ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Την ελεημοσύνη την είχε κληρονομιά ο Γέροντας από τη μητέρα του. Άδειαζε τα χέρια του κι ο Θεός του τα ξαναγέμιζε περισσότερο και πάλι το ίδιο και πάλι η απάντηση του Ελεήμονος Θεού πιο μεγάλη. Θαύμαζε ο Γέροντας το μεγαλείο της αρετής αυτής και τον πλούτο του Ελέους του Θεού.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε ένα τέτοιο χαρακτηριστικό γεγονός. Κάποτε λειτούργησε σ’ ένα χωριό της περιοχής και αφού τελείωσε τη Θεία Λειτουργία, γύριζε με το ζώο στο Μοναστήρι, έχοντας όλο κι όλο στην τσέπη του δέκα - είκοσι δραχμές. Στο δρόμο βλέπει μια γριά να κάθεται έξω από ένα σπιτάκι, κάτω από ένα δένδρο, βρεγμένη, σκεπασμένη μ’ ένα τσουβάλι να τουρτουρίζει. Κατέβηκε με κόπο από το ζώο, γιατί ήταν και φρεσκοχειρουργημένος, και την πλησίασε να την παρηγορήσει. Αυτό ήταν, έλεγε, το καθήκον του. Αφού νουθέτησε το γιο της και τη νύφη της για τη συμπεριφορά τους προς τη γριά μητέρα τους της λέει:
- Πάρε γιαγιά αυτές τις είκοσι δραχμές να πάρεις λίγη ζάχαρη, να κάνεις ένα ζεστό. Άλλα δεν έχω να σου δώσω.
Αφού την παρηγόρησε, ανέβηκε στο ζώο και πήρε το δρόμο για τη Μονή. Πιο πάνω τον σταματάει μια γνωστή του γιαγιά και του λέει:
- Πάτερ Ιάκωβε Πάρε αυτά τα χρήματα, γιατί μου ψέλνεις (μνημονεύεις) το γέρο μου˙ πάρε κι αυτά τ’ αυγά.
Και τούδωσε περί τις διακόσιες δραχμές και αρκετά αυγά.
- Γιαγιά, της λέει, το γέρο σου τον μνημονεύω και χρήματα δε θέλω. Και τ’ αυγά, κότες έχουμε στο Μοναστήρι, κράτησέ τα.
- Όχι πάτερ, μη με προσβάλλεις χονδρικώς, του απαντά η γιαγιά.
Και έτσι αναγκάστηκε να τα κρατήσει. Φτάνοντας στην Ιερά Μονή απέξω τον περίμενε ένας γέροντας από ένα κοντινό χωριό, άρρωστος, και του λέει:
- Πάτερ Ιάκωβε, αν έχεις να μου δανείσεις εκατό δραχμές να πάω στο γιατρό και όταν θα έχω στις ξαναδίνω.
Του λέει τότε ο Γέροντας:
- Πάρε παππού μου αυτές τις διακόσιες δραχμές για το γιατρό και για τα φάρμακα και δεν θέλω να μου τα επιστρέψεις.
Μπήκε στη Μονή και πάλι χωρίς δραχμή στο χέρι. Σε λίγο έρχονται προσκυνητές και του λένε:
- Πάρε πάτερ αυτόν το φάκελο για να μας κάνεις ένα σαρανταλείτουργο, και του δίνουν είκοσι χιλιάδες δραχμές.
Τους λέει ο Γέροντας:
- Θα το κάνω το σαρανταλείτουργο, τα χρήματα όμως δεν τα θέλω.
Τον παρακάλεσαν να τα δεχτεί. Με τα χρήματα αυτά αγόρασαν ένα μανουάλι για τη Μονή, έμειναν και υπόλοιπα και ξοδεύτηκαν, όπως έπρεπε.
«Κάθε μήνα», έλεγε ο Γέροντας, «έχω τις οικογένειες που έχουν ανάγκη και τις οικονομώ τ’ απαραίτητα σε τρόφιμα και σε χρήματα. Ένα δίνω κι ο Θεός δέκα μου δίνει. Μόλις σκεφτώ κάτι να δώσω αμέσως η απάντηση του Θεού μου δίνει πολλαπλάσια. Γι’ αυτό έλεγε χαρακτηριστικά, «δίνε, δίνε κι ο Θεός θα σου δίνει». Ο Γέροντας διακονούσε τους συνανθρώπους του ελεώντας τους υλικά και πνευματικά και αγωνιζόταν με υπεράνθρωπη άσκηση.
Εδώ αναφέρουμε το εξής θαυμαστό γεγονός, όπως το αφηγήθηκε ο Γέροντας: «Επειδή το λάδι της Μονής ήταν λιγοστό και οι εκκλησίες της περιοχής πολλές και οι φτωχοί που ελεούσαμε περισσότεροι, παρακάλεσα την Παναγία μας και τον Άγιο Δαβίδ καθώς και τον Άγιο Προφήτη Ηλία να βοηθήσουν να μη σωθεί το λάδι μας, αλλά για όλους να επαρκέσει. Κατεβαίνοντας λοιπόν μετά τη δέησή μου στην αποθήκη του λαδιού κοιτάζω το δοχείο που είχε μέσα το λάδι και βλέπω να τρέμει το καπάκι του και το λάδι να ξεχειλίζει και να έχει πλημμυρίσει γύρω.
Κατ’ αρχάς νόμισα ότι έπεσε μέσα κανένα ποντίκι, το οποίο στην προσπάθειά του να βγει κουνούσε το καπάκι και χυνόταν το λάδι. Είπα, μάλιστα, μέσα μου: Τι να το κάνω τώρα τόσο λάδι, αν έπεσε μέσα ποντίκι; Ούτε για φαγητό κάνει, ούτε για το καντήλι, αλλά πάλι πώς να έπεσε μέσα αφού το καπάκι είναι στη θέση του; Άνοιξα λοιπόν το καπάκι και διαπίστωσα ότι όχι μόνο ποντίκι δεν έπεσε μέσα, αλλά το λάδι, θαυματουργικώ τω τρόπω, ανέβλυζε από το δοχείο και πλημμύριζε γύρω. Το θαύμα αυτό συνέβη, γιατί προμηθεύαμε με λάδι όλους τους γύρω ναούς και τα εξωκκλήσια για τις ανάγκες τους, αλλά και για την ελεημοσύνη που δίναμε στους φτωχούς».
(Ένας άγιος Γέροντας ο μακαριστός π. Ιάκωβος, εκδ. πατέρων Ι. Μονής Οσίου Δαβίδ, σελ. 51-53)
Ας αφήσουμε το Γέροντα να μας διηγηθεί:.
«Επιδιόρθωνα τα δωμάτια της Μονής. Κάποια ημέρα λίγο πριν το μεσημέρι επειδή κουράστηκα ξάπλωσα σ’ ένα κρεβατάκι ενός δωματίου, του οποίου διόρθωνα το ταβάνι, για να ξεκουραστώ λιγάκι.
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα βίαια ένας στρατιώτης με κάτι παλιές γκέτες. Είχε ένα μόνο μάτι στο μέτωπο και φώναζε αγριεμένος:
- Εδώ είσαι λοιπόν; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις.
Και μαζί με’ αυτόν μπήκαν στο δωμάτιο περίπου δεκαοκτώ δαίμονες με διάφορες μορφές διάφορες σαν άνθρωποι, σαν πίθηκοι κ.λ.π. Όρμηξαν επάνω μου κι άρχισαν να με χτυπούν και να με βασανίζουν. Εγώ προσπάθησα να κάνω το σημείο του Σταυρού, αλλά τρεις από αυτούς που κρατούσαν το χέρι κι ένας μου άνοιγε τα δάχτυλα, ώστε να μη μπορέσω να σχηματίσω με τα τρία δάχτυλά μου το σημείο του Τιμίου Σταυρού.
Τα χτυπήματα και τα βάσανα που υπέφερα δεν περιγράφονται. Από το στόμα μου και από τη μύτη μου έτρεχαν αίματα, τα χείλη μου πρησμένα, τα γένεια μου και τα μαλλιά μου μαδημένα, τα ράσα μου ανοιγμένα και το παντελόνι μου κατεβασμένο, γιατί ακόμη και στα απόκρυφα μέρη μου επέτρεψε ο Θεός να με βασανίσουν. Τα δάχτυλά μου στραμπουληγμένα, ο ώμος μου σχεδόν βγαλμένος, τ’ αυτιά μου ν’ ακούν τα γεμάτα μίσος λόγια τους. Ο ένας μου έλεγε:
- Με βλέπεις εμένα; Εγώ είμαι που σε πιάνω από το λαιμό και δεν σ’ αφήνω να διαβάζεις καθαρά. Ο άλλος:
- Εγώ είμαι που σου κάνω το τάδε κ.λ.π.
Ο καθένας μου ανέφερε και τους πειρασμούς που μου προξενούσε. Κάποια στιγμή επιτέλους μπόρεσα κι απελευθέρωσα το χέρι μου κι έκανα το Σταυρό μου. Οι δαίμονες αμέσως τότε πήδηξαν από το παράθυρο και έφυγαν αφήνοντάς με μισοπεθαμένο. Μάζεψα τα ρούχα μου και κατέβηκα, όπως μπόρεσα κάτω στην κουζίνα, όπου ήταν μία γιαγιά προσκυνήτρια. Μόλις με είδε τρόμαξε.
- Δεν ανέβηκες πάνω γιαγιά να με βοηθήσεις, οι δαίμονες με σκότωσαν στο ξύλο της είπα.
- Άκουγα πάτερ Ιάκωβε τα χτυπήματα και το θόρυβο, αλλά νόμιζα ότι εργαζόσουν και χτυπούσες εσύ, μου είπε εκείνη».
(Ένας άγιος Γέροντας ο μακαριστός π. Ιάκωβος, έκδοση των Πατέρων της Ι.Μονής Οσίου Δαβίδ, σελ.42-43
"Όταν λακτἰζεις σαν ὀνος,
και πηδἀς ὀπως ο ταὐρος
και χρεμετἰζεις για τις γυναἰκες ὀπως ο ἰππος
καἰ εἰσαι λαἰμαργος ὀπως η αρκοὐδα
καἰ παχαἰνεις το σὠμα σου ὀπως ο ημἰονος
καἰ μνησικακεἰς σαν καμήλα
και αρπἀζεις ὀπως ο λὐκος,
και οργἰζεσαι ὀπως το φἰδι,
και δαγκὠνεις ὀπως ο σκορπιὀς,
και εἰσαι ὐπουλος ὀπως η αλεποὐ,
και ἐχεις μἐσα στην ψυχἠ σου δηλητἠριο ὀπως η κὀμπρα και η ἐχιδνα
καἰ διεξἀγεις πὀλεμο κατἀ των αδελφὠν σου ὀπως ο πονηρὀς εκεἰνος διἀβολος,
πὠς εἰναι δυνατὀν να σε υπολογἰσω μεταξὐ των ανθρὠπων,αφου βλἐπω να ἐχεις αυτοὐ του εἰδους τα χαρακτηριστικἀ;
Νἀ σε ονομἀσω θηρἰο; Τα θηρἰα ἐχουν ἐνα απὀ αυτἀ τἀ ελαττὠματα.
Πὠς θα σἐ αποκαλὠ ἀνθρωπο,ὀταν ἐχεις περισσὀτερα ελαττὠματα απὀ τἀ θηρἰα και το σατανἀ;"
Λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου.
Πώς αναθεώρησα τη προσέγγισή μου στην αγάπη στην «συν Θεώ» ζωή. (σκέψεις μιας ψυχής...).
Πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου ένα άνθρωπο που έδινε αγάπη, χωρίς όμως να γίνεται σε μεγάλο βαθμό αυτή η αγάπη αποδεκτή. Προφανώς και υπήρχε κάποιος λάθος στον τρόπο έκφρασης αυτού του συναισθήματος που δεν ξέρω αν ήταν αγάπη , ωστόσο έτσι το έλεγα.
Όταν ξεκίνησα τον πνευματικό αγώνα έκανα μια έντονη ενδοσκόπηση, μια αυτοκριτική βάζοντας στο μικροσκόπιο τον τρόπο που συμπεριφέρομαι. Συνήθιζα να «απαιτώ» σεβασμό από τον διπλανό μου χωρίς ουσιαστικά εγώ η ίδια να έχω βαθιά αυτοπεποίθηση και αγάπη για εκείνον. Απαιτούσα από τους άλλους αυτά που δεν έδινα η ίδια σε μένα. Ουσιαστικά διαπίστωνα μέρα με τη μέρα ότι δεν συμπεριφέρομαι όπως πραγματικά θα ήθελα, σε μεγάλο βαθμό δεν ήμουν ο εαυτός μου αλλά προσπαθούσα να είμαι «κάτι» για να ικανοποιήσω κάποιους, και τελικά όλο αυτό μου δημιουργούσε μια σύγχυση και μια ταραχή.
Νομίζω ότι αυτό ο Θεός το ήξερε και πριν προλάβω προσωπικά να το συνειδητοποιήσω με ευλόγησε να αισθάνομαι βαθιά μέσα στην ψυχή μου την δική Του Αγάπη. Έγινε χωρίς να το επιλέξω, ούτε καν να το ζητήσω, δεν γνώριζα ότι υπάρχει τέτοια κατάσταση. Αυτό το συναίσθημα ήρθε τόσο έντονα και επίμονα στην ψυχή μου, που άρχισε να ξυπνάει μέσα μου την ανάγκη για την αγάπη που όφειλα να δώσω στον ίδιο μου τον εαυτό. Φωτίστηκαν σημεία της ψυχής μου που έπρεπε μόνη μου να αποκωδικοποιήσω, να ερμηνεύσω, να αποδεχτώ και να ανασύρω στην επιφάνεια.
Κινήθηκα με άξονα την «αλήθεια μου», την οποία όφειλα να αντικρύσω κατάματα, να αποδεχτώ και να βελτιώσω όπου απαιτούταν. Αυτό που στην ουσία γινόταν στην πριν «Χριστώ ζωή μου» είναι να φέρομαι σαν κάποιος άλλος , είτε γιατί κάτι έκρυβα, είτε γιατί κάτι δεν με βόλευε και μου χάλαγε την «ωραία» εικόνα που ήθελα να έχω για τη ζωή μου.
Έτσι ξεκίνησα με τη σχέση μου με μένα, δεδομένης την αγάπης μου για τον θεό που έκαιγε την καρδιά μου. Η αυτοπεποίθηση είναι μια λέξη που δεν ταιριάζει με τα πνευματικά αλλά για μένα έχει μια πνευματική διάσταση. Στην ουσία μιλώντας για αυτοπεποίθηση εννοώ α) την πεποίθηση ότι ακόμα και αν δεν έχω τις απαραίτητες ικανότητες να κάνω κάτι, τελικά θα τα καταφέρω, ή τουλάχιστον θα καταφέρω «ότι προορίζεται να καταφέρω», γιατί κάποιος άλλος αποφασίζει, και β) τη θέληση να προχωρήσω και να αγωνιστώ, δηλαδή να μην απογοητευτώ και να μην σταματήσω.
Τα δύο παραπάνω στοιχεία με έκαναν να αποδέχομαι τον εαυτό μου, να εκτιμώ την προσπάθειά του και όχι μόνο να επιδιώκω την επιτυχία του, να εκτιμώ τον αγώνα ειδικά όταν είναι αποτυχημένος.
Η καλλιέργεια αυτού του τύπου της «αυτοπεποίθησης» ήταν μιας μορφής ψυχοθεραπεία που ένοιωσα ότι πρέπει να κάνω ως ένα δώρο σε μια πληγή που κουβαλούσα. Αυτό με οδήγησε σε μια ειρήνευση με τον εαυτό μου και αυτό με τη σειρά του με έκανε να νιώθω μια πληρότητα, επιείκεια, συμβιβασμό για τις συγκεκριμένες ικανότητες που μου έχουν δοθεί και μια αποδοχή για τον συγκεκριμένο αγώνα που είχα να δώσω.
Στην ουσία έμαθα σταδιακά - ή τουλάχιστον προσπαθώ να μάθω γιατί έχει μεγάλη διαδρομή αυτό – να εμπιστεύομαι τις εξελίξεις, γιατί πίστεψα ακράδαντα ότι, όλα όσα γίνονται για μένα όχι μόνο τα «επιτρέπει» ο Θεός, τα «επιλέγει» Εκείνος. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά στα δύο ρήματα, και η πίστη μου στο «επιλέγει» μου δημιούργησε την πεποίθηση ότι κάθε βήμα μου είναι προορισμένο, να γίνει με τον τρόπο που γίνεται. Ακόμα και οι προσωρινές απογοητεύσεις από πρόσωπα και καταστάσεις είναι μέρος ενός σχεδίου στο οποίο έχω συγκεκριμένο ρόλο, τον οποίο καλούμαι μόνο να διεκπεραιώσω πλάι Του.
Με τον αυτό τον τρόπο σκέψης άρχισα να βλέπω τον πλησίον μου, ως ένα πλάσμα Θεού, που είναι σε κάποιο βαθμό στις «επιλογές του Θεού» να είναι δίπλα μου. Αυτή η σκέψη με εμπνέει να βλέπω τους ανθρώπους γύρω μου ως εικόνες Θεού και με αυτή την οπτική ζω και τους συναναστρέφομαι. Άρχισα συμπαθώ, να κατανοώ, να αποδέχομαι, να σέβομαι, να μην τους υποπτεύομαι για τίποτε κακό, και τελικά να αγαπώ, να συμπονώ και όλα αυτά τα αισθάνομαι διακριτά για τον καθέναν.
Ξεχωρίζω τις κακές στιγμές ως μεμονωμένες, αποσπασμένες περιπτώσεις, και χωρίς να τις γενικεύω τις αποδέχομαι. Συνεχίζω έτσι να αποδέχομαι το συνάνθρωπο ξεχωρίζοντας την πράξη του από την ψυχή του.
Τελικά τι είναι για μένα αγάπη;
Αγάπη είναι μαθαίνω να «ακούω» τον διπλανό μου προσεκτικά.
Αγάπη είναι να μοιράζομαι με κάποιον την αγωνία μου, να μοιράζεται κάποιος μαζί μου τη δική του, δείχνει εκτίμηση και εμπιστοσύνη το μοίρασμα.
Αγάπη είναι να αποδέχομαι τη δύσκολη στιγμή κάποιου και να τον συγχωρώ, ως μεμονωμένη δύσκολη στιγμή, αγάπη είναι η συγχώρεση.
Αγάπη είναι να προσέχω τη λεπτομέρεια της στιγμής γιατί κάποιος έχει ανάγκη την προσοχή μου, αγάπη είναι η υπομονή.
Αγάπη είναι να μιλώ με αλήθεια, χωρίς να κρύβω, να είμαι εκεί με ουσία, αγάπη είναι αυθεντικότητα, αγάπη είναι ειλικρίνεια.
Αγάπη είναι «η συνέχεια» .., και όχι για λίγο για να πω ότι «εγώ το έκανα, τι άλλο να κάνω;», αγάπη είναι η επανάληψη στην αγάπη.
Αγάπη είναι να ξεχνώ και να μην πληγώνομαι, να θυμάμαι για να διδάσκομαι, αγάπη σημαίνει δεν φοβάμαι.
Αγάπη είναι τα καλά λόγια κάποιες στιγμές δηλαδή η «κολακεία», όταν γίνεται για ανθρώπους που δεν αγαπούν τον εαυτό τους, για να βοηθηθούν να ξεκινήσουν από αυτό, δεν ξεχνώ ότι και εγώ από εκεί ξεκίνησα.
Αγάπη είναι να επιθυμώ το καλό για τους άλλους, έναντι του καλού για μένα, γιατί συνειδητοποιώ ότι αυτό κάνει καλό έμμεσα και σε μένα, αρκεί να έχω υπομονή για να το καταλάβω.
Αγάπη είναι να είμαι κοντά στους ανθρώπους με ποσότητα χρόνου και όχι μόνο ποιοτικά. Δεν προλαβαίνεις τη δύσκολη στιγμή, την κακή σκέψη, τον αρνητικό λογισμό, δεν είναι αυθόρμητο το μοίρασμα όταν γίνεται σε συγκεκριμένο «ποιοτικό» χρόνο. Χρειάζεται διαρκής παρουσία η οποία δημιουργεί μια ζεστασιά και μια θαλπωρή. Αγάπη είναι η προσφορά, η παρουσία.
Αυθεντική Αγάπη είναι η απροϋπόθετη Αγάπη και αυτή είναι η Αγάπη του Χριστού και έγινε για μένα η αρχή μιας διαδρομής μέσα μου.
