Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
23 Σεπ

Ιουλιανός ο Παραβάτης. Ιστορία Ελληνικού Έθνους Κων/νου Παπαρρηγόπουλου

Γράφτηκε από τον 

[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Κων/νου Παπαρρηγόπουλου,εκδ. Κάκτος,τόμος 8,σελ 234-256]
Ο αναγνώστης θυμάται ότι από τη γενική σφαγή των συγγενών του Κωνσταντίου, που έγινε στην αρχή της βασιλείας του, είχαν σωθεί μόνο δυο εξαδέλφια του βασιλιά, ο Γάλλος και ο Ιουλιανός. Από αυτούς, ο πρώτος τότε ήταν δώδεκα χρονών και ο δεύτερος έξι. Και οι δυο ήταν γιοι του αδελφού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του Ιουλίου Κωνσταντίου, που ήταν ανάμεσα στα θύματα της σφαγής. Για πολλά χρόνια είχε οριστεί να κατοικούν σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπου, ζώντας αρκετά άνετα, ανατρέφονταν και εκπαιδεύονταν από ονομαστούς δασκάλους, μαζί με άλλους και από τον Ευσέβιο της Νικομήδειας.
Τελικά, το 351, ο Κωνστάντιος θεώρησε σωστό να δώσει το αξίωμα του Καίσαρα στον Γάλλο και να του αναθέσει τη διοίκηση της Ασίας με έδρα την Αντιόχεια. Ο Γάλλος όμως, δεν έδειξε καμιά επιδεξιότητα για να εκπληρώσει αυτό το έργο, αλλά αντίθετα έγινε ένοχος πολλών εγκλημάτων. Έτσι, ανακλήθηκε γύρω στα τέλη του 354 στην Κωνσταντινούπολη, φυλακίστηκε και αποκεφαλίστηκε. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο Ιουλιανός κινδυνέυσε να έχει την ίδια τύχη, γιατί οι γύρω από τον Κωνστάντιο τού έλεγαν ότι ήταν αδύνατο αυτός ο νέος να μην έχει μέσα του την εκδίκηση για τα τόσα παθήματα της οικογένειάς του. Αλλά ο Ιουλιανός, που ανατράφηκε μέσα στη δυστυχία, έμαθε από πολύ νωρίς να κρύβει τη θλίψη του και την οργή του. Εκτός από αυτό, ανέλαβε την προστασία του η βασίλισσα Ευσεβία, που την καλοσύνη την οποία έδειξε προς τον Ιουλιανό συντηρούσε, σύμφωνα με την άποψη μερικών, και άλλο πιο τρυφερό αι-σθημα. Ο Κωνστάντιος πείστηκε να λυπηθεί και πάλι τον εξάδελφό του και όρισε ως τόπο διαμονής του την Αθήνα. Για να κατανοήσουμε τα γεγονότα που προέκυψαν κατά τη σύντομη παραμονή του Ιουλιανού στην Αθήνα, θα πρέπει να εκθέσουμε πώς ήταν αυτά τα χρόνια αυτή η πόλη και ποιες ήταν οι διαθέσεις του Ιουλιανού όταν διατάχτηκε να έρθει εδώ.
Η Αθήνα είχε χάσει πριν από καιρό την παλιά πολιτική και ηθική θέση της, ενώ από την εποχή που κυριεύτηκε από τον Σύλλα είχε πάθει και αρκετές υλικές ζημιές. Αλλά η ασυναγώνιστη δόξα που περιέβαλλε την πρωτεύουσα αυτή του αρχαίου ελληνισμού, τα λαμπρά μνημεία που τη στόλιζαν, η ευλάβεια που διατηρούσαν οι πολυάριθμοι ακόμα ειδωλολάτρες προς τα ελευσίνια μυστήρια και η συνείδηση για την ευγνωμοσύνη που οφειλόταν σ΄ αυτή τη χώρα, η οποία υπήρχε σε όλον τον ελληνικό κόσμο, την έκαναν σεβαστή στους άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους και πηγή μόρφωσης για όλους τους λόγιους άνδρες που συνέχιζαν να συρρέουν εδώ τόσο περισσότερο καθώς από τα χρόνια του Αδριανού, όπως είδαμε, οι σχολές της Αθήνας είχαν ιδιαίτερη αυτοκρατορική προστασία.
Είναι αλήθεια ότι σ’ αυτές τις σχολές δεν διδάσκονταν τώρα σπουδαία πράγματα και θεωρητικά ζητήματα, αλλά επικρατούσε η άγονη εκείνη σοφιστική τέχνη, στην οποία αναφερθήκανε εκτεταμένα (σελ. 65 και επ. αυτού του βιβλίου) και όπου το φιλοσοφικό σύστημα των νεοπλατωνικών μάταια αγωνιζόταν για πολλά χρόνια να δώσει κάποια νέα ζωή και ενεργητικότητα. Έτσι οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτές τις σχολές κατά τον τέταρτον αιώνα, από τον Λιβάνιο και τον Ευνάπιο, παριστάνουν εκείνες τις σχολές όχι μόνο όπως τις περιγράψαμε άλλοτε σύμφωνα με τις διηγήσεις του Φιλόστρατου, αλλά ακόμα περισσότερο ανάξιες για την αληθινή επιστήμη. Η εκπαίδευση στην Αθήνα είχε καταντήσει πράγματι μια ταπεινή λογομαχία, που τα κυριότερα ελατήριά της ήταν η χρηματική απληστία των δασκάλων και οι κωμικοτραγικές φιλονικίες ανάμεσα στους διδασκόμενους.
Ως τον Πειραιά και καμιά φορά ως το Σούνιο στέλνονταν άνθρωποι που έργο τους ήταν να προσελκύσουν τους νέους μαθητές που έρχονταν στο ένα ή στο άλλο διδασκαλείο, απαράλλαχτα όπως συμβαίνει σήμερα όταν φτάσετε με πλοίο σε κάποια μεγάλη πόλη, που ορμούν στο κατάστρωμα διάφοροι μεσίτες οι οποίοι προσπαθούν να σας πείσουν να πρότιμήσετε το ένα ή το άλλο ξενοδοχείο. Τότε όμως, δεν περιορίζονταν σε απλές προτροπές, αλλά εκτόξευαν και απειλές εναντίον όσων είχαν ήδη από πριν αποφασίσει που θα φοιτούσαν. Καμιά φορά και οι ίδιοι οι δάσκαλοι κατέβαιναν στον Πειραιά για να ψαρέψουν μαθητές. Τελικά, όταν οι μαθητές έφταναν σώοι στην Αθήνα, συνήθως με την προστασία του πλοιάρχου που τους είχε μεταφέρει, έπεφταν και πάλι σε νέους διαπληκτισμούς, κατά τους οποίους συχνά συνέβαιναν θάνατοι και τραυματισμοί.
Προπάντων, κάθε δάσκαλος αξίωνε να έχει μαθητές του όλους τους συμπατριώτες του. Όταν ο Ευνάπιος, π.χ. σπούδαζε στην Αθήνα, όσοι κατάγονταν από την Ανατολή συγκεντρώνονταν γύρω από τον Επιφάνιο, οι Άραβες γύρω από τον Διόφαντο, εκείνοι που ήταν από τον Πόντο γύρω από τον θεϊκό, όπως τον θεωρούσαν, Προαιρέσιο, που κοντά του συνέρρεαν και πολλοί σπουδαστές από τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Αλλά ο κανόνας αυτός δεν ήταν απαράβατος, με συνέπεια συνεχείς αποσκιρτήσεις από τον ένα δάσκαλο στον άλλο να συντηρούν αδιάκοπα τη φωτιά των διενέξεων. Οι διενέξεις αυτές γίνονταν τόσο περισσότερο φοβερές, καθώς το σύνολο των μαθητών είχε διαιρεθεί σε ένοπλους «χορούς» που είχαν τους δικούς τους «προστάτες»· οι χοροί αυτοί θεωρούσαν τις αιματηρές αυτές συγκρούσεις σαν αγώνες για την προάσπιση της πατρίδας τους. Η κατάσταση μάλιστα γινόταν τόσο κρίσιμη, ώστε αναγκαζόταν να επεμβαίνει ο ανθύπατος της Αχαΐας και να καλεί ενώπιόν του στην Κόρινθο τους αντιπάλους, και μαθητές και δασκάλους. Τότε γινόταν, με την παρουσία του ανθυπάτου, μεγάλος και επίσημος ρητορικός αγώνας, ιδιαίτερα αν τύχαινε ο Ρωμαίος άρχοντας να έχει κάποια ελληνική παιδεία.
