ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

408. Οι λογισμοί του ανθρώπου έχουν την μεγαλύτερη επίδρασι στην κατάστασι και τις κλίσεις της καρδιάς του, καθώς και στις πράξεις του. Ώστε, για να είναι η καρδιά αγνή, αγαθή, ειρηνική και οι κλίσεις της θελήσεως να είναι επίσης αγαθές και θεάρεστες, είναι ανάγκη να καθαρίζουμε τους λογισμούς μας με την προσευχή και με την ανάγνωσι της Γραφής και των κειμένων των Αγίων Πατέρων.

409. Φύλαγε με κάθε τρόπο την καρδιά σου, την αγαθότητα της καρδιάς σου, με άλλα λόγια τη διάθεσι να συμμετέχης στις χαρές και στις λύπες του πλησίον σου. Και πάσχιζε να αποφεύγης, σαν θανάσιμο φαρμάκι, κάθε αδιαφορία και ψυχρότητα απέναντι στα δεινά, τις αρρώστιες και τις ανάγκες των άλλων. Γιατί η αγαθή προαίρεσις του χριστιανού αποκαλύπτεται με τη συμπάθεια, την ενεργό συμπάθεια. Στην αγάπη περιέχεται όλο το θέλημα του Θεού. Αντίθετα, ο εγωϊσμός μας, η κακία και ο φθόνος φαίνονται όταν δεν υπάρχη συμπάθεια.
Λοιπόν πρέπει να προσεύχεσαι για όλους, που η Εκκλησία σου εντέλλεται να προσεύχεσαι. Να προσεύχεσαι πρόθυμα για τους άλλους, όπως θα προσευχόσουν για τον εαυτό σου, χωρίς να χάνης την υπόληψι και τη στοργή προς το πρόσωπο ή τα πρόσωπα, για τα οποία προσεύχεσαι. Μην αφήνεις να χαμηλώνη η αγία φωτιά της αγάπης ούτε το φως της να λιγοστεύη. Ας μη λείπει λοιπόν η προσευχή για τους άλλους από τα χείλη σου, πράγμα που είναι η τρανή απόδειξις της ευαγγελικής αγάπης προς τους αδελφούς μας.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 175-176)

134. «Παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτός και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον» (Ματθ. β΄ 14).

Στην Αγία Οικογένεια ξέσπασε η πρώτη θύελλα. Ο Άγγελος προειδοποιεί νύχτα «κατ’ όναρ» τον Ιωσήφ (στχ. 13) για τον επερχόμενο κίνδυνο σφαγής του θείου Βρέφους. Έτσι ήλθε πάλι η ώρα του Ιωσήφ να παίξη τον ρόλο του προστάτου του Παιδιού και της Θεοτόκου. Ο Ιωσήφ ενήργησε αστραπιαία. Ξύπνησε αμέσως την Μαριάμ. Εκείνη τύλιξε όσο πιο καλά μπορούσε το Βρέφος, το πήρε στην αγκαλιά της και έφυγαν... Το πέπλο της νύχτας τους σκέπαζε, ώσπου χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι...
Ύστερ’ από δέκα μέρες οδοιπορία, η Αγία Οικογένεια πέρασε τα σύνορα της Αίγυπτου. Νοιώθοντας εκεί ασφαλείς, έμειναν «έως της τελευτής Ηρώδου» (στιχ. 15). Τρεις μήνες περίπου (ΥΜ, 52). Από τη μια μεριά το χρυσάφι που τους δώρησαν οι Μάγοι, από την άλλη το καθημερινό μεροκάματο του Ιωσήφ βοήθησαν για τη διαμονή και τη συντήρησι της Οικογένειας στον τόπο της προσφυγιάς.
Η Αγία Οικογένεια, χωρίς να το γνωρίζη, ανταπέδωσε την επίσκεψι των Μάγων. Οι Μάγοι είχαν επισκεφθή τον Ιησού, εκ μέρους όλων των ειδωλολατρικών λαών (εθνικών) του κόσμου. Τώρα ο Ιησούς, με την κάθοδό Του στην Αίγυπτο, ανταποδίδει την επίσκεψι τους. Εκείνοι του δώρησαν ό,τι είχαν: «Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν» (στιχ. 11). Αυτός τους προσφέρει ό,τι ήταν: την Αλήθεια! Διότι, όπως σημειώνει ο υμνογράφος: «Λάμψας εν τη Αιγύπτω φωτισμόν αλήθειας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος· τα γαρ είδωλα ταύτης Σωτήρ, μη ενέγκαντά σου την ισχύν, πέπτωκεν...» (Ω). Τη χριστιανική Ιεραποστολή εις «πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη' 19) την εγκαινίασε ο ίδιος ο Κύριος!
Πολλά γεγονότα της ζωής μας τα νομίζομε άσχετα και χωρίς κανένα νόημα. Αν όμως εμβαθύνωμε, θα δούμε, ότι έχουν μιαν εσωτερική ενότητα και αλληλουχία. Μερικές φορές μάλιστα, τα γεγονότα της ζωής μας διαβάζονται «από την ανάποδη», από την αντίθετη δηλαδή οπτική γωνία. Είναι σαν το παιγνίδι της «μαγικής εικόνας» που πρέπει να την αναποδογυρίσης για ν’ ανακαλύψης το κρυμμένο πρόσωπο. Ας μάθωμε να διαβάζωμε τη ζωή μας... και από την ανάποδη!

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13
Η θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας.
13.10 Ἦν δὲ διδάσκων(1) ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν(2) ἐν τοῖς σάββασιν(3).
10 Ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε μια συναγωγή.
(1) Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού προς Ιεροσόλυμα, όπως και σε όλη τη
δημόσια δράση του ο Κύριος σύχναζε στις συναγωγές κάθε Σάββατο (g).
Είναι δυνατόν ο Λουκάς στην παρουσίαση της παρούσας αφήγησης να ακολουθεί
τη χρονολογική σειρά (L). Μπορεί όμως να οδηγήθηκε στην παρουσίαση αυτή
και από την αντίθεση μεταξύ του Ισραήλ, ο οποίος ήδη κατά το τέλος της δημόσιας
δράσης του Κυρίου, φαινόταν καθαρά πλέον ότι βαίνει προς την καταστροφή του
και μεταξύ της εκκλησίας, η οποία σιγά σιγά αύξανε.
Ένα γεγονός λαμπρό επιδρά ισχυρά πάνω στο πλήθος (σ. 10-17) και ο Ιησούς
οδηγείται έτσι να περιγράψει σε δύο παραβολές τη δύναμη της βασιλείας του Θεού (σ. 18-21) (g).
(2) Ο τόπος που ήταν η συναγωγή, παραμένει άγνωστος.
Το κήρυγμα στη συναγωγή υπενθυμίζει τη διδασκαλία στη Γαλιλαία (Μάρκ. α 21 κλπ).
Αλλά γιατί ο Ιησούς δεν θα κήρυττε και στην Περαία; (L).
Αυτή είναι η τελευταία αναφορά για διδασκαλία του σε συναγωγή και η μόνη περίπτωση,
κατά την οποία στο τελευταίο του ταξίδι προς Ιεροσόλυμα δίδαξε σε συναγωγή (p).
(3) Όχι σε σειρά σαββάτων, αφού άλλωστε τα συμφραζόμενα δείχνουν,
ότι σε συγκεκριμένο Σάββατο συντελέστηκε το θαύμα που εξιστορείται.
Ο πληθυντικός σάββατα χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει ένα και μόνο Σάββατο.
Δες Λουκ. δ 31 και Μάρκ. α 21 κλπ. (L).

13.11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ(1) πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας(2) ἔτη δέκα και ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα(3)
καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές(4).
11 Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα.
Ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της.
(1) «Φαίνεται να ήταν ευσεβής γυναίκα, διότι διαφορετικά ο Κύριος θεραπεύοντάς την
θα της έλεγε «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες», ενώ τώρα την αποκάλεσε κόρη του Αβραάμ (b).
Άλλωστε συμπεραίνουμε αυτό και από το ότι παρόλο που είχε ασθένεια παραμορφωτική,
που έκανε σε αυτήν δύσκολη και επίπονη και αυτήν την μετακίνηση,
παρ’ όλα αυτά δεν εμποδίστηκε από αυτήν να έλθει στη συναγωγή το σάββατο.
Έγινε έτσι παράδειγμα και σε μας που μας διδάσκει, ότι και αν ακόμη πάσχουμε από αδιαθεσίες
και ασθένειες που δεν μας δεσμεύουν στο κρεβάτι, οφείλουμε να προθυμοποιούμαστε
να συμμετέχουμε στη δημόσια λατρεία τις Κυριακές, διότι ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει
και πέρα από τις προσδοκίες μας.
(2) Ή, είχε πνεύμα, το οποίο προκαλούσε την ασθένεια. Παρόμοια το δαιμόνιο που προκαλούσε
κώφωση ονομάζεται πνεύμα κωφόν. Λουκ. ια 14,Μάρκ. θ 17,25 (p)
και συνεπώς ο δαίμονας είχε κυριεύσει τον οργανισμό της γυναίκας αυτής,
όπως και στους υπόλοιπους δαιμονισμένους. Ή, με επήρεια σατανική (=πνεύμα) ασθένησε αυτή (L).
Έτσι ή αλλιώς, είχε «δαιμόνιο αρρώστιας, που δεν την άφηνε να είναι υγιής» (Ζ).
«Και η συγκύπτουσα γυναίκα λέγεται ότι το έπαθε αυτό από αγριότητα διαβολική…
Διότι ο αλιτήριος σατανάς έγινε αίτιος να νοσούν τα ανθρώπινα σώματα, αφού από αυτόν,
ισχυριζόμαστε ότι, ετοιμάστηκε έντεχνα η παράβαση του Αδάμ, μέσω της οποίας τα σώματα
των ανθρώπων οδηγήθηκαν στην ασθένεια και τη φθορά». «Αλλά ο Θεός που τα βλέπει όλα,
με πάρα πολύ σοφό σχέδιο, του δίνει περιθώριο σχετικά με αυτό,
έτσι ώστε οι άνθρωποι φορτωμένοι πλήρως από το βάρος της ταλαιπωρίας, να προτιμήσουν να
μεταβληθούν προς το καλύτερο» (Κ), αυτοί που κολάζονται από αυτόν.
(3) Το μεν συγκύπτω πρέπει να το εννοήσουμε για τον κορμό (L)= είχε κυρτό το σώμα (δ)·
ενώ το ανακύπτω, για το κεφάλι (L)=να σηκώσει το κεφάλι πάνω.
(4) Μπορεί να συνδεθεί η λέξη ή, και με το «δεν μπορούσε»=Δεν μπορούσε καθόλου· ή,
πιο φυσική ερμηνεία, με το ανακύψαι=Δεν μπορούσε να σηκώσει πάνω το κεφάλι όλως διόλου (L).
Εις το παντελές=παντελώς, ολοτελώς. Δες Εβρ. ζ 25 (δ).
Για 18 χρόνια η γυναίκα αυτή ήταν ασθενής. Ο Θεός ανέβαλλε για τόσο χρόνο τη θεραπεία της.
Κάνει αυτό πολλές φορές ο Θεός για να αναπτύξει σε μας την προς αυτόν πίστη μέσω της δοκιμασίας,
έτσι ώστε η υπομονή μας να έχει τέλειο έργο και να ετοιμαστούμε για την επίσκεψή του.

