ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

382. Η Εκκλησία είναι ο βέβαιος δρόμος για την αιώνιο ζωή. Μην ξεστρατίσης απ’ αυτόν, παίρνοντας τα μονοπάτια της σοφιστείας και της απιστίας, που φέρουν στην απώλεια. «Εγώ ειμί η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή».

383. Ο Διάβολος καλλιεργεί σε μερικές ψυχές την οκνηρία για κάθε έργο πίστεως και ευσεβείας. Έτσι τις κάνει ψυχρές στην προσευχή, δυσκίνητες στην αγαθοποιΐια. Αλλά η Γραφή μας προτρέπει να είμαστε «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ κυρίῳ δουλεύοντες» (Ρωμ. ιβ’ 11).
Επίσης ο Πονηρός επιδίδεται στο να κάνη τις καρδιές μας ευέξαπτες. Δεν ανεχόμαστε τότε την παραμικρά αντίρρησι, το κάθε εμπόδιο, πνευματικό ή υλικό. Τότε όμως είναι ο κατάλληλος καιρός για να δείξουμε αντοχή στους χειμάρρους της κακίας και της ανυπομονησίας. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν» (Λουκ. κα’ 19). Αλλά τι θα συμβή τότε; Τι θα συμβή με τον άνθρωπο, όταν ο Διάβολος του επιτίθεται με τους χειμάρρους των πειρασμών και με τον άνεμο των επηρεασμών; Αν ο χριστιανός στέκη στερεά στην πέτρα, που είναι ο Χριστός, δεν θα πέση. Αν όμως στέκη στην άμμο των παθών και του εγώ, η πτώσις του είναι βεβαία.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 162-163)

182. Ποιές είναι οι ακολουθίες της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού;

Στη θεία Ευχαριστία ο Χριστός είναι παρών με το σώμα και το αίμα του στα οποία μεταβάλλονται τα φυσικά στοιχεία του άρτου και του οίνου. Ο Χριστός είναι παρών στην ευχαριστία όχι μόνο κατά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων και κατά την κοινωνία αυτών από τους πιστούς, αλλά και μετά ταύτα. Το ευχαριστιακό μυστήριο δεν είναι προσωρινό και καταργούμενο. Η αλήθεια αυτή φαίνεται στην πράξη της αρχαίας Εκκλησίας κατά την οποία τα αγιασθέντα τίμια δώρα φυλάσσονταν στους ναούς και μεταφέρονταν από τους διακόνους στα σπίτια και στις φυλακές για να κοινωνήσουν οι ασθενείς και οι αιχμάλωτοι. Το ίδιο πράγμα εξαίρει και το έθος να παραλαμβάνεται η ευχαριστία από πιστούς, ασκητές και οδοιπόρους για κατ’ ιδίαν χρήση, όπως και η ιερουργία της ευχαριστίας από άρτο και οίνο που προαγιάσθηκαν κατά τη λειτουργία των προηγιασμένων. Προς την ίδια κατεύθυνση δείχνει και η λατρευτική προσκύνηση των τιμίων δώρων. Οι πιστοί κλίνουν γόνυ κατά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων και κατά την είσοδο των προηγιασμένων, θεωρώντας τον όχι απλώς σαν τόπο συνάξεως των πιστών, αλλά σαν πραγματικό οίκο Θεού, στον οποίο ο Θεός παραμένει υπό τα είδη της ευχαριστίας.

Πρέπει βέβαια να σημειωθεί, ότι τα δώρα της θείας ευχαριστίας δεν λατρεύονται καθ’ εαυτά άσχετα προς το ευχαριστιακό μυστήριο, γιατί ως τέτοια είναι απλά φυσικά στοιχεία και η λατρεία τους είναι σαφώς ειδωλολατρία· αλλά λατρεύονται γιατί είναι σώμα και αίμα του Θεού, όπως και η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν λατρεύεται καθ’ εαυτήν, αλλά γιατί είναι η φύση του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 253-254)

181. Τι φρονούν περί του θυτήριου χαρακτήρα της ευχαριστίας οι Διαμαρτυρόμενοι;

