ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Πραγματικά, καθώς κάποια νύκτα στεκόταν σε προσευχή και με καθαρό νου ενωνόταν με τον πρώτο καθαρότατο νου, είδε ξαφνικά να λάμπει σ’ αυτόν φως επάνω από τους ουρανούς, λαμπερό και άφθονο, που καταφώτισε το παν και το κατέστησε καθαρό σαν ημέρα. Από αυτό δε φωτιζόμενος και ο ίδιος νόμιζε ότι όλος ο οίκος μαζί με το δωμάτιο όπου στεκόταν είχε αφανισθεί και είχε περάσει αμέσως στο μη ον κι ο ίδιος αισθανόταν ότι είχε αρπαγή στον αέρα και είχε ξεχάσει τελείως το σώμα. Σ’ αυτήν την κατάσταση, όπως έλεγε και έγραφε στους έμπιστούς του, γέμισε από μεγάλη χαρά και θερμά δάκρυα· και κατάπληκτος από την παραξενιά του θαύματος, αφού ήταν αμύητος ακόμη των αποκαλύψεων αυτού του είδους, εφώναξε δυνατά ακαταπαύστως το «Κύριε, ελέησον», καθώς αντιλήφθηκε ύστερα, όταν ήλθε στον εαυτό του· διότι εκείνη την ώρα δεν γνώριζε καθόλου ότι ομιλεί με φωνή ή ότι ακούεται προς τα έξω η λαλιά του. Ενεργούμενος λοιπόν σ’ αυτό το φως είδε ένα είδος φωτεινότατης νεφέλης, άμορφης και ασχημάτιστης και γεμάτης άρρητη δόξα Θεού στο ύψος του ουρανού, από τα δεξιά δε αυτής της νεφέλης έβλεπε να στέκεται ο πνευματικός πατήρ του Συμεών ο Ευλαβής -τι φρικτό όραμα!- με την στολή που συνήθιζε να φορά στην ζωή του, να παρατηρή σταθερά το θείο εκείνο φως και να το παρακαλεί απερίσπαστα. Ευρισκόμενος λοιπόν πολλή ώρα σ’ αυτήν την έκσταση και βλέποντας τον πατέρα του να παρίσταται δεξιά της δόξας του Θεού, δεν αισθανόταν αν ευρισκόταν τότε μέσα στο σώμα ή έξω από το σώμα, όπως διαβεβαίωνε κι έλεγε ύστερα. Όταν δε επί τέλους κάποτε το φως εκείνο συστάλθηκε για λίγο προς εαυτό, τότε αυτός αντιλήφθηκε πάλι ότι ευρίσκεται στο σώμα και μέσα στο δωμάτιο, και έτσι την μεν καρδιά ευρήκε γεμάτη άφατη χαρά, το δε στόμα να φωνάζει δυνατά το «Κύριε, ελέησον», και τον εαυτό του ολόκληρο καταβρεγμένο με δάκρυα γλυκύτερα από μέλι και κερί. Από την ώρα εκείνη αισθάνθηκε ότι το σώμα του έγινε λεπτό και ελαφρό, σαν πνευματικό, και παρέμεινε πολύν χρόνο σ’ αυτήν την κατάσταση. Τέτοιο και τόσο σπουδαίο είναι το έργο που ενεργεί στους ζηλωτάς η καθαρότης και ο θείος έρως» (τ. 19Α, σελ. 43-45).

«Αυτός που έχει αποκτήσει τον ουράνιο πλούτο, δηλαδή την παρουσία και ενοίκηση εκείνου που είπε, "εγώ και ο Πατήρ θα έλθωμε και θα κάμωμε σ’ αυτόν την διαμονή μας", γνωρίζει ενσυνειδήτως πόση χάρι απήλαυσε, γνωρίζει πόσου και ποιού είδους θησαυρό έχει στα ανάκτορα της καρδιάς του. Διότι διαλεγόμενος με τον Θεό ως φίλος προς φίλον, παρουσιάζεται με θάρρος ενώπιον του κατοικούντος στο απρόσιτο φως. Μακάριος είναι όποιος πιστεύει σ’ αυτά» (τ. 19Α, σ. 461).

«Σαν γίνω ταπεινός λοιπόν εκείνην (τη θεία λάμψη) αποχτώντας τότε κι εκείνη αχώριστη μένει μαζί μ’ εμένα, με καταλάμπει, μου μιλά, με βλέπει και τη βλέπω. Μες στην καρδιά μου βρίσκεται, απ’ τον ουρανό δε λείπει, μου ερμηνεύει τις γραφές και μου προσθέτει γνώση, μου εξηγεί τ’ απόκρυφα μα πώς να σας τα εκφράσω, μου δείχνει πώς με τράβηξε μέσ’ απ’ τον κόσμο εκείνη και με προστάζει να ελεώ στον κόσμον όσους ζούνε. Τοίχοι με κλείουν ολόγυρα, το σώμα μ’ εμποδίζει, κι ωστόσο είμαι έξω απ’ αυτά στ’ αλήθεια, μη απιστήσεις! Δε νιώθω εγώ χτυπήματα, κι ούτε φωνές ακούω, δε με φοβίζει ο θάνατος, τον έχω ξεπεράσει. Τι είναι η θλίψη τ’ αγνοώ κι ας με λυπούν οι πάντες, πίκρα μου γίνονται οι ηδονές, όλα τα πάθη φεύγουν, και βλέπω φως παντοτινά τη νύχτα και τη μέρα. Μέρα η νυχτιά μου φαίνεται και νύχτα η μέρα μου είναι, τον ύπνο δεν επιθυμώ, ζημία μου τούτο το έχω. Αλλά όταν όλα τα δεινά πια με περικυκλώσουν και με γοητέψει η όψη τους και με καταπονέσουν τότε έξω απ’ όλα βρίσκομαι ξάφνου μαζί μ’ εκείνην, έξω από λύπες και χαρές ή και ηδονές του κόσμου· βαθιά μου νιώθω τη χαρά την άρρητη και θεία» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 95-116).