Η απροϋπόθετη αυτή Αγάπη του Θεού αιφνιδίασε την ύπαρξή μου, με αφόπλισε και με δίδαξε πολλά. Με δίδαξε (και με διδάσκει) την πραγματική μετάνοια και όχι την προσωρινή μεταμέλεια, την ουσιαστική κριτική για το είναι μου. Αυτή η μετάνοια με τη σειρά της με οδηγεί σε μια εξαιρετικά ελπιδοφόρα κατάσταση, μου δίνει δύναμη στον αγώνα μου, δεν με απογοητεύει στην πτώση μου, με κάνει να σκέφτομαι ότι «κανένας αγώνας δεν είναι μάταιος» και δεν μου επιτρέπει την απογοήτευση. Όλη αυτή η κατάσταση τέλος τροφοδοτεί την Αγάπη μέσα μου για τον εαυτό μου. Έτσι χωρίς να καταλάβω πως, γεννιέται μια μέσα μου «αγάπη» που προέρχεται από εμένα και πρέπει να δώσω στους άλλους. Το τελευταίο βήμα πραγματοποιείται αυθόρμητα και στο σύνολό της όλη αυτή η διαδικασία γίνεται μια κυκλική διαδρομή η οποία επαναλαμβάνεται και βιώνεται με τη Χάρη Του, και όλη αυτή η πορεία έχει μια μαγεία γιατί αυτή η αγάπη – η δική μου αγάπη προς τους άλλους - γίνεται επιτέλους αποδεκτή:
«Αγάπη από το Θεό,
πτώση,
μετάνοια,
ελπίδα,
αγώνας,
Αγάπη-αποδοχή για το εαυτό μου,
Αγάπη για τους άλλους»
όλα υπάρχουν μέσα μου ταυτόχρονα και λειτουργούν με οδηγό την Αγάπη του Θεού – που είναι η πρώτη αγάπη στη σειρά – και «βρήκε μέσα μου χώρο», χωρίς να με ρωτήσει.
Ελπίζω ότι αυτή η αυτή Αγάπη που προέρχεται από αυτή την διαδρομή, θα βρει χώρο στις καρδιές των άλλων και θα τη μεταλαμπαδεύσει μέσα τους, για να κάνουν και οι συνάνθρωποί μου την ίδια ευλογημένη διαδρομή. Το αξίζουν.
Το νομοθετικό καθεστώς και οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Κράτος: δεδομένα και παρανοήσεις (1).
Του Θεοδώρου Παπαγεωργίου, Ειδικού Νομικού Συμβούλου της Εκκλησίας της Ελλάδος
(Εισήγηση στην εκδήλωση της I. Αρχιεπισκοπής Αθηνών: «Συνταγματική αναθεώρηση και Εκκλησία της Ελλάδος: Συμβολή σε έναν ανοικτό διάλογο»
7.6.2017, Πολεμικό Μουσείο Αθηνών) (οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Εν πρώτοις, η δική μου εισήγηση για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας της Ελλάδος εντοπίζεται στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας. Διευκρινίζω επίσης ότι κατωτέρω αναφέρομαι στην «Εκκλησία της Ελλάδος», όχι στην ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, που ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και το Άγιον Όρος, που αποτελούν ξεχωριστές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες μέσα στο ελλαδικό έδαφος.
Εκ δευτέρου, σκέφθηκα ότι δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα να σας κουράσω εκθέτοντας όσα θα μπορούσατε να διαβάσετε σε ένα εγχειρίδιο εκκλησιαστικού ή δημοσίου δικαίου. Για τον λόγο αυτό προτίμησα η εισήγηση να είναι ένας «λόγος αναιρετικός», με την έννοια ότι θα παραθέτει κατεστημένες παρανοήσεις γύρω από τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας τοποθετώντας απέναντι σε αυτές παρεξηγήσεις κάποια νομικά δεδομένα, να δώσει νομικές απαντήσεις. Με την έννοια αυτή η ομιλία συγκεντρώνει και σχολιάζει κοινωνικές, πολιτικές και νομοθετικές αντιλήψεις για τις σχέσεις Κράτους και ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος και αρθρώνεται σε ζεύγη παγιωμένων παρανοήσεων αφ’ ενός και νομικών δεδομένων - απαντήσεων αφ’ ετέρου.
Εισαγωγή: η νομική μορφή των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων
Κατά τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (δηλαδή τον νόμο 590/1977)2 η Εκκλησία της Ελλάδος, οι 82 Ιερές Μητροπόλεις, οι Ιερές Μονές και οι Ενορίες, η Αποστολική Διακονία και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν νομική μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ., άρθρα 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 και 25 παρ. 1 του ν. 4301/2014). Βεβαίως υφίστανται και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), «θυγατρικά» των παραπάνω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου: τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα, Ιερά Προσκυνήματα και τα εκκλησιαστικά Μουσεία.
Η αρχή της νομιμότητας έχει για τα Ν.Π.Δ.Δ. περιεχόμενο διαφορετικό απ’ ό,τι για τα Ν.Π.Ι.Δ.: το νομικό πρόσωπο δημοσίου δύναται να προβαίνει σε εκείνες μόνο τις πράξεις, που επιτρέπει ο νόμος, ενώ ο ιδιώτης - νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δικαιούται να πράξει ό,τι δεν απαγορεύει ο νόμος.
A. Παρανόηση 1η: «Η Εκκλησία της Ελλάδος3 είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, επειδή το άρθρο 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι η Εκκλησία αυτή είναι ο φορέας της επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα»
Το νομικό δεδομένο είναι ότι οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι Ν.Π.Δ.Δ. επειδή το αναφέρει ο νόμος 590/1977 και όχι το Σύνταγμα. Μάλιστα οι εκκλησιαστικοί φορείς κηρύχθηκαν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ήδη από το 1969, πριν δηλαδή τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975, με νομοθέτημα της Χούντας, το νομοθετικό διάταγμα 126/1969, το οποίο βασίσθηκε σε σχέδιο της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου. Συνεπώς, δεν επιβάλλεται, λόγω του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος, η μια ή η άλλη νομική μορφή (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) στους φορείς της Εκκλησίας και το ζήτημα αυτό δεν είναι αντικείμενο συνταγματικής ύλης.
Ακόμα και το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος αναφέρει ότι τα θέματα, που αφορούν στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, ρυθμίζονται με νόμο, που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής, χωρίς φυσικά να προκύπτει, ούτε από αυτήν τη συνταγματική διάταξη, ότι επιβάλλεται στον νομοθέτη να επιλέξει συγκεκριμένη νομική μορφή για την Εκκλησία της Ελλάδος.
Με την έννοια αυτή ο καθορισμός της νομικής μορφής της Εκκλησίας της Ελλάδος ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ανήκει στην αρμοδιότητα του κοινοβουλευτικού νομοθέτη και όχι του συνταγματικού νομοθέτη.
B. Παρανόηση 2η: «Η Εκκλησία της Ελλάδος απολαύει μέχρι και σήμερα νομοθετημένων προνομίων σε βάρος των άλλων θρησκευμάτων»
Το δεδομένο είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον, στο πλαίσιο του θρησκευτικού ανταγωνισμού μέσα στην κοινωνία μας, διατάξεις στην κοινή νομοθεσία, που θεσπίζουν προνόμια της ορθόδοξης Εκκλησίας σε βάρος της θρησκευτικής ελευθερίας άλλων θρησκευμάτων.
Οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, που καθιέρωναν ένα θρησκευτικό προστατευτισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε βάρος άλλων θρησκευμάτων έχουν απαλειφθεί εντελώς εδώ και καιρό. Και αυτό όχι τυχαία, λόγω των δεσμεύσεων του νομοθέτη από κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος, όπως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, άρθρα 9, 11, 1ο Πρόσθετο Πρωτοκ. ΕΣ- ΔΑ άρθρο 2), το Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (άρθρο 2, 18, 20 παρ. 2, 26, 27) και τη σύγχρονη ερμηνεία διατάξεων των άρθρων 3 (περί επικρατούσας θρησκείας) και 13 (θρησκευτική ελευθερία για κάθε γνωστή θρησκεία) του Συντάγματος. Επιπλέον κατά το ισχύον Σύνταγμα απαγορεύεται ο προσηλυτισμός, όταν στρέφεται εναντίον κάθε γνωστής θρησκείας (άρθρο 13 παρ. 2 εδαφ. γ), όπως επιτρέπεται η κατάσχεση εντύπων στην περίπτωση της δια του τύπου προσβολής κάθε γνωστής θρησκείας (άρθρο 14 παρ. 3 περ. α).
Ένα από τα πλέον γνωστά νομοθετικά παραδείγματα είναι η νομοθεσία περί ιδρύσεως ναών και ευκτήριων οίκων των υπολοίπων (πλην της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος) θρησκευτικών κοινοτήτων. Ο νόμος 3467/2006 (άρθρο 27, ΦΕΚ Α 128) κατάργησε την προβλεπόμενη γνώμη του ορθόδοξου Μητροπολίτη προς τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία απαιτείτο για την ίδρυση ναού ή ευκτήριου οίκου από άλλες θρησκευτικές κοινότητες4.
Έτσι πλέον σήμερα, υπόκειται σε μία εξαιρετικά εργώδη και γραφειοκρατική διαδικασία η ίδρυση ενός Ενοριακού Ναού της Εκκλησίας της Ελλάδος καθώς κατά τον νόμο 590/1977 (άρθρο 36) και τον Κανονισμό 8/1979 (ΦΕΚ Α 1/1980): α) χρειάζεται αίτηση από 300 έως 600 οικογένειες ανάλογα με το μέγεθος του οικισμού, β) δεν πρέπει ο αριθμός των οικογενειών, που αποσπάται από όμορη Ενορία για την ίδρυση της νέας Ενορίας, να οδηγεί σε μείωση του ελάχιστου αριθμού οικογενειών, που απαιτείται για την ύπαρξη της όμορης Ενορίας, γ) απαιτείται να ζητηθεί γνωμοδότηση του Δημοτικού Συμβουλίου (δείγμα και αυτό των αντιλήψεων του νομοθέτη του 1977, που υπέθετε ότι όλοι οι δημοτικοί άρχοντες είναι συνειδητά μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας), δ) απόφαση Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ), ε) κατάρτιση σχεδίου προεδρικού διατάγματος (π.δ.) από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, στ) επεξεργασία - γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και ζ) έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος ίδρυσης της νέας Ενορίας. Αντίθετα, για την ίδρυση ναού άλλης (που δεν ανήκει στην Εκκλησία της Ελλάδος) θρησκευτικής κοινότητας απαιτείται αίτηση 50 οικογενειών, ενώ δεν απαιτείται ελάχιστος αριθμός αιτούντων, εάν πρόκειται να ζητηθεί από τον Υπουργό Παιδείας άδεια λειτουργίας για ναό σε συνοικισμό ή σε χωριά ή για ευκτήριο οίκο. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει μάλιστα τα τελευταία χρόνια ερμηνεύσει ιδιαιτέρως συσταλτικά τους ν. 1363/1938 και 1672/1939 υπό την ισχύ του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ώστε πλέον για την ίδρυση ναού ή ευκτήριου οίκου από τις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες ουσιαστικά αρκεί απλώς αίτηση προς τον Υπουργό Παιδείας για την χορήγηση άδειας λειτουργίας.
Επιπλέον, δεδομένο είναι ότι τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) έχουν ιδιαίτερη νομική προστασία σε ορισμένες περιπτώσεις κυρίως επειδή έχουν την ιδιότητα του Ν.Π.Δ.Δ. και όχι τόσο επειδή έχουν την ιδιότητα του εκκλησιαστικού φορέα. Η αυξημένη νομική προστασία των Ν.Π.Δ.Δ., λόγω της φύσης τους ως Ν.Π.Δ.Δ., είναι:
1) Το τεκμήριο νομιμότητας και η εκτελεστότητα διοικητικών πράξεών τους, οι οποίες έχουν ισχύ κανόνα δικαίου, αν και κυρίως με εσωτερική ισχύ, δηλαδή απευθύνονται και έχουν ως αποδέκτες τα μέλη τους (τους κληρικούς, εκκλησιαστικούς υπαλλήλους τους κ.λπ.). Πρόκειται για ένα προνόμιο σύμφυτο με την ιδιότητα των παραπάνω φορέων ως Ν.Π.Δ.Δ., και αποτελεί μία ευπρόσδεκτη νομική προστασία από τον νομοθέτη, καθώς διευκολύνει την κατίσχυση και εφαρμογή των αποφάσεων τους.
Από τη στιγμή που τα Ν.Π.Δ.Δ. κινούνται στον χώρο του δημοσίου δικαίου, όποιος αμφισβητεί τις διοικητικές πράξεις τους έχει το βάρος να προσφύγει εναντίον τους στα διοικητικά δικαστήρια. Αντίθετα, εάν οι φορείς της Εκκλησίας ήταν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου θα είχαν το βάρος να προσφύγουν αυτά ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατά του μέλους της Εκκλησίας, που απειθαρχεί και δεν συμμορφώνεται με τις αποφάσεις των οργάνων διοίκησής της. Πρόκειται για μία διαφοροποίηση με σπουδαίες νομικές συνέπειες, αλλά πάντως με εσωτερική ισχύ, εντός του χώρου εννόμων σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με τα μέλη της.
2) η απαλλαγή («ατέλεια») από παράβολα, ένσημα, τέλη, εισφορές για την άσκηση ένδικων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον των δικαστηρίων ή για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων ενώπιον της δημόσιας διοίκησης (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998)
3) το ευεργέτημα απογραφής του άρθρου 118 ΕισΝΑΚ, δηλαδή οι φορείς δημοσίου δικαίου της Εκκλησίας, σε περίπτωση που κληρονομούν περιουσίες, ευθύνονται για τα χρέη της κληρονομίας μόνον μέχρι του ύψους του ενεργητικού της κληρονομίας (άρθρο 47 παρ. 4 του ν. 590/1977).
Ο παραπάνω όμως υψηλότερος πήχυς προστασίας των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου άφορα σε όλα τα θρησκεύματα, που οργανώνονται ως Ν.Π.Δ.Δ. ή ως δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους. Ειδικότερα, οι Ισραηλιτικές Κοινότητες, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, ο Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Κοντά σε αυτά, οι Μουφτείες της Δυτ. Θράκης είναι δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους. Οι 3 Μουφτήδες μισθολογικά έχουν βαθμό Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και έχουν δικαστικές αρμοδιότητες σε κληρονομικές και οικογενειακές υποθέσεις, που δεν έχουν οι ορθόδοξοι Επίσκοποι για τα μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας• οι αποφάσεις των Μουφτήδων πρέπει να κηρυχθούν εκτελεστές από τα αστικά δικαστήρια, αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι οπωσδήποτε διαθέτουν μια πολύ σημαντική εξουσία.
Μια είναι η κύρια περίπτωση, όπου ο νόμος προβλέπει προνομιακή προστασία των φορέων της Εκκλησίας της Ελλάδος, όχι επειδή είναι Ν.Π.Δ.Δ., αλλά επειδή είναι εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Η περίπτωση αυτή άφορα στην προστασία της περιουσίας τους και πρόκειται για την απαγόρευση χρησικτησίας σε βάρος της περιουσίας των Μονών5, που επεκτάθηκε στα υπόλοιπα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Μητροπόλεις, Ενορίες κ.λπ.), το 1969 με Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου6 και το 1977 με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος7. Βεβαίως επειδή η απαγόρευση χρησικτησίας δεν συνδυάζεται με τα δραστικά νομικά μέσα αποβολής των καταπατητών, που έχει αποκλειστικά το Δημόσιο (όπως η έκδοση πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής για τους καταπατητές του), δεν έχει βοηθήσει στην ουσιαστική διασφάλιση της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς δεν αποτρέπει τη δημιουργία τετελεσμένων καταστάσεων. Το ίδιο ισχύει και για τη θεωρητική πρόβλεψη στον νόμο περί αυτεπάγγελτης ποινικής προστασίας των εκκλησιαστικών κτημάτων από καταπατήσεις8.
Γ. Παρανόηση 3η: «Στην Ελλάδα έχουμε κρατική ορθόδοξη Εκκλησία»
Βεβαίως οι εκκλησιαστικοί φορείς, επειδή είναι Ν.Π.Δ.Δ. κατά το «οργανικό κριτήριο» (δηλαδή επειδή έτσι κατονομάζονται από τον νομοθέτη), εκδίδουν σε ορισμένες περιπτώσεις διοικητικές πράξεις με ισχύ στις εσωτερικές θρησκευτικές τους υποθέσεις, δωσιδικούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κ.λπ.. Η αποστολή τους χαρακτηρίζεται επίσης ως δημόσια κατά το λειτουργικό κριτήριο (με την έννοια ότι η οργάνωση του εκκλησιαστικού βίου είναι θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος στην Ελλάδα), αλλά και κατά το οργανικό κριτήριο σε ωρισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ)9.
Ο χαρακτηρισμός της αποστολής της Εκκλησίας όμως ως «δημόσιου σκοπού», με την έννοια ότι το θρησκευτικό της έργο αντιμετωπίζεται ως αποστολή δημοσίου ενδιαφέροντος από τα δικαστήρια και την νομική θεωρία, δεν σημαίνει ότι ασκεί μια (κατά το Σύνταγμα) «κρατική αρμοδιότητα», η οποία εντάσσεται στον πυρήνα του κράτους.
Δ. Παρανόηση 4η: «Οι Μητροπολίτες και οι λοιποί κληρικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι του κράτους»
Το νομικό δεδομένο είναι ότι οι Μητροπολίτες και οι κληρικοί, που αμείβονται από το Δημόσιο, δεν θεωρούνται κατά νόμον δημόσιοι υπάλληλοι ή εν γένει υπάλληλοι Ν.Π.Δ.Δ.. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει επανειλημμένα κρίνει ότι είναι προεχόντως θρησκευτικοί λειτουργοί (προέχει η ιδιότητα τους ως «λειτουργών») που υπόκεινται στους κανόνες της Εκκλησίας τους, ενώ οι διατάξεις της δημοσιοϋπαλληλικής νομοθεσίας εφαρμόζονται σε αυτούς μόνον εάν ειδική διάταξη νόμου επιβάλλει κάτι τέτοιο10.
Ε. Παρανόηση 5η: «Οι φορείς της Εκκλησίας είναι τμήμα της κρατικής διοίκησης»
Τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν υπάγονται στη Δημόσια Διοίκηση, ούτε στο «Δημόσιο Τομέα», όπως αυτός ορίζεται σε διάφορα νομοθετήματα, ούτε στη «Γενική Κυβέρνηση»11. Αντίθετα συγκεντρώνουν τις κατωτέρω ιδιαιτερότητες, που αποκλείουν από την ένταξή τους στο στενό ή ευρύτερο Δημόσιο Τομέα:
1. Δεν είναι φορείς της κατά τόπον (κρατικής) αυτοδιοίκησης (όπως είναι οι Δήμοι και οι Περιφέρειες) ούτε της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης του κράτους (όπως τα άλλα Ν.Π.Δ.Δ. με κρατική αποστολή). Δεν ασκούν συνεπώς κρατική αρμοδιότητα κατά παραχώρηση της Πολιτείας, αλλά την θρησκευτική τους ελευθερία, γεγονός που σημαίνει ότι π.χ. εάν δεν υπήρχε η Εκκλησία της Ελλάδος δεν θα τελούσε Ακολουθίες και Ιερά Μυστήρια ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων.
2. Είναι αυτοχρηματοδοτούμενα νομικά πρόσωπα: δεν λαμβάνουν τακτικές επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σημειώνεται επίσης ότι οι μισθοί των κληρικών, που είναι εφημέριοι σε Ενορίες, των ιεροκηρύκων και ορισμένων (λαϊκών) εκκλησιαστικών υπαλλήλων, καταβάλλονται απ’ ευθείας σε αυτούς από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής του Υπουργείου Οικονομικών. Κατ’ επέκταση, το δημόσιο χρήμα για την μισθοδοσία και ασφάλιση του ορθόδοξου Κλήρου δεν περνά από τα ταμεία της Εκκλησίας ούτε για ένα λογικό δευτερόλεπτο.
3. Είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα έναντι του Κράτους: τα όργανα διοίκησής τους δεν διορίζονται από το Κράτος, αντίθετα είναι αιρετά και ισόβια όργανα (Μητροπολίτες, μέλη Ηγουμενοσυμβουλίων στις Μονές) ή διορίζονται από αιρετά όργανα (ο Μητροπολίτης διορίζει τα μέλη του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και οι κληρικοί και λαϊκοί, που διοικούν τις Ενορίες ως μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου διορίζονται από τον Μητροπολίτη και το Μητροπολιτικό Συμβούλιο).
4. Έχει ασχοληθεί αρκετά με το ζήτημα και η νομική βιβλιογραφία του διοικητικού δικαίου, αλλά και με γνωμοδοτήσεις του το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) ήδη από τη δεκαετία του 1990, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, μολονότι είναι Ν.Π.Δ.Δ., δεν εντάσσονται στη Δημόσια Διοικηση12. Σε παραπλήσιο συμπέρασμα είχε καταλήξει από ήδη η νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήδη από το 1989, όταν, στην υπόθεση EComHR Maximilian Rommelfanger κατά Γερμανίας (απόφαση της 6.9.1989), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων νομολόγησε ότι ακόμα και σε κράτη, όπου ωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες έχουν μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Γερμανία αλλά και Ελλάδα), οι εκκλησίες αυτές είναι «μη κυβερνητικοί οργανισμοί», επομένως έχουν ατομικές ελευθερίες, τις οποίες έχει κάθε ιδιώτης έναντι του κράτους. Η νομολογία αυτή συνεχίσθηκε με αρκετές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επικρατεί έως σήμερα.
