ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
[Βιβλίο, Ιστορικές Γραμμές τόμος Β΄, Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου. σελ.15-61]
Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
I. Ευνοήθηκε από την Ιστορία και την Εκκλησία ο Μέγας Κωνσταντίνος;
Όταν μελετάς την Παγκόσμια Ιστορία διαπιστώνεις ότι ο τίτλος «μέγας» δόθηκε σε δύο δεκάδες περίπου προσωπικότητες απ’ όλον τον κόσμο και ότι αυτές οι μορφές συγκεντρώνουν επάνω τους όλους τους ερευνητικούς προβολείς των μελετητών όλων των εποχών.
Για τον Κωνσταντίνο θα παραδεχόσουν την άποψη ότι: «εις την εξέλιξιν της Παγκοσμίου Ιστορίας, δύο κυρίως άνδρες κατόρθωσαν δια της δράσεως αυτών ν’ ανοίξουν μεγάλας λεωφόρους εις τον πολιτισμόν της ανθρωπότητος και να δώσουν νέαν μορφήν εις τον κόσμον, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Μέγας Κων/νος. Συνδέονται, εξάλλου, και οι δύο με τας μεγάλας τύχας του Ελληνισμού» (Εγκυκλοπαίδεια των Εθνών, Μ. Κων νος, σελ. 5).
Αλλά ο ίδιος ιστορικός, που διατυπώνει την ανωτέρω άποψη, σου παρέχει και κρίσεις που δείχνουν ότι κάπως ευνοήθηκε από την Ιστορία και την Εκκλησία ο Κων/νος: «Εξόχως δραματική υπήρξε η ιστορία αυτού ως ανθρώπου... Νομίζει κανείς ότι η υπερτέρα ιστορική μοίρα, ηθέλησε να συνδυάση το ιστορικόν μεγαλείον του ανδρός με τας μικρότητας και τας οικτράς θλίψεις των ανθρωπίνων πλασμάτων. Η ψυχρά Ιστορία επεβράβευσε το έργον και τον ανεκήρυξε Μέγαν. Η φιλάνθρωπος Εκκλησία εσυγχώρησε μεγάλα εγκλήματα αυτού ως ανθρώπου και τον ανεκήρυξε Άγιον και Ισαπόστολον, αποβλέψασα εις την δι’ αυτού θριαμβεύσασαν Χριστιανικήν Ιδέαν» (Εγκυκλοπ. των Εθνών, Μ. Κων νος, Αδαμ. Αδαμάντιου, σελ. 6).
Άλλοι ιστορικοί σού διατυπώνουν επιφυλάξεις και αμφισβητήσεις για τους μεγάλους, ένδοξους και κορυφαίους τίτλους του Μεγάλου, του Αγίου και του Ισαποστόλου, όπως ο Arnold Jones: «Ο Κωνσταντίνος ελάχιστα αξίζει τον τίτλο «Μέγας», που του απένειμε η Ιστορία. Και αυτό τόσο για το χαρακτήρα του, όσο και για τις ικανότητές του. Του έλειπε η σταθερότητα...Ήταν θυελλώδης και βίαιος στις εκρήξεις της οργής του... Έπαιρνε βιαστικές αποφάσεις... ήταν ευαίσθητος στην κολακεία... Οι αντιλήψεις του περί στρατηγικής για την άμυνα της αυτοκρατορίας ήταν σωστές. Στο πιο μονότονο καθήκον της διοικήσεως ήταν αδύνατος. Στα οικονομικά ήταν καταστρεπτικά σπάταλος... Λιγότερο ακόμη αξίζει τον τίτλο του Αγίου. Ήταν στο σύνολό του άνθρωπος καλός, μολονότι οι πολιτικές δολοφονίες ετάραξαν την κοινή γνώμη της εποχής του... Άγιος, ωστόσο, δεν ήταν. Τις σχέσεις του με το Θεό τις ρύθμιζε ο φόβος και η ελπίδα, όχι η αγάπη... Στον τίτλο του Ισαποστόλου έχει περισσότερα δικαιώματα, γιατί η σταδιοδρομία του επηρέασε βαθειά την Ιστορία της Εκκλησίας και το μέλλον του Χριστιανισμού» (Arn. Jones, ο Κων/νος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, σελ. 237 κ.ε.).
Άλλοι ιστορικοί έρχονται να σου υπογραμμίσουν την αδυναμία τους να σχηματίσουν σαφή γνώμη και να δεχθούν ότι υπήρξε ειλικρινής μεταστροφή του Κωνσταντίνου στο Χριστιανισμό, όπως λ.χ. ο Ε. Gerland: «Προ του κατωφλίου της Βυζαντινής Ιστορίας υπάρχει μία Σφίγξ, ο Μέγας Κωνσταντίνος. Η προσωπικότης του θαυμασθείσα υπό συγχρόνων και περιπλεχθείσα εις θρύλους υπό μεταγενεστέρων, παρέχει ποικιλώτατα αινίγματα» (Άνδρ. Φυτράκη, Η πίστις του Μ. Κων νου κατά τα τελευταία έτη της ζωής αυτού, σελ. 23). Καθώς και ο Will Durant: «Ήτο ειλικρινής η μεταστροφή του, ήτο αυτή πράξις πίστεως ή μία υπέροχος ενέργεια πολιτικής συνέσεως; Πιθανώς το δεύτερον. Ένας πραγματικός πιστός θα ήτο πρώτον Χριστιανός και έπειτα κυβερνήτης. Ο Χριστιανισμός ήτο δι’ αυτόν μέσον και όχι σκοπός». (W. Dyrant, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τομ. Γ σελ. 753). Ενώ ο Γιάννης Κορδάτος γράφει ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος, ποτέ δεν έγινε Χριστιανός! «Ο Κωνσταντίνος, που η Εκκλησία τον ετιτλοφόρησε Μέγαν και Άγιον (ενώ ως τα τελευταία του χρόνια ο οικογενειακός του βίος παρουσιάζει πολλά σκοτεινά σημεία και βαρύνεται μ’ εγκλήματα, και το σπουδαιότερο, ποτέ του δεν έγινε Χριστιανός» (Γ. Κορδάτου. Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, σελ. 34).
Και μπορείς να συναντήσεις ιστορικούς που θεωρούν τον Μέγαν Κωνσταντίνον ως κακούργον και εγκληματία και σε εντυπωσιάζουν με τη σφοδρότητα των χαρακτηρισμών τους: Τέτοια είναι η γνώμη του Reitermeier: «Εν τω Κωνσταντίνω, ανθρώπω μόνον κακούργω, μόνον δεισιδαίμονι δεν είναι άξιον θαυμασμού αν ουχί εξ’ ειλικρινών λόγων προσετέθη τη θεραπεία [λατρεία] του Θεού των Χριστιανών, αλλ’ αναγκασθείς εκ τινος συμπτώσεως και εξ αιτίας ουχί αρκετά εντίμου» (Δημ. Μαυροπούλου, Η επιστροφή του Μ. Κων/νου εις τον Χριστιανισμόν, σελ. 47). Ανάλογη και η γνώμη του Γερμανού Jacob Burckhardt, που επηρέασε την ιστορική σκέψη: «Ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξεν φιλόδοξος, αρχομανής, εγκληματίας εγωιστής, μη θρησκευτική φύσις, εις ην μόνον η μοιρολατρεία εκυριάρχει. Την ιδιωτικήν ζωήν εβάρυναν τα φρικτότερα των εγκλημάτων και ο Ευσέβιος αηδέστατος πάντων των εγκωμιαστών!» (Άνδρ. Φυτράκη, Η πίστις του Μ. Κων/νου κατά τα τελευταία έτη της ζωής αυτού, σελ. 24).
Διάφοροι μελετητές και αρθρογράφοι σού παρουσιάζουν κατά καιρούς σε δημοσιεύματα και άλλες επικρίσεις για τον Μέγαν Κωνσταντίνον, όπως τον χαρακτηρισμό ότι ήταν «μία μετριότητα» και «μικράς καλλιέργειας και ευφυΐας» αυτοκράτορας. Τον επικρίνουν ακόμη διότι εξόρισε τον άγιον Αθανάσιον, διότι υποστήριξε Αρειανούς επισκόπους και διότι εισήγαγε στο Βυζάντιο τον «καισαροπαπισμό». Διότι ανέβαλε μέχρι θανάτου το βάπτισμα του και διότι, ενώ καθόλη τη ζωή του αγωνίσθηκε για την ενότητα της αυτοκρατορίας, στα τελευταία του διήρεσε και μοίρασε την αυτοκρατορία στους υιούς του.
Άλλοι όχι μόνο θεωρούν δεδομένο ότι οι τίτλοι και οι τιμές στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι εκδηλώσεις υπερβολικής ευνοίας, αλλά σού ισχυρίζονται ότι και ο Μέγας Κωνσταντίνος, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, είναι ένας «χασάπαρος» της Ιστορίας και «είναι καιρός πλέον να πάψουμε στην Ιστορία να ασχολούμαστε με τους μεγάλους χασάπηδες των λαών!». Ή εν πάση περιπτώσει σο’υ αντιπροτείνουν άλλοι... μετριοπαθέστεροι, η λέξη «Άγιος», που αποδόθηκε στο Μέγα Κων/νο, είναι μια αναγνωρισμένη εκκλησιαστική έκφραση, όπως αποκαλούμε σήμερα τους μητροπολίτες, Άγιος Εδέσσης, Άγιος Φιλαδέλφειας κ.ά. και δε σημαίνει ουσιαστικά «άγιος»!
Έχει, λοιπόν, θα κατέληγες να πεις, πολλές πλευρές απρόσμενες και αναπάντεχες η διαπραγμάτευση του θέματος για το Μέγα Κωνσταντίνο και αξίζει τον κόπο να θεωρήσεις κατά το δυνατόν σφαιρικά την εποχή του, τις συνθήκες της εποχής του, την προσωπικότητα και το έργο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έχοντας υπόψη σου και την κρίση του Γάλλου Ιστορικού Boissier: «Δυστυχώς, όταν ασχολούμεθα με μεγάλους άνδρες, που έπαιξαν ένα σπουδαίο ρόλο στην Ιστορία και προσπαθούμε να μελετήσουμε τη ζωή τους και τη δράση τους, σπανίως είμαστε ικανοποιημένοι και από τις πιο φυσικές εξηγήσεις. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι το διαφορετικό από τους συνανθρώπους τους, μας κάνει να μην πιστεύουμε ότι μπορούν να ενεργούν όπως και οι κοινοί άνθρωποι. Ψάχνουμε να βρούμε απόκρυφες αιτίες πίσω και από την πιο απλή τους πράξη, ενώ συγχρόνως τους αποδίδουμε μια λεπτότητα και ένα βάθος σκέψεως ή απιστίες, τις όποιες ποτέ τους δεν είχαν διανοηθεί. Όλα αυτά έχουν την εφαρμογή τους στην περίπτωση του Κωνσταντίνου. Έχει επικρατήσει μία βασισμένη στην προκατάληψη πεποίθηση, ότι ο ικανός αυτός πολιτικός θέλησε να μας ξεγελάσει. Όσο θερμότερα αφιέρωνε τον εαυτό του στις θρησκευτικές υποθέσεις προβάλλοντάς τον ως ένα γνήσιο πιστό, τόσο πιο βάσιμες εγίνοντο οι προσπάθειές μας να αποδείξουμε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αδιάφορος για τα ζητήματα αυτά» (Α.Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζ. Αυτο-κρατορίας σελ. 65, 66). Όμως σού προσφέρεται, ή μάλλον σού είναι αναγκαίο πρώτα-πρώτα, να αντικρύσεις και να περιγράψεις τη θέση των Χριστιανών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πριν από το Μέγα Κωνσταντίνο.
2. Ποιά η θέση των Χριστιανών προ του Μεγάλου Κωνσταντίνου;
Oπωσδήποτε οι Χριστιανοί με την πίστη τους, με τα λόγια τους και τα έργα τους είχαν αποδοκιμάσει την ανηθικότητα και την ειδωλολατρεία του αρχαίου κόσμου και των Ρωμαίων και με την υπεροχή των αληθειών του Ευαγγελίου οι θεοί του Ελληνορρωμαϊκού πανθέου και η θεοποίηση των αυτοκρατόρων έφθαναν τα όρια της γελοιότητας.
Αλλά και όλοι οι ιστορικοί σού προσθέτουν ότι το Ρωμαϊκό Δίκαιο είχε χαρακτηρίσει την ομολογία του Χριστιανισμού ως εγκληματική πράξη. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπήρξε ταυτόχρονα πατρίδα και διώκτης του Χριστιανισμού. Και όχι μόνον από τους Ρωμαίους, αλλά και από τους Εβραίους διώκονταν οι Χριστιανοί. Πόλεμος γινόταν κατά των Χριστιανών με βίαια και σκληρά μέσα, πόλεμος οφειλόμενος σε θρησκευτικές, φιλοσοφικές και πολιτικές προκαταλήψεις.
Πιο συγκεκριμένα οι Χριστιανοί συναντούσαν και λαϊκή εχθρότητα και την αντίδραση των φιλοσόφων και την πολιτική δίωξη. Ζούσαν διαρκώς οι Χριστιανοί κάτω από θανάσιμες απειλές και αντιμετώπιζαν ευθαρσώς τις συνηθισμένες δοκιμασίες, δημεύσεις, κακώσεις και βιασμούς. Υφίσταντο μαρτύρια ηρωϊκά άνδρες, γυναίκες και παιδιά των Χριστιανών και αντίκρυζαν τέτοια εχθρική μανία που οδηγούσε και σε εξαφάνιση των σκηνωμάτων και των λειψάνων των μαρτύρων. Με ένα λόγο οι διωγμοί των Χριστιανών ήταν κορυφαίο, παγκόσμιο και διαρκές φαινόμενο.
Από τα χρόνια του Νέρωνα, που έκαιγε σαν λαμπάδες τους Χριστιανούς για να φωτίζουν τους κήπους και τις παραστάσεις του αυτοκράτορα, ως τα χρόνια του... φιλόσοφου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, που αποτιμούσε το θάρρος των Χριστιανών, ενώπιον του μαρτυρίου, ως θεατρινισμόν και ως τα χρόνια της τετραρχίας του Διοκλητιανού, εξοντωτικός ήταν ο διωγμός, ο πόλεμος κατά των Χριστιανών.
Με φανατισμό αποκαλούσαν τους Χριστιανούς «υποστάθμη του λαού», «θρασείς βαρβάρους», τους κατηγορούσαν για μίσος κατά της ανθρώπινης φυλής, για διαβολική μαγεία, για μυστική ανηθικότητα. Τους συκοφαντούσαν ότι έκαναν αποτρόπαιες τελετουργίες θυσιάζοντας παιδιά, ότι έπιναν ανθρώπινο αίμα στις εορτές του Πάσχα, ότι λάτρευαν έναν εγληματία που νομίμως εκτελέσθηκε από ένα Ρωμαίο διοικητή και ότι λάτρευαν έναν...Όνον!
Συγκλονίζεσαι διαβάζοντας την περικοπή από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου (βιβλ. 8. κεφ. 7. έκδ. Λειψίας, § 5-9): «Θαυμάσειε δ’ αν τις αυτών και τους επί της οικείας γης μαρτυρήσαντας, ένθα μυρίοι τον αριθμόν, άνδρες άμα γυναιξίν και παισίν, υπέρ της του Σωτήρος ημών διδασκαλίας, του πρόσκαιρου ζήν καταφρονήσαντες, διαφόρους υπέμειναν θανάτους, οι μεν αυτών μετά ξεσμούς και στρεβλώσεις, μάστιγάς τε χαλεπωτάτας και μυρίας άλλας ποικίλας και φρικτάς ακούσαι βασάνους πυρί παραδοθέντες, οι δε πελάγει καταβροχθισθέντες, άλλοι δ’ ευθαρσώς τοις αποτέμνουσιν τας εαυτών προτείναντες κεφαλάς, οι δε και εναποθανόντες τοις βασάνοις, έτεροι δε λιμώ διαφθαρέντες, και άλλοι πάλιν ανασκολοπισθέντες, οι μεν κατά το σύνηθες τοίς κακούργοις, οι δε και χειρόνως ανάπαλιν κάτω κάρα προσηλωθέντες, τηρούμενοί τε ζώντες, εις ότε και επ’ αυτών ικρίων λιμώ διαφθαρείεν.
Πάντα δ' υπεραίρει λόγον και ας υπέμειναν αικίας και αλγηδόνας οι κατά Θηβαΐδα μάρτυρες, οστράκοις αντι ονύχων όλον το σώμα και μέχρις απαλλαγής του βίου καταξαινόμενοι, γύναιά τε τοιν ποδοίν εξ ενός αποδεσμούμενα μετέωρά τε και διαέρια κάτω κεφαλήν μαγγάνοις τισίν εις ύψος ανελκόμενα γυμνοίς τε παντελώς και μηδ' επικαλυμμένοις τοις σωμασιν θέαν ταύτην αισχίστην και πάντων ωμοτάτην και απανθρωποτάτην τοις ορώσιν άπασιν παρεσχημένα. Άλλοι δ’ αυ πάλιν δένδρεσιν και πρέμνοις εναπέθνησκον δεσμούμενοι· τους γαρ μάλιστα στερροτάτους των κλάδων μηχαναίς τισίν επί ταυτόν συνέλκοντες εις εκάτερά τε τούτων τα των μαρτύρων αποτείνοντες σκέλη, εις την εαυτών ηφίεσαν τους κλάδους φέρεσθαι φύσιν, άθρουν των μελών διασπασμόν καθ’ ων ταύτ’ ενεχείρουν επινοούντες.
Και ταυτά γε πάντα ενηργείτο ουκ επ’ ολίγας ήμέρας ή χρόνον τινά βραχύν, αλλ’ επί μακρόν όλων ετών διάστημα. οτέ, μεν πλειόνων ή δέκα, οτέ δε υπέρ τους είκοσι τον αριθμόν αναιρουμένων, άλλοτε εκατόν εν ημέρα μια άνδρες άμα κομιδή νηπίοις και γυναιξίν εκτείνοντο. Ότε και θαυμασιωτάτην ορμήν θείαν τε ως αληθώς δύναμιν και προθυμίαν των εις τον Χριστόν του Θεού πεπιστευκότων συνεωρώμεν... ώστε ψάλλειν και ύμνους και ευχαριστίας εις τον των όλων Θεόν μέχρις αυτής εσχάτης αναπέμπειν αναπνοής»
Δηλαδή: Θα έβλεπε κανένας με θαυμασμό και σεβασμό στους Χριστιανούς και εκείνους που μαρτύρησαν στην πατρίδα τους. Τότε που αναρίθμητοι Χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες με παιδιά μαρτύρησαν για τη διδασκαλία του Σωτήρα μας Χριστού. Αφού δεν λογάριασαν την επίγεια προσωρινή ζωή, υπόμειναν το θάνατο με διαφόρους τρόπους. Άλλοι Χριστιανοί, αφού βασανίσθηκαν με κεντρίσματα από αιχμηρά όργανα και από όργανα που προκαλούσαν εξαρθρώσεις, με μαστιγώσεις φοβερές και με διάφορα άλλα βασανιστήρια που προκαλούν φρίκη με το άκουσμά τους, ρίχθηκαν στη φωτιά. Άλλοι Χριστιανοί ρίχθηκαν στη θάλασσα όπου φαγώθηκαν (από τα ψάρια) και άλλοι με παρρησία και θάρρος πρόσφεραν το κεφάλι τους στους δημίους που αποκεφάλιζαν. Άλλοι (Χριστιανοί) πέθαιναν κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων, άλλοι χάνονταν από την πείνα. Άλλους παλούκωναν, όπως συνήθιζαν να παλουκώνουν τους εγκληματίες και άλλους κάρφωναν σε πασσάλους ανάποδα με το κεφάλι προς τα κάτω και διατηρούσαν ζωντανούς, μέχρις ότου πεθάνουν από την πείνα εκεί που ήταν κρεμασμένοι και καρφωμένοι.
Είναι ανώτερα από κάθε περιγραφή τα μαρτυρικά βασανιστήρια και οι πόνοι που υπέφεραν οι μάρτυρες Χριστιανοί στην περιοχή της Θηβαΐδας με το να ξεσχίζονται σ’ ολόκληρο το σώμα τους με κόκκαλα αντί για νύχια, μέχρις ότου βγεί η ψυχή τους. Και γυναίκες Χριστιανές καθώς δένονταν από ψηλά με το ένα πόδι, κρέμονταν με το κεφάλι προς τα κάτω, γυμνώνονταν εντελώς, δίνοντας εικόνα της πιο μεγάλης ατίμωσης, ωμότητας και απανθρωπιάς σ’ όσους έβλεπαν. Άλλοι πάλι Χριστιανοί, πέθαιναν, αφού δένονταν στα κλαδιά και στους κορμούς των δένδρων. Δηλαδή τους πιο στέρεους κλάδους τους έστρεφαν με διάφορες μηχανές προς την ίδια κατεύθυνση και έδεναν τα σκέλη των μαρτύρων, το καθένα σε χωριστό κλάδο, αλλά μετά άφηναν ελεύθερους τους κλάδους να επανέλθουν στην προηγούμενη φυσική τους θέση και έτσι συντρίβονταν και σπαράσσονταν τα σώματα των Χριστιανών, εναντίον των οποίων είχαν επινοήσει αυτό το μαρτύριο.
Και όλα αυτά τα μαρτύρια και οι διωγμοί δεν έγιναν σε κάποια περιορισμένη χρονική περίοδο, αλλά συνεχίστηκαν σε μεγάλο χρονικό διάστημα, για αιώνες ολόκληρους. Και σκοτώνονταν οι Χριστιανοί με τέτοια βασανιστήρια άλλοτε δέκα ή και περισσότεροι, άλλοτε παραπάνω από είκοσι, άλλοτε έκατό μέσα σε μια ημέρα, μαζί άνδρες νήπια και γυναίκες. Τότε βλέπαμε το θαυμαστό πόθο με τη θεϊκή δύναμη και τη λαχτάρα των πιστών για το Χριστό... Τόσος πόθος, τέτοια δύναμη και τόση λαχτάρα, ώστε να ψέλνουν, να δοξάζουν τον Θεόν και να ευχαριστούν τον Θεόν ως τη στιγμή της τελευτμιας ανάσας της ζωής τους!