Εξαιτίας της αδιάκοπης αυτής διχόνοιας, ούτε οι δάσκαλοι ούτε οι μαθητές μπορούσαν να εμφανιστούν στα θέατρα και στις στοές· γιατί όταν συναντιούνταν δυο αντίπαλοι χοροί, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Έτσι οι μαθητές περνούσαν τη μέρα τους παίζοντας μπάλα και τη νύχτα τους ακούγοντας γλυκόλαλες τραγουδίστριες. Μερικοί μάλιστα, οι περισσότερο ανάγωγοι, δεν δίσταζαν να ληστεύουν τα σπίτια φιλήσυχων πολιτών. Πολλοί, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε τέτοια άσωτη ζωή, έπεφταν στα νύχια των τοκογλύφων.
Αλλά όσο ολέθρια κι αν είχε καταντήσει η παρακμή των σχολών στην Αθήνα, οι σχολές αυτές, επειδή ήταν από τα κυριότερα καταφύγια της ελληνικής παιδείας που είχε απομείνει, δεν στερούνταν από κάθε αξία, ιδιαίτερα εξαιτίας των περιστάσεων που τις περιστοίχιζαν. Βέβαια, δε γινόταν λόγος για σπουδαία φιλοσοφικά συστήματα και για πραγματική εκπαίδευση παρά μόνο μετά το τέλος του πέμπτου αιώνα, οπότε και θα πούμε περισσότερα γι’ αυτά. Εντούτοις όμως, διδασκόταν η γλώσσα, η αμίμητη γλώσσα του Πλάτωνα και του Δημοσθένη· σώζονταν τα ονόματα των πραγμάτων, διατηρούνταν οι μνήμες του παρελθόντος. Το να γίνονται όλα αυτά τα αιώνια, έστω και με λόγια απογυμνωμένα από την πραγματική ουσία των ιδεών τους, αλλά στον ίδιο χώρο που άλλοτε είχαν γίνει, υπό τον καθαρό ουρανό του και με την παρουσία των λαμπρών του μνημείων, που ακόμα υψώνονταν ακέραια, δεν μπορούσε παρά να έχει κάποιαν ακαταμάχητη επίδραση και να συντηρεί αισθήματα που δεν ήταν πάντοτε μη ευγενικά. Η Αθήνα έμοιαζε τότε ως ένα βαθμό με κείνους τους γέροντες, οι οποίοι, αφού έκαναν στην ακμή της ηλικίας τους έργα μεγάλα και ένδοξα, ευχαριστούνται στα τέλη της ζωής τους να διηγούνται τα αξιομνημόνευτα γεγονότα με τα οποία είναι συνδεμένο το όνομά τους. Οι άνθρωποι τούς ακούνε με ευχαρίστηση και πολλές φορές ωφελούνται από αυτή την ακρόαση.
Κάτι τέτοιο συνέβαινε τώρα και στην Αθήνα· οι άνθρωποι συνέρρεαν εδώ για να θαυμάσουν τα μνημεία τα οποία διακήρυτταν το παλαιό μεγαλείο και για να ακούσουν τους δασκάλους που έτσι ή αλλιώς δεν έπαυαν να θυμίζουν εκείνο το μεγαλείο. Αν τα δημόσια θέατρα ήταν έρημα, οι πιο πλούσιοι από τους σοφιστές κατασκεύαζαν θέατρα στα σπίτια τους, που ήταν κομψές απομιμήσεις τιον μεγάλων εκείνων οικημάτων που κατοικούσαν κάποτε οι μούσες. Και εκεί, με τους φίλους, τους συγγενείς και τους μαθητές τους, χειροκροτούσαν τα αριστουργήματα των αρχαίων χρόνων. Αν πολλοί από τους νέους ξόδευαν τη ζωή τους σε ασωτείες και τιποτένιες διασκεδάσεις, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που διέκοπταν τις μονότονες ασχολίες τους και επισκέπτονταν και μελετούσαν τα ελευσίνια μυστήρια, κάνοντας μακρινές εκδρομές ως την Κόρινθο, την έδρα του ανθυπάτου Αχαΐας, και ως τα Ολύμπια και τα Ίσθμια και τους άλλους εθνικούς αγώνες, που δεν τελούνταν μεν με την αλλοτινή λαμπρότητα και πολυτέλεια, εξακολουθούσαν όμως να προσελκύουν σημαντικά πλήθη θεατών. Άλλωστε, η πόλη της Αθήνας διατηρούσε ως ένα βαθμό το αρχαίο της πολίτευμα, τους τύπους αυτού του πολιτεύματος, αλλά οι τύποι εκείνοι, με τις αναμνήσεις με τις οποίες συνδέονταν, είχαν ένα ισχυρό θέλγητρο και επιδρούσαν στις ψυχές και στο ήθος των ανθρώπων, καθώς είδαμε κατά την επιδρομή των Γότθων.
Οι βασιλιάδες συνέχιζαν να σέβονται αυτό το πολίτευμα και να δέχονται ευγνωμονώντας τα αξιώματά του. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όχι μόνο, όπως είδαμε, ήθελε να ονομάζεται στρατηγός των Αθηναίων, αλλά αύξησε και τα προνόμια των επικεφαλής των σχολών και των δασκάλων τους, και τους δασκάλους αυτούς τους απάλλαξε από πολλούς φόρους και υποχρεώσεις. Έστελνε επίσης, για να μοιραστεί, στο δήμο των Αθηναιων αξιόλογη ποσότητα σιταριού κάθε χρόνο, και τον τελευταίο καιρό ακόμη ο βασιλιάς Κώνστας διόρισε στην πόλη «νησιά όχι λίγα ούτε μικρά για να παίρνει τους φόρους». Βέβαια, στην Αθήνα δεν ήταν λίγοι οι οπαδοί της νέας θρησκείας, αλλά η πόλη θεωρούνταν ως το τελευταίο μεγάλο καταφύγιο της αρχαίας λατρείας, του αρχαίου τρόπου ζωής, και πολυάριθμοι ειδωλολάτρες προσέρχονταν εδώ γι’ αυτόν το λόγο με ευλάβεια, όπως οι χριστιανοί στα Ιεροσόλυμα.
Γενικά η Αθήνα γύρω στα μέσα του τέταρτου αιώνα διατηρούσε ακόμη, όπως φαίνεται, τον χαρακτήρα εκείνον που τόσο χαριτωμένα έχει περιγράφει ο Λουκιανός, ο οποίος άκμασε γύρω στα τέλη του δεύτερου αιώνα, στο βιβλίο του που επιγράφεται «Νιγρίνος ή περί φιλοσόφου ήθους», εγκωμιάζοντας την ελευθερία, τη χωρίς φθόνο διαβίωση και την ησυχία και την αποχή από κάθε ασχολία που επικρατούσαν σ' αυτή την πόλη. Και πρόσθετε ότι η διαμονή στην Αθήνα, με συντροφιά τη φιλοσοφία και με τη δυνατότητα που έδινε να διατηρήσει κανείς καθαρό το ήθος του, ταίριαζε ιδιαίτερα σε σπουδαίο άντρα, συνηθισμένο να περιφρονεί τον πλούτο και φίλο της φυσικής ζωή. Και ο Λουκιανός καταλήγει: «Όποιος όμως αγαπάει τον πλούτο, γοητεύεται από το χρυσάφι, και την ευχαρίστηση στη ζωή τη μετράει με την πορφύρα και την εξουσία και δεν έχει γευτεί την ελευθερία, δεν έχει δοκιμάσει την ελευθερία του λόγου και δεν έχει γνωρίσει την αλήθεια... ο τέτοιος άνδρας ας πάει να ζήσει στη Ρώμη». Και ας σημειωθεί ότι δεν μπορούμε να μην πιστέψουμε τον Λουκιανό, γιατί περισσότερο ασχολούνταν με τα σπουδαία γεγονότα παρά σπούδαζε γύρω από όσα άξιζαν μόνο για παιχνίδια.