Αυτό που δεχόταν η νομική θεωρία και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το τυποποίησε πλέον ως κείμενο δίκαιο ο νόμος 4235/201413. Από τις 11.2.2014 ισχύει ο κανόνας ότι η νομοθεσία για την οργάνωση και διοίκηση, εν γένει περιουσιακή και λογιστική διαχείριση, τους λειτουργούς και το προσωπικό του Δημοσίου Τομέα και της Γενικής Κυβέρνησης δεν εφαρμόζεται στους φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκτός από τις περιπτώσεις όπου τυχόν ειδική διάταξη νόμου προβλέπει σαφώς την υπαγωγή των φορέων της Εκκλησίας σε κάποια από τις διατάξεις της παραπάνω νομοθεσίας. Ο ίδιος νόμος αναφέρει ότι δεν καταργούνται πάντως οι ειδικές διατάξεις που προβλέπουν εποπτεία του κράτους στην Εκκλησία.
Βεβαίως, ως προς τη λογιστική διαχείριση, και πριν τον νόμο 4235/2014, υπήρχε νομοθετική εξαίρεση από το 198614, κατά την οποία τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφ’ όσον είναι θρησκευτικά Ν.Π.Δ.Δ. και αυτοχρηματοδοτούμενα, δεν υπάγονται στην νομοθεσία λογιστικού δικαίου των κρατικών Ν.Π.Δ.Δ..
ΣΤ. Παρανόηση 6η: «Η Εκκλησία είναι κοινωνικό αγαθό και τις υπηρεσίες της δικαιούνται όλοι οι πολίτες αφού από τους φόρους τους καταβάλλονται τα έξοδα της μισθοδοσίας και της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης»
Επικρατεί στην ελληνική κοινωνία έντονη η θεώρηση της Εκκλησίας ως μιας (περίπου) θρησκευτικής Δ.Ε.Κ.Ο., η οποία οφείλει να παρέχει αδιακρίτως τις «θρησκευτικές υπηρεσίες» της προς τους φορολογούμενους πολίτες, ασχέτως εάν αυτοί τηρούν τους κανόνες της, ώστε να είναι μέλη της, και αυτό διότι από τη φορολογική συνεισφορά τους στα δημόσια βάρη το Δημόσιο καταβάλλει τα έξοδα μισθοδοσίας και ασφάλισης των ορθόδοξων κληρικών και λειτουργεί η εκκλησιαστική εκπαίδευση (εκκλησιαστικά γυμνάσια-λύκεια, εκκλησιαστικές ακαδημίες).
Ψήγματα αυτής της κοινωνικής και πολιτικής αντίληψης εντοπίζονται και σε διατάξεις της τυπικής νομοθεσίας, ακόμα και πρόσφατες. Έτσι, λ.χ. στο νέο νομοθετικό πλαίσιο για την αποτέφρωση (νόμος 4368/2016) προβλέπεται ότι δικαιούται να επιλέξει κανείς με δήλωσή του, η οποία περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο, το είδος της τελετής της κηδείας του και ότι: «Εφ’ όσον τηρηθεί ο κατά τα ανωτέρω τύπος και η διατυπωθείσα επιθυμία του θανόντος δεν αντίκειται σε κανόνες δημόσιας τάξης, υγιεινής ή στα χρηστά ήθη, τα αρμόδια όργανα ή οι υπηρεσίες, που επιμελούνται της ταφής του νεκρού οφείλουν να συμμορφώνονται στη διατυπωθείσα επιθυμία του θανόντος χωρίς οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση ή διαδικασία, και αν εναντιωθούν συγγενείς οποιουδήποτε βαθμού» (άρθρο 15 παρ. 3). Ο νομοθέτης αναφέρει λοιπόν ως μοναδικό όριο για την δεσμευτικότητα της ιδιωτικής βούλησης για την επιλογή του τύπου τελετής κηδείας, μόνο τη «δημόσια τάξη, υγιεινή και χρηστά ήθη», παραλείποντας να αναφέρει και τους κανόνες και παραδόσεις της οικείας θρησκευτικής κοινότητας, οι θρησκευτικοί λειτουργοί της οποίας θα κληθούν να τελέσει τον επιλεχθέντα τύπο τελετής. Είναι όμως δυνατόν οι ορθόδοξοι κληρικοί ως θρησκευτικοί λειτουργοί και «όργανα της ταφής» να δεσμεύονται από τη συμβολαιογραφική επιλογή «τύπου τελετής της κηδείας», εάν αυτή η επιλογή δεν σέβεται τους κανόνες της Εκκλησίας τους;
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος εξέδωσε ανακοίνωση πριν (14.1.2016) και μετά την ψήφιση του παραπάνω νόμου (1.3.2016) ότι είναι συνταγματικά προβληματική η σιωπή του νομοθέτη για την ανάγκη σεβασμού των θρησκευτικών παραδόσεων κάθε θρησκευτικής κοινότητας, που πρέπει να σέβεται το συμβολαιογραφικό έγγραφο επιλογής του τύπου τελετής της κηδείας (τέτοια ζητήματα θα προκύψουν εάν π.χ. κάποιος δηλώσει ότι επιθυμεί χριστιανική εξόδιο ακολουθία, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει ότι επιθυμεί αποτέφρωση και ακολούθως ταφή της τέφρας του).
Έχει ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον η υποκρυπτόμενη αντίληψη για τον ρόλο της Εκκλησίας ως μιας θρησκευτικής Δ.Ε.Κ.Ο., ως τμήματος της παροχικής Δημόσιας Διοίκησης, σε μια ανακοίνωση (26.2.2016) της αστικής εταιρείας «Ελληνική Κοινωνία Αποτέφρωσης». Ο εν λόγω ιδιωτικός φορέας τοποθετήθηκε στην απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ότι απορρίπτει για τα μέλη της την αποτέφρωση (δελτίο τύπου 14.1.2016) και επιχειρηματολόγησε, μεταξύ άλλων, ότι «οι Ιερείς και οι εργαζόμενοι στο Νομικό Πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος πληρώνονται εκ του ασφαλούς ως δημόσιοι υπάλληλοι από τον κρατικό προϋπολογισμό εκ της συνύπαρξης Κράτους - Εκκλησίας. Οι εργαζόμενοι λοιπόν σε αυτήν (ιερείς κ.ά.) έχουν απολαβές και υποχρεώσεις στους Έλληνες φορολογουμένους. Σε μια και μόνο περίπτωση βεβαίως η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την υποχρέωση της τελετής της εξοδίου ακολουθίας σε αυτούς που θα αποτεφρωθούν, εάν και όταν παραιτηθεί των αμοιβών και της οικονομικής στήριξης της ίδιας και των εργαζομένων της από το Κράτος και τους Έλληνες φορολογούμενους, άλλως πας πιστεύουμε ότι η άρνηση υπηρεσίας συνιστά παράβαση καθήκοντος». Είναι πρόδηλη εδώ η αντίληψη της ορθόδοξης Εκκλησίας ως φορέα παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, ο oποίος υποχρεούται σε «παροχή υπηρεσιών» στον κάθε φορολογούμενο, με απόλυτη αποσύνδεση της ιεροτελεστίας της εξοδίου ακολουθίας από οποιανδήποτε υποχρέωση πίστης και συμμόρφωσης προς την παράδοση και τους κανόνες της Εκκλησίας.
Φυσικά το νομικό δεδομένο είναι ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είναι υποκείμενο θρησκευτικής αυτονομίας (άρθρα 9, 11 Ε.Σ.Δ.Α.) και θρησκευτικής αυτοδιοίκησης έναντι του κράτους (άρθρο 12, 13 Συντάγματος) και δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε παράβαση των κανόνων της θεολογικής της υπόστασης. Μάλιστα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επανειλημμένα έχει νομολογήσει ότι το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν εγγυάται την άσκηση δικαιώματος εναντίωσης μέλους εντός της θρησκευτικής του κοινότητας. Επομένως σε περίπτωση μιας διαφωνίας (σε θέματα δόγματος ή οργάνωσης) μεταξύ της θρησκευτικής κοινότητας και ενός από τα μέλη της, η θρησκευτική ελευθερία του διαφωνούντος μέλους της οικείας Εκκλησίας εξαντλείται στο δικαίωμα του να αποχωρήσει από τη θρησκευτική κοινότητα15.
Ζ. Παρανόηση 7η: «Είναι απαραίτητος ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας για να παύσει η Εκκλησία να παρεμβαίνει σε κρατικές υποθέσεις»
Αυτήν τη στιγμή στην ελληνική νομοθεσία δεν υπάρχουν διατάξεις, που προβλέπουν δυνατότητα παρέμβασης της ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος σε υποθέσεις κρατικής αρμοδιότητας. Παρέμβαση της Εκκλησίας στο πεδίο υλικής αρμοδιότητας του Κράτους, και δη και με έννομες συνέπειες, δεν είναι ο θρησκευτικός χρωματισμός της κρατικής εθιμοτυπίας, όπως π.χ. ο θρησκευτικός όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 33 Συντάγματος), των βουλευτών (άρθρο 59 Συντ.) ή των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου (24 και 39 του π.δ. 63/2005, ΦΕΚ Α' 98), ο οποίος μάλιστα χρωματισμός δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικός λόγω των άρθρων 13 Συντ. και 9 και 11 ΕΣΔΑ (θετικό και αρνητικό δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας).
Αντιθέτως, στην άλλη πλευρά της πλάστιγγας, υφίστανται ακόμα πολλές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις εθιμικού, αλλά και ουσιώδους κρατικού παρεμβατισμού επί ζητημάτων διοίκησης, οργάνωσης και διαχείρισης της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πρώτον, ιδίως σε νομοθετήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας ο έλληνας νομοθέτης διαπνέεται από διάθεση να προβαίνει σε ευσεβιστικές υποδείξεις προς την Εκκλησία σχεδόν παραδίδοντας μαθήματα ηθικής. Πρόσφατο παράδειγμα ο νόμος 4170/2013 (άρθρο 69, ΦΕΚ Α' 163), ο οποίος ρυθμίζει τη διαδικασία πολεοδομικής ωρίμανσης (απόκτηση χρήσης γης) για τα ακίνητα της Εκκλησίας και φροντίζει μετ’ επιτάσεως (παρ. 2) να υποδείξει στους εκκλησιαστικούς φορείς ότι το εισόδημα από την αξιοποίηση των ακινήτων τους «θα διατίθεται αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση, ενίσχυση και ανάπτυξη του εν γένει κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου τους». Είναι εμφανής η ηθικιστική παρέμβαση του νομοθέτη στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς νιώθει υποχρεωμένος να διευκρινίσει, για την έξωθεν καλή μαρτυρία, ότι τα εκκλησιαστικά έσοδα διατίθενται μόνο για μη κερδοσκοπικούς σκοπούς, ως εάν να ελλόχευε κάποιος κίνδυνος τα έσοδα της Εκκλησίας να αξιοποιηθούν για σκοπούς κερδοσκοπίας ή σκοπούς αθέμιτους.
Υφίστανται επίσης και διατάξεις συμβολικής κρατικής εποπτείας, αλλά με σημαντικές, θεολογικές και πολιτειακές, συμπαραδηλώσεις. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος καθώς και οι Μητροπολίτες υποχρεούνται μετά τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος, που τους αναγνωρίζει, και πριν ενθρονισθούν στη Μητρόπολή τους, να εμφανισθούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να δώσουν έναν οιονεί όρκο, μια διαβεβαίωση πριν την έναρξη των καθηκόντων τους. Μοιάζει για μια κατ’ αρχήν τιμητική διαδικασία για τον νέο Επίσκοπο, καθώς δεν είναι πολλοί οι λειτουργοί, που ορκίζονται ενώπιον του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα και ρυθμιστή του πολιτεύματος. Ωστόσο, αν επισκοπήσει κανείς το περιεχόμενο αυτής της διαβεβαίωσης, τα πράγματα αλλάζουν όψη. Ο νέος Μητροπολίτης δηλώνει υπακοή στο Σύνταγμα και στους νόμους του Κράτους· μέχρις εκεί είναι πολύ εύλογο το περιεχόμενο της διαβεβαίωσης. Επιπλέον όμως παρέχεται από τον Μητροπολίτη η διαβεβαίωση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι «... θα εκπληρώ τη θεία χάριτι τα... καθήκοντα .., τηρών απαρασαλεύτως τους Ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς Κανόνας και τας ιεράς Παραδόσεις»16. Αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως ότι η παραπάνω διάταξη μετατρέπει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε θεματοφύλακα των ιερών κανόνων και παραδόσεων, σχεδόν σε Pontifex Maximus, ανώτερο της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς τον όποιο υπόσχονται οι Αρχιερείς της Εκκλησίας ότι θα είναι πιστοί στις παραδόσεις και κανόνες της Εκκλησίας.
Υπάρχουν όμως και διατάξεις όχι απλώς συμβολικής και εθιμικής εποπτείας, αλλά εποπτείας με νομικό, κανονιστικό περιεχόμενο. Πρόκειται συγκεκριμένως για ένδεκα (11) περιπτώσεις ανάμειξης του Κράτους στη διοίκηση της Εκκλησίας, είτε υπό την μορφή κρατικής εκτέλεσης συγκεκριμένων αποφάσεων της Εκκλησίας μέσω της έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων, είτε με τη μορφή και της συναπόφασης επί εκκλησιαστικών θεμάτων17 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (νόμο 590/1977, Κ.Χ.Ε.Ε.):
1) προβλέπεται ότι πρέπει οπωσδήποτε να κληθεί ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, αλλιώς εάν δεν κληθεί, η εκλογή είναι άκυρη. Δεν επηρεάζεται το κύρος της εκλογής, εάν, παρότι εκλήθη, ο Υπουργός δεν προσέλθει στην συνεδρίαση για την εκλογή (άρθρο 14 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε.)
2) εφ’ όσον ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων είναι παρών κατά την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος εκδικάζει τυχόν ένσταση, που υποβάλλει Μητροπολίτης - μέλος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας. Επομένως ο Υπουργός καθίσταται σχεδόν «δευτεροβάθμια Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας» κατά την παραπάνω διαδικασία εκλογής Αρχιεπισκόπου, αφού έχει την αρμοδιότητα να επιλύει τις διαφωνίες μεταξύ των μελών της (άρθρο 15 παρ. 4 Κ.Χ.Ε.Ε.).
3) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για την αναγνώριση του εκλεγέντος Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος (άρθρο 15 παρ. 5, 6 Κ.Χ.Ε.Ε.)
4) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για την αναγνώριση του εκλεγέντος Μητροπολίτη (άρθρο 26 παρ. 1, 2 Κ.Χ.Ε.Ε.),
5) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για την αποδοχή παραίτησης Μητροπολίτη (άρθρο 34 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε.).
Οι παραπάνω περιπτώσεις 3,4 και 5 δεν αποτελούν κάτι το καινοφανές στο ελλαδικό έδαφος, καθώς και κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ο Σουλτάνος εξέδιδε βεράτια18 για την αναγνώριση των Πατριαρχών και των Επισκόπων, διοικητική πράξη αντίστοιχη με το σημερινό διάταγμα αναγνώρισης και κατάστασης, που εκδίδει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
6) προβλέπεται η ανάμειξη του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων στη διαδικασία διαπίστωσης της ανικανότητας Μητροπολίτη να εκτελέσει τα καθήκοντα του από λόγους υγείας και η έκδοση διατάγματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με το όποιο απαλλάσσεται ο Μητροπολίτης εκ των καθηκόντων του (άρθρο 34 παρ. 4 και 6 Κ.Χ.Ε.Ε.),
7) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για την ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση Ενορίας (άρθρο 36 παρ. 2 και 5 Κ.Χ.Ε.Ε.)
8) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα ίδρυσης Ιεράς Μονής, καθώς και Κοινή Υπουργική Απόφαση (Κ.Υ.Α. Υπουργών Παιδείας και Εξωτερικών), προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση μέσα στο έδαφος πνευματικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος «μετοχίου» (παραρτήματος) Ιεράς Μονής ετέρου κλίματος, δηλαδή άλλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας π.χ. άλλης αυτοκέφαλης Εκκλησίας ή Πατριαρχείου (άρθρο 39 παρ. 3 και 7 Κ.Χ.Ε.Ε.)
9) εκδίδεται προεδρικό διάταγμα για τον εσωτερικό οργανισμό της Αποστολικής Διακονίας (άρθρο 40 παρ. 2 Κ.Χ.Ε.Ε.),
10) εκδίδεται (δυνητικά) προεδρικό διάταγμα ίδρυσης σωφρονιστηρίου για κληρικούς (άρθρο 57 παρ. 5 Κ.Χ.Ε.Ε.).
11) τέλος ως περίπτωση εποπτείας πρέπει να θεωρηθεί και η δυνατότητα κατασταλτικής εποπτείας υπό την μορφή του κατασταλτικού (και όχι προληπτικού) ελέγχου του Δημοσίου στη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ασκείται μέσω των οικονομικών επιθεωρητών του Υπουργείου Οικονομικών, οι όποιοι ορίζονται με Κοινή υπουργική απόφαση (Κ.Υ.Α.) των Υπουργών και Οικονομικών και Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρο 46 παρ. 4 Κ.Χ.Ε.Ε.).
Οι περισσότερες από τις παραπάνω διοικητικές πράξεις που εκδίδει το Κράτος περιορίζονται στην (κατά δέσμια αρμοδιότητα) έγκριση των εκκλησιαστικών αποφάσεων (αφού προηγηθεί έλεγχος νομιμότητας). Υφίστανται όμως και διατάξεις που προβλέπουν αποφασιστικές αρμοδιότητες και διολισθαίνουν σε αρμοδιότητα συνδιοίκησης του κράτους με την εκκλησία επί θεμάτων καθαρώς εσωτερικών - εκκλησιαστικών.
Για συνδιοίκηση Κράτους και Εκκλησίας επί καθαρώς θεολογικών ζητημάτων μπορεί να γίνει λόγος στην περίπτωση της απονομής χάριτος. Μπορεί η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας να συγχωρήσει έναν κληρικό της, στον οποίο επέβαλε εκκλησιαστική ποινή; Η κατά νόμον απάντηση είναι όχι. Ο μόνος αρμόδιος για να αίρει εκκλησιαστικές ποινές είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με βάση τον νόμο περί εκκλησιαστικής δικαιοσύνης19. Και εδώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανάγεται σε Pontifex Maximus και έχει το δικαίωμα του «λύειν» εκκλησιαστικές κυρώσεις.
Υπάρχουν όμως και παρεμβατικές διατάξεις με καθαρά εκκοσμικευμένη και εισπρακτική αντίληψη. Για να εκδοθεί άδεια θρησκευτικού γάμου από τον Μητροπολίτη ο Κώδικας Τελών Χαρτοσήμου προβλέπει ότι επιβάλλεται φόρος (τέλος χαρτοσήμου). Εν ολίγοις το Δημόσιο φορολογεί την προσευχή και ευλογία της Εκκλησίας για τη συνένωση των μελλόνυμφων με παράβολο χαρτοσήμου20.
Επίσης συνεχίζουν να ισχύουν και να δεσμεύουν την Εκκλησία της Ελλάδος νομοθετικές διατάξεις πρόδηλα αντίθετες με τους Ιερούς Κανόνες και τις παραδόσεις της, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε πολλές τριβές στο εσωτερικό της και έχουν απασχολήσει και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Παραδείγματα: η λεγόμενη «τροπολογία Κακλαμάνη»21, η οποία εισήχθη στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, και προβλέπει ότι Μητροπολίτης (χωρίς να είναι απαραίτητο ότι έχει διαπράξει κάποιο εκκλησιαστικό παράπτωμα, που δικαιολογεί την απομάκρυνσή του), μπορεί να τεθεί σε εξάμηνη διαθεσιμότητα με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου «εφ’ όσον συντρέχουν λόγοι που αφορούν στο πρόσωπό του, στο συμφέρον της Εκκλησίας, στη δημόσια τάξη ή στην κοινωνική ειρήνη»22. Η διάταξη αυτή αντίκειται καταφανώς στον βασικό θεσμό της Εκκλησίας, τον κανόνα της ισοβιότητας του Επισκόπου, ο οποίος δύναται να απολέσει την θέση του, μόνο δυνάμει εκκλησιαστικής ποινής από εκκλησιαστικό δικαστήριο εξ’ αιτίας παραπτώματος, καθώς και στους ιερούς κανόνες εκκλησιαστικής δικονομίας για τον πειθαρχικό έλεγχο των Επισκόπων από εκκλησιαστικά δικαστήρια (Συνόδους Επισκόπων με πειθαρχική αρμοδιότητα).
Παραπλήσια προβλήματα έχει προκαλέσει και το περίφημο άρθρο 160 του ν. 5383/1932, το οποίο προβλέπει ότι εάν κληρικός καταδικασθεί σε κακουργηματική ποινή αμετακλήτως, καθαιρείται από Συνοδικό Δικαστήριο της Εκκλησίας της Ελλάδος άνευ ετέρου (χωρίς δίκη και χωρίς απολογία), διάταξη που επίσης αντίκειται στις ιερούς κανόνες εκκλησιαστικής δικονομίας, που δεν επιτρέπουν την καθαίρεση κληρικού χωρίς δίκη και απολογία. Η διάταξη αυτή αντιμετωπίζει εντελώς εκκοσμικευμένα τη θέση του κληρικού και θυμίζει τις αντίστοιχες διατάξεις για την αυτοδίκαιη έκπτωση των αιρετών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης λόγω ποινικής καταδίκης (δημάρχων κ.λπ.).