Οι Διαμαρτυρόμενοι, θέλοντας να πολεμήσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ιερατείου, που προφανώς συνδέεται με την ιδέα της ευχαριστίας ως θυσίας, πολέμησαν σφοδρώς το δόγμα το υπό των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών πρεσβευόμενο, φρονώντας ότι η εκδοχή της ευχαριστίας ως θυσίας ζημιώνει την έννοια της μεγάλης θυσίας του Γολγοθά και εξασθενίζει τη δύναμη και την άξια της.
Δεν έχουν όμως δίκαιο. Οι λόγοι του Αποστ. Παύλου: «Ουχί οι εσθίοντες τας θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου είσιν;», «ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμόνιων», «έχομεν θυσιαστήριον εξ ου φαγείν ουκ έχουσιν εξουσίαν οι τη σκηνή λατρευοντες», όπου ο ιερός συγγραφέας αντιβάλλει το θυσιαστήριο της τραπέζης του Κυρίου προς το ειδωλολατρικό θυσιαστήριο των εθνικών, καμία αμφιβολία δεν αφήνουν ότι το θυσιαστήριο της Εκκλησίας είναι πραγματικό και ότι η προσφερόμενη σ’ αυτό θυσία είναι θυσία πραγματική. Το ίδιο πράγμα εξαιρούν και οι μαρτυρίες των εκκλησιαστικών ανδρών (Ιουστίνου, Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Χρυσοστόμου κ.ά.), όπως και οι αρχαίες λειτουργίες, που αναμφισβήτητα παριστάνουν την ευχαριστία ως πραγματική θυσία. Είναι ενδεικτικό δε, ότι και οι Δοκήτες που αρνούνταν την πραγματική παρουσία του Χριστού στην ευχαριστία, συναπέρριπταν και τον χαρακτήρα της ευχαριστίας ως θυσίας.

Η θεία ευχαριστία είναι άφ’ ενός αναπαράσταση της σταυρικής θυσίας του Γολγοθά, καθόσον δια του καθαγιασμού των τιμίων δώρων παριστά ή συμβολίζει την εν αίματι θυσία του Χριστού επάνω στο σταυρό, άφ’ έτέρου δε πραγματική θυσία στην οποία ο Χριστός παρίσταται ως αρχιερέας τελών επί της γης ό,τι τελεί και στον ουρανό.
Ούτε είναι σωστή η αιτίαση ότι, αποδεχόμενοι την ευχαριστία ως θυσία, προσκρούουμε στη θυσία του Γολγοθά, δια της οποίας «άπαξ επί συντελείς των αιώνων εις αθέτησιν αμαρτίας δια της θυσίας αυτού πεφανέρωται», «μια γαρ προσφορά τετελείωκεν εις το διηνεκές τους αγιαζομένους. Όπως προειπώθηκε, και στις δύο θυσίες ο θυόμεν0ς είναι ο ίδιος, στη μεν θυσία του Γολγοθά προσφερθείς υπέρ πάντων, στη θυσία δε της ευχαριστίας προσφερόμενος για την προσωπική οικείωση των από του σταυρού αγαθών. Όχι μόνο δεν μειώνεται η μεγάλη θυσία του Γολγοθά, αλλά τουναντίον δια της ευχαριστίας αποκαλύπτεται ο ανεξάντλητος πλούτος της χάριτος στην ολότητά του και στην πρώτη ζωηφόρο στο σταυρό παράστασή του.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 252-253)

180. Μπορεί να τελείται πολλές φορές η θυσία της ευχαριστίας από τον ίδιο ιερέα στην ίδια εκκλησία και πάνω στο ίδιο θυσιαστήριο;

Φυσικά όχι. Ως λογική λατρεία και προσφορά προς το Θεό, στην οποία μετέχει ως σύνολο το σώμα του Χριστού (κλήρος και λαός) μια φορά μόνο μπορεί να τελεσιουργείται. Αντίθετα η Λατινική Εκκλησία, αποκλίνουσα από το έθος και την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, επιτρέπει την καθημερινή τέλεση πολλών θυσιών στο ίδιο θυσιαστήριο και στον ίδιο ναό και μάλιστα από τον ίδιο ιερέα και χωρίς τη συμμετοχή του λαού του Θεού. Είναι φανερό ότι στην πράξη αυτή αποσκοπείται η έξαρση του κλήρου, ως μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, υπέρ τον λαόν, πράγμα σύμφωνο προς το γενικότερο κληρικοκρατικό πνευμα της Εκκλησίας αυτής.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 251-252)

179. Ποιος είναι ο θυτήριος χαρακτήρας της θείας ευχαριστίας;

