς ο Κωνσταντίνος απέδειξε ότι είναι αποφασισμένος να υποστηρίξει όσα αποφάσισε η σύνοδος.
Πράγματι, ο Κωνσταντίνος δεν αρκέστηκε σ’ αυτές τις αποφάσεις· εξέδωσε τότε και ιδιαίτερο διάταγμα εναντίον εκείνων που είχαν αντίθετες απόψεις, όπου ρητά ονόμαζε τον Άρειο μαθητή του Πορφυρίου, ενός από τους οπαδούς της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, διέταξε να καούν όλα τα συγγράμματα του Αρείου και επέβαλε την ποινή του θανάτου σε όποιον θα πιανόταν να κρύβει κάποιο από αυτά τα συγγράμματα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η επέμβαση αυτή της πολιτικής εξουσίας είναι τελείως ξένη με τις σημερινές απόψεις για την ανεξιθρησκεία. Αλλά ο Κωνσταντίνος είχε πειστεί, και είχε δίκιο, ότι αν δεν έπαυαν οι συζητήσεις αυτές, ολόκληρο το οικοδόμημα του χριστιανισμού θα κινδύνευε να καταπέσει· είχε πειστεί, και είχε δίκιο, ότι οι αποφάσεις της οικουμενικής συνόδου, όσο οικουμενική και αν ήταν, δε θα είχαν τη δύναμη να ξεριζώσουν το κακό αν δεν επικυρώνονταν με αυτοκρατορικό θέσπισμα. Και δικαιολόγησε ορθά την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, λέγοντας στους αρχιερείς: «αλλ’ υμείς μεν των είσω της εκκλησίας, εγώ δε των εκτός, υπό Θεού καθεστάμενος, Επίσκοπος αν είην» («εσείς μεν ρυθμίζοντας τα εσωτερικά της εκκλησίας και εγώ τα εκτός, από τον Θεό ορισμένος, σαν να είμαι επίσκοπος»). Και όταν γύρω στα τέλη Ιουλίου έφευγαν οι επίσκοποι στις επαρχίες τους, τούς μίλησε πάλι με πολλή πραότητα και σύνεση· τους παρότρυνε να τηρούν ειρήνη μεταξύ τους, αποφεύγοντας τη θρησκευτική φιλονικία, να συγχωρούν τα ανθρώπινα πταίσματα και μάλιστα αυτά που αφορούν τη γενική ειρήνη, να μην εξεγείρονται μεταξύ τους δίνοντας αιτία να τους χλευάζουν εκείνοι οι άνθρωποι που είναι πάντοτε έτοιμοι να βλαστημούν το θείο όνομα.
Έτσι διαλύθηκε η πρώτη οικουμενική σύνοδος που κύριο έργο της υπήρξε, όπως είπαμε, ο προσδιορισμός του μέρους εκείνου του αγίου Συμβόλου της πίστης μας μέσω του οποίου από τότε κάθε χριστιανός ομολογεί ότι πιστεύει εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν, εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι' ου τα πάντα εγένετο. Τον δι ’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένον, και ενανθρωπήσαντα. Σταυρωθέντα τε υπέρ υμών επί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς. Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του ΓΙατρός. Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ονκ έσται τέλος.
Το μέρος του συμβόλου που αναφέρεται στο άγιο πνεύμα, ορίστηκε αργότερα από τη δεύτερη οικουμενική σύνοδο, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη.
Το πόσο συνετά ο Κωνσταντίνος διεξήγαγε αυτή την υπόθεση το μαρτυρούν όσα επακολούθησαν. Έχουν περάσει από τότε περίπου χίλια εξακόσια χρόνια. Το κράτος που ο βασιλιάς του συγκάλεσε τη σύνοδο στη Νίκαια, στην οποία και προέδρευσε, δεν υπάρχει από πολύν καιρό. Πάνω στα ερείπιά του δημιουργήθηκαν διάφορα αλλά κράτη, σχηματίστηκαν νέα έθνη, διαμορφώθηκαν νέες γλώσσες, ανακαλύφτηκαν νέοι κόσμοι, επινοήθηκαν νέες τέχνες και επιστήμες, νέα πολιτεύματα ρύθμισαν την τύχη των λαών, γεννήθηκαν νέες ανάγκες, προθέσεις, απόψεις, η υλική και ηθική όψη της γης μας μεταβλήθηκε ολοκληρωτικά· και όμως, σε ποιο μέρος αυτής της γης, σε ποια γωνιά της οικουμένης, σε ποια ανθρώπινη γλώσσα, δεν αντήχησε και δεν αντηχεί καθημερινά εκείνη η προσευχή που ορίστηκε τότε στη Νίκαια από τους αντιπροσώπους του ελληνικού χριστιανισμού;
Και βεβαίως εμείς οι Έλληνες οφείλουμε πολλά στους ειδωλολάτρες προπάτορές μας που με τα αριστουργήματά τους όρισαν τους νόμους που θαυμάζονται ως τώρα και είναι προορισμένοι να θαυμάζονται όσο υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο ψυχές ευγενικές και ικανές να εκτιμήσουν την ομορφιά και την υψηλοφροσύνη. Αλλά μήπως οφείλουμε λιγότερη ευγνωμοσύνη προς τους άλλους εκείνους, τους χριστιανούς προπάτορές μας, που όρισαν τους κανόνες της ανθρώπινης συνείδησης σχετικά με τη φύση της θεότητας, κανόνες πάνω στους οποίους θεμελιώθηκε ως τώρα όλος ο νεότερος πολιτιςμός; Και πόσο επίσης εμείς, που μιλάμε τη γλώσσα των Αλέξανδρων και των Αθανασίων, δεν δικαιούμαστε να καυχόμαστε ότι αναπέμπουμε προς τον Ύψιστο εκείνη την προσευχή αναλλοίωτη και απαράλλαχτη, με τις ίδιες ακριβώς λέξεις με τις οποίες διατύπωσαν τις πεποιθήσεις τους οι μεγάλοι εκείνοι άνδρες της εκκλησίας και του έθνους μας!
Αφού ρύθμισε έτσι το εκκλησιαστικό ζήτημα, ο Κωνσταντίνος νόμιζε ότι πρέπει πια να ξαναγυρίσει στη Ρώμη, όπου η παρουσία του ήταν πράγματι απαραίτητη. Αν για λίγο μόνο αναλογιστούμε την τότε κατάσταση του ρωμαϊκού κράτους, θα διαπιστώσουμε ότι, ενώ αποκαταστάθηκε η πολιτική του ενότητα, από θρησκευτική αιτία συνέβαινε στο κράτος μια παράδοξη ανωμαλία. Ο Κωνσταντίνος δεν είχε μεν ακόμα βαφτιστεί, αλλά με την όλη κατοπινή συμπεριφορά του μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε αποδεχτεί τα δόγματα του χριστιανισμού. Εντούτοις ο χριστιανισμός δεν είχε ανακηρυχτεί ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ναι μεν ο βασιλιάς προτιμούσε τους χριστιανούς σε όλα τα αξιώματα και με διάφορους τρόπους βράβευε όσους προσέρχονταν στον χριστιανισμό, αλλά οι βασικοί νόμοι του κράτους επέτρεπαν απλώς την ελεύθερη τέλεση της χριστιανικής λατρείας και δεν καταργούσαν την επίσημη παρουσία της ειδωλολατρίας στην πολιτεία, με την οποία το αρχαίο θρήσκευμα συνδεόταν στενά με όλο το σύστημα διακυβέρνησης και με όλον τον δημόσιο βίο.
Στη Ρώμη ιδιαίτερα, που ήταν η αρχαία και η μοναδική ακόμα πρωτεύουσα του κράτους, η ειδωλολατρία συνέχιζε να διατηρεί τον χαρακτήρα του επίσημου θρησκεύματος της πολιτείας. Δεν είχε εκδοθεί ακόμα από τη Νικομήδεια διάταγμα που να παραγγέλλει την εξαφάνιση των μνημείων, των νομισμάτων, των συμβόλων γενικά της πολυθεΐας. Η σύγκλητος εξακολουθούσε να εδρεύει μέσα σε ναό γεμάτον είδωλα και σχεδόν όλος ο λαός επέμενε να τηρεί με ακρίβεια τις αρχαίες ιεροτελεστίες. Σύμφωνα με το νόμο λοιπόν, η θρησκεία που επικρατούσε ήταν η ειδωλολατρία· στην πραγματικότητα όμως, ο χριστιανισμός υπερίσχυε της ειδωλολατρίας με την προστασία και τη θέληση του βασιλιά παντού, εκτός από τη Ρώμη. Με άλλα λόγια, το σώμα του κράτους, τουλάχιστον το πιο ζωτικό μέρος αυτού του σώματος, ήταν χριστιανικό, η δε κεφαλή του ειδωλολατρική. Εννοείται ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ σε ειρηνική ατμόσφαιρα, και αυτό ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να ξαναγυρίσει στη Ρώμη για να δει από κοντά πώς θα μπορούσε να προλάβει την ενδεχόμενη ρήξη.
Μπήκε λοιπόν, στη Ρώμη, στην εστία αυτή των αρχαίων παραδόσεων και των αρχαίων ηθών, τον Ιούλιο του 326. Και αγωνίστηκε μεν αμέσως να δειχτεί φιλοφρονητικός όσο γινόταν προς τη σύγκλητο, αλλά δεν είχαν περάσει οχτώ μέρες και φανερώθηκαν καθαρά οι δυσχέρειες που ήταν φυσικό να προκύψουν από τη διαφορά εκείνη των αισθημάτων ανάμεσα στον κυρίαρχο και στο λαό της πρωτεύουσας. Στις 13 Ιουλίου έγινε σύμφωνα με τα καθιερωμένα η μεγάλη παρέλαση των λεγόμενων ιππέων, όπου οι Ρωμαίοι πολίτες που ανήκαν σ’ αυτή την τάξη ανέβαιναν σε πομπή στο Καπιτώλιο για να θυσιάσουν εκεί στον Δία. Ο Κωνσταντίνος όχι μόνο δε θέλησε να πάρει μέρος σ΄ αυτή την τελετή αλλά και την περιγέλασε, με συνέπεια να προκληθεί αγανάκτηση και να ακουστούν βλαστήμιες από τον όχλο καθώς ο βασιλιάς περνούσε από τους δρόμους της πόλης. Αυτό ερέθισε τον Κωνσταντίνο, αλλά γρήγορα επικράτησε μέσα του η φυσική του μετριοπάθεια και αποφάσισε να μην τιμωρήσει τους ενόχους και ούτε να επιτεθεί με βία κατά του αρχαίου θρησκεύματος.
Δυστυχώς συνέβαιναν και μέσα στην οικογένειά του ολέθριες διενέξεις. Ο Κωνσταντίνος είχε τρία αδέλφια από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του, τον Δαλμάτιο, τον Αννιβαλιανό και τον Ιούλιο Κωνστάντιο, προς τους οποίους συμπερι-φέρθηκε πάντοτε με ψυχρότητα, υπακούοντας, όπως βεβαιώνουν, στις εισηγήσεις της μητέρας του Ελένης. Αλλά και ο Κωνσταντίνος είχε από την πρώτη του σύζυγο, τη Μινερβίνη, γιο, τον Κρίσπο, που τόσο διέπρεψε στον αγώνα κατά του Λικίνιου, και άλλους γιους από τη δεύτερη σύζυγό του τη Φαύστα, από τους οποίους οι δύο, ο Κωνσταντίνος και ο Κώνστας, αν και ήταν πάρα πολύ νέοι, είχαν ήδη πάρει ανώτατα αξιώματα της πολιτείας. Η Φαύστα απεχθανόταν τον Κρίσπο που ως πρωτότοκος και σε όλα λαμπρός νέος επισκίαζε τα δικά της παιδιά, ενώ αντίθετα η Ελένη αισθανόταν προς τον Κρίσπο ιδιαίτερη στοργή. Πώς τα διάφορα αυτά πάθη κατόρθωσαν να θολώσουν την κατά τα αλλά τόσο καθαρή κρίση του Κωνσταντίνου, δεν είναι γνωστό με σαφήνεια. Ίσως να μπήκε στην ψυχή του κάποιο καταχθόνιο αίσθημα φθόνου για την εύνοια που έδειχναν όλοι προς τον Κρίσπο· πάντως είναι βέβαιο, ότι ενώ αρχικά πρόσφερε σε κείνον τον γιο του τα ύπατα αξιώματα, ύστερα από την περιφανή νίκη στον Ελλήσποντο σταμάτησε να του δίνει κάποιο μέρος από την υπέρτατη εξουσία. Ίσως βλέποντας το άσχημο κλίμα που επικρατούσε στη Ρώμη να άρχισε να δυσπιστεί προς τον Κρίσπο, που το πλήθος τον επευφημούσε, αυτό το πλήθος που κακολογούσε και έβριζε το βασιλιά· από όλους πάντως τουλάχιστον βεβαιώνεται ότι οι εισηγήσεις της Φαύ- στας κατά του προγόνου της, όταν αυτή βρισκόταν στη Ρώμη, κορυφώθηκαν. Γιατί, αυτό που είπαν μερικοί, ότι ο Κρί- σπος μισήθηκε από τον πατέρα του ιδιαίτερα γιατί είχε ερωτικό δεσμό με τη μητριά του Φαύστα, θεωρείται σήμερα δικαιολογημένα ως τελείως ανυπόστατος μύθος. Το πιο πιθανό είναι ότι άλλες συκοφαντίες περισσότερο πιστευτές, και ιδιαίτερα αυτές που αναφέραμε πριν από λίγο, εξαγρίωσαν το βασιλιά σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταπνίξουν μέσα του ό,τι πιο ιερό έχει ο άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο.
Πάντως είναι αναμφισβήτητο ότι μέσα στην αγωνία όπου βρέθηκε ο Κωνσταντίνος εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που επικρατούσε στη Ρώμη και εξαιτίας των διενέξεων μέσα στην οικογένειά του, ο Κρίσπος, με διαταγή του βασιλιά, κλείστηκε σε κάποια φυλακή της Ρώμης και εκεί θανατώθηκε. Σχεδόν συγχρόνως αναγγέλθηκε από την Ανατολή ότι τον γιο του Λικίνιου και της Κωνσταντίας, δηλαδή τον ανιψιό του βασιλιά, μόλις δώδεκα χρόνων, τον έσφαξαν παίρνοντάς τον από την αγκαλιά της μητέρας του. Τα τραγικά αυτά περιστατικά τάραξαν εξαιρετικά τους ειδωλολάτρες οι οποίοι, καθώς έλπιζαν ίσως ακόμη στον Κρίσπο και στον γιο του Λικίνιου, έβλεπαν ξαφνικά να διαψεύδονται όλες τους οι προσδοκίες. Αλλά και πολλοί από τους χριστιανούς έμειναν βέβαια κατάπληκτοι βλέποντας τον άνθρωπο που θεωρούσαν ότι καθοδηγούνταν από τη Θεία Πρόνοια, σαν να τον είχε κυριεύσει κάποια μανία, να ξεσκίζει με το ίδιο του το χέρι την καρδιά του. Μόνο οι γύρω από τη Φαύστα θριάμβευαν, όταν ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν όψη.
Η μητέρα του Κωνσταντίνου Ελένη, ήρθε βιαστικά από την Ανατολή, όπου έμενε τότε, για να εκφράσει την αγανάκτησή της και τη θλίψη της για τον οικτρό θάνατο του πολυαγαπημένου της Κρίσπου, που την πλήγωσε, και εξαιτίας της στοργής που αισθανόταν γι΄ αυτόν, και εξαιτίας της φρίκης που της προκάλεσε, ως χριστιανής και ως μητέρας, το ανοσιούργημα του Κωνσταντίνου. Οι οδυρμοί και οι επιτιμητικές παρατηρήσεις της σεβάσμιας εκείνης γυναίκας άνοιξαν τα μάτια του βασιλιά. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από τους χρονογράφους ισχυρίζονται ότι, με την παραφορά του από τις τύψεις της συνείδησής του που γεννήθηκαν από τα λόγια της μητέρας του, κηλίδωσε πάλι τα χέρια του ο Κωνσταντίνος θανατώνοντας τη Φαύστα, ως υπαίτια της πρώτης συμφοράς. Αλλά εμείς ομολογούμε ότι ασπαζόμαστε μάλλον τη γνώμη του Άγγλου ιστοριογράφου Έντουαρντ Γκίμπον, ο οποίος, στηριζόμενος σε άλλες μαρτυρίες, θεωρεί ως τελείως απίθανο το νέο αυτό αδίκημα· και τόσο περισσότερο παραδεχόμαστε το συμπέρασμά του, όσο γενικά ο Γκίμπον δεν έχει δείξει επιείκεια προς τον Κωνσταντίνο. Άλλωστε δε βλέπουμε πώς μπορεί να συμβιβαστεί ο παροξυσμός εκείνης της μανίας με τη μετάνοια που όλοι ομολογούν ότι αισθάνθηκε ο βασιλιάς ακούγοντας τους θρήνους της μητέρας του και την οποία μετάνοια φανέρωσε, όπως λένε, με πολλές και διάφορες αποδείξεις ευλάβειας προς το θρήσκευμα. Το βέβαιο είναι ότι ο Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από τις αποτρόπαιες περιπέτειες που τον κύκλωσαν στην πόλη της Ρώμης, από την αποστροφή που του έδειχνε ο λαός της και από τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στην ίδια την οικογένειά του, αποφάσισε ύστερα από λίγο να φύγει από την αρχαία πρωτεύουσα του κράτους, όπου ποτέ πια δεν ξαναγύρισε. 'Εφυγε προς την Ανατολή, πολλά και μεγάλα έχοντας στο νου του για τη μελλοντική τύχη του κόσμου.
Τότε και η Ελένη πήγε στην Παλαιστίνη για να βγάλει αφενός εκείνη τη γη, όπου γεννήθηκε και πέθανε ο Σωτήρας, από την άθλια κατάσταση στην οποία εντωμεταξύ είχε περιέλθει, και αφετέρου να αναζητήσει στον χώρο αυτό που ποτίστηκε με το άγιο εκείνο αίμα την εξιλέωση για τα αμαρτήματα του γιου της. Πράγματι, στον πρώτο και στον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, οι επανειλημμένες επαναστάσεις των Ιουδαίων κατά της ρωμαϊκής εξουσίας είχαν προκαλέσει φοβερά αντίποινα. Πάνω στα ερείπια της Ιερουσαλήμ είχε ανεγερθεί νέα πόλη που έφερε το ειδωλολατρικό όνομα της Αιλείας Καπιτωλίνης, και στον τόπο που άλλοτε υψωνόταν ο ναός του Σολομώντα κατασκευάστηκε πολυτελές ιερό του Καπιτωλίου Δία. Ιουδαίοι σχεδόν δεν υπήρχαν στην πόλη και ελάχιστοι ήταν οι χριστιανοί, ώστε ο επίσκοπος της πόλης και της χώρας όπου τελέστηκαν τα πρώτα μυστήρια της πίστης μας, ο επίσκοπος του θρόνου όπου κάθησαν κάποτε ο Ιάκωβος και πολλοί συγγενείς του Χριστού, είχε εκπέσει τελείως από το αρχαίο αξίωμα και είχε καταντήσει να υποτάσσεται στον μητροπολίτη Καισαρείας.