Επίσης, συνεχίζονται να ψηφίζονται διατάξεις σφόδρα αντίθετες στην ελευθερία αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος με τεκμηρίωση δημοσιονομική. Π.χ. ο νόμος 4369/2016 προέβλεψε νέο σύστημα αξιολόγησης για τους δημοσίους υπαλλήλους, στους οποίους υπήγαγε και όσους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους (ιεροκήρυκες και λαϊκούς υπαλλήλους) μισθοδοτούνται από το Δημόσιο. Σιωπηρά δηλαδή κατήργησε ο νέος νόμος την αντίστοιχη αρμοδιότητα, που έχει η Ιερά Σύνοδος (άρθρο 42 ν. 590/1977), να ψηφίζει δικό της Κανονισμό αξιολόγησης για όλους τους υπαλλήλους της (Κανονισμός 265/2015, ΦΕΚ Α 25). Ο αποχωρισμός από την αρμοδιότητα της Εκκλησίας της κατηγορίας υπαλλήλων της, που επιβαρύνουν, και επειδή επιβαρύνουν, οικονομικά το Δημόσιο, αναπαράγει υλιστική αντίληψη του νομοθέτη για τα περιθώρια αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Τέλος υφίστανται και νέες διατάξεις, που συρρικνώνουν, σε σχέση με προγενέστερες, τον σεβασμό στην θρησκευτική ελευθερία. Π.χ. δυνάμει του νόμου 4277/2014 (άρθρα 48-49) το μόνο που αρκεί για την αποτέφρωση νεκρού είναι είτε η έγγραφη δήλωση ή σημείωμα του θανόντος ότι επιθυμεί την αποτέφρωση του, είτε η δήλωση του/της συζύγου ή «συντρόφου», με τον όποιο έχει συνάψει «σύμφωνο συμβίωσης» ή των συγγενών πρώτου ή δεύτερου βαθμού. Τούτο σημαίνει ότι κάποιος που είχε δημόσια ζωή κοντά στην Εκκλησία π.χ. ο Επίτροπος μιας Ενορίας ή ένας θεολόγος, αλλά δεν είχε φροντίσει να αφήσει σημείωμα για την τελευταία του επιθυμία σε σχέση με τη μεταχείριση του σώματος του, μπορεί πλέον να αποτεφρωθεί, εάν το ζητήσουν η σύζυγός του ή οι γονείς ή τα παιδιά του. Δηλαδή οι γνωστές και εκπεφρασμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις του θανόντος δεν παίζουν πλέον κανένα ρόλο για τον νομοθέτη, όπως όριζε ο παλαιότερος νόμος 3448/2006.
Εδώ προκύπτει εύλογα το ερώτημα: δηλαδή ή Εκκλησία της Ελλάδος τάσσεται για τους παραπάνω λόγους υπέρ του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας; Η ερώτηση είναι λάθος, και η όλη συζήτηση αποβλέπει τελικά να βρούμε σωστές απαντήσεις σε ένα λάθος ερώτημα. Όλες αυτές οι παραπάνω προβληματικές ρυθμίσεις μονομερούς παρέμβασης του Κράτους σε εκκλησιαστικά ζητήματα δεν έχουν ως έρεισμα το άρθρο 3 του Συντάγματος και δεν προκύπτουν ως αναγκαίες συνέπειες από αυτό. Αποτελούν προβληματικές ρυθμίσεις της κοινής νομοθεσίας και ή μεταβολή τους δεν προϋποθέτει αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος.
Η. Παρανόηση 8η: «Η ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα δεν φορολογείται»
Σε δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στις 3.4.2017 η συντριπτική πλειονότητα, ποσοστό 84%, των ερωτηθέντων απαντά πως «η ιερή περιουσία πρέπει να φορολογηθεί», ως να μην φορολογείται ήδη. Τα νομοθετικά δεδομένα που αγνοούνται από τέτοιες δημοσκοπήσεις και την κοινή γνώμη είναι ότι οι τελευταίες απαλλαγές, που υπήρχαν στη φορολογική νομοθεσία για τους φορείς της Εκκλησίας, καταργήθηκαν με τον νόμο 3842/2010. Διευκρινίζω ότι οι Μονές του Αγίου Όρους λόγω της ειδικής συνταγματικής διάταξης του άρθρου 105 Συντ. έχουν τελείως διαφορετικό καθεστώς, το οποίο επιφυλάσσει το Σύνταγμα στην χερσόνησο του Άθωνος. Ως προς την φορολογική μεταχείριση οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος υπόκεινται σε φόρους για όλα τα φορολογικά αντικείμενα, όπως όλα τα νομικά πρόσωπα, δηλαδή ΕΝΦΙΑ (ν. 4223/2013 ΦΕΚ Α 287), φόρο εισοδήματος (ν. 4172/2013, ΦΕΚ Α 167), φόρο κληρονομιών - δωρεών (ν. 2961/2001, ΦΕΚ Α' 266), ΦΠΑ (ν. 2859/- 2000, ΦΕΚ Α 248), τέλη χαρτοσήμου (π.δ. της 28/- 28.07.1931, ΦΕΚ Α' 239), παρακρατούν και αποδίδουν τους παρακρατούμενους φόρους για τους μισθωτούς και προμηθευτές τους κ.λπ..
Απαλλαγές, που όμως δεν αφορούν ειδικά στην ορθόδοξη Εκκλησία προβλέπονται: α) από το τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) για χώρους λατρείας και γενικότερα θρησκευτικής χρήσης κάθε θρησκεύματος23, β) από τον Ενιαίο Φόρο ’Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) για χώρους λατρείας και γενικότερα θρησκευτικής και κοινωφελούς χρήσης κάθε θρησκεύματος24, γ) από δημοτικά τέλη, ανταποδοτικά τέλη για χώρους λατρείας κάθε θρησκεύματος25. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για απαλλαγές υπέρ κάθε θρησκευτικής κοινότητας, ώστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για προνομιακή μεταχείριση της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Θ. Το πλαίσιο κανονιστικής αυτονομίας της Εκκλησίας
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει νομοθετικά βήματα υπέρ της κατοχύρωσης μεγαλύτερου περιθωρίου αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος με τη νομοθέτηση στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος της δυνατότητας έκδοσης Κανονισμών από την Ιερά Σύνοδο (διοικητικών πράξεων, που έχουν ισχύ ίσου επιπέδου με τις λοιπές κανονιστικές πράξεις της διοίκησης, όπως οι υπουργικές αποφάσεις).
Ψηφίζοντας Κανονισμούς, την έκδοση των οποίων εξουσιοδοτεί ο νόμος 590/1977, ή Ιερά Σύνοδος λειτουργεί ως εσωτερικό νομοθετικό σώμα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Νέες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις έχουν εισαχθεί κυρίως σε θέματα περιουσιακής διαχείρισης (νόμοι 4235/2014, 3401/2014). Επίσης ο βασικός κανόνας για το νομοθετικό καθεστώς των συμβάσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ότι οι συμβάσεις που ή Εκκλησία χρηματοδοτεί από ίδιους πόρους διέπονται από τους Κανονισμούς, που εκδίδει ή Ιερά Σύνοδος, ως προς την ανάθεση και εκτέλεσή τους, ενώ συμβάσεις, για τις οποίες επιχορηγείται από τον κρατικό προϋπολογισμό η εντάσσονται σε συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα (π.χ. ΕΣΠΑ) υπάγονται στο νομοθετικό καθεστώς των δημοσίων (κρατικών) έργων η δημοσίων συμβάσεων26.
I. Παρανόηση 9η: «Η ποινικοποίηση της βλασφημίας προστατεύει την επικρατούσα θρησκεία και τον Θεό»
Το 2013 μάλιστα δημοσιεύθηκε και σχετικός συλλογικός τόμος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με τίτλο «Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα». Προφανώς και δεν έχει.
Η επιμονή όμως στην άποψη ότι οι διατάξεις του Εβδόμου Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 198 ΠΚ - Κακόβουλη βλασφημία, άρθρο 199 ΠΚ - Καθύβριση θρησκευμάτων, άρθρο 200 ΠΚ - Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων, άρθρο 201 ΠΚ - Περιύβριση νεκρών) αποβλέπουν να προστατεύσουν τον Θεό ή την ορθόδοξη Εκκλησία ισοδυναμεί με άρνηση ανάγνωσης και κατανόησης ήδη και αυτού ακόμα του τίτλου του σχετικού Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα, που διακηρύττει ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό του Κεφαλαίου είναι μια συλλογική κατάσταση ομαλότητας και όχι ένα ατομικό αίσθημα ή το status οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας. Πρόκειται για τη θρησκευτική ειρήνη, η οποία μπορεί να ανατραπεί από την προσβολή κατά των θρησκευτικών αισθημάτων και παραδόσεων οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας. Τα αδικήματα αυτά τυποποιούν (ακόμα και εάν μετέρχονται θεολογικούς όρους, όπως στο άρθρο 198 Ποινικού Κώδικα, που προβλέπει την κακόβουλη «βλασφημία») υβριστικές και εν γένει προσβλητικές συμπεριφορές που ενδιαφέρουν το κράτος με κριτήρια εκτίμησης του δημοσίου κινδύνου, που προκαλούν (και όχι με μέτρα εκκλησιαστικής ηθικής), καθώς οι συμπεριφορές αυτές, εάν μείνουν ανέλεγκτες από την Πολιτεία, μπορούν να προκαλέσουν περιστατικά θρησκευτικής αυτοδικίας.
ΙΑ. Παρανόηση 10η: «Πρέπει να γίνει χωρισμός Κράτους και ορθόδοξης Εκκλησίας για να σταματήσει ή επιβάρυνση του Δημοσίου με τη μισθοδοσία του Κλήρου και την εκκλησιαστική εκπαίδευση»
Πρώτα απ’ όλα το Δημόσιο δεν μισθοδοτεί μόνο τους ορθόδοξους κληρικούς (και ορισμένους από τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους των Ιερών Μητροπόλεων), αλλά και τους Μουφτήδες και τους Ιεροδιδασκάλους της Δυτ. Θράκης - και ορθώς.
Δεύτερον, η μισθοδοσία του Κλήρου και η υποστήριξη της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης από το Κράτος δεν είναι ζήτημα θεσμικών σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, αλλά άφορα στις περιουσιακές έννομες σχέσεις τους. Δεν αφορά ούτε στην ιδιότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος ως φορέα της επικρατούσας θρησκείας, ούτε στην νομική της μορφή ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Εν ολίγοις, η μισθοδοσία του Κλήρου δεν έχει σχέση αιτιώδη με την ύπαρξη και το περιεχόμενο του άρθρου 3 του Συντάγματος. Εξ άλλου ή κρατική συμβολή στη μισθοδοσία του Κλήρου ξεκίνησε δια νόμου το 1945, δηλαδή πολύ πριν ή Εκκλησία της Ελλάδος αναγνωρισθεί expressis verbis από τον νομοθέτη ως Ν.Π.Δ.Δ. (το 1969).
Η δικαιοπολιτική θεμελίωση των παραπάνω έμμεσων ενισχύσεων του Κράτους προς την Εκκλησία είναι ότι η μισθοδοσία του Κλήρου και η εκκλησιαστική εκπαίδευση έχουν αναληφθεί από το Δημόσιο ως μια μορφή αφηρημένης (κατ’ αποκοπήν) αποζημίωσης προς την Εκκλησία για την εκκλησιαστική (ιδίως μοναστηριακή) περιουσία, που περιήλθε στο Κράτος χωρίς καμία αποζημίωση της Εκκλησίας.
Παραθέτω, συνοπτικά, τα ορόσημα της νομοθετικής ιστορίας, που αφορούν στον συσχετισμό μεταξύ της περιέλευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας στο Δημόσιο και της ανάληψης από το Δημόσιο της μισθοδοσίας του Κλήρου27:
Εν πρώτοις πρέπει να τονισθεί ότι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ήταν διάχυτη η εντύπωση στους πληρεξουσίους-πολιτικούς εκπροσώπους των επαναστατών ότι η εκκλησιαστική περιουσία ανήκει στην ευθύνη της (κρατικής) Διοικήσεως28, όπως προκύπτει στα πρακτικά του Βουλευτικού και Εκτελεστικού Σώματος και των Εθνοσυνελεύσεων, πεποίθηση που ενισχυόταν εν όψει του κοινού κινδύνου και οδηγούσε ενίοτε σε επιτάξεις ή δημεύσεις περιουσιακών στοιχείων Μονών για τις πολεμικές ανάγκες.
Με το Ψήφισμα ΙΑ' της 2.8.182929 η Δ' Εθνοσυνέλευση αποφάσισε, προκειμένου «να βελτιώση την σημερινήν κατάστασιν της Εκκλησίας» και να «συστήση σχολεία αναπέρας τάξεως δια τους αφιερωθησόμενους εις τα εκκλησιαστικά...», να επιβάλει στα «εντός της επικρατείας ευρισκόμενα ιερά ... καταστήματα, ώστε να συνεισφέρουν δι’ όλας τας υπηρεσίας» για την σύσταση κρατικού ταμείου («γαζοφυλάκιον») «εις το οποίον θέλει αποτίθεσθαι τα ... από των ιερών καταστημάτων συλλεγόμενα χρήματα ... προσδιωρισμένα εξηρημένως εις βελτίωσιν του Ιερατείου ...εις υποστήριξιν των Αλληλοδιδακτικών σχολείων, σχολείων τυπικών, σχολείων ανωτέρας τάξεως δια τους εκκλησιαστικούς...». Η δέσμευση προς βελτίωση του ιερατείου και τη σύσταση σχολείων, για όσους θέλουν να αφιερωθούν στον Κλήρο, παραπέμπει νοηματικά και στην υλική συνδρομή υπέρ των κληρικών και στην οργάνωση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης από το Κράτος.
Η δέσμευση αυτή επαναλήφθηκε και σε Εγκυκλίους της Κυβέρνησης Καποδίστρια (8/10/1829, 9/10/1829, 18/12/1829)30, ώσπου η Οθωνική Αντιβασιλεία με το βασιλικό διάταγμα της 25.9.1833 δήμευσε την περιουσία εκατοντάδων Μονών (περίπου 426)31 και υπήγαγε την περιουσία τους32 σε ένα κρατικό φορέα, το «Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (ήδη πλέον ονομάζεται «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον»). Το βασιλικό διάταγμα της 13.12.183433, που καθόριζε λεπτομέρειες λειτουργίας του Ταμείου προέβλεψε (στο άρθρο 10) ότι οι σκοποί του φορέα ήταν, πλην άλλων, η εκπλήρωση των στόχων του ΙΑ' Ψηφίσματος της Δ' Εθνοσυνέλευσης. Ωστόσο δεν εκπληρώθηκε ή κυβερνητική δέσμευση ότι η μοναστηριακή περιουσία, που απαλλοτριώθηκε χωρίς καμία αποζημίωση των Μονών το 1833, τελικά θα διετίθετο για τους σκοπούς της ενίσχυσης του Κλήρου ή της εκκλησιαστικής και εν γένει εκπαίδευσης. Το αποτέλεσμα για την Εκκλησία ήταν η απώλεια μεγάλης ακίνητης περιουσίας, χωρίς το Κράτος να χρηματοδοτήσει τη μισθοδοσία του Κλήρου και την εκκλησιαστική εκπαίδευση από τους πόρους αυτής της περιουσίας. Το ίδιο συνέβη και αργότερα: μετά την αποτυχία του (Παλαιού) Εκκλησιαστικού Ταμείου να αξιοποιήσει την μοναστηριακή περιουσία που δημεύθηκε το 1833, το 1909 ιδρύθηκε νέο «Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον»34 με σκοπό, πλην άλλων, τη μισθοδοσία των Αρχιερέων του Κράτους, των εφημερίων και ιεροκηρύκων και προβλέφθηκε εκ νέου διαδικασία διάλυσης Μονών και περιέλευσης της περιουσίας τους στο Κράτος, χωρίς όμως να ξεκινήσει ή κρατική μισθοδοσία. Κατά τη δεκαετία μετά το 1922 και προς τον σκοπό της προσφυγικής αποκατάστασης, σημαντική μοναστηριακή περιουσία αφαιρέθηκε από το Κράτος για να διανεμηθεί στους πρόσφυγες, χωρίς να είναι γνωστό εάν διανεμήθηκε ή απέμεινε στο Κράτος. Επιπλέον δεν υπάρχουν στοιχεία για το μέγεθος της.
Η μεγάλη τομή συνέβη το 1930 από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Γ. Παπανδρέου, ο οποίος εισηγήθηκε τον νόμο 4684/193035 και διαίρεσε την (όση είχε απομείνει μετά το 1833, 1909, 1922) μοναστηριακή περιουσία, σε αυτήν που κατά την κρίση του Κράτους (και όχι της Εκκλησίας) ήταν απαραίτητη για τη διαβίωση των Μονών (διατηρούμενη περιουσία), και σε αυτή που δεν είναι απαραίτητη για τις Μονές (ρευστοποιητέα περιουσία), την οποία μετέφερε με σειρά προεδρικών διαταγμάτων (τα λεγόμενα διαχωριστικά διατάγματα) σε έναν νέο κρατικό οργανισμό τον «Οργανισμό Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας» (Ο.Δ.Ε.Π.) με σκοπό να ρευστοποιηθούν τα ακίνητα αυτά από τον ΟΔΕΠ (ρευστοποιητέα περιουσία) και να αγορασθούν μετοχές και χρεόγραφα. Το 1952 ο ΟΔΕΠ, Εκκλησία και Δημόσιο συνήψαν σύμβαση εξαγοράς της αγροτολιβαδικής περιουσίας των Μονών (αγροί 141.333 στρεμμάτων, βοσκότοποι 601.544 στρεμμάτων). Τη σύμβαση αυτή επέβαλε ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος 1952 (ν.δ. 2185/1952, άρθρο 37) και προέβλεπε ότι τα μοναστηριακά κτήματα υποχρεωτικώς εξαγοράζονται από την Πολιτεία και θα αποζημιωθούν μόνο κατά το 1/3 της αξίας τους και όχι πλήρως (όπως κατ’ εξαίρεση επέτρεπε τότε το Σύνταγμα 1952, άρθρο 104). Η αναγκαστική αυτή συμβαση36 κάθε άλλο παρά εφαρμόσθηκε στο ακέραιο από το Δημόσιο, καθώς πολλά ακίνητα που το Δημόσιο έδωσε στην Εκκλησία (ως εις είδος αποζημίωση του 1/3 της αξίας των μοναστηριακών ακινήτων) δεν ήταν άρτια και οικοδομήσιμα ή δεν άνηκαν στο Δημόσιο ή είχαν καταπατηθεί ή διανεμηθεί προηγουμένως, ενώ, από την άλλη πλευρά πολλά μοναστηριακά ακίνητα δεν έφθασαν τελικά στους ακτήμονες και μικροκαλλιεργητές, προς όφελος των οποίων τα παραχώρησε η Εκκλησία και παραμένουν μέχρι σήμερα υπό τη διοίκηση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Τέλος, το 1987 με πρωτοβουλία του Υπουργού Παιδείας Α. Τρίτση ψηφίσθηκε ο νόμος 1700/1987, ο οποίος, εν ολίγοις, προέβλεψε ότι για όσα ακίνητα νέμεται η Εκκλησία και δεν κατέχει γραπτούς τίτλους ιδιοκτησίας, τεκμαίρεται αμάχητα ότι ανήκουν στο Δημόσιο. Μετά τον ν. 1700/1987 και τις αντιδράσεις που προκάλεσε Δημόσιο και αρκετές Μονές προχώρησαν σε μία συμβιβαστική λύση (Σύμβαση της 31.5.1988), με τις Μονές να δέχονται τη συναινετική παραχώρηση προς το Δημόσιο όσων ακινήτων είχαν μεν τη νομή, αλλά χωρίς γραπτό τίτλο ιδιοκτησίας (η σύμβαση κυρώθηκε με τον νόμο 1811/1988, ΦΕΚ Α' 231), ενώ το Υπουργείο Παιδείας ανελάμβανε την υποχρέωση, πλην άλλων, να καταβάλει στις Μονές κάθε έτος ποσοστό 1% από τις προοριζόμενες για τα θρησκεύματα πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας.
Ωστόσο το 1994, ο νόμος 1700/1987, που θεωρήθηκε συνταγματικός από τα εθνικά δικαστήρια, οδήγησε σε καταδίκη της Ελλάδας και κρίθηκε αντίθετος προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο, άρθρο 1, προστασία περιουσίας) από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (Ευρ. Δ.Δ.Α., απόφαση της 4.12.1994)37 μετά από προσφυγή Μονών, οι οποίες δεν υπέγραψαν την Σύμβαση της 11.5.1988. Το Ευρ. Δ.Δ.Α. κατέληξε σε δύο βασικές κρίσεις: 1) στις χώρες, όπου οι Εκκλησίες είναι Ν.Π.Δ.Δ. αποτελούν «μη κυβερνητικούς οργανισμούς» και έχουν δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας τους από το κράτος, 2) οι Εκκλησίες-Ν.Π.Δ.Δ. έχουν δικαίωμα ιδιοκτησίας έναντι του κράτους και ιδίως αξίωσης ίσης μεταχείρισης, επομένως δεν είναι σύμφωνος με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιοκτησίας ο νόμος 1700/1987, επειδή με τον νόμον αυτό αποκλείονται ειδικά για την περιουσία της Εκκλησίας οι τρόποι θεμελίωσης κυριότητας, περιλαμβανόμενης της χρησικτησίας, που προβλέπονται κατά το ελληνικό δίκαιο για κάθε ιδιοκτήτη38. Μετά την ανωτέρω απόφαση του Ευρ. Δ.Δ.Α. ο νόμος 2413/1996 (ΦΕΚ Α' 124) διευκρίνισε, με κάπως προβληματική διατύπωση, ότι οι νόμοι 1700/1987 και 1811/1988 δεν αφορούν σε όσες Μονές δεν υπέγραψαν τη Σύμβαση της 11.5.1988.