«Χαρά μου του προσώπου σου είναι η θεωρία (όραση)» (τ. 19ΣΤ, σ. 381, στιχ. 14).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (τα παρακάτω είναι και σε άλλα θέματα)

«Η κατανοητώς και αντιληπτώς γινομένη ενοίκησις της τρισυπόστατης θεότητος στους τελείους δεν είναι πλήρωσις πόθου, αλλά μάλλον αρχή και αιτία σφοδροτέρου και μεγαλυτέρου πόθου. Διότι έκτοτε δεν αφήνει τον υποδεξάμενο αυτήν να ηρεμεί, αλλά τον ωθεί, σαν να καίγεται πάντοτε από φωτιά και να πυρώνεται, προς την φλόγα θειοτέρου πόθου. Διότι ο νους, μη μπορώντας να εύρη όρια και τέλος του ποθουμένου, δεν μπορεί να δώση ούτε μέτρα στον πόθο και την αγάπη αλλά βιαζόμενος να φθάση στο ατελείωτο τέλος και να το πιάση, περιφέρει μέσα του διαπαντός τον πόθο ατελείωτο και την αγάπη απλήρωτη. Όποιος έφθασε σ’ αυτό το σημείο δεν νομίζει ότι έχει εύρει μέσα του αρχή πόθου ή αγάπης του Θεού, αλλά φέρεται σαν να μη αγαπά τον Θεό, αφού δεν κατόρθωσε να καταλάβη το πλήρωμα της αγάπης. Για τούτο, θεωρώντας τον εαυτό του ως τον τελευταίο από τους φοβουμένους τον Θεό, θεωρεί εαυτόν από όλην του την ψυχή ανάξιο της σωτηρίας μαζί με τους πιστούς» (τ. 19Α, σελ. 395-7).

«Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ. 19Ε, σ. 167).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

1. Όταν ρίξουμε έστω και μία μόνο ματιά στο Ευαγγέλιο, ακόμη και χωρίς να κάνωμε καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια γι’ αυτό, βλέπομε ποιο ήταν το «ήθος» (δηλ. ο τρόπος συμπεριφοράς) του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· βλέπομε ότι ο Κύριος δεν τους αποστράφηκε ποτέ τους αμαρτωλούς. Λες και δεν ήταν τίποτε οι αμαρτίες τους! Και οι απόστολοι το ίδιο. Δεν βλέπομε πουθενά, να αποστράφηκαν ποτέ κανένα!
Αντίθετα, οι Φαρισαίοι αποστρέφονται τους πάντες. Αποστρέφονται ακόμη και τον παντέλειο ενανθρωπήσαντα Θεόν. Και τον αποστρέφονται τόσο, ώστε τον καταδικάζουν σαν εγκληματία! Και τον παραδίδουν σε επονείδιστο θάνατο. Και τον σταυρώνουν εν μέσω δύο ληστών.

2. Και αυτό είναι αρκετό. Γιατί από αυτό καταλαβαίνομε ότι η τάση μας να αποστρεφόμαστε τους άλλους είναι μία αρρώστια: Μία σοβαρή αρρώστια της ψυχής. Η αρρώστια αυτή λέγεται φαρισαϊσμός, επειδή αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό των φαρισαίων.
Η αρρώστια αυτή είναι ένα μάθημα για μας. Μας λέει, ότι την καρδιά μας πρέπει να την παρακολουθούμε με πολλή προσοχή. Και με την πνευματική μας κρίση, που την αντλούμε από το Ευαγγέλιο, να νεκρώνωμε σ’ αυτήν κάθε αίσθημα αποστροφής και καταφρόνησης του πλησίον.

3. Το Ευαγγέλιο είναι βιβλίο ιερό και άγιο. Όπως στα καθαρά νερά καθρεφτίζεται ο ήλιος, έτσι στο Ευαγγέλιο αντικατοπτρίζεται και φαίνεται καθαρά η μορφή του Χριστού. Μα όχι για όλους. Όποιος θέλει να ιδή τον Χριστό, πρέπει πρώτα να καθαρίση τον νου και την καρδιά του. Με την μετάνοια.
Μόνο τότε, στο Ευαγγέλιο θα τον βρη τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, τον Σωτήρα του πεπτωκότος ανθρώπου.
Μόνο τότε στο Ευαγγέλιο θα ιδή, τι αρετές πρέπει να έχη ο μαθητής του Ιησού.
Μόνο τότε θα ιδή, ότι καλείται να μάθη από τον ίδιο τον Χριστό την ταπείνωση και την πραότητα. Και ότι μόνο σ’ αυτές τις θεομίμητες αρετές θα εύρη την ανάπαυση της ψυχής του.

(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 9-10)

397. Η Εκκλησία, μες από τον ναό και τη θεία λατρεία, επενεργεί σε ολόκληρο τον άνθρωπο, τον μορφώνει εξ ολοκλήρου. Επενεργεί σε όλες του τις αισθήσεις, στον νου του, στην καρδιά του. Με τη λάμψι των εικόνων και όλου του ναού. Με την ευωδία του θυμιάματος. Με τον ασπασμό του Ευαγγελίου, του Σταυρού και των εικόνων. Με τον γλυκό ήχο των αναγνωσμάτων της Αγίας Γραφής. Με τη θεία κοινωνία. Όρασις, ακοή, γεύσις, όσφρησις, αφή: όλοι οι δρόμοι των σωματικών αισθήσεων φέρουν το Πνεύμα του Θεού μέσα μας.

398. Ο ήλιος λάμπει στη γη. Ο νοητός Ήλιος – ο Θεός – λάμπει αδιάκοπα στις ψυχές των εκλεκτών.

399. Ο Θεός «εν αγίοις αναπαύεται». Η δύναμίς του βρίσκεται και στα ονόματά τους και στις εικόνες τους. Όταν κανείς τους επικαλήται με πίστι, οι εικόνες τους μπορούν να κάμουν θαύματα.

400. Η Θεία Λειτουργία είναι μία ορατή αναπαράστασις –με πρόσωπα, με διάφορα αντικείμενα, λόγια και πράξεις, - της γεννήσεως, της ζωής, της διδασκαλίας, των εντολών, των θαυμάτων και προφητειών, των παθών, της σταυρώσεως, του θανάτου, της αναστάσεως και της εις ουρανούς αναλήψεως του αρχηγού της πίστεώς μας Κυρίου Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Υιού του Θεού. Κατά τη Θεία Λειτουργία, παρίσταται ο Ίδιος αοράτως, ο Ίδιος ενεργεί και τελεί τα πάντα μέσω του ιερέως και του διακόνου, που είναι απλώς όργανά του.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 172-173)

396. Η Γέννησις του Χριστού: «Χριστός επί γης!». Ήλθε στη γη Εκείνος που μας έπλασε από το χώμα και μας ενφύσησε τη θεία του πνοή. Ο «διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα» (Πραξ. Ιζ’ 25). Εκείνος που με μόνο τον λόγο του κάλεσε τα ορατά και τα αόρατα από την ανυπαρξία στην ύπαρξι και που οι χορείες των Αγγέλων τον διακονούν και τον προσκυνούν με φόβο και χαρά. Και με τι ταπείνωσι ήλθε! Γεννήθηκε από μία φτωχή παρθένο, σ’ ένα σπήλαιο και, τυλιγμένος με φθηνά σπάργανα, ανεκλίθη σε μία φάτνη. Πλούτη, τιμές και δόξες του κόσμου τούτου, προσκυνήστε ταπεινά τον Σωτήρα των ανθρώπων. Μην υπερηφανεύεστε πλέον για τη σημασία που σας δίνει ο κόσμος. Δόξα αυτού του κόσμου, μάθε εδώ, μπροστά σ’ αυτή τη φάτνη, τη ματαιότητα σου. Αλλά και όλοι ας ταπεινωθούμε. Ας προσκυνήσουμε ταπεινά την ανεκλάλητο Ταπεινωσύνη του Βασιλέως των πάντων, του Θεού μας, που ήλθε για να μας γιάνη τις ασθένειες, να μας σώση από την υπερηφάνεια, τη ματαιοδοξία, την εξαχρείωσι και κάθε αμαρτωλό ρύπο.