Η θεία ευχαριστία δεν είναι μόνο μυστήριο, η μεταβολή δηλαδή του άρτου και του οίνου εις σώμα και αίμα Χριστού, αλλά και θυσία πραγματική, η θυσία του Γολγοθά συνεχιζόμενη και εφαρμοζόμενη για τη σωτηρία των πιστών. Ήδη στην Π. Διαθήκη υπάρχουν προτυπώσεις του θυτήριου χαρακτήρα της θείας ευχαριστίας, κυριότερη των οποίων είναι η θυσία του πασχάλιου αμνού. Ο δε προφήτης Μαλαχίας παρουσιάζει τον Κύριο να μη προσδέχεται τις θυσίες των Εβραίων, αλλά την μία και καθαρή θυσία, την οποία προσφέρουν σ’ αυτόν σε κάθε τόπο, τα έθνη από Ανατολών ηλίου έως δυσμών. Αλλά και στην Κ. Διαθήκη ο Κύριος στους ιδρυτικούς λόγους του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας καλεί το ποτήριο «αίμα της καινής διαθήκης περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Τόσο στη σταυρική θυσία του Γολγοθά όσο και στη θυσία της ευχαριστίας, στην οποία η μεγάλη εκείνη θυσία περιβάλλεται συνεχή μορφή στην Εκκλησία, ο Χριστός παρουσιάζεται ως θύτης συγχρόνως και θύμα, ως μέγιστος αρχιερέας προσφέρων τον εαυτόν του υπέρ της του κόσμου ζωής.

Βεβαίως υπάρχει και διαφορά μεταξύ των δύο θυσιών. Είναι δε αυτή όχι στη φύση των θυσιών που είναι η ίδια και στις δύο, αλλά α) στο ότι η μεν θυσία του Γολγοθά είναι αιματηρή ενώ της θείας ευχαριστίας είναι αναίμακτη και β) η πρώτη έγινε μια φορά για πάντα στο Γολγοθά εις άφεσιν αμαρτιών και για τη ζωοποίηση του κόσμου, ενώ η δεύτερη επαναλαμβάνεται συνεχώς στα θυσιαστήρια των ιερών ναών για τη σωτηρία των ανθρώπων.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 250-251)

Απόδοση του Πάσχα

Η Ανάσταση συνεχίζεται! Αυτό δείχνει και η γιορτή της Αποδόσεως του Πάσχα. Τα ίδια γράμματα της νύχτας της Αναστάσεως, ακούγονται και κατά την Απόδοση του Πάσχα. Τελείται μια μέρα πριν απ’ τη γιορτή της Αναλήψεως.

Κάθε μεγάλη γιορτή στην Ορθόδοξη λατρεία έχει την «απόδοσή» της. Κάθε γιορτή είναι ζωντανό γεγονός, που επαναλαμβάνεται στη ζωή της Εκκλησίας, στη ζωή του πιστού.Αλλά και για άλλο λόγο γίνεται ο επανεορτασμός μιας εορτής, δηλαδή η απόδοσή της. Για ν’ απολαύσουμε ακόμα μια φορά την ομορφιά της γιορτής.

Όταν ένα θέαμα είναι ωραίο, ποθούμε να το ξαναδούμε. Όταν ένα φαγητό είναι νόστιμο, θέλουμε να το ξαναγευτούμε. Ο εορτασμός κάποιου γεγονότος της ζωής του Χριστού ή της Θεοτόκου, προξενεί γλυκύτητα στη ψυχή, που θέλει να το ξαναγιορτάσει.

Τη γλυκύτητα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός, την αισθανόμαστε για τη γιορτή του Πάσχα. Γιορτή ευφροσύνης. «Πανήγυρις εστί πανηγύρεων». Ποτέ άλλοτε δεν σκιρτά η ψυχή τόσο πολύ, όσο τη νύχτα της Αναστάσεως. Χαιρόμαστε για το θρίαμβο του Αναστάντος Κυρίου.

Θρίαμβος της ζωής κατά του θανάτου. Του Χριστού κατά του Άδη. Της χαράς κατά της λύπης. Της αλήθειας κατά του ψεύδους. Αυτή η ευφροσύνη για την Ανάσταση του Χριστού είναι καθολική και αιώνια. Ουρανός και γη συγχορεύουν. Όχι μια φορά. Πάντοτε, αιώνια. «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω· εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος. Χριστός γαρ εγήγερται, ευφροσύνη αιώνιος» (κανόνας Πάσχα).

