177. Τί είναι η Ubiquitas;
Είναι θεωρία λουθηρανική συναφής προς τον εναρτισμό, δια της οποίας ομοίως καταβάλλεται προσπάθεια ερμηνείας της παρουσίας του Χριστού στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Ο όρος, παραγόμενος από τη λατινική λεξη ubique (= παντού), αναφέρεται στο σώμα του Χριστού, το οποίο, ως πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Η θεωρία είναι πολύ απλουστευτική, απόβλητη και εσφαλμένη.
Το χριστολογικό της υπόβαθρο είναι εντελώς σαθρό. Βασίζεται σε μια πολύ κακή αντίληψη περί αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο Χριστό. Ενώ κατά την ορθή αντίληψη οι φύσεις αντιδίδουν τα ιδιώματά τους η μία στην άλλη στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, μένοντας ασυγχύτως ενωμένες, κατά τη Λουθηρανική αντίληψη η αντίδοση γίνεται απ’ ευθείας στις φύσεις, πράγμα που οδηγεί στο μονοφυσιτισμό. Η ανθρώπινη φύση λαμβάνει ιδιότητες της θείας φύσεως, την παντοδυναμία, την πανσοφία και την πανταχού παρουσία, κινδυνεύουσα να εξέλθει των ορίων της πεπερασμένης της φύσεως.
Το σώμα του Χριστού, αν και εθεώθη στο μυστήριο του Χριστού, δεν έπαυσε ωστόσο να είναι καθ’ αυτό σώμα πεπερασμένο και κτιστό. Έτσι, ορατό και περιγραπτό, φανερώθηκε στους μαθητές μετά την ανάσταση του Κυρίου, αναλήφθηκε στους ουρανούς και πρόκειται να επανέλθει στη γη για να κρίνει τον κόσμο. Ο Χριστός είναι εκείνος που με το σώμα και τη θεότητά του βρίσκεται πανταχού παρών και όχι μοναχή της η ανθρώπινη φύση του.
Στα χωρία της Γραφής στα οποία στηρίζεται η Ubiquitas: «οτι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», «ο καταβάς αυτός εστί και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πλήρωση τα πάντα» «έδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» δεν αναφέρονται στον άνθρωπο Χριστό ξεχωριστά, πράγμα που δεν θα είχε νόημα, αλλά στο Θεάνθρωπο Κύριο. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η Δ' Οικουμενική Σύνοδος κατά του Ευτυχούς και η Ζ' κατά των Εικονομάχων, απορρίψασαι τα διδάγματα των αιρετικών ότι η σάρξ του Κυρίου ήταν άπειρη και απερίγραπτη, δίδαξαν ορθώς ότι η αντίδοση των ιδιωμάτων γίνεται συγκεκριμένα (δηλ. στο πρόσωπο του Χριστού) και όχι αφηρημένα δηλαδή ότι ο Θεός έπαθε και όχι η θεότητα, ή ότι ο Θεός στην ανθρώπινη φύση του είναι πανταχού παρών και όχι η ανθρωπότητά του.
Τέλος είναι αλλόκοτη η ιδέα ότι το σώμα του Κυρίου, ως πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Αν ήταν έτσι, το σώμα του Κυρίου θα ήταν παρόν και σε κάθε φυσική τροφή και δεν θα υπήρχε λόγος να το μεταλαμβάνουμε ειδικά στη θεία ευχαριστία. Θα το τρώγαμε και στα λάχανα!
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 247-248)