Μη νομίζεις ότι, όταν θα πεθάνουμε,
θα πάμε εκεί να χαρούμε, να νιώσουμε την ευδαιμονία του Θεού.
Από εδώ πρέπει να τη νιώσουμε. Αν δεν ενωθούμε από 'δώ,
και δε σταυρωθούμε με το Χριστό, ούτε εκεί θα είμαστε μαζί Του.
Δεν είναι ο Παράδεισος ωραία δένδρα, καρποφόρα άνθη κ.λ.π.
Είναι μυστική ευδαιμονία, που νιώθει η ψυχή εν τω Θεώ.[Ά 89]
Κάποια μέρα μου είπε: "Όταν φύγω, θα είμαι πιο κοντά σας.
Μετά θάνατον καταργούνται οι αποστάσεις".[Ί 225]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.203)

Η σωστή τοποθέτηση των γονέων για την αναπηρία των παιδιών τους
Υπάρχουν μητέρες πού, αν διαπιστωθή κατά την εγκυμοσύνη ότι το παιδάκι
που θα γεννήσουν θα είναι ανάπηρο ή διανοητικά καθυστερημένο,
κάνουν έκτρωση και το σκοτώνουν. Δεν σκέφτονται ότι και αυτό έχει ψυχή.
Πόσοι πατέρες έρχονται και μου λένε: «Το δικό μου το παιδί να είναι σπαστικό;
Γιατί να το κάνη έτσι ο Θεός; Δεν μπορώ να το αντέξω».
Πόση αναίδεια προς τον Θεό έχει αυτή η αντιμετώπιση, πόσο πείσμα, πόσο εγωισμό.
Αυτοί, αν τους βοηθήση ο Θεός, θα γίνουν χειρότεροι.
Κάποτε ήρθε στο Καλύβι με τον πατέρα του ένας φοιτητής που είχε πάθει το μυαλό
του από λογισμούς και του είχαν κάνει ηλεκτροσόκ. Το καημένο είχε στριμωχθεί πολύ
από το σπίτι του. Είχε και μια ευλάβεια! Έκανε μετάνοιες και χτυπούσε το κεφάλι
του κάτω στο χώμα. «Μήπως λυπηθή το χώμα ο Θεός, έλεγε, και λυπηθή
και εμένα που το χτύπησα». Δηλαδή μήπως λυπηθή ο Θεός το χώμα που πόνεσε
από το δικό του χτύπημα και λυπηθή κι εκείνον. Μου έκανε εντύπωση!
Αισθανόταν τον εαυτό του ανάξιο. Όποτε ζοριζόταν, ερχόταν στο Όρος.
Του τακτοποιούσα τους λογισμούς, περνούσε έναν-δυό μήνες καλά και ύστερα πάλι τα ίδια.
Ο πατέρας του δεν ήθελε να βλέπουν οι γνωστοί τους το παιδί, γιατί θιγόταν η υπόληψή του.
Υπέφερε από τον εγωισμό του. «Εκτίθεμαι στον κόσμο με τον γιό μου», μου είπε.
Μόλις το ακούει το παιδί, του λέει: «Βρέ, να ταπεινωθής.
Εγώ είμαι τρελλός και κινούμαι άνετα. Θα με βάλης σε καλούπια;
Να ξέρης ότι έχεις ένα τρελλό παιδί και να κινήσαι άνετα.
Ο μόνος είσαι που έχεις τρελλό παιδί;». Σκέφθηκα: «Ποιός είναι τώρα από τους δυο τρελλός;».
Βλέπετε που οδηγεί πολλές φορές ο εγωισμός; Να θέλη ο πατέρας ακόμη
και την καταστροφή του παιδιού του! Και στον κόσμο όταν ήμουν,
γνώριζα έναν καθυστερημένο διανοητικά, που οι συγγενείς του, όταν πήγαιναν κάπου
με καμμιά συντροφιά, δεν τον έπαιρναν μαζί τους, για να μη ντροπιασθούν!
Και εμένα με κοροΐδευαν, επειδή καταδεχόμουν να συζητάω μαζί του.
Εγώ όμως τον είχα σε καλύτερη θέση στην καρδιά μου από ό,τι εκείνους.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 241-242)

«Κάθε δοκησίσοφος λόγω της μαθηματικής πολυμαθείας του, δεν θ’ αξιωθεί ποτέ να κοιτάξει και να δει τα μυστήρια του Θεού, έως ότου θελήσει πρώτα να ταπεινωθεί και να γίνει μωρός, αποβάλλοντας και την γνώση που κατέχει μαζί με την οίηση. Διότι αυτός που πράττει τούτο και ακολουθεί με αδίστακτη πίστη τους σοφούς στα θεία, χειραγωγούμενος από αυτούς, εισέρχεται μαζί με αυτούς στην πόλη του ζώντος Θεού και οδηγούμενος και φωτιζόμενος από το θείο Πνεύμα, βλέπει και διδάσκεται όσα κανείς από τους άλλους ανθρώπους δεν είδε και δεν μπορεί ποτέ να δει ή να μάθει, και τότε γίνεται μαθητής του Θεού» (τ. 19Α, σ. 527).

«Και ήμουν σαν ένας άθεος αγνοώντας το Θεό μου» (τ. 19ΣΤ, σ. 21, στιχ. 34).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Το να μη επιθυμούμε κάποιο από τα τερπνά και ηδονικά του κόσμου δεν ισούται με το να ποθούμε τα αιώνια και αόρατα αγαθά· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Τα πρώτα λοιπόν καταφρόνησαν πολλοί, τα δεύτερα όμως λίγοι άνθρωποι φρόντισαν. Το να αποστρέφεται κανείς και να μη ζητεί την δόξα των ανθρώπων δεν είναι το ίδιο με το να συνάπτεται στην δόξα του Θεού, αλλ’ υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους· διότι την πρώτη πολλοί απώθησαν, αν και κυριεύθηκαν από αλλά πάθη, την δεύτερη όμως πολύ ολίγοι αξιώθηκαν να λάβουν με πολύν κόπο και πόνο» (τ. 19Α, σ. 449).

«Δεν είναι το ίδιο το να ενθυμείται κανείς τον Θεό και το ν’ αγαπά τον Θεό· ούτε το ίδιο το να φοβήται αυτόν και το να τηρεί τις εντολές του· διότι άλλο είναι αυτά και άλλο εκείνα, και τα δύο όμως αρμόζουν στους τελείους και απαθείς» (τ. 19Α, σ. 451).

«Όταν κατόπιν πολλών κόπων και ιδρώτων φθάσεις επάνω από την μικρότητα του σώματος και απαλλαγής από τις ανάγκες του, το περιφέρεις ελαφρό και σαν πνευματικό, μη αισθανόμενο ούτε κόπο ούτε πείνα ούτε δίψα, οπότε βλέπεις τον υπεράνω του νου καλύτερα από καθρέπτη και με ανοιγμένους τους οφθαλμούς από τα δάκρυα βλέπεις αυτόν που κανείς δεν έχει ιδεί ποτέ και καθώς η ψυχή σου δαγκώνεται από τον έρωτα εκείνου, τονίζεις θρήνο ανάμικτο με δάκρυα· τότε να μνημονεύεις και να υπερεύχεσαι και για εμένα τον ταπεινό, διότι έχεις αποκτήσει συνάφεια με τον Θεό και παρρησία ακαταίσχυντη προς αυτόν» (τ. 19Α, σ. 455).

«Eπειδή έκρινες να μη σωζόμαστε με βία αλλά με αυτοπροαίρετη γνώμη, επέτρεψες να τιμηθώ και εγώ με το αυτεξούσιο και να επιδεικνύω αυτοπροαίρετη την προς εσέ αγάπη μου από την φύλαξη των εντολών σου, εγώ δε ο αγνώμων και καταφρονητής, σαν ίππος που απολύθηκε από τα δεσμά, τόσο υπολόγισα την αξία της αυτεξουσιότητος, ώστε αποσκιρτώντας από την κυριαρχία ερρίφθηκα στον κρημνό» (τ. 19Α, σ. 569).

