A. Ποιος είναι για κλάματα
α. Ο δίκαιος μεταβαίνει από τον θάνατο στη ζωή (Ιωάν. 5:24). Δεν πεθαίνει, αλλά ζει αιωνίως στη Βασιλεία του Θεού. Άρα ο δίκαιος (λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) δεν είναι για κλάματα. Για κλάματα είναι εκείνος που ζει στην αμαρτία. Αυτός, είτε ζει, είτε πεθαίνει, είναι αξιοθρήνητος (Εις Αδριάντας, ΣΤ' 3). Πολύ περισσότερον, όταν πεθαίνει. Πάει στο σκότος το εξώτερον!!!
β. Εμείς, όταν πεθαίνει ένας γέρος εκατό χρόνων (που έζησε μακρυά από τον Χριστό, και μέσα στην αμαρτία) δεν τον κλαίμε. Ήταν γέρος!.. Όταν πεθαίνει ένα παλικάρι, που έζησε με αγνότητα, και κοντά στον Χριστό, κλαίμε. Χάθηκε ένας νέος! Όμως, για κλάματα είναι ο γέρος!..
Β. Ο αποχωρισμός
α. Ο απόστολος Παύλος κήρυττε στην Έφεσσο. Οι χριστιανοί τον αγάπησαν. Δέθηκαν μαζί του. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, όλοι έκλαιαν απαρηγόρητα. Έπεφταν πάνω του!!! Τον αγκάλιαζαν και τον καταφιλούσαν!!! (Πράξ. 20:37-38) Ο δε Παύλος, δεν τους έλεγε «μην κλαίτε» αλλά τους άφηνε να κλαίνε! «Εγώ νομίζω (λέει ο ιερός Χρυσόστομος) πώς και ο Παύλος έκλαιε» (Όμιλ. ΜΕ',6., εις Πράξ.). «Γιατί κλαίτε, και μου σκίζετε την καρδιά;» έλεγε (ο Παύλος) σε παρόμοια περίπτωση (Πράξ 21:12). Είναι αξιοπρόσεκτο. Ο ουρανοβάμων Παύλος έκλαιε κατά την ώρα του αποχωρισμού!!!
β. Αν ο πρόσκαιρος αποχωρισμός «στοιχίζει» τόσο πολύ (ακόμα και στον άγιο), πόσο μάλλον ο μόνιμος αποχωρισμός, που είναι ο θάνατος. «Ποίος χωρισμός, ω αδελφοί, ποίος θρήνος εν τη παρούση ροπή» (Νεκρώσιμον). Το κλάμα (ακόμα και στους αγίους) είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Ιδού:
• Ο άγιος Δαβίδ, όταν έχασε τον υιό του Αβεσσαλώμ, κλείσθηκε στο δωμάτιό του, και έκλαιε απαρηγόρητα. Πηγαίνοντας δε προς το δωμάτιο μονολογούσε: «Παιδί μου, Αβεσσαλώμ παιδί μου, παιδί μου Αβεσσαλώμ. Παιδί μου, παιδί μου!» (Β΄Βασιλ. 18:33).
• Kι ’ όταν πέθανε η μάνα του Μ. Βασιλείου, ο άγιος έκλαιε σα μικρό παιδί. Έγραφε στον Επίσκοπο Ευσέβιο: «Μη με περιγελάσεις που κλαίω, και έμεινα ορφανός σε τέτοια ηλικία. Συγχώρεσέ με, που δεν μπορώ να υπομένω τον αποχωρισμό μιας ψυχής, που δε βλέπω τίποτε αντάξιο σ’ αυτόν τον κόσμο».
• Και η Παναγία, βλέποντας τον Υιό της να πορεύεται προς τον Γολγοθά, έκλαιε απαρηγόρητα, κτυπώντας τα στήθη της (Λουκ. 23.27).
Γ. Ανακουφίζονται οι πενθούντες
α. Το κλάμα έχει και την ψυχολογική του εξήγηση. Είναι μια «εκτόνωση». Το βαρύτατο φορτίο της λύπης, μετασχηματίζεται σε δάκρυα, και φεύγει από τον άνθρωπο, και «ξαλαφρώνει» ο άνθρωπος. Γι ’ αυτό η Γραφή συμβουλεύει τους πενθούντας να κλαίνε για να παρηγορούνται (Σειράχ 36:16-18). Και γι’ αυτό η καλύτερη παρηγοριά για κείνον που πενθεί, είναι να τον αφήνομε να κλαίει να «ξεσκάει».