Ο Ιουλιανός λοιπόν, που διατάχτηκε τότε να πάει στην Αθήνα, ήταν τουλάχιστον ο μισός Έλληνας· γιατί είχε γεννηθεί στο Βυζάντιο και η ελληνική ήταν η μητρική του γλώσσα. Έτσι, δεν είναι παράδοξο που από μικρό παιδί αγάπησε αυτή τη γλώσσα, μελέτησε τα αρχαία της αριστουργήματα και θαύμαζε το ηθικό και πολιτικό μεγαλείο μέσα στο οποίο είχαν τα αριστουργήματα αυτά δημιουργηθεί κάποτε. Η εντύπωση που προξένησε ο αρχαίος εκείνος κόσμος στην ευαίσθητη ψυχή του νέου, υπήρξε τόσο περισσότερο βαθύτερη όσο η γύρω του κατάσταση, συγκρινόμενη με το παρελθόν σε μια πρώτη ματιά, παρουσίαζε φοβερή αντίθεση. Ο Ιουλιανός ήξερε ότι ο εξάδελφός του Κωνστάντιος στήριξε όλη τη βασιλική σταδιοδρομία του θυσιάζοντας χωρίς έλεος όλους τους συγγενείς. Ήξερε ότι ο επίσκοπος της Νικομήδειας Ευσέβιος, ένας από τους πρώτους λειτουργούς του νέου θρησκεύματος, έλεγαν ότι αυτός ήταν που ετοίμασε την ελεεινή αυτή τραγωδία. Έβλεπε το νέο θρήσκευμα να είναι διαιρεμένο σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα που οι συγκρούσεις τους δεν περιορίζονταν σε θεωρητικές συζητήσεις αλλά συνοδεύονταν από εξορίες, διωγμούς, φόνους, εξεγέρσεις. Και δεν καταλάβαινε, ή δεν ήθελε να καταλάβει, τη σπουδαιότητα της φιλονικίας, αλλά γνώριζε ότι οι αντίπαλοι μεταχειρίζονταν τις θρησκείες για να ικανοποιήσουν πολλά ανθρώπινα πάθη και συμφέροντα.
Ο Ιουλιανός, όχι μόνο είχε δεχτεί το άγιο βάφτισμα, αλλά για αρκετό καιρό έδειξε και εξαιρετικό ζήλο υπέρ του νέου θρησκεύματος. Βαθμιαία όμως, άρχισε να συμβαίνει μέσα του μια αλλόκοτη αλλοίωση αισθημάτων και σκέψεων. Από την αντιπαράθεση εκείνη του παρόντος με το παρελθόν, οδηγήθηκε πρώτον μεν στο συμπέρασμα ότι ο χριστιανισμός ήταν η αιτία της παράδοξης αυτής παρακμής ή τουλάχιστον ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν ικανός να αντιμετωπίσει αυτή την παρακμή, και βαθμιαία οδηγήθηκε στο δεύτερο συμπέρασμα ότι αυτή η αλλοίωση των πραγμάτων προέκυψε από την εξαχρείωση του αρχαίου θρησκεύματος και του τρόπου ζωής, και ότι η αναμόρφωση του κόσμου δεν ήταν δυνατό να επιτύχει παρά μόνο με την παλινόρθωση εκείνου του τρόπου ζωής και του θρησκεύματος.
Για μας, που κρίνουμε τις απόψεις του Ιουλιανού σήμερα,ύστερα από δεκαπέντε αιώνες, γνωρίζοντας όλα τα αγαθά που έφεραν τελικά οι αρχές του Ευαγγελίου, η πλάνη του Ιουλιανού γίνεται ακατανόητη. Αλλά για την εποχή του ο παραλογισμός εκείνος εξηγείται ως ένα βαθμό. Ο Ιουλιανός δεν έμοιαζε με τον αδελφό του τον Γάλλο· είχε, όπως θα δούμε, πολλά από τα προτερήματα με τα οποία οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο προκόβουν συνήθως και καμιά φορά μεγαλουργούν: ευφυΐα, παιδεία, χρηστότητα, ανδρεία, τύχη. Του έλειπε όμως ένα προτέρημα, η μαγιά δηλαδή, που χωρίς αυτή και το πιο καλό σιτάρι δεν δίνει καλό ψωμί· η μαγιά που κατέχουν και οι πιο κοινοί από τους ανθρώπους, που καμιά φορά δεν κατέχουν περιέργως οι πιο ευφυείς, που την ονο-μάζουμε ορθό νου. Ο ορθός νους ανθρώπων όπως ο Κωνσταντίνος και ο Αθανάσιος καταλάβαινε ότι κανένας θεσμός δημιουργημένος από ανθρώπους όταν εφαρμόζεται σε ανθρώπους δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει από την ανθρώπινη αδυναμία και το ανθρώπινο συμφέρον και ότι μόνο αφού περάσει από πολλές δοκιμασίες δίνει τους καλύτερους καρπούς του. Και έχοντάς τα υπόψη τους αυτά οι άνδρες εκείνοι, υπέμεναν τις συμφορές που είχαν να αντιμετωπίσουν με την πεποίθηση ότι θα έρθει εποχή όπου ο χριστιανισμός, αποβάλλοντας τη σκουριά του υλικού με το οποίο έπρεπε να συμπράξει, θα πρόσφερε στην ανθρωπότητα πλούσιες και οπωσδήποτε καθαρές τις ευεργεσίες του.
Μήπως κάτι τέτοιο δε συνέβη και σε άλλους θεσμούς στην αρχή της εφαρμογής τους; Μήπως το συνταγματικό πολίτευμα και στην ίδια την Αγγλία στην αρχή έδωσε τίποτε άλλο από αδιάκοπους εμφύλιους πολέμους, σφαγές, καταστροφές, ανατροπές βασιλιάδων, ηθική και κοινωνική εξαχρείωση που τις περιπέτειές τους με φρίκη και αποστροφή, μα την αλήθεια, διαβάζουμε στην ιστορία εκείνων των χρόνων, κατά τον δέκατο έβδομο και τον δέκατο όγδοο αιώνα; Μήπως η άριστη αυτή από τις πολιτικές θεσμοθεσίες δεν αναγκάστηκε να περάσει από το χωνευτήρι αυτό των ανθρώπινων παθών και συμφερόντων για να μετριάσει και να εξευγενίσει τα πάθη, για να ρυθμίσει και να ηθικοποιήσει τα συμφέροντα και να μπορέσει έτσι να αναδείξει στα δικά μας χρονιά το αγγλικό έθνος ως το πιο χρηστό, το πιο εύνομο και το πιο συνετό από τα έθνη που κυβερνιούνται στη γη; Γιατί λοιπόν να απορούμε που ο χριστιανισμός πέρασε από παρόμοια η παραπλήσια δοκιμασία; Ναι μεν ο χριστιανισμός ήταν θείος θεσμός, ενώ το συνταγματικό πολίτευμα είναι ανθρώπινος θεσμός· μήπως όμως, και οι δυο από ανθρώπους σε ανθρώπους δεν επρόκειτο να εφαρμοστούν;
Τις αλήθειες όμως αυτές δεν διδάσκει παρά μόνο η μακρόχρονη πείρα ή ο ορθός νους που ως ένα βαθμό αναπληρώνει την πείρα. Πόσοι άνθρωποι, κατά τα αλλά καλοί και αγαθοί, με προτερήματα συχνά εξαιρετικά, παγιδευμένοι από την ηθική και κοινωνική ξεδιαντροπιά που συνήθως είναι οι πρώτοι σύντροφοι του συνταγματικού πολιτεύματος, δεν απελπίστηκαν για την τύχη αυτού του πολιτεύματος και δεν έφτασαν στο σημείο να προτιμήσουν αντί γι’ αυτό την απόλυτη μοναρχία; Κάτι ανάλογο συνέβη με τον Ιουλιανό, που θεώρησε ως υπεύθυνες τις αρχές του Ευαγγελίου για τα όσα δεινά, εξαιτίας της κακής εφαρμογής αυτών των αρχών, συνέ- βαιναν και, το χειρότερο, νόμιζε ότι τα δεινά αυτά δεν μπορούν να θεραπευτούν παρά μόνο με την ανανέωση της ειδωλολατρίας.
Τη διάθεση αυτή του Ιουλιανού τη συντηρούσαν, εννοείται, οι πολυάριθμοι ειδωλολάτρες που υπήρχαν ακόμα και ιδίως οι νεοπλατωνικοί που οι σπουδαιότεροι από αυτούς εκείνη την εποχή, ο Αιδέσιος, ο Χρυσάνθιος, ο Μάξιμος, που έμεναν στην Πέργαμο και στην Έφεσο, είχαν περιστοιχίσει το νεαρό βασιλόπουλο και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να το κάνουν σύμμαχό τους. Οι νεοπλατωνικοί, καθώς είδαμε, αρχικά είχαν μιαν αντίληψη για τη θεότητα σχετική κάπως με τη χριστιανική, και προσπάθησαν συγχρόνως να ερμηνεύσουν πιο λογικά τους μύθους της ειδωλολατρίας. Αλλά εκτός από το ότι τις ερμηνείες αυτές τις διαφοροποιούσαν συνεχώς ο καθένας κατά τη γνώμη του και έτσι κανένα οριστικό και σπουδαίο φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν, οι νεοπλατωνικοί προσέκρουσαν πολύ σύντομα και σε άλλο φοβερό σκόπελο.