396. Η αμαρτία, αυτή καθεαυτή, είναι φωτιά. Έτσι και εμείς λέμε ότι κάποιος φλογίζεται από τον σαρκικό οίστρο ή τον καίει η επιθυμία του κακού. Η αμαρτία έχει μέσα της μία πύρινη καταδίκη. Και τι θ’ απογίνη λοιπόν μ’ αυτή τη φωτιά, αν ο αμαρτωλός μείνη αμετανόητος και ο Θεός τον εγκαταλείψη εντελώς; Θα βρεθή στη μεγάλη φωτιά της Κολάσεως, στο ακοίμητο πυρ της Γεένης. Αυτή η φωτιά υπάρχει πραγματικά. Και εμείς, αναίσθητοι μπροστά σ’ αυτό το ενδεχόμενο, δεν φοβόμαστε, δεν τρέμουμε. Σπαταλάμε τη ζωή μας σε διασκεδάσεις. Είμαστε ψυχροί απέναντι της Εκκλησίας. Δεν εκτελούμε τα χριστιανικά μας καθήκοντα. Μένουμε αποτελματωμένοι στην αμαρτία. Αλλοίμονό μας!

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 171-172)

Η προσευχή της:

«Συ Κύριέ μου, έλεγε, εξαφάνισες από μέσα μας το φόβο του θανάτου.

Συ έκανες, για χάρη μας, το τέλος αυτής της πρόσκαιρης ζωής ξεκίνημα της αληθινής και αιώνιας ζωής.

Συ για λίγο καιρό αναπαύεις με τον ύπνο του θανάτου τα σώματά μας και πάλι θα τα ξυπνήσεις με τη σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας Σου.

Συ παραδίδεις σαν περιουσία στης γης τα σπλάχνα πάλι το χωματένιο σώμα μας, που με τα χέρια Σου έπλασες και ξαναπαίρνεις πάλι ό,τι έδωσες στη γη, κάνοντας το θνητό και άσχημο σώμα μας λαμπρό, με την αφθαρσία και τη χάρη Σου.

Συ μας γλύτωσες από την κατάρα και την αμαρτία, αφού δέχθηκες κι έγινες και τα δύο για τη δική μας σωτηρία.

Συ σύντριψες τις κεφαλές του δράκοντα που με το χάσμα, που έφερε η παρακοή των πρωτοπλάστων, κράταγε γερά από το λαιμό τον άνθρωπο.

Συ μας άνοιξες το δρόμο για την Ανάσταση, συντρίβοντας τις πύλες του Άδη και κατάργησες αυτόν, που ως τότε είχε την εξουσία του θανάτου.

Συ έδωσες σε όσους Σε ευλαβούνται, σαν σημείο δυνάμεως, τον τύπο του Παναγίου Σταυρού Σου, για να νικάμε το διάβολο και ν’ ασφαλίζουμε τη ζωή μας.

Θεέ αιώνιε,

Σε Σένα παραδόθηκα από την ώρα που γεννήθηκα,

Εσένα αγάπησε η ψυχή μου, με όλη της τη δύναμη.

Σε Σένα αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχή μου από τα νεανικά μου χρόνια μέχρι τώρα.

Συ, Κύριε, βάλε και τώρα στο πλευρό μου φωτεινό άγγελο να με οδηγήσει στον τόπο της αναψυχής, όπου κυλάνε τα δροσερά νερά που αναπαύουν τις ψυχές, μέσα στην αγκάλη των αγίων πατέρων.

Συ που έπαυσες την ισχύ της πύρινης ρομφαίας κι επανέφερες στον Παράδεισο τον άνθρωπο, που σταυρώθηκε μαζί Σου και πρόσπεσε στην ευσπλαχνία Σου, θυμήσου κι εμένα στη Βασιλεία Σου.

Γιατί και ’γω σταυρώθηκα μαζί Σου, αφού για τον άγιο φόβο Σου κάρφωσα τη χωματένια σάρκα μου και σεβάσθηκα τα θελήματά Σου.

Ας μη με χωρίσει το φοβερό χάσμα του θανάτου από τους εκλεκτούς Σου.

Στο δρόμο μου να μη σταθεί ο διάβολος εμπόδιο, ούτε η αμαρτία μου να βρεθεί μπροστά Σου, εάν σε κάτι αμάρτησα από αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως με λόγια, με πράξεις ή με λογισμούς.

Συ που έχεις εξουσία να συγχωρείς πάνω στη γη τις αμαρτίες, συγχώρεσέ με, για να αναπαυθώ και να βρεθώ μπροστά Σου, όταν χωρισθώ από το σώμα μου, χωρίς ρύπο ή κηλίδα στης ψυχής μου τη μορφή.

Δώσε να γίνει δεκτή η ψυχή μου στα χέρια Σου, καθαρή και αμόλυντη, ως θυμίαμα ευωδιαστό ενώπιόν Σου».

Προς τα Ουράνια σκηνώματα

Λέγοντας αυτά σφράγιζε συγχρόνως με το σημείο του Σταυρού τα μάτια της, το στόμα της, και το μέρος της καρδιάς της. Σιγά-σιγά και η γλώσσα της, που φρυγάνιασε από τον πυρετό, δεν άρθρωνε πλέον καθαρά τις λέξεις. Η φωνή της χανόταν, και μόνο με το ανοιγόκλεισμα των χειλιών της καταλαβαίναμε πως προσευχόταν ακόμα.

Εν τω μεταξύ όταν σουρούπωσε και κάποια έφερε φως, άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της και βλέποντας προς την ανατολή, έδειχνε ολοφάνερα πως επιθυμούσε να πει την εσπερινή ευχαριστία. Επειδή όμως η φωνή της είχε σβήσει, μόνο με την καρδιά και την ικετευτική κίνηση των χεριών της ικανοποιούσε την επιθυμία της και τα χείλη της τα κινούσε σύμφωνα με την εσωτερική της διάθεση. Σαν αποτελείωσε την ευχαριστήρια προσευχή της, σήκωσε το χέρι στο πρόσωπό της κάνοντας το σημείο του σταυρού, για να δηλώσει το τέλος της προσευχής. Έπειτα, αφού ανέπνευσε βαθιά και δυνατά, μαζί με την προσευχή τελείωσε και τη ζωή της.