Αυτό το έπος των μαρτύρων του Χριστιανισμού οδήγησε τον Will Durant να αναφωνήσει: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερον δράμα εις την Ιστορίαν της ανθρωπότητος από το θέαμα ολίγων Χριστιανών, καταφρονουμένων και καταπιεζομένων από μίαν σειράν αυτοκρατόρων — οι οποίοι υπέφερον όλας τας δοκιμασίας με αγρίαν σταθερότητα, οίτινες επολλαπλασιάζοντο ησύχως, εδημιούργουν τάξιν καθ' ον χρόνον οι εχθροί των επροκάλουν χάος, εμάχοντο με τον λόγον εναντίον του ξίφους, αντιμετώπιζαν την βίαν με την ελπίδα και τέλος ενίκησαν το ισχυρότερον κράτος, το οποίον εγνώρισε ποτέ η Ιστορία. Ο Καίσαρ και ο Χριστός συνηντήθησαν εις τον στίβον και ενίκησεν ο Χριστός!» (Will Durant. Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμ. Γ , σελ. 750).
Πρέπει να σημειώσεις ότι και οι συνάρχοντες-αυτοκράτορες σύγχρονοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπήρξαν διώκτες του Χριστιανισμού. Λ.χ. τα διατάγματα του 303 μ.Χ. που έφεραν τις υπογραφές των Διοκλητιανού, Γαλερίου και του Μαξιμιανού φανέρωναν την επιθυμίαν τους να συντρίψουν τους Χριστιανούς και κράτησαν τους διωγμούς ως το 311 μ.Χ. Σύμφωνα με τις εντολές τους οι Εκκλησίες έπρεπε να κατεδαφίζονται, τα Χριστιανικά βιβλία να καίγονται, οι Χριστιανικές κοινότητες να διαλύονται, οι Χριστιανοί να θεωρούνται έκπτωτοι των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, να εξορίζονται και να υποβάλλονται σε βασανιστήρια, ακόμα και να καταδικάζονται στην ποινή του θανάτου.
Όμως με το Μέγα Κωνσταντίνο διαπιστώνεις ότι πρώτος και μόνος αυτός αναγνώρισε την αποτυχία των διωγμών, ξεχώρισε από τους μέχρι τότε μισοχριστιανούς αυτοκράτορες και έπαυσε πάραυτα τους διωγμούς· αρχικά επέτρεψε στους Χριστιανούς να συναγωνίζονται με ίσους όρους τις ειδωλολατρικές θρησκείες και σύντομα ανέδειξε το Χριστιανισμό σε θρησκεία του Κράτους και προώθησε τη στενή συνεργασία Κράτους και Εκκλησίας.
Καθώς μάλιστα αναλογίζεσαι ότι στις ημέρες των προκατόχων του Ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως Αυγούστου και Τραϊανού χάθηκαν δεκάδες χιλιάδων ωρίμων ανθρώπων σε μονομαχίες και θηριομαχίες, ενώ στις ημέρες του Μεγάλου Κωνσταντίνου καταργήθηκαν οι μονομαχίες και οι θηριομαχίες, βρίσκεις αστήρικτη την επίκριση
του «χασάπαρου» για τον Μέγα Κων/νον. Οι προηγούμενοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν κάνει τη Ρώμη «μακελλείο», ο Μέγας Κων/νος έφερε Χριστιανική ειρήνη στην αυτοκρατορία, παύοντας τους διωγμούς. Όμως είναι καιρός να μελετήσεις το βίο και το έργο του Μ. Κων/νου.
3. Ποιός ο βίος και το έργο του Μεγάλου Κωνσταντίνου;
Μελετώντας σύγχρονες και μεταγενέστερες πηγές πληροφορείσαι ότι ο Μέγας Κων/νος γεννήθηκε στις 17 Φεβρουάριου του 273 ή κατά τη γνώμη άλλων του 274, ή του 275 μ.Χ. στη Ναϊσσό, σημερινή Νίσσα της Σερβίας, σε πολύ δύσκολους καιρούς, που χαρακτηρίζονταν από απελπισία για το μέλλον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από ατέλειωτους εμφυλίους πολέμους, από αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές, από ολέθριες επιδημίες, άγριες επαναστάσεις και βαρειές δυστυχίες πολλών συγκρούσεων. Πατέρας του ο Κωνστάντιος Χλωρός και μητέρα του η Ελένη, η μετέπειτα Αγία Ελένη, κατά τη γνώμη ιστορικών κόρη ενός πανδοχέα της Βιθυνίας, κατά τη γνώμη άλλων ιστορικών κόρη βαρβάρου βασιλέως ή εξελληνισθείσα από οικογένεια βαρβάρων.
Ο Γάος Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος παρέμεινε με τον πατέρα του ως το 293 μ.Χ. Τότε ο πατέρας του εγκατέλειψε τη μητέρα του Ελένη, για να νυμψευθεί άλλη ευγενή Ρωμαία, τη Θεοδώρα, θυγατέρα του Μαξιμιανού, γενόμενος ταυτόχρονα συμβασιλέας του Μαξιμιανού - ίσχυσε το σύστημα της τετραρχίας, που καθιέρωσε ο Διοκλητιανός - και είχε έδρα του τουςΤρεβήρους. Μένοντας ο Κων/νος μαζί με τη μητέρα του Ελένη δέχθηκε την πρώτη κατήχηση στο Χριστιανισμό κατά πάσαν πιθανότητα.
Ο Διοκλητιανός κρατούσε υπό την προστασία του και υπό την επίβλεψη-επιτήρηση τον νεαρό Κωνσταντίνο στην αυλή του· έλαβε ο Κων/νος καλή σχετικά μόρφωση, κατατάχθηκε στο στρατό του Διοκλητιανού και όταν έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο και στην Περσία διακρίθηκε για τις ικανότητές του και τη γενναιότητά του.
Στην αυλή του Διοκλητιανού έμεινε ως το 306 μ.Χ. και διαπίστωσε πώς είχε παραγκωνισθεί από τη θέση του καίσαρα για χάρη του Μαξιμίνου και του Σεβήρου και ήταν ουσιαστικά επιτηρούμενος από τους Γαλέριο και Διοκλητιανό. Είχε εν τω μεταξύ νυμφευθεί την απλή Μινερβίνα, από την όποιαν είχε αποκτήσει και έναν υιόν, τον Κρίσπο.
Όταν έμαθε ότι ο πατέρας του Κωνστάντιος ο Χλωρός ήταν ασθενής, εξασφάλισε με πολλές δυσκολίες την άδεια του Γαλερίου να τον επισκεφθεί. Μάλιστα οι βιογράφοι του αναφέρουν ότι ο Γαλέριος μεταμελήθηκε για την άδεια που έδωσε στον Κων/νο και απέστειλε έμπιστους να τον συλλάβουν κυνηγώντας τον από σταθμό σε σταθμό και πολύ δύσκολα κατάφερε να ξεφύγει ο Κων/νος, φθάνοντας στον πατέρα του.
Στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. πέθανε ο Κωνστάντιος ο Χλωρός και την ίδια μέρα ο στρατός του ανακήρυξε αυτο-κράτορα τον υιόν του Κωνσταντίνο. Από τότε μπορείς να παρακολουθήσεις τη ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων, που οδήγησαν τον Κωνσταντίνο στις μεγάλες δόξες, στις μεγάλες και τραγικές δοκιμασίες και στην τελική επικράτησή του ως μονοκράτορα στην απέραντη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Από το 306 μ.Χ. ως το 312 μ.Χ. υπήρξε αυτοκράτορας της Βρεττανίας με έδρα τους Τρεβήρους, έχοντας την εμπιστοσύνη του στρατού του και τη μεγάλη αγάπη των Ρωμαίων και όλων των άλλων λαών της Δύσεως. Το 307 μ.Χ., επαναλαμβάνοντας τη συμπεριφορά του πατέρα του, εγκαταλείπει τη γυναίκα του Μινερβίνα και νυμφεύεται την ευγενή Ρωμαία Φαύστα, κόρη του Μαξιμιανού, θέλοντας να συγγενεύσει με τους άλλους συναυτοκράτορας της Δύσεως στη Ρώμη, (ο Μαξιμιανός με τον υιόν του Μαξέντιον ήταν συναυτοκράτορες στη Ρώμη) και μένοντας ουδέτερος απέναντι στο Γαλέριο της Ανατολής. Η πρώτη σύζυγός του Μινερβίνα απέθανε το 308 μ.Χ. και ο υιός του Κρίσπος μεγάλωσε με τη γιαγιά του και μητέρα του Κωνσταντίνου Ελένη.
Το 310 μ.Χ. σημειώνουν οι βιογράφοι του, ενώ πολεμούσε στην Ανατολική όχθη του Ρήνου εναντίον του Γερμανικού φύλου των Βρουκτερίων δοκίμασε την επιβουλή του πενθερού του Μαξιμιανού, που προσπάθησε να προσεταιρισθεί τα στρατεύματά του και να υφαρπάσει την εξουσία στην Αρελάτη, λέγοντας ότι ο Κωνσταντίνος είχε φονευθεί. Τα πιστά στρατεύματα του Κωνσταντίνου δεν ακολούθησαν τον Μαξιμιανό, που κατέφυγε στη Μασσαλία, όταν αποκαλύφθηκε ο δόλος του.
Οι βιογράφοι αναφέρουν ότι ο Κωνσταντίνος συγχώρεσε τον πεθερό του Μαξιμιανό, ο οποίος δεν συνετίσθηκε, αλλά επιχείρησε να οργανώσει συνωμοσία και να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο στον κοιτώνα του. Κατά τον Λακτάντιο και άλλους βιογράφους, ο Κωνσταντίνος σώθηκε χάρη στην προειδοποίηση της Φαύστας, που γνώριζε από τον πατέρα της τα σχετικά με τη συνωμοσία, αλλά στο δίλημμα ν’ ακολουθήσει τον πατέρα της Μαξιμιανό ή το σύζυγό της Κωνσταντίνο, στάθηκε αποφασιστικά στο πλευρό του συζύγου της Κωνσταντίνου. Η απόπειρα δολοφονίας απότυχε και αποκαλύφθηκε ο δόλος του Μαξιμιανού, που αύτοκτόνησε ή σκοτώθηκε από τη φρουρά του Κωνσταντίνου.
***
Αν ήθελες να παρατηρήσεις την κατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας γύρω στα 311 μ.Χ., θα διέκρινες πέντε αυγούστους να κυβερνούν τις απέραντες εκτάσεις της: Τον Κωνσταντίνο στη Βρεττανία και Γαλατία, τον Λικίνιο στη Γαλατία, Δαλματία και Πανονία, τον Γαλέριο στη Μοισία, Ελλάδα και Μικρά Ασία, τον Μαξιμίνο στη Μεσοποταμία, Αίγυπτο και Λιβύη και τον Μαξέντιο στην Ιταλία, Ισπανία, Μαυριτανία και Δυτική Αφρική.
Ο Γαλέριος το 311 μ.Χ., όντας βαρύτατα ασθενής, υποκινούμενος από τη σύζυγό του, τη σύζυγο του Διοκλητιανού Βαλερία και τη θυγατέρα του Πρίσκα, που είχαν πλησιάσει το Χριστιανισμό, φοβούμενος την ασθένεια και τον επερχόμενο θάνατο, αλλά διαπιστώνοντας και την αποτυχία των διωγμών, εξέδωσε διάταγμα που ανείχετο τον Χριστιανισμό και ζητούσε από τους Χριστιανούς να προσεύχονται γι' αυτόν. Στη Δύση ο Μαξέντιος ετοιμαζόταν για σύγκρουση με τον Κων/νο, θέλοντας να κυριαρχήσει και επικαλούμενος εκδίκηση για το θάνατο του Μαξιμιανού. Για τον Μαξιμίνο αναφέρουν οι ιστορικοί ότι ήταν πάντοτε μεθυσμένος και μάλιστα ίσχυε η διαταγη να μην υπακούουν στον αυτοκράτορα, όταν ήταν μεθυσμένος. Αλλά και για τον Μαξέντιο, τον Μαξιμιανό -όσο ζούσε- και για τον Σεβήρο, που ήταν οι αύγουστοι της Ρώμης, οι ιστορικοί γράφουν ότι «έσπευδαν αλλήλοις υπερβάλλειν εις τον κατά Χριστιανών πόλεμον, πάση τε κακία και θηλυμανία συζώντες, ανατομαίς βρεφών των εγκυμονουσών γυναικών εν μαντείαις εχρώντο» (G. Cedrini, Historiarum Compendium, Ρ 270 - b,) δηλαδή συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον ως διώκτες του Χριστιανισμού, ζούσαν μέσα σε μεγάλη ανηθικότητα και ως ειδωλολάτρες εγκληματούσαν χρησιμοποιώντας βρέφη που κατέσφαζαν για τις μαντείες!
Πραγματικά η κοσμοκράτειρα Ρώμη βρισκόταν σε κατάσταση απελπιστική, που εύκολα άναβε εμφυλίους πλέμους. Η σύγκρουση του αυταρχικού και τυραννικού αυγούστου Μαξεντίου με τον Κωνσταντίνο έγινε αναπόφευκτη πολύ σύντομα, μόλις το 312 μ.Χ. Αυτή ανέδειξε όχι μόνο νικητή τον Κωνσταντίνο, αλλά απέδωσε Χριστιανόν αυτοκράτορα, τον πρώτο Χριστιανόν αυτοκράτορα, τον Μέγαν Κωνσταντίνον. Ήταν η ώρα που έλαβε ο Κωνσταντίνος το «εξ’ ουρανού σημείον», τον Τίμιον Σταυρόν. Αναγνώρισε το σημείον, το αποδέχθηκε και το έκανε σημείον νίκης, λάβαρο θριάμβου. Οι ιστορικοί σού επισημαίνουν με έμφαση το γεγονός και αξίζει να το προσέξεις ιδιαίτερα καθώς όλοι συμφωνούν ότι φάνηκε πριν από τη σύγκρουση με το Μαξέντιο κοντά στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη. Αξιοπιστότερος πρέπει να σου είναι ο Ευσέβιος ο Παμφίλου, διότι υπήρξε σύγχρονος του Μεγάλου Κων/νου και διότι όσα έγραψε τα έμαθε και τα άκουσε από τον ίδιο τον αύτοκράτορα. Ο ίδιος ο Ευσέβιος ονομάζει το φαινόμενο «θεοσημία» και σου το διηγείται: «Αμφί μεσημβρινάς ήλιου ώρας, ήδη της ημέρας αποκλινούσης, αυτοίς οφθαλμοίς ιδείν έφη Κωνσταντίνος εν αυτώ ουρανώ υπερκείμενον του ηλίου σταυρού τρόπαιον εκ φωτός συνιστάμενον γραφήν τε αυτώ συνήφθαι, λέγουσαν τούτω νίκα. Θάμβος δ’ επί τω θεάματι κρατήσαι το στρατιωτικόν άπαν, ο δη, στελλομένω ποι πορείαν, συνείπετό τε και θεωρόν εγίνετο θαύματος». Δηλαδή, κατά τις απογευματινές ώρες, ενώ η ημέρα έκλινε προς τη δύση της, με τα ίδια του τα μάτια είδε, είπε ο Κων/νος, πάνω στον ουρανό, το νικηφόρο σημείο του Σταυρού να έχει σχηματισθεί πιο πάνω από τον ήλιο (που πήγαινε να δύσει), να είναι φωτεινό και συνδέεται με μία επιγραφή που έλεγε «εν τούτω νίκα». Απορία και θαυμασμός κυριάρχησε σ’ ολόκληρο το στράτευμα που βρισκόταν σε πορεία και παρακολούθησε το θαυμαστό σημείο» (Ευσεβίου του Παμφίλου, είς τον βίον του μακαρίου Κων/νου του βασιλέως λόγος α' κεφ. ΛΑ ). Ο Ευσέβιος σού παρέχει και πληρέστερες διηγήσεις για το σύμβολον της σωτηρίου επηγορίας (=ονομασίας): «άνω δε, προς άκρω του παντός, στέφανος εκ λίθων πολυτελών και χρυσού συμπεμλεγμένος κατεστήρικτο, καθ’ ου της σωτηρίου επηγορίας το σύμβολον, δύο στοιχεία του Χριστού παραδηλούντα όνομα δια των πρώτων υπεσήμαινον χαρακτήρων, χιαζομένου του Ρ κατά το μεσαίτατον» (Ευσεβ. Λόγ. α' Κεφ. λα'). Δηλαδή, στο επάνω μέρος και γύρω-γύρω σ’ ολόκληρο το σημείο, στηριζόταν στεφάνι πλεγμένο με πολυτελείς λίθους και χρυσό και επάνω σ’ αυτό το σύμβολο με τη σωτήρια ονομασία δύο γράμματα φανέρωναν το όνομα του Χριστού, το X μαζί με το Ρ που τέμνονταν στο μέσον.
Αξίζει να προσέξεις και τις αντιδράσεις του Κων/νου: «Τοιγάρτοι τον Χριστόν του Θεού συν παρρησία τη πάση πρεσβεύων εις πάντας διετέλει μη εγκαλυπτόμενος την σωτήριον επηγορίαν· σεμνολογούμενος δ’ επί τω πράγματι, φανερόν εαυτόν καθίστη, νυν μεν το πρόσωπον τω σωτηρίω κατασφραγιζόμενος σημείω νυν δε εναβρυνόμενος τω νικητικώ τροπαίω» (Ευσεβίου λόγος γ' κεφ. Β ) Δηλαδή, μετά από αυτά (ο Κων/νος) διατελούσε ομολογών και αποδεχόμενος με παρρησία τον Χριστόν ως Υιόν του Θεού και δεν απέφευγε να κάνει λόγο για τη σωτήρια ονομασία. Αντίθετα μιλούσε με επίσημο τρόπο γι’ αυτό το γεγονός και φανέρωνε την πίστη του, αφ’ ενός μεν σφραγίζοντας το πρόσωπο με το σημείο του Σταυρού, αφ’ ετέρου δε με ένθουσιασμό φέροντας το τρόπαιο της νίκης.
Ο ίδιος ο ιστορικός, ο Ευσέβιος σου κάνει λόγον και για εμφάνιση του Χριστού στον Κωνσταντίνο, σε όραμα κατά τη διάρκεια της νύκτας, αμέσως μετά την πρώτη, εμφάνιση, της θεοσημίας. Το όραμα αυτό διέλυσε κάθε απορία του Κων/νου, και από τότε ο Κωνσταντίνος με ενθουσιασμό προβάλλει το τρόπαιο, τη σημαία με το σημείο του Σταυρού και το μονόγραμμα του Χριστού μάλιστα στην Ελληνική, που γνώριζε πολύ καλά ο Μέγας Κων/νος και αξίζει να τύχει της προσοχής σου: «Και δη διαπορείν προς εαυτόν έλεγε (ο Κωνσταντίνος) τι ποτέ είη το φάσμα. Ενθυμουμένω δ’ αυτώ και επί πολύ λογιζομένω, νυξ επήει καταλαβούσα· ενταύθα δη υπνούντι αυτώ τον Χριστόν του Θεού συν τω φανέντι κατ’ ουρανόν σημείω οφθήναι τε και παρακελεύσασθαι, μίμημα ποιησάμενον του κατ’ ουρανόν οφθέντος σημείου, τούτο προς τας των πολεμίων συμβολάς αλεξήματι χρήσθαι» (Ευσεβίου. Λόγος α' κεφ. ΚΘ). Δηλαδή απορούσε ο Κωνσταντίνος και αναρωτιόταν, τι τέλος πάντων ήταν αυτό το σημείο που του φανερώθηκε. Ενώ αυτό το θέμα είχε στο νου του και πολύ το συλλογιζόταν, ήλθε η νύχτα. Τότε λοιπόν, ενώ κοιμόταν ο Κων/νος, φανερώνεται στον ύπνο του ο Χριστός, ο Υιός του Θεού μαζί με το σημείο που είδε πάνω στον ουρανό και τον παρακίνησε θερμά, να κάνει ο ίδιος παρόμοιο σημείο με αυτό που είδε στον ουρανό και να το χρησιμοποιήσει το σημείο αυτό ως αμυντικό μέσο στις συγκρούσεις με τους εχθρούς.
Και σε σελίδες άλλων ιστορικών παρόμοια διαβάζεις, όπως λ.χ. του Ιωήλου: «Ακούσας (ο Κωνσταντίνος) τα υπό Μαξεντίου εν Ρώμη χαλεπά τε και άτοπα γενόμενα, και πρεσβείαν εκ των Ρωμαίων δεξάμενος, εστράτευσεν κατ’ αυτού, προηγούμενον της στρατιάς το εν ουρανώ υποδειχθέν αυτό σημείον του Σταυρού επιφερόμενος, δι’ ου και ετροπώσατο Μαξέντιον» (Joelis, Chronographia, Compendiaria, Ρ 168 bd). Παρόμοια και από το Λέοντα Διάκονο: «της χειμερινής κατηφείας εις εαρινήν αιθρίαν μεταβαλούσης το σταυρικόν σημείον ευθύς άρας ο βασιλεύς Κων/νος». Και από τον Ζωναράν και από τον Θεοφάνη, και από τον Κεδρηνό και από τον Εφραίμιο κ.ά. Ο Ιωάννης Μαλάλας με περισσότερο θριαμβευτικό τόνο σου εκθέτει τις κρίσιμες στιγμές: «Εν δε τοις χρόνοις της βασιλείας αυτού (του Μεγάλου Κων/νου) πόλεμος εγένετο εν τη δύσει μέγας· και εξήλθε κατ’ αυτών ο θειότατος Κωνσταντίνος και ηττηθείς εφοσσεύετο (δηλ. ήταν καθηλωμένος και πολιορκημένος με το στρατό του) υπό των βαρβάρων. Και θλιβόμενος εν τω μέλλειν αυτόν καθεύδειν ηύχετο ρυσθήναι απ’ αυτών και ελκυσθείς εις ύπνον είδε κατ’ όναρ εν τω ουρανώ σταυρόν εν ω επεγέγραπτο, εν τούτω νίκα. Και αναγνούς το επιγεγραμμένον εν τω σταυρώ διυπνίσθη και αναστάς εποίησε σίγνον (δηλ. σημείον) σταυρού, ως είδε εν τω ουρανώ και προηγείτο αυτού. Και προτρεψάμενος τον ίδιον στρατόν λέγων ότι, «νικώμεν» και ορμήσας και συμβαλών τοις βαρβάροις, ενίκησε τον πόλεμον κατά κράτος, ώστε μηδένα των βαρβάρων σωθήναι, αλλά πάντας απολέσθαι. Και επανήλθεν εν τη Ρώμη μετά νίκης και χαράς μεγάλης, έχων έμπροσθεν αυτού τον σίγνον του σταυρού. Eξηγείτο δε πάσι την του δράματος και του σίγνου (σημείου) του σταυρού δύναμιν, λέγων ότι τούτο το σημείον έστι του Θεού των Γαλιλαιων, των λεγομένων Χριστιανών» (Joannis Malalae, Chronographia L XIII, σελ. 316-317, Gorpus Script, histor. Byz.).