Η Ανάσταση συνεχίζεται. Κάθε φορά, που τελούμε τη θεία Λειτουργία. Η θεία Λειτουργία ξαναζωντανεύει μπροστά μας όλα τα στάδια της ζωής του Χριστού. «Οδεύωμεν δια πασών των ηλικιών του Χριστού», όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Ο Χριστός γεννάται, στην «πρόθεση», που τελείται στην αριστερή κόγχη του ιερού που μοιάζει με φάτνη. Ο Χριστός βγαίνει στο κόσμο για να κηρύξει το Ευαγγέλιό Του, κατά τη μικρή είσοδο, που ο ιερέας βγαίνει με υψωμένο το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα για να θυσιαστεί, κατά τη μεγάλη είσοδο. Ο Χριστός υψώνεται πάνω στο Σταυρό και θυσιάζεται, κατά την προσφορά και τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, που γίνεται με την προσφώνηση: «Τα σα εκ των σων…». Ο Χριστός ανασταίνεται, κατά τη μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων, που πλημμυρίζει τη καρδιά από αναστάσιμη χαρά. Γι’ αυτό και ο λειτουργός, όταν κοινωνεί, ευθύς αμέσως λέει το «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι…».

Κάθε θεία Λειτουργία είναι μια ανάμνηση του Σταυρού και της Αναστάσεως. Είναι το σταυρώσιμο και αναστάσιμο Πάσχα. Ιδιαίτερα η Λειτουργία της Κυριακής έχει αναστάσιμο χαρακτήρα. Είναι η Λειτουργία της «μιας των σαββάτων». Την Κυριακή είναι όλα αναστάσιμα. Τα απολυτίκια των οκτώ ήχων, όλα αναστάσιμα. Αλλά και τα τροπάρια του όρθρου της Κυριακής. Κατεξοχήν αναστάσιμη είναι η περίοδος του Πάσχα, του Πεντηκοσταρίου, που αρχίζει τη νύχτα της Αναστάσεως και τελειώνει τη Κυριακή των Αγίων Πάντων.

Η Ανάσταση συνεχίζεται! Επαναλαμβάνεται κάθε φορά, που οι πιστοί έχουν Πάσχα. Οι κοσμικοί συνάνθρωποί μας μια φορά το χρόνο έχουν Πάσχα. Και ούτε αυτό αντιλαμβάνονται. Δεν το απολαμβάνουν. Νομίζουν, πως Πάσχα είναι το σουβλιστό αρνί, τα κόκκινα αυγά, το γλέντι και το ξεφάντωμα! Οι πιστοί γιορτάζουν το αληθινό Πάσχα, μάλιστα πολλές φορές στη ζωή τους. Όταν με πίστη ζουν το μυστήριο του Χρίστου, το μυστήριο του Σταύρου και της Αναστάσεως. Ζουν το νέο Πάσχα. Όταν κατορθώνουν και κάνουν μεγάλα περάσματα. Πάσχα σημαίνει διάβαση, πέρασμα. Ο Χριστός σταυρώθηκε και αναστήθηκε, για να μας περάσει απ’ την ενοχή της αμαρτίας στη δικαίωση. Απ’ τα έργα του σκότους στην αγιότητα. Απ’ τη φθορά στην αφθαρσία.

Κάθε φορά, που ξεπερνάμε τα γήινα, που υπερπηδάμε τα προβλήματα, που υπερνικάμε τις θλίψεις, που περνάμε το ορμητικό ποτάμι της ζωής ή τη φουρτούνα της θάλασσας των πειρασμών, κάνουμε θαυμαστή διάβαση. Πάσχα γιορτάζουμε! Όταν αξιωνόμαστε να κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού. Με τη Θεία Κοινωνία κάνουμε όχι απλώς διάβαση, αλλά υπέρβαση. Ξεπερνάμε τα μέτρα μας. Αποκτάμε θεϊκές διαστάσεις. Αποσπόμαστε απ’ τη γη. Ξεκολλάμε απ’ τη λάσπη. Ανερχόμαστε προς τον ουρανό. Γινόμαστε κοινωνοί του Χριστού. Κοινωνοί των παθημάτων Του και της Αναστάσεώς Του. Γινόμαστε κοινωνοί θείας φύσεως (Β’ Πέτρ. α’ 4). Γινόμαστε χριστοφόροι, θεοφόροι.