Καθώς βρισκόταν πλέον ακίνητη και χωρίς πνοή μπροστά μου, θυμήθηκα τις εντολές της, όσες έδωσε ευθύς από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, λέγοντας πως θέλει τα δικά μου χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από μένα να γίνουν οι κανονισμένες φροντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασα τότε το παγωμένο από τη λύπη χέρι μου πάνω στο άγιο πρόσωπό της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησα στην εντολή της. Γιατί τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να τα τακτοποιήσει κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθετημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δεν χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευτρεπίσει.

(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, "Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνης", εκδ. Ι.Μ. Αγίων Πάντων, Σπέτσαι, -απόσπασμα- σελ. 56-67)

«Ο δε Θεός, που δίνει φωλιά στους νεοσσούς των αετών και άρτο στους ανθρώπους για να φάγουν, ρίχνει σαν βροχή τα χρήματα και στον μακάριο τούτον και του ανοίγει τους θησαυρούς των αρχόντων, και όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, του χορηγούν ικανή ποσότητα χρυσού. Παίρνοντάς την ο μακάριος, άρχισε το έργο της ανοικοδομήσεως του μοναστηριού με την πεποίθηση στον Θεό, στον οποίο προσευχήθηκε και γι’ αυτό» (τ. 19Α, σελ. 225-227).

«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίκτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχη ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε "ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον". Και ο άγιος "ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσης με την βοήθεια του Θεού θα το πάρω εγώ και συ θα λάβης από εμέ αργυρό νόμισμα για την τιμή του ψαριού". Ο αλιεύς λοιπόν πετά το αγκίστρι όσο γρηγορότερα μπορούσε προς το μέσο του ποταμού, και — Ω Χριστέ, τι θαύματα και τι δύναμι έχουν οι άγιοί σου! — χωρίς να περιμένη καθόλου, το σήκωσε με το χέρι και ανέσυρε από εκεί μεγάλο ψάρι. Μόλις δε ο αλιεύς ανελπίστως είδε το μεγάλο ψάρι που ψάρευσε, το λαμβάνει και το φυλάγει κάτω από το ένδυμά του. Λέγει ο άγιος "πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε και δώσε μου το ψάρι που αλίευσες στ’ όνομά μου". Αυτός όμως απαντά "το χρεωστώ στον τάδε πατρίκιο και δεν το πωλώ". Ο δε άγιος αντιλαμβανόμενος από αυτό την κακία και την αδικία της ψυχής του, τον εγκατέλειψε και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα καταράσθηκε την αδικία και αμέσως το ψάρι ξέφυγε από το ένδυμα και πηδώντας ψηλά εξακοντίσθηκε στη μέση του ποταμού και αφήνει τον αγνώμονα όπως πρώτα αδειανό» (τ. 19Α, σελ. 253-255).

«Ο Θεός για εκείνους μεν που βλέπουν σωματικώς δεν είναι πουθενά, διότι είναι αόρατος, αλλά για όσους έχουν πνευματική νόηση είναι παντού, διότι είναι παντού παρών. Διότι ευρίσκεται και εις το σύμπαν και εκτός του σύμπαντος· κατά τούτο και αυτός μεν είναι κοντά στους σεβομένους αυτόν, η δε σωτηριώδης ενέργειά του είναι μακριά από τους αμαρτωλούς» (τ. 19Α, σ. 393).

«Πίστις είναι το να αποθάνωμε χάριν του Χριστού, κατά την εντολή του και να πιστεύωμε ότι ο θάνατος αυτός είναι πρόξενος ζωής, να θεωρούμε πλούτο την πτωχεία, δόξα αληθινή και υπερηφάνεια την ευτέλεια και εξουδένωσι, και να πιστεύωμε ότι με το να μην έχωμε τίποτε κατέχομε τα πάντα, μάλλον δε να αποκτήσωμε "τον ανεξιχνίαστο πλούτο της επιγνώσεως του Χριστού", και όλα τα βλεπόμενα να τα αντικρύζωμε ως πηλό ή καπνό. Η πίστις στον Χριστό είναι όχι μόνο η καταφρόνησή των τερπνών, αλλά και η εγκαρτέρησις και υπομονή κάθε πειρασμού που επέρχεται σε λύπες και θλίψεις και συμφορές, έως ότου θελήση να μας επισκεφθή ο Θεός. Διότι, λέγει, "στην υπομονή μου περίμενα τον Κύριο, και με εισήκουσε"» (τ. 19Α, σελ. 397-9).

«Η πίστη στο Χριστό είναι ο νέος παράδεισος» (τ. 19Β, σ. 301).

«Πίστη εδώ δεν εννοεί μόνο αυτήν, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι Θεός, αλλά την περιεκτικωτάτη πίστη για όλες τις άγιες εντολές που λέχθηκαν απ’ αυτόν, και που περιέχει και συγκρατεί μέσα της όλες τις θείες του εντολές, και που δέχεται ότι τίποτε σ’ αυτές, ούτε μια κεραία, δεν είναι άχρηστη, αλλά όλα μέχρι και ένα γιώτα είναι ζωή και πρόξενα της αιώνιας ζωής. Ώστε, αυτός που πιστεύει, ότι έτσι είναι αυτές και που υποσχέθηκε με το άγιο βάπτισμα ότι θα τις φυλάγει όλες αυτές και θα τις εφαρμόζει χωρίς διακοπές, θα σωθεί. Αυτός πάλι που απιστεί σε κάποιον από τους λόγους του, έστω και σε μια, όπως λέχθηκε, κεραία ή σ’ ένα γιώτα, θα καταδικασθεί, σαν να τον αρνήθηκε όλον εκείνον» (τ. 19Γ, σ. 527).

«Άνθρωπε, πιστεύεις ότι είναι Θεός ο Χριστός; Εάν λοιπόν πιστεύεις, να φοβάσαι και να φυλάττεις τις εντολές του» (τ. 19Δ, σ. 219).

«Διότι είναι πολλά όσα μας εμποδίζουν ν’ αποκτήσομε την ταπείνωση, όμως τίποτε δεν μας εμποδίζει να βρούμε την πίστη. Πράγματι εάν θελήσομε από το βάθος της ψυχής, και η πίστη ενεργεί αμέσως, διότι είναι δώρο του Δεσπότη και φυσικό πλεονέκτημα, αν και υπόκειται και αυτή στο αυτεξούσιο της προαιρέσεώς μας» (τ. 19Δ, σ. 249).

