417. Πώς μπορούμε να δεχθούμε το υψηλότατο μυστήριο της Θείας Αγάπης μέσα μας; Πώς μπορούμε να δεχθούμε μέσα μας και να οικειωθούμε το μυστήριο της χριστιανικής πίστεως; Με τον νου, με την καρδιά, με τη ζωή μας. Με ένα λόγο: με την ελευθέρα θέλησί μας. Έχουν και οι τρείς αυτές δυνάμεις των ψυχών μας διαποτισθή από την πίστι, όπως συνέβαινε με τις ψυχές των Αγίων; Η βασιλεία των ουρανών «όμοια εστί ζύμη, ην λαβούσα γυνή έκρυψεν εις αλεύρου σάτα (*) τρία, έως ου εζυμώθη όλον» (Λουκ. ιγ’ 21) (τα τρία σάτα θα μπορούσαν να συμβολίζουν τις παρά πάνω τρείς δυνάμεις). Αποδεχόμαστε τα κοσμικά, πρόσκαιρα και αμαρτωλά πράγματα με όλες τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματός μας, όχι τα ουράνια και αιώνια και άγια.
418. Προορισμός μας ύψιστος είναι η θέωσίς μας, το να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό. Αυτή την απερίγραπτο τιμή μας κάνει η αγάπη του. «Εγώ είπα· θεοί έστε και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. πα’ 6) (πρβλ. και την επίκλησι: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…»). Αφού λοιπόν ο Θεός μας έδωσε, τρόπον τινά, τον εαυτό του, δεν είναι επόμενο να δίνουμε και εμείς τον εαυτό μας στους αδελφούς μας; Ό,τι έχουμε, δεν πρέπει να το προσφέρουμε στον πλησίον μας; Απ’ αυτή την αναλογία εξαρτάται η σωτηρία μας, η θέωσίς μας. «Εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν» (Ματθ. ζ’ 2). Αν ο Θεός μας αξιώνη να γίνουμε κοινωνοί της θείας του φύσεως, με τη μετάληψι του Σώματος και του Αίματος του Υιού του, έτσι και εμείς πρέπει να αφήνουμε στους αδελφούς μας το δικαίωμα να κοινωνούν σε ό,τι έχουμε. Δηλαδή, να ελεούμε τον φτωχό. Να είμαστε φιλόξενοι. Να επισκεπτώμαστε τον άρρωστο. Να παρηγορούμε τον θλιμμένο. Να καταρτίζουμε τον αγνοούντα. Να ξεχνάμε τις αδικίες που μας έκαμαν οι άλλοι, γιατί όλοι ανήκουμε στον Χριστό, είμαστε του Χριστού. Και ο Χριστός θα ανταμείψη για κάθε τέτοια θυσία τον καθένα. «Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν» (Ματθ. κε’ 35).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 179-181)