β. Όταν τον εμποδίζομε, τον ζημιώνομε ψυχολογικά, «τον σκάμε». Η λύπη συσσωρεύεται μέσα του, εγκυμονώντας πολλούς κινδύνους. ( Αλήθεια. Αν δεν κλάψει η μάνα όταν χάνει το παιδί της, πότε θα κλάψει;)
Δ. Ανακουφίζονται, και οι νεκροί
Καθώς πέθαινε ένας μοναχός, άνοιξε τα μάτια και είδε γύρω του να τον κλαίνε οι συγγενείς και οι φίλοι του. Και μ’ αυτό παρηγορήθηκε η ψυχή του (Ευεργετ. τόμ.Α., σελ. 189,7). Άρα, όταν κλαίνε οι συγγενείς, παρηγορείται η ψυχή. Γι’ αυτό ο νεκρός επιζητεί το κλάμα: «κλαύσατε πάντες επ’ εμοί, αδελφοί και φίλοι, συγγενείς και γνωστοί» (Νεκρώσιμον).
Ε. Πώς πρέπει να κλαίμε
α. Ο Χριστός είπε για τον νεκρό Λάζαρο: «Κοιμάται, θα πάω να τον ξυπνήσω». Και παρόλο αυτό, έκλαψε! Ποιος κλαίει (λέει ο Μ. Βασίλειος) όταν κοιμάται ο φίλος του, και πάει να τον ξυπνήσει; Ο Χριστός (συνεχίζει ο άγιος) έκλαψε συμβολικά. Για να μας δείξει, πώς πρέπει να κλαίμε (Περί Ευχαριστίας). Ήτοι, να κλαίμε, όχι σαν τους αθέους, «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσ. 4:14), αλλά σαν τους πιστούς που πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού και στη Βασιλεία Του. Να κλαίμε με την ελπίδα, πως ο αδελφός μας μετέστη από τη γη στον ουρανό, και μια μέρα θα αναστηθεί, όπως ανέστη ο Λάζαρος. Να κλαίμε σαν τον Μ. Βασίλειο, σαν την Παναγία, σαν το Χριστό.
β. Όμως, αλλιώς κλαίμε, όταν πεθαίνει ο δίκαιος, και αλλιώς, όταν πεθαίνει ο αμαρτωλός. Όταν πεθαίνει ο δίκαιος, κλαίμε μεν επειδή έφυγε από κοντά μας, αλλά και νοιώθομε ανακούφιση, επειδή πορεύτηκε εις τόπο αναπαύσεως, «μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον». Όταν όμως πεθαίνει ο αμαρτωλός, κλαίμε δυο φορές! Και επειδή έφυγε από κοντά μας, και επειδή έφυγε αμετανόητος!.. Αλλά δεν απελπιζόμαστε. Eλπίζομε στο έλεος του Κυρίου.
ΣΤ. Οι μεγαλομάρτυρες
α. «Στην ψυχή σου θα πέσει μαχαιριά» (Λουκ. 2:34), προφήτευσε ο δίκαιος Συμεών για την Παναγία. Και «έπεσε». Η σταύρωση του Υιού της ήταν μαχαιριά για την ψυχή της.
β. Μαχαιριά («ρομφαία») αποκαλεί τον θάνατο η Γραφή. Σα να μας λέει: Όποιος χάνει το αγαπημένο του πρόσωπο, σφαγιάζεται η ψυχή του. Και, όποιος το μαχαίρωμα αυτό το υπομένει άνευ γογγυσμού, λογίζεται ως μεγαλομάρτυρας! «Αν κόβονταν το σώμα σας κομμάτια, και υπομένατε με γενναιότητα δοξάζοντας τον Κύριο, θα είχατε απ΄ Αυτόν μεγάλη ανταμοιβή. Το ίδιο θα γίνει και τώρα, που πονάτε ψυχικά» (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις Ολυμπιάδα).
(“Μετά θάνατον”, αρχιμ. Βασ. Μπακογιάννη, σσ. 55-59)