***
Η νίκη του Κων/νου κατά του Μαξεντίου ήταν λαμπρή. Ο Μαξέντιος σκοτώθηκε ή πνίγηκε και η είσοδος του Κων/νου στη Ρώμη ήταν θριαμβευτική. Ωστόσο οφείλεις να επισημάνεις αυτό που πολλοί ιστορικοί υπογραμμίζουν: Τότε «ο Κωνσταντίνος δοκίμασε το Χριστιανικό Θεό και ο Θεός των Χριστιανών έδωσε σ’ αυτόν την νίκη κατά του Μαξεντίου... ήταν ο άνθρωπος του Θεού, όπως αποκαλούσε τον εαυτόν του» (Baynes-Moss. Βυζάντιο, σελ. 20).
Μετά τη νίκη του αυτή aρχίζει μια συνεργασία με τον αyτοκράτορα της Ανατολής Λικίνιο, στον oποίον εμπνέει φιλική διάθεση για τους Χριστιανούς. Απόδειξη των διαθέσεων και της συνεργασίας Μ.Κωνσταντίνου και Λικινίου ήταν η έκδοση του εδίκτου (=διατάγματος) των Μεδιολάνων (= Μιλάνου) το έτος 313 μ.Χ. Το έδικτο των Μεδιολάνων υπήρξε η επισημότερη ως τότε αναγνώριση του Χριστιανισμού για ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ακόμα με αυτό το έδικτο (=διάταγμα) αποδίδονταν στους Χριστιανούς οι ναοί και τα κτήματα, που είχαν αρπαχθεί κατά τη διάρκεια των προηγουμένων αλλεπαλλήλων διωγμών. Τότε ο Λικίνιος νυμφεύθηκε την αδελφή του Μ. Κων/νου Κωνσταντία. Την άλλη του αδελφή Αναστασία υπάνδρευσε με τον Βασσιανό, που τον ονόμασε μάλιστα καίσαρα.
Το 313 μ.Χ. ο Λικίνιος νίκησε τον Μαξιμίνο στη Θράκη, που μετά από λίγο απέθανε και έτσι έγινε ο Λικίνιος μόνος αυτοκράτορας στην Ανατολή. Όμως το 314 μ.Χ. ο Λικίνιος με το Βασσιανό οργάνωσαν συνωμοσία κατά του Κων/νου και έχουμε μάχη στη συμβολή του Δούναβη με το Δραύο, όπου ενίκησε ο Κωνσταντίνος. Ακολούθησε και δεύτερη μάχη στη Θράκη, αλλά επήλθε συμβιβασμός Κωνσταντίνου και Λικινίου.
Ο Λικίνιος από το 321 μ.Χ. άρχισε να καταδιώκει με αυξανόμενη εχθρότητα τους Χριστιανούς, πιθανώτατα γιατι ήθελε να προσεταιρισθεί τους ειδωλολάτρες, και έλαβε ενοχλητικά μέτρα για τη Χριστιανική Εκκλησία, απαγορεύοντας τις Συνόδους και απαγορεύοντας στους επισκόπους να επισκέπτονται ο ένας την πόλη του άλλου. Και το 324 μ.Χ. οι ιστορικοί σού κάνουν λόγο για τις σκληρές συγκρούσεις Λικινίου — Κωνσταντίνου, αρχικά στις 3 Ιουλίου 324 μ.Χ. στην Αδριανουπόλη, όπου και τραυματίσθηκε ο Κωνσταντίνος, μετά στην είσοδο του Ελλησπόντου σε ναυμαχία όπου νίκησε ο Κρίσπος, ο γιος του Κων/νου και τελικά στις 18 Σεπτεμβρίου 324 μ.Χ. στη Χρυσόπολη που οδήγησαν στην πλήρη κυριαρχία, την μονοκρατορία του Μεγάλου Κων/νου.
Ο «νικητής Κωνσταντίνος μέγιστος, σεβαστός» όπως γράφει ο ίδιος στις επιστολές του, «μονοκράτωρ πάσης Ρωμαίων γης» όπως τον χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης, έσωσε τη ζωή του Λικινίου και τον περιόρισε στη Θεσσαλονίκη, αλλά λίγο αργότερα διέταξε τη θανάτωσή του, είτε γιατί τον υποπτευόταν, είτε γιατί τον φοβήθηκε ότι εργαζόταν για συνωμοσία εναντίον του.
Τα έτη 324 και 325 μ.Χ. έχουν αποβεί κοσμοϊστορικής σημασίας, καθόσον ο Μ. Κων/νος, επέλεξε τη νέα πρωτεύουσα στη θέση του παλαιού Βυζαντίου και άρχισε την ανοικοδόμηση της νέας Ρώμης, που θα ονομασθεί Κωνσταντινούπολις.
Ανέδειξε τον Χριστιανισμό επίσημα νόμιμη θρησκεία του κράτους, φροντίζοντας προσωπικά για την κατάπαυση των θρησκευτικών ερίδων και συγκαλών την πρώτην(Α) Οικουμενικήν Σύνοδον, που καθιέρωσε την Oρθοδοξία ως το επίσημο δόγμα της Χριστιανικής αυτοκρατορίας.
Το 326 μ.Χ. βρίσκεις το Μέγα Κωνσταντίνο στη Ρώμη, όπου ήλθε για να γιορτάσει τα 20 χρόνια της βασιλείας του.
Το 326 μ.Χ γίνεται η θανάτωση του γιου του Κρίσπου και της γυναίκας του Φαύστας και απέβη έτος σκοτεινών οικογενειακών τραγωδιών, τις οποίες οι ιστορικοί αποδίδουν σε ανακτορικές μηχανορραφίες, αρχικά της Φαύστας και έπειτα σε επέμβαση της Ελένης. Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Γίββων, θεωρούν απίθανη τη θανάτωση της Φαύστας από το Μέγα Κωνσταντίνο, καθόσον μάλιστα oi σύγχρονοι ιστορικοί αποσιωπούν ή ελάχιστα κάνουν λόγο για τις οικογενειακές αυτές τραγωδίες του Κων/νου. Πάντως το 326 μ.Χ. εγκατέλειψε οριστικά τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κων/πολη, ενώ κατά μίαν παράδοση τότε βαπτίσθηκε στη Ρώμη από τον πάπα της Ρώμης Σίλβεστρο. Μάλιστα την παράδοση αυτή μνημονεύει και η Υμνολογία της Εκκλησίας μας λέγοντας: «καταυγασθείς γαρ ακτίσι του Παναγίου Πνεύματος υπό Σιλβέστρου ιερέως δια του βαπτίσματος».
Το 327 μ.Χ. ενώ η μητέρα του Ελένη μετέβη στους Αγίους Τόπους, ανεύρε τον Τίμιον Σταυρόν και ίδρυσε ναούς, ο Μ. Κων/νος στην Κων/πολη παρουσιάζεται περισσότερο θετικά Χριστιανός με ίδρυση Εκκλησιών, με απαγόρευση της λατρείας του αυτοκράτορα από τους υπηκόους και με λήψη νομοθετικών μέτρων ευνοϊκών για τους Χριστιανούς. Το 328 μ.Χ. φροντίζει ιδιαίτερα για την ανοικοδόμηση Κων/πόλεως, ενώ το 329 μ.Χ. αποθνήσκει η μητέρα του αγία Ελένη. Το 330 μ.Χ., στις 11 Μαιου έγιναν επίσημα και μεγαλοπρεπή εγκαίνια της Κων/πόλεως ως πρωτεύουσας του κράτους και στη συνέχεια ο Μ. Κων/νος βασιλεύει ειρηνικά ασχολούμενος με ίδρυση εκκλησιών και τέλεση σπουδαίων έργων στην Κων/νουπόλη. Το 335 μ.Χ. χώρισε το κράτος του στους υιούς του, ενώ το 336 μ.Χ. εόρτασε τα 30 χρόνια της βασιλείας του. Αρχές του 337 μ.Χ. αποσύρεται στη Βιθυνία, βαπτίζεται κατά τον Ευσέβιο στη Νικομήδεια και στις 21 Μαίου 337, ημέρα της Πεντηκοστής πεθαίνει κατά την παράδοση με τον χιτώνα του νεοφώτιστου Χριστιανού.
Ο νεκρός του αυτοκράτορα μεταφέρθηκε στην Κων/πολη και κηδεύθηκε μεγαλοπρεπέστατα με μεγάλη συγκίνηση του λαού και η λάρνακά του έλαβε θέση ανάμεσα στις δώδεκα κενές λάρνακες του ναού των αγίων Αποστόλων, διότι από τους συγχρόνους του και από την Εκκλησία θεωρήθηκε ως Ισαπόστολος.
4. Ήταν ειλικρινής Χριστιανός ο Μέγας Κωνσταντίνος;
Oσους ιστορικούς και αν μελετούσες. θα διαπίστωνες ότι όλοι συμφωνούν πως ο Μέγας Κωνσταντίνος, από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, αλλά κυρίως μετά το 312 μ.X. προστάτευε τους Χριστιανούς. Ωστόσο έντονη ανέκυψε η διαμάχη, αν η Χριστιανική Πίστη του Μ. Κων/νου ήταν ειλικρινής, ή υπήρξε αποτέλεσμα λόγων συμφέροντος, υστεροβουλίας και πολιτικής σκοπιμότητας. Και επί πλέον άλλοι έχοντας υπόψη τους τις οικογενειακές τραγωδίες και θανατώσεις που αποδίδονται σε εντολές του Μεγάλου Κων/νου -καμιά πηγή δεν αναφέρει ότι υπήρε φυσικός αυτουργός θανατώσεως ο Μέγας Κωνσταντίνος- εκφράζονται με πολύ σκεπτικισμό για την ειλικρίνεια της πίστεώς του ως Χριστιανού ή και αρνούνται ότι έγινε ποτέ Χριστιανός ο Μέγας Κων/νος.
Σκέψου καλά όμως, εκ των προτέρων, αν θα κρίνεις τη συμπεριφορά του Μ. Κων/νου σύμφωνα με τους κανόνες και τις επιταγές της σημερινής Χριστιανικής ηθικής και όχι της εποχής του. Θα αγνοήσεις ότι υπήρξε ειδωλολάτρης αρχικά ο Κων/νος και ότι σιγά - σιγά έγινε μέσα του αναστάτωση και ζύμωση θρησκευτικών ιδεών και πεποιθήσεων, πριν επέλθει η ανακατάταξη των αντιλήψεων και των ιδεών σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου του Χριστού. Ούτε και να παραγνωρίσεις την εξής πραγματικότητα, που βρίσκει πολλές φορές εφαρμογή ως τις ημέρες μας, πώς η φιλοδοξία και η δίψα για την εξουσία, καθώς και η αίσθηση της δύναμης της εξουσίας διαμορφώνουν δυσεξερεύνητα ελατήρια, αισθητήρια και κριτήρια που επιδρούν ισχυρότατα στη συμπεριφορά και στις πράξεις του ισχυρού ανθρώπου, του ηγέτου. Αλλά να υπολογίσεις και τις συγκυρίες με τις ιδιάζουσες συνθήκες, και τα πρόσωπα με τις τόσες επιθυμίες, αδυναμίες ή και επιβουλές που βρέθηκαν στο άμεσο περιβάλλον του και ενδεχομένως επηρέασαν τον ηγεμόνα, ή δεν προφύλαξαν από λάθη, αδικίες και υπερβολές. Ωστόσο η πρώτη Χριστιανική επίδραση στον Κωνσταντίνο ασκήθηκε από τη μητέρα του, γι’ αυτό και η ευαισθησία, η ευνοϊκή διάθεση του Κων/νου για τους Χριστιανούς υπήρξε δια βίου ευνοϊκή όπως διατυπώνει και ο Hans Lietzann: «Την Χριστιανικήν πίστιν, εν σπέρματι είχε συμπαραλάβει εκ της πατρικής οικίας. Και ο Θεός των Χριστιανών ήταν ίδια γραμμή από την νεότητα ως τον θάνατον» (Άνδ. Φυτράκη, Η πίστις του Μ. Κών/νου κατά τα τελευταία έτη της ζωής του, σελ. 25).
Έχουν και οι αμφισβητίες της ειλικρίνειας της Χριστιανικής πίστεως του Μ. Κων/νου τα επιχειρήματά τους, όπως ο Jacod Burckhardt: «Ο Μέγας Κων/νος ένας μεγαλοφυής πολιτικός με πολλές φιλοδοξίες και μια δυνατή επιθυμία για εξουσία. Συχνά γίνονται προσπάθειες για μια εμβάθυνση του θρησκευτικού περιεχομένου της συνειδήσεως του Κωνσταντίνου με αποτέλεσμα μία περιγραφή των αλλαγών, που πιθανόν έγιναν στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Όλα αυτά, όμως, γίνονται άσκοπα. Γιατί ένας τέτοιος μεγαλοφυής άνθρωπος, του οποίου οι φιλοδοξίες και η δίψα για εξουσία ήταν η καθημερινή του ασχολία, δεν ασχολείται με τον Χριστιανισμό ή την ειδωλολατρεία ή με μια συνειδητή θρησκευτικότητα ή απιστία. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αναγκαστικά άθρησκος (unreligios). Εάν για μία στιγμή σταματούσε για να σκεφθεί πάνω στις πραγματικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, η στιγμή αυτή θα ήταν μοιραία. Αυτός ο μέχρι θανάτου εγωιστής έχοντας αναγνωρίσει ότι ο Χριστιανισμός ήταν προορισμένος να γίνει μια παγκόσμια δύναμη, τον χρησιμοποίησε ακριβώς λόγω αυτής του της ιδιότητος. Αυτή δε η αναγνώριση της δυνάμεως του Χριστιανισμού, συνετέλεσε στην εξύψωση του Κωνσταντίνου, αν και ο αυτοκράτωρ έδωσε συγκεκριμένα δικαιώματα και στους ειδωλολάτρες. Ο Κων/νος, ένας εγωιστής με πορφυρό μανδύα κάνει ή επιτρέπει κάθετι που προσθέτει κάτι στην προσωπική του δύναμη» (Α.Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζ. αυτοκρ. σελ. 66).
Πολιτική διοικήσεως, ανάλογη με την πολιτική του Ναπολέοντα, θεωρεί τον ασπασμό του Χριστιανισμού από
το Μέγα Κωνσταντίνο ο Duruy: «Ο Κων/νος πολύ γρήγορα αντελήφθη το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός στα βασικά του δόγματα ανταποκρίνεται στη δική του πίστη σε ένα Θεό... Όπως ο Βοναπάρτης προσπάθησε να συμβιβάσει την Εκκλησία με την επανάσταση, έτσι και ο Κων/νος θέλησε να συμφιλιώσει την παλαιά με την νέα θρησκεία, ευνοώντας συγχρόνως τη δεύτερη. Κατάλαβε την κατεύθυνση, προς την οποία βάδιζε ο κόσμος και χωρίς να την επιταχύνει, βοήθησε την κίνηση αυτή... Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα βαθύτερα σημεία της σκέψεως του Κων/νου, βρίσκουμε μάλλον μια πολιτική διοικήσεως, παρά μία θρησκευτική πεποίθηση» (Α.Α. Va- siliev, Ιστορ. της Βυζ. Αυτοκρατορίας, σελ. 68-69).
Άλλοι σπουδαίοι οπωσδήποτε μελετητές διατυπώνουν διάφορες εκδοχές, όπως λ.χ. ο A. Piganiol «ο Κωνσταντίνος υπήρξε Χριστιανός δίχως να το γνωρίζει», ή ο Ε. Stein που δέχεται «πολιτικήν αιτία, καθόσον (προηγήθη) εισδοχή της Χριστιανικής Εκκλησίας μέσα στον κρατικό μηχανισμό... Ο Κωνσταντίνος είχε επηρεασθεί από το παράδειγμα της Ζωροαστρικής κρατικής εκκλησίας της Περσίας» και ο Η. Gregoire που γράφει ότι «η πολιτική και ειδικότερα η εσωτερική πολιτική προηγείται πάντοτε της θρησκείας» (Α.Α. Vasiliev. Ίστορ. της Βυζ. Αυτοκρατορίας, σελ. 70).
**
Μπορείς όμως να διαγράψεις τον θαυματουργικό παράγοντα στη μεταστροφή του Κωνσταντίνου με την υπερφυσική δύναμη του Χριστιανισμού στα γεγονότα του 312 μ.Χ.; Και επί πλέον μήπως τα γεγονότα του 312 μ.Χ. δεν ήλθαν ως «κεραυνός εν αιθρία», αλλά ήταν μια «απάντηση του ουρανού» και φυσική συνέπεια της επιδειχθείσης καλής διαθέσεως του Κωνσταντίνου; Γιατί ο Κωνσταντίνος στη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 4ου μ.Χ. αιώνος αναδείχθηκε ο turbator rerum (=ο ταράκτης της οικουμένης) και σημείωσε μετά από εκπληκτικά και αλλεπάλληλα γεγονότα τη μεγαλύτερη καμπή στην Ιστορία των Μέσογειακών χωρών και ολόκληρης της Ευρώπης. Και θα ήταν αδύνατον σ’ αυτήν την κοσμογονική εποχή να ξεκαθαρίσει- βρισκόμενος ο ίδιος μέσα στον κρατήρα των εκρηκτικών γεγονότων- με πολιτική διοικήσεως, την ειλικρίνεια ή την σκοπιμότητα της Χριστιανικής πίστεώς του. Και θα ήταν αδύνατον να επιτύχει όσα επέτυχε, αν δεν είχε και ο ίδιος σαφή τοποθέτηση εμπρός στον Χριστιανισμό, από πριν, αντλώντας από την οικογενειακή του παράδοση τόσον εκ πατρός όσον και εκ μητρός, και αν δεν ήταν κύριος παράγων η υπερφυσική δύναμη του Χριστιανισμού με το θαυματουργικό τρόπο δράσεως.
Εξάλλου Θεολόγοι και ιστορικοί (όπως ο Α. Harnack και ο V. Bolotov, A. Vasiliev, Ιστορ. της Βυζ. αυτοκρ. σελ. 67-69) σού αποδεικνύουν ότι οι Χριστιανοί δεν είχαν αριθμητική υπεροχή, ούτε είχαν συγκροτήσει πολιτικό ισχυρό κόμμα, ώστε με την ποσοτική-αριθμητική και ποιοτική-δυναμική τους ενίσχυση να συνδράμουν τον αυτοκράτορα στα μεγαλουργά σχέδιά του, για να τους προσεταιρισθεί ή για να τους συμβιβάσει ως ισοδύναμα αντιμαχομένους με τους ειδωλολάτρες. Οι Χριστιανοί ήταν μικρή μειονότητα τότε, σε πολλές περιοχές αποτελούσαν και το 1 /10, και ακόμη προέρχονταν κυρίως από τα κατώτερα στρώματα της Ρωμαϊκής κοινωνίας, ενώ η συγκλητική αριστοκρατία της Ρώμης ήταν ειδωλολατρική και οι αξιωματούχοι της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας ήταν στην πλειοψηφία τους ειδωλολάτρες. Επομένως λόγοι υπολογιστικοί και σκοπιμότητας δεν μπορούν να δώσουν ικανοποιητική απάντηση στο θέμα της θρησκευτικής μεταστροφής και Χριστιανικής πίστεως του Κωνσταντίνου.
Πρόσθεσε και την άποψη ότι δικαιολογείτο και ο Κωv/νος να αναζητούσε την αλήθεια, όπως τόσα ανήσυχα πνεύματα αναζητούσαν την αλήθεια, καθόσον κατά την έκφραση του A. Piganiol· «ο Μέγας Κων/νος δεν ήταν ούτε μυστικιστής, ούτε αγύρτης, αλλά ένας ειλικρινής άνθρωπος, που έψαχνε την αλήθεια, στο κατώφλι ενός αιώνος σκοτεινού, όπου ο ανθρώπινος νούς παράπαιε»
(Κ. Κυριαζή, Ο Μ. Κων/νος, σελ. 452). Γι’ αυτό και η σύγχρονη έρευνα «της οποίας τα πορίσματα βασίζονται στη μαρτυρία του ίδιου του Κων/νου, δεν παραδέχεται ότι ο αυτοκράτωρ υπήρξε ένας ψυχρός υπολογιστής, που από πολιτικό ένστικτο και μόνον ευνόησε τη διάδοση του Χριστιανισμού». (Ιστορία της Ελληνικού Έθνους, Εκδοτ. Αθηνών, τόμ. Ζ σελ. 34). Και την τόση αυτοπεποίθηση του Κωνσταντίνου στον αγώνα κατά του Μαξεντίου, τον οποίον ούτε ο Γαλέριος, ούτε ο Σεβήρος είχαν νικήσει ως τότε, δύσκολα μπορείς να την εξηγήσεις, αν δεν παραδεχθείς πως ήταν βέβαιος για τον θαυματουργικό παράγοντα της υπερφυσικής δυνάμεως του Χριστιανισμού και πώς είχε εξασφαλίσει ο ίδιος την εύνοια του Θεού των Χριστιανών.