Η Ανάσταση συνεχίζεται! Επαναλαμβάνεται στη ζωή των αγίων. Οι άγιοι είναι αμαρτωλοί, που αναστήθηκαν. Σ’ ένα τροπάριο παρακαλούμε· «Ανάστησον ημάς πεσόντας τη αμαρτία». Η αμαρτία είναι θάνατος. Η μετάνοια είναι ανάσταση. Νύχτα σκοτεινή η αμαρτία, μέρα λαμπρή η ζωή της μετανοίας. Κάθε χριστιανός, που μετανοεί, είναι ένας αναστημένος. Κάθε άγιος αποτελεί ζωντανή απόδειξη της δυνάμεως της Αναστάσεως. Η φωτεινή ζωή του αποτελεί ανταύγεια του αναστάσιμου φωτός.

Ο ιερός Χρυσόστομος στην ομιλία του «Εις το Άγιον Πάσχα», αναφερόμενος στους νεοφώτιστους χριστιανούς, για κείνους, δηλαδή, που βαπτίζονταν ομαδικά κατά τη νύχτα του Μεγ. Σαββάτου, λέει: Θέλω ν’ απευθύνω το λόγο σ’ αυτούς, που τη φωτόλουστη αυτή μέρα αξιώθηκαν το θείο βάπτισμα. Οι νεοφώτιστοι είναι τα καλά δενδρύλλια της Εκκλησίας, τα λουλούδια τα πνευματικά, οι νέοι στρατιώτες του Χριστού. Πριν από χτες ο Κύριος μας βρισκόταν στο Σταυρό. Έτσι κι αυτοί, πριν από χτες βρίσκονταν στην κυριαρχία της αμαρτίας. Αλλά τώρα συναναστήθηκαν μαζί με το Χριστό. Ο Χριστός σωματικά πέθανε κι αναστήθηκε. Αυτοί ήσαν πεθαμένοι στο λάκκο της αμαρτίας. Κι απ’ την αμαρτία αναστήθηκαν. Η γη τώρα την άνοιξη τριαντάφυλλα και γιασεμιά κι άλλα λουλούδια μας χαρίζει. Το βαπτιστήριο με τ’ αγιασμένα νερά μας χάρισε σήμερα ανθόκηπο πιο όμορφο απ’ της γης.

Η αλλαγή του ανθρώπου αποτελεί την τρανότερη απόδειξη της Αναστάσεως. Απ’ τον τάφο της αμαρτίας ανασταίνεται ο άνθρωπος με τη δύναμη της μετανοίας.

Ποιο είναι δυσκολότερο; Το ν’ αναστηθεί ένας αμαρτωλός απ’ το μνήμα της ακολασίας ή το να αναστηθεί το σώμα του ανθρώπου απ’ τον τάφο της φθοράς; Φαίνεται το δεύτερο δυσκολότερο. Κι όμως, το πρώτο είναι. Για την ανάσταση των σωμάτων καμιά αντίσταση δεν προβάλλεται. Για την αλλαγή της ψυχής υπάρχει η αντίστασης της θελήσεως, του παλαιού ανθρώπου.

Πολύ δύσκολη η πνευματική ανάσταση. Το να γίνει: Ο θυμώδης, πράος. Ο χαρτοπαίκτης και φιλάργυρος, ελεήμων. Ο μέθυσος, εγκρατής. Ο σαρκολάτρης, σώφρων. Ο εγκληματίας, ήσυχος. Ο άγριος, άγιος. Αυτό το τόσο δύσκολο είναι γεγονός. Το βλέπουμε στο χώρο της χάριτος, στη ζωή της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία έχει τη δύναμη της μεταμορφώσεως, της αλλαγής του ανθρώπου. Είναι η Εκκλησία της Αναστάσεως. Ο Χριστός, η κεφαλή της Εκκλησίας, είναι όχι μόνο ο αναστάς εκ νεκρών, αλλά και ο εγείρων τους νεκρούς. Είναι νεκρεγέρτης ο Ιησούς Χριστός. Αφού, λοιπόν, γίνεται το δύσκολο, η ανάσταση τόσων αμαρτωλών, δεν μπορεί να γίνει το εύκολο, η ανάσταση των σωμάτων κατά την κοινή ανάσταση;