Όσο αντικείμενο των νεοπλατωνικών ήταν η φιλοσοφία τους, που κήρυττε τη λεπτολόγο ενασχόλησή της με την έννοια του υπέρτατου όντος ώστε να αποκαλυφθούν τα μυστήρια των αλληγοριών που δήθεν κρύβονταν πίσω από τους ελληνικούς μύθους, οι σχετικές συζητήσεις μπορούσαν να ψυχαγωγούν, αν όχι να διδάσκουν, το μορφωμένο κοινό προς το οποίο απευθύνονταν. Αλλά δεν αρκέστηκαν σ’ αυτά· θέλησαν να φτάσουν ως την ίδρυση θρησκευτικού συστήματος για να επηρεάσουν τα πλήθη. Τότε, καταλαβαίνοντας ότι οι φιλοσοφικές και θεολογικές εκείνες συζητήσεις δεν αρκούσαν να πείσουν την πλειοψηφία των ανθρώπων, σοφίστηκαν να χρησιμοποιήσουν τους ίδιους τους θεούς της ειδωλολατρίας για να εντυπωσιάσουν τον εύπιστο όχλο με διάφορες μαγείες. Μεταχειρίστηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό τους επιδέξια και αδιάντροπα όσα είχαν απομείνει από τα μυστήρια του αρχαίου θρησκεύματος, ιδίως στην Έφεσο και στην Ελευσίνα, και ισχυρίστηκαν ότι μπορούν να μπουν στα μυστικά του μέλλοντος, να επιβάλουν τη θέλησή τους στα κατώτερα πνεύματα, να επικοινωνήσουν με τους ουράνιους θεούς και, απαλλάσσοντας την ψυχή από τα υλικά δεσμά, να την φέρουν σε άμεση σχέση προς το ανώτατο θείο πνεύμα.
Ευκολονόητη είναι η αλλόκοτη σύγχυση των ιδεών που προέκυψε από τον συνδυασμό αυτόν της φιλοσοφίας, της μυθολογίας και της μαγείας. Και όμως, ο Ιουλιανός, που έβρισκε παράλογα και καταστροφικά τα δόγματα του Ευαγγελίου, των αποστόλων και των πατέρων της χριστιανικής εκκλησίας, έπεσε θύμα της τερατώδους εκείνης σύγχυσης των ιδεών και ενώ αφενός ομολογούσε την ύπαρξη κάποιου όντος, τελειότατου, αόρατου και ακατάληπτου από τον αδύναμο άνθρωπο, αφετέρου έφτασε να πρεσβεύει ότι το υπέρτατο αυτό ον γέννησε πολλούς κατώτερους θεούς, τον Άρη, τον Ερμή, την Αθηνά, την Αφροδίτη και τους άλλους γνωστούς θεούς της αρχαιότητας· να πρεσβεύει ότι στους θεούς αυτούς ανέθεσε το υπέρτατο ον τη δημιουργία του ανθρώπου και τη διοίκηση του επίγειου κόσμου μας· με ένα λόγο να πρεσβεύει ότι οι πιο δημοφιλείς δοξασίες των ειδωλολατρών μπορούν θαυμάσια να συμβιβαστούν με την πιο φιλοσοφική αντίληψη για τη θεότητα.
Με αυτές τις προδιαθέσεις έφτασε ο Ιουλιανός τον Μάιο του 335 στην Αθήνα. Εδώ, όλα συντέλεσαν στο να ενισχύσουν την πλάνη του: η θέα των λαμπρότατων μνημείων του αρχαίου θρησκεύματος και εκείνων των αγαλμάτων που η ομορφιά τους μπορούσε, μα την αλήθεια,να γοητεύσει ψυχή και φαντασία λιγότερο επηρεασμένες· οι εισηγήσεις προς τον Ιουλιανό των πιο ικανών ειδωλολατρών ρητόρων που μέσω αυτού έλπιζαν να πετύχουν τον θρίαμβο των δικών τους δοξασιών και συμφερόντων· τα ελευσίνια μυστήρια, που ακόμα ενέπνεαν τόσο σεβασμό και που οι τελετές και οι θυσίες τους ήταν τόσο επιδέξιες στο να συντηρούν τη δεισιδαιμονία που είχε κυριεύσει τον Ιουλιανό. Τότε ήταν λοιπόν, πιθανότατα, που, με την αδιάκοπη επίδραση των ποικίλων αυτών πειρασμών, ρίζωσε στην ψυχή του η απόφαση να υψώσει, μόλις του δινόταν ευκαιρία, τη σημαία του αρχαίου θρησκεύματος και να την αντιπαρατάξει στη σημαία του χριστιανισμού, για να ξαναζωντανέψουν οι αρχαίες ένδοξες ημέρες.
Εννοείται ότι έκρυβε αυτόν τον σκοπό του και προσποιούνταν τον χριστιανό, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι και η ελάχιστη νύξη για τις πραγματικές του πεποιθήσεις προς τον Κωνστάντιο, θα προκαλούσε την καταστροφή όλων εκείνων των ονείρων του. Η ταραχή όμως της καρδιάς του και του μυαλού του προδινόταν από το βλέμμα του και τη συμπεριφορά του.
Συνέπεσε τότε, από παράδοξη συγκυρία, να βρίσκονται στην Αθήνα, ως συμμαθητές και σύντροφοι του Ιουλιανού, δυο νέοι που τα ονόματά τους επρόκειτο επί αιώνες να αντηχήσουν ως τα πέρατα του χριστιανικού κόσμου. Οι δυο αυτοί νέοι ήταν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Μέγας Βασίλειος, οι οποίοι είχαν έρθει στην Αθήνα όχι όπως εκείνος για να ενισχύσουν τις ειδωλολατρικές πεποιθήσεις τους, αλλά αντίθετα για να πάρουν από την αρχαία φιλοσοφία και ευγλωττία τα όπλα με τα οποία σε λίγο πολέμησαν για να υπερασπιστούν τη νέα πίστη. Ο Γρηγόριος και ο Βασίλειος ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι προς τους οποίους θα μπορούσε ο Ιουλιανός να δώσει εξηγήσεις για τις προθέσεις του. Φαίνεται όμως, ότι ο Γρηγόριος κατάλαβε από τότε τι σκεφτόταν και τι μελετούσε εκείνος ο συμμαθητής του. Τουλάχιστον ιδού, πώς τον περιέγραψε όταν ήταν στην Αθήνα στον λόγο του «β' στηλιτευτικός κατά βασιλέως Ιουλιανού»:
«Από παλιά είχα καταλάβει τις διαθέσεις του Ιουλιανού, όταν βρισκόμουν μαζί του στην Αθήνα (...) Διπλός ήταν ο λόγος που ήρθε εκεί: αφενός για να μάθει περισσότερα για την ιστορία της Ελλάδας από τις σχολές που υπήρχαν εκεί, αφετέρου —και αυτός ο λόγος ήταν ο πιο κρυφός και όχι πολύ γνωστός— να συναντήσει τους θύτες και τους απατεώνες της αρχαίας θρησκείας που χαρακτηριστικό τους ήταν η ασέβεια. Τότε λοιπόν, δεν παρατήρησα καμιά κακή συμπεριφορά του άνδρα, παρ’ όλο που δεν υπήρχε ούτε ένας απ’ όσους ασχολούνταν με αυτά που να συμπεριφέρεται καλά. Αλλά με έκανε να υποψιαστώ η ανωμαλία στο ήθος του και η αλλοπαρμένη όψη του. (...) Γιατί θεωρούσα ότι κανένα σημάδι επάνω του δεν έδειχνε φυσιολογικό: ο αυχένας του λύγιζε συνεχώς, οι ώμοι του κουνιούνταν και ανασηκώνονταν, τα μάτια του ήταν ερεθισμένα και κοιτούσαν γύρω τους σαν μάτια παράφρονα, τα πόδια του ήταν ασταθή και τρέκλιζαν, τα ρουθούνια του έμοιαζαν να βγάζουν βρισιές και περιφρόνηση, το ίδιο και οι γκριμάτσες του προσώπου του, το γέλιο του ήταν ακράτητο και βραχνό, έκανε νοήματα χωρίς λόγο, η ομιλία του ήταν άκαμπτη και κοβόταν απότομα, οι ερωτήσεις του άτακτες και ασύνετες και οι απαντήσεις του δεν ήταν καλύτερες, που η μια αναιρούσε την άλλη, και ασταθείς, που έδειχναν μιαν ανακατεμένη παιδεία. Αλλά τι χρειάζεται να γράφω λεπτομέρειες; Τον είδα ποιος ήταν πριν από τα έργα του και τον γνώρισα όταν τα διέπραττε. Και αν ήταν μαζί μου μερικοί εκείνη την εποχή που τα παρατήρησαν αυτά και τα ακόυσαν, δεν θα ήταν δύσκολο να τα πουν· αλλά επειδή εγώ τα είδα, αμέσως μίλησα γι’ αυτά, για το ποιο κακό τρέφει στους κόλπους της η πολιτεία των Ρωμαίων».