***
Μερικοί ιστορικοί σού εκφράζονται με σκεπτικισμό και δυσπιστία για το όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου το 312 μ.Χ. πριν από τη σύγκρουσή του με τον Μαξέντιο και σου διατυπώνουν τη γνώμη πώς ήταν φανταστικό και μεταγενέστερο κατασκεύασμα, ή την άποψη πώς ήταν ένα απλοϊκό φυσικό φαινόμενο. Λ.χ. ο Andrade γράφει πώς «ήταν μια σπάνια, αλλά επιστημονικά εξακριβωμένη μορφή του φαινομένου άλως. Είναι ένα φαινόμενο ανάλογο με το ουράνιο τόξο, τοπικό και παροδικό. Δημιουργείται καθώς οι ηλιακές ακτίνες προσπίπτουν όχι σε σταγόνες βροχής, αλλά σε παγοκρυστάλλους. Συνήθως παίρνει τη μορφή παρηλίου ή φωτεινών δακτυλίων που περιβάλλουν τον ήλιο, αλλά έχει επιστημονικά παρατηρηθεί σε μερικές περιπτώσεις ο σχηματισμός ενός φωτεινού σταυρού, που έχει τον ήλιο στο κέντρο του. Το φαινόμενο ίσως κράτησε λίγο και δεν ήταν τόσο θεαματικό, αλλά στη φαντασία του Κων/νου, που βρισκόταν σε υπερδιέγερση, πήρε τεράστιες διαστάσεις» (Arnold Jones, ο Κων/νος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, σελ. 97).
Πώς όμως να δεχθείς ότι το όραμα ήταν μεταγενέστερο και φανταστικό, όταν όλοι οι σύγχρονοι και οι μεταγενέστεροι Βυζαντινοί και Λατίνοι ιστοριογράφοι σού το βεβαιώνουν ως πραγματικότητα; Ούτε ως προϊόν ταραγμένης συναισθηματικής καταστάσεως του Κων/νου σού φαίνεται. Καθόσον ο Μέγας Κων/νος ενεργεί εξαιρετικά ψύχραιμα και με σαφές πρόγραμμα αμέσως, ώστε να κατασκευάσει το Χριστόγραμμα και το λάβαρο και ακόμα να χαράξει στις ασπίδες των ανδρών του το Χριστόγραμμα πριν από τη μάχη στη γέφυρα της Μουλβίας και να αρκεσθεί σε στρατό περίπου δύο-τριών δεκάδων χιλιάδων ανδρών εναντίον σαφώς υπερτέρου στρατεύματος. Ενήργησε αταλάντευτα ο Μέγας Κων/νος μετά το όραμα, φωνάζοντας τεχνίτες, στους οποίους περιέγραψε το όραμα και τους διέταξε να κατασκευάσουν αμέσως τη σημαία, που σου είναι γνωστή, ως Λάβαρον και κατά τον Η. Gregoire προέρχεται από τη Λατινική λέξη Laureum και μ’ αυτό βάδισε σίγουρος για την νίκη κατά του Μαξεντίου. Και ο Χριστ. Σαμαμτσίδης σού προτείνει ως ετυμολογία της λέξεως λάβαρον την εξής: «ο καθ' ύπνους τω βασιλεί επιστάς Χριστός παρεκελεύσατο ταις δυσί προσφωνών αυτόν προστακτικαίς λαβέ-άρον... Το ΛΑΒΕ - ΑΡΟΝ ως έν εκλαβόντες ουσιαστικόν, οι τε μη τη ελληνίδι χρώμενοι φωνή αξιωματικοί και στρατιώται Κωνσταντίνου του μεγάλου, έγραψαν γράμμασιν ως ουσιαστικόν Λάβαρον ή Labarum» (Χρ. Σαμαρτσίδη, περί του επιφανέντος Κων/νω τω μεγάλω σημείου, σελ. 47). Δηλαδή ο Χριστός παρου- σιάσΟηκε στον ύπνο του βασιλιά και τον παρακίνησε ζωηρά με τις δύο προστακτικές πάρε και ύψωσε (ένν. το σημείο του Σταυρού με το Χριστόγραμμα). Και οι αξιωμα¬τικοί και στρατιώτες του Μ. Κων νου που δεν γνώριζαν Ελληνικά, το νόμισαν μία λέξη και το είπαν λάβαρον.
Οι σχετικές διηγήσεις ένα σου υπογραμμίζουν, ότι το όραμα του 312 μ.Χ. είχε ζωηρότατη θέση στη σκέψη, στη συμπεριφορά, στη ζωή και στη δράση του Μεγάλου Κων/νου. Από τότε μόνιμα το λάβαρο και το Χριστόγραμμα φέρονταν και τιμώνταν στο στρατό του αύτοκράτορα. Και μετά τη νίκη του ο Κων/νος διέταξε να στηθεί το άγαλμά του σε δημόσια πλατεία της Ρώμης, αλλά να διακοσμηθεί με το σταυρό στο δεξί του χέρι και με την έπιγραφή: «Τούτω τω σωτηριώδει σημείω, τω αληθεί ελέγχω της ανδρείας την πόλιν ημών ζυγού τυραννικού διασωθείσαν ηλευθέρωσα».
Για τον Χριστιανό, είτε υπήρξε απλό φυσικό φαινόμενο το όραμα του 312 μ.Χ., είτε ήταν ιδιαίτερο σημείο κάποιας Πρόνοιας -και ο Χριστιανός μπορεί να αναλογισθεί ανάλογα οράματα, όπως τον αστέρα των Μάγων στη γέννηση του Χριστού που αρκετοί μελετητές τον θέλουν κομήτη και τη λάμψη που είδε ο Σαύλος (Απόστολος Παύλος) οδεύοντας στη Δαμασκό και μεταστράφηκε από διώκτη σε κήρυκα του Χριστιανισμού - σημασία έχει ότι έγινε αποδεκτό το όραμα από τον Μέγαν Κωνσταντίνο ως κλήση και υπόσχεση από τον Χριστόν, τον υιόν του Θεού των Χριστιανών.
***
Στις μεμψιμοιρίες των ιστορικών και μελετητών με τις οποίες αμφισβητούν την πίστη στο Χριστιανισμό του Μ. Κων/νου και στα επιχειρήματά τους, έχεις να αντιπαραθέσεις σωρεία ενδείξεων και αποδείξεων για την ειλικρίνεια, το βάθος και την ποιότητα της πίστεώς του, έχεις να επικαλεσθείς τα έργα του. Έχεις να αντιπαραθέσεις τις επιστολές του και τη συναναστροφή του προς Χριστιανούς επισκόπους, όπως τον Καικιλιανό της Καρχηδόνας και τον Ισπανό Όσιο της Κορδούης, το Δομίτιο, τον Άρειο και τον Αλέξανδρο, επισκόπους της Αλεξανδρείας, τις φιλικές σχέσεις του προς τους διάσημους αναχωρητές όπως τον Μέγαν Αντώνιον και τον Παφνούτιο και τις εντολές του σε κρατικά όργανα, όπως τον έπαρχο-ανθύπατο της Αφρικής Νουμιδίας και Μαυριτανίας Ανουλλίνο και τον Ούρσο, ταμία της Αφρικής να επιδοτείται από το Δημόσιο Ταμείο η Χριστιανική Εκκλησία. Οι επιστολές του χρονολογούνται από τα έτη 312,313 μ.Χ. και δώθε. Και θα μπορούσες να συλλογισθείς και τούτο: αν ο Κων/νος ενδιαφερόταν μόνο για λόγους συμπάθειας απλής και αν διακρινόταν από σκοπιμότητα και πολιτική υστεροβουλία, γιατί να προχωρεί σε τόση ενεργοποίηση υπέρ των Χριστιανών, που θα μπορούσε να τον οδηγήσει και σε σύγκρουση με την πλειοψηφία των ειδωλολατρών; Μάλιστα η επιστολή του στον Ανουλλίνο σού αποκαλύπτει βάθος και πλάτος Χριστιανικής κοσμοθεωρίας, καθώς ζητάει να εξαιρούνται «από κάθε είδους δημόσια υποχρέωση οι κληρικοί, ώστε να μην τους αππσπάσει, κανένα ανόσιο σφάλμα ή ολίσθημα από την διακονία, που οφείλεται στη θεότητα, αλλά μάλλον απερίσπαστοι να υπηρετούν το νόμο τους, αφού η μεγαλύτερη επίδειξη λατρείας προς τη Θεότητα θα φέρει απροσμέτρητα αγαθά στο κράτος» (Arnold Jones, ο Κων/νος και ο έκχριστιανισμός της Ευρώπης, σελ. 86). Δηλαδή δέχεται ο Μέγας Κων/νος ότι η λατρεία, που προσφέρει η Χριστιανική εκκλησία στο Θεό, έχει ζωτική σημασία για την ευημερία της ανθρωπότητας.
Απόδειξη της ειλικρινούς Χριστιανικής πίστεως έχεις να αναφέρεις τα νομοθετικά μέτρα του, που έλαβε ως αυτοκράτορας και τα οποία είναι σύμφωνα με τις αρχές και το πνεύμα του Ευαγγελίου. Μάλιστα «η μεταρρύθμιση του Ποινικού Δικαίου εμπνέεται από επιταγές της Χριστιανικής ’Ηθικής» (Ιστορία του Έλλην. Έθνους, Εκδοτ. Αθηνών, τόμ. Ζ', σελ. 38). Συγκεκριμένα, με νόμο του έτους 316 μ.Χ. απαγόρευσε να στιγματίζονται οι κατάδικοι στο πρόσωπο, «για να μην παραμορφώνεται το πρόσωπο, που είναι η εικόνα του ουρανίου κάλλους» (Α. Jones, ο Μ. Κων νος και ο έκχριστιανισμός της Ευρώπης, σελ. 100). Με άλλο νομοθετικό διάταγμα έλαβε πρόνοια και μέριμνα για τους φυλακισμένους, επιτρέποντας να εξέρχονται στο φως και να διαιτώνται σε υγιεινότερους χώρους. Κατήργησε τη συνήθεια να ρίπτονται οι αιχμάλωτοι στα θηρία και τα τελευταία χρόνια απαγόρευσε τις θυσίες των ειδωλολατρών. Απαγόρευσε τη θανάτωση ή την εγκατάλειψη μικρών παιδιών και έκανε πιο αυστηρές τις διατάξεις διαζυγίου καθώς και τις καταδίκες του βιασμού. Δεν επέτρεπε πλέον τους αγώνες των μονομάχων και «ενομοθέτησεν ότι ο φόνος δούλου υπό του κυρίου του χαρακτηρίζεται ως ανθρωποκτονία» (Αγγ. Θ. Νεζερίτου. Κων/νος ο Μέγας, Διεθνές τάγμα του Κων/νου σελ. 35). Το 314 μ.Χ. είχε χαρίσει γη στις Χριστιανικές Εκκλησίες και κάθε χρόνο έδινε σ’ όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες ποσότητες σίτου, που οι επίσκοποι διαμοίραζαν στον Κλήρο και στους φτωχούς. Το 318 μ.Χ. όρισε να έχουν οι Χριστιανοί επίσκοποι δικαιώματα απονομής δικαιοσύνης και το 321 μ.Χ. ώρισε την Κυριακή, ως ήμερα αργίας για τα δικαστήρια και τις υπηρεσίες του κράτους.
Κορυφαία απόδειξη ομολογίας της Χριστιανικής πίστεως έρχεσαι να αναφέρεις και την κοπή νομισμάτων με Χριστιανικά σύμβολα. Αν αναλογισθείς ότι και στα χρόνια μας μία παράσταση σε χαρτονομίσματα δημιουργεί διάφορες προεκτάσεις, όπως λ.χ. το 1984 μ.Χ. στα χαρτονομίσματα των (500) πεντακοσίων δραχμών χαρακτηρίζεται επικριτικά κάποια παράσταστη ως σύμβολο μασονικό, λογικό είναι να παραδεχθείς ότι είχε σπουδαία σημασία η χάραξη χριστιανικών συμβόλων στα νομίσματα από τον Μέγαν Κωνσταντίνον, που από τα έτη 313 μ.Χ. και 315 μ.Χ. «όπως απέδειξαν ο ιστορικός Alfoldi και ο νομισματολόγος Κ. Kraft έκοψε νομίσματα που έφεραν απεικονίσεις της μορφής του με το Χριστόγραμμα» (Ιστορία του Ελλην. Εθνους, Εκδοτ. Αθηνών, τόμ. Ζ σελ. 399).
Ένδειξη ζωηρά των διαθέσεων του Μ. Κων/νου χαρακτηρίζεις και την απομάκρυνσή του από το περιβάλλον και το κλίμα της αρχαίας ειδωλολατρικής Θρησκείας, που
εκδηλώθηκε με λήψη μέτρων, «τα οποία έμελλον να παραβλάψουν την παλαιάν θρησκείαν· απηγόρευσε την εξάσκησιν ιεροσκοπίας. Κατεπολέμησεν και τας θυσίας προς τους θεούς και οι απαγορεύσεις αυτές συνετέλεσαν στο να καταστήσουν περιττούς πλέον τους ναούς των θεών... και με τρεις νόμους κατά τα έτη 319-320 απηγόρευσε στους μάντεις να εισέρχονται στα σπίτια ιδιωτών». (Έσελιγγ. Βυζάντιο και Βυζ. πολιτισμός, σελ. 12).
Ξεχωρίζεις μετά το 312 μ.Χ. ένα νέο αυτοκράτορα, που δεν είναι πλέον Θεός, αλλά «ο ηθελημένος, ο εκλεκτός του Θεού, ο κυβερνών δια της Θείας Χάριτος» (Ί. Καραγιαννοπούλου, Ιστορία του Βυζ. κράτους, σ. Α σελ. 107). Είχε συντελεσθεί η αλλαγή του Χριστιανού εσωτερικά και για το Χριστιανό το πρόβλημα της λατρείας του καίσαρα ήταν πια ξεπερασμένο. Εξάλλου «η έντονη συναίσθηση της θείας αποστολής του δικαίωνε ακόμα περισσότερο την πεποίθηση του Κωνσταντίνου ότι ήταν ο εκλεκτός, ο προορισμένος να ενώσει όλους τους λαούς κάτω από το Νόμο του Χριστού» (Παν/μίου Καΐμπριτζ, Ιστορία Βυζ. Αυτοκρ. τόμ. Α, σελ. 35).
Την εντυπωσιακότερη όμως απόδειξη για την χριστιανική του πίστη σού παρέχει το γεγονός ότι μεταβλήθηκε και σε Θεολόγο, με θεολογικές γνώσεις στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325 μ.Χ. κατά του Αρειανισμού. Είχε διαμορφωθεί η πεποίθηση στον Μέγαν Κωνσταντίνο, ότι ήταν καθήκον του και ταυτόχρονα δικαίωμά του να εξασφαλίσει την ενότητα της Εκκλησίας, που επρόκειτο να είναι ο ισχυρός πνευματικός δεσμός, που θα κρατούσε ενωμένη και την αυτοκρατορία. Λιτή συνοδεία και ύφος απλό χαρακτήριζαν την παρουσία του στη Σύνοδο της Νικαίας, στην οποία αντιπροσωπευόταν ολόκληρη η Εκκλησία με τριακόσιους δεκαοχτώ Πατέρες από τη Δύση, την Κριμαία, την Αφρική, την Αρμενία και την Περσία. Ήθελε σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της Συνόδου ν' αντικρύζει τους Πατέρες της Εκκλησίας όρθιος και εκάθησε μόνον όταν του το υπέδειξαν οι επίσκοποι. Θα ήταν δυνατόν να ανέχονταν οι Πατέρες της Εκκλησίας, τριακόσιοι δεκαοχτώ τον αριθμό, να προεδρεύει στη Σύνοδό τους, θα υπήκουαν στη εγκύκλιό του για τη σύγκληση της Συνόδου, αν δεν είχαν ασφαλή και βεβαίαν την γνώμην ότι ο Κων/νος ήταν ειλικρινής και πιστός Χριστιανός; Oπωσδήποτε η συμπεριφορά του και όλες οι ενέργειες σχετικά με τη σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας μαρτυρούν σαφώς ένα γνήσιο Χριστιανικό φρόνημα και εξαίρετη ομολογία πίστεως.
Παρουσιάσθηκαν όμως και μελετητές που διαφορετικά σού χαρακτηρίζουν την παρουσία-προεδρία του Κων/νου στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικμαίς το 325 μ.Χ. λέγοντας ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος εκπρόσωπος του καισαροπαπισμού, ήτοι του συστήματος που ο ηγεμόνας είναι δικαιολογημένα και αρχηγός της Εκκλησίας. Μάλιστα σού υποδεικνύουν ορισμένες ενέργειές του που υπήρξαν επιζήμιες για την Εκκλησία. Ενώ άλλοι μελετητές σού θέτουν υπόψη τα εξής: «Δύναται να λεχθεί ότι ο Κωνσταντίνος αντί να κυβερνά την Εκκλησία, ήθελε να είναι ο μέγας εύεργέτης της. Δεν προετίθετο να κανονίζη την πίστιν των υπηκόων του, αλλά να θέτη εκποδών τας διαιρέσεις, τας οποίας οι αιρετικοί εδημιουργουν εις τους κόλπους της Εκκλησίας. Οι δε επίσκοποι, θαμβηθέντες ενώπιον αυτής της απροόπτου ευμενείας, ήτις διεδέχθη τον σκληρότερον των διωγμών, ησθάνοντο εαυτούς συνδεδεμένους δι’ απεριορίστου αφοσιώσεως με αυτόν. έχοντες την βεβαιότητα ότι παρά του αυτοκράτορος πλέον θα προήρχετο κάθε καλόν δια την Εκκλησίαν. Εις όλας τας ενεργείας του, αι οποίαι μας φαίνονται καισαροπαπικαί, ο Κων/νος ήχθη (=οδηγήθηκε) από παρακλήσεις επισκόπων. Χωρίς να είναι καισαροπαπικός εις τας αντιλήψεις του, εισήγαγεν εις την Βυζαντινήν Εκκλησίαν την παράδοσιν της συμπαραστάσεως του αύτοκράτορος». (Θρησκευτική και ’Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8ος σελ. 15).
***
Έμπρακτη απόδειξη είχε ο λαός ολόκληρης της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα της πρωτεύουσας, τη θεμελίωση Χριστιανικών ναών και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και από τη μητέρα του, την αγία Ελένη. Όσοι μιλούν για πολιτική σκοπιμότητα στον Κωνσταντίνο τόσο απέναντι των Χριστιανών, όσο και απέναντι των ειδωλολατρών, οφείλουν να εξηγήσουν και τούτο: «Δεν συνήργησεν εις κτίσιν άλλων θρησκευτικών οικοδομημάτων, πλήν μόνον Χριστιανικών Εκκλησιών και δεκατέσσερες αποδίδονται εις τον Μ. Κων/νον, εντός του περιβόλου της
πόλεως» (Έσελιγγ. Βυζάντιο και Βυζαντινός Πολιτισμός, σελ. 10). Από την αρχή της ζωής της η Κων/πόλη πήρε χριστιανικό χρώμα με τη δημιουργία των ναών της Αγίας Σοφίας, Αγίας Ειρήνης και Αγίων Αποστόλων. Ενώ στη Ρώμη έγιναν οι ναοί του Αγίου Πέτρου και του αγίου Παύλου. Κατά τη διήγηση του Γεωργίου Κωδηνού «Τον άγιον Μώκιον και άγιον Μηνάν εποίησεν ο Μέγας Κων/νος ναούς όντας το πριν ειδώλων» (72, Ρ 37D). «Κων/νος ο Μέγας ανήγειρε την αγίαν Ειρήνην την παλαιάν και την αγίαν Σοφίαν δρομικήν και τον άγιον Αγαθόνικον, και τον άγιον Ακάκιον τον επτάσκαλον. Τους δε αγίους Αποστόλους έκτισεν η μήτηρ αυτού σύν αύτω (73 Ρ. 38d)...Την μονήν της Βηθλεέμ έκτισεν η αγία Ελένη. Την αγίαν Ευφημίαν την πανεύφημον, την εν τω Ιπποδρομίω ο αυτός μέγας Κων/νος έκτισε, κοσμήσας τον ναόν δια πολυτελούς ύλης (74, Ρ 39α)».
Την Χριστιανική μετριοπάθεια του Κων/νου ως ηγεμόνα ιδίως στα τελευταία έτη της βασιλείας του, που αποβαίνει επαρκές δείγμα της βαθειάς Χριστιανικής του καλλιέργειας, θαυμάζει και ο Ιωάννης Χρυσόστομος που σού διηγείται: «Ο μακάριος λέγεται Κων/νος της εικόνος αυτού καταλευσθείσης ποτέ, παροξυνάντων αυτόν πολλών επεξελθείν τοις υβρικόσι και δίκην απαιτήσαι, λεγόντων ότι πάσαν αυτού την όψιν έτρωσαν τοις λίθοις εξακοντίζοντες, ψηλαφίσας εαυτού τη χειρί το πρόσωπον και ηρέμα μειδιάσας είπεν, ότι ουδαμού πληγήν επί του μετώπου ορώ γεγενημένην· αλλ’ υγιής μεν η κεφαλή, υγιής δε η όψις άπασα· κακείνους ερυθριάσαντας και αισχυνθέντας αποστήναι της αδίκου ταύτης συμβουλής εποίησεν» (ΕΠΕ 32,682, X. Χαριτωνίδου, Χρυσόστομος, σελ. 20). Δηλαδή, είπε για το μακάριο βασιλιά Κωνσταντίνο, ότι κάποτε ο ανδριάντας του λιθοβολήθηκε και ενώ πολλοί (από τους ακολούθους του και υπαλλήλους του) τον παρακινούσαν να επιτεθεί σ’ αυτούς που τον είχαν υβρίσει και να λάβει ικανοποίηση γιατί, όπως έλεγαν, εκσφενδονίζοντας λίθους πλήγωσαν τη όψη του (ενν. στον ανδριάντα), αυτός, αφού ψηλάψισε με το χέρι του το πρόσωπό του και ήρεμα χαμογέλασε λέγοντας ότι πουθενά δεν βλέπει να έχει καμμία πληγή στο μέτωπό του. Συνεπώς αρτιμελής και υγιής η κεφαλή αν είναι, θάναι και το πρόσωπο ολόκληρο. Εκείνοι αφού κοκκίνησαν και ντράπηκαν σταμάτησαν να κάνουν λόγο γι’ αυτή την άδικη εισήγησή τους.