(Αρχιμ.Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Πάσχα Κυρίου»)

178. Τί φρονούν περί θείας ευχαριστίας οι υπόλοιποι Προτεστάντες;

Οι Αναμορφωτές, απορρίπτοντες όλοι την περί πραγματικής παρουσίας του Χριστού διδασκαλία του Λουθήρου, δεν έχουν ωστόσο ενιαία μεταξύ τους περί του μυστηρίου αντίληψη. Όπως και εις όλα τα αλλά ζητήματα, έτσι και εδώ επηρεάζονται λίγο πολύ από τις ιδιαίτερες θεολογικές και εκκλησιολογικές προκαταλήψεις τους.

Οι Ζβιγγλιανοί, φρονούντες ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν έχει ανάγκη από εξωτερικά μέσα και αγωγούς για να ενεργήσει στις ψυχές των ανθρώπων, διδάσκουν οτι τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι πραγματικά το σώμα και το αίμα του Κυρίου, αλλ΄ εικονίζουν απλώς αυτά, όπως με εικονική έννοια λέγεται περί του Χριστού οτι είναι «η άμπελος η αληθινή» (ο Χριστός δεν είναι αμπέλι, αλλ΄ εικονίζεται απλώς έτσι). Συνεπώς ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας δεν είναι εχέγγυα και όργανα της κοινωνίας του Χριστού, Αλλά εικόνες αισθητές του σταυρωθέντος και οποθανόντος Χριστού. Στη μετάληψη δεν γίνεται πραγματική κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού, Αλλά μόνον όσοι πιστεύουν κοινωνούν των ευεργετημάτων ταυ θανάτου του Κυρίου.

Ο Καλβίνος διδάσκει αντίθετα πράγματα από τον Ζβίγγλιο. Κατ’ αυτόν η μετάληψη δεν είναι αναμνηστικό δείπνο, αλλά δείπνο στο οποίο ο Χριστός μας μεταδίδει τη σάρκα και το αίμα του. Τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι μόνο εικόνες, αλλά εχέγγυα και σφραγίδες της πραγματικής παρουσίας του Κυρίου και της πνευματικής μετ’ αυτού ενώσεως των πιστευόντων. Η διδασκαλία αυτή του Καλβίνου φαίνεται να είναι η ίδια με την αντίστοιχη διδασκαλία του Λουθήρου εντούτοις οι δυο διδασκαλίες διαφέρουν οξύτατα μεταξύ τους σε ένα κύριο και βασικό σημείο. Ενώ ο Λούθηρος διδάσκει εναρτισμό (μυστηριακή ένωση του σώματος και του αίματος του Χριστού), ο Καλβίνος διδάσκει μυστηριακή ένωση μόνο με τις ψυχές των πιστευόντων δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταβιβάζει σ’ εμάς το Χριστό όχι από το θυσιαστήριο, αλλ΄ απ’ ευθείας από τον ουρανό. Σε όλες τις περιπτώσεις βασικό στοιχείο της λειτουργίας του μυστηρίου είναι η πίστη.

Η πιο πάνω εικονική-συμβολική περί ευχαριστίας διδασκαλία των Προτεσταντών έρχεται σε οξεία αντίθεση με τον περί ευχαριστίας πραγματισμό της Αγίας Γραφής. Θα αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Μετά το θαύμα της διατροφής των πεντακισχιλίων στην έρημο ο Κύριος, ελέγχοντας τους παχυλούς Ιουδαίους ότι επιζητούν βρώματα υλικά, τους παρότρυνε να επιζητούν πνευματικές τροφές, εννοώντας στην αρχή το λόγο του και κατόπιν τη βρώση του σώματος και την πόση του αίματος του. είπε δε «ο άρτος, όν εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής, η σάρξ μου εστίν» και «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον». Οτι πραγματικά εννοούσε τα λόγια αυτά ο Κύριος δείχνει η αντίδραση των ακροατών του, οι οποίοι δυσφορώντας έλεγαν: «Πώς δύναται ούτος δούναι ημίν την σάρκα φαγείν»; Ομοίως οι μαθητές: «Σκληρός εστίν ο λόγος ούτος· τις δύναται αυτού ακούειν; Και ο Παύλος, αποκαλώντας το κυριακό δείπνο «κοινωνίαν» του σώματος και του αίματος του Χριστού, το βρίσκει ασυμβίβαστο προς την κοινωνία των ειδωλοθύτων, που φυσικά δεν ήταν τροφή συμβολική αλλά πραγματική. Μάλιστα δε τους τονίζει: «Ός αν εσθίη τόν άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος εσταί του σώματος και του αίματος του Κυρίου». Πώς όμως ενοχοποιείται κάποιος όταν τρώγει κάτι που δεν είναι πραγματικό, αλλά εικονικό; Αλλά και κατά τους Πατέρες η ευχαριστία, η προτυπωθείσα στην Π. Διαθήκη υπό του μαννα, του Πασχάλιου Άμνου, της θυσίας των Μελχισεδεκ κ.ά., αν και κατά την αίσθηση και τη γεύση φαίνεται απλός άρτος και οίνος, όμως δεν είναι έτσι αλλά το πραγματικό σώμα και το αίμα του Χριστού· την πραγματικότητα δε αυτή την χρησιμοποιούσαν σαν επιχείρημα κατά των Δοκητών, που αρνούνταν τη σωματική φύση του Κυρίου.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 248-250)