Όταν η βασίλισσα Ελένη έφτασε το 327 στην Ιερουσαλήμ κανένας δεν μπόρεσε να της δείξει τον τάφο του Σωτήρα. Μόνο μετά από πολλές έρευνες βρέθηκε ο ιερός χώρος και με συστηματική και επίπονη εργασία αποκαλύφτηκε το σεμνό μαρτύριο του γεγονότος, δηλαδή ο τίμιος και ζωοποιός σταυρός. Όταν αναγγέλθηκε η ανεύρεση του σταυρού στον Κωνσταντίνο, ο βασιλιάς διέταξε αμέσως να ανεγερθεί πάνω στον Άγιο Τάφο λαμπρότατη εκκλησία της Ανάστασης. Η ίδια η Ελένη φρόντισε, πριν φύγει από την Παλαιστίνη, να θεμελιωθεί ο ναός αυτός και αλλά πολλά ιερά στη χώρα. Κατόπιν έφυγε από την Ιουδαία να προϋπαντήσει τον γιο της που πορευόταν κάπως αργά προς την Ανατολή.
Η συνάντησή τους ήταν συγκινητική. Ο Κωνσταντίνος, που από καιρό είχε τιμήσει τη μητέρα του ονομάζοντάς την βασίλισσα, της απένειμε ήδη και άλλα πάρα πολλά δείγματα ευλάβειας και όταν ύστερα από λίγο πέθανε, στις αρχές του 328 σε ηλικία 80 χρόνων, την κήδευσε με μεγαλοπρέπεια, και αργότερα μετέφερε τα οστά της στη νέα πρωτεύουσα. Γιατί ο Κωνσταντίνος ερχόταν τότε από τα δυτικά προς τα ανατολικά μελετώντας κυρίως τη μεγάλη του απόφαση να εγκαταλείψει τη Ρώμη, που δεν έδειχνε να έχει καταλάβει τη μεγάλη μεταβολή που είχε συμβεί στην οικουμένη, να εγκαταστήσει για πάντα την έδρα του στις ελληνικές εκείνες χώρες όπου γεννήθηκε και τόσο πρόκοψε το ευαγγελικό κήρυγμα και, εκλέγοντας στο μέσο των χωρών αυτών κατάλληλο τόπο, να ανεγείρει εκεί το νέο μεγάλο στήριγμα και προπύργιο του ανανεωμένου κόσμου.
Αυτή υπήρξε η πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του Κωνσταντίνου. Προς τον χριστιανισμό ο Κωνσταντίνος θα μπορούσε να συμπεριφερθεί διαφορετικά από τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε· μπορούσε, με μία λέξη, να παρεμβάλει ακόμα μερικά εμπόδια στον οριστικό θρίαμβό του. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η δύναμη του νέου θρησκεύματος και η διάδοσή του, ώστε ήταν πια αδύνατον να μην επικρατήσει τελικά. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν, έπραξε μεν πολλά υπέρ του χριστιανισμού, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι ο χριστιανισμός οφείλει μόνο σ’ αυτόν την υπεροχή που απέκτησε σ’ αυτόν τον κόσμο. Ενώ τώρα που επρόκειτο να ορίσει τον χώρο όπου έμελλε να οικοδομηθεί η νέα πρωτεύουσα του κράτους, και το πιο μικρό λάθος στην εκλογή του χώρου αυτού θα μπορούσε να φέρει ανυπολόγιστες συνέπειες για την τύχη του κόσμου, και ιδίως για την τύχη του ελληνισμού. Γιατί, στην Κωνσταντινούπολη οφείλεται η πολιτική αναβίωση του ελληνικού έθνους κατά τον μεσαίωνα και η επί χίλια χρόνια διατήρηση της αυτονομίας του. Οφείλεται όμως αυτό στην Κωνσταντινούπολη όχι μόνο γιατί απλώς χτίστηκε στις χώρες αυτές μια νέα πόλη, μεγάλη και ισχυρή, αλλά περισσότερο γιατί χτίστηκε σε χώρο ο οποίος, εξαιτίας των ιδιαίτερων, των εξαιρετικών, των μοναδικών του προτερημάτων, φαινόταν σαν να είχε προοριστεί από την Πρόνοια για να γίνει πρωτεύουσα εκείνων των χωρών.
Λέγεται ότι αρχικά ο βασιλιάς είχε προσέξει τη Σαρδική κοντά στον Αίμο, τη σημερινή Σόφια ή Τριαδίτζα των Βουλγάρων· άλλοι επίσης ισχυρίζονται ότι για αρκετό διάστημα είχε σκεφτεί να ιδρύσει την πόλη με το όνομά του ανάμεσα στο Ίλιο και στην Πέργαμο. Αλλά και αν υποτεθεί ότι ως κάποιο βαθμό ήταν αναποφάσιστος, το σημείο που τελικά επέλεξε, αποδείχτηκε πολύ πιο εξυπηρετικό για τις ανάγκες και τις υποσχέσεις που κλήθηκε να εκπληρώσει. Αυτό άλλωστε είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα της μεγαλοφυΐας· όπως το μεγάλο κτίσμα του Αλέξανδρου έτσι και το μεγάλο κτίσμα του Κωνσταντίνου επικράτησαν πάνω από όλες τις περιπέτειες όλων των αιώνων και μαρτυρούν μέχρι σήμερα τη θαυμαστή επιδεξιότητα των ασυνήθιστων εκείνων πνευμάτων σχετικά με την εκτίμηση του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι αλήθεια ότι στην απόφαση του Κωνσταντίνου συντέλεσαν πολύ οι ελληνικές και οι περσικές παραδόσεις. Αλλά το να διαβάζεις σωστά τις ιστορικές παραδόσεις, αυτό είναι αλάθευτη απόδειξη εξαιρετικού νου και επιδεξιότητας.
Οι ελληνικές ή εξελληνισμένες χώρες μέσα στις οποίες επρύκειτο να ανεγερθεί η νέα βασιλεύουσα αποτελούν δύο πλατιά και μακριά σκέλη που ενώνονται σχεδόν στο επάνω μέρος με δυο επάλληλους πορθμούς και αποκορυφώνονται σε μια πλατιά λεκάνη. Το δυτικότερο από εκείνα τα σκέλη σχηματίζεται από τη χερσόνησο που εκτείνεται προς τα νότια του κάτω Ίστρου, η οποία περιλαμβάνει τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ιλλυρία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την κυρίως Ελλάδα. Το ανατολικότερο σκέλος σχηματίζεται από τη Μικρά Ασία, την ογκώδη δηλαδή χερσόνησο που βρίσκεται απέναντι, η οποία προς τα νότια συνδέεται με την Αίγυπτο μέσω της Συρίας. Οι δυο πορθμοί που προβάλλονται από εκείνες τις χερσονήσους από τις δύο πλευρές της ελληνικής θάλασσας, σαν να προτείνουν οι χερσόνησοι το δεξί τους χέρι, είναι προς τα νοτιότερα ο Ελλήσποντος και βορειότερα ο Βόσπορος, που αμοιβαία ενώνονται μέσω μιας μικρής λίμνης, της Προποντίδας. Ο Εύξεινος Πόντος δε, αποτελεί την πλατιά δεξαμενή όπου καταλήγει ολόκληρο αυτό το σύμπλεγμα των ελληνικών χωρών, θαλασσών και πορθμών.
Ο Κωνσταντίνος, που πια είχε αποσπαστεί από τη Δύση, πλησίαζε με αργό ρυθμό προς τα ανατολικά, κάνοντας μακρούς σταθμούς κατά διαλείμματα καθώς προχωρούσε. Στεκόταν μπροστά στο σύμπλεγμα αυτό σαν αριστοτέχνης που σκέφτεται πώς πρέπει να συγκροτήσει εκείνον τον κόσμο που ανανεωνόταν μέσα σε μεγάλον οργασμό, και αμέσως κατάλαβε που έπρεπε να τοποθετηθεί η καρδιά αυτού του κόσμου. Η θέση αυτή ήταν καταμεσίς στους δυο πορθμούς -ούτε δεξιά τους ούτε αριστερά τους ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω- όπου συναντιούνταν και οι ανατολικότερες και οι δυτικότερες και οι νοτιότερες και οι βορειότερες από τις χώρες που αναφέραμε. Άλλωστε, ανάμεσα σε κείνους του πορθμούς υπήρχε χώρος που και οι Έλληνες και οι Πέρσες ομόφωνα τον είχαν ανακηρύξει ως καταλληλότατο να περιλάβει μεγάλη και ακμαία πόλη. Ο Ηρόδοτος, διηγούμενος την επιστροφή του Δαρείου από τη σκυθική εκστρατεία, τότε που άφησε στην Ευρώπη τον στρατηγό Μεγάβαζο (σελ. 26 του τρίτου βιβλίου), λέει: «Ο Μεγάβαζος, λέγοντας αυτά, άφησε αθάνατη μνήμη στους Ελλησπόντιους· όταν βρέθηκε στο Βυζάντιο πληροφορούνταν ότι δεκαεφτά χρόνια πριν από τους Βυζαντίους είχαν οι Καλχηδόνιοι χτίσει τη χώρα· όταν το έμαθε αυτό, είπε στους Χαλκηδόνιους ότι εκείνον τον καιρό θα πρέπει να ήταν τυφλοί· γιατί αν δεν ήταν τυφλοί δεν θα άφηναν τον ωραιότερο χώρο και να έρθουν στον χειρότερο».
Και ο πολύ πρακτικός Πολύβιος χαρακτηρίζει τον τόπο που κατοικούσαν οι Βυζάντιοι ως εξαιρετικά κατάλληλο σημείο στη θάλασσα, «και από άποψη ασφάλειας και για την ευημερία όλων των κατοίκων του κόσμου μας. Γιατί προς τη θάλασσα βρίσκεται σε τέτοιο σημείο στο στόμιο κυρίως του Πόντου, ώστε να μην μπορεί κάποιος από τους εμπόρους ούτε να μπει με το πλοίο του ούτε να βγει χωρίς την άδειά τους».
Ο Πολύβιος θεωρούσε την ξηρά της περιοχής λιγότερο εξυπηρετική, γιατί στα παλιά χρόνια τη Θράκη την κατείχαν βάρβαρες και ισχυρές φυλές οι οποίες ενεργούσαν ασταμάτητα επιθέσεις από την ξηρά, αλλά κάτι τέτοιο στην εποχή του Κωνσταντίνου δεν μπορούσε πια να συμβεί, γιατί από καιρό όλη η Θράκη ήταν υποταγμένη.
Αλλά παρ’ όλο που στα αρχαιότερα χρόνια είχε το μειονέκτημα αυτό από την ξηρά η νοτιοδυτικότατη αυτή άκρη του Βοσπόρου, εντούτοις η αποικία που παλιά είχε χτιστεί εκεί από τη μικρή πόλη των Μεγαρέων (σελ. 240 του δεύτερου βιβλίου) σημείωσε θαυμαστή εξέλιξη και ιδιαίτερα απέκτησε εξαιρετική πολιτική αξία. Ναι μεν, καθώς είχε εγκαταλειφθεί μόνο στις δικές της δυνάμεις, δεν μπόρεσε να διατηρήσει τελείως την ανεξαρτησία της· αλλά αυτό ακριβώς, το ότι ο ένας μετά τον άλλον Πέρσες, Λακεδαιμόνιοι, Αθηναίοι, Μακεδόνες, Γαλάτες της Θράκης και Ρωμαίοι, όλοι με μια λέξη που ήθελαν να εξουσιάσουν αυτές τις χώρες, είχαν πάντα στο νου τους να γίνουν κύριοι της πόλης, μαρτυρεί ότι θεωρούνταν, όπως και ήταν, ασφαλέστατη εγγύηση για την κυριαρχία αυτών των χωρών. Ούτε μπόρεσαν οι ποικίλες εκείνες εξωτερικές περιπέτειες να μειώσουν τον εσωτερικό πλούτο και την ευημερία του Βυζαντίου. Τα τελωνειακά και τα ναυτιλιακά δικαιώματα τα οποία εισέπραττε από τα πλοία που περνούσαν από τον Βόσπορο, έδιναν στην πόλη ασταμάτητα πλούσιους πόρους. Το ναυτικό της υπήρξε ονομαστό, τα τείχη της ήταν λαμπρά οικοδομημένα, στην κρηπίδα του λιμανιού της υψωνόταν το άγαλμα της Άρτεμης που είχε στο κεφάλι της την ημισέληνο, η οποία, αποτυπωμένη πάνω στα βυζαντινά νομίσματα, έμελλε, μετά το πέρασμα τόσων αιώνων, να αποτελέσει κατά παράδοξη σύμπτωση το κυριότατο σύμβολο της οθωμανικής κυριαρχίας.
Η εσωτερική αυτονομία του Βυζαντίου διατηρήθηκε και στη ρωμαϊκή εποχή, ώσπου η πόλη κυριεύτηκε από τον Σεπτίμιο Σεβήρο κατά την εμφύλια σύγκρουσή του με τον Νίγρο, και τότε όχι μόνο καταργήθηκε το πολίτευμά της αλλά καταστράφηκαν και τα τείχη της, μεταβλήθηκε σε κωμόπολη και παραχωρήθηκε στους Περίνθιους. Αλλά ύστερα από λίγο το Βυζάντιο ανορθώθηκε ως ένα βαθμό από τον ίδιο τον Σεβήρο· αν και δεν απέκτησε ξανά την προηγούμενη ακμή του, δεν έμεινε όμως και στο περιθώριο από τότε, όπως αποδείχτηκε στον τελευταίο πόλεμο μεταξύ Κωνσταντίνου και Λικίvιου.
Το Βυζάντιο δεν ήταν η μόνη πόλη στις βόρειες αυτές χώρες στα χρόνια εκείνα που διατηρούσε το ελληνικό της όνομα και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Όλα τα παράλια του ευρύτερου Εύξεινου Πόντου κατέχονταν ακόμα από ελληνικά κτίσματα. Εκεί βρίσκονταν η Ηράκλεια Πόντου (σήμερα Ερεκλί) που ήταν κτίσμα Μεγαρέων· Άμαστρη (σήμ. Αμεσσερό)· Κύτωρος (σήμ. Κίδρας), Σινώπη, Αμισός (σήμ. Σαμσούν), Κοτύωρα, Κερασούς ή Φαρνακία, Τραπεζούς, Φάση, Διοσκουριάδα, Φαναγόρεια, Τάναϊς, Θεοδοσία (σήμ. Κάφφα), Παντικάπαιο (σήμ. Κέρτς), η έδρα των Βοσπόριων βασιλιάδων, Χερσόνησος, Ευπατορία, Ολβία, Τυράς, Ιστρόπολη, Τόμις, Κάλλατη, Διονυσιόπολη, Μεσημβρία, Αγχίαλος, Σαλμωδησσός: όλες ελληνικές πόλεις.
Οι περισσότερες από αυτές τις αποικίες, αν και προσβάλλονταν κατά διαλείμματα από τους βαρβάρους, ιδιαίτερα όταν άρχισε η μετακίνησή τους προς τον νότο, διατηρούσαν εντούτοις την αυτονομία τους και τη ναυτική πολιτική δραστηριότητά τους. Μερικές από αυτές είχαν μεν από καιρό περιληφθεί στο λεγόμενο Βοσπόριο κράτος, στο οποίο είχε περιοριστεί η άλλοτε ευρύτατη βασιλεία του Μιθριδάτη, αλλά οι ηγεμόνες εκείνου του κράτους τόσο πολύ σέβονταν τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία τους, ώστε στις σχέσεις τους προς αυτές αυτοαποκαλούνταν απλώς άρχοντες, ενώ προς τους άλλους υπηκόους και τους ξένους χρησιμοποιούσαν την ογκώδη επωνυμία του βασιλιά των βασιλιάδων.
Μετά την εξασθένιση του Βοσπόριου κράτους (σελ. 102 αυτού του βιβλίου) οι πόλεις αυτές προόδευσαν ακόμα περισσότερο. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες, εξαιτίας των μέχρι σήμερα σωζόμενων μνημείων τους, από τα οποία είναι γεμάτα τα μουσεία της νότιας Ρωσίας, είναι οι πόλεις που βρίσκονται βορειότερα, η Χερσόνησος και η Ολβία. Η Χερσόνησος, η σημερινή Σεβαστούπολη, ήταν αποικία της Ηράκλειας του Πόντου, που και αυτή είχε ιδρυθεί από τους Μεγαρείς. Ο αρχαίος ελληνικός βίος, που τόσο μαράθηκε στον τρίτο και τέταρτο μ.Χ. αιώνα, φαινόταν να έχει καταφύγει σαν σε άσυλο στις υπερβόρειες εκείνες χώρες.
Στο γειτονικό με τη Χερσόνησο ακρωτήριο Παρθένιο βρισκόταν ακόμα ο ναός της Άρτεμης όπου τελούνταν όλες οι πατροπαράδοτες ιεροτελεστίες. Τα νομίσματα της πόλης είχαν την εικόνα της Άρτεμης. Δήμος, Βουλή, άρχοντες, στρατηγοί, αγορανόμοι, γυμνασιάρχες, συνέχιζαν να συγκεντρώνονται, να αποφασίζουν και να διοικούν την πόλη. Και η διοίκησή τους δεν ήταν επιφανειακή, γιατί, εξαιτίας των πολέμων με τους γύρω βαρβάρους, η πόλη βρισκόταν συνεχώς έτοιμη για μάχη, μάλιστα ήταν ονομαστή για τις πολεμικές εκείνες μηχανές που άλλοτε αναπλήρωναν το πυροβολικό. Σώζεται επιγραφή που χρονολογείται στα τέλη του τρίτου αιώνα, η οποία διαιωνίζει την ευγνωμοσύνη της πόλης προς τον Δημοκράτη του Αριστογένη, που όχι μόνο αναδείχτηκε καλός σύμβουλός της, αλλά ήταν και επιφανής ρήτορας, είχε πάρει δυο φορές το αξίωμα του άρχοντα, και με δική του δαπάνη είχε πάει επανειλημμένα να συναντήσει τους βασιλιάδες των Ρωμαίων για να εξυπηρετήσει το κοινό συμφέρον.
Η Ολβία εξάλλου, που δε βρισκόταν μακριά από το σημερινό Οτσάκοφ, ήταν κτίσμα των Μιλησίων και διατηρούσε στο πολίτευμα, στη γλώσσα και στα ήθη καθαρά ίχνη της ιωνικής της καταγωγής, και συγχρόνως είχε αγωνιστεί γενναία πάντοτε εναντίον των ντόπιων και ανέδειξε πολλούς και έγκριτους συγγραφείς. Τιμές αποδίδονταν εδώ ιδιαίτερα στον μέγιστο από τους ήρωες του ελληνισμού, στον Αχιλλέα, ο οποίος ονομάζεται στις επιγραφές Ποντάρχης και προς τιμήν του υπήρχαν στην Ολβία και σε άλλες πόλεις ναοί, τελούνταν θυσίες και ποικίλοι και λαμπροί αγώνες.
Έτσι λοιπόν, σε όλη την περιφέρεια του Εύξεινου Πόντου υπήρχαν ακόμα ακμαίες ελληνικές πόλεις, και μερικές μάλιστα βρίσκονταν σε μεγαλύτερη ακμή από το Βυζάντιο. Αλλά καμιά από αυτές δεν βρισκόταν σε τέτοιο κατάλληλο σημείο που να κυριαρχεί σε όλες τις ελληνικές χώρες· καμιά δεν κρατούσε όπως το Βυζάντιο τα κλειδιά των πυλών όπου συναντιούνταν και οι δύο μεγάλες ελληνικές χερσόνησοι, που βρίσκονταν στην Ευρώπη και στην Ασία, και οι δυο μεγάλες ελληνικές θάλασσες, ο Εύξεινος Πόντος και το Αιγαίο πέλαγος.