«Συμβαίνει λοιπόν ό,τι με ένα βασιλέα, εύσπλαχνο και φιλάνθρωπο. Όταν δει ένα δούλο του, που αιχμαλωτίσθηκε εκουσίως από κάποιον τύραννο και τοποθετήθηκε να δουλεύει στον πηλό, στην πλινθοποιΐα και στον βόρβορο, να κακοπαθαίνει ανελέητα και να υπηρετεί τις ακάθαρτες επιθυμίες εκείνου του πονηρού τυράννου, πηγαίνοντας ο ίδιος τον αρπάζει και τον καθιστά ελεύθερο από εκείνη την αισχρή και μοχθηρή υπηρεσία, και αφού τον οδηγήσει στο ανάκτορο τον αποκαθιστά, χωρίς να τον κατηγορήσει καθόλου για τίποτε. Έτσι, ο δούλος εκείνος, απαλλαγμένος από τόσα και τέτοια ανιαρά πράγματα, με την εύνοια προς τον δεσπότη του, φιλοτιμείται να φανεί σπουδαιότερος στις εντολές του δεσπότη του από τους συνδούλους του που δεν αιχμαλωτίσθηκαν, για να επιδείξει μεγαλύτερη και θερμότερη την αγάπη του προς αυτόν, ενθυμούμενος διαρκώς από πόσα κακά απαλλάχθηκε υπ’ αυτού· έτσι λοιπόν μου φαίνεται ότι συμβαίνει και μ’ εκείνον που απόλαυσε την βοήθεια του Θεού, όπως και λέχθηκε. Και όπως ακριβώς ο βασιλεύς εκείνος βλέποντας τον δούλο εκείνο να εκπληρώνει τα θελήματά του προθύμως και με κάθε ταπείνωση, παρόλο που δεν έχει ανάγκη της υπηρεσίας του, εφ’ όσον έχει αναρίθμητα πλήθη υπηρετών, όμως από ευγνωμοσύνη θα επιδείξει αμέτρητη την αγάπη προς αυτόν, έτσι σκέψου και για τα προαναφερόμενα στο Θεό. Πράγματι, ούτε εκείνος που απήλαυσε την ελευθερία του Πνεύματος από τον Θεό θα σταματήσει ποτέ να πραγματοποιεί το θέλημα του Θεού πάλι και πάλι και όλο περισσότερο, και με θερμότερη προθυμία, ούτε ο αιώνιος βασιλεύς και Θεός θα του στερήσει τα αγαθά της αιώνιας ζωής, αντί να του τα χορηγήσει με απλοχεριά, και τόσο περισσότερο, όσο τον βλέπει να επιτείνει καθημερινά την υπηρεσία του προς αυτόν» (τ. 19Β, σελ. 373-375).

«Ας φροντίσουμε να εύρομε αυτόν, τον παντού παρόντα, και, αφού τον εύρομε, να τον κρατήσουμε, πέφτοντας στα πόδια του, και να τα ασπασθούμε με θέρμη ψυχής. Ναι, παρακαλώ, ας φροντίσουμε όσο ζούμε ακόμη να τον ιδούμε και να τον θεωρήσομε. Διότι, αν αξιωθούμε να τον ιδούμε εδώ αισθητώς, δεν θα πεθάνουμε, δεν θα μας κυριεύσει θάνατος. Μη περιμένουμε δηλαδή να τον ιδούμε στο μέλλον, αλλά ν’ αγωνισθούμε να τον ιδούμε τώρα» (τ. 19Γ, σ. 339).

«Τι θα μπορέσουμε τέλος πάντων ν’ απολογηθούμε; Ότι εγκαταλείψαμε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου; Αλλ’ αυτά δεν τα μισήσαμε με όλη την ψυχή μας. Διότι αυτό είναι η αληθινή αναχώρηση από τον κόσμο και από τα πράγματα του κόσμου, το να μισήσεις δηλαδή μετά την φυγή σου από τον κόσμο και ν’ αποστραφείς τα του κόσμου» (τ. 19Γ, σ. 465).

«Η αγάπη του ζητουμένου (Χριστού) τον οδήγησε (τον νεαρό Συμεών) έξω από τον κόσμο και τη φύση και από όλα τα πράγματα, και τον κατεργάσθηκε όλον του Πνεύματος και φως. Και όλα αυτά αν και κατοικούσε μέσα στην πόλη και διαχειριζόταν οίκο και φρόντιζε για ελεύθερους και δούλους και έκαμνε και ενεργούσε όλα όσα αρμόζουν στον βίο» (τ. 19Δ, σ. 259).

«Για τούτο με πληγώνει η αγάπη εκείνου· και να τον δω αφού αδυνατώ μέσα η ψυχή μου λιώνει, φλόγες το νου και την καρδιά μου πυρπολούν, στενάζω. Τη φλόγα μου εδώ κι εκεί την πάω αναζητώντας, μα της ψυχής μου πουθενά τον εραστή δεν βρίσκω, και πάντα βλέπω ολόγυρα να δω τον ποθητό μου, μ’ αυτόν ως είναι αόρατος καθόλου δεν τον βλέπω, κι όταν χωρίς ελπίδα πια το θρήνο μου αρχινίσω, ο που τα πάντα καθορά με βλέπει και τον βλέπω. Θάμασμα και κατάπληξη από την ομορφιά του με πιάνει όπως ανοίγοντας τα ουράνια ο κτίστης σκύβει σ’ εμένα, την ανέκφραστη δόξα σου δείχνοντας μου·… Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη, όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται· στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους, πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος, κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ.19Ε, σ. 165-7).

   «Σ’ όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (19Ε,83)

«Δεν αγαπώ όσο θέλω, και λογιάζω πως καθόλου έρωτα Θεού δεν έχω» (τ.19ΣΤ, σ. 55,στιχ. 322-324).

   «Ότι σ’ αγαπώ το ξέρεις και σ’ αναζητώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου. Δείξου, ως είπες, και σ’ εμένα φανερώσου. Σαν αληθινό σε ξέρω και το ψέμα δε γνωρίζεις, όσους σ’ αγαπούν, σαν φίλους αγαπάς κι έχεις μαζί σου» (τ.19ΣΤ, σ. 351, στι.24-31).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)

    «Ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής· "Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε οποίον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου". Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, "μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει ή αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο". Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ , χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (τ. 19, σ. 51-53).

   «Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ όποιο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (τ. 19Α, σ. 131).

   «Η κατανοητώς και αντιληπτώς γινομένη ενοίκησις της τρισυπόστατης θεότητος στους τελείους δεν είναι πλήρωσις πόθου, αλλά μάλλον αρχή και αιτία σφοδροτέρου και μεγαλυτέρου πόθου. Διότι έκτοτε δεν αφήνει τον υποδεξάμενο αυτήν να ηρεμεί, αλλά τον ωθεί, σαν να καίγεται πάντοτε από φωτιά και να πυρώνεται, προς την φλόγα θειοτέρου πόθου. Διότι ο νους, μη μπορώντας να εύρη όρια και τέλος του ποθουμένου, δεν μπορεί να δώση ούτε μέτρα στον πόθο και την αγάπη αλλά βιαζόμενος να φθάση στο ατελείωτο τέλος και να το πιάση, περιφέρει μέσα του διαπαντός τον πόθο ατελείωτο και την αγάπη απλήρωτη. Όποιος έφθασε σ’ αυτό το σημείο δεν νομίζει ότι έχει εύρει μέσα του αρχή πόθου ή αγάπης του Θεού, αλλά φέρεται σαν να μη αγαπά τον Θεό, αφού δεν κατόρθωσε να καταλάβη το πλήρωμα της αγάπης. Για τούτο, θεωρώντας τον εαυτό του ως τον τελευταίο από τους φοβουμένους τον Θεό, θεωρεί εαυτόν από όλην του την ψυχή ανάξιο της σωτηρίας μαζί με τους πιστούς»(τ. 19Α, σελ. 395-7).