«Ενώ ήταν (ο Συμεών ως νέος) προσκολλημένος μόνο στα του κόσμου και έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και ο νους του ποτέ δεν φαντάσθηκε κάτι υψηλότερο από τα γήινα (πόσο θαυμαστά είναι τα κρίματά σου, Κύριε!), μόνο άκουσε γι’ αυτά και αμέσως πίστεψε, και τόσο πολύ, ώστε να επιδείξει και έργα που αρμόζουν στην πίστη, με τα οποία, αφού έλαβε φτερά η διάνοιά του, έφθασε στους ουρανούς και τη Μητέρα του Χριστού προσείλκυσε σε συμπάθεια και εξιλέωσε το θείο με την πρεσβεία εκείνης και κατέβασε μέχρι τον εαυτό του τη χάρη του Πνεύματος, και αυτή τον ενίσχυσε να φθάσει μέχρι τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι επιθυμούν και πολύ λίγοι το κατορθώνουν» (τ. 19Δ, σ. 259).

«Αν και κρύβονται οι άγιοι, τους φανερώνει ο Θεός, ώστε άλλοι να γίνουν ζηλωτές τους, και άλλοι να μη έχουν δικαιολογία. Και όσοι θέλουν να ζουν μέσα στους θορύβους, σε κοινόβια, στα όρη και σε σπήλαια, αν πολιτεύονται αξίως σώζονται και αξιώνονται μεγάλων αγαθών από τον Θεό από την πίστη μόνο σ’ αυτόν, ώστε, όσοι αποτυγχάνουν εξ αιτίας της αδιαφορίας τους, να μην έχουν τίποτε να πουν κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι είναι αψευδής, αδελφοί μου, εκείνος που υποσχέθηκε τη σωτηρία με βάση την πίστη μόνο σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ.261).

«Όλα αυτά τα πιστεύομε πραγματικά μόνο με τον λόγο, ενώ με τα έργα τα αρνούμαστε. Δεν διακηρύσσεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, εάν θέλεις, και ερεύνησε με προσοχή, εάν τηρούν τις εντολές του. Και μόλις θα μπορέσεις, πράγματι, να βρεις μέσα στις χιλιάδες και μυριάδες έναν να είναι Χριστιανός με έργα και λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός με το άγιο Ευαγγέλιο, "όποιος πίστεψε σε εμένα, τα έργα που κάμνω εγώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και περισσότερα από αυτά θα κάνει"; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει, "Εγώ κάμνω έργα του Χριστού και πιστεύω ορθώς στον Χριστό"; Δεν βλέπετε, αδελφοί, ότι πρόκειται να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και θα υποστούμε χειρότερη τιμωρία από εκείνη που θα υποστούν εκείνοι που δεν γνώρισαν καθόλου τον Κύριο;» (τ. 19δ, σελ. 263-265).

«Ώστε αυτός που τώρα τον ακούει να βοά καθημερινά μέσω των αγίων ευαγγελίων και να κηρύττει το θέλημα του ευλογημένου Πατέρα του, και δεν υπακούει σ’ αυτό με φόβο και τρόμο ούτε φυλάττει τα προστάγματά του, ούτε αν ζούσε τότε και έβλεπε εκείνον τον ίδιο και τον άκουγε να διδάσκει, θα μπορούσε να πιστέψει τελείως σ’ αυτόν, και θα υπήρχε φόβος, απιστώντας τελείως και συλλογιζόμενος ότι αυτός είναι αντίθετος και όχι αληθινός Θεός, να βλασφημούσε» (τ. 19Δ, σ. 395).

«Τι σημαίνει όμως με δισταγμό και διψυχία; Πρόσεχε, αγαπητέ! Δισταγμός καρδιάς σημαίνει το να σκέπτεσαι ή να αναλογίζεσαι μέσα σου γενικά, ‘Θα με ελεήσει ο Θεός ή όχι;’ Αυτό το ‘όχι’ είναι δείγμα απιστίας. Εάν λοιπόν δεν πιστεύεις ότι εκείνος θέλει μάλλον να σε ελεήσει περισσότερο από όσο εσύ προσδοκάς, γιατί προσέρχεσαι και τον παρακαλείς; Διψυχία πάλι είναι το να μη παραδίνει κάποιος τελείως τον εαυτό του στο θάνατο υπέρ της βασιλείας των ουρανών, αλλά να μεριμνά διαρκώς για την επιβίωση της σάρκας του» (τ. 19Δ, σ. 429).

«Σε όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (τ. 19Ε, σ. 83, στιχ. 73-74).

«Μόνο ότι υπάρχεις ξέρουμε και βλέπουμε το φως σου, αλλά στ’ αλήθεια τι και ποιος είσαι όλοι τ’ αγνοούμε. Μα την ελπίδα σου έχομε, την πίστη σου κρατούμε και ξέρουμε η αγάπη σου, δώρο σ’ εμάς, πώς είναι άπειρη κι ανεκλάλητη και ξεχειλά τα πάντα, φως είναι, φως απρόσιτο, φως που ενεργεί τα πάντα» (τ. 19Ε, σ. 223, στιχ. 8-13).

«Δέξου τα όλα με την πίστη. Η πίστη δεν αμφιβάλλει, δε διστάζει αυτή καθόλου, κι είναι όλα όπως σου λέω» (τ. 19Ε, σ. 325, στιχ. 180-183).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

   «Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, "ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;". Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή τη δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).