Σ’ αυτόν τον από πολλές πλευρές κατάλληλο τόπο αποφάσισε ο Κωνσταντίνος να ανεγείρει τη νέα πρωτεύουσα· και εκτέλεσε την απόφασή του με τη δραστηριότητα που συνήθως τον χαρακτήριζε, γιατί, όπως βεβαιώνουν, περάτωσε το έργο μέσα σε εννέα μήνες. Η περιφέρεια του αρχαίου Βυζαντίου επεκτάθηκε τόσο, ώστε η νέα πόλη περιέλαβε έκταση δεκαπέντε σταδίων (περίπου 2,7 χιλιομέτρων) περισσότερη. Έτσι τα νέα τείχη κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του ισθμού που σχηματίζεται από την Προποντίδα και τον Κεράτιο κόλπο. Ιδιαίτερα δύσκολη ήταν η κατασκευή του παράλιου τείχους· εκεί αναγκάστηκαν να κυλήσουν προς τη θάλασσα τεράστιες πέτρες για να εμποδίσουν τη φορά των κυμάτων· εκεί κατασκευάστηκαν και δύο λιμάνια κοντά στην Προποντίδα που πρωτύτερα δεν είχε κανένα λιμάνι, το λιμάνι των Σοφιών και το λιμάνι του Ελευθερίου.
Ενώ γίνονταν όλα αυτά γύρω από την πόλη, συγχρόνως γέμιζε και το εσωτερικό της με πολυάριθμες δημόσιες και ιδιωτικές οικοδομές, από τις οποίες αναφέρουμε ιδιαίτερα τρεις αχανείς πλατείες, στολισμένες με στοές και περιβαλλόμενες από γιγαντιαία κτίρια. Επίσης αναφέρουμε τον πολυθρύλητο Ιππόδρομο, ο οποίος είχε προσχεδιαστεί για τη νότια πλευρά της πόλης και όπου ο Κωνσταντίνος, όπως λέει ο Ζώσιμος, «εξάντλησε κάθε είδους ομορφιά». Κοντά στον Ιππόδρομο ύψωσε κατοικία αντάξιά του, το λεγόμενο Παλάτιον, που, περιλαμβάνοντας πάρα πολλές αίθουσες και μαζί με άλλα και πολλές βιβλιοθήκες, είχε τέτοια έκταση ώστε από τη μία πλευρά έφτανε ως το παράλιο τείχος και από την άλλη εκτεινόταν ως το κέντρο της πόλης.
Εκτός από αυτά και πάρα πολλά άλλα, ο Κωνσταντίνος τίμησε το νέο θρήσκευμα με πολυάριθμους ευκτήριους οίκους, που για την εξασφάλισή του και τον θρίαμβό του κυρίως αποφάσισε να ανεγείρει τη μεγάλη εκείνη πόλη. Και για να εφοδιάσει τις εκκλησίες αυτές με τα αναγκαία για την τέλεση της λατρείας ιερά βιβλία, έγραψε προς τον φίλο του επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο επιστολή, που την παραθέτουμε εδώ, γιατί χαρακτηρίζει και τις σχέσεις μεταξύ των δυο ανδρών, αλλά συγχρόνως εξηγεί τον τρόπο που κατασκευάζονταν τότε τα ιερά αυτά βιβλία. Η επιστολή έχει ως εξής:
Ο μέγιστος και σεβαστός, ο νικητής Κωνσταντίνος, προς τον Ευσέβιο.
Στην πόλη που έχει το όνομά μου και που τη βοηθάει η πρόνοια τον σωτήρα Θεού μέγιστο πλήθος ανθρώπων έχει αφιερωθεί στην αγιότατη εκκλησία. Οι πιστοί όμως συνεχώς αυξάνονται και είναι καταφάνερο ότι θα χρειαστεί να κατασκευαστούν περισσότερες εκκλησίες στην πόλη. Γι' αυτό λοιπόν, και προθυμότατα αποδέχτηκες αυτή την πρόθεσή μου. Και θεώρησα ορθή την προνοητικότητά σου, ότι έχεις προστάξει να γραφούν από τεχνίτες καλλιγράφους, γνώστες τέλειους αυτής της τέχνης, πάνω σε καλά επεξεργασμένα δέρματα, πενήντα μικροί τόμοι, ώστε να διαβάζονται και να μεταφέρονται εύκολα, με τις Θείες Γραφές, που εσύ γνωρίζεις πολύ καλά την προμήθεια και τη χρήση τους για τις ανάγκες της εκκλησίας. Έστειλα γράμματα σε όλη γενικά τη διοίκηση να φροντίσει να δοθεί ό,τι χρειάζεται, ώστε να γραφτούν, με τη δική σου επιμέλεια, πολύ γρήγορα οι τόμοι. Το γράμμα μου αυτό σου δίνει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις δύο δημόσια οχήματα για τη μεταφορά τους. Έτσι θα φτάσουν ευκολότερα σε μένα όσα έχουν καλλιγραφηθεί με το ένα από αυτά τα οχήματα, συνοδευόμενα από κάποιον διάκονο της εκκλησίας σου, ο οποίος και θα γνωρίσει τη φιλανθρωπία μου όταν παρουσιαστεί μπροστά μου. Να σε προστατεύει ο Θεός, αγαπητέ αδελφέ.
Γενικά τα σύμβολα της νέας πίστης στόλιζαν ποικιλότροπα τη νέα πόλη. Πάνω στη μεγάλη πλατεία, που την ονόμασαν Φόρο, υψώθηκαν δυο στήλες της Ελένης και του Κωνσταντίνου και ανάμεσά τους σταυρός με την επιγραφή: Είς άγιος, είς κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός, Αμήν. Αλλού άστραφτε χρυσοφτιαγμένο το Λάβαρο. Στην πιο μεγάλη αίθουσα των ανακτόρων υπήρχε στην οροφή κατασκευασμένος σταυρός στολισμένος με πολύ χρυσάφι και πολύτιμους λίθους. Πάνω στις δημόσιες κρήνες εικόνες από επίχρυσο ορείχαλκο παρίσταναν αλλού τα σύμβολα του καλού ποιμένα και αλλού τον Δανιήλ με τα λιοντάρια. Και πάλι, στις πύλες των ανακτόρων εικονιζόταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος να προσεύχεται.
Ο Κωνσταντίνος δεν έπαυε έτσι να δίνει ποικίλα δείγματα της ευλάβειάς του προς τον χριστιανισμό, αλλά συγχρόνως στόλισε τη νέα πρωτεύουσα και με πολλά αριστοτεχνήματα της αρχαίας θρησκείας και τέχνης, μεταφέροντας εδώ διάφορα μνημεία από την Ασία, την Αίγυπτο, την Ελλάδα και από την ίδια τη Ρώμη. Η ομορφιά των λειψάνων αυτών της ελληνικής ευφυΐας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε συγκίνησε την καρδιά ακόμα και του ψυχρού χρονογράφου Κεδρηνού· μιλώντας ιδιαίτερα για κείνα τα έργα, ανακράζει ότι δεν έλειπε από αυτά παρά μόνο η ψυχή των ανθρώπων που απεικόνιζαν: «μόνον το μη παρείναι αυταίς ψυχάς των εις ούς εγένοντο».
Πολλοί από τους αρχαίους και τους νεότερους κατηγόρησαν τον Κωνσταντίνο ότι δήθεν απογύμνωσε όλες τις άλλες πόλεις του κράτους για να κάνει μεγαλοπρεπέστερη την πόλη που της έδωσε το όνομά του και ότι επωφελήθηκε από αυτή την περίσταση για να πλήξει καίρια τα ιερά του αρχαίου θρησκεύματος. Άλλοι όμως, θεωρούν άδικη αυτή την κατηγορία· κι εμείς θεωρούμε ως ορθότερη αυτή την τελευταία άποψη. Αν εξετάσουμε, π.χ., ακριβώς πόσα από τα μνημεία της κυρίως Ελλάδας μεταφέρθηκαν εκείνη τη χρονιά στην Κωνσταντινούπολη, θα βρούμε ότι ήταν πάρα πολύ λίγα. Είναι βέβαιο ότι στήθηκαν τότε στον Ιππόδρομο οι τρίποδες των Δελφών και ιδίως ο χρυσός τρίποδας που στηριζόταν σε χάλκινο τρικέφαλο φίδι, τον οποίον είχαν αφιερώσει οι 'Ελληνες στον Απόλλωνα μετά από τη μάχη στις Πλαταιές και που, αν και κολοβωμένος, σώζεται μέχρι σήμερα σε κείνη την πλατεία της μεγάλης πόλης (σελ. 182 και επ. του τρίτου βιβλίου). Επίσης μεταφέρθηκαν τότε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκαν μέσα στο Παλάτιο οι Ελικωνίδες Μούσες, δηλαδή οι μούσες εκείνες που στέκονταν στην κορυφή του Ελικώνα. Αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι ούτε από την Αθήνα ούτε από την Ολυμπία ούτε από άλλη πόλη από όσες ήταν γεμάτες ακόμη με πολυτελή και αμίμητα έργα τέχνης αναφέρεται ότι κάποιο μεταφέρθηκε στη νέα πόλη. Αντίθετα είναι αναμφισβήτητο ότι τα καλύτερα από τα αριστουργήματα του Φειδία, η Αθηνά της Ακρόπολης και ο Δίας που βρισκόταν στην Ολυμπία, δεν μετακινήθηκαν από την Ελλάδα.
Και όμως, αν ο Κωνσταντίνος είχε την πρόθεση να απογυμνώσει όλες τις άλλες πόλεις για να στολίσει τη δική του, και με αυτή την πρόφαση να συντομεύσει την πτώση των αρχαίων ιερών, η πόλη της Αθήνας θα του έδινε γι' αυτό τον σκοπό του πλουσιότατη λεία. Γνωρίζουμε όμως από θετικές πηγές, ότι ο Κωνσταντίνος σεβόταν εξαιρετικά την αρχαία εκείνη μητρόπολη του ελληνισμού: «βασιλεύς γαρ ων και κύριος πάντων, στρατηγός εκείνων (των Αθηναιων) ηξίου καλείσθαι, και τοιαύτης εικόνος τυγχάνων μετ ’ επιγράμματος, εγάννυτο πλέον ή των μεγίστων τιμών αξιωθείς» («Γιατί, όντας βασιλιάς και κύριος των πάντων, ήθελε να ονομάζεται στρατηγός των Αθηναίων, και όταν απέκτησε προτομή με σχετικό επίγραμμα, περηφανευόταν ότι αξιώθηκε μιας από τις πιο μεγάλες τιμές»). Από τα αρχαία δε μνημεία της Ελλάδας παρέλαβε μόνο τα πιο εγκαταλειμμένα, γιατί ήδη στην εποχή του Πλούταρχου πάρα πολύ λίγοι πήγαιναν στο ιερό των Δελφών και πιθανότατα ακόμα λιγότεροι στις Ελικωνίδες Μούσες.
Εμείς τολμάμε να πούμε ότι θα ήταν ευχής έργο αν ο Κωνσταντίνος συγκέντρωνε στη νέα πρωτεύουσα τα πιο ωραία και πιο πολύτιμα από τα ελληνικά αριστοτεχνήματα, που έτσι θα διασώζονταν ως ένα βαθμό, ενώ, αφημένα στις επαρχίες, καταστράφηκαν από τις επιδρομές των βαρβάρων και από τον κακώς εννοούμενο ζήλο των οπαδών του νέου θρησκεύματος. Από τα έργα που μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, τα περισσότερα βρίσκονταν εκεί ακέραια ως τις αρχές του δέκατου τρίτου αιώνα, οπότε καταστράφηκαν όχι εξαιτίας του φανατισμού των Βυζαντινών βασιλιάδων, αλλά από την πλεονεξία και τη βαρβαρότητα των Δυτικών κατακτητών της πόλης.
Έτσι λοιπόν, χτίστηκε η νέα πόλη· και στις 11 Μαίου του σωτήριου έτους 330, εικοστού πέμπτου από τότε που έγινε βασιλιάς ο Κωνσταντίνος, εγκαινιάστηκε με μεγαλοπρέπεια η πόλη και αφιερώθηκε στην ιδιαίτερη προστασία της Παναγίας Θεοτόκου. Εκτός από τις θρησκευτικές τελετές, έγιναν και άλλες πολλές γιορτές, διανομές σιταριού και μεγάλοι αγώνες στον Ιππόδρομο. Και ενώ γινόταν ένας από αυτούς τους αγώνες, μια συνοδεία στρατιωτών, που φορούσαν μακριές χλαμύδες και κρατούσαν λευκά κεριά, πήγε και έφερε στον Ιππόδρομο την εικόνα του Κωνσταντίνου. Ο λαός γο- νατισμένος προσκύνησε την εικόνα, που στήθηκε κατόπιν πάνω στην πορφυρή στήλη η οποία βρισκόταν στον Φόρο, «του ιερέως μετά της λιτής παρεστηκότος και μετά κραυγής το Κύριε ελέησον βοώντος εκατοντάκις» («ενώ ο ιερέας ανέπεμπε δέηση και με δυνατή φωνή λέγοντας το Κύριε ελέησον εκατό φορές»).
Η γιορτή κράτησε σαράντα μέρες, και τελούνταν κατόπιν επί πολλούς αιώνες, αν και με λιγότερη μεγαλοπρέπεια, ως γενέθλια μέρα της πόλης. Η πόλη ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη και μαζί Νέα Ρώμη· γιατί ο σκοπός του βασιλιά ήταν να αντικαταστήσει με αυτή όσο γινόταν την αρχαία πρωτεύουσα, της οποίας οι θρησκευτικές συνήθειες και μνήμες δε συμβιβάζονταν με τη νέα θρησκεία που είχε αναλάβει την προστασία της. Τα γεγονότα όμως, έμελλαν να διαψεύσουν αυτές τις προσδοκίες. Η εξουσία όχι μόνο μετατοπίστηκε, όχι μόνο λάτρευε νέα θρησκεία, αλλά, εκτός από αυτά, αφενός πλησίασε την Ασία, τη μητρόπολη δηλαδή της μοναρχίας, αφετέρου είχε την έδρα της ανάμεσα σε χώρες όπου επικρατούσε η ελληνική γλώσσα. Εξαιτίας όλων αυτών η ρωμαϊκή μοναρχία πήρε ένα νέο χαρακτήρα, για τον οποίο θα πούμε εδώ μερικά αλλά αρκετά, ώστε να προετοιμαστεί ο αναγνώστης για να καταλάβει αργότερα το πώς διαμορφώθηκε το πολίτευμα του μεσαιωνικού ελληνισμού.
Στην εποχή της ρωμαϊκής δημοκρατίας, το πολίτευμα και οι εγγυήσεις που παρείχε στους πολίτες δεν ίσχυαν παρά μόνο μέσα στην ίδια τη Ρώμη· στις επαρχίες ασκούσαν όλη την εξουσία, πολιτική, στρατιωτική, οικονομική και δικαστική, ως απόλυτοι άρχοντες, οι ύπατοι, οι ανθύπατοι και οι στρατηγοί. Όταν κατόπιν καταργήθηκε η δημοκρατία, ο Αύγουστος και οι διάδοχοί του δεν κατάργησαν τα διάφορα αξιώματα του αρχαίου πολιτεύματος της Ρώμης, φρόντισαν όμως να αναλάβουν αυτοί οι ίδιοι, άμεσα ή έμμεσα, την άσκηση όλων εκείνων των αξιωμάτων. Με τη συγκέντρωση στα χέρια ενός άνδρα εξουσιών που πρωτύτερα αλληλοεπιτηρούνταν και ελέγχονταν, η δύναμη αυτού του άνδρα, δηλαδή του βασιλιά, κατέληξε και μέσα στην ίδια τη Ρώμη απεριόριστη. Και επειδή κανένα ηθικό χαλινάρι δεν περιόριζε τους αυτοκράτορες, κατάντησε αξίωμα του δημόσιου δικαίου το ότι «ο βασιλιάς δεν υπόκειται στους νόμους» και ότι «ό,τι αρέσει στο βασιλιά είναι νόμος». Και συνέβη πράγματι αυτοκράτορας να θέλει να αναγορεύσει ύπατο το άλογό του και άλλον που περιέβαλε με τους τύπους του επίσημου γάμου τη σχέση μεταξύ ανδρών.
Ενώ όμως, η αυτοκρατορική εξουσία ήταν σε τέτοιο βαθμό αχαλίνωτη, πολύ συχνά ανατρεπόταν από στρατιωτικές εξεγέρσεις. Την ανωμαλία αυτή την προκαλούσαν ποικίλα αίτια: Πρώτον, η άμετρη εκείνη εξουσία της βασιλείας, που η αλλόκοτη καμιά φορά κατάχρησή της έφερνε σε απελπισία τους ανθρώπους, όσο και αν είχαν συνηθίσει στην κατάσταση της δουλείας· άλλωστε η αχανής έκταση του κράτους ωθούσε τους στρατηγούς των επαρχιών που βρίσκονταν πάρα πολύ μακριά από το κέντρο να μη διστάζουν να επιθυμούν τη βασιλική πορφύρα. Τελευταίο αίτιο ήταν οι σωζόμενες λίγο πολύ ακόμα παραδόσεις των παλαιών χρόνων, τα ονόματα, οι τύποι, οι οικογένειες, που συντηρούσαν επίσης ως ένα βαθμό τουλάχιστον το πνεύμα της αντίστασης.
Οι αφορμές των συνεχών μεταβολών, αν δεν εξαφανίστηκαν, πάντως μετριάστηκαν πολύ με την ίδρυση της νέας βασιλεύουσας. Η χριστιανική πίστη, που ήδη είχε θριαμβεύσει, έβαλε κάποιο φραγμό, άγνωστον πρωτύτερα, στην άλλοτε τελείως κτηνώδη συχνά ακολασία του υπέρτατου άρχοντα. Η αναγκαστικά οριστική διαίρεση του κράτους σε δυο, που δεν άργησε να συμβεί, έκανε ευκολότερη την επιτήρηση και τον περιορισμό της εξουσίας των στρατηγών στις επαρχίες.
Στην Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκαν και μερικοί τύποι του αρχαίου πολιτεύματος: σύγκλητος, ύπατοι, πραίτορες, κοιαίστωρ, δήμαρχοι. Ακόμα στον πέμπτο αιώνα, και στον έκτο, οι αυτοκράτορες, μιλώντας προς τον όχλο της Κωνσταντινούπολης, αναφέρονταν ακόμα στη μεγαλειότητα του υποτιθέμενου εκείνου δήμου των Ρωμαίων. Αλλά όλα αυτά, καθώς μεταφυτεύτηκαν σε χώρα εντελώς ξένη προς τις παραδόσεις οι οποίες στη Ρώμη έδιναν σ’ αυτά κάποια σημασία, στην Κωνσταντινούπολη κατάντησαν γυμνοί ήχοι, χωρίς καμια έννοια, Η σύγκλητος βέβαια και πρωτύτερα είχε καταλήξει σε απλό συμβουλευτικό σώμα· ο βασιλιάς και παλιότερα συγκέντρωνε όλη τη νομοθετική εξουσία, διόριζε και έπαυε όπως νόμιζε όλους τους δημόσιους άρχοντες, αποφάσιζε μόνος του για πόλεμο, για ειρήνη, για κάθε κυβερνητική ενέργεια. Έτσι η βασιλική εξουσία, επειδή μετατέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, δεν αυξήθηκε, γιατί δεν μπορούσε περισσότερο να αυξηθεί, αλλά η μετάθεση αυτή και τα αποτελέσματά της που προαναφέραμε σταμάτησαν τις τόσο συνηθισμένες πρώτα ξαφνικές μεταβολές, και η βασιλεία έγινε πιο μετριοπαθής και πιο σταθερή.