   «Τότε μ’ έφερες έξω του κόσμου (νομίζω ότι μπορώ να ειπώ και του σώματος, αλλά δεν μου επέτρεψες να το γνωρίσω ακριβώς τούτο), με υπεραύγασες λοιπόν και κατά τα φαινόμενα μου εμφανίσθηκες όλος σε όλον, ενώ έβλεπα καλά. Όταν δε είπα, "ω Δέσποτα, ποιος είσαι λοιπόν;", τότε για πρώτη φορά με αξίωσες φωνής τον άσωτο και μου μίλησες έτσι γλυκά, καθώς σηκωνόμουν θαμβωμένος και έντρομος και προσπαθούσα κάπως να καταλάβω λέγοντας "Τι θέλει άραγε αυτή η δόξα και το μεγαλείο αυτής της λαμπρότητος; Πώς δε ή από που αξιώθηκα εγώ τέτοιων αγαθών;". "Εγώ, λέγει, είμαι ο Θεός που έγινα άνθρωπος για σένα κι’ επειδή με επεζήτησες με όλη σου την ψυχή, ιδού από τώρα θα είσαι αδελφός μου και συγκληρονόμος μου και φίλος μου". Κατάπληκτος λοιπόν εγώ από αυτά, με φοβισμένη την ψυχή και παραλυμένη την δύναμι, ανταπήντησα, "και ποιος είμαι εγώ ή τι έπραξα ο άθλιος, Δέσποτα, και ταλαίπωρος, για να με καταστήσης τέτοιων αγαθών άξιο και να με κάνεις τέτοιας δόξης συμμέτοχο και συγκληρονόμο;". Ενώ δε σκεπτόμουν ότι η δόξα αυτή και χαρά είναι υπεράνω του νου, εσύ ο Δεσπότης πάλι, που διαλέγεσαι σαν φίλος με φίλο δια του μέσα μου λαλούντος Πνεύματος, μου είπες "Αυτά σου τα δώρισα για μόνη την πρόθεση και προαίρεση και πίστη σου και ακόμη θα σου δωρίσω. Διότι τι άλλο έχεις ή είχες ποτέ δικό σου, αφού δημιουργήθηκες γυμνός από εμέ, ώστε παίρνοντας εκείνο να σου δώσω για εκείνα αυτά; Eάν δεν λυθής από την σάρκα δεν θα δεις το τέλειο ούτε θα μπορέσεις να το απολαύσεις ολόκληρο καλώς". Eνώ δε εγώ είπα, "Και τι είναι μεγαλύτερο ή λαμπρότερο από αυτό; Σ’ εμένα πλέον αρκεί να είμαι έτσι και μετά θάνατον", απάντησες, "πόσο μικρόψυχος είσαι που αρκείσαι σ’ αυτά τα λίγα! Πραγματικά αυτά, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα, είναι σαν ουρανός ζωγραφισμένος σε χάρτη και κρατούμενος στο χέρι· διότι όσο απέχει αυτός από τον αληθινό ουρανό, τόσο ασυγκρίτως ανώτερη από την σήμερα βλεπομένη θα σου αποκαλυφθεί η μέλλουσα δόξα". Αφού είπες αυτά, σιώπησες και λίγο λίγο κρύφθηκες από τα μάτια μου, ο γλυκύς και καλός Δεσπότης, είτε διότι εγώ απομακρύνθηκα από εσέ είτε διότι έφυγες εσύ από εμέ, δεν γνωρίζω. Τότε λοιπόν επέστρεψα πάλι εντελώς στον εαυτό μου, νομίζοντας ότι από κάπου ήλθα, και εισήλθα στο προηγούμενο σκήνωμά μου. Έτσι, ενθυμούμενος το κάλλος της δόξης και των λόγων σου, περιπατώντας, καθήμενος, τρώγοντας, πίνοντας και προσευχόμενος, έκλαιγα και περνούσα με ανέκφραστη χαρά, αφού γνώρισα εσέ, τον ποιητή των όλων. Πώς να μη χαιρόμουν δε; Εν τούτοις πάλι λυπούμενος και ποθώντας πάλι να σε δω έτσι, όταν επήγα κάποτε ν’ ασπασθώ την άχραντη εικόνα της Μητρός σου και προσκύνησα σ’ αυτήν, εσύ, προτού σηκωθώ, μου εμφανίσθηκες μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, σαν να την κατέστησες φως, και τότε γνώρισα ότι σε έχω μέσα μου συνειδητώς. Από τότε λοιπόν δεν σε αγαπούσα από την ενθύμησή σου και των ιδικών σου, αλλά πίστευσα ότι έχω αληθινά μέσα μου εσέ, την ενυπόστατη αγάπη. Διότι η πραγματική αγάπη είσαι εσύ, ο Θεός» (τ. 19Α, σελ. 583-7).

   «Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνουμε, όπως ειπώθηκε, στις καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πυρ της θεότητας, έτσι ούτε εμάς μας καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας» (τ. 19Β, σ. 177).

   «Στην αγάπη αυτή δεν μπορεί να εγγίσει ποτέ κανένας άνθρωπος, αν δεν καθαρίσει πρωτύτερα την καρδιά του με μετάνοια και άφθονα δάκρυα, και δεν προχωρήσει στο βυθό της ταπεινοφροσύνης και δεν εγκυμονήσει το πανάγιο Πνεύμα» (τ. 19Γ, σ. 75).

   «Όσοι ομολογούν ότι ο Χριστός είναι Θεός, αλλά δεν φυλάσσουν τις εντολές του, δεν θα θεωρηθούν μόνο ως αρνητές, αλλά και ως ατιμαστές του κι’ όχι μόνον αυτό, αλλά και θα κατακριθούν με δίκη περισσότερο από εκείνους που περιτέμνουν τα σώματά τους, ως ακρωτηριάζοντες τις εντολές του Θεού. Διότι εκείνος που ατιμάζει τον πατέρα, πώς θα θεωρηθεί υιός; Eκείνος που χωρίζεται από το φως, πώς θα διαμείνει σ’ αυτό σαν σε ημέρα; Με κανένα τρόπο, αδελφοί. Αν όμως λέγει κάποιος ότι "Κανείς δεν μπορεί να τηρήσει όλες τις εντολές", να γνωρίζει ότι διαβάλλει τον Θεό και τον κατακρίνει ότι μας διέταξε πράγματα αδύνατα. Αυτός δεν θ’ αποφύγει το αναπόφευκτο της δίκης, αλλά θα κατακριθεί…» (τ. 19Γ, σ. 127).

    «Αυτός που αγανακτεί για την συνήθη σύναξη και στενοχωρείται και παραλύουν τα μέλη του για το μάκρος των ψαλλομένων ύμνων, αυτός στ’ αλήθεια δεν γνώρισε πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στον λάρυγγα αυτών που τον αγαπούν, και ανώτερα από μελισσόκερο στο στόμα αυτών που τον αναγνωρίζουν. Αλλ’ επειδή είναι όλος σάρκα και έχει σαρκικό φρόνημα και ακόμη πιο σάρκινη την αίσθηση, δεν μπορεί κατά πνευματικό τρόπο να γεύεται αυτά που για δική μας ευεργεσία μας δόθηκαν από τον Θεό, αλλ’ όλα όσα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού του φαίνονται πικρά και δεν γνωρίζει το, "γευθείτε και δείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος"» (τ.19Γ, σελ. 341-3).

   «Να προσέχει λοιπόν ο καθένας στην ανάγνωση. Διότι οι λόγοι των αγίων είναι λόγοι του Θεού και όχι ανθρώπων. Να βάλει αυτούς τους λόγους μέσα στην καρδιά του και να τους τηρεί ασφαλώς, επειδή οι λόγοι του Θεού είναι λόγοι ζωής και αυτός που τους έχει μέσα του και τους φυλάσσει, έχει ζωή αιώνια. Όταν κάθεστε σε πολυτελή τράπεζα συχνά, δεν νομίζω ποτέ κανείς σας από αδιαφορία να νύσταξε τελείως και να μη έλαβε όχι μόνο όσα του αρκούσαν, αλλά πιστεύω ότι απήλθε παίρνοντας με ζήλο τροφές και για την αυριανή ημέρα και ότι προθυμοποιήθηκε να δώσει αυτές σε φίλους ή φτωχούς. Όπου όμως προσφέρονται λόγοι ζωής που κάνουν αθάνατους τους τρεφόμενους από αυτούς, πες μου, επιτρέπεται σε κανένα να κοιμάται και να ραθυμεί ή να νυστάζει και να ροχαλίζει σαν ζωντανός νεκρός; Πω-πω ζημιά! Πω-πω αναισθησία και νωθρότητα! Αυτός που κάθεται σε τράπεζα και δεν έχει όρεξη για τα προσφερόμενα, είναι φανερό ότι στερείται τη φυσική του υγεία. Έτσι και αυτός που ακούει θεία ανάγνωση και δεν εντρυφά με άφατη ευχαρίστηση ψυχικώς και με άυλη όρεξη αΰλως τα άυλα και θεία λόγια, και δεν γεμίζει από τη γλυκύτητά τους νοερώς όλες τις αισθήσεις του, είναι ασθενής στην πίστη και τελείως άγευστος από τις πνευματικές δωρεές, δηλαδή λειώνει από πείνα και δίψα, αν και βρίσκεται μέσα σε πολλά αγαθά. Όπως δηλαδή ο νεκρός, που, ενώ περιβρέχεται με νερό, δεν το αισθάνεται, έτσι και αυτός, ενώ περιλούεται από τα ζωηρά και θεία νάματα του λόγου, δεν τα αισθάνεται» (τ. 19Δ, σ. 85).

   «Αφού λοιπόν πληγώθηκε με την αγάπη αυτού και την επιθυμία, ζητούσε με ελπίδα το πρώτο και μη φαινόμενο κάλλος… Όταν λοιπόν η συνείδηση του έλεγε, "Κάνε οπωσδήποτε και άλλες μετάνοιες και πρόσθεσε και άλλους ψαλμούς, και λέγε περισσότερο το ‘Κύριε, ελέησον’, διότι μπορείς", υπάκουε σ’ αυτήν με προθυμία και χωρίς δισταγμό, σαν να λεγόταν αυτό από τον ίδιο τον Θεό· έτσι τα έκαμνε όλα. Και από τότε δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να του λέγει ‘Γιατί δεν το έκανες αυτό;’ Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν χωρίς παράλειψη και ενώ εκείνη ημέρα με την ημέρα πρόσθετε και αλλά λόγια, σε λίγες ημέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή ακολουθία. Την ημέρα βέβαια φρόντιζε την οικία κάποιου πατρικίου και μετέβαινε καθημερινά στο παλάτι, μεριμνώντας για όσα αρμόζουν στον βίο, και για το λόγο αυτό δεν γίνονταν φανερά τα πραττόμενα σε κανένα άνθρωπο. Γι’ αυτό κάθε εσπέρα χύνονταν δάκρυα από τα μάτια του και έκαμνε συχνότερα γονυκλισίες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, έχοντας κολλημένα και αμετακίνητα τα πόδια του μεταξύ τους σε στάση, και διάβαζε ευχές προς την Θεοτόκο με πόνο, με δάκρυα και στεναγμούς και, σαν να ήταν παρών ο Κύριος σωματικώς, έτσι έπεφτε στα άχραντα πόδια του και ζητούσε ως τυφλός να ελεηθεί και ν’ αναβλέψει ψυχικά. Και ενώ η προσευχή αυξανόταν κάθε εσπέρα, διαρκούσε μέχρι το μεσονύκτιο, χωρίς καθόλου να κυριεύεται από χαύνωση ή αδιαφορία κατά την ώρα της προσευχής» (τ. 19Δ, σ. 253).