Στο τέλος έχεις κορυφαίες και αναμφισβήτητες αποδείξεις για την ειλικρίνεια της πίστεώς του τη λατρευτική ζωή του «από την άποψη της σχέσεως του αυτοκράτορος προς τους μάρτυρας και τους τάφους των— την περρισσότερον απτήν έκφρασιν των θρησκευτικών καθόλου πεποιθήσεων» (Άνδρ. 1. Φυτράκη. Η πίστις του Μ. Κων/νου κατά τα τελευταία έτη της ζωής αυτού, σελ. 17) και τη δημόσια Εξομολόγηση και βάπτισή του στη Νικομήδεια, όπου απέθεσε τη βαρύτιμη πορφύρα του μονοκράτορα και φόρεσε το λευκό χιτώνα του νεοφώτιστου, χωρίς στέμμα και πολυτέλεια, ώσπου εκοιμήθη τον ύπνο των θνητών στις 21 Μαίου 337 μ.Χ. Έκλεισε την επιβλητική και πολυτάραχη ζωή του με την «επιθυμία δια Μαρτύριον και Μαυσωλείον, άτινα ο αυτοκράτωρ προς ενταφιασμόν αυτού ωκοδόμησεν... και επιθυμία αυτού να τοποθετήση την ιδίαν αυτού λάρνακα εν τω μέσω των 12 σαρκοφάγων (κενών) των Αποστόλων του Κυρίου» (Άνδρ. Φυτράκη, Η πίστις του Μ. Κωννου κατά τα τελευταία έτη, σελ. 17), αποδεικνύοντας έτσι εμφαντικά και επιγραμματικά την πεποίθηση και τη Χριστιανική πίστη, με την οποία και είχε ζήσει, ότι ήταν ο ίδιος ο δέκατος τρίτος Απόστολος, ήταν Ίσαπόστολος. Και κάτι ακόμα, οι υιοί και διάδοχοί του υπήρξαν Χριστιανοί- και υπήρξαν Χριστιανοί, διότι ανατράφηκαν Χριστιανικά. Θα ανέτρεφε τα παιδιά του ο Μέγας Κων/νος με Χριστιανική άνατροφή, αν δεν ήταν και ο ίδιος πιστός Χριστιανός;
Κοντολογής θ' ανέφερες ότι υπάρχουν ιστορικοί και μελετητές που αμφιβάλλουν αν υπήρξε ειλικρινής Χριστιανός ο Μέγας Κωνσταντίνος, καθώς βαρύνεται με βαρύτατες οικογενειακές τραγωδίες και αποφαίνονται ότι ήταν μόνον εγωίστής και ατέλειωτα φιλόδοξος, ότι ήταν αναγκαστικά άθρησκος και υποστήριζε, όσο υποστήριζε, τους Χριστιανούς από πολιτική σκοπιμότητα για συνδιαλλαγή ειδωλολατρών -Χριστιανών, και για να αποκτήσει τη συμπάθεια των Χριστιανών, προβλέποντας την αύξηση και επικράτηση του Χριστιανισμού. Αλλά θα πρόσθετες, ευθύς αμέσως, ότι εξουδετερωνονται όλες αυτές οι αμφισβητήσεις με σωρεία επιχειρημάτων και αποδείξεων, που αναδεικνύουν τον Μέγαν Κων/νον συνειδητά πιστό Χριστιανό. Το όραμα του 312 μ.Χ. προσθέτει τον θαυματουργικό παράγοντα με την υπερφυσική δύναμη του Θεού των Χριστιανών στη μεταστροφή του Μ. Κων/νου. Και ο Κων/νος ανταποκρίθηκε στην κλήση του Θεού των Χριστιανών, όπως αποδεικνύουν περίτρανα η αναστροφή του με επισκόπους και Πατέρες της Εκκλησίας, τα νομοθετικά του μέτρα, εμπευσμένα από το πνεύμα και τις αρχές του Ευαγγελίου, η κοπή νομισμάτων με Χριστιανικά σύμβολα, η λήψη ευνοϊκών μέτρων για την Εκκλησία, η απομάκρυνση από τη λατρευτική ζωή των ειδωλολατρών, η θεολογική καλλιέργεια και η φροντίδα του για τη σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια το 325 μ.Χ., η θεμελίωση πολλών Χριστιανικών ναών, η χριστιανική μετριοπάθεια, η χριστιανική ανατροφή των τέκνων του και η μυστηριακή ζωή του με την εξομολόγηση και το Άγιο Βάπτισμα.
5. Ήταν Μέγας, Άγιος και Ισαπόστολος ο Κωνσταντίνος;
Αν θέσεις προ οφθαλμών τα έργα του ως αυτοκράτορα και τα αντιπαραθέσεις στις επικρίσεις και στις αμφισβητήσεις θα καταλήξεις ν’ αποδεχθείς ότι δικαιολογημένα η Ιστορία χαρακτήρισε τον Κωνσταντίνο Μέγαν. Πρώτα-πρώτα οφείλεις να του αναγνωρίσεις ότι σωστά πρόβλεψε το μέλλον της Αυτοκρατορίας που θα γραφόταν στην Ανατολή. Η επιτυχημένη εκλογή της Κωνσταντινουπόλεως ως πρωτεύουσας, η ίδρυσή της και η ανάδειξή της είναι έργο δικό του. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνπόλη «εδημιούργησε νέα πολιτική ενότητα και εντελώς νέο πολιτειακό συνδυασμό» (Έσελιγγ, Βυζάντιο Βυζ. Πολιτ. σελ. 6). Η Κων/πόλη κατά τον A. Rambaud «έκανε την αυτοκρατορία, μερικές φορές, αποτελούσε η ίδια την αυτοκρατορία και κατά περιστάσεις αναδημιουργούσε την αυτοκρατορία». (Bayess-Moss, Βυζάντιο, σελ. 135). Ο Έσελιγγ σού παρατηρεί ότι «η επίσημη κολακεία έδωκεν εις την πόλιν το όνομα του Κων/νου, αλλά δια τον λαόν παρέμεινεν η «Πόλις=Urbs» (Έσελιγγ, Βυζάντιο και Βυζαντ. Πολιτισμός, σελ. 7). Αλλά μπορείς να αντιπαρατηρήσεις ότι ο λαός κατεξοχήν, και όχι η επίσημη κολακεία, έδωσε το όνομα Κωνσταντινούπολη σε αναγνώριση όσων έπραξε, δημιούργησε και επαύξησε ο Κωνσταντίνος και ο λαός διατηρεί και σήμερα το όνομα Κωνσταντινούπολη και θυμάται πολύ καλά τον πρώτο της αυτοκράτορα.
Έχεις να ξεχωρίσεις ότι ως μονοκράτορας και διοικητής δημιούργησε μεγάλη στρατιά και εξαιρετικό στόλο, που του εξασφάλιζαν πάντοτε επιβλητικά τη νίκη και έφερναν την απέραντη ειρήνη σ' ολόκληρη την αυτοκρατορία και ότι ήταν εξαιρετικά αγαπητός στους στρατηγούς και στρατιώτες του, γι’ αυτό και δεν εγνώρισε ποτέ την ήττα. Ως στρατηγός διέκρινε τη στρατηγική σημασία του Βοσπόρου: «Έλαβε ανάλογον μέριμναν με τον Θεμιστοκλήν (της αρχαίας Αθήνας), ώστε περιέβαλε με απόρθητα από ξηράς τείχη, ώστε να εξελιχθεί εις ασφαλή βάσιν θαλασσίας δυνάμεως με ρόλον κλειδοκράτορος των θαλασσίων συγκοινωνιών και της ασφαλούς ναυτικής βάσεως» (Κ.Α. Αλεξανδρή, Η Θαλασσία δύναμις εις την Ίστ. Βυζ. σελ. 33). Σημαντική η στρατολογία στους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, ενώ μαζικές λιποταξίες Ρωμαίων πολιτών. Γονιμότητα εδαφών ενδοχώρας της Θράκης, αφθονία ανεφοδιασμού και ύπαρξη μεγάλου ναυτικού λιμένος» (Ζ. Βάλτερ, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, σελ. 35-36).
Μέγαν έρχεσαι να θεωρήσεις τον Κωνσταντίνο και για τις επιτυχίες του στην εσωτερική πολιτική, όπου «επέδειξεν ιδιαιτέρως δημιουργικόν και γόνιμον πνεύμα, θέσας δια των μέτρων που έλαβε τας βάσεις της οργανώσεως του Βυζαντινού κράτους και της βυζαντινής κοινωνίας» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, Ίστορ. Βυζ. κρ. σελ. 106). Επέτυχε παράλληλα και τη renovatio orbis (=ανανέωση του κόσμου της Οικουμένης), αλλά και την άρρηκτη συνέχεια του Ελληνορρωμαϊκού κόσμου. Εβασίλευσε είκοσι πέντε χρόνια και ένωσε την αυτοκρατορία, ενώ με την αποφασιστική στήριξη του Χριστιανισμού αποδείχθηκε κοσμογονική και ευεργετική η αποδοχή του Χριστιανισμού για την εσωτερική κατάσταση του κράτους.
Μέγαν οδηγείσαι να θεωρήσεις τον Κωνσταντίνον διαπιστώνοντας το πνεύμα οικουμενικότητας που τον διέκρινε και στις σχέσεις του με άλλους λαούς π.χ. «Και ενίκησε τους Γότθους και μετά προθυμίας εδέχετο τούτους εις τον στρατόν και την διοίκησιν, μέχρι και των ανωτάτων εισέτι θέσεων, και αθρόα η ένταξίς των εις την Βυζαντινήν υπηρεσίαν. Κατά τα τέλη της βασιλείας του Μ. Κων/νου έφθασε Γοτθική προς το κράτος πρεσβεία, της οποίας μετείχε και ο Χριστιανός Γότθος Ουλφίλας, ο ανήρ εκείνος, όστις ολίγον αργότερον θα καταστή «απόστολος των Γότθων, και θα μεταφράσει την Αγίαν Γραφή» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτους, σελ. 105). Φιλικές σχέσεις διατηρούσε και με τους Πέρσες, μάλιστα με επιστολή του προς το βασιλιά του αναγεννημένου στην εποχή του κράτους των Περσών Σαπώρ Β' ζητούσε να μεταχειρίζεται καλά τους Χριστιανούς και τον παρακινούσε να γίνει Χριστιανός.
Με μέτρα κοινού ανθρώπου, αν εξετάσεις τον Κωνσταντίνον, μέγαν τον ευρίσκεις. Διέθετε σπάνια σωματική αντοχή, τέτοια και τόση δύναμη θελήσεως που εξουδετέρωνε ίντριγκες, εξεγέρσεις, συνωμοσίες και βίαιους ανταγωνισμούς, τη στιγμή που ο συνηθισμένος άνθρωπος θα συνθλιβόταν από τη δυσπιστία και την ανασφάλεια των χρόνων εκείνων, όπου η δολοφονία απέβαινε το πιο συνηθισμένο προληπτικτό μέσον. Μάλλον αφελή θα χαρακτήριζες τη γνώμη εκείνων, που τον απεκάλεσαν «μέτριας ευφυΐας» άνθρωπο. Απεκάλεσαν ανεύθυνα, καθόσον εκτός
των άλλων ικανοτήτων και δεξιοτήτων του ως στρατηγός, ως διοικητής, ως μεταρρυθμιστής και πολιτικός, ο Κωνσταντίνος γνώριζε πολύ καλά να γράφει και να ομιλεί και στη Λατινική και στην Ελληνική, ιδιαίτερα στην Ελληνική να εκφράζεται εύστοχα και με όρους θεολογικούς και φιλοσοφικούς. Και συνέλαβε από τότε την ίδρυση στην Κων/πόλη Ανώτατης Σχολής, Ανωτάτου Εκπαιδευτηρίου, του Auditorium.
Επειδή η εποχή μας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε οικονομικές αξίες, σε μεγέθη και πολιτική οικονομική, η αμερόληπτη ιστορία, σού υπογραμμίζει ότι όχι μόνον είναι αστήρικτη η κατηγορία σπάταλος, που αποδόθηκε στον Κωνσταντίνο, αλλά ότι υπήρξε μέγας και στην οικονομική πολιτική. Υπήρξε θεμελιωτής μιας υγιέστατης οικονομίας και η Βυζαντινή χρυσή μονάδα, το νόμισμα του Κων/νου, απέβη διεθνής νομισματική μονάδα για χιλιετία, σε μια εποχή, που οι άλλες χώρες είχαν πρωτόγονη οικονομία. Ως ιδιοφυΐα στην οικονομία σού αναγνωρίζει τον Κων/νο και ο Jones: «Ο Κων/νος πέτυχε, όπου απέτυχε ο Διοκλητιανός: στη σταθεροποίηση του νομίσματος. Το 309 μ.Χ. έκοψε το solidus (=σολδίον), βάρους 1/72 της λίβρας, χρυσό νόμισμα και το 324 μ.Χ. εξέδωσε και ένα αργυρούν νόμισμα, το Miliarense (=μιλαρήσιο) με βάρος 1/72 της λίβρας και διατιμήσειος 1.000 κατά λίβρα χρυσού, όπως δηλώνει και το όνομά του. Το solidus έγινε ο νομισματικός κανών του Βυζαντίου και όλου του Μεσογειακού κόσμου για πολλούς αιώνες. Όλα τα έθνη εμπο-ρεύονται, ως έγραψε ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης με το νόμισμα του Βυζαντίου, που είναι δεκτό και είναι περιζήτητο από κάθε άτομο και κάθε βασίλειο» (Arnold Jones, Ο Κων/νος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, σελ. 218). Παρόμοιες κρίσεις σού εκφράζουν και Έλληνες ιστορικοί, όπως ο Ι. Καραγιαννόπουλος: «Η νομισματική μεταρρύθμισις του Μ. Κων/νου είχε μεγίστην επιτυχίαν. Ο Βυζ. solidus εγένετο το ανεγνωρισμένον μέσον διεθνών συναλλαγών και εξησφάλισε μέχρι του 11ου μ.Χ. αι. εις την διεθνή αγοράν την εμπορικήν και οικονομικήν επικράτησιν του Βυζαντίου» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτους, τόμ. Α' σελ. 110). Καθώς και η καθηγήτρια της Βυζ. Ιστορίας του Παν/μίου Αθηνών Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου. «Η σταθερότης του νομίσματος παρέμεινεν τόσον αδιατάρακτος, ώστε εις την συνείδησιν του Ελληνικού λαού το παλαιόν χρυσούν νόμισμα εταυτίσθη προς το κωνσταντίνειον, χαρακτηριζόμενον ως κωνσταντινάτο, ασχέτως των επ' αυτού εικονιζομένων μορφών και της χρονικής προελεύσεως αιώνας πολλάκις απεχούσης της βασιλείας του πρώτου Χριστιανου αύτοκράτορος. Πρέπει να ήτο βαθύτατα ερριζωμένη η πεποίθησις περί της αξίας του υπό του Κων/νου εισαχθέντος νομισματικού συστήματος, δια να παραμένη μέχρι σήμερον εις την λαϊκήν παράδοσιν, εις δημώδη άσματα, παιδικά παίγνια ο χαρακτηρισμός ως κωνσταντινάτου, του ιδιαιτέρως πολυτίμου και σημαντικού» (Αικατ. Χρι-στοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, σελ. 114).
***
Και την ανακήρυξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου σε άγιο επαρκώς δικαιολογημένη θα αποφαινόσουν, αρκεί να αναλογισθείς ότι και ο Παύλος, από διώκτης σε κορυφαίο Απόστολο και ο Αυγουστίνος, παρά τα προσωπικά του ανομήματα, ιερός ονομάσθηκε και η Εκκλησία έχει αγίους από δημίων. Οι ιστορικοί που σού αναφέρουν και τις οικογενειακές τραγωδίες - θανατοώσεις, σού αναφέρουν και την Μετάνοιαν και το Βάπτισμα του Κων/νου. Λαμβάνοντας υπόψη και τις δυσμενέστερες πληροφορίες ακόμη για λάθη του και εγκλήματά του, θα διέκρινες ως άνθρωπος ότι «αι ανακολουθίαι του Κων/νου, προέρχονται τω όντι εξ’ ανθρώπινης αδυναμίας, της οποίας δεν ήσαν απηλλαγμένοι και αυτοί οι ήρωες της πίστεως» (Έσελιγγ, Βυζ. και Βυζαντινός πολιτισμός, σελ. 14). Και θα τόνιζες ότι «ο άγιος δεν είναι άγιος με χημική ακρίβεια. Είναι άγιος διότι αγωνίζεται· όχι γιατί δεν επηρεάζεται καθόλου από το Σατανά» (Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Η ζωή ενός μεγάλου, σελ. 130). Είναι άγιος, διότι μεγάλη η υπέρ του Χριστού μέριμνα και γιατί βαπτίσθηκε στο τέλος της ζωής (και μάλιστα όχι από πολιτική σκοπιμότητα· αν εκινείτο από πολιτικό υπολογισμό, θα βαπτιζόταν ενωρίτερα) και το βάπιισμα απαλλάσσει από κάθε αμαρτία.
Υπάρχει και η ένσταση, ότι ο Κων/νος άστοχα ονομάσθηκε άγιος, αφού έφερε τον τίτλο Pontifex Maximus (=Ύπατος Αρχιερεύς), που ήταν ειδωλολατρικός. Σου την απορρίπτει ο Jones, ως εξής: «Αυτό δεν έχει σημασία, αφού όχι μόνο ο Κων/νος εξακολούθησε να τον διατηρεί και στα τελευταία του χρόνια, όταν ήταν αναμφισβήτητα Χριστιανός, αλλά και οι μετέπειτα αυτοκράτορες μέχρι του Γρατιανού, το ίδιο έκαναν. Ο τίτλος ήταν εκ παραδόσεως προνόμιο του Αυγούστου και δεν συνεπήγετο συμμετοχή σε ειδωλολατρικές ιεροτελεστίες» (Arnold Jones. Ο Κων/νος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, σελ. 102).
Ήταν άγιος και διότι είχε έντονη συναίσθηση της θείας αποστολής του, πίστευε ότι ήταν «σκεύος εκλογής» της Θείας Πρόνοιας, ότι τον καθοδηγούσε απ’ ευθείας ο Θεός, ότι ενεργούσε «κατ’ εντολήν Θεού». Στις τελετές της εικοσαετηρίδος (326 μ.Χ.) αρνήθηκε ο Κων/νος, ευρισκόμενος στη Ρώμη, να ανέλθει στο Καπιτώλιο και να προσφέρει τις νενομισμένες ειδωλολατρικές θυσίες στους θεούς. Και η Κων/πόλη που επέλεξε δεν είχε ποτέ κηλιδωθεί με ειδωλολατρικές τελετουργίες από αυτοκράτορα. Ούτε η άδεια να διατηρηθούν δυο-τρεις ναοί ειδωλολατρικοί στο Βυζάντιο μειώνει την «ζώσαν πίστιν» του Μεγάλου Κων/νου, καθόσον καμμία μαρτυρία δεν υπάρχει ότι τις χρησιμοποίησε για λατρευτικούς σκοπούς. Ούτε οι κοσμικές τελετές, με τις οποίες εγκαινιάσθηκε η Κων/πολη μειώνουν τη Χριστιανική ευσέβεια του Κων/νου. καθόσον ήταν οι συνηθισμένες τελετές με τις όποιες -κατά την εθιμοτυπία - γίνονταν τα εγκαίνια μιας πόλεως. Αξίζει να θυμηθείς και τούτο, ότι δεν είχαν δημιουργηθεί Χριστιανικής εμπνεύσεως ιεροτελεστίες και ακολουθίες και μάλιστα για δημόσιες κρατικές ενέργειες. Ούτε το άγαλμα του Κων/νου με το στέμμα του ανίκητου ήλιου μειώνει τη Χριστιανική ευσέβεια του Μεγάλου Κων/νου, αν αναλογισθείς ότι και ο Ηλίας σε φωτεινό άρμα -παράσταση που θυμίζει ήλιο- «ανηρπάγη εις τους ουρανούς» και ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός υμνολογείται ως «ήλιος της Δικαιοσύνης». Πολύ περισσότερο δεν μειώνουν τη χριστιανική ευσέβεια του Κων/νου «οι επιβιώσεις εκδηλώσεων της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής λατρείας, ως λ.χ. η προσκύνησις του αυτοκράτορος», διότι «έχουν καθαρώς πολιτικήν σημασίαν· σημαίνουν την αναγνώρισιν του αυτοκράτορος, προς τον οποίον οι υπήκοοί του δια του τρόπου τούτου, υπόσχονται απεριόριστον υποταγήν» (Ι. Καραγιαννόπουου, Ιστορία Βυζ. κράτους, σελ. 41).