Στη σταθερότητα αυτή συντέλεσαν και μερικές δευτερεύουσες διατάξεις του Κωνσταντίνου: η κατάργηση των πραιτοριανών, δηλαδή της αυτοκρατορικής φρουράς, που για πολλά χρόνια ανέβαζε και κατέβαζε τον υπέρτατο άρχοντα· η μείωση της δύναμης των λεγεώνων από 6.700 άνδρες σε 1.500 το πολύ, οι οποίες έτσι έγιναν λιγότερο επικίνδυνες· η διαίρεση του κράτους σε μικρότερες επαρχίες και η μείωση της δικαιοδοσίας των αρχόντων τους που έγιναν για τον ίδιο σκοπό. Αλλά όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις, ο Κωνσταντίνος μέσα στον ζήλο του να εξασφαλίσει τη βασιλεία, ξεπέρασε τον σκοπό. Θέλησε να φέρει κοντά στη βασιλεία τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, απονέμοντας σ’ αυτές βαθμούς και επώνυμα ή τίτλους, που ενμέρει ήταν ενσωματωμένοι με πραγματικά αξιώματα και ενμέρει ανεξάρτητα από αυτά, και έθεσε έτσι και την αυλή και ολόκληρη τη δημόσια υπηρεσία σε μια μόνιμη ιεραρχική βαθμολογική κλίμακα, που θυμίζει μεν την τάξη που είχε καθιερωθεί άλλοτε στις μακεδονικές αυλές, και ιδιαίτερα στην πιο ιεραρχική από όλες αυλή των Πτολεμαίων (σελ. 200 του έβδομου βιβλίου), αλλά κατέληξε να γίνει πολύ πιο ανατολική και ογκώδης από εκείνη. Προπάντων τα μέλη της βασιλικής οικογένειας πήραν το τιμητικό επώνυμο του Νωβελισσίμου, δηλαδή του ευγενέστατου, που αμέσως ο Κωνσταντίνος απένειμε και στα ετεροθαλή αδέλφια του, Αννιβαλιανό και Δαλμάτιο, και στα παιδιά του, αρσενικά και θηλυκά. Ο τίτλος αυτός ισοδυναμεί προς τον σημερινό που ακόμα χρησιμοποιείται στις ευρωπαϊκές αυλές, της Αυτού Βασιλικής η Αυτοκρατορικής Υψηλότητας. Έπειτα έδωσε το επώνυμο των Πατρικίων, που άλλοτε σήμαινε τους ευπατρίδες της Ρώμης, στα λίγα μέλη του ανώτατου συμβουλίου του. Ακολουθούσαν διάφορες τάξεις με ποικίλα επώνυμα, οι Ιλλούστριοι, δηλαδή Ενδοξότατοι, οι Καρίσσιμοι, δηλαδή Λαμπρότατοι, οι Περφεκτίσσιμοι, δηλαδή Τελειότατοι, όπου υπάγονταν όλοι οι ανώτατοι δημόσιοι λειτουργοί· οι συγκλητικοί, π.χ. ήταν Κλαρίσσιμοι, και από τους κόμητες άλλοι ήταν Ιλλούστριοι, άλλοι Κλαρίσσιμοι κλπ.
Κάθε μεγάλο δημόσιο λειτούργημα δηλαδή, είχε τον τίτλο του, και όταν προβιβαζόταν από ένα αξίωμα στο ανώτερο, συγχρόνως προαγόταν και από τη μια τάξη στην ανώτερη. Και όταν ακόμα παραιτούνταν από το πραγματικό αξίωμα, διατηρούσε τον τίτλο, και αργότερα άρχισαν να απονέμονται τίτλοι ανεξάρτητα από κάθε πραγματική υπηρεσία. Πάνω απ’ όλα ο Κωνσταντίνος πήρε την εμφάνιση των μοναρχών της Περσίας· στόλισε το κεφάλι του με διάδημα που άστραφτε από πολύτιμους λίθους και αντί των σεμνών ευρωπαϊκών ενδυμάτων χρησιμοποίησε μακριά μεταξωτά και χρυσοκέντητα φορέματα. Γέμισε τα ανάκτορα με ευνούχους και ανέθεσε στις χωρίς τρίχωμα φιγούρες αυτών των όντων να κρυφακούνε ό,τι σχετικό με ραδιουργίες, ζηλοτυπίες και αισχροκέρδειες.
Όλα αυτά προκάλεσαν τον χλευασμό, την περιφρόνηση και την αγανάκτηση των ιστορικών της Δύσης· και βέβαια εμείς δεν πρόκειται να επιδοκιμάσουμε αυτά που έγιναν. Αλλά οι ιστορικοί της Δύσης λησμονούν ότι αν όχι τα πάντα, τα περισσότερα όμως από αυτά, και ακόμα άλλα όχι μα την αλήθεια λιγότερο άξια να κατακριθούν, επικράτησαν μέχρι τελευταία σε όλες τις ευρωπαϊκές αυλές και κυβερνήσεις. Και για να περιοριστούμε στα χωρίς περιεχόμενο αξιώματα και τίτλους, πολλοί από τους αυστηρούς εκείνους τιμητές στολίζονται με τέτοια αξιώματα χωρίς να δείχνουν την παραμικρή τύψη συνείδησης. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Κωνσταντίνο.
Όλη η τυπική ιεραρχία υπό την οποία ο Κωνσταντίνος έθεσε την κοινωνία που δημιούργησε, εκφερόταν με λατινικά επώνυμα, καθώς και όλη η διοίκηση που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη ήταν λατινική, γιατί ο Κωνσταντίνος εννοούσε να συνεχίσει συντηρώντας το αρχαίο ρωμαϊκό κράτος, στερεώνοντάς το μόνο με τη νέα πολιτεία. Και ούτε είχε συνειδητοποιήσει ότι κάνει τίποτε άλλο με εκείνους τους νεωτερισμούς και ότι προετοιμάζει τη συγκρότηση νέου ελληνικού κράτους στην Ανατολή. Αλλά η δύναμη των γεγονότων είναι πολύ πιο ισχυρή από τις προθέσεις των ανθρώπων. Η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας ανάμεσα σε χώρες όπου επικρατούσε η ελληνική γλώσσα ήταν αδύνατο τελικά να συμβιβαστεί με τη διατήρηση της λατινικής κυβέρνησης. Η επιρροή που η καθαρώς ελληνική εκκλησία εξασκούσε όλο και περισσότερο στη ζωή των κατοίκων της Ανατολής και στα συμβούλια των βασιλιάδων της Κωνσταντινούπολης, συντέλεσε επίσης στην κατάργηση της λατινικής γλώσσας και των παραδόσεων και δοξασιών που ήταν συνδεμένες μαζί της. Τα ίδια τα παιδιά του Κωνσταντίνου, και μάλιστα ο ανιψιός του Ιουλιανός που είχε εκπαιδευτεί στην Αθήνα, πήραν εντελώς ελληνική ανατροφή. Έτσι δεν είναι παράδοξο ότι, όταν ύστερα από περίπου έναν αιώνα που συνέβη η πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, όλες οι προσπάθειες που κατέβαλαν, κάθε απόπειρα να διατηρηθεί εδώ η λατινική κυβέρνηση ήταν μάταιες, και τελικά το κράτος έγινε ελληνικό. Αλλά βρισκόμαστε ακόμα μακριά από την ολοκληρωτική αυτή μεταμόρφωση· είναι καιρός ήδη να ιστορήσουμε τα υπόλοιπα γεγονότα της βασιλείας του Κωνσταντίνου.
Τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του δεν υπήρξαν ευτυχή όπως τα προηγούμενα. Άραγε γιατί παρεκτράπηκε από το δρόμο της σύνεσης που είχε πρωτύτερα ακολουθήσει με τόση επιδεξιότητα; Μήπως γιατί οι δυσκολίες των περιστάσεων ξεπερνούν καμιά φορά κάθε ανθρώπινη επιτηδειότητα; Το βέβαιο είναι ότι από το 330 και ύστερα βλέπουμε τον Κωνσταντίνο σαν να φιλοτιμείται να καταστρέψει με τα ίδια του τα χέρια το μεγάλο θρησκευτικό και πολιτικό έργο που με τόσους μόχθους και αγώνες είχε κατασκευάσει στα προηγούμενα χρόνια. Με την αλλεπάλληλη κατατρόπωση όλων των αντιπάλων του και με τη μεταρρύθμιση του πολιτεύματος ο Κωνσταντίνος είχε ανορθώσει και ως ένα βαθμό στερεώσει την πολίτικη ενότητα του κράτους. Με τη σύνοδο στη Νίκαια δε και την πρόσφατη ίδρυση της νέας πόλης είχε ανορθώσει και στερεώσει τη δογματική ενότητα του νέου θρησκεύματος. Αλλά τώρα θα τον δούμε, γύρω στο τέλος της ζωής του, αφενός να προκαλεί τη θρησκευτική διαίρεση, αφετέρου να κομματιάζει και πάλι το κράτος.
Με τις αποφάσεις της συνόδου στη Νίκαια ορίστηκε το σύμβολο της πίστης και εξορίστηκαν ο Άρειος και οι πιο πεισματικοί οπαδοί του. Η εκκλησία φαινόταν να έχει ειρηνεύσει· κανείς τουλάχιστον δεν τολμούσε να αντιταχθεί φανερά στα δόγματα που θεσπίστηκαν από το μεγάλο εκείνο συνέδριο και επικυρώθηκαν από το βασιλιά, όταν ξαφνικά βλέπουμε τον ίδιο τον Κωνσταντίνο να ξαναζωντανεύει το σκάνδαλο και να ταράζει την ενότητα που είχε επικρατήσει. Για να καταλάβουμε την παράδοξη αυτή διαγωγή του, πρέπει να παρακολουθήσουμε για λίγο αφενός τις αδυναμίες του άνδρα που πιθανότατα είχαν αυξηθεί με την ηλικία, και αφετέρου την επιδεξιότητα με την οποία ήξεραν να επωφελούνται από τις αδυναμίες αυτές οι φίλοι του Αρείου. Γιατί ο Άρειος, αν και καταδικασμένος και εξορισμένος, είχε πάντοτε φίλους πολλούς και ισχυρούς, μαζί με άλλους, τους δύο Ευσέβιους, τους επισκόπους της Νικομήδειας και της Καισάρειας, οι οποίοι είχαν υπογράψει τελικά μεν το σύμβολο στη Νίκαια, αλλά διατηρούσαν πάντοτε ζωηρές συμπάθειες προς την αίρεση. Ιδίως ο Ευσέβιος της Νικομήδειας αγωνίστηκε πολύ να μεταπείσει το βασιλιά να ανακαλέσει τον Άρειο από την εξορία με την πρόφαση ότι έτσι θα πάψει η διαίρεση της εκκλησίας που υπέβοσκε.
Η διαίρεση πράγματι υπήρχε, γιατί η σύνοδος μπορούσε μεν να καθορίσει τις ορθές δοξασίες, αλλά δεν μπορούσε να εξαφανίσει τις πλάνες. Αλλά η δυσκολία αυτή ήταν από κείνες που καμιά ανθρώπινη σύνεση ή δύναμη δεν ήταν σε θέση να εξουδετερώσει. Μόνο ο χρόνος ίσως επουλώνει τέτοιες πληγές. Και ο Κωνσταντίνος πλανιόταν πιστεύοντας ότι, μέσα στην παντοδυναμία του, μπορούσε να κατορθώσει τα πάντα· και αυτή του την πλάνη τη συντηρούσε ο ευγενικός πόθος του να δει να ξεριζώνονται και οι τελευταίες αφορμές από τις οποίες ακόμη θα κινδύνευε να διαταραχθεί η ειρήνη της εκκλησίας.
Έτσι, στα τέλη περίπου του 330, πείστηκε στις εισηγήσεις του επισκόπου της Νικομήδειας και κάλεσε τον Άρειο να πάει στην αυλή· συναντήθηκε με τον Άρειο, τον ρώτησε αν δέχεται το σύμβολο της Νίκαιας, και όταν εκείνος απάντησε σχεδόν καταφατικά, του ζήτησε να δηλώσει γραπτώς την ομολογία της πίστης του. Ο Άρειος έσπευσε αμέσως να δώσει την ομολογία, με την οποία πράγματι έλεγε ότι πιστεύει σε ένα Θεό, πατέρα παντοκράτορα, και σε έναν Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, που γεννήθηκε από τον πατέρα πριν από όλους τους αιώνες· Θεόν λόγον που δημιούργησε τα πάντα, κλπ. Με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε κανείς να νομίσει ότι η ομολογία αυτή ήταν πλήρης, αλλά εξετάζοντάς την προσεκτικότερα, διαπίστωνε ότι έλειπε από αυτή ο όρος ότι ο Ιησούς Χριστός αποκαλούνταν ομοούσιος τω πατρί που ήταν θεμελιώδης όρος του συμβόλου που θεσπίστηκε στη Νίκαια. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν, όφειλε να απαιτήσει από τον Άρειο να προσθέσει την ουσιώδη εκείνη λέξη στην ομολογία του. Και όμως, δεν το έκανε. Δεν το έκανε γιατί θέλησε να κλείσει τα μάτια του σ΄ αυτή την έλλειψη; Ίσως. Η επιθυμία του να σταματήσει κάθε αφορμή φιλονικίας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε είχε τη διάθεση να θεωρήσει όλα τα άλλα που περιέχονταν στην ομολογία ότι ήταν αρκετά για τη βεβαίωση της θεότητας του Σωτήρα. Δεν απαίτησε να συμπληρωθεί η ομολογία γιατί δεν είχε προσέξει την έλλειψη και πράγματι ξεγελάστηκε; Ίσως. Ο Κωνσταντίνος δεν κατανοούσε όλη τη λεπτότητα αυτών των θεολογικών ζητημάτων· ομολογούσε μάλιστα τη γύρω από αυτά αναρμοδιότητά του.
Στο συγκεκριμένο δε ζήτημα τόσο περισσότερο μπορούσε να ξεγελαστεί, όσο άκουγε τη διαμαρτυρία πολλών από τους θερμότερους οπαδούς του Αρείου που του φώναζαν ότι με κείνη την ομολογία του πρόδωσε τις αρχές του. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο βασιλιάς αποδέχτηκε την ομολογία. Συγχώρησε τον Άρειο και φάνηκε από τότε διατεθειμένος να θεωρήσει παράλογους όλους όσοι δεν αρκούνταν στην ομολογία που είχε δώσει ο Άρειος.
Αλλά το πράγμα δεν τελείωσε με αυτή τη συμφιλίωση ανάμεσα στο βασιλιά και στον Άρειο. Ο Άρειος ήταν πρεσβύτερος της Αλεξάνδρειας και ήθελε εκεί να ξαναγυρίσει, εκεί να γίνει δεκτός. Στην Αλεξάνδρεια όμως, συνέβη γεγονός που εξαιτίας του θα ματαιώνονταν όλες οι ενέργειες οι σχετικές με τον Άρειο, οποιαδήποτε κι αν ήταν η παντοδυναμία του βασιλιά που υποστήριζε αυτές τις ενέργειες. Ο ηλικιωμένος επίσκοπος Αλέξανδρος είχε πεθάνει. Όταν διαδόθηκε ότι ήταν ετοιμοθάνατος εκείνος ο κυριότατος πρόμαχος της συνόδου στη Νίκαια, όλος ο κλήρος και όλοι οι πιο επίσημοι πιστοί της πόλης έτρεξαν κοντά του για να παραβρεθούν στην αποδημία προς τον ουρανό εκείνης της τόσο ιερής ψυχής. Βαθιά σιγή επικρατούσε γύρω από τον ετοιμοθάνατο, όταν ξαφνικά ακούστηκε ο γέροντας να ψιθυρίζει το όνομα του Αθανασίου. Οι γύρω του απόρησαν, γιατί ήξεραν ότι ο Αθανάσιος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε πάει για να διεκπεραιώσει μιαν αποστολή που του είχε αναθέσει ο επίσκοπος. Ένας άλλος λοιπόν ιερέας, Αθανάσιος και αυτός, πλησίασε και είπε: Εγώ είμαι, κύριε. Ο γέροντας όμως, δεν του απάντησε και συνέχισε να καλεί τον Αθανάσιο, προσθέτοντας κατόπιν: Αθανάσιε, νομίζεις ότι θα ξεφύγεις, αλλά δε θα ξεφύγεις.
Τότε όσοι βρίσκονταν εκεί κατάλαβαν τη σημασία της μυστηριώδους σκηνής. Κατάλαβαν ότι ο Αθανάσιος είχε καθυστερήσει να γυρίσει για να αποφύγει την επικίνδυνη τιμή του να αναγορευτεί διάδοχος εκείνου του γέροντα, και ότι ο Αλέξανδρος, σαν σε προφητικό όνειρο, του έλεγε ότι δε θα κατόρθωνε να ξεφύγει από τον δύσκολο αυτόν αγώνα. Η ε-επιθυμία του ετοιμοθάνατου Αλέξανδρου διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλη την πόλη και προξένησε βαθύτατη εντύπωση στο πλήθος των πιστών, αν και ήταν πολλοί στην πόλη οι φίλοι του Αρείου που έτρεφαν φοβερή αντιπάθεια προς τον Αθανάσιο. Έτσι, όταν, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, συγκεντρώθηκαν στην Αλεξάνδρεια οι 54 επίσκοποι της επαρχίας της Αιγύπτου για να αποφασίσουν σχετικά με την τοποθέτηση νέου επισκόπου στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας που χήρευσε, το αμέτρητο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην εκκλησία σαν από ένα στόμα και μια καρδιά φώναξε ότι θελει τον Αθανάσιο ως ποιμένα. Οι επίσκοποι δεν συμφωνούσαν, καθώς φαίνεται, ομόφωνα για το πρόσωπο του Αθανασίου, αλλά πιεζόμενοι από τον λαό και μην μπορώντας να αρνηθούν τις ποικίλες του αρετές, αναγκάστηκαν να αναγορεύσουν επίσκοπο τον Αθανάσιο, που εντωμεταξύ είχε επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και είχε χειροτονηθεί μέσα σε κοινή αγαλλίαση και επευφημίες.
Έτσι άρχισε ο Αθανάσιος την αρχιερατική του σταδιοδρομία, που επρόκειτο να διαρκέσει περίπου μισόν αιώνα μέσα σε παράδοξες δοκιμασίες και τροπές της τύχης. Από τη στιγμή αυτή ο Κωνσταντίνος παύει να είναι ο μόνος πρωταγωνιστής του ιστορικού αυτού δράματος εκείνων των χρόνων. Στη σκηνή ανεβαίνει άλλος άνδρας που έμελλε να αποδείξει ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, χειραγωγούμενες από τη μεγαλοφυία, είναι ικανές να νικήσουν όλες τις υλικές δυνάμεις του κόσμου.
Πράγματι, μόλις ο Αθανάσιος άρχισε να διεκπεραιώνει τα διάφορα καθήκοντα του αξιώματός του με τη θέρμη εκείνη που την κρατούσε ακοίμητη ο ενθουσιασμός της πίστης και η φλόγα της νεότητας, παίρνει επιστολή από τον επίσκοπο της Νικομήδειας Ευσέβιο, όπου ιστορούνταν όσα έγιναν ανάμεσα στον Άρειο και στο βασιλιά στην αυλή, αλλά και με την παράκληση να δεχτεί με καλή διάθεση τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Η επιστολή είχε συνταχθεί σε φιλικό τόνο και κείνος που την έφερε είχε αναλάβει το καθήκον να εξηγήσει στον ιεράρχη ότι θα ήταν φρόνιμο να δεχτεί τον Άρειο και ότι με αυτή την ενέργειά του θα ευχαριστήσει το βασιλιά. Ο Αθανάσιος διέκρινε αμέσως το νέο κίνδυνο που επισωρευόταν στον ορίζοντα της εκκλησίας· κατάλαβε ότι ο Άρειος δεν είχε καθόλου παραιτηθεί από τις αρχές του που απειλούσαν με ανατροπή τις βάσεις του χριστιανισμού και ότι, με την επάνοδό του στην Αλεξάνδρεια, θα φυσούσε τη στάχτη και θα φούντωνε η σπίθα, που ακόμη κρυφόκαιγε της διχόνοιας και της εξέγερσης. Έτσι, δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή να απορρίψει το αίτημα του επισκόπου της Νικομήδειας.