    «Όλα αυτά τα πιστεύομε πραγματικά μόνο με τον λόγο, ενώ με τα έργα τα αρνούμαστε. Δεν διακηρύσσεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, εάν θέλεις, και ερεύνησε με προσοχή, εάν τηρούν τις εντολές του. Και μόλις θα μπορέσεις, πράγματι, να βρεις μέσα στις χιλιάδες και μυριάδες έναν να είναι Χριστιανός με έργα και λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός με το άγιο Ευαγγέλιο, "όποιος πίστεψε σε εμένα, τα έργα που κάμνω εγώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και περισσότερα από αυτά θα κάνει"; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει, "Εγώ κάμνω έργα του Χριστού και πιστεύω ορθώς στον Χριστό"; Δεν βλέπετε, αδελφοί, ότι πρόκειται να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και θα υποστούμε χειρότερη τιμωρία από εκείνη που θα υποστούν εκείνοι που δεν γνώρισαν καθόλου τον Κύριο;» (τ. 19Δ, σελ. 263-265).

    «Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Εκκλησιασμός
γέλια και ασέβεια
Γέμισε η Εκκλησία από γέλια. Αν ο τάδε πη κάποιο αστείο, αμέσως προκαλούνται γέλια σ’ εκείνους που κάθονται. Και το παράξενο είναι, ότι πολλοί δεν σταματάνε να παίζουν και να γελάνε ακόμα και κατά την ώρα της προσευχής (στο ναό). Παντού χορεύει ο Διάβολος. Όλους τους επηρεάζει. Όλους τους εξουσιάζει. Ο Χριστός ατιμάζεται, περιφρονείται. Πουθενά δεν υπάρχει εκκλησία!
Ε.Π.Ε. 24,578
όχι με ασέβεια
Στέκει ο ιερεύς και αναπέμπει την ευχή για όλους, και συ γελάς, χωρίς να φοβάσαι τίποτε; Εκείνος τρέμει λέγοντας τις ευχές, και συ καταφρονείς; Δεν ακούς τι λέει η Αγία Γραφή; «Αλλοίμονο στους καταφρονητές». Δεν τρέμεις; Δεν ντρέπεσαι καθόλου;... Μπήκες στην εκκλησία για να μετανοήσης και να εξομολογηθής τα αμαρτήματά σου, να προσπέσης στο Θεό, να παρακαλέσης και να ικετεύσης για όλα τα πλημμελήματά σου, και συ όλα αυτά τα κάνεις γελώντας; Πώς λοιπόν θα μπορέσης να εξιλεωθής;
Ε.Π.Ε. 24,580
πιο δυνατή η προσευχή
Γνωρίζει, ότι μεγάλη δύναμις προέρχεται από τη σύναξι της εκκλησίας και τη συνάντησι των πιστών. Γι’ αυτό κι ο Κύριος λέει: Όπου είναι συναγμένοι δυο ή τρεις στο όνομά μου, εκεί είμαι και εγώ ανάμεσά τους (Ματθ. ιη' 20)... Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και διότι στη σύναξι αυξάνεται η αγάπη... Όπως το ένα σίδερο ακονίζει το άλλο σίδερο, έτσι κι η συναναστροφή αυξάνει την αγάπη. Όταν τρίβεται μια πέτρα με την άλλη, παράγεται φωτιά. Πόσο μάλλον η ψυχή που συνδέεται με άλλη ψυχή!
Ε.Π.Ε. 25,68
θέατρο και εκκλησιασμός
Χαίρομαι, αλλά συγχρόνως και θλίβομαι. Χαίρομαι για σας, τους παρόντες. Πονάω για τους απόντες. Τα θέατρα καλούν κάθε μέρα, και πρόφασι κανένας δεν προβάλλει. Όλοι τρέχουν. Όταν όμως πρόκηται για την εκκλησία, έρχεται κάποιος με νωθρότητα και ακεφιά. Και υπερηφανεύεται κιόλας, σαν να έκανε κάποιο χατήρι στο Θεό (που ήρθε στο ναό)!
Ε.Π.Ε. 26,202-204
δυο ώρες
Εγώ σου λέω να μου δανείσης δυο ώρες τη μέρα. Για να το πω καλύτερα, να μη δανείσης σε μένα τις δυο ώρες. Στον εαυτό σου να τις δανείσης, για να αναχώρησης γεμάτος ευλογίες, να φυγής ασφαλής, να πάρης όπλα πνευματικά, να καταστής ακαταμάχητος, απόρθητος απ’ το Διάβολο.
Ε.Π.Ε. 26,208
λουτρό πνευματικό
Όπως τα σώματα, που δεν επισκέπτονται συχνά τα λουτρά, είναι γεμάτα βρωμιά και ακαθαρσία, έτσι και η ψυχή εκείνη, που δεν απολαμβάνει πνευματική διδασκαλία, καλύπτεται από πολλές κηλίδες αμαρτημάτων. Διότι η εκκλησία είναι λουτρό, που με τη θερμότητα του Αγίου Πνεύματος καθαρίζει κάθε μολυσμό.
Ε.Π.Ε. 26,450
παραμυθία για τους αμαρτωλούς
Ο πιστός μπαίνει στην εκκλησία και ακούει, ότι πολλοί από τους αγίους ήσαν αμαρτωλοί και αναστήθηκαν. Επανήλθαν στην πρότερη δόξα. Έτσι, χωρίς να το καταλάβη, βγαίνει από την εκκλησία ενισχυμένος.
Ε.Π.Ε. 30,160
μια ώρα στις 168 της εβδομάδας
Έχει 168 ώρες η εβδομάδα. Μια ώρα ξεχώρισε για τον εαυτό Του ο Θεός. Συ και αυτή την ώρα (της Κυριακής) την ξοδεύεις σε κοσμικά και γελοία;
Ε.Π.Ε. 30,104
πώς να στεκώμαστε;
Να στεκώμαστε με φόβο και με τρόμο, κοιτώντας προς τα κάτω, ενώ η ψυχή ανεβαίνει προς τα πάνω. Με στεναγμούς ιερούς, μυστικούς, και με αλαλαγμό καρδίας... Μπαίνοντας στην εκκλησία, πρέπει να μπαίνουμε σαν να μας υποδέχεται ο Θεός, χωρίς να έχουμε μνησικακία στην ψυχή μας.
Ε.Π.Ε. 30,316
από την απαλή ηλικία
Να οδηγής το παιδί από μικρό στην εκκλησία. Με σπουδή και φροντίδα να το φέρνης. Θα το δης να χοροπηδά από τη χαρά του, αφού τόσα που άλλοι τα αγνοούν, αυτό τα ξέρει. Προτού ακόμα λεχθούν τα λόγια στην εκκλησία, τα ξέρει και τα κατανοεί και κερδίζει έτσι πολλά.
Ε.Π.Ε. 30,662
από μικρά τα παιδιά
Αν στην απαλή ψυχή του παιδιού εντυπωθούν καλά τα διδάγματα του Θεού, κανένας δεν θα μπορέση να τα αφαιρέση, όπως ακριβώς συμβαίνει με το κερί.
Ε.Π.Ε. 30,662
ωφέλεια μεταξύ των πιστών
Αν κάποιος δη όλους να συντρέχουν και να συναγωνίζωνται, η προθυμία των άλλων γίνεται αφορμή για παρακίνησι και γι’ αυτόν ακόμα, που είναι πολύ νωθρός. Όταν η μια πέτρα τρίβεται πάνω στην άλλη, παράγει πολλές φορές σπινθήρες. Πολύ περισσότερο συμβαίνει αυτό στις ψυχές, όταν η μια πλησιάζη την άλλη και θερμαίνωνται μαζί από τη φωτιά του Αγίου Πνεύματος.
Ε.Π.Ε. 35,374
τι κερδίζεις
Να μην αμελής την παρουσία σου εδώ στην εκκλησία. Διότι, αν σε ενοχλή κάποια λύπη, φεύγει μέσα εδώ. Αν σε ενοχλούν κοσμικές φροντίδες, δραπετεύουν. Αν σε πειράζουν πάθη, σβήνουν.
Ε.Π.Ε. 37,38
ευωδία
Δεν είναι τόσο ωραία και χαριτωμένη η νύφη που διαμένει στο νυφικό θάλαμο, όσο θαυμαστή και ένδοξη είναι η ψυχή που συχνάζει στην εκκλησία. Ευωδιάζει με μύρα πνευματικά.
Ε.Π.Ε. 37,40
και Γραφή
Όποιος συχνάζει με πίστι και ζήλο στην εκκλησία, όλα θα τα υπομείνη εύκολα, γιατί θα πάρη από την ακρόασι των θείων Γραφών μεγάλη δύναμι για υπομονή και ευσέβεια.
Ε.Π.Ε. 37,40
Εκκλησιολογία
με την Εκκλησία, έστω κι αν σφάλη!
Και αν ακόμα σε κάποιο θέμα θα έκανε λάθος, δεν μπορεί να συγκριθή ο αγώνας για την ακρίβεια γύρω από ημερομηνίες, με το έγκλημα, που λέγεται διαίρεσις και σχίσμα στην Εκκλησία.
Ε.Π.Ε. 34,188
σύμφωνα με την Εκκλησία
Επειδή θέλεις να κάνης τις δικές σου νηστείες, δεν απολαμβάνης ούτε το λόγο των Γραφών ούτε τις λατρευτικές συνάξεις ούτε την ευλογία ούτε τις κοινές προσευχές, αλλά περνάς τη ζωή σου σαν να έχης πονηρή συνείδησι, τρέμοντας, σαν να είσαι ξένος και αλλόφυλος. Όλα πρέπει να τα κάνης με παρρησία, με ευχαρίστησι, με αγαλλίασι, με ελευθερία, και φυσικά, μαζί και μέσα στην Εκκλησία.
Ε.Π.Ε. 34,188