Σε ό,τι άφορα στην νομοθετική ιστορία της μισθοδοσίας του κλήρου από το Δημόσιο, συχνά διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι το Δημόσιο ανέλαβε το 1945 τη μισθοδοσία, γεγονός που δεν ακριβολογείται, καθ’ όσον το 1945 το Δημόσιο ξεκίνησε απλώς να ενισχύει (συμπληρώνει) το ετήσιο κεφάλαιο υπέρ μισθοδοσίας: το 1945 η μισθοδοσία κόστιζε περίπου 728.000.000 δρχ. εκ των όποιων το Δημόσιο κατέβαλε το 4% περίπου (30.000.000), ενώ η μείζων δαπάνη (700.000.000 δρχ.) καλυπτόταν από ειδική εισφορά ποσοστού 25% και αργότερα 35% σε βάρος των ακαθαρίστων εσόδων των Ναών και από την «ενοριακή εισφορά», δηλαδή εισφορά των χριστιανικών οικογενειών39. Η «ενοριακή εισφορά» των οικογενειών καταργήθηκε το 1962, ενώ η εισφορά 35% των Ναών καταργήθηκε με τον νόμο 3220/2004 επί Κυβέρνησης Σημίτη, η όποια έχει γίνει γνωστή (ως προς τις σχέσεις της με την Εκκλησία) για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ενώ ή πλέον σπουδαία κίνησή της ήταν ότι επί των ήμερών της (2004) ξεκίνησε για πρώτη φορά ή πλήρης ανάληψη της μισθοδοσίας του Κλήρου από το Κράτος.
Από τα προαναφερθέντα εξάγεται το συμπέρασμα ότι ή Πολιτεία υπήρξε διαχρονικά αναξιόπιστος συνομιλητής της Εκκλησίας σε ό, τι άφορα στη χρηστή διαχείριση ή διανομή της μοναστηριακής περιουσίας, που αφαίρεσε με σκοπό να τη διαχειρισθεί ή να τη διανείμει σε πρόσφυγες, ακτήμονες και μικροκαλλιεργητές. Δεύτερον, η μοναστηριακή περιουσία εξανεμίσθηκε (γίνεται συχνά λόγος για αφαίρεση ποσοστού 96%, ποσοστό που μάλλον υπολείπεται της πραγματικότητας)40. Τρίτον, η μερική συμβολή του Κράτους στη μισθοδοσία ξεκίνησε το 1945, δηλαδή πολύ αργότερα από τις σταδιακές αφαιρέσεις του συντριπτικού μέρους της μοναστηριακής περιουσίας (1833-1834, 1909, 1922, 1930) και λίγο πριν την μείζονα αναγκαστική εξαγορά του 1952, ενώ πλήρως ξεκίνησε μόλις το 2004. Είναι επίσης σαφές ότι η έναρξη ενίσχυσης της κρατικής μισθοδοσίας και της χρηματοδότησης της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης από το Δημόσιο δεν έχουν καμία αιτιώδη σχέση με την αργότερη ρητή κήρυξη της Εκκλησίας της Ελλάδος ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (1969) ή με την (ήδη από το Σύνταγμα του 1822) σταθερή συνταγματική ρήτρα περί επικρατούσας θρησκείας. Η μισθοδοσία αιτιολογείται δικαιοπολιτικά και λειτουργεί ως αφηρημένη αποζημίωση της Εκκλησίας για τη μοναστηριακή περιουσία, που περιήλθε στο Δημόσιο χωρίς αποζημίωση.
ΙΒ. Παρανόηση 11η: «Δεν οφείλεται αποζημίωση στην Εκκλησία από το Κράτος για την απολεσθείσα εκκλησιαστική περιουσία, γιατί ή περιουσία της σχηματίσθηκε από δωρεές κτημάτων, που ο λαός αναγκαζόταν να δωρίζει στην Εκκλησία»
Κατά τα τελευταία έτη κυριαρχεί επίσης το ιστορικό και πολιτικό αφήγημα, ότι ακόμα και εάν η μισθοδοσία του Κλήρου αποτελεί αποζημίωση για την εκκλησιαστική περιουσία, που περιήλθε στο Δημόσιο, κακώς συμβαίνει κάτι τέτοιο, διότι οι Έλληνες χάριζαν κατ’ ανάγκην τις περιουσίες τους στην Εκκλησία, προκειμένου να τις γλυτώσουν από τη διαρπαγή των Οθωμανών, αφού και η Εκκλησία απελάμβανε σεβασμού των ακινήτων της από την οθωμανική εξουσία. Η άποψη καταλήγει ότι η προέλευση της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι ηθικά υπονομευμένη· επιπλέον, διαπνέεται και από κρατικό πουριτανισμό, αφού συνοδεύεται από την προσθήκη ότι το Κράτος έχει δικαίωμα να αφαιρέσει την εκκλησιαστική περιουσία, ώστε η Εκκλησία να μείνει απερίσπαστη στο πνευματικό - αγιαστικό της έργο41.
Η ουσία αυτής της άποψης συμπυκνώνεται σε άρθρο του μακαριστού καθηγητή αστικού δικαίου Γιώργου Κουμάντου στο «Βήμα» την 4.5.1981, που ανέφερε για την περιουσία της Εκκλησίας42:
«Ένα μεγάλο μέρος αυτής της περιουσίας, ίσως το μέγιστο, προέρχεται από δωρεές κατά την Τουρκοκρατία, για να μην πάρουν τα κτήματα οι κατακτητές. Οι Τούρκοι δε σέβονταν την περιουσία των Ελλήνων αλλά σέβονταν την περιουσία της Εκκλησίας. ’Έτσι η Εκκλησία εμφανίζεται ως θεματοφύλακας περιουσιών που της δόθηκαν από κατατρεγμένους Έλληνες για να τις φυλάξει και να τις διασώσει. Έτσι όμως, η ιδιοκτησία που υπάρχει κατά τους νομικούς κανόνες, βρίσκεται ηθικά υπονομευμένη: τα κτήματα αυτά ανήκουν ουσιαστικά στο εθνικό σύνολο. Θεμελιώνεται, λοιπόν, ηθικά το δικαίωμα της Πολιτείας να αξιώσει την απόδοση αυτών των περιουσιακών στοιχείων που τυπικά είναι «γραμμένα» στο όνομα της Εκκλησίας και των άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Είναι συνεπώς απαράδεχτο αυτά τα ακίνητα να τα διαχειρίζονται, σχεδόν σαν ατομική τους περιουσία, όσοι καταφέρνουν να ανεβούν σε κάποιο υψηλό αξίωμα, εκκλησιαστικό η μοναστηριακό. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις φτάνει να αναρωτιέται κανείς μήπως υπάρχουν ασεβείς, που παρακινούνται στην επιλογή της εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας από την ελπίδα να φτάσουν κάποτε σε βαθμίδες αρκετά υψηλές, ώστε να δίνουν τη δυνατότητα διαχείρισης μεγάλων περιουσιών με ελάχιστο έλεγχο. Έτσι όμως διαφθείρεται η ιεροσύνη που, αντί να είναι αποτέλεσμα προσωπικής κλίσης ή κλήσης από το Θεό, είναι πειρασμός του Μαμμωνά».
Λυπάμαι αλλά είμαι αναγκασμένος να διαφωνήσω. Είναι γνωστό πριν απ’ όλα ότι το οθωμανικό δίκαιο δεν αναγνώριζε νομική προσωπικότητα στις Μονές, Ενορίες και Επισκοπές, δεν ήταν υποκείμενα δικαίου, και επομένως δεν είχαν το δικαίωμα να αποκτούν στην κυριότητα τους περιουσία43. Από την αρχή της οθωμανικής κυριαρχίας και μέχρι την εποχή που άρχισε να ισχύει ο Οθωμανικός Νόμος περί Γαιών (21.4.1858) ίσχυσε ένα περίπλοκο και χωρίς γενική, διατοπική ισχύ σύστημα ατομικών πράξεων της οθωμανικής διοίκησης, κατά το οποίο οι μοναστικές Αδελφότητες ουσιαστικά είχαν την νομή των μοναστηριακών ακινήτων44. Οι Μονές και οι Ναοί όχι μόνον δεν μπορούσαν να γίνουν κύριοι λόγω δωρεών, αφού δεν αναγνωρίζονταν ως νομικά πρόσωπα, αλλά αναγκάζονταν να αγοράζουν τα κτήματά τους στο όνομα φυσικών προσώπων (π.χ. των μοναχών ή ιερέων), έτσι π.χ. ο ναός της Αχειροποιήτου στην Θεσσαλονίκη αγόραζε ακίνητη περιουσία επ’ ονόματι πιστών, πολλές φορές και εν αγνοία τους45. Για τον λόγο αυτό ο νομοθέτης τόσο αμέσως μετά την προσάρτηση των Νέων Χωρών, με τον νόμο 2508/1920 (άρθρο 3 παρ, 6), αλλά και αργότερα, με τους νόμους 2200/1940 (άρθρο 88) και 3800/1957 (άρθρο 7) προέβλεψε διοικητικές και συμβολαιογραφικές διαδικασίες για την αναγνώριση και αποκατάσταση του αληθούς κυρίου των εκκλησιαστικών ακινήτων.
Επιπλέον είναι γνωστό ότι ο Σουλτάνος Σελήμ Β' προέβη (1568-1570) σε καθολική δήμευση των μοναστηριακών ακινήτων, με αποτέλεσμα οι μοναχοί να εξαναγκασθούν να αγοράσουν εκ νέου τις μοναστηριακές περιουσίες46. Ουσιαστικά επρόκειτο για έμμεση μορφή φορολογίας των μοναστηριακών ακινήτων με φόρο ίσο με την άξια τους, που έγινε με την παραπάνω μορφή της δήμευσης και της επαναγοράς.
Επίσης, όπως προκύπτει από την συστηματική έρευνα μας στα οθωμανικά αρχεία αυτήν την περίοδο, η οποία είναι σε εξέλιξη και δεν μπορώ να πω περισσότερα, υπάρχουν χιλιάδες φορολογικά κατάστιχα (tahrir), από τα οποία προκύπτει ότι το οθωμανικό κράτος φορολογούσε όχι μόνο τα καλλιεργούμενα κτήματα και βοσκοτόπια, αλλά και τα ίδια τα ακίνητα των Ναών και των Μονών, γεγονός που καταρρίπτει τον μύθο περί φορολογικών ατελειών της εκκλησιαστικής περιουσίας. Επίσης προκύπτει ότι ένα μείζον μέρος εκκλησιαστικής περιουσίας προέρχεται τελικά από αγοραπωλησίες και όχι από δωρεές ιδιωτών. Για τους αμέσως παραπάνω δύο λόγους, τα ελλαδικά μοναστήρια κατέχουν σημαντικό αριθμό πρακτικών ιεροδικείων (Huccet), ιεροδικαστικών δηλαδή αποφάσεων, οι οποίες ενσωμάτωναν και επικύρωναν προφορικές συμφωνίες αγοραπωλησίας της περιουσίας τους.
Τέλος, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι μοναχοί κληρονομούνταν από την μοναστηριακή Αδελφότητα, ενώ παράλληλα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ισχύει ο μακραίωνος θεσμός της κατ’ αρχήν απαγόρευσης εκποίησης μοναστηριακών ακινήτων («αναπαλλοτρίωτο της μοναστηριακής περιουσίας»), δεν είναι περίεργο το μέγεθος της σωρευθείσας μοναστηριακής περιουσίας μετά από εκατονταετίες.
ΙΓ. Παρανόηση 12η: «Η εκκλησιαστική περιουσία ανήκει στον λαό, άρα στο Κράτος»
Είμαστε μακριά από την εποχή που οι εκλογικοί κατάλογοι ήταν βασισμένοι στους ενοριακούς καταλόγους, και τους κατήρτιζε - συνυπέγραφε ο Δήμαρχος μαζί με τον εφημέριο της κάθε Ενορίας.
Ωστόσο παρά την οργάνωση του ελληνικού κράτους κατά τα δυτικά πολιτειολογικά πρότυπα, επικρατεί ακόμα η πολιτική αντίληψη, που συγχέει τις ιδιότητες του «λαού», ως πολιτικής κοινότητας, και του ορθόδοξου «ποιμνίου» ως ευχαριστιακής-θρησκευτικής κοινότητας. Η σύγχυση αυτή στον χώρο της πολιτικής εξηγεί, παραπέρα, την σχεδόν προβαλλόμενη ως αυτονόητη αξίωση της πολιτικής εξουσίας όχι μόνον για ισότιμο με τους Αρχιερείς λόγο στη διαχείριση σημαντικών εκκλησιαστικών πραγμάτων, αλλά και για στέρηση ή επίβλεψη του καθοδηγητικού και δημόσιου λόγου των Αρχιερέων απέναντι στο ποίμνιό τους. Είναι ισχυρή επίσης η εντύπωση των πολιτικών εκπροσώπων του λαού ότι η εντολή που έχουν λάβει από το εκλογικό σώμα, ταυτόχρονα τους χορηγεί το δικαίωμα να εκπροσωπούν το λαϊκό στοιχείο απέναντι στους κληρικούς μέσα στο σώμα της Εκκλησίας.
Είναι όμως η διοίκηση θρησκευτικών ζητημάτων της Εκκλησίας κρατικής φύσεως π.χ. «τοπική υπόθεση» κατά την έννοια του άρθρου 102 του Συντάγματος, ώστε να αναμειγνύονται κατά νόμον οι δημοτικοί άρχοντες στη διοίκηση-διαχείριση ιερών ναών της ορθόδοξης Εκκλησίας; Ή εντάσσεται στο περιεχόμενο της «πολιτικής εντολής», που έλαβε ο βουλευτής με την εκλογή του, η εξουσία του να εισηγείται στη Βουλή νομοθετικές διατάξεις, με τις οποίες επιδιώκεται η παρέμβαση του νομοθέτη σε εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας;
Παρέχονται μερικά παραδείγματα: υφίστανται μέχρι σήμερα νομοθετήματα, τα οποία αποσπούν από την ευθύνη της τοπικής Μητρόπολης σημαντικούς (μη ιδιωτικούς) Ιερούς Ναούς τεθειμένους στη δημόσια λατρεία, καθιστώντας τους κρατικά νομικά πρόσωπα με τη μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή του κοινωφελούς ιδρύματος, όπως ο νόμος 349/1976 για το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου (έχει εντάξει το Ναό και την περιουσία του σε Ν.Π.Δ.Δ. εποπτευόμενο από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, και το έχει εξαιρέσει από την εποπτεία της Ιεράς Μητρόπολης Σύρου), ο νόμος 1416/1984, που συνέστησε διαδημοτικό Ν.Π.Δ.Δ. την «Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων», που διοικεί τα Προσκυνήματα και τις περιουσίες της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, της Αγίας Μόνης, του Αγ. Ιωάννη του «εν κρημνώ» ή παλαιότερα το βασιλικό διάταγμα 924/1966 για τον Ιερό Ναό Παναγίας Σουμελά.
Το νομοθετικό επιχείρημα είναι ότι πρόκειται για ορθόδοξα Προσκυνήματα «εθνικής σημασίας» με την έννοια ότι συγκεντρώνουν την ευλάβεια των Ελλήνων σε υπερτοπικό επίπεδο, χωρίς βεβαίως να αγνοείται και ή παράμετρος της σημαντικής περιουσίας τους, την οποία ο νομοθέτης σχεδόν επέταξε προκειμένου να χρηματοδοτούνται δημόσιοι και κοινωφελείς σκοποί. Επιπλέον ενδεικτικά παραδείγματα της υπαγωγής ορθόδοξων Ναών σε κρατικούς και κοινωφελείς-μη εκκλησιαστικούς φορείς με καθαρώς εισπρακτικά κριτήρια: τα λεγόμενα «Παρεκκλήσια του Τ.Α.Κ.Ε.», δηλαδή Ναοί που δια νόμου είχαν παραχωρηθεί το 1933 (έως την 1.4.2008)47 στο (τότε νεοσύστατο, 1932) ασφαλιστικό Ταμείο των Κληρικών Ελλάδος, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια σταθερή πρόσοδος του ασφαλιστικού ταμείου ή ο 'Ι. Ναός του Αγ. Ανδρέα (Πατησίων), που είχε παραχωρηθεί δια νόμου στο σωματείο «Άσυλον Ανιάτων»48 κ.λπ.
Είναι όμως δυνατό υπό την ισχύ των δικαιωμάτων της θρησκευτικής ελευθερίας (13 Συντάγματος) και της θρησκευτικής αυτονομίας (9, 11 ΕΣΔΑ) να αφαιρούνται δια νόμου από τη διοίκηση της πλειοψηφούσας θρησκευτικής κοινότητας, της ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, Ναοί με το επιχείρημα ότι αριθμητικά το ορθόδοξο ποίμνιο σχεδόν ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα (τον λαό κατά το Σύνταγμα); Ο νομοθέτης -ως εκφραστής του λαού- δικαιούται να ρυθμίζει μονομερώς εσωτερικά θρησκευτικά ζητήματα αυτής της Εκκλησίας, ερήμην της Εκκλησίας, παραθεωρώντας τα διοικητικά της όργανα; Είναι προφανές ότι ελλοχεύει σύγχυση λαού (όχι του λαού του Θεού, αλλά του λαού ως πολιτικού υποκείμενου κατά την έννοια του Συντάγματος) και ορθόδοξου ποιμνίου, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί το δικαίωμα του νομοθέτη να ενεργεί ως «διοικούσα Εκκλησία».
Ουσιαστικά και η πρυτανεύουσα ιδεολογία του «νόμου Τρίτση» (νόμος 1700/1987) αποτελούσε αναπαραγωγή του πολιτικού αφηγήματος ότι ή περιουσία της Εκκλησίας προέρχεται από τον λαό, ανήκει στον λαό (τον «λαό» του άρθρου 1 του Συντάγματος) και κατ’ επέκταση ανήκει στο Κράτος, τον συλλογικό εκφραστή της λαϊκής κυριαρχίας.
ΙΔ. Παρανόηση 13η: «Να καταργηθεί το άρθρο 3 και το προοίμιο του Συντάγματος για να παύσει ή ανάμειξη του Κράτους με την ορθόδοξη εθιμοτυπία»
Συχνά διατυπώνεται η διαφωνία ότι πρέπει να καταργηθεί το άρθρο 3 Συντάγματος και το προοίμιο του Συντάγματος, ώστε να παύσει η υιοθέτηση από το κράτος της ορθόδοξης χριστιανικής εθιμοτυπίας, και ως τέτοια νοούνται η παρουσία πολιτικών σε θρησκευτικές τελετές, τα στρατιωτικά αγήματα σε λιτανείες, η μεταφορά του Αγίου Φωτός, οι θρησκευτικοί όρκοι της πολιτικής ηγεσίας, τα θρησκευτικά σύμβολα σε σχολεία και δικαστήρια κ.λπ.
Μια προκαταρκτική παρατήρηση: το πολιτικό αίτημα του συνταγματικού χωρισμού ή, κατά το ηπιότερον, της διάκρισης των σχέσεων Κράτους και (ορθόδοξης) Εκκλησίας υπό τον στόχο μάλιστα του περιορισμού της «θρησκείας» στον χώρο της «ιδιωτικότητας» εμπεριέχει δύο αβάσιμες υποθέσεις: πρώτον ταυτίζει τον χωρισμό κοινωνίας και ορθόδοξης εκκλησίας (περιορίζοντας το νοηματικό εύρος της «Εκκλησίας», κατ’ ανάγκην, στην τάξη του Κλήρου) με τις σχέσεις Κράτους και ορθόδοξης Εκκλησίας, ως εάν το μέτρο θρησκευτικότητας της ελληνικής κοινωνίας να αποτελεί νομικό ζήτημα και δη ρυθμιστέο με κανόνες δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος. Δεύτερον, υποθέτει αφετηριακά ότι υφίσταται καθεστώς ένωσης κράτους και ορθόδοξης εκκλησίας, θρησκευτικά χρωματισμένο υπέρ της δεύτερης.