Τότε ήρθε επιστολή του ίδιου του αυτοκράτορα με παρόμοιο περιεχόμενο· αλλά το ίδιο άπρακτος έφυγε και αυτός που έφερε τη δεύτερη επιστολή. Ο Αθανάσιος απάντησε απλώς στον αυτοκράτορα ότι ζητάει πράγμα αδύνατο. Ο Κωνσταντίνος έστειλε και άλλη επιστολή με την οποία απειλούσε τον ιεράρχη ότι θα τον καθαιρέσει αμέσως και θα τον διώξει από την πόλη αν επιμείνει να μη δέχεται στους κόλπους της εκκλησίας όσους το ζητούν. Ο Αθανάσιος απάντησε πάλι ατάραχος ότι η εκκλησία του Χριστού δεν μπορεί να έχει τίποτα κοινό με την αίρεση που αφαιρεί από τον Χριστό τη θεία φύση του.
Έπραξε ορθά ή όχι ο Αθανάσιος επιμένοντας τόσο πολύ; αν θέλουμε να μη συζητάμε ατέλειωτα και μάταια γι’ αυτό το θέμα, πρέπει προηγουμένως να συμφωνήσουμε σε ορισμένες αρχές. Πρώτον, η χριστιανική πίστη δεν είναι φιλοσοφικό δόγμα, αλλά θρησκεία που αποκαλύφτηκε στους ανθρώπους από τον ίδιο το Θεό, που κατέβηκε από τους ουρανούς για τη σωτηρία μας και σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος. Δεύτερον, ότι το δόγμα του Αρείου προσπαθούσε, όπως είπαμε, να παραστήσει τον Ιησού όχι ως Θεό αλλά ως ον που μετέχει στη θεότητα, όπως άλλωστε όλοι οι άνθρωποι, και μάλιστα οι μεγαλοφυείς άνθρωποι μπορούν να θεωρηθούν ότι μετέχουν στη θεότητα. Τρίτον, ότι ο Άρειος και στην τελευταία του ομολογία παρέλειπε τον όρο εκείνον με τον οποίο η σύνοδος στη Νίκαια καθιέρωσε την ταυτότητα της φύσης και της ουσίας του Υιού προς τον Πατέρα. Δε συμφωνούν όλοι οι άνθρωποι με αυτές τις αρχές. Δεν αναφερόμαστε στους λεγόμενους φιλοσόφους, οι οποίοι, αποδοκιμάζοντας συστηματικά κάθε θρήσκευμα, περιπαίζουν φυσικά και τα δόγματα της χριστιανικής πίστης. Με αυτούς η συζήτηση σχετικά με τη διαγωγή του ιεράρχη της Αιγύπτου θα ήταν καθαρή ματαιοπονία. Αλλά υπάρχουν άλλοι άνδρες οι οποίοι, αν και ισχυρίζονται ότι σέβονται τις αρχές του Ευαγγελίου, θεωρούν ότι οι αρχές αυτές δεν αποκαλύφτηκαν στον κόσμο μας από τον ίδιο το Θεό. Θεωρούν, με άλλα λόγια, ότι ο ιδρυτής του χριστιανικού θρησκεύματος ήταν άνθρωπος, ο πιο μεγαλοφυής από τους ανθρώπους, αλλά πάντως άνθρωπος. Εννοείται ότι ούτε με αυτούς προσπαθούμε να συζητήσουμε σχετικά με τη συμπεριφορά του Αθανασίου· γιατί αυτοί, ασπαζόμενοι λίγο-πολύ την αίρεση του Αρείου, κατακρίνουν τον Αθανάσιο για παράλογη επιμονή και ακόρεστη φιλαρχία, και ειρωνεύονται τον χριστιανικό κόσμο ότι είναι δεισιδαίμονας και ότι ασχολείται με μάταια πράγματα — τον χριστιανικό κόσμο που συγκινήθηκε για μεγάλο διάστημα από εκείνες τις δοξασίες και ασπάστηκε την ορθοδοξία. Αλλά επιτέλους η χριστιανική πίστη που ανανέωσε την ανθρώπινη κοινωνία, που έδωσε τα περισσότερα από τα αγαθά του νεότερου πολιτιςμού, που ως σήμερα την πρεσβεύουν σε όλη την Ευρωπη, δεν είναι η χριστιανική πίστη όπως τη φαντάζονται αυτοί οι φιλόσοφοι, αλλά η χριστιανική πίστη όπως την όρισαν και τη θεσμοθέτησαν οι πατέρες της εκκλησίας και όπως την αποδέχτηκαν ως τώρα εκατομμύρια άνθρωποι. Πώς λοιπόν, είναι δυνατό να συζητήσουμε με άπιστους, που ξεκινούν από αρχές τελείως αντίθετες από τις δικές μας; Αυτοί διαμορφώνουν δική τους πίστη, που ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δε γέννησε κάτι γενναίο ως τώρα· ενώ εμείς μιλάμε για την πραγματική χριστιανική πίστη που υπάρχει επί περίπου δυο χιλιετίες, που οι καρποί της βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και η οποία ιδρύθηκε πάνω στην ακράδαντη βάση της θεότητας του Ιησού Χριστού. Και εφόσον τέθηκε μια φορά αυτή η βάση, σημαίνει αυτόματα ότι ο Άρειος την προσέβαλε αυτή τη βάση, ότι με τη νέα του ομολογία δεν είχε αρνηθεί την αίρεση, και ότι ο Αθανάσιος δεν μπορούσε να τον δεχτεί στην εκκλησία παρά μόνο αν διακινδύνευε την πρώτη και κυριότατη αρχή της.
Ο Κωνσταντίνος, όπως είπαμε, δεν καταλάβαινε όλη τη λεπτότητα των θρησκευτικών αυτών ζητημάτων. Επειδή όμως, είδε τον Αθανάσιο τόσο πολύ να επιμένει, υποψιάστηκε ότι ίσως είχε δίκιο, και με τη συνηθισμένη του μετριοπάθεια δε θέλησε να προχωρήσει προς το παρόν περαιτέρω. Ο δε Ευσέβιος της Νικομήδειας, γνωρίζοντας τη διάθεση αυτή του βασιλιά, αποφάσισε να συνεχίσει με πλάγιο τρόπο την εκτέλεση της θέλησής του. Ο επίσκοπος της μητρόπολης της Αντιόχειας είχε στην Ασία την πρωτοκαθεδρία που είχε ο Αθανάσιος στην Αίγυπτο, με τον οποίο ο επίσκοπος εκείνος, που ονομαζόταν Ευστάθιος, ήταν μαζί με άλλα εντελώς σύμφωνος. Καθαιρώντας λοιπόν, τον Ευστάθιο και αναπληρώνοντάς τον με δικό του φίλο, ο Ευσέβιος θα γινόταν παντοδύναμος στην Ασία και θα μπορούσε να προσβάλει την επιρροή του Αθανασίου. Γι’ αυτό και έστρεψε όλα τα βέλη του κατά του επισκόπου της Αντιόχειας, πήγε στη Συρία, συνεννοήθηκε με πολλούς αρχιερείς αυτής της χώρας, ετοίμασε διάφορες συκοφαντίες για την πίστη και την ίδια την ιδιωτική ζωή του Ευστάθιου και, συγκροτώντας σύνοδο στην Αντιόχεια, καταδίκασε και καθαίρεσε τον σεβαστό ιεράρχη αυτής της πόλης. Μάταια μερικοί από τους πιο χρηστούς επισκόπους αντιστάθηκαν στην άδικη αυτή απόφαση· μάταια ο πληθυσμός της Αντιόχειας, που αγαπούσε τον Ευστάθιο, πήρε τα όπλα και επιχείρησε να αντισταθεί στην εκτέλεση της απόφασης. Η μεν φωνή των αρχιερέων δεν εισακούστηκε, η δε διαδήλωση των κατοίκων της Αντιόχειας χαρακτηρίστηκε ως εξέγερση. Ο βασιλιάς, στον οποίο και η ελάχιστη υποψία για εξέγερση προκαλούσε κακή εντύπωση, έστειλε αμέσως έναν από τους κόμητες της αυλής, με την εντολή να επικυρώσει τις πράξεις της συνόδου. Όλοι υπέκυψαν στη βασιλική θέληση και πρώτος ο Ευστάθιος έδωσε το παράδειγμα της υποταγής, πηγαίνοντας ειρηνικά στην εξορία μαζί με πολλούς ιερείς του και διακόνους. Αλλά ο Κωνσταντίνος δεν αγαπούσε τις υπερβολές· συμφώνησε μεν ως ένα βαθμό με τον φίλο του επίσκοπο της Νικομήδειας, αλλά τελικά απέφυγε να διορίσει στο θρόνο της Αντιόχειας τον υποψήφιο επίσκοπο του Ευσέβιου και του Ευσέβιου της Καισάρειας, και ενέργησε να προχειριστεί επίσκοπος Αντιόχειας ο Ευφρόνιος.
Ο επίσκοπος της Νικομήδειας Ευσέβιος, πετυχαίνοντας έτσι ενμέρει τον σκοπό του και καταφέροντας το πλάγιο αυτό χτύπημα κατά του Αθανασίου, έμεινε, φαινομενικά τουλάχιστον, ήσυχος από τότε για λίγο, καθώς μάλιστα ο Κωνσταντίνος απασχολήθηκε εντωμεταξύ με διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις και άλλες σπουδαίες διαπραγματεύσεις. Ο βασιλιάς κατατρόπωσε το 332 τους Γότθους και τους Σαρμάτες· φρόντισε μάλιστα να διαδοθεί στους Γότθους ο χριστιανισμός, ενώ έφερε μέσα στο κράτος 300.000 Σαρμάτες που τους μοίρασε στην Ιταλία, στη Μοισία και στη Μακεδονία. Κατόπιν δέχτηκε στη νέα του πρωτεύουσα διάφορες πρεσβείες των εθνών της Ινδικής, της Αιθιοπίας, της Αρκτικής και του ίδιου του μεγάλου βασιλιά των Περσών Σαπώρ Β΄.
Το νέο αυτό περσικό βασίλειο είχε συγκρουστεί πολλές φορές, όπως είδαμε, με το ρωμαϊκό κράτος και έμελλε να συνεχίσει να είναι εχθρικό μαζί του. Και δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά, γιατί οι ηγεμόνες του, οι ονομαζόμενοι Σασσανίδες, αφού απέβαλαν και τα τελευταία ίχνη της ελληνικής επιρροής που σώζονταν ακόμα στις χώρες εκείνες στα χρόνια των προκατόχων τους Πάρθων βασιλιάδων, επιχείρησαν να ανανεώσουν ολοκληρωτικά τον βίο και το θρήσκευμα του αρχαίου, του πρώτου περσικού κράτους, που σήμαινε φυσικά ότι απαιτούσαν να ξαναπάρουν όλες τις χώρες της δυτικής Ασίας όσες παλιά ήταν υπό την κυριαρχία των Περσών και τώρα τις εξουσίαζαν οι Ρωμαίοι. Και αν στην αξίωση αυτή προσθέσουμε ότι το θρησκευτικό ζήτημα κατέληξε να εξογκωθεί πάρα πολύ στο ανατολικό κράτος και ότι εξαιτίας αυτής της εξόγκωσης προξενήθηκε φοβερή αντίθεση μεταξύ του χριστιανικού και του ζωροαστρικού δόγματος, εύκολα θα καταλάβουμε ότι οι αφορμές για πόλεμο κατάντησαν σχεδόν ασταμάτητες. Προς το παρόν όμως, επικρατούσε ειρήνη ανάμεσα στα δυο βασίλεια, και ο Κωνσταντίνος επωφελήθηκε από αυτή για να προστατεύσει όσο μπορούσε τους πολυάριθμους χριστιανούς που βρίσκονταν στην Περσία.
Γενικά το κράτος είχε αποκτήσει πάλι την παλιά του εξουσία. Για να καταλάβουμε δε τι πρόσφερε σ’ αυτό η πολεμική ικανότητα και η σύνεση του Κωνσταντίνου, αρκεί να θυμηθούμε ότι στα χρόνια των αμέσως προκατόχων του αδιάκοπες επιδρομές βαρβάρων, αναρχία και πολυαρχία απειλούσαν σχεδόν καθημερινά να διαλύσουν το μεγάλο εκείνο πολιτικό σώμα, ενώ τώρα, με τους αγώνες του Κωνσταντίνου, ταπεινώθηκαν οι εξωτερικοί εχθροί και ανορθώθηκε η εσωτερική ενότητα και ειρήνη.
Αλλά ενώ ο βασιλιάς ασχολούνταν με τα γενναία αυτά έργα, ο κακός του δαίμονας, ο επίσκοπος Νικομήδειας Ευσέβιος, του ετοίμαζε νέες δυσκολίες. Τι ήταν αυτό που διατηρούσε ακοίμητη την πονηριά και τη ραδιουργία αυτού του ανθρώπου, δεν είναι καθαρά γνωστό. Ήταν το πάθος του κατά του Αθανασίου: Ήταν η φιλία του προς τον Άρειο; Τα προσωπικά του συμφέροντα; Ίσως όλα αυτά μαζί δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Έτσι είχε αρχίσει πάλι να πολεμάει τον Αθανάσιο, αν όχι κατά μέτωπον, αλλά υποκινώντας μύριες δυσκολίες εις βάρος του. Στην Αίγυπτο υπήρχαν, εκτός από τους αρειανούς, και άλλες μικρότερης σημασίας αιρέσεις, ιδίως οι λεγόμενοι Μελετιανοί, που οι γύρω από τον Ευσέβιο τους μεταχειρίστηκαν τώρα ως όργανα ποικίλων συκοφαντιών κατά του Αθανασίου. Πράγματι, πριν από λίγο χρόνο διαδίδονταν παράδοξες και συχνά απίθανες κατηγορίες κατά του ιεράρχη για καταπίεση, για ιεροσυλία, για δολοφονία. Οι συκοφάντες τόλμησαν μάλιστα να υποβάλουν αυτές τις κατηγορίες στον ίδιο τον Κωνσταντίνο. Και ο μεν Αθανάσιος απέδειξε επανειλημμένα στο βασιλιά πόσο ανυπόστατες ήταν αυτές οι κατηγορίες, αλλά τελικά ο Κωνσταντίνος άρχισε φαίνεται να πιστεύει ως ένα βαθμό τα όσα διαδίδονταν, τόσο περισσότερο, όσο οι αντίπαλοι του ιεράρχη βεβαίωναν ότι ο Αθανάσιος συγκέντρωνε μεγάλους θησαυρούς και ότι με τους θησαυρούς αυτούς ετοιμάζει εξέγερση κατά της βασιλείας.
Ο Κωνσταντίνος, όπως είδαμε, ήταν πολύ ευαίσθητος όταν άκουγε ότι επιβουλεύονταν την εξουσία του· στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ο πολιτικός έπαρχος Φιλάγριος είχε γράψει πιθανότατα πολλές φορές κατά του Αθανασίου, δυσφορώντας για την έκταση της εξουσίας του και για την υπερβολική ευλάβεια που έτρεφαν προς το πρόσωπό του οι κάτοικοι της χώρας. Έτσι ο βασιλιάς δεν άκουσε με αδιαφορία όσα αποδίδονταν στον Αθανάσιο. Ο Ευσέβιος του πρότεινε να συγκροτηθεί σύνοδος όλων των αρχιερέων της Ανατολής, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, για να ξεκαθαρίσει την υπόθεση, και ο βασιλιάς δέχτηκε την πρότασή του. Τότε όλοι οι φίλοι του Ευσέβιου συγκεντρώθηκαν στην Καισαρεία. Αλλά ο Αθανάσιος, προβλέποντας ότι τον καλούσαν για να τον καταδικάσουν και όχι να τον δικάσουν, δεν πήγε στη σύνοδο αν και ο βασιλιάς τον είχε επανειλημμένα διατάξει. Εννοείται ότι αυτή η παρακοή σχολιάστηκε με κακεντρέχεια από τους αντιπάλους του Αθανασίου αυξάνοντας έτσι τις υποψίες του Κωνσταντίνου, που δεν χρησιμοποίησε μεν ακόμα βία εναντίον του αλλά, ορίζοντας νέα σύνοδο στην Τύρο για τον επόμενο χρόνο, παράγγειλε στον Αθανάσιο να παραβρεθεί, απειλώντας τον ότι θα τιμωρηθεί αυστηρότατα αν και πάλι δεν υπακούσει.
Η σύνοδος στην Τύρο συγκροτήθηκε το 335. Δεν παραβρέθηκε ο ίδιος ο βασιλιάς, αλλά έστειλε ως επίτροπό του έναν από τους ανώτατους αξιωματικούς του, τον κόμητα Διονύσιο, με πλήρη εξουσιοδότηση να φέρει οπωσδήποτε στη σύνοδο τους κατηγορούμενους ή να τους εξορίσει, κάνοντας γνωστό έτσι ότι δεν επιτρεπόταν σε κανένα «να είναι αντίθετος στις διαταγές που είχε δώσει ο αυτοκράτορας για να βρεθεί η αλήθεια». Οι διαταγές αυτές, μαζί με τον τρόπο που συγκροτήθηκε η σύνοδος, δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για την τύχη που περίμενε τον Αθανάσιο. Γιατί, δεν είχαν κληθεί να παραστούν όλοι οι επίσκοποι της Ανατολής, αλλά μόνο εκείνοι που θέλησαν οι γύρω από τον Ευσέβιο, περίπου εξήντα, που ήταν οι περισσότεροί τους πρόθυμοι να καταδικάσουν τον Αθανάσιο χωρίς να τον κρίνουν. Ο επίσκοπος λοιπόν, της Αλεξάνδρειας είχε πάρα πολύ σοβαρό λόγο να μην πάει σε ένα τέτοιο δικαστήριο, που δεν ήταν ούτε οικουμενική σύνοδος ούτε τοπική. Οι διαταγές όμως, του αυτοκράτορα ήταν οριστικές· αν αντιστεκόταν σ’ αυτές, θα έδειχνε ότι στασίαζε, και αυτό μπορούσε να εξεγείρει τις συνειδήσεις σε πολλούς από τους πιο πιστούς φίλους του. Εκτός από αυτό, έναν από τους ιερείς του τον είχαν πάει δέσμιο στην Τύρο, κι έτσι ο Αθανάσιος δέχτηκε τελικά να πάει σε κείνη την πόλη για να τον προστατεύσει και να συμμεριστεί τον κίνδυνο μαζί του.