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 142-144)

 

Εκκλησιασμός
φεύγει το μυαλό στο κακό
Αν μέσα στο ναό, όπου ακούγονται ψαλμοί και προσευχές και λέγονται θεία λόγια και επικρατεί φόβος Θεού και πολλή ευλάβεια, πολλές φορές σαν κακούργος ληστής εισχωρεί η κακή επιθυμία, πως όσοι κάθονται στο θέατρο και ούτε ακούνε ούτε βλέπουν κάτι καλό, αλλά γεμίζουν το μυαλό τους με αισχρότητα πολλή και ανοησίες και πολιορκούνται τα αυτιά τους και τα μάτια τους με το κακό, πώς μπορούν να ξεφύγουν την πονηρή επιθυμία; Και αν δεν μπορούν να ξεφύγουν την κακή επιθυμία, πώς θα καταφέρουν ν’ αποφύγουν τα εγκλήματα της μοιχείας;
Ε.Π.Ε. 8α, 234
για τη Γραφή η σύναξις
Στις Γραφές να προσέχουμε και να μη θεωρούμε πάρεργο την ασχολία μαζί τους. Αν κάποιος έρχεται στη σύναξι και παρακολουθή με προσοχή, έστω κι αν δεν διαβάζη στο σπίτι, εφ’ όσον προσέχει όσα λέγονται εδώ, αρκεί ένας χρόνος για ν’ αποκτήση εμπειρία. Δυστυχώς οι περισσότεροι είναι τόσο άθλιοι, ώστε και υστέρα από τόση ανάγνωσι της Γραφής δεν γνωρίζουν ούτε τα ονόματα των βιβλίων της. Και δεν ντρέπονται και δεν φρίττουν, όταν με τόση αδιαφορία μπαίνουν εδώ μέσα.
Ε.Π.Ε. 14,82
αλλού προσέχουμε, εδώ χασμώμεθα
Αν μεν παίζη κάποιος μουσικός κιθάρα ή χορεύη κάποιος ή μας καλέση κάποιος στο θέατρο, με πολλή σπουδή τρέχουν όλοι, και σπαταλάμε περίπου τη μισή μέρα. Και όταν ο Θεός μας καλή και μας μιλάη δια των προφητών και των αποστόλων, τότε χασμουριόμαστε και ξυνόμαστε και ζαλιζόμαστε.
Ε.Π.Ε. 14,82
φρούριο ψυχής
Φρούριο κατασκεύασε ο Θεός εναντίον του Διαβόλου. Αυτό είναι η εκκλησία. Από εκεί ας παίρνουν δύναμι τα χέρια για εργασία. Πρώτα ας ανυψώνωνται για προσευχή, και υστέρα ας πηγαίνουν στην εργασία.
Ε.Π.Ε. 15,534
προφάσεις και εμπόδια!
Όταν χάνης το χρόνο σου σε θέατρα με χορευτές και μίμους και σπαταλάς τη ζωή σου σε βρώμικα θεάματα, δεν προβάλλεις κάποια ανάγκη. Όταν εμείς σε καλούμε στην εκκλησία, τότε προβάλλεις όλες τις δικαιολογίες και μύρια εμπόδια.
Ε.Π.Ε. 18,144
αραιός και άτακτος
Πρόσεχε τη μεγάλη ανωμαλία. Από όσους ανήκουν σ' αυτή την εκκλησία, άλλοι μεν ποτέ, ή μια φορά το χρόνο εκκλησιάζονται, αλλά και τότε όπως τύχη. Άλλοι δε εκκλησιάζονται μεν τακτικώτερα, αλλά και αυτοί όπως τύχη. Αταχτούν στην εκκλησία, μιλάνε, αστειεύονται, με το τίποτε.
Ε.Π.Ε. 20,714
με προσοχή πολλή
Εκεί που ο μίμος παίζει κωμωδίες και η πόρνη ασχημονεί, κάθονται τόσοι πολλοί θεατές, προσέχουν με τεταμένη την προσοχή τα λεγόμενα, και μάλιστα χωρίς να επιβάλη σιωπή. Εδώ όμως, στο ναό, όπου ο Θεός από τον ουρανό μιλάει για φριχτά μυστήρια, συμπεριφερόμαστε με αναισχυντία μεγαλύτερη από τα σκυλιά. Δεν σεβόμαστε τον Θεό ούτε καν όσο σεβόμαστε τις διεφθαρμένες και τους διεφθαρμένους.
Ε.Π.Ε. 20,714
όχι για τους ανθρώπους, για το Θεό
Νομίζει ο άλλος, ότι κάνει χάρι σε μας και στο λαό, πιθανόν και στο Θεό, Επειδή μπήκε στον οίκο του Θεού. Αυτός, που πάσχει από τέτοιο φλεγμωνώδη εγωισμό, πώς θα μπορέση κάποτε να γιατρευτή; Νομίζουν επίσης μερικοί, πως έρχονται στην εκκλησία για μας ή προς εμάς. Νομίζουν, ότι όσα ακούνε είναι δικά μας. Δεν προσέχουν, ότι προσέρχονται στη θεία λατρεία για το Θεό και προς το Θεό, ότι Εκείνος συνομιλεί μαζί τους!
Ε.Π.Ε. 23,60
με την πρέπουσα ευλάβεια
Αν συνωμιλούσαν μερικοί χριστιανοί με άρχοντες επίγειους, δεν θα μπορούσαν να προσέχουν έξω. Πολύ περισσότερο τώρα, που συνομιλούν με τον Θεό. Εμείς, αγαπητοί, οι ιερείς είμαστε απλώς υπηρέτες. Δεν μεταφέρουμε δικά μας, αλλά τα λόγια του Θεού. Καθημερινά στην Εκκλησία διαβάζονται επιστολές του ουρανού. Είναι επιστολές, που τις έστειλε ο Θεός. Ας μπαίνουμε, λοιπόν, στην Εκκλησία με τη δέουσα τιμή και ευλάβεια και ας ακούμε με προσοχή τα λεγόμενα.
Ε.Π.Ε. 23,62

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 140-142)

 

«Όταν χειροτονούνταν ιερεύς από τον αρχιερέα ο σοφώτατος Συμεών, και εκείνος μεν ανέπεμπε την ευχή επάνω σ’ αυτόν, αυτός δε είχε υποκλίνει στο μυστήριο το γόνατο και την κεφαλή, είδε όραμα· το άγιο Πνεύμα σαν άπειρο φως απλό και ανείδεο (=χωρίς μορφή) κατερχόμενο κάλυψε την πανίερη κεφαλή του, και αυτό έβλεπε λειτουργώντας κατά τα σαράντα οκτώ έτη της ιερατείας του στην από αυτόν αναφερομένη θυσία στον Θεό, καθώς έλεγε αυτός προς κάποιον, σαν για κάποιον άλλον, υποκρύβοντας τον εαυτό του και όπως είναι γραμμένο στα αποφθέγματά του» (τ. 19Α, σ. 85).

«Όταν παρίσταται (ο ιερέας) στην ιερά τράπεζα, οφείλει να βλέπει νοερώς μεν την θεότητα, αισθητώς δε τα προκείμενα δώρα και να κατέχει ενσυνειδήτως στην καρδιά του αυτόν που είναι αοράτως παρών στα δώρα, για να μπορεί να προσφέρει με παρρησία τις ευχές» (τ. 19Α, σ. 85).

«Προσέφερε πάντοτε την αναίμακτη θυσία στον Θεό, θεωρώντας το Πνεύμα και λαμβάνοντας αγγελοειδή μορφή στο πρόσωπο. Πραγματικά, όσο σταθερός κι αν ήταν στην ψυχή όποιος τον ατένιζε στην ώρα της λειτουργίας του δεν μπορούσε να βλέπει ατενώς την λαμπρότητα του προσώπου του, όταν έδινε στον λαό την ειρήνη, σκοτιζόμενος στα μάτια από τις εκπεμπόμενες απ’ εκεί ακτίνες· όπως δηλαδή όποιος κυττάζει ξαφνικά προς τον δίσκο του ήλιου παθαίνει αμαύρωση του φωτός που έχει, έτσι συστελλόταν προς τον εαυτό του όποιος εκύτταζε το πρόσωπό του. Διότι η χάρις του Πνεύματος, διαδομένη όλη σ’ όλο το σώμα του τον κατέστησε ολόκληρο πυρ κι ήταν σχεδόν απρόσιτος στους ανθρώπινους οφθαλμούς κατά την ώρα της λειτουργίας του. Έλεγε δε και Συμεών ο Εφέσιος, που ήταν και αυτός μαθητής του ανδρός, διηγούμενος σ’ άλλους τις εντυπώσεις του, ότι "συλλειτουργώντας με τον άγιο, ανοίχθηκαν οι νοεροί οφθαλμοί μου και τον είδα εκείνη την ώρα της λειτουργίας του μέσα στο θυσιαστήριο ενδυμένο πατριαρχική στολή με ωμοφόριο και ασχολούμενο με τα θεία μυστήρια". Ο δε Μελέτιος, που είχε καρεί μοναχός με τα χέρια του, μ’ εβεβαίωσε ότι "πολλές φορές βλέπαμε φωτεινή νεφέλη να τον καλύπτη ολόκληρο, καθώς στεκόταν στο βήμα την ώρα της αγίας αναφορας". Και ευλόγως διότι όσοι διαπρέπουν με το ύψος των αρετών καταξιώνονται και της ενθέου δόξης» (τ. 19Α, σελ. 87-9)

«(Συμβουλή σε ΗγούμενοΜαζί με όλα να τηρείς ακρίβεια και κατά την εξέταση των λογισμών του καθενός, για να μάθης ποιοι από αυτούς χρειάζονται την συμπαράταξη (ίδια θέση στο ναό) με τους προσευχομένους και κοινωνούντας, και ποιοι χρειάζονται αφορισμό και τοποθέτηση μαζί με τους μετανοούντας (ειδική θέση), έτσι ώστε να μη καταστήσης, εν γνώσει ή εν άγνοια, την εκκλησία του Θεού αντί ναού αγίου, σπήλαιο ληστών ή πορνείο, και να μη κατορθώσης να εκφύγης το φοβερό γι' αυτό κρίμα της οργής του Θεού… Να τους διδάξης να ευλαβούνται τους ιερούς τόπους του Θεού μαζί με τα σκεύη της λατρείας του. Διότι πρέπει να γνωρίζης ότι το δικαίωμα να εγγίζουν αυτά έχει δοθή από τους αποστόλους μόνο στους ιερωμένους ευλαβεστάτους μοναχούς, οι οποίοι μετέχουν και στα μυστήρια. Γι’ αυτό δεν θα επιτρέψεις σε όλους τους επιθυμούντας την είσοδο στο ιερό βήμα, παρά μόνο, όπως λέχθηκε, στους ιερωμένους και αγιασμένους αδελφούς» (τ. 19Α, σ. 141).