Τέλος, στο σκεπτικισμό εκείνων που ξαναγυρίζουν στις οικογενειακές τραγωδίες, θανατώσεις του Κωνσταντίνου, μπορείς ακόμα να προσθέσεις και τα εξής: «Επλάσθησαν μύθοι περί την οικογενειακήν ζωήν αυτού, των οποίων η αρχή είναι δυνατόν να ευρεθεί εις παλαιοτάτους ελληνικούς θρύλους, αναφερομένους εις μυθικάς, οικογενειακάς τραγωδίας» (Άγγ. Θ. Νεζερίτου, Κων/νος ο Μέγας, Διεθνές τάγμα του Μ. Κων/νου, σελ. 7). Και κατά τον Jones: «Μίτο για το έγκλημα του Κρίσπου, ίσως βρίσκομε σ' ένα περίεργο διάταγμα, που εξέδωσε ο Κων/νος από την Ακουϊλήια την 1η Απριλίου 326 μ.Χ. Μ' αυτό επιβάλλονται θηριώδεις ποινές στην περίπτωση απαγωγής, ασχέτως αν γίνεται με τη συναίνεση ή χωρίς τη συναίνεση της νέας. Και με άλλη διάταξη απαγορευόταν στους παντρεμένους να διατηρούν παλλακίδες. Στο σύνολό της μάλλον απίθανη η μελοδραματική ιστορία των μεταγενεστέρων λαϊκών διαδόσεων και μεταγενεστέρων συγγραφέων. Οι υποθέσεις Κρίσπου και Φαύστας (παράνομη ερωτική σχέση, κατηγορία επί μοιχεία, παραγκωνισμός τέκνων Φαύστας και επιβουλή Ελένης για πνιγμό Φαύστας) άσχετες μεταξύ τους παρά τη χρονική σύμπτωση... Συγκλόνισαν το δημόσιο αίσθημα και γι’ αυτό οι λαϊκές διαδόσεις τις συνέδεσαν...Και ο μεταγενέστερος ειδωλολατρικός θρύλος εχθρικός προς την μνήμην του Κων/νου προχώρησε περισσότερον: Ο Κων/νος σπαράσσεται από τύψεις, όταν ανακαλύπτει ότι είχε σκοτώσει τον αθώον υιόν του και αναζητεί την νέα θρησκεία του Χριστιανισμού... η βάπτιση ως Χριστιανού θα τα ξέπλυνε και έτσι έγινε το 326 μ.Χ. στη Ρώμη χριστιανός, ισχυρίζονται εθνικοί συγγραφείς κατά πολύ μεταγενέστεροι» (Jones. Ο Μ. Κων/νος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, σελ. 235) «Όμως έχεις ως γεγονός ότι ποτέ (ο Κων/νος) δεν αποκατέστησε τη μνήμη του Κρίσπου και της Φαύστας. Τα ονόματά τους σβήσθηκαν από δημόσιες επιγραφές και οι μορφές τους εξαφανίσθηκαν από νομίσματα. Έκτοτε δεν αναφέρεται άλλη γυναίκα «σύνευνη» για τον Κων/νο, ούτε εχρησιμοποίησε την αυτοκρατορική εξουσία του για να ικανοποιεί τη λαγνεία του» (Jones, Ο Μ. Κων/νος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, σελ. 235-238). Και ακόμα μπορείς να προβληματισθείς και να προβληματίσεις περισσότερο. Μήπως και «το διάδημα δεν μεταβιβάσθηκε πολλές φορές άνευ εγκλημάτων και άνευ φρικωδών κλονισμών;». Μήπως ολίγων αρχόντων κατέγραψε η Ιστορία ήθη και θηριωδία χειρότερα των ηθών των Βυζαντινών και του Μεγάλου Κων/νου; Ή μήπως για νεωτέρους χρόνους δεν έχει εφαρμογή η γνώμη, ότι «η υψηλή κοινωνία των πολιτισμένων χωρών και τα στέμματα είναι ανηθικώτερα των αρχαίων, αλλά επαγιώθη η υποκρισία ως δόγμα και μόνον να λέγωνται αι ασχημίαι των ισχυρών απαγορεύεται, όχι όμως και να διαπράττωνται» (Eγκυκλοπαίδεια των Εθνών, βίος Κλεοπάτρας, σελ. 53).
Ωστόσο αναλογίσου ότι δεν μπορείς να κρίνεις μόνον από πιθανολογούμενα εγκλήματα, που από πολλούς ζωηράν επιδέχονται αμφισβήτηση. Οι καλές και έντιμες σελίδες είναι πάμπολλες και γεμίζουν από αρετές, που έχουν ιδιαίτερη αξία, αν ληφθούν υπόψη και τα περιστατικά, υπό τα οποία κατορθώθηκαν οι αρετές αυτές και τα εμπόδια, τα οποία υπερνικήθηκαν για την αρετή αυτήν. Καθόσον «πέρασε από τα πάθη, τους πειρασμούς και τα σφάλματα, που συνήθως μηχανορραφεί το αρπαχτικό και φιλόδοξο περιβάλλον των θρόνων. Δεν κρατήθηκε ανέγγιχτος από τις σκληρές και άδικες πράξεις, όταν τα πάθη και οι δολοπλοκίες ξεχείλιζαν στο στενό οικογενειακό του κύκλο. Δεν έμεινε όμως στις σκοτεινές χαράδρες. Πόνεσε, έκλαψε, ακολούθησε τον αληθινό δρόμο του Μεγάλου και του Αγίου (Κ. Παπαδημητρίου, Το άγνωστο Βυζάντιο, σελ. 28). Και ακόμα «Για να λησμονηθεί η πίκρα χρειάζεται χρόνο πολύ και καρδιά μεγάλη. Το πρώτο το έχουμε ανέξοδα. Το δεύτερο δίνεται από το Θεό σ' αυτούς που κοπιάζουν γι’ αυτό. Πάντως γίνεται λιονταρίσιο το ανθρώπινο πνεύμα όσο είναι δεμένο με το άγιο πνεύμα» (Στ. Γ. Παπαδοπούλου, Η ζωή ενός μεγάλου, σε. 264) Η παραπάνω γνώμη ταιριάζει και στο Μέγα Κων/νο.
***
Δικαιολογημένα η Eκκλησία χαρακτήρισε και Ισαπόστοτολον το Μέγα Κων/νο. Καθόσον, κατά την κρίση του Κων. Παπαρηγοπούλου: «Μετά τους αμέσους μαθητάς του Σωτήρος ουδείς επραξε περισσότερα προς διάδοσιν και παγίωσιν της ιεράς πίστεως» (Κ. Παπαρηγοπούλου, Ίστορ. Έλλην. Έθνους, Εκδ. Γαλαξία, τόμ. Η' σελ. 143). Ήταν βαρυσήμαντη για το μέλλον του Χριστιανισμού η μεταστροφή του Κων/νου. Ίσως να υποστήριζες «ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αναπόφευκτα θα γινόταν Χριστιανική και στο τέλος κάποιος αυτοκράτορας θα προσηλυτιζόταν». Όμως θα σου έλεγε κανείς, εκείνος ο αυτοκράτορας θα ήταν ισαπόστολος. Και, ανθρώπινα κρίνοντας πάντοτε, δεν ήταν βέβαιη μια τέτοια μεταστροφή, διότι «και στην Περσία πολλοί Χριστιανοί, αλλά κανείς Πέρσης βασιλιάς δεν προσηλυτίσθηκε και οι Χριστιανοί παρέμειναν μία μικρά μειονότης» (Jones, Ο Μ. Κων/νος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, σελ. 243).
Ισαπόστολος άξια χαρακτηρίζεται θάλεγες διότι, ως συνεχιστής του έργου των Αποστόλων, πρώτος υλοποίησε τη σύγκληση Οικουμενικών Συνόδων. Και κατά την άποψη κορυφαίου Θεολόγου «Η εν τη Συνόδω παρουσία του αυτοκράτορος εξήρε την Συνοδικήν αυθεντίαν» (Χρ. Ανδρουτσου, Eκκλησία και Πολιτεία εξ’ επόψεως Ορθοδόξου. σελ. 70). Αλλά η απόφαση του 325 μ.Χ. να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο, ήταν ζωτικής σημασίας προηγούμενο για τις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους. «Το κράτος εύρεν εις την Εκκλησίαν την μεγάλην συνεκτικήν δύναμιν, η οποία του ήτο αναγκαία λόγω των διαφοροτρόπων φυλετικώς υπηκόων του, η δε αυτοκρατορική εξουσία απήλαυε της ηθικής υποστηρίξεως της Εκκλησίας. Η Εκκλησία πάλιν εδέχθη άφθονα τα υλικά μέσα του κράτους και υπεστηρίχθη τόσον εις τας προσπαθείας της προς εξάπλωσιν του Χριστιανισμού, όσον και εις την πάλην της κατά των αιρέσεων» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου. Ιστορία Βυζ. κράτους, σελ. 122). Επομένως άξιος Ισαπόστολος ο Μέγας Κων/νος καθόσον έθεσε βάσεις των μετέπειτα ιεραποστολών από το Βυζάντιο προς τον κόσμον ολόκληρο και διότι οργάνωσε στρατηγικά την πάλη κατά των αιρέσεων με τη σύγκληση Οικουμενικών Συνόδων.
Και θα πρόσθετες: Ευλογήθηκε μοναδικά ο Μέγας Κων/νος καθόσον η Κων/πολη αναδείχθηκε κέντρον Oρθοδοξίας και Πατριαρχείο, οχυρό στους αιώνες της Oρθοδοξίας. Όλες οι επισκοπικές έδρες των μεγάλων πόλεων του Χριστιανισμού, όπως Ρώμης, Ιεροσολύμων, Αντιόχειας και Αλεξανδρειάς είχαν ιδρυθεί από κάποιον Απόστολον. Η επισκοπική έδρα της Κων/πόλεως δεν ιδρύθηκε από κανέναν από τους πρώτους εκείνους Αποστόλους· αφού όμως ευλογήθηκε και αναδείχθηκε με την ίδρυσή της, και ιδρυτής της ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, λογικά και ιστορικά αν έκρινες τον ιδρυτή, πρέπει να τον παραδεχτείς ως Ισαπόστολον.
***
Την καλύτερη ανακεφαλαίωση σού την προσφέρουν οι απόψεις του εθνικού μας ιστορικού Κων/νου Παπαρρηγοπούλου που είναι άξιες πολλής προσοχής και για έναν ακόμα λόγο, επειδή αποκαλύπτουν πολλούς επικριτές του Μ. Κων/νου από τους λόγους των: «(Eπί της εποχής του Μ. Κων/νου) ο αρχαίος κόσμος μετέβαλεν όψιν και πνεύμα. Το κράτος απήλαυσεν αγαθά διαρκούς ειρήνης. Το Χριστιανικόν θρήσκευμα, λυτρωθέν των ολεθρίων διωγμών εξησφαλίσθη, ερρυθμίσθη, επροστατεύθη, χωρίς να καταδιωχθώσι παντάπασι οι οπαδοί του αρχαίου θρησκεύματος, η νομοθεσία του κράτους μετερρυθμίσθη εις πολλά κατά το σωτήριον των αρχών του Ευαγγελίου πνεύμα. Είναι δυνατόν ν’ αρνηθώμεν ότι μέγας υπήρξεν ο ανήρ, όστις αν δεν διέπραξεν την τοιαύτην των πραγμάτων και πνευμάτων μεταβολήν, συνετέλεσεν όσον ουδείς άλλος; Και όμως ευρέθησαν ιστορικοί, που όχι μόνον απηξίωσαν ν’ απονείμωσιν την δικαίαν επωνυμίαν, αλλά και πολυειδώς εμυκτήρισαν, εχλεύασαν, περιεφρόνησαν και ως κακούργον εχαρακτήρισαν τον άνδρα... Πρώτοι εμίσησαν οι του αρχαίου θρησκεύματος και επεσώρευσαν ύβρεις και συκοφαντίας (λ.χ. ο Ζώσιμος αποδίδει πατείν όρκους, κακοήθεια, αλαζονεία). Η φιλοσοφία του ΙΗ' αιώνος και οι μύσται οι αποστρεφόμενοι παν θρήσκευμα και ιδίως Χριστιανικόν (Βολταίρος, Γίββων) μυκτηρίζουν και χλευάζουν... Ουκ ολίγον συνετέλεσεν και η Παπική Αρχή...
Κατ’ αρχάς και εν Δύσει απενέμοντο όσαι και οίαι παρ’ ημίν τιμαί... Μέχρι του 9ου μ.Χ. αι. ο Κων/νος ευεργέτης του Χριστιανικού δόγματος... εν Καλαβρία κώμη επ’ ονόματι Άγιος Κων/νος και εις Αγγλίαν πολλοί ναοί επ’ ονόματι αυτού τιμώμενοι.
Εις Πράγαν της Βοημίας επί πολύν χρόνον μεγάλη απεδίδετο ευλάβεια. Αλλά μετά το σχίσμα η Δυτική Εκκλησία δεν ευνοεί τον Κων/νον... Ο Κων/νος ίδρυσεν την Κων/πολιν και ο Πάπας έκτοτε ύστερος... Αλλά πάντα ταύτα συνέπειαι ήσαν και ουχί τα έργα του Μεγάλου Κων/νου... Οι Δυτικοί ασχημίζουν πολυειδώς και πολυτρόπως την εικόνα του ανδρός. Αμφισβητούν την Oρθοδοξίαν διότι εβαπτίσθη υπό του Ευσεβίου Νικομηδείας... αλλ’ ο Ευσέβιος υπέγραψεν το Σύμβολον της Πίστεως της Νικαίας και το απεδέχθη.
...Αι πλείσται των επιτιμήσεων επηγασαν εκ λόγων, δι’ ους ημείς οι Έλληνες οφείλομεν να τιμήσωμεν εξαιρέτως την μνήμην του. Ημείς οφείλομεν ευγνωμοσύνην δια την ίδρυσιν της Κων/πόλεως... Ο Κων/νος απέδειξεν Ελληνικήν την πρώτην σημαίαν των Χριστιανικών ταγμάτων με Ελληνικά γράμματα το του Σωτήρος όνομα επιγράψας αυτή... Συνεκάλεσεν και προήδρευσεν εν αυτή την πρώτην μεγάλην του Χριστιανικού Ελληνισμού Σύνοδον. Δηλαδή παρεσκεύασεν τα πάντα προς την πολιτικήν του Ελληνικού Έθνους αναβίωσιν... Ο Κων/νος ίσταται εις τα μεθόρια δύο κόσμων, αρχαίου και νέου, εθνικού και Χριστιανικού. Εγεννήθη και ανετράφη εντός του εθνικού, έπραξεν και απέθανεν εντός του δευτέρου. Δεν είναι πρέπον να κριθή υπό την μονομερή και απόλυτον του ενός ή του άλλου έποψιν...
Δικαίως η Εκκλησία απεκάλεσεν αυτόν Ισαπόστολον και άγιον παραβλέψασα μεν τα αμαρτήματα, ων εθεώρησεν αυτόν ανεύθυνον, διότι υπήρξαν προϊόν αλλοτρίας ανατροφής και έξεως, αποβλέψασα δε εις μόνην την υπέρ του Χριστιανισμού προαίρεσιν, ήτις υπήρξεν αναμφισβήτητος:
Δικαίως και η Ιστορία, εξαιρέτως η Ελληνική Ιστορία αποκαλεί αυτόν μέγαν, διότι ολίγοι έχοντες να παλαίσωσιν προς τοσαύτας ηθικάς και πολιτικάς, ιδίας και κοινάς δυσχερείας, επολιτεύθησαν μετά πλείονος δεξιότητος και συνέδεσαν το όνομα αυτών μετά μείζονος πραγμάτων και πνευμάτων μεταβολής». (Κων. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδ. Γαλαξία, τόμ. Η, σελ. 196-201).
***
Oπωσδήποτε από την αμερόληπτη Ιστορία αποδεικνύεται, ότι υπήρξε ο Κωνσταντίνος κατά την έκφραση του Σπυρ. Ζαμπελίου «σιδηροφυούς κράσεως άνθρωπος, συνεχαρίσθη και ο Ουρανός» (Σπ. Ζαμπελίου, Κρητικοί γάμοι, σελ. 399), γι αυτό και η εκατόστομη φήμη τον διεσάλπισε Μέγαν, Άγιον και Ισαπόστολον. Όμως θα μπορούσες να ερωτήσεις, πώς τον είδε ο λαός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθόσον πρέπει να σημειώνουμε τη στάση του λαού, που ενδέχεται να είναι απαίδευτος, αλλά το αισθητήριό του σπάνια λαθεύει. Η απάντηση σού δίδεται μέχρι και σήμερα από τους Χριστιανικούς λαούς και ιδιαίτερα από τον Ελληνορθόδοξο λαό μας. Αυτήν την εντύπωση και την εκτίμηση, δεν την απέκτησε τώρα ο λαός, αλλά την παρέλαβε, διαδοχικά από γενεά σε γενεά, από τον αιώνα του Κωνσταντίνου. Αυτή αποδεικνύει ότι ο λαός είδε τον Κωνσταντίνον σαν Μέγαν, Άγιον και Ισαπόστολον και δεν τσιγγουνεύτηκε καθόλου σε αγάπη, σε τιμές και σε σεβασμό. Ουδέποτε τον είδε «χασάπαρο».
Συγκεκριμένα, το όνομα Κωνσταντίνος διαδόθηκε ώστε ν’ αποτελεί ένα από τα περισσότερο γνωστά διεθνώς σ' Ανατολή και Δύση. Ναοί επ’ ονόματι του Κωνσταντίνου βρίσκονται σχεδόν σε κάθε πόλη και σε πολλά χωριά του Ελληνικού χώρου, μάλιστα χωριά και κωμοπόλεις καλούνται Άγιος Κωνσταντίνος. Το νόμισμα «Κωνσταντινάτο» διαδόθηκε εκπληκτικά ως φυλακτήριο και ως κόσμημα. Η μητέρα του Αγία Ελένη έγινε πρωτοπόρος των προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους. Λαϊκές παραδόσεις κάνουν λόγο για θαύματα που κάνει ένα φλωρί Κωνσταντινό: «Ιλιάτζι (=θεραπεία) δια το σεληνιασμό είναι να πάρης ένα φλωρί Κωνσταντινό και να το βάλης σ’ ένα φλυτζάνι και να πηγαίνης σ’ ένα τζεσμέ (=βρύση) να το γέμισης νερό και να μην κρίνης καθόλου εις την στράτα και να το πίνης νηστικός τρεις φορές» (Φαίδ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. ΣΤ σελ. 262). Δηλαδή και τα μετάλλια του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι θαυματουργά. Σύμφωνα με άλλη παράδοση: «Εν Κουτήφαρη της Μάνης, υπήρχε προ 50ετίας οικογένεια Σενταίων, ήτις εφύλαττε θαυματουργόν κωνσταντινάτο» (Κυρ. Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδ. στην Ελλάδα, τόμ Γ' σελ. 312).
Αλλά και στην ποίηση, όπως σε Συμαϊκό άσμα (Λαογραφία, τόμ. 17ος, σελ. 426): «Έδ’ δουλεύγω και πέφτη αργυρέ χρυσέ κατρέφτη Τη παρασκεγήδ’ δουλεύγω συ ‘γαπάς κι εγώ τζηλεύγω έδ’ δουλεύγω το Σαββάτο Αγιομ μου Κωνσταντινάτο».
Ακόμη και στα παιδικά παιγνίδια η ανάμνηση του Κωνσταντίνου καθώς τραγουδούν: «Σας πήραμε, σας πήραμε, φλουρί κωνσταντινάτο». Και ένας μεγάλος αγωνιστής του Εικοσιένα, ο στρατηγός Μακρυγιάννης βλέπει οράματα με νεύση των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης: «Τρέξε, σε θέλει γλήγορα η Ελένη! Ποιά Ελένη; της ρωτώ. Η μητέρα του Κωνσταντίνου, του σημαιοφόρου του Σταυρού» (Ι. Μακρυγιάννη, Oράματα και θάματα, σελ. 131).
Η Ιστορία έκανε την κρίση της, ο πιστός λαός των Χριστιανών τιμούσε και τιμά και η Εκκλησία πανηγυρικά ψάλλει στους Αίνους:
«Χαίροις, Κωνσταντίνε πάνσοφε. Oρθοδοξίας πηγή η ποτίζουσα πάντοτε τοις γλυκέσι νάμασι την υφήλιον άπασαν. Χαίροις, η ρίζα, εξ’ ης εβλάστησε καρπός ο τρέφων την Εκκλησίαν Χριστού. Χαίροις το καύχημα των πατέρων, ένδοξε Χριστιανών βασιλέων πρώτιστε. Χαίρε χαρά των πιστών».
3,13. «ανεχόμενοι αλλήλων και χαριζόμενοι εαυτοίς, εάν τις προς τίνα έχη μομφήν· καθώς και ο Χριστός εχαρίσατο υμίν, ούτω και υμείς»
Τα παραπάνω λόγια του αγίου Αποστόλου, «αποδεικνύουν και καταδεικνύουν», ότι οι χριστιανοί ενδύθηκαν τις άγιες αρετές, οι οποίες αποτελούν και συνιστούν τον Χριστοειδή άνθρωπο.
Ναι, στους χριστιανούς είναι υποχρέωση των υποχρεώσεων, να γίνουν «κατά πάντα» όπως είναι και ο Κύριος.
Αυτοί δεν τολμούν (και δεν πρέπει) να χειραγωγηθούν με τίποτε άλλο και με κανέναν άλλον, εκτός από τον Θεάνθρωπο Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Κύρια και πρώτιστα στην «συχώρεση».
Πώς και πόσο πρέπει να συγχωρούμε, είναι αποστολική ερώτηση (Μτ 18,21). Και ιδού η αποστολική απάντηση: «χαριζόμενοι εαυτοίς, καθώς και ο Χριστός εχαρίσατο υμίν, ούτω και υμείς».
Διαλογίσου και σκέψου αυτό μόνο: πόσο ο Κύριος Ιησούς Χριστός, μας συχώρεσε προκαταβολικά και μας χαρίσθηκε, αφού αποφάσισε να έρθει στην γη και να σώσει το ανθρώπινο γένος. Να το σώσει με τον μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο, «αυτοθυσιαζόμενος» δηλαδή, και φιλάνθρωπα σώζοντάς μας από την αμαρτία.