Ο Ιουλιανός έμεινε στην Αθήνα μόνο έξι μήνες, γιατί το Νοέμβριο του 355 ο Κωνστάντιος θεώρησε ότι έπρεπε να τον ονομάσει Καίσαρα και να του αναθέσει τη διοίκηση της Γαλατίας. Η επαρχία αυτή υπέφερε πάρα πολύ από τα γερμανικά φύλα και χρειαζόταν έναν υπέρτατο άρχοντα με ιδιαίτερα προσόντα. Άλλωστε ο Κωνστάντιος, καθώς δεν είχε παιδιά, αισθανόταν την ανάγκη ενός βοηθού, και η αγαθή Ευσεβία διέλυσε και πάλι τη δυσπιστία που θα μπορούσε ο βασιλιάς να διατηρεί για κείνον τον συγγενή.
Ύστερα από μερικά χρόνια ο Ιουλιανός έγραφε προς τους Αθηναίους ότι έκλαψε πικρά εγκαταλείποντας την πόλη τους. Πάντως, άσχετα με τα αισθήματά του, ο Ιουλιανός υπάκουσε στη διαταγή του βασιλιά και ενώ δε φαινόταν να είναι καθόλου προετοιμασμένος για να αναλάβει το δύσκολο αυτό έργο, ενώ η κυβέρνηση στο Βυζάντιο τού ύψωνε πολλές και ποικίλες δυσκολίες, αναδείχτηκε εντούτοις επιδέξιος στρατηγός. Σε διάστημα πέντε χρόνων όχι μόνο έδιωξε τους Γερμανούς πέρα από το Ρήνο και τους κατατρόπωσε και τους ανάγκασε να υποταχτούν ακόμα και μέσα στην πατρίδα τους, αλλά και την πολύ άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στη Γαλατία την αντιμετώπισε με πολλούς τρόπους. Αυτές όμως οι επιτυχίες προκάλεσαν τον φθόνο του Κωνσταντίου, ο οποίος, θέλοντας να απομακρύνει από τη Γαλατία τις λεγεώνες που είχαν νικήσει υπό τον συνάρχοντά του και λάτρευαν τον Ιουλιανό, τις διέταξε να πάνε στην Ασία για να αντιπαραταχτούν, στον ποταμό Ευφράτη, εναντίον του Σαπώρ ο οποίος συνεχώς βρισκόταν σε επίθεση. Οι λεγεώνες όμως, δε λογάριασαν τη διαταγή του βασιλιά και αναγόρευσαν τον Ιουλιανό βασιλιά, παρά τη θέλησή του. Ο Ιουλιανός πρότεινε στον Κωνστάντιο να συμβιβαστούν. Δυστυχώς, η βασίλισσα Ευσεβία, που θα μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτόν το συμβιβασμό, είχε πεθάνει πριν από λίγο. Ο Κωνστάντιος απέρριψε χωρίς συζήτηση τη συνδιαλλαγή κι έτσι ο Ιουλιανός όρμησε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Αλλά ο Κωνστάντιος πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 361 κι έτσι αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος. Η εξουσία του Ιουλιανού, που βρισκόταν στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη, αναγνωρίστηκε χωρίς καμιά αντίρρηση από ολόκληρο το κράτος.
Ο Ιουλιανός, συγχρόνως με την έναρξη της φιλονικίας με τον εξάδελφό του, είχε καθώς φαίνεται έρθει σε συνεννοήσεις με τους φίλους του στην Ελλάδα για την εφαρμογή της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, ιδιαίτερα με τον Περγαμηνό Οριβάσιο και τον Λίβυο Ευήμερο. Είχε μάλιστα, όπως βεβαιώνουν, πάρει κοντά του και τον ιεροφάντη των ελευσίνιων μυστηρίων, και είχε αποφασίσει, μαζί με αυτόν και τους δυο φίλους του, όλα τα σχετικά με την ανόρθωση του αρχαίου δόγματος. Μόλις συνέβη η ρήξη με το βασιλιά, απαρνήθηκε και επίσημα την πίστη και προς τον Κωνστάντιο και προς τον Χριστό· αφιέρωσε έτσι τον εαυτό του στους αθάνατους θεούς και έγινε αποστάτης και παραβάτης της διδασκαλίας του Σωτήρα, και με αυτά τα προσωνύμια έμεινε στην ιστορία και στην εκκλησία.
Μόλις έφτασε στην Παννονία, έγραψε προς τις ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα προς τη Βουλή και το δήμο των Αθηναίων, προς τους Κορίνθιους, τους Λακεδαιμόνιους, κάνοντας γνωστή την πρόθεσή του και ζητώντας τη βοήθειά τους.
Η επιστολή προς τους Αθηναίους, που περισώθηκε ολόκληρη ως εμάς, είναι αξιοσημείωτη από πολλές απόψεις, ιδιαίτερα για το ότι ο Ιουλιανός δεν κολακεύει την πόλη όπως οι κοινοί σοφιστές και ρήτορες, αλλά την απεικονίζει όπως ήταν τότε, λέγοντας, ότι «σώζεται ακόμη σε σας από την αρετή των προγόνων σας κάτι σαν μικρή φλόγα». Γενικά ο Ιουλιανός είχε πρακτικό πνεύμα. Έσφαλε μεν ως προς τη θεμελιακή άποψή του, αλλά ήξερε καλά τις δυσκολίες με τις οποίες είχε να παλέψει επιδιώκοντας το ξαναζωντάνεμα του αρχαίου βίου που ψυχορραγούσε. Εννοείται ότι οι πολυάριθμοι ειδωλολάτρες της Ελλάδας και της Μακεδονίας αποδέχτηκαν πρόθυμα την πρόσκλησή του. Του έστειλαν λοιπόν, πρέσβεις, στο Σίρμιο όπου βρισκόταν, για να τον διαβεβαιώσουν ότι θα τον βοηθούσαν με κάθε τρόπο στην προσπάθειά του. Ιδιαίτερα στην Αθήνα, όταν ζούσε ακόμα ο Κωνστάντιος και οι λεγεώνες του κατείχαν τη Θράκη, άνοιξαν οι ναοί της Αθηνάς και των άλλων θεών που από καιρό είχαν κλείσει, ξαναχτίστηκαν οι βωμοί και έγιναν θυσίες και γιορτές σύμ-φωνα με το αρχαίο πατροπαράδοτο έθιμο.
Με το θάνατο του Κωνσταντίου ο Ιουλιανός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με τη μεταρρύθμιση του πολιτεύματος που, φυσικά, τη συνδύαζε με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Αν πιστέψουμε τον Λιβάνιο, καταρχήν θέλησε να καταργήσει την υπέρτατη εξουσία· αυτό τελικά δεν το έκανε, αλλά αποποιήθηκε για πάντα τον τίτλο του Dominus ή Δεσπότη, απέδωσε στους υπάτους και στη σύγκλητο την εξουσία τους, ενίσχυσε τους τοπικούς θεσμούς στις πόλεις, κατάργησε την πανηγυρική συνοδεία της ανατολικής βασιλείας και προπάντων την πολλή πολυτέλεια των ανακτόρων. Δεν πρέπει όμως, να πάρουμε κατά γράμμα όσα λέει ο Λιβάνιος για την αυλή του Κωνσταντίου. Σύμφωνα με τον ξακουστό αυτόν σοφιστή ο Ιουλιανός βρήκε στα ανάκτορα «χίλιους μαγείρους, όχι λιγότερους κουρείς, περισσότερους οινοχόους, σμήνη τραπεζοκόμους, ευνούχους περισσότερους από τις μύγες που βρίσκονται κοντά στους βοσκούς την άνοιξη». Αυτά είναι υπερβολές. Ο κύριος σκοπός του Ιουλιανού ήταν η ανόρθωση του αρχαίου θρησκεύματος, και για να πραγματοποιήσει το ανόητο όνειρό του κατασπατάλησε μάταια θησαυρούς πρακτικής δραστηριότητας. Σαν εραστής που έχασε τα λογικά του μπροστά στο πτώμα πολυπόθητης ερωμένης, φανταζόταν ο ταλαίπωρος ότι μπορούσε, με τα φιλιά του και τα αγκαλιάσματα, να δώσει ζωή σε ένα σώμα που διατηρούσε μεν ακόμα ασυναγώνιστη ομορφιά, αλλά εντούτοις ήταν άψυχο. Θέαμα οικτρό, που όμως είναι ανάγκη να παρακολουθήσουμε τις περιπέτειές του.