177. Τί είναι η Ubiquitas;

Είναι θεωρία λουθηρανική συναφής προς τον εναρτισμό, δια της οποίας ομοίως καταβάλλεται προσπάθεια ερμηνείας της παρουσίας του Χριστού στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Ο όρος, παραγόμενος από τη λατινική λεξη ubique (= παντού), αναφέρεται στο σώμα του Χριστού, το οποίο, ως πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Η θεωρία είναι πολύ απλουστευτική, απόβλητη και εσφαλμένη.

Το χριστολογικό της υπόβαθρο είναι εντελώς σαθρό. Βασίζεται σε μια πολύ κακή αντίληψη περί αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο Χριστό. Ενώ κατά την ορθή αντίληψη οι φύσεις αντιδίδουν τα ιδιώματά τους η μία στην άλλη στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, μένοντας ασυγχύτως ενωμένες, κατά τη Λουθηρανική αντίληψη η αντίδοση γίνεται απ’ ευθείας στις φύσεις, πράγμα που οδηγεί στο μονοφυσιτισμό. Η ανθρώπινη φύση λαμβάνει ιδιότητες της θείας φύσεως, την παντοδυναμία, την πανσοφία και την πανταχού παρουσία, κινδυνεύουσα να εξέλθει των ορίων της πεπερασμένης της φύσεως.

Το σώμα του Χριστού, αν και εθεώθη στο μυστήριο του Χριστού, δεν έπαυσε ωστόσο να είναι καθ’ αυτό σώμα πεπερασμένο και κτιστό. Έτσι, ορατό και περιγραπτό, φανερώθηκε στους μαθητές μετά την ανάσταση του Κυρίου, αναλήφθηκε στους ουρανούς και πρόκειται να επανέλθει στη γη για να κρίνει τον κόσμο. Ο Χριστός είναι εκείνος που με το σώμα και τη θεότητά του βρίσκεται πανταχού παρών και όχι μοναχή της η ανθρώπινη φύση του.

Στα χωρία της Γραφής στα οποία στηρίζεται η Ubiquitas: «οτι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», «ο καταβάς αυτός εστί και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πλήρωση τα πάντα» «έδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» δεν αναφέρονται στον άνθρωπο Χριστό ξεχωριστά, πράγμα που δεν θα είχε νόημα, αλλά στο Θεάνθρωπο Κύριο. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η Δ' Οικουμενική Σύνοδος κατά του Ευτυχούς και η Ζ' κατά των Εικονομάχων, απορρίψασαι τα διδάγματα των αιρετικών ότι η σάρξ του Κυρίου ήταν άπειρη και απερίγραπτη, δίδαξαν ορθώς ότι η αντίδοση των ιδιωμάτων γίνεται συγκεκριμένα (δηλ. στο πρόσωπο του Χριστού) και όχι αφηρημένα δηλαδή ότι ο Θεός έπαθε και όχι η θεότητα, ή ότι ο Θεός στην ανθρώπινη φύση του είναι πανταχού παρών και όχι η ανθρωπότητά του.

Τέλος είναι αλλόκοτη η ιδέα ότι το σώμα του Κυρίου, ως πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Αν ήταν έτσι, το σώμα του Κυρίου θα ήταν παρόν και σε κάθε φυσική τροφή και δεν θα υπήρχε λόγος να το μεταλαμβάνουμε ειδικά στη θεία ευχαριστία. Θα το τρώγαμε και στα λάχανα!