    «Κατά την περίοδο των πανσέπτων νηστειών της αγίας Τεσσαρακοστής, ο αναφερθείς γνήσιος μαθητής του αγίου, Νικήτας Στηθάτος επιδιδόμενος κατά την συνήθειά του στους ιερούς αγώνες, κατ’ οικονομία της χάριτος σε στιγμή συστολής (της χάρης) προσβάλλεται από πνεύμα πορνείας. Επειδή όμως ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικά συνετός και ακολουθούσε βίο αγωνιστικό με ασιτία και κάθε κακοπάθεια ήταν έκπληκτος και απορούσε από μέσα του. Έτσι, αναζητώντας από που και από ποια αίτια του διείσδυσαν μέσα του οι ρυπαροί και ακάθαρτοι λογισμοί τέτοιον καιρό, κατά τον οποίο είχε το σώμα του ξηραμένο από τους αγώνες της νηστείας και σχεδόν απονεκρωμένο από την άκρα ασιτία και αγρυπνία, μη ευρίσκοντας, χτυπιόταν δυνατά από την λύπη και την αθυμία, αφού δεν μπορούσε να πράξη τίποτε για θεραπεία του πάθους. Συνεχόμενος λοιπόν από λύπη επιδίδεται σε θερμή δέησι προς τον Θεό και τον άγιο. Μία λοιπόν ημέρα, ενώ έτσι παρακαλούσε κι εδεόταν στον Θεό και τον άγιο, αφού μετέλαβε εκείνης της πενιχράς τραπέζης και λιτής τροφής, ανακλίνεται με λύπη στο ασκητικό του σπήλαιο, διότι κατοικούσε ακόμη σε υπόγειο και θολωτό μέρος. Μόλις του φάνηκε ότι θα κοιμόταν, πριν ακόμη κλείση τους οφθαλμούς, όπως ήταν ξαπλωμένος ξυπνητός, βλέπει σε όραμα τον άγιο να έρχεται φανερά και να κάθεται κοντά στην κλίνη του, έπειτα να εγγίζη το ιμάτιό του και να τον καλή με το όνομά του. Λέγει δε "δεν γνωρίζεις, τέκνο μου, από που και για ποια αιτία σού διείσδυσαν αυτοί οι εμπαθείς λογισμοί;". Αυτός δε, μόλις είδε ξαφνικά και άκουσε τον άγιο, συμμαζεύτηκε στον εαυτό του με φόβο και αποκρίθηκε· "άγιε του Θεού, ενώ ενήργησα κάθε έρευνα γι’ αυτό, δεν μπόρεσα να εύρω την αιτία αυτής της ενοχλήσεως". Και ο άγιος· "αλλ’ εγώ ήλθα τώρα να σου την φανερώσω, πρόσεχε λοιπόν στα λόγια μου· γνώριζε, τέκνο, ότι βεβαίως αυτή προέρχεται από την υπερηφάνεια και οίησι (φούσκωμα, έπαρση) του λογιστικού μέρους της ψυχής σου· ταπείνωσε το φρόνημά σου, σύγκρινε τον εαυτό σου και τα ιδικά σου προς τις εντολές του Χριστού, και γρήγορα θα σου φύγει". Αφού είπε αυτά, ευθύς κρύφτηκε από την όρασι εκείνου. Αυτός δε ήλθε στον εαυτό του και σηκώθηκε γρήγορα από το σπήλαιο, έτρεξε πίσω από τον άγιο και ρωτούσε τον υπηρέτη· "είδες τον άγιο Συμεών να εξέρχεται από εδώ;". Τότε, αφού εξερεύνησε με ακρίβεια το λογιστικό του, ευρήκε σαφώς, όπως του είπε ο άγιος, την αιτία λόγω της οποίας ενέσκηψε στην ψυχή του το πάθος παρά προσδοκία και τέτοιον καιρό. Ταπεινώνοντας γι’ αυτό το φρόνημά του και συγκρίνοντας τα δήθεν κατορθώματά του μ’ ένα από τα παθήματα του Χριστού, τον εμπτυσμό, απαλλάχθηκε ευθύς από την ενόχλησι των λογισμών και του πάθους και τον κατέλαβε παρηγοριά του αγίου Πνεύματος δια δακρύων και κατανύξεως. Ευχαρίστησε γι’ αυτό μεγάλως τον θεολόγο πατέρα και ανέπτυξε ακόμη περισσότερο την αφοσίωσι και αγάπη του προς αυτόν» (τ. 19Α, σελ. 319-321).

    «Να μετανοούμε κάθε ώρα, θα λέγαμε, για όσα σαν άνθρωποι πλημμελούμε, όχι μόνο δια της σαρκός αλλά και δια μέσου του νοός και των αφανών λογισμών της ψυχής» (19Α,87)

    «Να καταπολεμήσει μεν τα πάθη του μπορεί ο άνθρωπος, να τα εκριζώσει όμως δεν μπορεί καθόλου· και να μη διαπράξη μεν το πονηρό έχει εξουσία, να μη το σκεφθή όμως δεν έχει ακόμη. Ευσέβεια όμως είναι όχι μόνο να πράττη το αγαθό, αλλά και να μη συλλογίζεται τα πονηρά· όποιος συλλογίζεται λοιπόν πονηρά δεν μπορεί ν’ αποκτήση καθαρή καρδιά· πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού από αυτό μολύνεται σαν καθρέπτης από πηλό; Ως καθαρή καρδιά εκλαμβάνω τούτο, όχι μόνο το να μη ενοχλήται κανείς από κάποιο πάθος, αλλά και το να μη σκέπτεται κάτι πονηρό ή βιοτικό, οποτεδήποτε θέλη, να έχη δε μέσα του μόνο την μνήμη του Θεού σε ακράτητο έρωτα· διότι στο καθαρό φως ο οφθαλμός βλέπει καθαρά τον Θεό, αφού δεν μεσολαβεί τίποτε άλλο στην θέα» (τ. 19Α, σ. 493).

    «Πρέπει όλους τους λογισμούς που μας έρχονται να τους εξετάζομε με προσοχή και να τους αντιπαραβάλλουμε με τις μαρτυρίες από τις θεόπνευστες Γραφές και από την διδασκαλία των πνευματικών και άγιων πατέρων, και εάν τους ευρίσκομε να συμφωνούν με αυτές και να είναι ισοδύναμοι, να τους κρατάμε με κάθε δύναμη και να φιλοδοξούμε να τους κάνουμε έργο. Εάν όμως τους ευρίσκομε να μη συμφωνούν με το λόγο της αληθείας, να τους διώχνομε από μέσα μας με πολλή οργή, σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί "να οργίζεσθε και να μη αμαρτάνετε". Διότι, σαν μόλυσμα και κεντρί του θανάτου, έτσι πρέπει ν’ αποφεύγομε την προσβολή που γίνεται μέσα μας από τους εμπαθείς λογισμούς» (τ. 19Γ, σελ. 357-359).

    «Τους λογισμούς που σπείρονται σε σας από τους δαίμονες, οδηγούμενοι από την πίστη να τους εξομολογείσθε σ’ αυτόν (τον Πνευματικό), επειδή κατά το λόγιο, τραύματα που φανερώνονται δεν θα χειροτερεύσουν. Όπως δηλαδή τα φίδια, έως ότου κρύπτονται μέσα στις φωλιές τους, ζουν και γεννούν πολλά φιδάκια, όταν δε εξέλθουν από τις φωλιές τους έρποντας φανερά αυτά τα ίδια φανερώνονται στους ανθρώπους και φονεύονται από αυτούς, κατά τον ίδιο τρόπο και οι πονηροί λογισμοί, στηλιτευόμενοι από ημάς και φανερούμενοι στους πατέρες μας, φονεύονται με την μάχαιρα του θείου λόγου και δεν γεννούν μέσα μας τα σπέρματα, δια των οποίων η πράξη κατευθύνεται προς τα φαύλα». «Εάν δε εξ’ αιτίας της ραθυμίας μας οι φαύλοι λογισμοί επιτύχουν και νυσταγμένοι πράξουμε κάποια ανθρώπινη αδυναμία, παρακαλώ ούτε τότε να καθυστερήσουμε· ας τρέξουμε γρήγορα να προσπέσουμε στα πόδια του οσίου πατρός μας, να κατηγορήσουμε χωρίς ντροπή το κακό με δάκρυα και, δεχόμενοι με θερμή μετάνοια στυπτικά ή καυτηριαστικά φάρμακα από αυτόν, να εύρουμε γρήγορα την θεραπεία» (19Α,145-147)

