Διελκυστίνδα
Ωστόσο ο λόγος αυτός επαληθεύτηκε στις σχέσεις του παπα-Νικηφόρου με τον κυρ-Γιάννη. Έπεσε ζήλεια. Ο γέροντας δυσκολευόταν πολύ να ανεχθεί τις ελάχιστες περιποιήσεις που έκανε ο παπα-Εφραίμ στον πατέρα του. Ένας δύσκολος και μακρύς αγώνας άρχισε∙ ένας αγώνας που δεν ταίριαζε ούτε στην πνευματική του κατάσταση ούτε στον αρχοντικό χαρακτήρα του. Πέρασε τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του προσπαθώντας να καταπραΰνει τον παπα-Νικηφόρο και να υπηρετεί, χωρίς να δίνει στόχο, τον πατέρα του. Ο γερο-Ιωσήφ που τον στήριζε, τον εμψύχωνε και τον ειρήνευε, είχε προ πολλού απέλθει προς τον Κύριο. Ο κυρ-Γιάννης, που νόμιζε ότι λόγω ηλικίας σύντομα θα πεθάνει, ζούσε και ζούσε. Έζησε κοντά τους οκτώ ολόκληρα, μαρτυρικά για τον παπα-Εφραίμ, χρόνια. Οι πατέρες έλεγαν: «Ο παπα-Εφραίμ μπήκε ανάμεσα σε δύο πυρά: απ’ τη μια ο πατέρας του, απ’ την άλλη ο γέροντάς του».
Σε φωτογραφία της συνοδίας της εποχής εκείνης ο παπα-Εφραίμ μοιάζει πιο γέρος από τα γεροντάκια. Σε τόσο ψυχικό κόπο μπήκε, που στο τέλος τα ‘βάλε με τον Θεό. Όπως ο πολύαθλος Ιώβ φώναζε εν προσευχή: «Ποιος θα μπει δικαστής ανάμεσά μας, που μου έδωσες αυτόν τον αβάσταχτο πειρασμό, Θεέ μου;»
Και ο γερο-Ιώβ όμως στεναχωριόταν. Είχε γίνει μοναχός με το όνομα Ιώβ κάποια στιγμή που αρρώστησε πολύ. Αλλά συνήλθε και έζησε κάνα-δυο χρόνια ακόμη. «Βρε παιδί μου, έλεγε, λίρες να μου είχαν στρώσει στον δρόμο, δεν θα ‘ρχόμουν, αν ήξερα». Καθόταν στο δωματιάκι του και ολημερίς προσευχόταν με το κομποσχοίνι λέγοντας είτε την ευχή είτε «Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε».
Κάποια μέρα φώναξε το παιδί του:
─Εφραίμη μου, Εφραίμη μου!
─Τι είναι, παππού;
─Έλα να σου πω κάτι. Να, εδώ που καθόμουν με πήρε λίγο ο ύπνος και άνοιξε η πόρτα και μπήκαν τρεις γυναίκες. Η μεσαία φορούσε στο κεφάλι της κορώνα και μου είπε:
─Τι κάνεις;
─Τι να κάνω∙ να, στενοχωρεύομαι. Μου λέει:
─Γι’ αυτό ήρθα, να σου πω να μη στενοχωρεύεσαι. Δεν θέλω να στενοχωρεύεσαι. Και έγιναν άφαντες.
─Ε! παππού, η Παναγία ήταν. Είδες τι σου είπε; Εδώ σε θέλει. Μη βάζεις λογισμούς να φύγεις.
Ο νευρώδης και οξύθυμος μπαρμπα-Γιάννης μεταβλήθηκε σε πράο και ανεξίκακο γερο-Ιώβ. Ο παπα-Εφραίμ θαύμαζε την ανεξικακία του και έβρισκε τον εαυτό του ελλειμματικό. Αρρώστησε κάποτε ο παπα-Νικηφόρος. Ο γερο-Ιώβ πρόλαβε στο παιδί του με αληθινό ενδιαφέρον: «Παιδί μου, να ρίξεις ποτήρια (βεντούζες) στον γέροντα, είναι κρυωμένος».
Η υπομονή του όμως έμελλε να δοκιμασθεί ως το τέλος. Κάποια νύχτα βγήκε στην υπαίθρια τουαλέτα, παραπάτησε και έπεσε. Είχε σπάσει τη λεκάνη του. Σαράντα μέρες έζησε μέσα στους πόνους μη θέλοντας να ειδοποιηθεί ο γιος του ο αξιωματικός, μήπως στεναχωρηθεί. Στις 8 Απριλίου 1971 κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000