    «…το χερουβικό κατά την τέλεση της λειτουργίας των φρικτών μυστηρίων του Χριστού, κατά την οποία έβλεπε καθαρά να κατέρχεται το άγιο Πνεύμα και να αγιάζει αυτόν και τα δώρα» (τ. 19Α, σ. 287).

    «Ούτε ο άνθρωπος αυτός, που γνωρίζει καλώς πώς να εορτάζει, έχει καθόλου τον νου ή την αίσθησή του στα τελούμενα, διότι αυτό είναι γνώρισμα εκείνων που δεν σκέπτονται τίποτε περισσότερα από τα ορατά, αλλά με σοφό νου στα τελούμενα βλέπει τα μέλλοντα ως παρόντα και ευφραίνεται η καρδιά του γι’ αυτά και φαντάζεται ότι ολόκληρος ευρίσκεται μέσα σ’ εκείνα και μαζί με τους εορτάζοντες στους ουρανούς εν αγίω Πνεύματι. Δεν βλέπει προς τα φώτα, ούτε προς το πλήθος του λαού, ή προς την φιλική συγκέντρωση, αλλά σκέπτεται πάντοτε τα μετέπειτα, ότι δηλαδή τα πράγματα του κόσμου θα σβησθούν, και οι άνθρωποι θ’ αποχωρήσουν ο καθένας στα δικά του και μόνος αυτός θα εγκαταλειφθεί μέσα στο σκοτάδι. Μη μου αριθμείς λοιπόν χρόνους και μήνες και περιόδους καιρών, ούτε να μου λέγεις, ‘Να, εόρτασα την γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τα Θεοφάνεια, την Ανάσταση, την Ανάληψη, την κάθοδο του Πνεύματος’. Μη μου λέγεις αυτά ούτε ν’ αριθμείς όλες τις εορτές, αλλ’ ούτε να φαντάζεσαι ότι σου αρκούν αυτές για την σωτηρία της ψυχής· ούτε να νομίζεις ότι για σένα η εορτή περιορίζεται στα λαμπρά ενδύματα, τους αγέρωχους ίππους, τα πολύτιμα μύρα, στα κεριά, τους λύχνους και τα πλήθη λαού. Διότι αυτά δεν κάνουν την εορτή λαμπρή ούτε αυτό είναι αληθινή εορτή, αλλά σύμβολα εορτής. Πράγματι, ποιο θα είναι το όφελός μου, αγαπητέ, να μη ειπώ ότι άναψα στον ναό και στην εκκλησία των πιστών πολλά κεριά και λύχνους, αλλά, αν μπορέσω, να τους αποκτήσω τέτοιους, σαν τον ήλιο που λάμπει από τον ουρανό, και αντί πολλών λύχνων να συγκεντρώσω στην οροφή του ναού τα άστρα και να την κάνω καινό ουρανό και παράξενο πράγμα επάνω στην γη, και επί πλέον, να νοιώσω αγαλλίαση μέσα στο φως αυτών, να θαυμασθώ και να επαινεθώ από τους συγκεντρωμένους, κι’ έπειτα από λίγο, αφού σβησθούν όλα αυτά, εγώ ο ίδιος να εγκαταλειφθώ σε σκότος; Eάν σήμερα ευωδίαζα τον εαυτό μου και αυτούς που συγκεντρώθηκαν με μύρα, και αύριο γεμίσω δυσωδία από την σάρκα μου και τον ρύπο της, τι θα με ωφελήσει, πες μου, εσύ που καυχιέσαι για λαμπρές εορτές και, εάν υπάρχει σε σένα σύνεση, με σύνεση, κατά τον Σοφό, αποκρίσου. Πράγματι σε τίποτε, έστω κι αν σιωπάς, πιεζόμενος από τον λόγο. Διότι, εάν σήμερα φωτισθώ και αύριο σκοτισθώ, ή σήμερα ευφρανθώ και αύριο λυπηθώ, ή την ημέρα αυτή έχω υγεία και την επομένη ασθενήσω, ποιο το κέρδος μου; Πες. Ποια είναι η απόλαυση από τα όσα λέχθηκαν; Δεν διάλεξα αυτές τις εορτές, λέγει ο Κύριος. Διότι λέγει «ποιος τα ζήτησε αυτά από τα χέρια σας;» . Δεν νομοθέτησε ο Χριστός να εορτάζουμε έτσι. Αλλά πώς; Άκουε προσεκτικά. Πρώτα θα παραθέσω στο λόγο τις αντιρρήσεις εκείνων που αντιδιατίθενται και λέγουν το εξής ‘Τι λοιπόν; Δεν θα ανάψουμε κεριά και λύχνους; Ούτε θα προσφέρουμε μύρα και θυμίαμα; Δεν θα προσκαλέσουμε λαό για να ψάλλει, ούτε θα συγκεντρώσουμε γνωστούς και φίλους και άρχοντες; Αυτά λέγεις; έτσι’, λέγει, ‘προστάζεις;’. Δεν εννοώ αυτό· μακριά μια τέτοια σκέψη αλλά σε συμβουλεύω και συμφωνώ να τα πραγματοποιείς με μεγάλη αφθονία. Αλλ’ όμως θέλω να γνωρίσεις τον τρόπο και θα σου υποδείξω το ίδιο το μυστήριο της εορτής των πιστών…
     Οι λαμπάδες δηλαδή σού υποδεικνύουν συμβολικώς το νοητό φως. Διότι, όπως ο ναός, αυτός ο περικαλλής οίκος, καταλάμπεται από τις πολλές λαμπάδες, έτσι και ο οίκος της ψυχής σου, ο τιμιότερος αυτού του ναού, οφείλει να φωτίζεται και να λάμπεται νοητώς, να καίγονται δηλαδή μέσα σου δια του θείου πυρός και να φέγγουν όλες οι πνευματικές αρετές, ώστε να μην απομείνει κανένας τόπος σ’ αυτόν άμοιρος φωτός. Τους φωτοειδείς πάλι λογισμούς, τους υπογράφει μέσα σου το πλήθος των καιομένων από το ορατό πυρ λύχνων, ώστε, όπως αυτοί, να λάμπει ο καθένας τους και να μη εναπομείνει σκοτεινός λογισμός στην οικία της ψυχής σου, αλλά να λάμπουν εξ’ ολοκλήρου όλοι καιόμενοι πάντοτε με το πυρ του Πνεύματος, για να μη διακόπτεται ο στεφανοειδής ορμαθός της διακρίσεως των λογισμών σου…
     Τα πλήθη, που συγκεντρώνονται μαζί με σένα και υμνούν μεγαλοφώνως τον Θεό, σου δηλώνουν τα ουράνια τάγματα και τις αναρίθμητες αγγελικές δυνάμεις που ανυμνούν για την σωτηρία σου τον ουράνιο Δεσπότη. Ο αίνος και ο ύμνος, ο μελωδούμενος απ’ αυτά, υπαινίσσεται τον μυστικό εκείνον ύμνο, τον οποίο αναπέμπουν ασιγήτως οι άγιοι άγγελοι, ώστε και συ ο ίδιος να γίνεις έτσι και ως επίγειος άγγελος ν’ ανυμνείς ακατάπαυστα με το άυλο στόμα της καρδιάς σου τον Θεό που σ’ εδημιούργησε μυστικώς. Οι φίλοι πάλι και οι γνωστοί και οι συνοδοί των Αρχόντων με την παρουσία τους σε διδάσκουν ότι πρέπει να γίνεις με την εκτέλεση όλων των εντολών και με τον πλούτο των αρετών συναρίθμιος και ομοδίαιτος με τους Αποστόλους, τους προφήτες, τους μάρτυρες και όλους τους όσιους. Εάν σκέπτεσαι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εορτάζεις και έγινες τέτοιος, όπως περιέγραψε ο λόγος, με όσα κάνεις εορτάζοντας, εορτάζεις εορτή πνευματική και συνεορτάζεις με τις άνω αγγελικές δυνάμεις. Εάν όμως δεν συμβαίνει αυτό, ούτε τον εαυτό σου τον έκανες τέτοιον με την εργασία των εντολών, ποιο θα είναι το όφελος για σένα που εορτάζεις; Υπάρχει φόβος μήπως και συ, όπως παλαιά οι Ιουδαίοι, ακούσεις «θα μετατρέψω», λέγει, «τις εορτές σου σε πένθος και θα μεταβάλω την χαρά σου σε λύπη…
     Ας είναι εορτή για σένα, που εορτάζεις με σύνεση και ευσέβεια, όχι το φως των λαμπάδων που σε λίγο σβήνει, αλλά καθαρώς η ίδια η λαμπάδα της ψυχής σου, η οποία συμβολίζει την γνώση των θείων και ουρανίων πραγμάτων, και η οποία χορηγείται από το άγιο Πνεύμα σ’ εκείνον που σκέπτεται όπως ο Ισραήλ. Αυτή ας σου είναι τέτοια, ώστε να λάμπει σ’ όλη σου τη ζωή, να φέγγει για όλους όσους ευρίσκονται στην παγκόσμια οικία πάνω από τις ακτίνες του ήλιου, καθαρό φως του λόγου αρτυμένο με το αλάτι του Πνεύματος , σύμφωνα με την εντολή που λέγει «ας λάμψει το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που ευρίσκεται στους ουρανούς». Αντί για πολλούς λύχνους ας σου είναι οι φωτοειδείς έννοιες, με τις όποιες υφαίνεται όλος ο κόσμος των αρετών και υποδεικνύεται λαμπρώς, γι’ αυτούς που βλέπουν σωστά, η ποικιλία του πνευματικού ναού και του κάλλους του. Αντί για μύρα και αρώματα, ας σε ευωδιάζει η νοητή ευωδία του αγίου Πνεύματος, της οποίας η οσμή είναι ανέκφραστη και η αναθυμίαση της οσφρήσεως φωτοειδής. Αντί για πλήθος λαού, ας παραστούν μαζί σου τα τάγματα των αγγέλων, ώστε να δοξάζουν για σένα τον Θεό και να χαίρονται πάντοτε για την σωτηρία, την ανάβαση και την προκοπή σου. Άντι φίλων και αρχόντων και βασιλέων, ας συνεορτάζουν και ας επικοινωνούν μαζί σου, ως φίλοι, όλοι οι άγιοι που προσκυνούνται και τιμούνται από αυτούς. Αυτούς να αγαπάς και αυτούς να προτιμάς από όλους, ώστε όταν πεθάνεις να σε υποδεχθούν στις αιώνιες σκηνές τους, όπως ο Αβραάμ υποδέχθηκε στους κόπους του τον Λάζαρο... Αντί πλούσιας από αφθονία εδεσμάτων τράπεζας, ας είναι για σένα μόνον ο ζών άρτος, όχι μόνον ο αισθητός και ορατός, αλλ’ αυτός που είναι στον αισθητό και δι’ αυτού ως αισθητός γίνεται και δίνεται σε σένα, ο ίδιος ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο , τον οποίο όσοι τον τρώγουν όχι μόνο τρέφονται, αλλά και ζωοποιούνται και ζώντας ανασταίνονται ως εκ νεκρών. Αυτό ας είναι για σένα απόλαυση και τρυφή ακόρεστη και αδάπανη. Οίνος πάλι ας είναι, όχι αυτός που βλέπεται, αλλ’ εκείνος βέβαια που φαίνεται ως οίνος, αλλά νοείται ως αίμα Θεού, ανέκφραστο φως, ανείπωτος γλυκασμός, αιώνια ευφροσύνη· αυτόν εάν τον πίνεις αξίως, δεν θα διψάσεις στον αιώνα, αρκεί μόνο να γίνεται με αίσθηση της ψυχής, με ετοιμασία ειρήνης των δυνάμεών της. Και πρόσεχε, παρακαλώ, από εδώ την έννοια των λόγων. Εάν συμμετέχεις σ’ αυτά αισθητικώς και γνωστικώς, τότε συμμετέχεις αξίως· εάν όχι, τρώγεις και πίνεις αναξίως. Εάν μετέλαβες με καθαρή θεωρία εκείνο που μετέλαβες, να λοιπόν έγινες άξιος αυτής της τράπεζας· εάν δεν γίνεις άξιος, δεν θα προσκολληθείς, καθόλου δεν θα ενωθείς με τον Θεό. …
     Εάν λοιπόν εορτάζεις έτσι και έτσι μεταλαμβάνεις τα θεία μυστήρια, όλη σου η ζωή θα είναι μία εορτή, και ούτε εορτή, αλλά αφορμή εορτής και ένα Πάσχα, η μετάβαση και αναχώρηση από τα ορατά προς τα νοητά, όπου κάθε σκιά και κάθε τύπος και τα τωρινά σύμβολα θα καταργηθούν και καθαροί θ’ απολαύσουμε αιωνίως και καθαρώς το καθαρότατο θύμα, μέσα στον Θεό Πατέρα και στο ομοούσιο Πνεύμα, βλέποντας πάντοτε τον Χριστό και βλεπόμενοι από αυτόν, συνυπάρχοντας με τον Χριστό, συμβασιλεύοντας με τον Χριστό, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει μεγαλύτερο στην βασιλεία των ουρανών» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμος 19Γ, σελ.267-271,273-275,277-279,283)