    «Να έχουμε καθαρή την καρδιά με την επιμέλεια των τρόπων και τη συνεχή εξομολόγηση των κρυπτών λογισμών της ψυχής. Διότι η εξομολόγηση των λογισμών αυτών που γίνεται από εμάς συνεχώς και κάθε ημέρα, και που κινείται από μεταμέλεια της καρδιάς, προκαλεί σ’ εμάς μετάνοια για όσα πράχθηκαν ή και μελετήθηκαν» (19Δ,59)

    «Αλλά έστω αν λογισμό μικρό δεχτείς μες στην καρδιά σου, ή αντιπάθεια δίκαιη είτε άδικη για κάποιον, ή πεις λόγο έναν πονηρό ή άνομη κάνεις σκέψη, εάν με κλάματα θερμά πικρά δε μετανιώσεις κι αυτά με τη μετάνοιά σου από σένα δεν τα διώξεις, αλλά και κάθε λογισμό πονηρό της καρδιάς σου, δεν παραμένει αυτό ποτέ· γιατί ’ναι Πνεύμα θείο μ’ εμέ και τον Πατέρα μου σαν ομοούσιό μου, μα ξάφνου φεύγει μυστικά, ήλιος που βασιλεύει, κρύφτηκε σε ριπή οφθαλμού και δεν το βλέπει ούτ’ ένας. Και πώς να υπάρξει σε ψυχή που κάθαρση δεν είδε και σε συναίσθηση ποτέ δεν έφτασε μετάνοιας; Και την ακάθεκτη ορμή πώς της φωτιάς ν’ αντέξει ψυχή, απ’ αγκάθια αμαρτιών, μα και παθών γεμάτη;» (τ. 19ΣΤ, σ. 389, στιχ. 120-132).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13
Στίχ.6. Η παραβολή της άκαρπης συκιάς.
13.6 ῎Ελεγεν δὲ ταύτην τὴν παραβολήν(1)·
Συκῆν(2) εἶχέν τις πεφυτευμένην ἐν τῷ ἀμπελῶνι(3) αὐτοῦ,
καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ καὶ οὐχ εὗρεν.
6 Ο Ιησούς τους είπε ακόμη την ακόλουθη παραβολή:
«Κάποιος είχε φυτέψει στο αμπέλι του μια συκιά·
όταν όμως πήγε να μαζέψει απ’ αυτή σύκα, δε βρήκε.
(1) Με την παραβολή αυτή τονίζεται η μακροθυμία αλλά και η αυστηρότητα του Θεού.
Οσοδήποτε και αν αναβάλλει την επίσκεψή του για τιμωρία του αμαρτωλού,
με σκοπό να δώσει σε αυτόν καιρό για μετάνοια,
πάντως μία ημέρα θα πραγματοποιήσει αυτή.
Αποτελεί λοιπόν η παραβολή συνέχεια της απειλής του προηγ. στίχου:
«εάν δεν μετανοήσετε, ομοίως θα χαθείτε» (p).
(2) Το κύριο υποκείμενο της παραβολής μπαίνει μπροστά με έμφαση (p).
«Με την άκαρπη συκιά υποδηλώνει την συναγωγή των Ιουδαίων,
που είχε πλούσιο φύλλωμα και άνθιζε πολύ, δηλαδή σε λόγια του νόμου και προφητικά·
αλλά δεν παρήγαγε καρπό, δηλαδή αρετή» (Ζ). «Παρομοιάζει την συναγωγή
και με άλλα φυτά η ιερή Γραφή, με το αμπέλι, εννοώ, και την ελιά
και τους δρυμούς (Ωσηέ ι 1,Ιερεμ. ια 16)» (Κ).
«Αλλά και ο καθένας μας, είναι φυτεμένος σαν συκιά στο αμπέλι του Θεού,
την Εκκλησία, ή γενικά στον κόσμο αυτόν» (Θφ).
(3) Το αμπέλι είναι κατάλληλο έδαφος για φύτεμα συκιάς (g).
Στο Δευτ. κβ 9 απαγορεύεται η σπορά σταριού σε αμπέλι.
Αλλά το να φυτέψει κάποιος σε αυτό δέντρα καρποφόρα δεν αποτελούσε
παραβίαση αυτής της απαγόρευσης. Και μέχρι σήμερα κάθε είδους καρποφόρα
δέντρα φυτεύονται στα αμπέλια και τους αγρούς στην Παλαιστίνη (p).
Αξιόλογη η εκδοχή: «Αμπέλι είναι ο κόσμος, επειδή φυτεύτηκε για να παράγει καρπό
γλυκύτατο στο Θεό» (Ζ) ή, εφόσον συκιά θα εννοήσουμε κάθε πιστό,
τότε αμπέλι είναι η εκκλησία (δ). «Οικοδεσπότης είναι ο Θεός και Πατέρας» (Θφ),
ο οποίος και στον καθένα μας «έρχεται ζητώντας καρπό ο Θεός, και αν σε βρει άκαρπο,
προστάζει να αποκοπείς από αυτήν τη ζωή» (Θφ).
Η συκιά φυτεύτηκε στο αμπέλι, στο καλύτερο δηλαδή έδαφος,
το οποίο καλλιεργούνταν κάθε χρόνο για ευφορία του αμπελιού.
Συνεπώς και για τη συκιά καταβάλλονταν και δαπάνες και κόποι και ιδιαίτερες φροντίδες,
πολύ περισσότερο από εκείνες οι οποίες γίνονται για τις συκιές τις φυτεμένες σε χέρσο τόπο.
Είμαστε λοιπόν και εμείς συκιές που φυτευτήκαμε μέσω του βαπτίσματός μας
στην εκκλησία και τύχαμε της εξαιρετικής χάρης και εύνοιας
να πάρουμε θέση ορισμένη σε αυτήν. Όπως όμως είναι φυσικό,
ζητά και από εμάς καρπό ο Θεός, όπως και ο ιδιοκτήτης του αμπελιού από τη συκιά του.
Έρχεται λοιπόν ο ίδιος και ζητά τον καρπό αυτόν, δείχνοντας έτσι το μέγα ενδιαφέρον
του να βρει καρποφόρα τη συκιά. Ζητά εμφανή δείγματα για το ότι η αλήθεια
του ευαγγελίου του και η χάρη του Πνεύματός του, με τα οποία πλούσια ποτίζει
και τρέφει τη συκιά του, δεν διατίθενται μάταια σε αυτήν. Ζητά όχι φύλλα μόνο και βλαστούς.
Δεν αρκείται στις επικλήσεις Κύριε, Κύριε· ούτε σε υποσχέσεις και αποφάσεις επιπόλαιες.
Θέλει οι σκέψεις μας, τα λόγια μας και οι ενέργειές μας να είναι πάντοτε σύμφωνες
με το ευαγγέλιο του φωτός και της αγάπης. Αυτοί είναι οι καρποί τους οποίους από εμάς ζητά.

