178. Τί φρονούν περί θείας ευχαριστίας οι υπόλοιποι Προτεστάντες;
Οι Αναμορφωτές, απορρίπτοντες όλοι την περί πραγματικής παρουσίας του Χριστού διδασκαλία του Λουθήρου, δεν έχουν ωστόσο ενιαία μεταξύ τους περί του μυστηρίου αντίληψη. Όπως και εις όλα τα αλλά ζητήματα, έτσι και εδώ επηρεάζονται λίγο πολύ από τις ιδιαίτερες θεολογικές και εκκλησιολογικές προκαταλήψεις τους.
Οι Ζβιγγλιανοί, φρονούντες ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν έχει ανάγκη από εξωτερικά μέσα και αγωγούς για να ενεργήσει στις ψυχές των ανθρώπων, διδάσκουν οτι τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι πραγματικά το σώμα και το αίμα του Κυρίου, αλλ΄ εικονίζουν απλώς αυτά, όπως με εικονική έννοια λέγεται περί του Χριστού οτι είναι «η άμπελος η αληθινή» (ο Χριστός δεν είναι αμπέλι, αλλ΄ εικονίζεται απλώς έτσι). Συνεπώς ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας δεν είναι εχέγγυα και όργανα της κοινωνίας του Χριστού, Αλλά εικόνες αισθητές του σταυρωθέντος και οποθανόντος Χριστού. Στη μετάληψη δεν γίνεται πραγματική κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού, Αλλά μόνον όσοι πιστεύουν κοινωνούν των ευεργετημάτων ταυ θανάτου του Κυρίου.
Ο Καλβίνος διδάσκει αντίθετα πράγματα από τον Ζβίγγλιο. Κατ’ αυτόν η μετάληψη δεν είναι αναμνηστικό δείπνο, αλλά δείπνο στο οποίο ο Χριστός μας μεταδίδει τη σάρκα και το αίμα του. Τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι μόνο εικόνες, αλλά εχέγγυα και σφραγίδες της πραγματικής παρουσίας του Κυρίου και της πνευματικής μετ’ αυτού ενώσεως των πιστευόντων. Η διδασκαλία αυτή του Καλβίνου φαίνεται να είναι η ίδια με την αντίστοιχη διδασκαλία του Λουθήρου εντούτοις οι δυο διδασκαλίες διαφέρουν οξύτατα μεταξύ τους σε ένα κύριο και βασικό σημείο. Ενώ ο Λούθηρος διδάσκει εναρτισμό (μυστηριακή ένωση του σώματος και του αίματος του Χριστού), ο Καλβίνος διδάσκει μυστηριακή ένωση μόνο με τις ψυχές των πιστευόντων δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταβιβάζει σ’ εμάς το Χριστό όχι από το θυσιαστήριο, αλλ΄ απ’ ευθείας από τον ουρανό. Σε όλες τις περιπτώσεις βασικό στοιχείο της λειτουργίας του μυστηρίου είναι η πίστη.
Η πιο πάνω εικονική-συμβολική περί ευχαριστίας διδασκαλία των Προτεσταντών έρχεται σε οξεία αντίθεση με τον περί ευχαριστίας πραγματισμό της Αγίας Γραφής. Θα αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Μετά το θαύμα της διατροφής των πεντακισχιλίων στην έρημο ο Κύριος, ελέγχοντας τους παχυλούς Ιουδαίους ότι επιζητούν βρώματα υλικά, τους παρότρυνε να επιζητούν πνευματικές τροφές, εννοώντας στην αρχή το λόγο του και κατόπιν τη βρώση του σώματος και την πόση του αίματος του. είπε δε «ο άρτος, όν εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής, η σάρξ μου εστίν» και «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον». Οτι πραγματικά εννοούσε τα λόγια αυτά ο Κύριος δείχνει η αντίδραση των ακροατών του, οι οποίοι δυσφορώντας έλεγαν: «Πώς δύναται ούτος δούναι ημίν την σάρκα φαγείν»; Ομοίως οι μαθητές: «Σκληρός εστίν ο λόγος ούτος· τις δύναται αυτού ακούειν; Και ο Παύλος, αποκαλώντας το κυριακό δείπνο «κοινωνίαν» του σώματος και του αίματος του Χριστού, το βρίσκει ασυμβίβαστο προς την κοινωνία των ειδωλοθύτων, που φυσικά δεν ήταν τροφή συμβολική αλλά πραγματική. Μάλιστα δε τους τονίζει: «Ός αν εσθίη τόν άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος εσταί του σώματος και του αίματος του Κυρίου». Πώς όμως ενοχοποιείται κάποιος όταν τρώγει κάτι που δεν είναι πραγματικό, αλλά εικονικό; Αλλά και κατά τους Πατέρες η ευχαριστία, η προτυπωθείσα στην Π. Διαθήκη υπό του μαννα, του Πασχάλιου Άμνου, της θυσίας των Μελχισεδεκ κ.ά., αν και κατά την αίσθηση και τη γεύση φαίνεται απλός άρτος και οίνος, όμως δεν είναι έτσι αλλά το πραγματικό σώμα και το αίμα του Χριστού· την πραγματικότητα δε αυτή την χρησιμοποιούσαν σαν επιχείρημα κατά των Δοκητών, που αρνούνταν τη σωματική φύση του Κυρίου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 248-250)