Αλλά δεν πήγε μόνος του. Από τους επισκόπους της Αιγύπτου δεν είχαν προσκληθεί παρά μόνο οι Μελετιανοί. Και ο Αθανάσιος μπήκε στην Τύρο συνοδευόμενος από όλους τους υπόλοιπους ορθόδοξους επισκόπους, που ήταν περίπου πενήντα, και ανάμεσά τους ήταν και μερικοί γέροντες ποιμενάρχες που έφεραν ακόμη τα σημάδια από τους φοβερούς βασανισμούς που είχαν υποστεί στον τελευταίο διωγμό κατά της χριστιανικής πίστης. Με την άφιξή τους οι γύρω από τον Ευσέβιο καταταράχτηκαν. Δεν τόλμησαν βέβαια να τους αρνηθούν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στη σύνοδο, αλλά επινόησαν αμέσως μιαν άλλη ενέργεια με την οποία έλπισαν να λυγίσουν τους φίλους του Αθανασίου. Συμφώνησαν λοιπόν, με τον κόμητα Διονύσιο, και επωφελούμενοι από τη μικρή πλειοψηφία που είχαν στη σύνοδο, ο ιεράρχης της Αιγύπτου να σταθεί όρθιος μπροστά στους δικαστές του. Αυτό προξένησε φοβερή ταραχή και πολλούς διαπληκτισμούς ανάμεσα στις δυο μερίδες με συνέπεια να διαλυθεί άπρακτη η πρώτη συνεδρίαση.
Τελικά όμως, η δίκη άρχισε. Ο Αθανάσιος στάθηκε μπροστά στους δικαστές του, αλλά αφού διαμαρτυρήθηκε επίσημα για την παράνομη συγκρότηση της συνόδου και τη φανερή μερόληψία της. Κατόπιν, ανασκεύασε μία προς μία όλες τις εναντίον του πολυάριθμες και ποικίλες συκοφαντίες με τέτοια ακαταμάχητα επιχειρήματα και αποδείξεις, ώστε έφερε σε αληθινή αμηχανία τους αντιπάλους του. Τότε σοφίστηκαν να στείλουν στην Αίγυπτο μιαν επιτροπή για να συμπληρώσει δήθεν την ανάκριση, και βέβαια φρόντισαν η επιτροπή αυτή να αποτελείται ολοκληρωτικά από επισκόπους της ίδιας μερίδας, και μάλιστα από κείνους που ο Αθανάσιος είχε ζητήσει, ονομάζοντάς τους, να εξαιρεθούν, επειδή είχαν αποδείξει ύπουλα στη σύνοδο της Νίκαιας ότι συμφωνούσαν με τις απόψεις του Αρείου. Ο ιεράρχης της Αιγύπτου διαμαρτυρήθηκε και πάλι. Οι πιο σοφοί και οι πιο ευλαβείς από τους επισκόπους αγωνίστηκαν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν αυτό το σκάνδαλο. Αλλά οι γύρω από τον Ευσέβιο της Νικομήδειας, έχοντας την πλειοψηφία, αποφάσισαν εντούτοις να προχωρήσουν και έστειλαν την επιτροπή που είχαν κατασκευάσει. Ο Αθανάσιος, βλέποντας τόσο αδιάντροπα να περιϋβρίζεται και η αλήθεια της πίστης και η αξιοπρέπεια της ιερωσύνης, θεώρησε περιττό να περιμένει τη συμπλήρωση του ανομήματος, και λίγες ημέρες μετά την αναχώρηση της επιτροπής, διαδόθηκε ξαφνικά στην Τύρο ότι έφυγε νύχτα από εκείνη την πόλη.
Πέρασαν από τότε μερικές εβδομάδες. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, επιστρέφοντας από κάποια σύντομη περιοδεία, έμπαινε στην Κωνσταντινούπολη, όταν, τη στιγμή που περνούσε την πύλη της πρωτεύουσας, είδε έναν άνθρωπο να ορμάει μπροστά του, να βάζει τα χέρια του στα χαλινάρια του αλόγου και να ζητάει δικαιοσύνη. Ο βασιλιάς ταράχτηκε κάπως, καθώς δεν αναγνώρισε αμέσως τον Αθανάσιο· γιατί αυτός ήταν, που αποφάσισε, ερχόμενος κρυφά στη βασιλεύουσα, να επικαλεστεί την προστασία του υπέρτατου άρχοντα κατά της αδικίας που του γινόταν. Ο Κωνσταντίνος δυσαρεστήθηκε από την πολλή αυτή τόλμη και προχώρησε χωρίς να απαντήσει· και μόνο μετά από μερικές ημέρες, υποχωρώντας στις επίμονες αιτήσεις του Αθανασίου και στις προτροπες πολλών από το περιβάλλον του συγκατατέθηκε να ακούσει τον ιεράρχη. Είχε όμως, πολύ κακές διαθέσεις απέναντί του. Μερικές από τις κατηγορίες εναντίον του είχαν προξενήσει εντύπωση στο βασιλιά, ιδίως η εξέγερση κατά της βασιλείας που δήθεν μελετούσε ο Αθανάσιος, την οποία ενίσχυε η επανειλημμένη παρακοή του στις βασιλικές διαταγές και η τελευταία απόδρασή του από την Τύρο. Να προσθέσουμε ότι ο Κωνσταντίνος πριν από λίγο είχε παραγγείλει σ’ αυτή τη σύνοδο να πάει, όπως ήταν συγκροτημένη, στα Ιεροσόλυμα για να τελέσει με μεγαλοπρέπεια τα εγκαίνια του ναού που είχε ανεγερθεί πάνω στον τάφο του Σωτήρα, και ότι πολλά προσδοκούσε από τη φήμη εκείνης της τελετής. Έτσι αγανάκτησε και γι’ αυτό το λόγο, ακούγοντας να δυσφημείται η σύνοδος στην Τύρο.
Αρχικά λοιπόν, δέχτηκε πολύ ψυχρά τον Αθανάσιο, τον διέκοψε συχνά ενώ απολογούνταν και τον απείλησε να τον διώξει από την αυλή. Αλλά αν ο Κωνσταντίνος εύκολα ξεγελιόταν όταν υποψιαζόταν και την ελάχιστη προδοσία κατά της εξουσίας του, εύκολα όμως, μπορούσε να τον μεταπείθει κανείς όταν επικαλούνταν τη χριστιανική του συνείδηση. Έτσι, όταν τελικά ο Αθανάσιος ανέκραξε «δικάσει Κύριος ανά μέσον εμού και σου!» ο βασιλιάς θεώρησε ότι δεν μπορούσε να μην κάνει κάτι για την υπόθεση. Έστειλε λοιπόν, επιστολή προς τη σύνοδο, με την οποία ούτε κατέκρινε ούτε δικαίωνε κανέναν, προσκαλώντας τους επισκόπους να εξηγήσουν μπροστά του το αίτιο της διαφοράς.
Όταν όμως έφτασε η επιστολή στην Τύρο, τα πράγματα είχαν προχωρήσει πολύ. Μετά τη φυγή του Αθανασίου, οι γύρω από τον Ευσέβιο θεώρησαν ότι είναι περιττό να περιμένουν την επάνοδο της ανακριτικής επιτροπής και ότι έχουν δικαίωμα να τον καταδικάσουν ερήμην. Όταν έβγαλαν αυτή την απόφαση, πορεύτηκαν, σε μεγάλη πομπή, σύμφωνα με τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, προς τα Ιεροσόλυμα και εγκαινίασαν εκεί το ναό της Ανάστασης. Ενώ γίνονταν οι λαμπρές αυτές τελετές, έφτασε από την Αίγυπτο η επιτροπή που είχε στείλει η σύνοδος εκεί προηγουμένως.
Η επιτροπή αυτή έπραξε σύμφωνα με την εντολή που είχε πάρει, ό,τι μπορούσε δηλαδή, για να βρει ένοχο οπωσδήποτε τον Αθανάσιο. Ο βασιλικός έπαρχος της Αιγύπτου, που μισούσε τον ιεράρχη γιατί νόμιζε ότι επισκίαζε την πολιτική του εξουσία, διευκόλυνε με κάθε τρόπο τους επιτρόπους. Όλοι οι ορθόδοξοι μάρτυρες εξαιρέθηκαν, και στη θέση τους έγιναν δεκτοί Εβραίοι και ειδωλολάτρες· αλλά για να αναγκάσουν και αυτούς τους μάρτυρες να κατηγορήσουν τον Αθανάσιο, μεταχειρίστηκαν απειλές και υποσχέσεις. Το κατηγορητήριο που βγήκε από αυτού του είδους την ανάκριση ήταν τελικά τόσο αντιφατικό και άμορφο, ώστε ο γραμματέας διατάχτηκε να μην το κοινοποιήσει σε κανέναν. Οι φίλοι όμως, του Αθανασίου κατάφεραν να πληροφορηθούν το περιεχόμενό του. Τρεις διαμαρτυρίες αυτών των φίλων του Αθανασίου, που διασώθηκαν ως εμάς στις Απολογίες του Αθανασίου, βεβαιώνουν όλες τις αλλόκοτες εκείνες παρανομίες. Τις διαμαρτυρίες αυτές τις είχαν στείλει στα μέλη της επιτροπής, στη σύνοδο της Τύρου και στον βασιλικό έπαρχο της Αιγύπτου. Η σύνοδος όμως, δε συγκινήθηκε από αυτές τις διαμαρτυρίες. Ο Αθανάσιος, όπως είπαμε, είχε καταδικαστεί ερήμην, αλλά όταν επέστρεψε η επιστροπή θεωρήθηκε καλό να επικυρωθεί η απόφαση και να γίνει ακόμη πιο αυστηρή. Έτσι η σύνοδος, αφού παραδέχτηκε ως αναμφισβήτητα όσα περιλάμβανε το κατηγορητήριο, καθαίρεσε τον Αθανάσιο και κήρυξε σε χηρεία τον αρχιερατικό θρόνο της Αλεξάνδρειας. Αμέσως κατόπιν ψήφισε ότι ο Άρειος είναι αποδεκτός στους κόλπους της εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό οι γύρω από τον Ευσέβιο εξέτασαν τη γνωστή εκείνη ομολογία της πίστης, βεβαίωσαν ότι είναι σε όλα τα σημεία της σύμφωνη με τα δόγματα που καθιέρωσε η σύνοδος της Νίκαιας και κάλεσαν όλους τους πιστούς να αποδεχτούν και να αγκαλιάσουν αυτούς τους αιρετικούς ως αδελφούς.
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν έφτασε απροσδόκητα στη σύνοδο η επιστολή με την οποία ο Κωνσταντίνος, ύστερα από την επίμονη αίτηση του Αθανασίου, προσκαλούσε τους επισκόπους να πάνε στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσουν μπροστά του πάλι την υπόθεση, που αυτοί τη θεωρούσαν ότι είχε κλείσει τελεσίδικα. Εννοείται ότι αυτό δε συνέφερε καθόλου στους γύρω από τον Ευσέβιο. Αποφάσισαν λοιπόν, με ένα τολμηρό τέχνασμα να αποφύγουν την ανατροπή όσων είχαν γίνει. Παραβαίνοντας τη ρητή διαταγή του αυτοκράτορα, η οποία επανειλημμένα τους έλεγε ότι οφείλουν όλοι να πάνε στη βασιλεύουσα, κήρυξαν τη σύνοδο διαλυμένη, είπαν στους επισκόπους να πάνε στις επαρχίες τους και έστειλαν στο βασιλιά μιαν απλή επιτροπή που αποτελούνταν από τους πιο φανατικούς εχθρούς του Αθανασίου. Και δεν αρκέστηκαν σ’ αυτό, αλλά συμφώνησαν μεταξύ τους, αντί να κατηγορήσουν τον Αθανάσιο για ασέβεια και καταχρήσεις, να τον παραστήσουν ως ένοχο εσχάτης προδοσίας και ιδιαίτερα ότι αγωνίστηκε να παρεμποδίσει την αποστολή του σιταριού από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη, με το οποίο διατρεφόταν με δημόσια δαπάνη ο άνεργος πληθυσμός της νέας πρωτεύουσας.
Το τέχνασμα ήταν πάρα πολύ επιδέξιο, γιατί ο λαός της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν σε αναταραχή όσες φορές αργούσαν να φτάσουν οι τροφές, και ο βασιλιάς ακόμα πιο εύκολα πίστευε κάθε απειλή κατά της εξουσίας του. Και πράγματι οργίστηκε εξαιρετικά τώρα· αρνήθηκε να ακούσει τη νέα απολογία του Αθανασίου και τον εξόρισε στην Αυγούστα των Τρηβιρών, μια πόλη της Γαλλίας. Αλλά αυτή ήταν μια προσωρινή αντίδρασή του, γιατί ύστερα από λίγο συνήλθε και ξαναβρήκε τη χαρακτηριστική σύνεσή του. Δε θέλησε λοιπόν, να ξαναζωντανέψει το σχίσμα στην εκκλησία κλείνοντας τη θύρα σε κάθε ελπίδα για ειρήνευση και δε θεώρησε φρόνιμο να επικυρώσει τα όσα αποφασίστηκαν από τη σύνοδο της Τύρου με το να κηρύξει σε χηρεία το θρόνο της Αλεξάνδρειας.
Ο Αθανάσιος έφυγε για την Αυγούστα των Τρηβιρών στην αρχή του χειμώνα του 336. Αλλά ήταν τέτοια η φήμη του άνδρα και ο σεβασμός που ενέπνεε ο ακλόνητος εκείνος πρόμαχος της ορθοδοξίας, ώστε η απομάκρυνσή του αυτή έμοιαζε περισσότερο με θρίαμβο παρά με εξορία. Ο επίσκοπος των Τρηβιρών τον δέχτηκε ως φίλο και φιλοξενούμενο και όχι ως κατάδικο· ακόμα και ο ίδιος ο μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα, ο συνονόματος του πατέρα του Κωνσταντίνος, που κυβερνούσε τη Γαλατία και η έδρα του ήταν στην πόλη των Τρηβιρών, επισκέφτηκε με σεβασμό τον εξόριστο.
Και ενώ ο καταδικασμένος Αθανάσιος είχε τέτοια υποδοχή στη Δύση, ο Άρειος που είχε βγει νικητής στην Ανατολή θέλησε τελικά, συνοδευόμενος από τους φίλους του, να επισκεφτεί τη γενέτειρά του. Αλλά παρ’ όλο που είχε σύμμαχό του τη δημόσια δύναμη και μερικούς οπαδούς ανάμεσα στον όχλο, τον μισούσαν τόσο πολύ οι ορθόδοξοι ώστε η παρουσία του προκαλούσε στην Αλεξάνδρεια καθημερινές αναταραχές και διενέξεις. Βλέποντας αυτή την κατάσταση οι φίλοι του Αρείου και του Ευσέβιου, και με τον φόβο μήπως ο αυτοκράτορας, μαθαίνοντας όσα γίνονταν, αγανακτήσει τελικά κατά των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι επί περίπου δυο χρόνια τόσες δυσκολίες του είχαν προκαλέσει, αποφάσισαν να σωθούν με ένα τελευταίο τόλμημα.
Έτσι, με την πρόφαση κάποιας φιλονικίας που είχε γεννηθεί πάλι σχετικά με την Αγία Τριάδα μεταξύ του ορθόδοξου επισκόπου της Άγκυρας και ενός αρειανού, οι επίσκοποι που ακόμα βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της ζήτησαν και πήραν την άδεια να συγκροτήσουν σύνοδο για να κρίνουν αυτή την υπόθεση. Και επειδή ο επίσκοπος της Άγκυρας ήταν φίλος του Αθανασίου τον καταδίκασαν χωρίς καμιά συζήτηση. Ύστερα, συζητώντας το κύριο θέμα, αποφάσισαν να φέρουν τον Άρειο στην Κωνσταντινούπολη και να τον δεχτούν επίσημα στην Αγία Τράπεζα, με τη σύμφωνη γνώμη του ίδιου του Κωνσταντίνου, ελπίζοντας δικαιολογημένα ότι ο βασιλιάς θα αναγκαζόταν έτσι να προστατεύσει τον Άρειο σε όλη του τη ζωή. Ο βασιλιάς από την πλευρά του συμφώνησε με αυτή την ενέργειά τους για να απομακρύνει τον Άρειο από την Αλεξάνδρεια όπου η παρουσία του δημιουργούσε, όπως είδαμε, ασταμάτητα σκάνδαλα.
Ο Άρειος λοιπόν, έσπευσε να έρθει στην πρωτεύουσα και ζήτησε αμέσως να κοινωνήσει. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο χρειαζόταν η συναίνεση του επισκόπου της Κωνσταντινούπολης. Ο επίσκοπος αυτός, που ονομαζόταν Αλέξανδρος, αν και γέρος και ήρεμος και χωρίς να ξεχωρίζει για την ικανότητά του, ήταν όμως, πιστός στα δόγματα της εκκλησίας, απάντησε ότι τον Άρειο τον είχε αποκλείσει από την εκκλησία η οικουμενική σύνοδος και ότι δεν επιτρεπόταν σε λίγους να ανατρέπουν αυτά που είχαν θεσπιστεί από όλους. Μάταια τον παρακάλεσαν και τον απείλησαν. Ο αγαθός Αλέξανδρος επέμενε στην άρνησή του και συμφωνούσαν μαζί του, καθώς φαίνεται, οι περισσότεροι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης. Αναγκάστηκαν λοιπόν, να αναφέρουν το γεγονός στο βασιλιά, ο οποίος βρέθηκε σε θλιβερή αμηχανία. Ο Κωνσταντίνος, αν και παρασυρόταν από τους φίλους του Ευσέβιου, ποτέ δε συμμερίστηκε, όπως είδαμε, όλες τους τις ενέργειες. Η αντίσταση ενός άνδρα ειρηνικού και ειλικρινά αφοσιωμένου στην πολιτεία, τον έβαλε σε νέες σκέψεις, και μην ξέροντας πώς να απαλλαγεί από αυτή τη δύσκολη θέση, κάλεσε πάλι τον Άρειο μπροστά του.
Όταν ο Άρειος πήγε στον αυτοκράτορα, εκείνος του είπε: «Μπορώ να βασιστώ στο λόγο σου; Πρεσβεύεις πράγματι στ’ αλήθεια το δόγμα της ορθόδοξης πίστης;» Και όταν ο Άρειος επανέλαβε τη γνωστή ομολογία, που από την αρχή ο βασιλιάς τη θεωρούσε ως σοβαρή, του είπε πάλι: «Μήπως πρεσβεύεις καμιάν άλλη πλάνη: Μήπως διατηρείς καμιάν από τις αιρετικές απόψεις από κείνες που διατύπωσες άλλοτε στην Αλεξάνδρεια; Ορκίζεσαι μπροστά στο Θεό ότι έχεις αρνηθεί κάθε βλασφημία κατά του Κυρίου μας;» Ο Άρειος ορκίστηκε αδίσταχτα, και ο βασιλιάς τελικά του είπε: «Πήγαινε λοιπόν, και αν η πίστη σου είναι καλή, καλός ας είναι και ο όρκος που έδωσες· αν η πίστη σου είναι ασεβής, ο Θεός θα τιμωρήσει τον επίορκο».
Τότε ο Κωνσταντίνος, θεωρώντας ότι εξασφάλισε τη συνείδησή του, κάλεσε τον επίσκοπο της Κωνσταντινούπολης και του παράγγειλε να δώσει χωρίς αντιρρήσεις την επομένη, που ήταν Κυριακή, τη θεία μετάληψη στον Άρειο. Ο ηλικιωμένος Αλέξανδρος, στον οποίο ο βασιλιάς δεν επέτρεψε ούτε να απαντήσει, έφυγε κατατρομαγμένος και πήγε στην πιο κοντινή εκκλησία· εκεί, δακρύζοντας, επικαλέστηκε τη βοήθεια του Υψίστου στη φοβερή αυτή περίσταση.