«Αυτός που αγανακτεί για την συνήθη σύναξη και στενοχωρείται και παραλύουν τα μέλη του για το μάκρος των ψαλλομένων ύμνων, αυτός στ’ αλήθεια δεν γνώρισε πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στον λάρυγγα αυτών που τον αγαπούν, και ανώτερα από μελισσόκερο στο στόμα αυτών που τον αναγνωρίζουν. Αλλ’ επειδή είναι όλος σάρκα και έχει σαρκικό φρόνημα και ακόμη πιο σάρκινη την αίσθηση, δεν μπορεί κατά πνευματικό τρόπο να γεύεται αυτά που για δική μας ευεργεσία μας δόθηκαν από τον Θεό, αλλ’ όλα όσα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού του φαίνονται πικρά και δεν γνωρίζει το, "γευθείτε και δείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος"» (τ. 19Γ, σελ. 341-3).

«Και περνάει έκτοτε ο καθένας από αυτούς σε κάθε σύναξη με ραθυμία και αμέλεια, και σ’ όσους τον πλησιάζουν και ανέχονται να τον ακούν διηγείται συνεχώς μάταια και γεροντίστικα παραμύθια. Και έτσι χωρίς να αισθάνεται, ή καλύτερα να ειπώ, εισερχόμενος με αδιαφορία στις θείες συνάξεις μαζί με τους θεοσεβείς και πνευματικούς άνδρες, αναχωρεί από εκεί χωρίς ωφέλεια, χωρίς να αισθάνεται να γίνεται σ’ αυτόν καμμία τελείως αλλαγή προς το καλύτερο, αλλαγή που δίδεται από τον Θεό με την κατάνυξη σ’ όσους αγωνίζονται, θεωρώντας αυτό μόνο ότι του είναι αρκετό, το να μην απουσιάζει από τις καθορισμένες συνάξεις (εννοώ τον όρθρο, τον εσπερινό και τις ψαλλόμενες ώρες) και αντιμετωπίζοντας με τέτοια αδιαφορία την κατόρθωση των αρετών και την τελειοποίηση ως προς την αύξηση της κατά Χριστόν ηλικίας» (τ. 19Γ, σ. 379).

«Εάν είναι δυνατό, κανείς σας να μη παρέλθει χωρίς δάκρυα την ακολουθία και την ανάγνωση. …Διότι, βιάζοντας τον εαυτό σου να μην περνάς χωρίς δάκρυα την κανονισμένη ακολουθία της εκκλησίας, αποκτάς τη συνήθεια αυτού του καλού και η ψυχή σου τρέφεται με την ίδια τη στιχολογία και τα τροπάρια που ψάλλεις, αποδεχόμενη μέσα της τα θεία νοήματά τους, και ο νους σου αναβιβάζεται με τα λεγόμενα προς τα νοητά, και δακρύζοντας γλυκά, διάγεις στην εκκλησία σαν στον ίδιο τον ουρανό μαζί με τις άνω δυνάμεις» (τ. 19Δ, σ. 317).

«Στάσου (στη Θ. Λειτουργία) γεμάτος τρόμο, σαν να βλέπεις τον Υιό του Θεού να θυσιάζεται για σένα. Και εάν είσαι άξιος και πάρεις άδεια γι’ αυτό, πήγαινε με φόβο και χαρά να κοινωνήσεις τα απόρρητα αγαθά» (τ.19Δ, σ.321).

«Βγαίνοντας από την εκκλησία να μη αρχίσετε να ονειροπολείτε σε μάταια και ανωφελή πράγματα, για να μη συμβεί, ερχόμενος ο διάβολος και βρίσκοντάς σας απασχολημένους με αυτά, όπως ακριβώς κάποια κορώνη αρπάζει τον κόκκο του σιταριού από το χωράφι προτού αυτός καλυφθεί κάτω από το χώμα και πετάει, να αρπάξει έτσι κι αυτός από την καρδιά σας τη μνήμη αυτών των λόγων της κατηχήσεως και μείνετε πάλι άδειοι και κενοί από τη σωτήρια διδασκαλία» (τ. 19Δ, σ. 415).

«Ως που να χτυπήσει το σήμαντρο. Τότε μαζί με όλους πήγαινε στη σύναξη και στάσου στον ναό γεμάτος τρόμο, σαν να βρίσκεσαι στον ουρανό μαζί με τους αγγέλους, θεωρώντας τον εαυτό σου ανάξιο να παραβρίσκεται ακόμα κι εκεί μαζί με τους αδελφούς. Κι ενώ στέκεσαι, πρόσεχε τον εαυτό σου, ώστε να μη κοιτάζεις εδώ κι εκεί και περιεργάζεσαι τους αδελφούς, πώς δηλαδή στέκεται ο καθένας ή πώς ψάλλει, αλλά πρόσεχε μόνον τον εαυτό σου, την ψαλμωδία και τις αμαρτίες σου. Να θυμάσαι επίσης και την προσευχή μέσα στο κελί, μη σκεφθείς μέσα στη σύναξη απολύτως κανένα αργό λόγο και μη βγεις από εκεί πριν από την τελευταία προσευχή» (τ.19Δ, σ. 427).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

katafigioti

lifecoaching