Ο ιεροφάντης των ελευσίνιων μυστηρίων στάλθηκε με πολλά δώρα και συνοδευόμενος από τους παλιούς δασκάλους του βασιλιά, να αναλάβει την επιμέλεια των ιερών της Ελλάδας. Ο δε Οριβάσιος, γιατρός και φίλος του Ιουλιανού, διατάχτηκε να πάει στους Δελφούς για να ανορθώσει το ιερό του Απόλλωνα. Αλλά το μέγεθος της παρακμής του τόσο ένδοξου άλλοτε και πλούσιου αυτού ιερού, φανερώνεται από το χρησμό που δόθηκε τότε στον απεσταλμένο του αυτοκράτορα. Ο χρησμός, που τον διέσωσε ως εμάς ο Γεώργιος ο Κεδρηνός, έλεγε τα εξής:
Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά· Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην. ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.
[Να πείτε στο βασιλιά ότι γκρεμίστηκε η περίτεχνη αυλή. Ο Απόλλωνος δεν έχει πια καλύβα, ούτε προφητική δάφνη ούτε πηγή που να μιλάει. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε].
Δεν είναι σαν να ακούει κανείς τον τελευταίο αποχαιρετισμό της Πυθίας, και δε μοιάζουν αυτά τα λόγια σαν επίγραμμα που η Πυθία προτείνει να χαραχτεί στον τάφο της; Συγχρόνως άρχισαν να ανοικοδομούνται και να στολίζονται πολυάριθμοι ναοί στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στην Πελοπόννησο. Η Νικόπόλη και η Ελευσίνα αναστηλώνονταν λαμπρές από τα ερείπιά τους· ο αρχαίος τρόπος ζωής στην Αθήνα, που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, φαινόταν να αναγεννιέται· οι αγώνες και οι γιορτές στους Δελφούς, στο Άργος, στην Ολυμπία, στο Άκτιο, στην Αντιόχεια έγιναν με μεγαλοπρέπεια, σύμφωνα με τα παλιά έθιμα· τα γυμναστήρια γέμισαν αθλητές· ιδιαίτερα προστατεύτηκαν από το βασιλιά οι φιλοσοφικές σχολές, ο οποίος, σε εγκώμιο που έγραψε για τη βασίλισσα Ευσεβία, παρομοιάζει τη σπουδή της φιλοσοφίας στην Ελλάδα με τις αστείρευτες πηγές του Νείλου, και προσθέτει: «Ποτέ λοιπόν, δε χάθηκε η φιλοσοφία από τους Έλληνες ούτε εγκατέλειψε την Αθήνα ούτε τη Σπάρτη ούτε την Κόρινθο· και ελάχιστα δίψασε εξαιτίας αυτών των πηγών το άνυδρο Άργος».
Προπάντων όμως, ο ίδιος ο Ιουλιανός εκπλήρωνε με ευλάβεια τα καθήκοντα του αρχιερέα, διορίζοντας επιτρόπους του αυτών των καθηκόντων στις διάφορες επαρχίες φιλοσόφους και ιερείς, όσους θεωρούσε κατάλληλους για την εφαρμογή των σχεδίων του, από τους οποίους μερικοί πέτυχαν πράγματι σε κάποιες περιοχές την ειρηνική ανόρθωση των αρχαίων ιερών, όπως, π.χ., ο Χρυσάνθιος που του είχε ανατεθεί η Λυδία.
Η συμπεριφορά του Ιουλιανού προς τους χριστιανούς ήταν γενικά μετριοπαθής και σχεδόν όπως ο θείος του, ο Μέγας Κωνσταντίνος, είχε πολιτευτεί προς του ειδωλολάτρες. Δικαιολογημένα υπερηφανεύεται γι’ αυτό συχνά, λέγοντας στην 34η επιστολή του: «Συμπεριφέρθηκα προς όλους τους Γαλιλαίους τόσο ήπια και φιλάνθρωπα ώστε κανένας πουθενά να μην υποφέρει από βία ούτε να έλκεται σε ιερό ούτε να επηρεάζεται από οποιοδήποτε σχετικό αντίθετα με τη θέλησή του». Και στην 52η επιστολή: «Θεώρησα τον εαυτό μου προστάτη των Γαλιλαίων, και μου χρωστάνε μεγαλύτερη χάρη απ’ ό,τι στον προκάτοχό μου», δηλαδή στο βασιλιά Κων- στάντιο.
Τους χριστιανούς τους ονομάζει Γαλιλαίους, σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο, γιατί, κατά τον Ιωάννη Μαλάλα, ως την εποχή του Ευόδου που έζησε στα χρόνια του Κλαύδιου, οι χριστιανοί ονομάζονταν Ναζωραίοι και Γαλιλαίοι· χριστιανοί ονομάστηκαν από τον ίδιο τον επίσκοπο Εύοδο. Καμιά φορά μάλιστα ο Ιουλιανός έφερνε ως παράδειγμα για μίμηση στους εξευτελισμένους και εξαχρειωμένους ιερείς της ειδωλολατρίας τις τόσο θαυμάσια οργανωμένες χριστιανικές εκκλησίες, όπως μαρτυρεί η 49η επιστολή του προς τον αρχιερέα της Γαλατίας Αρσάκιο.
Αλλά αυτές οι εκδηλώσεις του Ιουλιανού ήταν θεωρητικές, γιατί η πραγματικότητα τον παρέσυρε σε άτοπες ενέργειες που δύσκολα μπορούν να εξηγηθούν. Δεν πρόκειται βέβαια να πιστέψουμε τις υπερβολές στις οποίες εκτράπηκαν οι χριστιανοί στις κατηγορίες τους κατά του Ιουλιανού, που ένα δείγμα τους το παραθέτουμε εδώ, όπως το αφηγείται ο Κεδρηνός: «Ο Ιουλιανός χάραξε δέκα χιλιάδες γυναίκες που εγκυμονούσαν και αψαίρεσε το συκώτι των εμβρύων· και πολλά παιδιά έσφαζε και τα θυσίαζε στα είδωλα». Τέτοια φοβερά ανοσιουργήματα ο χρηστός, ο αγαθός, ο φιλάνθρωπος Ιουλιανός δεν έκανε ποτέ. Και δε θεωρούμε δίκαιο να κατακριθεί απόλυτα για το ότι αφαίρεσε από τον χριστιανικό κλήρο τα μεγάλα προνόμιά του, γιατί και οι κατοπινοί χριστιανοί αυτοκράτορες δε νόμισαν ποτέ σωστό να επαναφέρουν όλα εκείνα τα προνόμια. Ούτε θα τον κατηγορήσουμε για την ανοικοδόμηση που επιχείρησε του ιουδαϊκού ναού της Ιερουσαλήμ, γιατί και αυτό μπορεί ίσως να εξηγηθεί ως ένα βαθμό ως δείγμα της ανεξιθρησκείας του βασιλιά. Αλλά εκτράπηκε σε άλλες πράξεις εντελώς αδικαιολόγητες.
Ο Ιουλιανός λάτρευε την ελληνική παιδεία και έγραφε την ελληνική σαν δική του γλώσσα. Και είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που επιχείρησαν κάποια σπουδαία κοινωνική μεταρρύθμιση του κράτους, την ελληνική γλώσσα χρησιμοποίησαν για να εφαρμόσουν τις αποφάσεις τους· είναι τόσο πολύ βέβαιο ότι η γλώσσα αυτή, και στην εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας, θεωρούνταν και ήταν επικρατέστερη από τη λατινική. Ο Μάρκος Αυρήλιος, που έλπισε να εκπαιδεύσει ηθικά τον κόσμο σύμφωνα με τις αρχές της στωϊκής φιλοσοφίας, στην ελληνική συνέταξε το πρόγραμμά του, δηλαδή «Τα καθ’ εαυτόν». Ο Μέγας Κωνσταντίνος, που ύψωσε τη σημαία του χριστιανισμού, ελληνικά γράμματα έγραψε πάνω της και σε ελληνική πόλη την έστησε. Και ο Ιουλιανός, που ονειρεύτηκε την ανάσταση του αρχαίου βίου, στην ελληνική γλώσσα έγραψε όλες τις επιστολές του.