Λίγες στιγμές αργότερα έβγαινε από τα ανάκτορα ο Άρειος, θριαμβευτικά και συνοδευόμενος από πολλούς φίλους του, προς τους οποίους μιλούσε με δυνατή φωνή. Αλλά ενώ περνούσε έτσι από τους δρόμους της πόλης, τον έπιασε ξαφνικά κατεπείγουσα ανάγκη και κατέφυγε σε κάποιο κατάλληλο μέρος για να ανακουφιστεί. Αργούσε όμως, να γυρίσει και ο υπηρέτης του ανησύχησε· άνοιξε τη θυρα και, ω του θαύματος, βρήκε τον ηγέτη της αίρεσης να έχει πέσει στο έδαφος με ανοιγμένο το σώμα του! Η αναγγελία του γεγονότος αυτού, καθώς διαδόθηκε αστραπιαία σε όλη την πόλη, προκάλεσε καταπληκτική εντύπωση. Οι περισσότεροι θεώρησαν τον απαίσιο αυτό θάνατο «ως σημάδι θείας δίκης· οι λιγότερο ενθουσιώδεις απέδιδαν το θάνατο στην ξαφνική έκρηξη από την υπερβολική χαρά και την υπεροψία που επί χρόνια ήταν καταπιεσμένη μέσα του. Και κάποιοι ψιθύριζαν ότι ο Άρειος είχε πέσει θύμα δολοφονίας ή μαγείας.
Αλλά προπάντων ταράχτηκε ο Κωνσταντίνος. Το ηθικό του έγινε από τότε αξιοθρήνητο. Είχε ελπίσει να εξαφανίσει κάθε αφορμή θρησκευτικής φιλονικίας και ήδη έβλεπε τη θρησκευτική φιλονικία να οξύνεται όσο ποτέ άλλοτε. Είχε αγωνιστεί να εξασφαλίσει την ορθοδοξία και τώρα είχε καταντήσει να έχει έρθει σε ρήξη με τους κυριότερους προμάχους της ορθοδοξίας. Είχε κάνει τόσες θυσίες υπέρ του Αρείου, και τώρα ο Άρειος φαινόταν να έχει καταδικαστεί από την Πρόνοια. Ούτε μπορούσε ο Κωνσταντίνος να οπισθοχωρήσει και να φέρει τον Αθανάσιο από την εξορία, γιατί αν έκανε κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τους ανθρώπους της συνόδου στην Τύρο, που παρίσταναν ότι είναι πιστοί φίλοι του. Δυσαρέσκεια και θλίψη γέμισαν την ψυχή του και τη βασάνιζαν τόσο περισσότερο, καθώς είχε να αντιμετωπίσει και άλλες οδυνηρές φροντίδες.
Ο Κωνσταντίνος είχε τρεις γιους. Οι γιοι αυτοί δε συμφωνούσαν μεταξύ τους και ήταν φανερό πως, όταν θα έφευγε από ανάμεσά τους το στιβαρό χέρι του πατέρα τους, θα έρχονταν σε ρήξη για την υπέρτατη εξουσία. Κανείς από αυτούς δεν είχε την απαιτούμενη ικανότητα για να διατηρήσει την ενότητα του κράτους. Εκτός από αυτούς υπήρχαν και δυο ανιψιοί του βασιλιά, ο Δαλμάτιος και ο Αννιβαλιανός, γιοι του Αννιβαλιανού που ήταν ετεροθαλής αδελφός του Κωνσταντίνου, οι οποίοι, καθώς είχαν διακριθεί ήδη στους πολέμους και ο στρατός τούς εκτιμούσε πολύ περισσότερο από ό,τι τους γιους του Κωνσταντίνου, δύσκολα θα υπέκυπταν στους νόμιμους αλλά αδύναμους διαδόχους της εξουσίας.
Ο βασιλιάς τα έβλεπε όλα αυτά και έλιωνε προαισθανόμενος τις συμφορές που θα έρχονταν. Τελικά, μη βλέποντας πώς αλλιώς να προλάβει την εμφύλια σύγκρουση, αποφάσισε το 336 να μοιράσει προκαταβολικά το κράτος στους γιους και στους ανιψιούς του. Έτσι, στο μεγαλύτερο γιο, τον Κωνσταντίνο, έδωσε όλες τις πέρα από τις Άλπεις επαρχίες, τη Γαλατία, την Ισπανία, τη Βρετανία. Στο νεότερο, τον Κώνσταντα, ανέθεσε τις χώρες που βρίσκονταν στη μέση του κράτους, την Ιταλία, την Ιλλυρία, την Αφρική. Στον δευτερότοκο, τον Κωνστάντιο, που τον αγαπούσε περισσότερο από όλους, άφησε την Ανατολή, δηλαδή τη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο. Στους ανιψιούς έδωσε μερικά τμήματα του κράτους, κάνοντας τον Δαλμάτιο ηγεμόνα της Θράκης, της Μακεδονίας και της Αχαΐας, και τον Αννιβαλιανό ηγεμόνα της Αρμενίας και του Πόντου.
Με τον τρόπο αυτόν κατέστρεψε με το ίδιο του το χέρι την ενότητα του κράτους για την οποία δεν είχε λίγο αγωνιστεί, όπως νωρίτερα είχε καταλύσει την ενότητα της εκκλησίας που τόσο πολύ την πόθησε σε όλη του τη ζωή, και ετοιμάστηκε να πεθάνει. Γιατί, αν και έδειχνε γεμάτος υγεία, δεν έπαψε να σκέφτεται το θάνατό του. Κατασκεύασε λοιπόν, τον τάφο του μέσα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, ανάμεσα σε δώδεκα θήκες που τοποθετήθηκαν εκεί στη μνήμη των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Όταν έγιναν τα εγκαίνια και της εκκλησίας και του μνημείου αυτού, εκφωνήθηκαν πολλοί πανηγυρικοί λόγοι, οι οποίοι φαίνεται πως ήχησαν άσχημα στ’ αυτιά του Κωνσταντίνου. Ο Ευσέβιος της Kαισάρειας τουλάχιστον βεβαιώνει ότι, επειδή ένας από κείνους τους λειτουργούς τόλμησε να τον αποκαλέσει μπροστά του μακάριο, «γιατί είναι βέβαιο ότι αφού σ’ αυτή τη ζωή είναι καταξιωμένος για την αυτοκρατορική βασιλεία, και στο μέλλον θα συμβασιλεύσει με τον υιό του Θεού», ο βασιλιάς αγανάκτησε και διακόπτοντας τον ομιλητή τον συμβούλευσε να μην τολμάει να λέει τέτοια πράγματα, «αλλά περισσότερο να εύχεται γι’ αυτόν, και στο παρόν και στο μέλλον να φανεί άξιος δούλος του Θεού».
Με αυτές τις μελαγχολικές ασχολίες πέρασε όλο το 336, όταν, στις αρχές του επόμενου χρόνου, μια ξαφνική επιδρομή του βασιλιά των Περσών στη Μεσοποταμία ζωντάνεψε για λίγο την ψυχή του Κωνσταντίνου που βρισκόταν σε λήθαργο. Ο βασιλιάς έσπευσε να ετοιμάσει μεγάλο στρατό, και οι Πέρσες, που έλπιζαν να τον βρουν απροετοίμαστο, πληροφορήθηκαν αντίθετα ότι έρχεται εναντίον τους σε λίγο, και μετανιώνοντας έστειλαν πρέσβεις ζητώντας ειρήνη. Ο Κωνσταντίνος, που, για να πούμε την αλήθεια, δεν αγαπούσε πια τον πόλεμο, υποδέχτηκε ευχαρίστως αυτούς τους πρέσβεις. Ενώ όμως, διαπραγματευόταν μαζί τους, λίγες ημέρες μετά το Πάσχα του 337, αισθάνθηκε μια μικρή ενόχληση. Οι γιατροί τον συμβούλευσαν να πάει στα θερμά λουτρά της Ελενόπολης στη Βιθυνία, δηλαδή στο αρχαίο Δρέπανο, που του είχε δώσει το όνομα της μητέρας του. Αλλά όταν έφτασε σ' αυτή την πόλη, η αρρώστια είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε δεν μπόρεσε να ωφεληθεί από αυτά τα λουτρά. Έτσι, βλέποντας όλο και περισσότερο να τον πλησιάζει ο θάνατος, πήγε στην εκκλησία και, αφού προσκύνησε, εξομολογήθηκε με δυνατή φωνή τα αμαρτήματά του. Ύστερα ζήτησε να αξιωθεί όλων των ευχών που απαιτούνταν για να μυηθεί στα άγια μυστήρια. Γιατί, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ευσέβιου της Καισάρειας, δεν επιτρέπεται καμιά αμφιβολία, ότι ο Κωνσταντίνος, αν και τόσο πολύ συντέλεσε στο θρίαμβο της χριστιανικής πίστης, αν και αναμείχθηκε στη διοίκησή της, αν και πήρε μέρος στις σπουδαιότερες συζητήσεις της, ως τις τελευταίες στιγμές της ζωής του ούτε είχε βαφτιστεί ούτε είχε καταταχτεί ανάμεσα στους κατηχούμενους.
Ας μη φανεί παράδοξο αυτό. Κάτι τέτοιο συνέβαινε συχνά κατά τους αρχαιότερους αυτούς χρόνους της εκκλησίας, όπου επικρατούσε πολλή ανωμαλία σχετικά με την αποδοχή των κατηχουμένων στους κόλπους της. Η εκκλησία καταδίκαζε μεν την αργοπορημένη και λίγο πριν από την ώρα του θανάτου, θα λέγαμε, τελετή του βαφτίσματος. Αλλά αισθανόμενη την αδυναμία της η εκκλησία και τις δυσχέρειες που την περιστοίχιζαν, ανεχόταν μια τέτοια αναβολή, και πολύ πιο φυσικό βέβαια ήταν να επιτρέψει αυτή τη βάφτιση στον παντοδύναμο ηγεμόνα που τόσα του όφειλε. Ο Κωνσταντίνος, καθώς προαισθανόταν ότι βρισκόταν στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, αποφάσισε να δεχτεί το βάφτισμα. Τον μετέφεραν από την Ελενόπόλη, όπου δεν υπήρχε κατάλληλο κατάλυμα, στα ανάκτορα κοντά στη Νικομήδεια, και εκεί κάλεσε αμέσως τους επισκόπους της επαρχίας, και τους είπε τα εξής:
Να η στιγμή που περίμενα εγώ που από παλιά διψούσα και ευχόμουν να βρω τη σωτηρία που δίνει ο Θεός· είναι η ώρα για να απολαύσω τη σφραγίδα (το βάφτισμα) που σε κάνει αθάνατο, η ώρα να γευτώ το σωτήριο σφράγισμα. Είχα στο νουμου αυτό να γίνει κάποτε στα νερά του Ιορδάνη ποταμού, όπου και ο Σωτήρας βαφτίστηκε, καθώς αναφέρεται. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Θεός το συμφέρον, αυτό απαιτεί και από μένα. Και γι’ αυτό να μην αμφιβάλλει κανείς. Και αν ο κύριος της ζωής και του θανάτου θέλει να ζήσω εδώ, και από εδώ και πέρα να περιλαμβάνομαι στον λαό του (τους χριστιανούς) και μαζί με όλους να προσεύχομαι στις εκκλησίες και να κοινωνήσω, θα ακολουθήσω τους θεσμούς του Θεού.
Τότε τελέστηκαν όσα απαιτούσε η εκκλησία. Κατόπιν ο βασιλιάς δε θέλησε να φορέσει την πορφύρα, αλλά έμεινε με το λευκό ένδυμα του κατηχούμενου. Και καθώς ξεχείλιζε από ευχαρίστηση, ακούστηκε να λέει: νυν αληθεί λόγω μακάριον οίδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάνθαι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα (τώρα με τον λόγο της αλήθειας γνώρισα τη μακαριότητα, τώρα έχω έρθει στο σημείο να γίνω άξιος της αθάνατης ζωής, τώρα έχω πιστέψει, αφού γεύτηκα το θείο φως).
Αλλά ο Κωνσταντίνος ακόμα και στις τελευταίες ημέρες της ζωής του δεν παραμέλησε τα συμφέροντα του κράτους. Επειδή οι γιοι του απουσίαζαν, προσκάλεσε τους κυριότερους από τους αξιωματικούς του και τους απαίτησε να ορκιστούν ότι δε θα πράξουν τίποτα εναντίον των παιδιών του και κατά της εκκλησίας. Αφού επικύρωσε και πάλι όσα είχε αποφασίσει σχετικά με τη διαίρεση του κράτους, πέθανε στις 21 Μαΐου του 337, στη γιορτή της Πεντηκοστής. Ο νεκρός του, αφού τον έντυσαν με την πορφύρα, το βασιλικό ένδυμα, τον στόλισαν με το διάδημα και τον έθεσαν σε χρυσή λάρνακα, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί εκτέθηκε σε κοινή θέα, στη μεγάλη αίθουσα των ανακτόρων, σε ψηλή εξέδρα, που περιστοιχιζόταν από απειράριθμα φώτα, που έκαιγαν σε χρυσά σκεύη. Όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού και όλοι οι πολιτικοί άρχοντες ήρθαν να ασπαστούν τον νεκρό, προσκυνώντας και γονατισμένοι, ενώ οι υπηρέτες, πλησιάζοντας τον Κωνσταντίνο, ζητούσαν τις διαταγές του σαν να ζούσε ακόμα. Και το τυπικό αυτό διατηρήθηκε ως την άφιξη του Κωνσταντίου, που τον περίμεναν για να γίνει η κηδεία.
Ο Κωνσταντίνος έζησε 63 χρόνια, 2 μήνες και 20 μέρες αφού κυριάρχησε 30 χρόνια, 9 μήνες και 27 μέρες. Στο διάστημα της μακριάς αυτής βασιλείας, ο αρχαίος κόσμος άλλαξε μορφή και πνεύμα. Το κράτος, αφού απαλλάχτηκε από τους διάφορους εξωτερικούς εχθρούς και τις πολλές εμφύλιες εξεγέρσεις που πρωτύτερα το ταλαιπωρούσαν σχεδόν ασταμάτητα, απήλαυσε υπό την αιγίδα του στιβαρού εκείνου χεριού τα αγαθά διαρκούς ειρήνης. Το χριστιανικό θρήσκευμα, αφού γλίτωσε από ολέθριους διωγμούς που τόσον καιρό το βασάνιζαν, εξασφαλίστηκε, ρυθμίστηκε, προστατεύτηκε, χωρίς με κανέναν τρόπο να καταδιωχτούν οι οπαδοί του αρχαίου θρησκεύματος. Η νομοθεσία εξάλλου του κράτους μεταρρυθμίστηκε σε πολλά σύμφωνα με το σωτήριο πνεύμα των αρχών του Ευαγγελίου.
Είναι δυνατόν να αρνηθούμε ότι υπήρξε μεγάλος ο άνδρας, που αν δεν διέπραξε ο ίδιος τη μεταβολή αυτή των πραγμάτων και των πνευμάτων, συντέλεσε τουλάχιστον, όσο κανένας άλλος στη μεταβολή αυτή με την οποία τόσο πολύ αναμορφώθηκε η κατάσταση ολόκληρου του κόσμου; Και όμως, βρέθηκαν ιστορικοί, πολλοί και ονομαστοί, οι οποίοι όχι μόνο απέφυγαν να απονείμουν στον Κωνσταντίνο τη δίκαιη εκείνη επωνυμία αλλά και με πολλούς τρόπους τον περιγέλασαν, τον χλεύασαν, τον περιφρόνησαν και τον χαρακτήρισαν ως κακουργο.
Δεν πρόκειται να τον υμνήσουμε, πιστεύοντας στα υπερβολικά εγκώμια του Ευσέβιου του Παμφίλου. Δεν αρνηθήκαμε και ούτε αρνούμαστε ότι ο Κωνσταντίνος έφταιξε πολλές φορές και ως άνθρωπος και ως πολιτικός. Ως άνθρωπος είναι ασυγχώρητος για τη θανάτωση των κοντινότερων συγγενών του. Αλλά, όπως και άλλοτε είχαμε αφορμή να πούμε, στις ανόσιες αυτές πράξεις παρασύρθηκε ο Κωνσταντίνος όχι από ψυχική αγριότητα· παρασύρθηκε από κακώς εννοούμενη πολιτική ανάγκη και από ολέθριες συνήθειες και παραδόσεις μέσα στις οποίες γεννήθηκε και ανατράφηκε. Τα μεγαλύτερα δε από τα σφάλματά του τα εκθέσαμε πριν από λίγο, γιατί διαπράχτηκαν κυρίως γύρω στο τέλος της ζωής του. Τα σφάλματα αυτά είναι επίσης αναμφισβήτητα, αλλά εξηγούνται ως ένα βαθμό, αν δεν δικαιολογούνται: η πάλη προς τον Αθανάσιο, εξηγείται από την επιθυμία του να ξαναφέρει τον Άρειο στους κόλπους της εκκλησίας, η δε διανομή του κράτους στους γιους και στ’ ανίψια του εξηγείται από την ελπίδα που έτρεφε να προλάβει τη βίαιη σύγκρουσή τους.
Αλλά και με όλα αυτά διαπιστωμένα, ρωτάμε με θάρρος: Πόσοι από τους άνδρες της ιστορίας στους οποίους έχει δοθεί το όνομα Μέγας δεν έπεσαν σε όμοια ή παραπλήσια αμαρτήματα, ιδιαίτερα στους αρχαίους και στους μέσους χρόνους, όταν οι άριστοι από τους ηγεμόνες ζούσαν μέσα στη βαρβαρότητα, που άρχισε να χάνεται μόλις κατά τους νεότατους χρόνους; Ή ποιος μπορεί να περηφανευτεί ότι συνέβαλε σε μεγαλύτερη και περισσότερο ευεργετική για τον κόσμο μεταβολή; Ή ποιος μπορεί να πει ότι βρέθηκε ανάμεσα σε τόσο φοβερές περιπλοκές θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές και τις χειρίστηκε με περισσότερη σύνεση και μετριοπάθεια; Ή ποιος μπορεί να ισχυριστεί, ότι κυβερνώντας ένα αχανές κράτος, που τρανταζόταν από τα πάθη και τις διενέξεις της αρχαίας και της νέας πίστης, έδειξε περισσότερη ανεξιθρησκεία, επιείκεια, σωφροσύνη;
Είναι αλήθεια ότι πάθη θρησκευτικά και πολιτικά έφθειραν ανέκαθεν και συνεχίζουν ακόμα να φθείρουν την ιστορική κρίση για κείνον τον άνδρα και δηλητηρίασαν την κοινή πεποίθηση γι’ αυτόν. Πρώτοι τον μίσησαν, ως πρόμαχο του νέου θρησκεύματος, οι οπαδοί του αρχαίου θρησκεύματος, που συγκέντρωσαν εναντίον του τις φοβερότερες βρισιές και συκοφαντίες. Επικεφαλής των ιστορικών αυτής της σχολής βρίσκεται ο Ζώσιμος, που έγραψε τον πέμπτο αιώνα έξι βιβλία νέας ιστορίας, και ο οποίος λέει ότι ήταν συνήθεια στον Κωνσταντίνο να πατάει τους όρκους· λέει ότι η κακοήθεια ήταν ενωμένη με την ύπαρξή του· τον ονομάζει γεμάτον από κάθε είδους αλαζονεία· τον κατηγορεί ότι εγκατέλειψε την πατροπαράδοτη θρησκεία και αγκάλιασε την ασέβεια, δηλαδή τον χριστιανισμό, γιατί κάποιος Αιγύπτιος τον διαβεβαίωσε ότι «η δοξασία των χριστιανών καταργεί κάθε αμαρτία, και έχοντας αυτό ως υπόσχεση, όσους από τους ασεβείς την αποδέχονται, τους απαλλάσσει αμέσως από κάθε αμαρτία» τον λέει ιερόσυλο· λέει γι' αυτόν ότι γύρω στο τέλος της ζωής του απέφευγε τον πόλεμο και ζούσε μέσα στη μαλθακότητα, και τι δε λέει ο Ζώσιμος, τα οποία πάρα πολλοί άλλοι, αντιπαθώντας το ίδιο τον Κωνσταντίνο, τα σχολίασαν και τα συμπλήρωσαν.