Αυτός μας «συνεχώρησε» όλες τις αμαρτίες. Και σήμερα ακόμη, μπορούμε να σωθούμε από κάθε αμαρτία, μόνο με την δική του παν-φιλάνθρωπη συχώρεση (Εφ. 1,7. Κολ. 1,14).
Γιατί μόνο Αυτός, έχει την δύναμη και την «εξουσίαν αφιέναι επί της γης αμαρτίας» (Μτ. 9,6).
Και αυτό το κάνει ο Κύριος «παν-ελεημόνως», διαμέσου των ιερών μυστηρίων και των αγίων αρετών (Ιω. 20,22-23. Μτ. 18,18).
Εμείς σαν φιλάμαρτοι και κακοί, είμαστε πάντα κάτω από τις αμαρτίες μας, γι’ αυτό και μας είναι πάντοτε απαραίτητη, για την σωτηρία μας, η δική Του άφεση και συγχώρηση των αμαρτιών μας.
Για τον λόγο αυτό, πρέπει και μείς να συγχωρούμε ο ένας τον άλλο, έστω και αν κάποιος έχει και μομφή (κατηγορία) εναντίον κάποιου άλλου.
«Πεφυσιωμένος» και ματαιόδοξος εσύ, καταθέτεις μομφή κατά του αδελφού σου.
Αλλά σκέψου: ποια μομφή και τι είδους κατηγορία κάθε μέρα και κάθε ώρα μπορεί να καταθέσει για μας ο Παντογνώστης Κύριος, αν δεν μας συγχωρούσε τις αμαρτίες «πανελεημόνως» και «παν-φιλευσπλάχνως».
Είπε ο Κύριος: «Και μη κρίνετε, και ου μη κριθήτε· μη καταδικάζετε, και ου μη καταδικασθήτε· απολύετε, και απολυθήσεσθε» (Λκ 6,37). Έχει επίσης γραφεί: «γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαχνοι, χαριζόμενοι εαυτοίς καθώς και ο Θεός εν Χριστώ εχαρίσατο ημίν» (Εφ. 4,32).
Με τον τρόπο αυτό, «απεκδυθήκατε» τον «παλαιό», και ενδυθήκατε τον «καινό άνθρωπο».
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 139-141)
Με τον γερο-Προκόπιο
Ήταν φαίνεται πολύ χαριτωμένες εκείνες οι προσευχές, γιατί μερικές φορές ο π. Προκόπιος αισθανόταν ευωδία. Παρατούσε το εργόχειρό του και πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο.
─Παπά, τι ευωδιάζει; ρωτούσε με απλότητα.
─Ο βασιλικός, απαντούσε ο παπα-Εφραίμ, δείχνοντας τη γλάστρα έξω από το παράθυρο.
─Μα, το παράθυρο είναι κλειστό, παρατηρούσε το γεροντάκι με καθυστερημένη πονηριά και απορία.
Με την υπακοή στον παπα-Νικηφόρο ο π. Προκόπιος δυσκολευόταν. Κάποτε τον έπιασαν αντικρουόμενοι λογισμοί:
─Θέλω να φύγω, του έλεγε ο ένας λογισμός.
─Πού θα πας; τον ρωτούσε αποδοκιμαστικά ο άλλος.
─Δεν μπορώ να κάνω υπομονή στον παπα-Νικηφόρο παραπονιόταν εκ μέρους του ένας τρίτος.
─Τι καλόγερος είσαι, αν δεν μπορείς να κάνεις υπομονή; τον μάλωνε άλλος.
Τελικά αποφάσισε να αποχωρήσει από τον Άγιο Εφραίμ και να εγκατασταθεί σ’ ένα καλυβάκι της Μικρής Αγίας Άννας. Ο παπα-Νικηφόρος μετά από καιρό πήγε, τον βρήκε και με καλό τρόπο τον έπεισε να επιστρέψει στη μετάνοιά του. Έλεγε εκ των υστέρων: «Από τη στιγμή που βγήκα από το σπίτι ήταν σαν να τα ‘χα χαμένα. Έτσι αισθανόμουν». Όμως ο λογισμός αυτός μετά από καιρό τον πείραξε πάλι και ήθελε να ξαναφύγει. Τότε ο παπα-Εφραίμ τον συμβούλευσε να κάνει τον κόπο να πάει ως τη νέα Σκήτη, να βάλει μετάνοια στον τάφο του γερο-Ιωσήφ, και ύστερα ό,τι φωτισθεί να κάνει. Πράγματι, ξεκίνησε και πήγε. Μόλις βγήκε από την πόρτα, αισθάνθηκε ευωδία εωσότου γύρισε. Ο λογισμός έφυγε.
Άλλοτε πάλι ο παπα-Εφραίμ εξομολογήθηκε τον λογισμό του στον π. Προκόπιο. Έλειπε ο γέροντας παπα-Νικηφόρος και κάλεσαν τον παπα-Εφραίμ στα Καρούλια για ευχέλαιο. Τελείωσε το ευχέλαιο και ανηφόρισε για το σπίτι. Κάποια στιγμή αναπολώντας νοερά την τελετή άρχισε να μη θυμάται αν ευλόγησε με το χέρι του το έλαιο του ευχελαίου. Άρχισαν οι λογισμοί: Το ευλόγησα, δε το ευλόγησα; Η λεπτή μοναχική συνείδησή του ταρασσόταν. Οι λογισμοί συνέχισαν και τη νύχτα στην αγρυπνία. Κάποια στιγμή, ταλαιπωρημένος ήδη, θυμήθηκε τον π. Προκόπιο. Καθόταν σε μία άκρη της αυλής, σ’ ένα σκαμνάκι, και με το κομποσχοίνι στο χέρι έκανε τη μικρή αγρυπνία του. «Αββά, με χτυπούν λογισμοί ότι χθες δεν ευλόγησα το ευχέλαιο στα Καρούλια», του είπε εξομολογητικά. «Ευλογημένε, τόσο συχνά που κάνουμε ευχέλαια, συνήθισες και το ευλόγησες χωρίς να το σκέφτεσαι», απάντησε το γεροντάκι απλοϊκά. Οι λογισμοί εξαφανίστηκαν, η ψυχή ειρήνευσε. «Βλέπετε τη δύναμη της εξομολογήσεως;» παρατηρούσε ο Γέροντας.
Από τους πολλούς κόπους ο π. Προκόπιος απέκτησε σπάσιμο (κήλη). Προσπαθούσε να βολεύεται με διάφορους επιδέσμους και άλλα μέσα, για να περνάει ο καιρός, γιατί δεν ήθελε να πάει στον κόσμο. Ποτέ δεν είχε βγει εκτός Όρους, όπως και πολλά άλλα γεροντάκια που πρόσεχαν ως κόρην οφθαλμού αυτό το θέμα. Μάλιστα έλεγαν μεταξύ τους: «Θα έρθει καιρός, που δεν θα επαινούνται όσοι κάνουν αρετή, αλλά όσοι δεν βγαίνουν από το Όρος».
Επιπλέον, οι παλαιοί καιροί ήταν δύσκολοι, τα μέσα συγκοινωνίας ελάχιστα. Η κατάσταση όμως της κήλης (διπλή ήταν) χειροτέρευε. Πολλά βράδια βογγούσε από τους πόνους και αναγκαζόταν ο παπα-Εφραίμ να ζεσταίνει τούβλα και να του βάζει ζεστά επιθέματα για να ανακουφίζεται. Δυσκολευόταν σε όλες τις κινήσεις του.
Πέρασε όμως κάποιος μοναχός που είχε το ίδιο πρόβλημα, και τον βεβαίωσε ότι τώρα μετά την εγχείρηση χοροπηδάει σαν κατσίκι. Ο π. Προκόπιος πήρε φωτιά. Ζήτησε ευλογία και σε λίγες μέρες πήρε από τη Δάφνη την άγονη γραμμή για Πειραιά όπου είχε συγγενείς.
Ο παπα-Εφραίμ προσευχόταν, γιατί το γεροντάκι είχε περισσότερο από σαράντα χρόνια να βγει στον κόσμο. Σίγουρα θα δυσκολευόταν. Κάποτε τον είδε με το πνεύμα του να απομακρύνεται δια θαλάσσης από τη Δάφνη. «Γέροντα, είπε στον παπα-Νικηφόρο, γράψε την ημερομηνία. Σήμερα φεύγει από Δάφνη». Μετά δύο μέρες πάει πάλι στον γέροντα: «Γράψε ημέρα και ώρα∙ τώρα αποβιβάζεται στον Πειραιά». Πέρασαν πάλι μερικές μέρες και ο παπα-Εφραίμ αισθάνθηκε έναν μεγάλο πόνο στην ψυχή του. Τρέχει στον γέροντα και του λέει: «Γέροντα, αυτήν την ώρα ή η εγχείρηση δεν πέτυχε ή άλλο πολύ δυσάρεστο του συμβαίνει. Δεν ξέρω ακριβώς τι, πάντως εγώ πονάω. Σε παρακαλώ, πάμε τώρα να του κάνουμε ένα ευχέλαιο, να τον βοηθήσει ο Θεός». Μετά από κανέναν μήνα ο γερο-Προκόπιος επέστρεψε επιτέλους εγχειρημένος, υγιής και χαρούμενος. Ανάμεσα στα άλλα τους διηγήθηκε ότι, όταν αποβιβάσθηκε στον Πειραιά και κοιτούσε σαν χαμένος εδώ κι εκεί μην ξέροντας πώς να πάει στους δικούς του, τον πλησίασαν δύο νέοι, του πήραν τα μπογαλάκια και τον οδήγησαν ως το σπίτι με τη διεύθυνση που είχε. Μιλώντας καθ’ οδόν του είπαν ότι Θόδωρο λεν τον έναν, Θόδωρο και τον άλλον. Μόλις έφτασαν, άφησαν τα πράγματα, του έδειξαν το σπίτι, και όταν γύρισε να τους ευχαριστήσει, έκπληκτος διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανείς πίσω του. Θαυμάζοντας μονολόγησε: «Άγιοι Θεόδωροι, σας ευχαριστώ».
Ήρθε η ώρα και έκαναν διαπίστωση στις ώρες και ημερομηνίες που κράτησαν. Και οι τρεις ήταν σωστές. Μόνο που στην τρίτη δεν κινδύνευσε η ζωή του, αλλά η υπόληψή του ως μοναχού, γιατί ο διευθυντής- χειρουργός, εμπρός σε όλο το ιατρικό προσωπικό και άλλους ασθενείς, θέλοντας να τον εξετάσει τον θεάτρισε με ανάρμοστο και αψυχολόγητο τρόπο. «Αυτός ο γιατρός δεν ήταν ευλαβής. Ήταν μασώνος», μας έλεγε δηκτικά ο Γέροντας. «Δεν πρόσβαλε τον μοναχό, αλλά τον Θεό∙ γι’ αυτό εγώ πόνεσα».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Με τον παπα-Νικηφόρο
Θυμόταν ο Γέροντας τις προσευχές που έκανε, ενώ εργαζόταν μαζί. Τα παλιά χρόνια της νεότητός του έλεγε ότι η ενέργεια της προσευχής ήταν πολύ δυνατή, πράγμα που ταπεινόφρονα θεωρούσε ότι δεν υπάρχει στους ύστερους χρόνους του. Και οι τότε λογισμοί του γέμιζαν την ψυχή με φωτιά. Διηγείτο το εξής: «Για να κάνουμε το εργόχειρό μας, τις σφραγίδες των πρόσφορων, έπρεπε να πριονίσουμε χοντρούς κορμούς λευκών που είχαμε μεταφέρει από το δάσος. Τους στηρίζαμε με τον γέροντα παπα-Νικηφόρο καταλλήλως, και με μεγάλο χειροπρίονο που τραβούσαμε ο ένας απ’ τη μια κι ο άλλος απ’ την άλλη, τεμαχίζαμε σιγά-σιγά τους κορμούς. Θυμάμαι», συνέχιζε ο Γέροντας, και το πρόσωπο του φωτιζόταν, «μια απ’ αυτές τις φορές, ενώ εργαζόμασταν με τον γέροντα, η ψυχή μου γεμάτη πνευματική λαχτάρα φώναζε: ‘‘Πήγαινε στο δωμάτιο. Ο Χριστός είναι εκεί και σε περιμένει!’’ Πυρπολούμην ολόκληρος από τη χάρη αυτών των λογισμών». Άλλοτε πάλι, εργαζόμενος στον τόρνο, για να κάνει στρόγγυλες τις σφραγίδες, κάθιδρος από τον κόπο (ο τόρνος κινούνταν με το πόδι), προσευχόταν με πόθο: «Άγγελοι, αρχάγγελοι, παραμερίστε. Θέλω να δω τον Κύριό μου!»
Στην αρχή της δεκαετίας του ‘60 ο παπα-Νικηφόρος είχε πιάσει πλέον τα εβδομήντα, και ο π. Προκόπιος επίσης. Αλλά και ο Γέροντας πλησίαζε τα πενήντα. Συμπλήρωνε τριάντα χρόνια στην υπακοή και την άοκνη υπηρεσία. Άρχισε να κουράζεται σωματικά και θέλησε να δώσει κάποια βοήθεια στον εαυτό του. Έτσι πήραν θερμάστρα πετρελαίου για την εκκλησία, γιατί δεν γινόταν πια να λειτουργεί και να προσέχει την ξυλόσομπα.
Όλα αυτά τα χρόνια έβγαζε μέσα από τη στέρνα με τον κουβά το νερό που μάζευαν από τη βροχή. Επιτέλους, του έστειλε ο αδερφός του μια χειραντλία και σταμάτησε να σκύβει και να τραβάει το σχοινί με τον κουβά.
Το πιο κουραστικό ήταν ότι στην κουζίνα δεν υπήρχε νερό και έπρεπε να το κουβαλάει καθημερινά από τη στέρνα. Φαγητό, σφραγίδες, λάντζα, πλύσιμο ρούχων∙ το νερό κουβαλητό. Σκέφτηκε να κάνει μία τσιμεντένια στερνούλα πίσω από την κουζίνα στα βράχια λίγο κάτω από τα κεραμίδια, για να συλλέγει το βρόχινο νερό τους. Η στέρνα θα ήταν αρκετά ψηλά ώστε να έρχεται το νερό με σωλήνα στην κουζίνα. Ο τόπος βρέθηκε. Με λίγα δυναμίτια θα ήταν έτοιμος. Μια στέρνα δέκα κυβικών μέτρων μπορούσε να γίνει, ξεπερνώντας κάθε φαντασία. Όμως ο παπα-Νικηφόρος αντιδρούσε. Χρήματα είχε, αλλά όντας υπερήλικας κουραζόταν ακόμα και στην ιδέα όλης αυτής της φασαρίας. Όταν ο παπα-Εφραίμ τον πίεσε λίγο, του το ‘κοψε απότομα.
─Παιδί μου, άσε να πεθάνω και κάνε ύστερα ό,τι νομίζεις.
─Πέθανε και σε θάφτω, παπάς είμαι, έκανε ασυγκράτητος και πικραμένος ο παπα-Εφραίμ.
«Χμ!! Τι θα πει γέροντας, καημένε. Με τον λόγο αμέσως αισθάνθηκα ότι ο Θεός έφυγε από μέσα μου. Τώρα τι κάνεις; Ευλόγησον, γέροντα». Πήγε και έβαλε μετάνοια.
Κατάλαβε όμως ότι έχει να κάνει πλέον με γεροντάκι και σκέφτηκε να το κολακεύσει. «Γέροντα», του είπε μαλακά, «άμα πεθάνεις εσύ, εγώ θα λυπηθώ και δεν θα ‘χω όρεξη για τίποτα. Αν όμως κάνουμε τη στέρνα, θα λέω: ο γέροντας μου έκανε τη στέρνα αυτήν και ευκολύνομαι. Και θα εύχομαι με όλη μου την καρδιά: ο Θεός να αναπαύσει τον γέροντά μου, Θεός σχωρέσου, γέροντα». Και δεν άργησε να κάμψει την πατρική καρδιά. «Ε, άντε καλά, τι θες, να πάρε αυτά τα χρήματα και κάνε τη δουλειά σου». Έτσι έγινε η πρώτη στερνούλα με χίλιες μικροδυσκολίες στον αμάθητο σε τέτοια παπα-Εφραίμ, και ήρθε το νερό στην κουζίνα. Ο γερο-Προκόπιος έπλενε τα χεράκια του και με χαρά έλεγε και ξανάλεγε: «Βρύση, βρύση!» Κι όμως πριν ήταν διστακτικός, αν και όχι τελείως αρνητικός. Μαθημένος στην πολυχρόνια στέρηση, του φαινόταν πολυτέλεια η ελάχιστη εξυπηρέτηση.
«Τι εστί γέροντας μόνο ο διάβολος το ξέρει», μας επαναλάμβανε ο Γέροντας. «Διότι η δύναμίς του καταργείται. Βάζεις μια μετάνοια και πας παντού. Εξομολογείσαι ένα λογισμό και καθαρίζει η ψυχή. Εγώ κάποτε άλλαξα δωμάτιο. Έφυγα από το διπλανό του γέροντα, από όπου μπορούσα να τον ακούω και να τον έχω στο νου μου, αλλ’ όπου τελευταία με ενοχλούσε το σύρσιμο των βαριών παπουτσιών του, όταν κοιμόμουν. Πήγα λίγο μακρύτερα, που ήταν ήσυχα. Όπως σας ακούω και μ’ ακούτε, άκουγα: ‘‘Ασυνείδητε, άκαρδε, εγκατέλειψες τον γέροντά σου. Αν πάθει κάτι και έχει την ανάγκη σου, ποιος θα τον ακούσει;’’ Την ίδια στιγμή γύρισα πίσω στο δωμάτιό μου».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Με τον παπα-Νικηφόρο
Προλάβαμε τον παπα-Νικηφόρο εν ζωή, όταν επισκεπτόμασταν τον Γέροντα από το 1971 ως το 1973 που κοιμήθηκε ο παππούς. Γεροντάκι μετρίου αναστήματος, σταφιδιασμένο, ακολουθούσε τον παπα-Εφραίμ όπως το παιδάκι τη μανούλα του. Καθώς έπασχε από αμνησία, δεν μπορούσε να κάνει ούτε στιγμή χωρίς εκείνον. Τον ζητούσε με λυγμούς. Πέντε χρόνια δεν βγήκε καθόλου ο Γέροντας από το σπίτι, υπηρετώντας τον άρρωστο παπα-Νικηφόρο με άοκνη αγάπη.
Είχαμε ακούσει για τις δυσκολίες του χαρακτήρα του παππού και την υπομονή και την σκληρή υπακοή που έκανε ο Γέροντας σε παλαιότερα χρόνια, και νομίζαμε ότι περιποιόταν τον άρρωστο από τυπική υποχρέωση, μια και δεν υπήρχε άλλος στο κελλί. Έτσι εκπλαγήκαμε, όταν διαπιστώσαμε την αγάπη, αλλά και περισσότερο την τρυφερότητα με την οποία του φερόταν. Τον τάϊζε, τον έπλενε, τον άλλαζε, του διάβαζε τις ακολουθίες –ο παππούς βέβαια ήταν τελείως κουφός, αλλά συμμετείχε επαναλαμβάνοντας φωναχτά την ευχή που έβλεπε γραμμένη με μεγάλα γράμματα σ’ ένα χαρτονάκι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έπαιζε τρυφερά μαζί του σαν με παιδάκι ο τόσο σοβαρός και αρχοντικός παπα-Εφραίμ.
Όταν μετά τον θάνατό του ένα πνευματικό του παιδί έγραψε στον Γέροντα ότι ξεκουράστηκε επιτέλους από τις δυσκολίες του παπα-Νικηφόρου, χωρίς να σκεφθεί ότι για τους κεκοιμημένους ευχόμαστε ανάπαυση της ψυχής λησμονώντας τις αδυναμίες τους, εισέπραξε ένα από τα πιο αυστηρά γράμματα του Γέροντα.
Ο παπα-Νικηφόρος καταγόταν από προάστειο της Θήβας, το Πυρί. Ήρθε κοντά στον συμπολίτη του γερο-Εφραίμ, στα Κατουνάκια, στα μέσα της δεκαετίες του 1910. Το 1924 χειροτονήθηκε ιερέας σε κελλί των Καρυών. Ήταν προσεκτικός λειτουργός, καλλιφωνότατος ψάλτης, επιδέξιος ξυλογλύπτης, καλός νοικοκύρης και αυστηρός γέροντας. Είχε πρόβλημα με την ακοή του -χρησιμοποιούσε συσκευή με μπαταρίες- και έτσι φαινόταν πιο σκληρός και εξουσιαστικός απ’ ό,τι ήταν. Όλοι στη γειτονιά τον υπολόγιζαν και τον σέβονταν. Χαμογελούσαν όμως, όταν ψάλλοντας στις αγρυπνίες τον πολυέλεο* κατ’ αντιφωνία με τον τυφλό καλλικέλαδο ψάλτη π. Δοσίθεο, έλεγε ο μεν κουφός παπα-Νικηφόρος «ώτα έχουσι και ουκ ενωτισθήσονται», ο δε τυφλός «οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται».
Ήταν απλός άνθρωπος και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις πνευματικές αναζητήσεις του παπα-Εφραίμ, αλλά τον αγαπούσε ως παιδί του και του χαριζόταν. Έτσι ο παπα-Εφραίμ μπορούσε να καρπώνεται πνευματικά οφέλη από τον γερο-Ιωσήφ, αλλά και να πείθει τον παπα-Νικηφόρο για τα καλύτερα. Επίσης, κατά τη γερμανική κατοχή, όταν όλοι οι πατέρες σκόρπισαν στις μονές αλλά και τον κόσμο, για να βρουν τα προς το ζην, έκανε τρόπο και κράτησε τη συνοδία του στα Κατουνάκια. Συνήθιζε να πηγαίνει κάθε χρόνο, καλοκαίρι στη Θήβα και γυρνώντας έφερνε σιτάρι και άλλα χρειώδη, που του έδιναν οι συγγενείς του σαν μέρος από την πατρική τους περιουσία. Μερικές φορές θύμωνε: «Τρώτε το ψωμί του πατέρα μου», φώναζε. Τον καταπράυνε όμως ο παπα-Εφραίμ με αγάπη και ταπείνωση.