Ο Ιουλιανός όμως, δεν αγάπησε μόνο την ελληνική παιδεία και γλώσσα· ήθελε να τις κάνει κτήμα δικό του και των γύρω του, κατατάσσοντας τους χριστιανούς τελείως στην κατηγορία των βαρβάρων, για να τους τιμωρήσει επειδή αποστρέφονταν την αρχαία θρησκεία του ελληνισμού. Για το σκοπό αυτό, συγχέοντας επιδέξια την ειδωλολατρία με τα υπόλοιπα συστατικά του ελληνισμού, έλεγε ειρωνευόμενος, «σε μας ανήκουν η ευγλωττία και οι τέχνες της Ελλάδας καθώς και η λατρεία των θεών της· δική σας δε κληρονομιά είναι η αμάθεια, η αγένεια και τίποτε άλλο· αυτή είναι η σοφία σας». Στηριζόμενος πάνω σ’ αυτό το σόφισμα όχι μόνο απέκλεισε τους χριστιανούς από όλα τα ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, αλλά, το ακόμη πιο φοβερό, τους απαγόρευε να σπουδάζουν τη γραμματική, τη ρητορική, την ιατρική και αυτές ακόμα τις καλές τέχνες, παραδίνοντας όλη την εκπαίδευση στους ειδωλολάτρες σοφιστές.
Καμιά άλλη από τις διατάξεις του Ιουλιανού δεν μπορούσε να προξενήσει στον χριστιανισμό βαρύτερη πληγή και καμιά δεν προκάλεσε πιο πικρή αγανάκτηση στους χριστιανούς. Η αγανάκτηση αυτή εκδηλώθηκε λαμπρά από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, με το περίφημο σημείο του λόγου του κατά του Ιουλιανού, του «Στηλιτευτικού α'», που αρχίζοντας με τις λέξεις «πολλών γαρ και δεινών όντων εφ’ οις εκείνος μισείσθαι δίκαιος, ουκ έστιν ό,τι μάλλον ή τούτο παρανομήσας φαίνεται» («από όσα πολλά και φοβερά έχει πράξει εκείνος και έχουν προκαλέσει δικαιολογημένα την οργή, δεν υπάρχει κάτι περισσότερο παράνομο από αυτό»), συνεχίζει ως το τέλος του λόγου, υποδείχνοντας την απαραίτητη ανάγκη της συμμαχίας του χριστιανισμού με τον αρχαίο ελληνισμό.
Επρόκειτο πράγματι να καθιερωθεί το διαζύγιο του νέου δόγματος από τον αρχαίο ελληνισμό και να ανατραπεί έτσι από τα θεμέλιά της η μία από τις δυο βάσεις πάνω στις οποίες δεν έπαψε από τότε να στηρίζεται λίγο-πολύ ο ελληνισμός. Πώς λοιπόν μπορούσε να μην οργιστεί η ευαίσθητη ψυχή του Ναζιανζηνού; Έτσι δικαιολογημένα φωνάζει, αποτεινόμενος στους ειδωλολάτρες: «Όλα τα άλλα τα άφησα σε όσους τα θέλουν, τον πλούτο, την ευγενική καταγωγή, τη δόξα, την εξουσία, που προσφέρονται σ’ αυτόν τον κόσμο και προκαλούν ονειρική ευχαρίστηση. Ενδιαφέρομαι μόνο για τον αρχαίο λόγο, και δε λογαριάζω καμιά επίπονη προσπάθειά μου σε γη και θάλασσα που είναι αναγκαία για να μπορώ να τον χρησιμοποιώ».
Οι δυο αντίπαλες μερίδες ανταγωνίζονταν έτσι ποια περισσότερο από την άλλη θα έκανε δικούς της τους θησαυρούς της ελληνικής σοφίας και ευφυΐας. Αλλά η πάλη δεν περιοριζόταν σ’ αυτό. Ο Ιουλιανός με νόμο υποχρέωσε τους χριστιανούς να δώσουν αποζημιώσεις για όσες ζημιές προκάλεσαν με την καταστροφή ειδωλολατρικών ναών, που έγινε στα χρόνια των προηγούμενων βασιλιάδων και ιδιαίτερα επί Κωνσταντίου. Η εφαρμογή αυτού του νόμου δεν μπορούσε παρά να συνοδευτεί από βιαιοπραγίες, οποία κι αν ήταν η επιθυμία του βασιλιά να τις αποφύγει. Ο επίσκοπος Αρεθουσίων Μάρκος βασανίστηκε ανελέητα από τους άρχοντες αυτής της πόλης, γιατί δεν παραδεχόταν ότι ήταν υποχρεωμένος να δώσει αποζημίωση για ένα ναό που άλλοτε τον είχε καταστρέφει. Τελικά ο βασιλιάς του έσωσε τη ζωή. Αλλά αν αληθεύει, όπως βεβαιώνεται, ότι ο επίσκοπος εκείνος είχε πολύ συντελέσει στο να γλιτώσει ο Ιουλιανός το θάνατο στην εποχή της σφαγής που είχε εξαπολύσει ο Κωνστάντιος κατά των συγγενών του, ο Ιουλιανός βέβαια έδειξε θλιβερή αγνωμοσύνη που δεν πρόλαβε τα παθήματα του γέροντα, ή τουλάχιστον που δεν τιμώρησε τους ενόχους.
Οι χριστιανοί από την άλλη πλευρά, δεν ήταν δυνατόν χωρίς αμφιβολία να μείνουν αδιάφοροι θεατές τέτοιτον επιθέσεων. Έτσι, όταν ο Ιουλιανός επιχείρησε να ανανεώσει τους τόπους όπου γίνονταν οι ειδωλολατρικές τελετές και γιορτές
και εκτράπηκε σε βρισιές κατά των χριστιανικών ιερών που είχαν εντωμεταξύ ανεγερθεί, πυρπολήθηκε τη νύχτα ο ναός του Απόλλωνα στη Δάφνη, και καταδιώχτηκαν φοβερά γι’ αυτό οι χριστιανοί. Επίσης μερικές αταξίες που έγιναν στην Έδεσσα από τους αρειανούς, έδωσαν αφορμή στο βασιλιά να δημεύσει όλη την εκκλησιαστική τους περιουσία, και τα χρήματα τα μοίρασε στους στρατιώτες και τα κτήματα τα έκανε δημόσια. Η κατάσταση λοιπόν, ερεθιζόταν όλο και περισσότερο, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ξεσπούσε φοβερός εμφύλιος πόλεμος σε όλο το κράτος αν επιζούσε ο Ιουλιανός.