Τα έθιμα, ως εκ της μη νομοθετικής προέλευσής τους, ούτε επιβλήθηκαν με νόμο, ώστε να μπορούν να καταργηθούν δια νόμου, ούτε ή διατήρησή τους έχει σχέση με την νομοθεσία, αλλά με το πραγματικό γεγονός της επιρροής της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μαρτυρίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι της Ελλάδας. Επομένως ή ενοχλητική ή μη παρουσία τους ή η παρουσία πολιτικών σε θρησκευτικές τελετές δεν αποτελούν αντικείμενο νομικής ρύθμισης, αλλά έχουν σχέση με τη ζωντανή σχέση ελληνικής κοινωνίας και ορθόδοξης θρησκευτικής μαρτυρίας και όχι τη θεσμική σχέση Κράτους και ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παρουσία εκπροσώπων του κράτους κατά τις θρησκευτικές τελετές προφανώς δεν απορρέει από κάποιο νομοθετικό πλαίσιο ούτε από το άρθρο 3 του Συντάγματος.
Παράλληλα και για τα θρησκευτικά σύμβολα στους δημόσιους χώρους έχει τονισθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η διάσταση του παραδεκτού πολιτισμικού συμβολισμού τους, αποτελούν δηλαδή και στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας μίας κοινωνίας και η διατήρησή τους εμπίπτει στο επιτρεπτό περιθώριο εκτίμησης κάθε κράτους, εφ’ όσον δεν συνδυάζεται με πρακτικές παραβίασης των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει ή Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου49.
Ως προς το προοίμιο του Συντάγματος που επικαλείται την Αγία Τριάδα50, αν και υφίστανται μερικές δικαστικές αποφάσεις που το έχουν συνδέσει με το μάθημα των Θρησκευτικών51 άνευ λόγου κατά την γνώμη μου, πρόκειται για ένα βασικό στοιχείο ιστορικής σύνδεσης του παρόντος Συντάγματος με την επαναστατική προέλευση του ελληνικού Κράτους και όχι στοιχείο θεοκρατικού παρεμβατισμού στην οργάνωση της Πολιτείας. Το προοίμιο αυτό υπήρχε σε όλα τα επαναστατικά Συντάγματα και ή παραμονή του τεκμηριώνει την διαρκή πεποίθηση του συντακτικού νομοθέτη ότι ο ελληνικός λαός ασκούσε πρωτογενή συντακτική εξουσία και πριν την 3η Φεβρουαρίου 1830 (Πρωτόκολλο Λονδίνου), οπότε υπήρξε η διεθνής αναγνώριση του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος δεν είναι απλώς ένα συμβατικό και υβριδικό δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Δυνάμεις προέβησαν στη διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους ως πολιτικό αποτέλεσμα της Επανάστασης και δεν κατασκεύασαν το ελληνικό κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πατριωτικός αυτός συμβολισμός του προοιμίου και η μεταφυσική και προπολιτειακή αναγωγή του στην Αγία Τριάδα ανάγεται στις Εθνοσυνελεύσεις της εποχής της Επανάστασης ως πολιτική επιλογή των χριστιανών ιδρυτών της νέας Πολιτείας. Είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, που ίσως υπερβαίνει και αυτές τις εξουσίες μίας αναθεωρητικής Βουλής, εάν η οποιαδήποτε συζήτηση για την «νέα Ελλάδα» μπορεί να ισοδυναμεί και με ένα ιδεολογικό διαζύγιο από την ιστορική ταυτότητα του ελληνικού λαού, ο οποίος θεμελίωσε το σύγχρονο κράτος μέσα από επαναστατικές διαδικασίες απέναντι στην οθωμανική και αλλόθρησκη νομιμότητα της εποχής. Για τον λόγο αυτό, στο μάθημα της συνταγματικής ιστορίας διδασκόμαστε τα Επαναστατικά Συντάγματα, επειδή ακριβώς δεχόμαστε ότι υπήρχαμε ως πολιτική κοινότητα με πρωτογενή εξουσία λόγω της Επανάστασής μας και πριν το 1830. Συνεπώς η παραμονή του προοιμίου στο Σύνταγμα αποδεικνύει ως σταθερή την άποψή μας ότι ο λαός, μέσα από αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, δημιούργησε το νέο κράτος και ότι, ως ιστορικός φορέας του λαού, το έθνος υπήρχε πριν από το κράτος.
ΙΕ. Παρανόηση 14η: «Να γίνει θεσμικός χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας ώστε να παύσουν οι δημόσιες τοποθετήσεις των Αρχιερέων»
Η άποψη αυτή υπονοεί εσφαλμένα ότι οι δημόσιες, προφορικές και γραπτές, παρεμβάσεις Μητροπολιτών της Εκκλησίας έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις έννομες σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Η αναπαραγωγή του λόγου της Εκκλησίας στην κοινωνία μέσω του εντύπου και ηλεκτρονικού τύπου σχετίζεται με την κοινωνική επιρροή της και όχι με τις νομικές σχέσεις με το Κράτος. Ούτε φυσικά είναι δυνατό να εισαχθεί στο Σύνταγμα ή στην κοινή νομοθεσία διάταξη, κατά την όποια θα έχουν περιορισμένη ελευθερία του λόγου όσοι φέρουν το σχήμα του θρησκευτικού λειτουργού οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας.
ΙΣΤ. Παρανόηση 15η: «Γιατί να επιβαρύνονται μέσω της φορολογίας οι μη ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες για μισθοδοσία ορθόδοξων κληρικών και την εκκλησιαστική εκπαίδευση;»
Το νομικό δεδομένο είναι η εκκλησιαστική περιουσία, που περιήλθε στο κράτος χωρίς αποζημίωσή της, αποτελεί σήμερα δημόσια κτήση, δηλαδή αποτελείται από κοινόχρηστα πράγματα, των όποιων μπορεί να κάνει χρήση κάθε πολίτης ασχέτως θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ο καθένας μπορεί να νοσηλευθεί στο νοσοκομείο Αρεταίειο, στο νοσοκομείο Σωτηρία ή στο Γ.Ν. «Γ. Γεννηματάς», ο καθένας μπορεί να καθίσει στην πλατεία Μαβίλη. Είναι λογική ή καθολική επιβάρυνση των φορολογούμενων για περιουσία, που είναι σήμερα δημόσια και την απέκτησε ανέξοδα το Κράτος, και της όποιας όλοι έχουν τη δυνατότητα απόλαυσής της υπό την ιδιότητα τους ως πολιτών ή κατοίκων αυτής της χώρας52.
ΙΖ. Παρανόηση 16η: «Ο θεσμικός χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας θα σημάνει την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών ή τη μετατροπή του σε θρησκειολογία»
Το νομικό δεδομένο είναι ότι μάθημα θρησκευτικών υφίσταται λόγω της συνταγματικής εντολής του άρθρου 16 παρ. 2 προς τον κοινό νομοθέτη ότι η εγκύκλια εκπαίδευση οφείλει να αναπτύσσει, μεταξύ άλλων, τη θρησκευτική συνείδηση. Η κατάργηση ή τροποποίηση του τεκμηρίου περί επικρατούσας θρησκείας στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος δεν θα επιφέρει κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, καθώς ή θρησκευτική αγωγή έχει αυτοτελή θεμελίωση σε άλλη διάταξη. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή, το άρθρο 16 παρ. 2, έχει αυτοτελή αξιακή θεμελίωση και δεν συνδέεται αιτιωδώς με το άρθρο 3 παρ. 1, ώστε η κατάργηση του τελευταίου δεν συνεπιφέρει την άνευ ετέρου εκθεμελίωση των μορφωτικών και πολιτιστικών εκτιμήσεων, οι οποίες δικαιολογούν την εντολή του άρθρου 16 παρ. 2. Είναι επίσης δεδομένο ότι και σε χώρες που δεν διαθέτουν ρήτρα περί επικρατούσας θρησκείας στα Συντάγματά τους, έχει κριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι είναι επιτρεπτό το μάθημα των θρησκευτικών να ασχολείται κατά πλειοψηφία (χωρίς όμως σκοπό κατήχησης ή εν γένει προπαγάνδας) με την διδασκαλία της θρησκευτικής παράδοσης, που εκφράζει το μείζον μέρος του πληθυσμού η ιστορικά τη συγκεκριμένη χωρά53.
Επομένως, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ούτε απαγορεύει το μάθημα των θρησκευτικών να έχει πλειοψηφία ύλης από την ορθόδοξη παράδοση ούτε πάντως συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη ή μη της ρήτρας περί επικρατούσας θρησκείας. Το άρθρο 3 παρ. 1 έδαφ. α Συντάγματος, κατά το οποίο ή πλειοψηφία των Ελλήνων είναι μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας, εξακολουθεί να είναι νομικά χρήσιμο ως ένα διαρκές τεκμήριο για το κράτος, γιατί τυποποιεί μία διαπίστωση, την οποία ειδάλλως (ελλείψει του άρθρου 3 παρ. 1 Σύντ.) η Βουλή η Διοίκηση ή ο δικαστής έπρεπε κάθε φορά να συνάγουν ως κοινώς γνωστό γεγονός.
Από εκεί και έπειτα ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος προβλέπει ότι ή Εκκλησία και ή Πολιτεία συνεργάζονται περί «της χριστιανικής αγωγής της νεότητος»54 και ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (η ολομέλεια των επαρχιούχων Μητροπολιτών): «Παρακολουθεί το δογματικόν περιεχόμενον των δια τα σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζόμενων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών»55. Πέραν των παραπάνω δικαιωμάτων όμως, η Εκκλησία, όπως κάθε κοινωνικός φορέας, διαθέτει εύλογη αξίωση συζήτησης και διαβούλευσης με την Πολιτεία για το μάθημα των θρησκευτικών.
ΙΗ. Παρανόηση 17η: «Η Ελλάδα δεν είναι θρησκευτικά ουδέτερο κράτος και πρέπει να εισαχθεί σχετική ρήτρα στο Σύνταγμα»
Η πρόταση για εισαγωγή ρήτρας περί ουδετερόθρησκου κράτους περιέχεται τόσο στην «Πρόταση για μία προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος» (27.3.2017)56 όσο και στο «Καινοτόμο Σύνταγμα» (5.6.2016)57 και αναφέρομαι σε αυτές για λόγους ρεαλισμού, ώστε να μιλούμε επί εδάφους υπαρκτών επιστημονικώς πολιτικών προτάσεων.
Το νομικό δεδομένο είναι ότι λόγω της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όλα τα κράτη, που έχουν υπογράψει και κυρώσει την ΕΣΔΑ, υποχρεούνται να τηρούν την «αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας», όπως την εννοεί η ΕΣΔΑ. Πρόκειται για αυτόνομη έννοια, και δεσμεύει τα κράτη-μέρη της ΕΣΔΑ με το περιεχόμενο που αποδίδει σε αυτήν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Επομένως, ή ελληνική έννομη τάξη περιέχει στο αξιακό της σύστημα ήδη την αρχή της «θρησκευτικής ουδετερότητας» ως ισχύουσα νομική υποχρέωση του Κράτους, πέραν των υπαρκτών δεσμεύσεων των άρθρων 4 και 13 του Συντάγματος να σέβεται την θρησκευτική ελευθερία όλων των ατόμων και θρησκευτικών κοινοτήτων.
Ειδικότερα: κατά την σταθερή άποψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν μεγάλο «περιθώριο εκτίμησης» («margin of appreciation») κατά την νομοθετική ρύθμιση των σχέσεών τους με τις Εκκλησίες, που βρίσκονται στο έδαφος τους, ανάλογα με τις εθνικές και ιστορικές τους ιδιαιτερότητες. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τονίζει όμως ότι τα κράτη, παρά τις εθνικές και θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες, οφείλουν να παραμένουν ουδέτερα και μη παρεμβατικά κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας τους για τη ρύθμιση της σφαίρας της θρησκευτικής ελευθερίας και των σχέσεων του κράτους με τις διάφορες θρησκείες, δόγματα και θρησκευτικούς οργανισμούς58. Επίσης, πλην εντελώς εξαιρετικών περιπτώσεων, τα κράτη δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε έλεγχο νομιμότητας των θρησκευτικών πεποιθήσεων (όχι των πράξεων) μιας θρησκευτικής κοινότητας ή των μέσων έκφρασης των θρησκευτικών δοξασιών της59. Αυτό είναι το περιεχόμενο της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους κατά την ΕΣΔΑ.
Θυμίζω εδώ την περίπτωση του πολύπαθου τροπαρίου «Σώσον Κύριε τον λαόν σου», το οποίο περιέχει τη φράση «νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων». Μετά από σφοδρές αντιδράσεις ευαίσθητων πολιτικών αρχόντων η Ιερά Σύνοδος αναγκάσθηκε να εκδώσει Εγκύκλιο στις 4.11.199860, προτρέποντας τις Μητροπόλεις ώστε, κατ’ οικονομίαν, όταν ψάλλεται το τροπάριο έκτος Ιερών Ναών η παραπάνω φράση να αντικαθίσταται από το «νίκας τοις ευσεβέσι κατ’ εναντίων», προκειμένου να αποσοβηθούν οι αδικαιολόγητες (και αθεολόγητες) πολιτικές αντιδράσεις. Υπέβαλε δηλαδή η Εκκλησία, κάτω από την πίεση της Πολιτείας, το τροπάριο σε μία διαδικασία οιονεί αναδρομικού εκδημοκρατισμού. Σε ένα ουδετερόθρησκο κράτος όμως η Πολιτεία δεν μπορεί να ασκεί έλεγχο νομιμότητας στα τροπάρια και στους ύμνους της Εκκλησίας.
Εάν οι μέχρι σήμερα προτάσεις του «Καινοτόμου Συντάγματος» και «για μια προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος» εννοούν τη θρησκευτική ουδετερότητα, όπως την αντιλαμβάνεται η ΕΣΔΑ, υπό την έννοια της μη ανάμειξης του Κράτους στα εσωτερικά των θρησκευτικών κοινοτήτων, ή προσθήκη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως περιττή. Οφείλουν όμως να διευκρινίσουν ποιο μοντέλο θρησκευτικής ουδετερότητας υπονοούν, διότι έκτος από την θρησκευτική ουδετερότητα ως αυτόνομη έννοια της νομολογίας του Ευρ. Δ.Δ.Α., υπάρχουν διεθνώς τόσα μοντέλα θρησκευτικής ουδετερότητας, όσα και τα κράτη που δηλώνουν θρησκευτικώς ουδέτερα.
Τα βασικά πρότυπα είναι το γαλλικό (κράτος που δεν αναγνωρίζει καθεστώς δημοσίου δικαίου στις θρησκείες, δεν υιοθετεί καμία θρησκευτικότητα στην εθιμοτυπία του, δεν ενισχύει τις θρησκείες), γερμανικό (το κράτος δεν παρεμβαίνει, αναγνωρίζει ορισμένες θρησκείες ως Ν.Π.Δ.Δ., ενισχύει τις θρησκευτικές κοινότητες) και το αμερικανικό (κράτος που δεν παρεμβαίνει στις θρησκευτικές κοινότητες, δεν θεσπίζεται καθεστώς δημοσίου δικαίου για τις κοινότητες, δεν απαγορεύεται η θρησκευτική εθιμοτυπία π.χ. θρησκευτικός όρκος του Προέδρου). Συνεπώς, πρέπει να διευκρινίζεται, από όποιον προτείνεται, ή ρήτρα του θρησκευτικά ουδέτερου κράτους με στόχο τη διασάφηση, εάν πρόκειται για μια δυσμενή ουδετερότητα (θρησκευτικά αδιάφορο κράτος) ή για μια ευμενή ουδετερότητα (μη παρεμβατικό κράτος, το οποίο ενισχύει τα θρησκεύματα και αναγνωρίζει ιδιαίτερο καθεστώς για τη διευκόλυνση της αποστολής τους). Σε καμία από τις παραπάνω δύο προτάσεις δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη νοηματοδότηση του θρησκευτικά ουδέτερου κράτους και είναι νομοτεχνικά προβληματική η εισαγωγή ρήτρας συνθηματικής συντομίας, ή οποία διεθνώς έχει πολύσημο περιεχόμενο. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι κράτη, θρησκευτικώς ουδέτερα, έχουν επιλέξει στα Συντάγματα τους περιφραστική περιγραφή του είδους της ουδετερότητας, που υιοθετούν (π.χ. «δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία», «το κράτος δεν παρεμβαίνει στις θρησκευτικές κοινότητες» κ.λπ.), ώστε να είναι σαφές το περιεχόμενο της ουδετερότητας που εννοούν.
Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι το Σύνταγμά μας περιέχει ήδη τρεις ισχυρές ρήτρες υπέρ του χαρακτήρα του ελληνικού κράτους ως κοσμικού. Κατά το άρθρο 1 παρ. 2-3: «2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι ή λαϊκή κυριαρχία. 3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του ’Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα», κατά το άρθρο 87 παρ. 2: «2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους, και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος» και κατά το άρθρο 13 παρ. 4: «4. Κανένας δεν μπορεί, εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους» (εδώ αληθώς πρέπει να θεωρούμε ότι θεμελιώνεται η αρχή της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», όπως περιορίζεται από τη θρησκευτική ουδετερότητα). Ειδικά η τελευταία διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του Συντάγματος είναι καίρια για τον χαρακτήρα του κράτους, γιατί δεν επιτρέπει την άρνηση εκτέλεσης νομοθετημένων υποχρεώσεων λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων (π.χ. την πληρωμή φόρων, επειδή οι φόροι προορίζονται για εξοπλιστικά προγράμματα και η θρησκεία του φορολογούμενου είναι φιλειρηνική). Σε άλλα κράτη, η έλλειψη ρήτρας αντίστοιχης με το άρθρο 13 παρ. 4 Συντ. έχει οδηγήσει σε αδιανόητες για την κουλτούρα του ευρωπαϊκού-ηπειρωτικού δικαίου δικαστικές αποφάσεις π.χ. στην αμερικανική υπόθεση Burwell v. Hobby Lobby Stores Inc.61, όπου το Supreme Court έκρινε ότι μπορεί εμπορική εταιρεία να αρνηθεί να πληρώσει ποσοστό εργοδοτικών εισφορών, επειδή αυτό το ποσοστό προορίζεται για φάρμακα πρόωρης διακοπής κύησης και τα μέλη Δ.Σ. της εταιρείας είναι πιστοί ρωμαιοκαθολικοί και αντιτίθενται για λόγους θρησκευτικής συνείδησης στις αμβλώσεις. Αποτελεί αξιοπρόσεκτο ζήτημα ότι η «Πρόταση για ένα καινοτόμο Σύνταγμα» προτείνει, πλην άλλων, και απαλοιφή της (κατ’ εξοχήν κοσμικού χαρακτήρα) παραγράφου 4 του άρθρου 13 του Συντάγματος, χωρίς να είναι σαφές εάν, η αξιακή μεταβολή που έτσι προκαλείται, αντισταθμίζεται από την ασαφή και αόριστη ρήτρα περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους.
Δίνω ένα ακόμα παράδειγμα από την αμερικανική νομολογία: στην υπόθεση EEOC v. Hosanna-Tabor Evangelical Lutheran Church and School62 το Supreme Court νομολόγησε ότι το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής θρησκευτικού λειτουργού για μια ενορία χωρίς παρέμβαση του κράτους, επομένως και το δικαίωμα απόλυσής του, είναι ισχυρότερο από το δικαίωμα του λειτουργού αυτού να μην απολέσει την θέση εργασίας του, παρότι είναι εργαζόμενος ΑΜΕΑ και κατά την εργατική νομοθεσία ως ΑΜΕΑ εργαζόμενος πρέπει να προστατεύεται από την απόλυση.
Εδώ πρέπει να προσεχθεί ότι η αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας είναι και δικονομική αρχή: αφού δεσμεύει συνολικά τις κρατικές εξουσίες, άφορα και στον δικαστή και τον περιορίζει, ώστε να μην αναμειγνύεται σε εσωτερικές υποθέσεις των θρησκευτικών κοινοτήτων. Μπορεί, κατ’ επέκταση, η υιοθέτηση μιας απεριόριστης ρήτρας περί θρησκευτικά ουδετέρου κράτους να οδηγήσει σε νησίδες θεοκρατίας μέσα στην ελληνική κοινωνία και έννομή τάξη, όπου δεν επιτρέπεται η παρέμβαση του δικαστή και η παροχή δικαστικής προστασίας σε όσους θίγονται ως προς τα δικαιώματα τους.
Αποτελεί επίσης ερώτημα γιατί η «Πρόταση για μια προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος» εισηγείται την εισαγωγή της ρήτρας περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους στο άρθρο 3 του Συντάγματος, που άφορα ειδικά την ορθόδοξη Εκκλησία, και όχι στο άρθρο 13 που άφορα όλα τα θρησκεύματα και τη θρησκευτική ελευθερία (θετική και αρνητική). Ωστόσο, η θρησκευτική ουδετερότητα αποτελεί αρχή που δεν μπορεί να εστιάζεται στην σχέση του Κράτους μόνο με ορισμένη θρησκευτική κοινότητα, εν προκειμένω την πλειοψηφούσα Εκκλησία της χώρας.