Ήρθε κατόπιν η φιλοσοφία, η ονομαζόμενη του δέκατου όγδοου αιώνα, που οι οπαδοί της, καθώς αποστρέφονταν κάθε θρήσκευμα και ιδιαίτερα το πιο δυναμικό από όλα, το χριστιανικό, φυσικό ήταν να ορμήσουν ακάθεκτοι εναντίον του Κωνσταντίνου, αυτού που με πολλούς τρόπους εξασφάλισε και δυνάμωσε αυτό το θρήσκευμα. Επικεφαλής αυτών των φιλοσόφων ήταν ο Γάλλος Βολταίρος και ο Άγγλος Γκίμπον, που και οι δυο, υποσχόμενοι ότι θα κρίνουν χωρίς πάθος και αμερόληπτα, αποσιωπούν, ιδιαίτερα ο πρώτος, όλες τις αρετές του Κωνσταντίνου, ιδίως από τη στιγμή που άρχισε να αποδέχεται το νέο θρήσκευμα, εξογκώνουν και παραμορφώνουν τα αμαρτήματά του, περιγελούν τις πεποιθήσεις του και χλευάζουν όλη τη θρησκευτική και πολιτική συμπεριφορά του. Όχι λίγο συντέλεσε επίσης στη διαστροφή των πνευμάτων η παπική εξουσία. Αρχικά απονέμονταν στον Κωνσταντίνο στη Δύση όσες τιμές του απονέμουμε και εμείς. Ως τον ένατο αιώνα ο Κωνσταντίνος μνημονευόταν από την εκκλησία της Ρώμης ως ένας από τους πιο επιφανείς ευεργέτες του χριστιανισμού. Στην Καλαβρία της Ιταλίας σώζεται ακόμη κωμόπολη ονομαζόμενη Άγιος Κωνσταντίνος. Στην Αγγλία υπήρχαν πολλοί ναοί με το όνομά του. Στην Πράγα της Βοημίας για πολλά χρόνια απέδιδαν στο όνομά του μεγάλη ευλάβεια. Αλλά από τη στιγμή που συνέβη η εκκλησιαστική και πολιτική διαίρεση ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, η δυτική εκκλησία θεώρησε ότι έχει πολλές αφορμές να μην ευνοεί τον Κωνσταντίνο. Αυτός, με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, υπήρξε ο έμμεσος δημιουργός πολλών γεγονότων τα οποία άδικα και παράλογα θεώρησε πάντοτε ως ολέθρια η ρωμαϊκή εκκλησία· γιατί ο αρχιερέας της νέας Ρώμης έγινε όχι μόνο ισοβάθμιος του αρχιερέα της παλαιάς Ρώμης, αλλά και επισκίασε ως ένα βαθμό τη φήμη του· γιατί η ισχυρή μοναρχία που δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όχι μόνο καταπολέμησε τις χωρίς κανένα λόγο αξιώσεις της παπικής εξουσίας στην Ανατολή, αλλά τελικά έκανε τελείως ανεξάρτητη την ανατολική εκκλησία.
Όλα αυτά δεν υπήρξαν βέβαια έργα του Κωνσταντίνου, υπήρξαν απλές συνέπειες του θρησκευτικού και πολιτικού τρόπου που πολιτεύτηκε. Αλλά η παπική εκκλησία δε συγχώρησε από τότε στο βασιλιά εκείνες τις συνέπειες της πολιτικής του συμπεριφοράς, τον θεώρησε υπεύθυνο γι’ αυτές, και κατάργησε όχι μόνο τις τιμές που του απένειμε η ανατολική εκκλησία, αλλά και δεν ντράπηκε χωρίς προσχήματα να τον κατακρίνει. Οι δε γύρω από την παπική εκκλησία ιστορικοί, αρχίζοντας από το πρόσωπο του Κωνσταντίνου την ατέλειωτη σειρά της κακομεταχείρισης και των συκοφαντιών που επρόκειτο αργότερα να εκτοξεύσουν κατά του ανατολικού, του ορθόδοξου, του ελληνικού κράτους, δεν δίστασαν να δανειστούν τα όπλα των ειδωλολατρών και των φιλοσόφων για να ασχημίσουν με ποικίλους τρόπους την εικόνα του Κωνσταντίνου. Μερικοί μάλιστα έφτασαν να αμφισβητήσουν και την ίδια την ορθόδοξη πίστη του, επειδή τον βάφτισε ο Ευσέβιος της Νικομήδειας, ενώ είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ευσέβιος αυτός υπέγραψε το σύμβολο πίστης στη Νίκαια, και ότι ούτε αυτός ούτε οι γύρω του πρόδωσαν το σύμβολο όταν ζούσε ο Κωνσταντίνος, αλλά απλώς προστάτευσαν το πρόσωπο του Αρείου. Είναι αναμφισβήτητο άλλωστε, ότι ο Κωνσταντίνος, συνεργαζόμενος με τον Ευσέβιο, δεν διανοήθηκε ποτέ να συντελέσει στο θρίαμβο του αρειανισμού, αλλά ήθελε μόνο να στερεώσει τη χριστιανική ενότητα, και ότι, δεχόμενος το βάφτισμα από τον Ευσέβιο, είχε την πεποίθηση ότι το δέχεται από αρχιερέα που πρέσβευε το ορθόδοξο σύμβολο της συνόδου στη Νίκαια.
Και το πιο παράδοξο είναι ότι μερικοί από τους δικούς μας που πρόθυμα ασπάστηκαν αυτές τις απόψεις των ιστορικών της Δύσης, με ελάχιστη ευλάβεια, για να μην πούμε τίποτα χειρότερο, φρονούν, μιλάνε και γράφουν για τον μεγάλο εκείνο βασιλιά χωρίς να ερευνούν την αλήθεια των γεγονότων και προπάντων χωρίς να έχουν καταλάβει ότι οι περισσότερες από εκείνες τις κατακρίσεις έχουν πηγάσει από αιτίες που γι’ αυτές ακριβώς εμείς οι Έλληνες οφείλουμε αντίθετα να τιμάμε ιδιαίτερα τη μνήμη του άνδρα. Πράγματι, αν οι Δυτικοί έχουν αφορμή να αγανακτούν κατά του Κωνσταντίνου ως ιδρυτή της νέας Ρώμης και της ελληνικής μοναρχίας που δημιουργήθηκε εκεί και επί τόσους αιώνες άκμασε, είναι φανερό ότι εμείς οφείλουμε αντίστροφα σ’ αυτόν ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη εξαιτίας ακριβώς αυτών που έκανε ο Κωνσταντίνος, γιατί με τη μοναρχία εκείνη ο ελληνισμός όχι μόνο σώθηκε κατά τον μεσαίωνα αλλά και για μεγάλο χρονικό διάστημα έγινε και πάλι μεγάλος και ισχυρός.
Ελληνική ήταν η πρώτη σημαία των χριστιανικών ταγμάτων που ύψωσε ο Κωνσταντίνος, με ελληνικά γράμματα έγραψε το όνομα του Σωτήρα πάνω σ’ αυτή, και στη γλώσσα μας καθιέρωσε το σύμβολό της εν τούτω νίκα. Ο Κωνσταντίνος ήταν εκείνος που συγκάλεσε την πρώτη μεγάλη σύνοδο του χριστιανικού ελληνισμού στην οποία και προέδρευσε. Ο Κωνσταντίνος, με ένα λόγο, ετοίμασε τα πάντα με το πολιτικό ξαναζωντάνεμα του ελληνικού έθνους, και θα χλευάσουμε, θα περιφρονήσουμε, θα αδικήσουμε τη μνήμη του! Ναι μεν ο Κωνσταντίνος έσφαλε νοθεύοντας τη νέα του μοναρχία με τους περσικούς θεσμούς που καθιέρωσε και έτσι προετοίμασε ενμέρει την αλλοίωση που έπαθε ο ελληνισμός κατά τον μεσαίωνα, αλλά και σ’ αυτόν οφείλεται οπωσδήποτε ο αρχικός εξελληνισμός της ανατολικής μοναρχίας. Έτσι, μπορούμε να τον κατακρίνουμε για μερικές από τις ενέργειές του, αλλά το να τον καταδικάσουμε γενικά, αυτό θα έμοιαζε με ιστορική πατροκτονία, τόσο περισσότερο ασυγχώρητη όσο η ίδια η δυτική Ευρώπη, υπακούοντας σε γενναιότερα αισθήματα, άρχισε ήδη να γίνεται πιο δίκαιη απέναντί του.
Γιατί οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι όχι λίγοι ιστορικοί σήμερα στη Δύση διατυπώνουν κρίσεις πιο επιεικείς για τον Κωνσταντίνο. Ιδιαίτερα ο Γάλλος Βλαντιμίρ Μπρυνέ, στην αξιόλογη ιστορία του που εξέδωσε της Ελλάδας από την άλωση της Κορίνθου από τους Ρωμαίους ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, στο μέρος που αφορά τον Κωνσταντίνο αναφέρεται με μετριοπάθεια, και γενικά φαίνεται να εμπνέεται από ελληνικά αισθήματα. Επίσης και άλλος Γάλλος, ο Αλμπέρτ Μπρολί, στο δίτομο έργο του για τον Κωνσταντίνο που δημοσίευσε το 1856, από το οποίο πολλά πήραμε για το μέρος αυτό του βιβλίου μας, με πολύ μεγαλύτερη προσοχή από τους προκατόχους του στάθμισε τις αρετές και τις κακίες του άνδρα, αν και μπορείς να διακρίνεις ακόμα στο σύγγραμμά του μερικά τελευταία ίχνη της δυτικής μνησικακίας για τον Κωνσταντίνο.
Η σημερινή λοιπόν, ιστορική επιστήμη, που καθημερινά διορθώνει τόσες πλάνες στις οποίες περιέπεσε στο παρελθόν, διαλύει λίγο-λίγο την ομίχλη που τόσον καιρό κάλυψε τη μνήμη του Κωνσταντίνου και μας δίνει την αληθινή του εικόνα, εικόνα που έχει μεν πάντοτε μερικά στίγματα, αλλά είναι οπωσδήποτε μεγάλη και σεβαστή. Ο Κωνσταντίνος στέκεται στα σύνορα δυο κόσμων, του αρχαίου και του νέου, του ειδωλολατρικού και του χριστιανικού· γεννήθηκε και ανατράφηκε μέσα στον ειδωλολατρικό κόσμο. Δεν επιτρέπεται λοιπόν, να κριθεί μονομερώς με την άποψη του ενός ή του άλλου, αλλά οι περιπέτειες του βίου του πρέπει να παρατηρηθούν ανάλογα με τις κάθε φορά περιστάσεις.
Ο Κωνσταντίνος μοιάζει με τα καρποφόρα εκείνα φυτά που έχουν μπολιαστεί με το χυμό άλλων φυτών και που ο καρπός τους έχει τις ιδιότητες και των δύο ουσιών και των δύο φύσεων. Το δόγμα του Ευαγγελίου, που το αποδέχτηκε σε ώριμη ηλικία, δεν μπόρεσε να αλλάξει ολόκληρο τον χαρακτήρα του. Αν ο νους του κατανόησε τις υψηλές αλήθειες του χριστιανισμού, γνώρισε τις ευεργεσίες που υπόσχονται στην ανθρωπότητα και τον ώθησε να συντομεύσει τη διάδοση αυτών των ευεργεσιών, η καρδιά του, δεν το αρνούμαστε, έμεινε ειδωλολατρική και ούτε μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει ολοκληρωτικά από την επίδραση των αρχαίων συνηθειών και παραδόσεων. Αλλά αυτή ακριβώς η πάλη ανάμεσα στο νου και στην καρδιά, όπου τελικά υπερίσχυσε λαμπρά η δύναμη του πνεύματος, μαρτυρεί το μέγεθος της πρόθεσης και της φύσης του άνδρα.
Έτσι δίκαια η εκκλησία μας τον ονόμασε ισαπόστολο και τον κατέταξε ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, στους αγίους της πίστης. Παρέβλεψε τα αμαρτήματα για τα οποία τον θεώρησε ανεύθυνο γιατί ήταν προϊόντα ξένης ανατροφής και συνηθειών και έλαβε υπόψη της μόνο την πρόθεσή του υπέρ του χριστιανισμού, που υπήρξε αναμφισβήτητη. Δίκαια και η ιστορία, ιδιαίτερα η ελληνική ιστορία, τον ονομάζει μέγα, γιατί λίγοι, μα την αλήθεια, είναι οι άνδρες σ’ αυτόν τον κόσμο που έχουν να παλέψουν με τόσες ηθικές και πολιτικές, προσωπικές και κοινές, δυσκολίες και συμπεριφέρθηκαν με περισσότερη δεξιότητα και συνέδεσαν το όνομά τους με μεγαλύτερη αλλαγή καταστάσεων και πνευμάτων. Αυτό είναι και το πιο ισχυρό χαρακτηριστικό και το ωραιότερο βραβείο του μεγάλου άνδρα.
Εκείνο που επιβεβαιώνει μαζί με αλλά την ακρίβεια αυτής της κρίσης για τον Κωνσταντίνο, είναι η αναταραχή και η αναρχία που επικράτησαν μόλις πέθανε. Δεν είχαν περάσει ακόμη τέσσερις μήνες από το θάνατό του και ήδη ο Κωνστάντιος, με την πρόφαση ότι ο πατέρας του δηλητηριάστηκε από τα ίδια τα αδέλφια του Κωνσταντίνου, όχι μόνο έσφαξε αυτούς του δυο θείους του, αλλά και εφτά εξαδέλφια του, ανάμεσά τους και τους δυο συνάρχοντές του, τον Δαλμάτιο και τον Αννιβαλιανό, και πάρα πολλούς άλλους επιφανείς άνδρες που συγγένευαν με τον βασιλικό οίκο. Δυο μόνο παιδιά, ο Γάλλος και ο Ιουλιανός, γιοι του Ιουλίου Κωνσταντίου, που ήταν ένα από τα ετεροθαλή αδέλφια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, σώθηκαν σαν από θαύμα από τη φοβερή αυτή καταστροφή. Έτσι ο Κωνστάντιος σφετερίστηκε τη μερίδα των δυο εξαδέλφων του. Ο Κωνσταντίνος Β΄ εντωμεταξύ, θέλησε να έχει μερίδιο από την κληρονομιά του νεότατου από τα αδέλφια και γι’ αυτό ήρθε από τη Γαλατία στην Ιταλία, αλλά, πέφτοντας σε ενέδρα, θανατώθηκε στις 9 Απριλίου του 340, κι έτσι ο Κώνστας έμεινε κύριος της κεντρικής και της δυτικής Ευρώπης. Ύστερα όμως από δέκα χρόνια δολοφονήθηκε και αυτός στα Πυρηναία από τον αρχηγό των σωματοφυλάκων Μαγνέντιο· μόλις το 353 ο Κωνστάντιος μπόρεσε να εξουδετερώσει αυτόν τον δολοφόνο, βασιλεύοντας έτσι σε ολόκληρο το κράτος ως το θάνατό του που συνέβη στις 3 Νοεμβρίου του 361.
Τους εμφύλιους αυτούς αγώνες για την υπέρτατη εξουσία τους έκαναν ακόμη πιο φοβερούς ολέθριοι εξωτερικοί πόλεμοι. Ο βασιλιάς της Περσίας Σαπώρ Β', ξαναρχίζοντας τις επιδρομές, κατατρόπωσε τον Κωνστάντιο στα Σίγγαρα της Μεσοποταμίας, και δε σώθηκε τότε η Ασία παρά μόνο με την αντίσταση κατά των βαρβάρων της ισχυρής Νίσιβης, που ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας εκείνης που άλλοτε είχε ονομαστεί από τους Μακεδόνες Αντιόχεια Μυγδονική. Από την άλλη πλευρά, ο Κωνστάντιος κάλεσε ως συμμάχους στον αγώνα του κατά του Μαγνέντιου τα γερμανικά έθνη, τους Φράγκους και τους Αλαμανούς, που εισβάλλοντας στη Γαλατία συνέχιζαν να μένουν εκεί λεηλατώντας και καταστρέφοντας πόλεις και χώρες.
3,14. «επί πάσι δε τούτοις την αγάπην, ήτις εστί σύνδεσμος της τελειότητος»
Η αγάπη είναι το κεφαλαιώδες ένδυμα του «καινού ανθρώπου». Το «ενδύεσθαι» με αυτήν σημαίνει: «το ενδύεσθαι» με την «κατ’ εξοχήν» αρετή, με την παν-αρετή. Γιατί αυτή, όλες τις αρετές τις ενώνει, τις συνδέει, τις συν-ενώνει σ’ ένα σώμα. Έτσι, οι δυνάμεις όλων των λοιπών αρετών, αποτελούν δυνάμεις της αγάπης, και αυτή καθίσταται συστατικό κομμάτι της κάθε αρετής.
Η αγάπη, «ο σύνδεσμος της τελειότητος», βρίσκει και συνδέει ότι είναι τέλειο σε όλα τα όντα.
Στην ουσία της αυτή, δεν είναι μόνο ένθεη δύναμη, αλλά και «Θεϊκή ουσία». BOC. JE. LJUBAV «Ο Θεός αγάπη εστί» (Ιω. 4,16).
Όλη «εκ του Θεού» αυτή, συνενώνει πρώτα τον άνθρωπο με τον Θεό, που είναι η πηγή όλων των τελειοτήτων, και κατόπιν με ότι είναι τέλειο στους ανθρώπους και στα λοιπά δημιουργήματα.
«Ενδεδυμένος» με αυτήν ο άνθρωπος, είναι «ενδεδυμένος» με την πιο δυνατή ένθεη δύναμη, η οποία κατανικά κάθε τι που είναι αντίθετο του Θεού και επικυριαρχεί σε ότι δεν είναι εκ του Θεού.
Κάθε αρετή οδηγεί στην τελειότητα και η αγάπη δίνει την πληρότητα αυτής της τελειότητας, γιατί σαν «σύνδεσμος της τελειότητος», ότι είναι τέλειο στις λοιπες αρετές, αυτή το συνενώνει σε μια τελειότητα, η οποία διαρκεί αιώνια, επειδή η αγάπη «ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. 13,8).
«Ότι μπορεί να επονομαστεί καλό, αν απ’ αυτό λείπει η αγάπη, δεν έχει καμιά αξία και γρήγορα εξαφανίζεται» (Χρυσόστομος).
Η αγάπη, σαν «σύνδεσμος της τελειότητος», από την φύση της έχει σαν προνόμιο να αναζητά, να ψάχνει και να βρίσκει και να ενώνει, ότι είναι τέλειο σε όλα τα όντα και δημιουργήματα. Δηλαδή ότι είναι ένθεο και «έλλογο» (λογικό) σε αυτά. .
Λοιπόν, με την αγάπη ο χριστιανός διαβιώνει τον κόσμο, σαν έλλογη παν-ενότητα και το ανθρώπινο γένος, σαν θεοειδή παν-ενότητα.
Η αγάπη είναι η άγια και ένθεη δύναμη, η οποία δίνει τέτοια δυνατότητα στον άνθρωπο, ώστε με όλη του την ύπαρξη αισθάνεται, ότι ο Χριστός είναι «τα πάντα εν πάσι» και ότι εν Αυτώ υπάρχει η ανακαινισμένη κατάσταση, «όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. 3,11).
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι η αγάπη τα πάντα συνενώνει σε ένα σώμα: την Εκκλησία.
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 141-142)