Αλλά ο Ιουλιανός δε βασίλευε ούτε καν δυο χρόνια. Αφού νίκησε, όπως είπαμε, τα γερμανικά φύλα, φλεγόταν από την επιθυμία να ταπεινώσει και τους βαρβάρους οι οποίοι από ανατολικά είχαν προκαλέσει, στα χρόνια του Κωνσταντίου, πληγές κατά του κράτους, κι έτσι ξανάρχισε δραστήρια τον πόλεμο, μόλις έγινε βασιλιάς, κατά του Σαπώρ. Είχε την πρόθεση να μην περιοριστεί σε απλή άμυνα, αλλά να εισβάλει στο εσωτερικό του αντίπαλου κράτους. Συγκρότησε λοιπόν στρατό από 65.000 άνδρες, κατασκεύασε πολυάριθμο στόλο πάνω στον Ευφράτη και όρμησε κατά της Μεσοποταμίας, κυρίευσε όσες πόλεις της θέλησαν να αντισταθούν, πέρασε τον ποταμό Τίγρη, παρ’ όλο που οι Πέρσες αγωνίστηκαν να εμποδίσουν αυτό το πέρασμά του, και πολιόρκησε την Κτησιφώντα. Δεν μπόρεσε όμως να κυριεύσει την οχυρή και μεγάλη αυτή βασιλεύουσα και προχώρησε, μέσ’ από τις πλούσιες επαρχίες της Περσίας, αναζητώντας τον Σαπώρ. Αλλά εδώ έχασε τον προσανατολισμό του, έπεσε σε αδιάβατες ερημιές κι έτσι αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Τότε έκανε την εμφάνισή του ο μεγάλος στρατός του Πέρση βασιλιά, πιέζοντάς τον και απειλώντας τον συνεχώς. Ο Ιουλιανός δεν έχασε ούτε την ανδρεία του ούτε την υπομονετικότητά του, και ετοιμαζόταν να επαναλάβει το θέαμα που είδε κάποτε ο κόσμος, στους ίδιους περίπου τόπους, από τους μυρίους του Ξενοφώντα, όταν, μέσα στις ασταμάτητες εκείνες συμπλοκές, μαθαίνοντας κάποια μέρα ότι ο εχθρός είχε χτυπήσει την οπισθοφυλακή του, έτρεξε στο πεδίο της μάχης χωρίς θώρακα και έπεσε πληγωμένος βαριά. Πέθανε τη νύχτα της 25ης Ιουνίου του 363, σε ηλικία 32 χρόνων. Λένε ότι ξεψυχώντας πήρε στα χέρια του αίμα από την πληγή του και ράντισε τον αέρα, φωνάζοντας: «Νενίκηκας Χριστέ· κορέσθητι Ναζωραίε». Αργότερα μεταφέρθηκε το σώμα του στην Ταρσό και τον έθαψαν σ' ένα προάστιο αυτής της πόλης, και πάνω στον τάφο του χαράχτηκε αυτό το επίγραμμα:
Ιουλιανός μετά Τίγριν αγάρροον ενθάδε κείται, αμφότερον βασιλεύς τ’ αγαθός κρατερός τ’ αιχμητής.
[Ο Ιουλιανός βρίσκεται εδώ, ύστερα από το πέρασμα του ορμητικού Τίγρη, βασιλιάς αγαθός, γενναίος και πολεμικός].
Ο ειδωλολάτρης ιστορικός Ζώσιμος τον ονόμασε μέγα· οι χριστιανοί χρονογράφοι συγκέντρωσαν εναντίον του τις φοβερότερες βρισιές. Τη δική μας γνώμη την ξέρει ο αναγνώστης. Ο Ιουλιανός είχε πράγματι πολλές αρετές, αλλά δεν κατάλαβε τον αληθινό χαρακτήρα και τις πραγματικές ανάγκες της εποχής του. Αν είχε γεννηθεί στον καιρό της ακμής του αρχαίου κόσμου, επειδή το πνεύμα του θα βρισκόταν σε φιλική ατμόσφαιρα, οι αρετές εκείνες, γεννώντας καλούς καρπούς, θα τον είχαν αναδείξει άξιον να συναγωνιστεί τον Ξενοφώντα ή τον Αγησίλαο. Επειδή όμως γεννήθηκε σε χρόνια ξένα προς το πνεύμα που επικρατούσε μέσα του, οι αρετές αυτές κατάντησαν άγονες και θα μπορούσαν να γίνουν καταστροφικές αν ζούσε. Κάτι σχετικό συμβαίνει και στον φυσικό κόσμο. Υπάρχουν μετεωρολογικά φαινόμενα όπως το χαλάζι, ο κεραυνός και τα παρόμοια, πάντοτε ζημιογόνα, όπως οι μοχθηροί άνθρωποι. Ο Ιουλιανός βέβαια, δεν ήταν μοχθηρός άνθρωπος, όπως τον παράστησαν οι χριστιανοί. Αλλά υπάρχουν και φυσικά γεγονότα, όπως ο καύσωνας του ήλιου και τα παρόμοια, που όταν συμβαίνουν στον κατάλληλο καιρό είναι πάρα πολύ ευεργετικά, αλλά όταν συμβαίνουν εκτός εποχής μπορούν να φέρουν φοβερές συμφορές.
Με τον Ιουλιανό συνέβη αυτό το τελευταίο. Έτσι δεν μπορεί να ονομαστεί, όπως απαίτησαν οι ειδωλολάτρες, μέγας, γιατί ποτέ δεν είναι μέγας εκείνος που δεν ευεργέτησε την ανθρωπότητα, ή τουλάχιστον το δικό του έθνος, και ο Ιουλιανός βέβαια δεν ευεργέτησε τον κόσμο. Επειδή όμως, κανένας συνετός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα φυσικά εκείνα γεγονότα, εξεταζόμενα καθεαυτά, είναι αγαθοποιά, το ίδιο και κάθε αληθινός γνώστης της ιστορίας δεν μπορεί να μην ομολογήσει ότι ο Ιουλιανός θα γινόταν άριστος ηγεμόνας αν, ή γεννιόταν σε εποχή πιο συγγενική του, ή πολιτευόταν καταλληλότερα σχετικά με τις γύρω του περιστάσεις.

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (606) Αγάπη Θεού (346) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (167) άγγελοι (69) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (231) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (98) Άγιο Φως (1) άγιοι (179) άγιος (197) αγνότητα (42) άγχος (36) αγώνας (106) αγώνας πνευματικός (272) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (127) αιρέσει (1) αιρέσεις (363) αιωνιότητα (15) ακηδία (4) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (117) αμαρτία (345) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (146) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (324) άνθρωπος (304) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (5) αξιώματα (15) απἀθεια (5) απελπισία (11) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (16) αποκάλυψη (8) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (201) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (109) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (149) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (10) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (17) βάπτισμα (32) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (31) Βασιλεία Θεού (33) Βασίλειος ο Μέγας (32) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (41) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (1) Βουδδισμός (5) γαλήνη (2) γάμος (125) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (14) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (26) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (10) γυναίκα (37) δάκρυα (58) δάσκαλος (24) Δεύτερη Παρουσία (29) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (235) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (147) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (39) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (70) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (19) εγωισμός (250) εικόνες (34) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (55) εκκλησία (240) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (17) ελεημοσύνη (115) ελευθερία (62) Ελλάδα (19) ελπίδα (61) εμπιστοσὐνη (59) εντολές (13) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (168) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (80) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (185) έρωτας (19) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (194) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (33) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (16) ευγνωμοσὐνη (42) ευλογία (5) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (65) ευχαριστία (54) Εφραίμ Άγιος Νέας Μάκρης (1) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (39) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (46) ζωή (38) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (308) θάρρος (100) θαύμα (260) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (179) Θεία Λειτουργία (130) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (56) θέληση (38) θεογνωσία (2) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (36) θεολογία (29) Θεός (333) Θεοφάνεια (6) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (6) θέωση (6) θλίψεις (282) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (14) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (7) ιεραποστολή (49) ιερέας (177) ιερωσύνη (17) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουλιανός Παραβάτης (2) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (64) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (12) Ιστορία Παγκόσμια (16) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (331) Ιωάννης Χρυσόστομος (401) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (7) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (139) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (120) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (132) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (14) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (6) κλοπή (5) Κοίμησις Θεοτόκου (26) κοινωνία (167) κόλαση (50) Κόντογλου Φώτης (4) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (49) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Κωνσταντίνος Άγιος (2) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (117) λόγος Θεού (22) Λουκάς Ευαγγελιστής Άγιος (1) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (12) λύπη (60) μαγεία (19) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (2) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (102) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (371) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (3) μίσος (12) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (9) μοναξιά (21) μοναχισμός (114) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (11) νηστεία (67) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (3) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (3) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νους (55) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (35) οραμα (25) οράματα (33) οργή (2) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (295) όρκος (1) πάθη (270) πάθος (38) παιδεία (24) παιδιά (138) Παΐσιος Όσιος (380) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (336) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (113) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (23) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (9) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (28) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (546) πλησἰον (69) πλούτος (75) Πνευματικές Νουθεσίες (93) πνευματική ζωή (280) πνευματικός πατέρας (121) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (29) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (272) πραότητα (7) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (91) προορισμός (16) προσευχή (814) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (29) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (12) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (12) Σιλουανός Άγιος (3) σιωπή (14) σοφία (54) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (86) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (53) συγχώρηση (95) συκοφαντία (3) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (23) συναξάρι (2) συνείδηση (27) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (55) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (36) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (271) ταπείνωση (196) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (6) τέχνη (1) τιμωρία (21) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (43) υπακοή (129) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (55) υποκρισία (26) υπομονή (228) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (11) φιλία (31) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (56) φὀβος Θεοὐ (26) φύση (1) φως (46) Φώτιος άγιος (1) χαρά (124) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (122) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (366) Χριστούγεννα (69) χρόνος (36) ψαλμωδία (7) ψεύδος (24) ψυχαγωγία (10) ψυχή (275) ψυχολογία (25)