Εν κατακλείδι, ή αόριστη ρήτρα του θρησκευτικά ουδέτερου κράτους πρέπει να διευκρινισθεί στις παραπάνω προτάσεις, ώστε να μπορεί κανείς να τοποθετηθεί θετικά ή αρνητικά απέναντι σε αυτήν, ειδάλλως είναι εξ ίσου ασαφής με την πρόταση εισαγωγής στο Σύνταγμα μίας ρήτρας ότι ή Ελληνική Δημοκρατία θα είναι ένα «σύγχρονο κράτος». Εάν πάντως με την προτεινόμενη ρήτρα στις ανωτέρω δύο προτάσεις σκοπείται η υιοθέτηση από το Σύνταγμα θρησκευτικής ουδετερότητας διαφορετικής από αυτή που εννοεί ή ΕΣΔΑ, και μάλιστα αυστηρής, δυσμενούς για τα θρησκεύματα, τότε ίσως κακώς το Δημόσιο κτίζει Ισλαμικό Τέμενος με κρατικούς πόρους.
Συμπεράσματα: όταν το κοινωνικό σώμα ερωτάται με διάφορες αφορμές (δημοσκοπήσεις κ.λπ.) εάν είναι υπέρ του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας καλείται να δώσει σωστές απαντήσεις σε ένα λάθος ερώτημα. Και είναι λάθος η ερώτηση, γιατί υποθέτει αφετηριακά ότι κατά νόμον Εκκλησία και Κράτος είναι αμοιβαία αναμεμειγμένες η μια στις εσωτερικές υποθέσεις της άλλης. Αυτό δεν ισχύει τουλάχιστον σε ό, τι άφορα την ανάμειξη της Εκκλησίας, που θεωρείται ή δήθεν θιγόμενη από το ερώτημα του χωρισμού.
Το ζητούμενο συνεπώς είναι άλλο: α) η θέση βάσεων για την άσκηση μιας σύγχρονης και ταυτόχρονα μακρόπνοης θρησκευτικής πολιτικής για όλα τα θρησκεύματα και όχι μόνο για την ορθόδοξη Εκκλησία και β) η πλήρης κατοχύρωση θρησκευτικής αυτοδιοίκησης για την Εκκλησία της Ελλάδος. Αυτά όμως τα δύο κεντρικά ζητήματα δεν σχετίζονται καθόλου με την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά με τη νομοθετική πρωτοβουλία του κοινού νομοθέτη. Εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ζούμε πλέον σε χώρα ολοένα και πιο έντονα πολυφυλετική και πολυθρησκευτική, το πρόβλημα είναι ότι μας λείπει κρατική πολιτική για τα θρησκεύματα γενικώς. Εξαίρεση στην χαρακτηριστική και πολυετή αδιαφορία του νομοθέτη είναι ο νέος νόμος 4301/201463, που αποτελεί ένα σοβαρό, αλλά ακόμα πρώτο βήμα.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εισήγηση στη εκδήλωση της I. Αρχιεπισκοπής Αθηνών «Συνταγματική αναθεώρηση και Εκκλησία της Ελλάδος: Συμβολή σε έναν ανοικτό διάλογο» (7.6.2017, Πολεμικό Μουσείο Αθηνών).
2. Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Α' 146/31.5.1977).
3. Κατωτέρω χρησιμοποιώ ενίοτε τον όρο «Εκκλησία της Ελλάδος» εν Ευρεία έννοια και περιλαμβάνει το κεντρικό νομικό πρόσωπο «Εκκλησία της Ελλάδος» (με έδραν την Αθήνα), τις Ιερές Μητροπόλεις, τις Μονές και τις Ενορίες, ενίοτε τον όρο «Εκκλησία» ως σχήμα κατ’ εξοχήν και δηλώνει τα ανωτέρω Ν.Π.Δ.Δ.
4. Προβλεπόταν από τα άρθρα 1 του αναγκαστικού νόμου 1363/1938 (ΦΕΚ Α' 305), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του αναγκαστικού νόμου 1672/1939 (ΦΕΚ Α' 123), και 41 του αναγκαστικού νόμου 1369/1938 (ΦΕΚ Α' 317).
5. Άρθρο 62 παρ. 2 ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α' 146), νομοθετικό διάταγμα της 22.4/16.5.1926 (ΦΕΚ Α' 153).
6. Με τον Κανονισμό της Εκκλησίας της Ελλάδος 4/1969 (άρθρο 4 παρ. 3, ΦΕΚ Α' 158).
7. Άρθρο 62 παρ. 2 του ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α' 146).
8. Άρθρα 23 α.ν. 1539/1938 (ΦΕΚ Α 488), 62 παρ. 2 ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α' 146).
9. ΣτΕ 781/2017 σκέψη 9, ΣτΕ 510/2015 (σκέψη 3), ΣτΕ 1393/2017.
10. ΣτΕ 507/1983, ΣτΕ 4548/1995, ΣτΕ 3120/2002.
11. Βλ. για την έννοια του Δημόσιου τομέα και της Γενικής Κυβέρνησης το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α 143).
12. ΝΣΚ 319/2008, 796/1991.
13. Άρθρο 68 παρ. 1 υποπαρ. 3 (ΦΕΚ Α' 32).
14. Άρθρο 57 του ν. 1591/1986.
15. Ενδεικτικά: ΕΔΔΑ Sindicatul “Pastoral cel Bun” v. Romania απόφαση της 9.7.2013.
16. Άρθρα 16 παρ. 1 και 26 παρ. 2 ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α 146).
17. Κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ν. 590/1977.
18. Για τα βεράτια βλ. τη μονογραφία του Παρασκευά Κονόρτα, Οθωμανικές θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο 1998, passim.
19. Άρθρο 155 του ν. 5383/1932 (ΦΕΚ Α' 110).
20. Άρθρο 18 Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου (π.δ. της 28/28.7.1931, ΦΕΚ Α' 239).
21. Άρθρο 15 ν. 1351/1983 (ΦΕΚ Α 56) προσέθεσε παράγραφο 8 στο άρθρο 34 ν. 590/1977.
22. Πρβλ.: «Ήν δε ο Καϊάφας ο συμβουλεύσας τοις Ιουδαίοις, ότι συμφέρει ένα άνθρωπον απολέσθαι υπέρ του λαού» (Κατά Ιωάννην 18, 14).
23. Άρθρο 24 παρ. 7 ν. 2130/1993 (ΦΕΚ Α 62).
24. Άρθρο 3 παρ. 1 ν. 4223/2013 (ΦΕΚ Α 287).
25. Άρθρο 82 του β.δ. 24.9/20.10.1958, όπως τροποποιήθηκε.
26. Άρθρο 68 παρ. 1 υποπαρ. 3 ν. 4235/2014 (ΦΕΚ Ά 32).
27. Για ευσύνοπτη και περιεκτική αποτύπωση της νομοθετικής πορείας της κρατικής μισθοδοσίας του ορθόδοξου Κλήρου και η σχέση της με την εκκλ. περιουσία, βλ. την μελέτη του Σωτήρη Μητραλέξη, Η μισθοδοσία του κλήρου στην Ελλάδα και η συνάρτησή της με την εκκλησιαστική περιουσία (επικαιροποιημένη έκδοση Φεβρ. 2017) σελ. 2 επομ., ιδίως 4-17, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε στοιχεία (https://inspol.files.wordpress.com/2017/02/misthodosia-17- 24.pdf).
28. Χαρακτηριστικά στις 7.10.1822 οι αρμοστές Νήσων Κυκλάδων εντέλλονται στον Έπαρχο Νάξου, σε σχέση με τον τόπο εγκατάστασής του: «Επειδή και ή Μητρόπολις είναι κτήμα της Διοικήσεως, περάσετε λοιπόν εκεί δια να έχη και η Διοίκησις κέρδος το ενοίκιον, και δια να έχητε και υμεΐς ανάπαυσιν» (Αρχεία Εθν. Παλιγγενεσίας τ.15αβ, σελ. 178 β 111).
29. Αρχεία Εθν. Παλιγγενεσίας τ.4, σελ. 190, 191.
30. Κ. Οικονόμου, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, τ. Β' (1864), σελ. 59, 62-63, 66.
31. Όπως προκύπτει από τη νεώτερη, εκτεταμένη ιστορική έρευνα του Νικ. Τόμπρου (Μονές και μοναχοί στον Ελλαδικό χώρο: δημογραφική μελέτη στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του κεντρικού και νότιου Αιγαίου, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, 2001, τ. Α’ σελ. 137 επομ,. ιδίως σελ. 138) ή Οθωνική Αντιβασιλεία από τις υφιστάμενες 571 Μονές (1833) διέλυσε τις 426 Μονές (1833-1834).
32. Για το νομικό κύρος αυτής της δήμευσης βλ. Θ. Δ. Παπαγεωργίου, Η τύχη της περιουσίας των διαλελυμένων Μονών, Εκκλησία 2009, σελ. 185 επομ.
33. Βασιλικό Διάταγμα της 1/13.12.1834 (ΦΕΚ 41).
34. Νόμος ΓΥΙΔ/1909 (ΦΕΚ Α' 270), άρθρο 2.
35. Ν. 4684/1930 «Περί διοικήσεως και διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής περιουσίας και περί συγχωνεύσεως των μικρών Μονών» (ΦΕΚ Α' 150/10.5.1930).
36. Κυρώθηκε με το νομοθετικό διάταγμα της 26.9.1952 (ΦΕΚ Α' 289).
37. Ευρ. Δ.Δ.Α. Holy Monasteries v. Greece, απόφαση της 4.12.1994.
38. Αναπαράγεται συχνά ότι: «Οι πέντε μονές που προσέφυγαν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον του νόμου Τρίτση αποτιμούσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο αστρονομικό ποσό των 8 τρισ. δρχ. (!!!). Και μάλιστα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τους επιδίκασε το ποσό των 3 τρισ. δρχ.» (Ριζοσπάστης 25.3.2005). Το Ευρ. Δ.Δ.Α. επιδίκασε μόνο 8.400.000 δρχ. για την κάλυψη της δικαστικής τους δαπάνης χωρίς καμία αποζημίωση της περιουσίας τους.
39. Βλ. αναλυτικά σε Σωτ. Μητραλέξη, όπ.π., σελ. 5-6 και υποσημ. 12.
40. Εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η μοναστηριακή περιουσία ήταν κατά την (ίσως υπερβολική, αλλά πάντως ενδεικτική) εκτίμηση του Maurer το 1833 περίπου το 1/4 της τότε ελλαδικής επικράτειας (G.L. Maurer, Ο ελληνικός λαός, τ. Β' 1976, σελ. 516).
41. Αναλυτικότερο σχολιασμό αυτής της άποψης βλ. σε Ν. Παπαχρήστου, Η ηθική νομιμοποίηση της περιουσίας της Εκκλησίας (16.4.2015) http://www.amen.gr/article/i-ithiki-nomimopoiisi-tis-periousias-tis-ekklisiashttp://www.- amen.gr/article/i-ithiki-nomimopoiisi-tis-periousias-tis-ekklisias).
42. Η άποψη αναπαρήχθη από τον βουλευτή Τ. Κουράκη κατά την εισήγησή του στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» (22.1.2013).
43. Ενδεικτικά Άρειος Πάγος 1292/2007: «Εν όψει δε τον ότι το οθωμανικό δίκαιο αγνοούσε την έννοια τον νομικού προσώπου, και Επομένως, εκτός των άλλων, και οι Μονές δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ...».
44. Βλ. Σ. Τζωρτζακάκη-Τζαρίδη, Το νομικό καθεστώς των αφιερωμάτων-βακουφίων στα πλαίσια τον οθωμανικού εμπράγματου δικαίου (15ος-19ος αι.), 1998, σελ. 109 επομ.
45. Βλ. ρητή αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3800/1957, ΚΝοΒ 1957, 698.
46. A. Fotic, ‘The official explanation for the confiscation and sale of the monasteries (churches) and their estates at the time of Selim II’, Turcica 26 (1994), 33-54.
47. Ν. 5889/1933 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του δια του από 23 Μαΐου 1932 Διατάγματος κωδικοποιηθέντος νόμου 5439 “περί ενοριακών ναών και εφημερίων και Ταμείου Αποδοχών και Ασφαλίσεως Κλήρου της Ελλάδος”» (ΦΕΚ Α' 324/24.10.1933, άρθρο 2) κατά τον οποίο τα Παρεκκλήσια - Εξωκκλήσια με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των 20.000 δρχ. περιέρχονται με την κινητή και ακίνητη περιουσία τους στη διοίκηση και διαχείριση του Τ.Α.Κ.Ε.
48. Βασιλικό Διάταγμα της 25/28.6.1948 (ΦΕΚ Α' 167).
49. Ευρ. Δ.Δ.Α.(Μείζων Σύνθεση) Lautsi v. Italy, απόφαση της 18.3.2011 (§ 63 έπομ.).
50. Πρβλ. Αντίστοιχη, πατριωτικού περιεχομένου, επίκληση στην Αγία Τριάδα στο προοίμιο του Ιρλανδικού Συντάγματος: “In the Name of the Most Holy Trinity, from Whom is all authority and to Whom, as our final end, all actions both of men and States must be referred/We, the people of Eire, Humbly acknowledging all our obligations to our Divine Lord, Jesus Christ, Who sustained our fathers through centuries of trial,”.
51. ΣτΕ 2176/1998, ΔΕφ Χανίων 115/2012.
52. Ένα ενδεικτικό κατάλογο σημαντικών δημοσίων κτιρίων και εκτάσεων, που αφαιρέθηκαν χωρίς αποζημίωση βλ. Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Β', Η μισθοδοσία του Κλήρου στην Ελλάδα, Αθήνα 2015, σελ. 39 επομ. και του ίδιου, Η απάντηση της Εκκλησίας στα μυθεύματα του αντικληρικαλιστικού λαϊκισμού, Αθήνα 2016, σελ. 83 επομ. (διαθέσιμα στην ιστοσελίδα https://www.scribd.com).
53. ΕΔΔΑ Folgero and others v. Norway, Appl. No 15472/02, απόφαση της 29.6.2007, § 89, ΕΔΔΑ Mansur Yalgin and others v. Turkey, Appl. No. 21163/11, απόφαση της 18.2.2014, § 71.
54. ’Αρθρο 2 ν. 590/1977.
55 Άρθρο 9 παρ. 1 περ. ε ν. 590/1977.
56. Πρόταση Χρ. Βερναρδάκη, Αν. Δημητρόπουλου, Κ. Ζώρα, Γ. Κατρούγκαλου (συντονισμός), Ηλ. Νικολόπουλου, Κ. Χρυσογόνου, βλ. στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Διαλόγου Σύριζα (http://www.syntagma-dialogos.gov.gr/?p=20308)
57. Πρόταση Ν. Αλιβιζάτου, Π. Βουρλούμη, Γ. Γεραπετρίτη, Γ. Κτιστάκι, Στ. Μάνου, Φ. Σπυρόπουλου (http://s.kathimerini.gr/resources/toolip/doc/2016/06/08/syntagma_20160605.pdf).
58. Ενδεικτικά: ΕΔΔΑ υποθέσεις Metropolitan Church of Bessarabia v. Moldova, απόφαση της 13.12.2001, § 116, Religionsgemeinschaft der Zeugen Jehovas v. Austria, απόφαση της 31.10.2008, § 97.
59. ΕΔΔΑ υπόθεση Hasan and Chaush v. Bulgaria, απόφαση της 26.10.2000, §§ 77-78.
60. Εγκύκλιο Σημείωμα υπ’ αριθμ. 4746/1626/4.11.1998 «Περί του πως δεί ψάλλειν το “Σώσον Κύριε τον λαόν σου”».
61. Supreme Court απόφαση 30.6.2014.
62. Supreme Court απόφαση της 11.12.2012.
63. Ν. 4301/2014 «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 223/7.10.2014, διόρθωση σφάλματος ΦΕΚ Α 229/15.10.2014).
Μόλις έπρόκειτο οι στρατηγοί μέ τά στρατεύματά τους νά πάρουν τό δρόμο γιά τή Φρυγία, προσήλθαν στον Άγιο μερικοί κάτοικοι τής πόλεως καί μέ πολύ ψυχικό πόνο τού υπέβαλαν μιά θερμότατη παράκληση: τού ζήτησαν δηλαδή νά υπερασπίσει κάποιους άδικουμένους. Καί πραγματικά, πολύ σύντομα αύτοί θά έκτελούνταν άδικα. Συγκεκριμένα, έλεγαν στον Άγιο ότι ό Εύστάθιος, ό διοικητής τής πόλεως, άφού δωροδοκήθηκε μέ πολλά χρήματα άπό φθονερούς καί φοβερά κακούς ανθρώπους, καταδίκασε σέ θάνατο τρεις κατοίκους τής πόλεως, χωρίς νά έχουν κάμει καί τήν παραμικρή παράβαση, καί δέν τούς έπέβαλε κάποια μικρή τιμωρία, πού καί αυτό βέβαια θά ήταν δυσάρεστο γιά άθώους, αλλά ύποφερτό. Τού έλεγαν άκόμη ότι και ολόκληρη ή πόλη πενθεί πολύ και οδύρεται για την άδικη καταδίκη των αθώων σε θάνατο και επικαλείται με φωνές απελπισίας την παρουσία του καί, αν πάει εκεί, ό ήλιος δεν πρόκειται να δεί τέτοιο μίασμα σ’ αύτή.
Όταν τούς άκουσε ό άνθρωπος τού Θεού καί ακριβέστατος μιμητής τής φιλευσπλαχνίας τού ’Ιησού, δέ θεώρησε άδικαιολόγητη την ανάγκη για βοήθεια, ούτε καθυστέρησε καθόλου, άπό τη στιγμή πού άκουσε τό αίτημα, να σπεύσει να βοηθήσει. Έτσι, αφού ντύθηκε τό ζήλο για τό καλό, σαν κάποια λεοντή, αμέσως τινάχτηκε όρθιος καί γέμισε ή ψυχή του μέ άκατάβλητο θάρρος. Χωρίς καθυστέρηση συμπαρέλαβε τούς τρεις στρατηγούς, για τούς όποιους έγινε λόγος παραπάνω, καί πήρε τό δρόμο να προλάβει να σώσει τούς άδικουμένους άπό την εκτέλεση.
Όταν, λοιπόν, έφτασε σέ κάποιον τόπο, πού ονομαζόταν Λέων, ζητούσε να μάθει άπό τούς έκεί παρευρισκόμενους άν γνωρίζουν κάτι γιά τούς καταδίκους καί πού τούς έχουν άφήσει. Εκείνοι τού είπαν ότι τούς έχουν στην τοποθεσία πού ονομάζεται Διόσκουροι, στην πλατεία. Τότε ό Αγιος προχώρησε κατευθείαν προς τον τόπο τού μαρτυρίου των αγίων Κρίσκεντος καί Διοσκουρίδου. Προχωρώντας έμαθε ότι οί κατάδικοι λίγο πριν πέρασαν την πύλη καί οδηγούνταν κοντά στο Βηρά. Στον τόπο αύτό θά γινόταν ή έκτέλεσή τους. ’Αμέσως έπιτάχυνε τό βήμα καί, άναπληρώνοντας την άδυναμία των γηρατειών του μέ τη φλόγα τής καρδιάς του, έφτασε σέ σύντομο χρόνο στον καθορισμένο γιά την εκτέλεση τόπο. Έκεί είδε πολύν όχλο γύρω γύρω συγκεντρωμένον καί τούς καταδίκους — άλίμονο! — μέ τα χέρια δεμένα πίσω καί τα μάτια τους καλυμμένα να περιμένουν μέ γυμνό τον τράχηλο τό χτύπημα τού δημίου. Ό δήμιος είχε ήδη βγάλει τό ξίφος άπό τή θήκη του καί έβλεπε μέ φονική καί μανιακή διάθεση τούς καταδίκους, υποδηλώνοντας μέ τήν έκφραση τού προσώπου του τήν ορμή του προς τή σφαγή. Τό θέαμα ήταν φρικτό καί δέν ήταν δυνατόν νά τό άντικρίσει συνετός οφθαλμός.
Όταν ό "Αγιος είδε αυτό τό τραγικό θέαμα, αφού συνδύασε την αύστηρότητα με την πραότητα, δεν έβγαλε δυνατή και ταραγμένη φωνή, ούτε πλησίασε μέ άπρεπή συμπεριφορά και έξαλλοσύνη, άλλα άπλώς έτρεξε άμέσως προς τον δήμιο, τού άρπαξε τό ξίφος άπό τά χέρια, χωρίς καθόλου νά φοβηθεί ούτε νά τά χάσει, τό πέταξε στο έδαφος και ελευθέρωσε τούς καταδίκους άπό τις χειροπέδες.
’Αλλά έκείνο πού είναι τό πιο έκπληκτικό άπ’ όλα είναι τό γεγονός ότι αύτά τά έκανε ό Αγιος σάν νά είχε άπεριόριστη εξουσία στά χέρια του και, ένώ όλοι τά έβλεπαν, δέν ύπήρξε κάνεις πού νά τον έμποδίσει. Αύτό, κατά τή γνώμη μου, οφείλεται στο ότι ντρέπονταν τήν πλεονάζουσα άρετή του και τό ζήλο του γιά δικαιοσύνη.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, πού σώθηκαν έχυναν θερμά δάκρυα χαράς και έβγαζαν φωνές άγαλλιάσεως γιά τήν άνέλπιστη μεταβολή τής τύχης τους, ένώ όλος ό τόπος έγινε ένα θέατρο άνθρώπων, πού επευφημούσαν τον "Αγιο και έπιδοκίμαζαν τήν πράξη του και ομιλούσαν μεταξύ τους γιά τό γεγονός, κατακυριευμένοι άπό τήν έκπληξη και τό θαύμα.