Δε θα δοκιμάσουμε "πεθαμενίλα"
Ήμουν θλιμμένος μετά από πρόσφατο θάνατο προσφιλούς μου προσώπου.
Σκεπτόμουν για μέρες το θέαμα του ενταφιασμού.
Την κάλυψη του νεκρού μετα χρώματα και την επακόλουθη σήψη του σώματος...
Πώς θα ήταν ο άνθρωπος, εάν δεν υπήρχε η πτώση των πρωτοπλάστων;
Διαρκής χαρά, κανένα ερώτημα για την αιώνια μακαριότητά μας.
Τώρα "σκωλήκων βρώμα και δυσωδία".
Επάνω σ' αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις με πέτυχε ο παππούλης μ' ένα τηλεφώνημά του.
- Γιωργάκη, κάνεις ιατρείο αυτήν την ώρα;- Όχι, Γέροντα, τελείωσα.
- Άνοιξε το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο στο Ε' Κεφάλαιο, στίχος 24 -είναι το
Ευαγγέλιο που διαβάζουμε στις κηδείες- και διάβασέ το αργά.
Άρχισα να διαβάζω: "Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων
τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται,
άλλα μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν".
Με διέκοψε απότομα: -Το κατάλαβες; Δεν υπάρχει θάνατος!
Δεν θα δοκιμάσουμε την "πεθαμενίλα"! "Μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν".
Πόσο μας αγάπησε ο Θεός...Και αυτό το φρόντισε.
Το λέει και ο Απόστολος της Νεκρώσιμης Ακολουθίας: "Ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς
απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού άξει συν αυτώ".
Το σκέφτηκες ποτέ αυτότο "άξει συν αυτώ"; Ο Θεός δεν θα συγκεντρώσει εκεί πτώματα.
Ζωντανούς θα μαζέψει κοντά Του. Στο πρόσωπο του Χριστού αναστήθηκε η ανθρώπινη φύση.
Καλά σου το είπα: δεν θα δοκιμάσουμε "πεθαμενίλα". Το κατάλαβες;
Και έκανε μια θαυμάσια περιγραφή της ζωής κοντά στον αναστάντα Χριστό.
-Εκεί θα υμνούμε την Αγία Τριάδα, με τα Σεραφίμ και τα Χερουβίμ, αενάως.
Ναι, εμείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι, γιατί τόσο πολύ μας αγάπησε ο Θεός...
Η φωνή του έσβηνε σιγά σιγά από τη συγκίνηση :-Κλαίω, βρε Γιωργάκη, από χαρά.
Τί ουράνια πράγματα είναι ετούτα που μας δωρίζει ο Θεός;
Μνήσθητι και ημών, Κύριε εν τη βασιλεία Σου.
Γέροντα, εύχου για όλους τους ανθρώπους της γης.

[Περιοδ. Πειραϊκή Εκκλησία, τ.101, σ.33]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.200-201)

Ο ουράνιος μισθός για την αναπηρία
Όταν έχουμε κάποια αναπηρία, αν κάνουμε υπομονή και δεν γκρινιάζουμε,
τότε έχουμε μεγαλύτερο μισθό. Γιατί όλοι οι ανάπηροι αποταμιεύουν.
Ένας κουφός έχει τσέκ στο Ταμιευτήριο του Θεού από το κουφό αυτί,
ένας τυφλός από το τυφλό μάτι, ένας κουτσός από το κουτσό πόδι.
Είναι μεγάλη υπόθεση! Αν κάνουν και λίγο αγώνα κατά των ψυχικών παθών,
θα έχουν να λάβουν και στεφάνια από τον Θεό.
Βλέπεις, οι ανάπηροι πολέμου παίρνουν σύνταξη, παίρνουν και παράσημα.
Όποιος έχει ομορφιά, λεβεντιά, υγεία, και δεν αγωνίζεται
να κόψη τα ελαττώματά του, θα του πη ο Θεός:
«Απήλαυσες στην ζωή σου τα αγαθά σου, την λεβεντιά σου!
Τί σού χρωστώ τώρα; Τίποτε». Ενώ όποιος έχει μια αναπηρία - είτε έτσι γεννήθηκε,
είτε την κληρονόμησε από τους γονείς του, είτε την απέκτησε αργότερα -,
πρέπει να χαίρεται, γιατί έχει να λάβη στην άλλη ζωή.
Όταν μάλιστα δεν έχει φταίξει, θα έχει καθαρό ουράνιο μισθό, χωρίς κρατήσεις.
Δεν είναι μικρό πράγμα μια ολόκληρη ζωή να μην μπορεί κάποιος λ.χ.
να απλώσει το πόδι του, να μην μπορεί να καθήσει,
να μην μπορεί να κάνει μετάνοιες κ.λπ.
Στην άλλη ζωή ο Θεός θα του πή: «Έλα, παιδί μου, κάθησε πια αιώνια άνετα
σ’ αυτήν την πολυθρόνα». Γι’ αυτό λέω, χίλιες φορές να είχα γεννηθή
καθυστερημένος διανοητικά, τυφλός, κουφός, γιατί θα είχα να λάβω τότε από τον Θεό.
Οι ανάπηροι, εάν δεν γογγύζουν, αλλά δοξολογούν ταπεινά τον Θεό
και ζουν κοντά Του, θα έχουν την καλύτερη θέση στον Παράδεισο.
Ο Θεός θα τους κατατάξη με τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες,
που έδωσαν για την αγάπη του Χριστού τα χέρια και τα πόδια τους,
και τώρα στον Παράδεισο φιλούν με ευλάβεια συνέχεια τα πόδια και τα χέρια του Χριστού.
-Και όταν, Γέροντα, κάποιος είναι λ.χ. κουφός και γκρινιάρης;
-Και τα μικρά παιδιά γκρινιάζουν. Ο Θεός σε πολλά δεν δίνει σημασία.
Βλέπετε, οι καλοί γονείς αγαπούν όλα τα παιδιά τους εξίσου,
αλλά δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αδύνατα ή τα ανάπηρα.
Το ίδιο κάνει και ο Θεός, ο Καλός μας Πατέρας, για τα παιδιά Του
που είναι αδύνατα σωματικά ή πνευματικά, αρκεί αυτά να έχουν αγαθή
διάθεση και να Του δίνουν το δικαίωμα να επεμβαίνη στην ζωή τους.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 236-237)

katafigioti

lifecoaching