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 247-248)

176. Τί είναι ο εναρτισμός (Impanatio);

Είναι δόγμα των Λουθηρανών, δια του οποίου καταβάλλεται προσπάθεια να ερμηνευθεί η πραγματική παρουσία του σώματος και του αίματος του Χριστού στη θεία ευχαριστία.

Οι Λουθηρανοί δέχονται την ευχαριστία ως μυστήριο στο οποίο «εν τω άρτω, συν τω άρτω και υπό τον άρτον» (in pane, cum pane, sub pane) μεταδίδεται το σώμα του Χριστού στους μεν πιστούς εις σωτηρίαν, στους δε απίστους εις κατάκριμα. Ομοίως εν τω οίνω μεταδίδεται το αίμα του Κυρίου. Η παρουσία αυτή του Κυρίου δεν είναι μεν μετουσίωση, είναι όμως πραγματική και υποστατική και όχι απλώς δυναμική. Ως παράδειγμα διασαφητικό οι Λουθηρανοί φέρουν το παράδειγμα της ένωσης των φύσεων στο Χριστό. Όπως δηλαδή στο χριστολογικό μυστήριο η θεία φύση ενώνεται με την ανθρώπινη χωρίς η μία να βλάψει την άλλη, έτσι και στην ευχαριστία ενώνονται τα στοιχεία του άρτου και του οίνου με το σώμα και το αίμα του Χριστού. Η παρουσία του Χριστού στο μυστήριο είναι μεν πραγματική, δεν γίνεται όμως σωματοειδώς, καταληπτώς και περιγραφικώς, αλλά κατά τρόπο πνευματικό, ακατάληπτο και υπερφυσικό. Επειδή δε δεν συμβαίνει μετουσίωση, η παρουσία του Χριστού στο μυστήριο διαρκεί μόνο κατά την τέλεση της όλης διαδικασίας από τους ιδρυτικούς λόγους του Κυρίου μέχρι τη μετάδοση των τίμιων δώρων στους πιστούς. Έξω από τη χρήση αυτή (extra usum a Christo institutum) η παρουσία του Χριστού παύει να υφίσταται. Φυσική συνέπεια της διδασκαλίας αυτής είναι ότι τα ορατά είδη του άρτου και του οίνου της ευχαριστίας, επειδή δεν μεταποιούνται εις σώμα και αίμα Χριστού, δεν μπορούν και δεν πρέπει να είναι αντικείμενο προσκυνήσεως και λατρείας.

Στη διατύπωση της θεωρίας του οδηγήθηκε ο Λούθηρος από τη μια μεριά για ν’ αποφύγει τη θεωρία της μετουσιώσεως της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και από την άλλη τη συμβολική περί ευχαριστίας αντίληψη των άλλων προτεσταντικών Ομολογιών. Εντούτοις αντί να επιλύσει το πρόβλημα της παρουσίας του Χριστού, το έκανε περισσότερο πολύπλοκο και δυσνόητο. Απόβλητη κυρίως είναι η προσπάθεια ερμηνείας της θεωρίας με βάση το χριστολογικό δόγμα. Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι ένωση προσωπική (στο πρόσωπο του Θεού Λόγου), ενώ στον εναρτισμό είναι ένωση μυστηριακή, η οποία υπερβαίνει την νοητική του ανθρώπου κατάληψη. Από την άλλη μεριά η άρνηση προσκυνήσεως των τιμίων δώρων αντιβαίνει προς το έθος και την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 245-247)

175. Τί φρονούν οι Προτεστάντες περί της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία;

Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανούς, Αρμινιανούς), οι οποίοι, εξετάζοντας ορθολογιστικά την έννοια των μυστηρίων, θεωρούν την ευχαριστία ως απλή τελετή κατά την οποία καταγγέλλεται ο θάνατος του Κυρίου και με ύμνους πανηγυρίζονται και δοξάζονται τα λυτρωτικά του αποτελέσματα, οι άλλες προτεσταντικές Ομολογίες δέχονται την ευχαριστία ως μυστήριο μεταδοτικό της θείας χάριτος, αν και διαφωνούν μεταξύ τους ως προς τον τρόπο της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία.


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 245)

katafigioti

lifecoaching