Εκεί έκαμε τήν εμφάνισή του και ό Εύστάθιος, ό διοικητής, ό όποιος άδικα είχε έτοιμάσει γι’ αύτούς τό ποτήρι τού θανάτου. Ό "Αγιος όμως δέν έδωσε καμιά σημασία στήν παρουσία του καί, όταν έκείνος πλησίασε κοντά του, δέν τον δέχτηκε καί, άκόμη, όταν προσπαθούσε νά πέσει στά πόδια του, τον άπώθησε. Επιπλέον, τον άπείλησε ότι θά τον καταγγείλει στο βασιλιά καί θά έπικαλεσθεί τό Θεό νά τον τιμωρήσει μέ τις βαρύτερες τιμωρίες, γιατί χρησιμοποιούσε μέ πολύ άδικο τρόπο τήν έξουσία του καί διέπραττε μεγάλα κακά καί άδικίες.
Ύστερα άπό αύτά, ό Εύστάθιος αισθανόταν φοβερό τό χτύπημα από τό κεντρί τής μεταμέλειας και ακόμη πιο φοβερούς τούς ελέγχους τής συνειδήσεώς του. Για τό λόγο αύτό έπιζητούσε με δάκρυα τήν ευσπλαχνία και έπεσε ικετευτικά στά πόδια τού Άγιου λέγοντας τι βεβαίως θά έπρεπε νά κάνει, ώστε ό μεγάλος Άγιος νά θέσει τέρμα στήν άγανάκτησή του και νά τον συγχωρήσει. Έπειτα μετέθετε τήν εύθύνη του, γιά τήν άδικία εις βάρος των τριών άνδρών, στο Σιμωνίδη και τον Εύδόξιο, τούς τοπικούς άρχοντες των Μυρέων. Ό Άγιος όμως ήξερε ότι αύτός έλεγε ψέματα. Πραγματικά, γνώριζε πολύ καλά ότι ό Εύστάθιος έβαλε σέ κατώτερη μοίρα τό δίκαιο άπό τό χρυσάφι, μέ τό όποιο τον δωροδόκησαν, και καταδίκασε αθώους άνθρώπους σέ θάνατο. Όλοι, λοιπόν, οι συγκεντρωμένοι έκει άνθρωποι έξέφραζαν προς τον Άγιο τις εύχαριστίες τους και τό όνομα τού Νικολάου έγινε στο στόμα τους κελάηδημα και λειτούργημα χωρίς τελειωμό.
ΣΥΜΕΩΝ, ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ, ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ,ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΝΘΑΥΜΑΣΙ ΠΕΡΙΩΝΥΜΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ (Απόδοση στη νεοελληνική γλώσσα)
Κάποιος άνθρωπος υπέστη οικονομική καταστροφή και κατάντησε άδοξος από ένδοξος και φτωχός από πλούσιος. Ο άνθρωπος αυτός σχεδίαζε όλες τις δυνατές λύσεις στην περιπέτειά του, αφού είχε καταντήσει πάμφτωχος, επειδή του έλειπαν ήδη και αυτά τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωση της οικογένειάς του. Αλίμονο! μέχρι και ποιο σημείο η ανέχεια βιάζεται να προχωρεί! Στην απελπισία του, λοιπόν, επάνω πήρε την απόφαση να εκδίδει τις θυγατέρες του (είχε τρεις, που διακρίνονταν για το υπέροχο κάλλος και την εξαιρετική ομορφιά τους) προς ακολασία σ’ αυτούς που το επιθυμούν, παίρνοντας χρήματα, και έτσι να εξασφαλίζει την τροφή για τον εαυτό του και τα παιδιά του.
Και βέβαια λένε: το να θέλει να βορβορολογεί κάποιος από το βόρβορο και να εξασφαλίζει πόρους για τον εαυτό του ποιας άραγε φτώχειας δεν είναι περισσότερο χαλεπό;
Επιθυμούσε, λοιπόν, ο άνθρωπος να τις παντρέψει δεν μπορούσε όμως εξαιτίας της μεγάλης φτώχειας του. Έτσι αυτές θα ατιμάζονταν απ’ όλους και ο σωματικός έρωτας αξίωνε εδώ το δεύτερο άθλο για τον έρωτα των χρημάτων. Ο άνθρωπος, λοιπόν, αυτός βρισκόταν σ’ αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση και υπέφερε ψυχικά για την κακή αυτή σκέψη του, όμως προχωρούσε ήδη να κάμει πράξη την απόφασή του. Λένε ότι, πραγματικά, δεν υπάρχει τίποτε πιο φοβερό από την ανέχεια. Αλλά Συ ο φιλάνθρωπος, ο αγαθοποιός προς όλους τους ανθρώπους Θεός, Συ που κάμπτεσαι με φιλανθρωπία από τις ανάγκες μας, ποιον τρόπο βρίσκεις, λοιπόν, και ποια θεραπεία για το ακαταμάχητο αυτό κακό; Και πράγματι, βρίσκεις τρόπο να φτάσει στ’ αυτιά του θεράποντά σου, του αγίου Νικολάου, αυτό που πρόκειται να συμβεί με τα τρία κορίτσια και τον στέλνεις με τρόπο αξιοθαύμαστο, ως αγαθό άγγελο, στον πατέρα τους, που πιέζεται σωματικά και κινδυνεύει η ψυχή του, να τον συντρέξει στη φτώχεια του και να τον διασώσει από την απώλεια στην οποία αυτή τον οδηγεί.
Εκτός από τα άλλα, κοίτα και τη μεγαλοψυχία του Αγίου, πώς δηλαδή συνδυάζει τη σύνεση με τη συμπάθεια. Να τι έκαμε: Δε σκέφτηκε καθόλου να προσέλθει στο δυστυχισμένο άνθρωπο, ούτε και να συζητήσει για λίγο το θέμα, ούτε να φανερώσει σ’ αυτόν και μόνον το ευεργετικό του χέρι, πράγμα που συνηθίζουν όλοι οι μικρόψυχοι που κάνουν κάποια μικροελεημοσύνη. Γιατί ήξερε ότι αυτά είναι ενοχλητικά γι’ αυτούς που ξέπεσαν από τον πλούτο και τη δόξα στην ανέχεια και στη δυστυχία, αφού και τους ντροπιάζουν και την ευημερία που είχαν πριν τους υπενθυμίζουν. Αλλά, νομίζω, σαν να επιθυμούσε εκείνος να ξεπεράσει και την ευαγγελική παραγγελία, δηλαδή το να μη γνωρίζει το αριστερό χέρι τι κάνει το δεξιό, δεν ηθέλησε να έχει ως μάρτυρα της πράξεώς του ούτε τον ίδιο τον ευεργετούμενο. Έτσι απείχε πολύ από του να ζητεί τη δόξα των ανθρώπων, αφού και περισσότερο αυτός φρόντιζε να κρύβει τις αγαθοεργίες του, παρά άλλοι που έκαναν αισχρές πράξεις. Πήρε, λοιπόν, κομπόδεμα με χρυσάφι, πήγε τα μεσάνυχτα κοντά στο σπίτι του φτωχού ανθρώπου, το έριξε από ένα παραθυράκι μέσα και γύρισε αμέσως σπίτι του, σαν να ντρεπόταν μην τον ιδούν, όταν έκανε αυτή την αγαθοεργία.
Μία από τις αδελφές παντρεύεται. Χρυσάφι και για άλλη.
Πρωί πρωί, που ξύπνησε ο άνθρωπος, βρήκε το χρυσάφι και, στη συνέχεια, αφού έλυσε το κομπόδεμα, εξεπλάγη και νόμιζε ότι μπορεί να είχε εξαπατηθεί, φοβούμενος μήπως δεν είναι χρυσάφι αυτό που έβλεπε. Αναρωτιόταν, λοιπόν, για ποιο λόγο δε θέλησε ο ευεργέτης να έχει ως μάρτυρα της ευεργεσίας του αυτόν που ευεργετήθηκε. Τη στιγμή εκείνη, τρίβοντας το μέταλλο με τα άκρα των δακτύλων του και παρατηρώντας το πιο προσεκτικά, διαπίστωσε ότι ήταν πράγματι χρυσάφι. Για το απροσδόκητο αυτό γεγονός χαιρόταν πολύ, ένιωθε έκπληξη και απορούσε, ενώ έχυνε θερμά δάκρυα από τη μεγάλη του χαρά• δεν είχε και τι να κάνει. Και επειδή, στριφογυρίζοντας πολλά στο νου του, δεν είχε κανέναν από τους γνωστούς του στον οποίο να αποδώσει το γεγονός της αγαθοεργίας αυτής, το απέδωσε στο Θεό και δε σταματούσε να εκφράζει με δάκρυα τις ευχαριστίες του. Τώρα βέβαια, πριν από τις άλλες ανάγκες, βιαζόταν να απαλλαγεί από την αμαρτία του προς το Θεό και πάντρεψε μια από τις θυγατέρες του, την πρώτη, δίνοντάς της ως προίκα το χρυσάφι που έρευσε μόνο του ή, καλύτερα, θα έλεγα το θεόσταλτο, που ήταν σημαντικό.
Το γεγονός του γάμου το πληροφορήθηκε ο θαυμαστός Νικόλαος και διαπίστωσε ότι ο πατέρας έπραξε σύμφωνα με τη γνώμη του —αυτό πράγματι και επιθυμούσε, δηλαδή να του λύσει με το γάμο την πρόφαση της αμαρτίας—, γι’ αυτό και ετοιμάστηκε να προσφέρει βοήθεια και για το δεύτερο κορίτσι. Και πραγματικά, και άλλο κομπόδεμα με χρυσάφι, ισόποσο προς το προηγούμενο, προσέφερε σ’ αυτόν τη νύχτα, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση. Τα χαράματα, λοιπόν, που σηκώθηκε ο πατέρας των κοριτσιών, βρήκε στο δάπεδο το χρυσάφι. Και, αφού είδε πως ο Θεός, χωρίς ο ίδιος να κοπιάσει καθόλου, έριξε σαν βροχή τον πλούτο σ’ αυτόν και του έδωσε, όπως λέει ο λόγος, σιτάρι αλεσμένο, διακατεχόταν και πάλι από την ίδια έκπληξη.
Ακολούθως, αφού έσκυψε βαθιά και στήριξε στο έδαφος το μέτωπό του, έχυνε θερμότερα δάκρυα λέγοντας: «Θεέ αγαθέ, Θεέ κηδεμόνα των πάντων και αίτιε κάθε αγαθού, οικονόμε της σωτηρίας μας, Συ που έγινες άνθρωπος και για τις δικές μου αμαρτίες και τώρα σώζεις εμέ μαζί με τα παιδιά μου από την αναπόφευκτη παγίδα του εχθρού, σε παρακαλώ γνώρισέ μου ποιος είναι ο υπηρέτης του θελήματος σου, ο μιμητής σου, ο άγγελος ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτός που έτσι πάλι με αναπλάθει, που αποκαθιστά την ευημερία μου και με λυτρώνει από την ολέθρια απόφασή μου. Και να, με το δικό σου έλεος δίνω και τη δεύτερη κόρη μου σε νόμιμο άνδρα. Έτσι γλίτωσε πλέον και αυτή τη «μνηστεία» με το διάβολο και εγώ είχα κέρδος, αφού δεν εκτέλεσα πράξη που θα μου προκαλούσε ζημιά στην ψυχή».
Ο γάμος της δεύτερης κόρης. Ο Άγιος προσφέρει χρυσάφι και για την τρίτη κόρη. Ο πατέρας ανακαλύπτει τον ευεργέτη του.
Αυτά έλεγε, και πολύ γρήγορα πάντρεψε και τη δεύτερη κόρη του, έχοντας πλέον και την αγαθή ελπίδα ότι δε θα καθυστερήσει να παντρέψει και την τρίτη.
Πράγματι, πίστευε ότι είχε ήδη την προίκα στα χέρια του. Και το πίστευε αυτό, στηριζόμενος, καθώς ήταν φυσικό, σε ό,τι είχε συμβεί με τις δύο άλλες κόρες του. Ύστερα από αυτά, λοιπόν, παρακολουθούσε προσεκτικά και βρισκόταν σε ετοιμότητα μήπως έλθει ο ευεργέτης και πάλι δεν τον αντιληφτεί. Βέβαια θα ευφραινόταν με την παροχή, θα στενοχωριόταν όμως, αν δεν τον έβλεπε και, ακόμη, αν δεν ήθελε να δεχτεί να του εκφράσει με λόγια την ευγνωμοσύνη του.
Έμενε, λοιπόν, άγρυπνος και έτσι περίμενε την έλευση του φιλανθρώπου. Ο ευεργέτης πήγε και για τρίτη φορά Πήγε όμως πάρα πολύ προσεκτικά, αργά τη νύχτα, χωρίς να ακούγεται καθόλου το περπάτημά του, και, μόλις έφτασε στο συνηθισμένο τόπο, έριξε από το ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι κομπόδεμα με ίση ποσότητα χρυσού. Αμέσως απομακρύνθηκε τρέχοντας και γύρισε στο σπίτι του.
Ο πατέρας των κοριτσιών, που δεχόταν τις ευεργεσίες του φιλανθρώπου, μόλις άκουσε το θόρυβο του χρυσού που έπεσε στο δάπεδο —και δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι του συμπαρίσταται ο ίδιος πλουτοδότης —, έτρεξε πίσω του με όση ταχύτητα μπορούσε, για να τον φτάσει. Αφού τον έφτασε και γνώρισε ποιος είναι —γιατί ήταν πασίγνωστος για την αρετή του — , η χαρά του ήταν απερίγραπτη, επειδή κρατούσε ασφαλώς το θήραμά του και είχε στα χέρια του τον ευεργέτη του. Έπεσε, λοιπόν, με ευχαρίστηση στα πόδια του και τον αποκαλούσε λυτρωτή και βοηθό και σωτήρα ψυχών που κινδύνευσαν να φτάσουν στο έσχατο της καταστροφής και της αμαρτίας. «Εάν πραγματικά, έλεγε, δεν υποκινούσε τα σπλαχνικά σου αισθήματα ο πολυέλεος Κύριος, θα είχαμε από καιρό ψυχικώς» χαθεί εγώ ο άθλιος πατέρας μαζί με τις τρεις, αλίμονο, θυγατέρες μου. Αλλά τώρα μας έσωσε μέσω του προσώπου σου και μας διαφύλαξε από την πικρή πτώση στην αμαρτία και σήκωσε ο Κύριος φτωχούς από την κατάσταση της βρωμιάς και ανέσυρε από τη γη δυστυχισμένους». Αυτά τα λόγια, λοιπόν, έλεγε στον Άγιο εκείνος ο πατέρας, με δάκρυα χαράς και θερμή πίστη, και παρέμεινε πολύ χρόνο πεσμένος μπροστά στα ευλογημένα πόδια του.
Ο Άγιος όμως, επειδή διαπίστωσε ότι έγινε γνωστός πλέον στον πατέρα των κοριτσιών, τον σήκωσε επάνω και τον δέσμευσε με πολύ μεγάλους όρκους να μην ανακοινώσει ποτέ σε άλλους αυτά που είχαν γίνει, ούτε να γνωστοποιήσει την ελεημοσύνη γενικότερα στο λαό.
(ΣΥΜΕΩΝ, ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ, ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΝ ΘΑΥΜΑΣΙ ΠΕΡΙΩΝΥΜΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΥΡΩΝ ΉΣ ΛΥΚΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ, Απόδοση στη νεοελληνική γλώσσα).
Θεολόγος είσαι; Να μας μιλήσεις.
Επείσθην και εγώ και, πράγματι, την επόμενη Κυριακή (δε θυμούμαι τώρα ακριβώς την ημερομηνία, ήταν Σεπτέμβριος) πήγα πρωί πρωί στον Άγιο Γεράσιμο. Ο Γέροντας βρισκόταν στην Αγία Πρόθεση και έκανε την προετοιμασία για τη Θεία Λειτουργία στην Πρόθεση.
Εγώ, επειδή συνήθιζα να πηγαίνω στο Ιερό, μπήκα στο Ιερό. Ο Γέροντας ήταν αφοσιωμένος στην Αγία Πρόθεση. Περίμενα κάποια στιγμή να τελειώσει, να τον χαιρετήσω, να του ασπασθώ το χέρι και να έρθω σε μια πρώτη επαφή.
Όντως, μετά από κάμποση ώρα, όταν κάλυψε την Αγιά Πρόθεση, στράφηκε προς το μέρος μου και εγώ του έβαλα μετάνοια και του φίλησα το χέρι.
Ο Γέροντας με καλωσόρισε με τούτα τα λόγια:
- Καλώς τονε, Θεολόγος είσαι;
- Ναι, Γέροντα.
- Αφού βρέθηκες εδώ, να μας μιλήσεις.
- Άμα έχω την ευλογία σας…
Αφού συλλογίστηκα λίγο, γιατί δεν είχα σκεφτεί και την ευαγγελική περικοπή, που θα ανεγινώσκετο εκείνη τη μέρα, του λέω:
- Γέροντα, αν είναι δυνατό να δω λίγο την ευαγγελική περικοπή, αν και δεν πρέπει να γίνεται έτσι πρόχειρα το κήρυγμα. Θα πρέπει κανείς να προετοιμάζεται, αλλά εφόσον εσείς το προτείνετε, το δέχομαι.
- Μου έδωσε πράγματι το Ευαγγέλιο, διάβασα την περικοπή και μετά το τέλος, έρχεται ξανά και μου λέει:
- Που θα μιλήσεις; Μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου ή στο κοινωνικό, που έρχονται οι περισσότεροι, για να ωφελήσουμε περισσότερους ανθρώπους; [Ι 155π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών,Γέροντος Πορφυρίου, εκδ. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, σελ. 236-237)
Περπατούσα στην παραλία της Θεσσαλονίκης απόγευμα προς βράδυ, όταν ένας τοξικομανής με πλησίασε.
Δε μου ζήτησε λεφτά, αλλά με ρώτησε αν μπορούσα να του αγοράσω μια ρόκα (καλαμπόκι) που έψηνε κάποιος πιο κάτω σε ένα μικρό πάγκο που είχε στήσει.
Τον ρώτησα αν ήθελε και κάτι άλλο. Μου είπε ότι ήθελε να πάω να του την αγοράσω εγώ επειδή χρωστούσε στον καλαμποκιά και ίσως να μη του έδινε! Πήγα και αφού του την έφερα, με ρώτησε αν μπορώ να κάτσω λίγο μαζί του η αν ντρέπομαι! Του απάντησα ότι θα ντραπώ, αν δεν κάτσω.
Τότε μου είπε το εξής εκπληκτικό!
''Φίλε, μακριά από το Χριστό έτσι καταντάς!!! Όμως προσπαθώ εδώ και καιρό να κόψω τα ναρκωτικά για να μην Τον στεναχωρώ!!! Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, αλλά επειδή μάλλον δε θα ζήσω πολύ, θέλω όταν θα πάω μπροστά Του να έχω να του δείξω τον αγώνα μου μήπως και με λυπηθεί!''
Ήμασταν κάπου κοντά στο ύψος του Ι. Ναού Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Μου λέει........ πάω κάθε πρωί απέναντι και με κοιτούν όλοι καλά καλά επειδή νομίζουν ότι θέλω λεφτά. Όμως εγώ πηγαίνω μπροστά στην εικόνα για να ζητήσω βοήθεια να κόψω τα ναρκωτικά. Δεν ανάβω κερί επειδή δεν έχω λεφτά να πάρω!!!!! (ΦΙΛΟΤΙΜΟ). Και κάθε βράδυ πάλι πηγαίνω και λέω...........δεν τα κατάφερα συγγνώμη! Ή λέω .......σήμερα κάπως το πάλεψα, ευχαριστώ!!!
Έζησα στα λόγια αυτού του ανθρώπου στιγμές από τα συναξάρια!!!
Του έδωσα κάτι λεφτά και του είπα από αύριο να πηγαίνει στην εκκλησία και να παίρνει κερί αλλά να προσεύχεται και για τη δικιά μου ψυχή. Με διαβεβαίωσε ότι τα λεφτά δε θα τα χαλάσει και ότι θα τα δώσει όλα μαζεμένα εκεί για να μην μπαίνει στον πειρασμό και τα ξοδέψει, και κάθε μέρα θα παίρνει 2 κεριά.
Του λέω με λένε Νίκο. Μου είπε ότι δεν είναι δύσκολο να με θυμάται αφού κανείς δεν κάθεται μαζί του και έτσι δεν έχει φίλους και γνωστούς.
Δε ρώτησα πολλά γι αυτόν. Δεν ήθελα να νιώσει ότι παραβιάζω την παράξενη ζωή του με την αδιακρισία μου. Την ώρα που έφευγα, μου είπε ότι χάρηκε που έκατσα μαζί του και ότι του έκανε καλό η παρέα.
Ευχαριστώ για όλα παράξενε φίλε.
Ο διάσημος Ρώσος ιερέας, Δημήτριος Ντούτκο, στο βιβλίο του «Στο Σταυροδρόμι» (Μόσχα 1994), παραθέτει ένα σχετικό περιστατικό, που του το ανέφερε μια μορφωμένη γυναίκα.
«Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
– Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
– Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!
– Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του αρρώστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
– Να αυτή!
– Ποια αυτή, ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε. Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας»
(αρχ. Παύλου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον, εκδ. «Θαβώρ», σελ. 111-112)