Αφηγείται ο αδερφός του: «Είχε έρθει ο παπα-Νικηφόρος στο σπίτι μας και έλεγε στη μητέρα μας: ‘‘Τον Εφραίμ να μην τον ζητήσετε να κατεβεί στον κόσμο. Είναι τέλειος υποτακτικός∙ είναι πολύ καλός. Αν θα κατεβεί κάτω, θα τον αρπάξουν και θα τον κάνουμε αμέσως ιερέα και θα χάσει αυτά που ζει στο Άγιον Όρος. Ο Εφραίμ ζει, βλέπει από τώρα τον παράδεισο’’. Και άρχισε να διηγείται: ‘‘Ο Εφραίμ λειτουργούσε. Εγώ και ο Προκόπιος ψάλλαμε. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, ενώ περιμέναμε να κάνει τις προσφωνήσεις, κρατούσε σιγή. Περιμέναμε λίγο, αλλά ουδεμία απάντηση. Μπαίνω μέσα στο ιερό να ιδώ τι συμβαίνει, και βλέπω κατάπληκτος να είναι στην αγία Τράπεζα πεσμένος. Τον σκουντάω, τον κουνάω, και τότε συνήλθε. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά, ζητώντας να δει που βρισκόταν. Ήταν μούσκεμα από τα δάκρυα. Χωρίς να πει τίποτε, συνέχισε τη Λειτουργία. Όταν τελείωσε, με πλησιάζει και μου λέει: Γέροντα, ευλόγησον (έκλαιγε). Αν είναι ευλογημένο, άλλη φορά αν με δείτε σε τέτοια κατάσταση, αφήστε με, μη με σκουντάτε για να συνέλθω. Σήμερα, γέροντα, σας εξομολογούμαι τι μου συνέβη: Δεν ξέρω πως έγινε∙ βγήκα από τον εαυτό μου και έβλεπα αγγέλους να ανεβοκατεβαίνουν επί το θυσιαστήριο και να ψάλλουν. Βρισκόμουν σε μίαν απερίγραπτη μακαριότητα∙ ήμουν εκτός εαυτού. Συνήλθα με τα σκουντήματα και τις φωνές σας. Σας παρακαλώ, γέροντα, αν μου συμβεί άλλη φορά, αφήστε με όπως είμαι.’’».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
«Τρία συμβόλαια έκλεισε σε μία μέρα», Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014
Τον Γιάννη τον γνώρισα πριν τρία περίπου χρόνια! Σεπτέμβρη ή Oκτώβριο του 2011! Παιδί που γεννήθηκε με θαύμα του Άη Γιάννη του Ρώσου! Κάποια στιγμή θα στο διηγηθώ! Με λίγα λόγια ευλογημένο παιδί!
Τότε θα ήταν 26 με 27 ετών, άρα σήμερα τριαντάρης!”
[…] “Τον είχα ξεχωρίσει!! Χωρίς να είναι αυτό που θα ’λεγες το παιδί της Εκκλησίας με την στενή έννοια του όρου, ήταν παιδί του Θεού! Μπορεί να μην πήγαινε κάθε Κυριακή στον Ναό, αν τύχαινε κι είχε βγει έξω να διασκεδάσει, πάντως πήγαινε συχνά! Και Πνευματικό είχε και ξομολογιόταν τακτικά και γενικά είχε μία ντομπροσύνη και ένα φιλότιμο όσο λίγοι της ηλικίας του!
[…] Που λες... προσπαθούσε το παιδί να ορθοποδήσει, απολύθηκε μετά το Πάσχα από την εταιρεία που δούλευε και έβγαζε πιστωτικές καταναλωτικές κάρτες στους πελάτες των μεγάλων Πολυκαταστημάτων και το τελευταίο τρίμηνο είχε προσληφτεί σε άλλη γνωστή εταιρεία που ετοίμαζε site για εταιρείες και μετά τα “ανέβαζε” στην κατάταξη των μηχανών αναζήτησης με τις τεχνικές SEO που εφάρμοζαν οι προγραμματιστές της!
Να μην στα πολυλογώ του είχαν βάλει ένα στόχο κάποιων δεκάδων χιλιάδων ευρώ σε συμβόλαια πώλησης που έπρεπε να φέρει μέχρι τα τέλη του χρόνου ώστε να του ανανεώσουν την σύμβαση κι αν μάλιστα ήταν και καλός να τον μονιμοποιήσουν!
Με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια πάλευε πολύ να το πετύχει!
Γύρναγε με το αμάξι της εταιρείας στην περιοχή που του είχαν αναθέσει, πήγαινε στο κάθε μαγαζί, εισέπραττε συνήθως απόρριψη - που να δώσει ο καταστηματάρχης που αγωνίζεται να κρατήσει το μαγαζί του και αλλά χρήματα για site και διαφήμιση στο διαδίκτυο - και είχε αρχίσει να τον παίρνει λίγο από κάτω, επειδή ήθελε διακαώς να πιάσει τους στόχους που του είχαν βάλει για να μαζέψει και τα αναγκαία χρήματα για τον γάμο του με την αρραβωνιαστικιά του!!
Τα λέγαμε που και που, εμένα με ξέρεις του έδινα κουράγιο, του έλεγα να διαβάζει τους Χαιρετισμούς κάθε μέρα, ότι η Παναγιά μας δεν θα τον αφήσει όπως δεν τον είχε αφήσει χρόνια τώρα, με λίγα λόγια όσο μπορούσα τον ενθάρρυνα!!
Σήμερα το απόγευμα κατά τις πέντε με παίρνει τηλέφωνο!
Και πριν προλάβω να τον ρωτήσω το παραμικρό μου λέει!
“Δάσκαλε δεν θα πιστέψεις τι έγινε σήμερα!! ! Άκου!! Θυμάσαι που σου έλεγα ότι έπρεπε για το δεύτερο εξάμηνο του Ί4 να πιάσω τον στόχο των 20.000 ευρώ σε συμβόλαια!! Μέχρι σήμερα, δηλαδή σε 4.5 μήνες είχα φτάσει στα 9.000 ευρώ με πολύ κόπο και με πολύ τρέξιμο!! Έλεγα ότι να πιάσω ακόμη 11.000 μέσα στον επόμενο ενάμιση μήνα που απομένει είναι σχεδόν αδύνατο! Και με είχε πάρει από κάτω! Και δεν κοιμόμουν καλά τις τελευταίες μέρες! Να, και σήμερα το βράδυ σχεδόν ξάγρυπνος έμεινα, στριφογύριζα σαν τη σβούρα! Ξάφνου μου έρχεται κάτι σαν έμπνευση, σαν μία φωνή να μου μιλάει!! Διαβάζεις λέω στο Ιστολόγιο των Χαιρετισμών για ένα σωρό θαύματα των Χαιρετισμών! Και εγώ τους κάνω που και που, αλλά τώρα είπα! Θα σηκωθώ να τους διαβάσω! Και πετάχτηκα αξημέρωτα από το κρεββάτι!! Και άρχισα να τους διαβάζω! Και όσο τους διάβαζα ένοιωθα να γεμίζω δύναμη, ξέρεις... όσες φορές τους διαβάζω συνήθως ηρεμεί η ψυχή μου, γαληνεύω, αλλά σήμερα ένοιωσα δύναμη, πραγματική δύναμη να με πλημμυρίζει!! Είπα το δι’ εύχών! Ετοιμάστηκα και ξεκίνησα να είμαι στις εννιά σε ένα ραντεβού για μία παρουσίαση! Μία νέα οδοντίατρος ήταν που μόλις είχε ανοίξει το ιατρείο της! Με μεταπτυχιακά στην αισθητική οδοντιατρική! Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω να την πείσω! Ήταν ήδη αποφασισμένη! Μιλήσαμε για τα διάφορα συμβόλαια, τον τύπο του site, και μετά την προώθηση του! Της είπα τις τιμές και μην στα πολυλογώ χωρίς πολλά πολλά κλείνει συμβόλαιο 2.800 ευρώ για κατασκευή ιστοσελίδας και το πλήρες πακέτο με την πλήρη υποστήριξη SEO για μία διετία!! Έτριβα τα μάτια μου! Στο τσακ μπαμ συμβόλαιο 2.800 ευρώ! Υπέγραψε προσύμφωνο! Της έκλεισα ραντεβού με τον προγραμματιστή κι έφυγα!! Βγαίνω έξω να πάρω τηλέφωνο την Ελένη να της πω τα ευχάριστα!! Και με το που ξεκινήσαμε να μιλάμε κτυπάει άλλη γραμμή! Την κλείνω! Ήταν ένας “μαντράς”, ξέρεις έχει μάντρα με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, αυτός αγόραζε και σκάφη και τα είχε και αυτά με τα τροχήλατα στη μάντρα! του είχα κάνει πριν δέκα μέρες και βάλε παρουσίαση, δεν τον είχα δει και πολύ ζεστό παρόλο που έβγαζε χρήμα, τον είχα πάρει δύο φορές ακόμη τηλέφωνο, δεν είχε καν απαντήσει, τον είχα ξεγράψει! Μην στα πολυλογώ μου ζήτησε να περάσω αν μπορώ μέχρι το απόγευμα να μου κάνει ακόμη κάποιες ερωτήσεις! Του λέω ότι μετά τη μία μπορώ! Πήγα! Στο αμάξι έλεγα ότι θυμόμουν από τους Χαιρετισμούς! Τα ίδια και τα ίδια! Φώτισέ τον Παναγία μου έλεγα να μου κλείσει συμβόλαιο! Μην στα πολυλογώ είχε τελικά αποφασίσει να κάνει όχι μία αλλά δύο ιστοσελίδες, μία για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και μία δεύτερη για τα σκάφη!! Είχε ρωτήσει λέει και ένα σύμβουλο πωλήσεων που του είπε ότι δεν τον συμφέρει να τα παρουσιάζει μαζί, και ήθελε να με ρωτήσει τι έκπτωση θα είχε! Η ουσία είναι ότι έκλεισε τελικά δύο συμβόλαια 3.700 ευρώ έκαστο με τις εκπτώσεις και αυτός για δύο χρόνια!
Δηλαδή σε πέντε ώρες μέσα υπέγραψα με δύο πελάτες συμβόλαια 10.200 ευρώ! Χίλια διακόσια παραπάνω από όσα μικρό-συμβόλαια είχα κλείσει 4.5 μήνες τώρα! Και μόλις οκτακόσια ευρώ κάτω από το στόχο εξαμήνου!!
Γύρισα σπίτι! Τα είχα προλάβει στην Ελένη! Και είπα κάτσε να πάρω τον δάσκαλο να του πω νέο μεγάλο θαύμα με τους Χαιρετισμούς!! Να το βάλει αν θέλει στο Ιστολόγιό του!!”
Για εμένα δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία!
Oλοκάθαρο θαύμα των Χαιρετισμών της Παναγίας μας!
Μας αφήνει να πολεμήσουμε μόνοι μας! Να φτάσουμε στα όριά μας! Να αγωνιστούμε να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας! Και στην ώρα της ανάγκης μας να κάνει Εκείνη το θειικό!! Έτσι και με τον Γιάννη μου!! Τον άφησε να κοπιάσει μέχρι τέλους σχεδόν και όταν απλά, ωσάν μικρό παιδί Της ζήτησε την βοήθειά Της, χαιρετίζοντάς Την με τους Χαιρετισμούς Της έκανε και το θαύμα Της, για να δείξει το πόσο μεγάλη δύναμη έχουν οι Χαιρετισμοί Της και κυρίως ότι ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, όσο στραβά και να μας πηγαίνουν τα πράγματα, αλλά να αγωνιζόμαστε μέχρι τέλους έχοντας αναθέσει την πάσαν ελπίδα μας στην κατά Χάρη Μάνα μας!!”. […]
(“Τα θαύματα των Χαιρετισμών…σήμερα”, Αριστομένης Φλουράκης, σ. 186-189)
Στα ρείθρα της Χάριτός Σου έσκυψα πάλι να ξεδιψάσω, Δέσποινα.
Κι ύστερα ακολούθησα το πέταγμα ενός μικρού πουλιού.
Η τρυφερότητα της φίλης ησύχασε τους ύπνους μου.
Βούλιαξα σε δυο λόγια του Παπαδιαμάντη.
Με μια ρόγα σταφύλι γλυκάθηκα.
Γαλανό και δροσάτο το κύμα με φίλησε.
'Ολα με ευλόγησαν.
Και φέτος, Δεκαπενταύγουστο,
νεογέννητο πάλι παιδί με κράτησες στην αγκαλιά Σου, Δέσποινα.
Ε.Κ.
Έχεις ακόμη ανησυχίες. Πες μου, από πού θα μπορούσαν να προέρχονται; Όλα τα εξωτερικά πάνε καλά. Όλα τα εσωτερικά τα έχεις επανεξετάσει και τακτοποιήσει. Την απόφασή σου την έχεις πάρει. Από πού, λοιπόν, προέρχονται αυτές οι ανησυχίες; Όλες είναι από τον εχθρό. Όλες. Από πουθενά αλλού.
Τι άλλο θα μπορούσε να συμβαίνει; Μήπως σκέφτεσαι να φτιάξεις τη ζωή σου μόνη σου, με τις δικές σου ικανότητες και προσπάθειες; Αν πραγματικά αυτό σκέφτεσαι, σε συμβουλεύω ν' αλλάξεις αμέσως γνώμη, αλλιώς δεν θ' απαλλαγείς από τη σύγχυση και την ταραχή.
Εξέτασε πάλι τον εαυτό σου ή θυμήσου ό,τι σου έχω υποδείξει και ό,τι έχει συμβεί μέσα σου σ' όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας μας. Θυμήσου, επίσης, ποια ήταν η έκβαση των προβληματισμών σου για τη ζωή.
Τέλος, δώσε στην αυτοεξέτασή σου τέτοια κατεύθυνση, ώστε να καταλήξει σε μια σταθερή απόφαση αμετάκλητης εναποθέσεως του μέλλοντός σου στα χέρια του Θεού.
Αφού, λοιπόν, πάρεις αυτή την απόφαση, προσευχήσου στον Κύριο ολόθερμα. "Το μέλλον μου", πες του, "το αφήνω με εμπιστοσύνη στα χέρια Σου. "Όπως ξέρεις και όπως θέλεις, Κύριε, κατεύθυνε τη ζωή μου, μ' όλα τα απρόοπτα και μ' όλες τις δυσκολίες της.
Από δω κι εμπρός δεν θα μεριμνώ και δεν θ' ανησυχώ πια για τον εαυτό μου. Μια φροντίδα μόνο θα έχω, να κάνω πάντα ό,τι είναι ευάρεστο σ' Εσένα".
Έτσι να του μιλήσεις, αλλά και έμπρακτα να του αποδείξεις ότι έχεις ολοκληρωτικά αφεθεί στα χέρια Του, ότι δεν ανησυχείς για τίποτα, ότι αποδέχεσαι ήρεμα και αγόγγυστα οποιαδήποτε κατάσταση, ευχάριστη ή δυσάρεστη, με την πεποίθηση ότι έχει παραχωρηθεί από τη θεία πρόνοια.
Μοναδική σου μέριμνα ας είναι η ακριβής τήρηση των εντολών του Θεου σε κάθε περίσταση.
Ύστερ' από μια τέτοια εσωτερική τοποθέτηση, όλες οι ανησυχίες σου θα εξανεμιστούν.
Ανησυχείς για τον εαυτό σου τώρα, καθώς θέλεις όλες οι περιστάσεις να συντείνουν στην εκπλήρωση του δικού σου σκοπού. Και επειδή, φυσικά, όλα δεν γίνονται σύμφωνα με το θέλημά σου, ταράζεσαι και στενοχωριέσαι - "Αυτό δεν έγινε έτσι, εκείνο δεν έγινε αλλιώς".
Αν, όμως, αναθέσεις τα πάντα στον Κύριο με εμπιστοσύνη και δεχθείς πως ό,τι συμβαίνει προέρχεται απ’ Αυτόν για το καλό σου, τότε δεν θ' ανησυχείς πια καθόλου. Θα κοιτάς μόνο γύρω σου, για να δεις τι σου στέλνει ο Θεός, και θα ενεργείς σύμφωνα μ' αυτό που στέλνει.
Κάθε κατάσταση μπορεί να υπαχθεί σε κάποια θεία εντολή. Να ενεργείς, λοιπόν, σύμφωνα με τη σχετική εντολή, επιδιώκοντας την ευαρέστηση του Θεού και όχι την ικανοποίηση των δικών σου επιθυμιών.
Προσπάθησε να καταλάβεις τι λέω και αποφάσισε να το εφαρμόσεις. Δεν θα το κατορθώσεις, βέβαια, από τη μια στιγμή στην άλλη. Χρειάζεται αγώνας γι' αυτό, αλλά και προσευχή.
Ζητώ από τον Κύριο να σε λυτρώσει από την κατάθλιψη, που θεωρείς αφόρητη, αλλά μόνο αν αυτό είναι σύμφωνο με το άγιο θέλημά Του και απαραίτητο για τη σωτηρία σου. Θα σε λυτρώσει, δίχως άλλο, στην ώρα που πρέπει.
Oπλίσου με πίστη και υπομονή. Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οι συνθήκες της ζωής μας. Όλα αλλάζουν ακατάπαυστα. Έτσι θ' αλλάξει και η ψυχική σου κατάσταση.
Θα έρθει μία μέρα που, απαλλαγμένη πια από το πλάκωμα, θ' αναπνέεις ελεύθερα και θα φτεροκοπάς όπως η πεταλούδα πάνω από τα λουλούδια. Πρέπει μόνο να σηκώσεις με υπομονή την τωρινή δυσκολία για όσον καιρό παραχωρήσει ο Θεός.
Όταν η νοικοκυρά βάλει μια πίτα στο φούρνο, δεν τη βγάζει ώσπου να βεβαιωθεί πως είναι ψημένη. Ο Νοικοκύρης του σύμπαντος σ' έχει βάλει μέσα σ' ένα φούρνο και σε κρατάει εκεί ώσπου να ψηθείς. Κάνε υπομονή, λοιπόν, και περίμενε.
Δεν θα μείνεις στο φούρνο ούτ' ένα λεπτό περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται. Μόλις είσαι έτοιμη, θα σε βγάλει ο Κύριος έξω. Αν, όμως, μόνη σου πεταχτείς έξω, θα είσαι σαν τη μισοψημένη πίτα.
Πρέπει επίσης να σου πω, ότι, σύμφωνα με την πίστη μας, όποιος υπομένει αγόγγυστα τις δυσκολίες, πιστεύοντας ότι τις παραχωρεί ο Θεός για το καλό του, είναι ισότιμος με τους μάρτυρες. Αυτό να το θυμάσαι πάντα, για να παρηγοριέσαι.
Είναι αδύνατο να ζήσεις χωρίς συναισθήματα και συγκινήσεις, αλλά δεν είναι σωστό να υποκύπτεις σ' αυτά. Πρέπει να τα συγκρατείς με τη λογική και να τους δίνεις τη σωστή κατεύθυνση. Είσαι ευαίσθητη και ευσυγκίνητη. Η καρδιά σου ξεχειλίζει και χύνεται μέσα στο κεφάλι σου.
Προσπάθησε ν' αποκτήσεις αυτοκυριαρχία. Σου έχω γράψει ήδη τι να κάνεις: Να σκέφτεσαι προκαταβολικά που βρίσκεται το πιθανό ερέθισμα για κάθε συναίσθημα. Και, όταν το εντοπίζεις, να είσαι σε επιφυλακή, για ν' αντιλαμβάνεσαι οποιαδήποτε συναισθηματική ταραχή της καρδιάς, ή να κρατάς την καρδιά σου κάτω από τον σταθερό έλεγχο του νου.
Χρειάζεται ν' ασκηθείς σ' αυτό. Με την εξάσκηση είναι δυνατό ν' αποκτήσεις πλήρη αυτοκυριαρχία.
Όλα πάντως προέρχονται από τον Θεό. Γι' αυτό ας στρεφόμαστε σ' Εκείνον με την προσευχή. Και όμως, γράφεις ότι δεν προσεύχεσαι. Τι είναι τούτο πάλι; Μήπως έγινες άθεη; Τι πάει να πει δεν προσεύχεσαι;
Μπορεί να μη λες τις τυπικές προσευχές, αλλά ν' απευθύνεσαι στον Θεό με δικά σου λόγια και να του ζητάς βοήθεια. "Κοίτα, Κύριε, τι συμβαίνει μ' εμένα. Ετούτο κι εκείνο... Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνη μου.
Βοήθησε με, πολυεύσπλαχνε!". Να του μιλάς για κάθε σου ανάγκη, ακόμα και την πιο μικρή, και να Τον παρακαλάς για διαρκή ενίσχυση. Αυτή η προσευχή είναι η πιο γνήσια.
Γιατί ακούς εκείνον που σε αποτρέπει από την προσευχή; Δεν καταλαβαίνεις ότι κι αυτό είναι δουλειά του εχθρού; Ναι, αναμφίβολα είναι. Ψιθυρίζει στο αυτί σου: "Μην προσεύχεσαι!". Και μερικές φορές, αφού κυριαρχήσει σ' ολόκληρο το σώμα σου, σε ρίχνει στο κρεβάτι και σε αποκοιμίζει.
Δικά του τεχνάσματα είναι όλα τούτα. Μα ενώ ο πονηρός κάνει τη δουλειά του, πασχίζοντας να σε αποσπάσει από το καλό σου έργο, πρέπει κι εσύ να κάνεις τη δική σου δουλειά, επιμένοντας σ' αυτό το έργο ως το τέλος.
Οπλίσου, όπως τόσες φορές σου έχω πει, με θάρρος και μην ακούς τον εχθρό. Καμιά προσοχή μη δίνεις στους ψιθυρισμούς του. Και επιπλέον, θύμωσε! Θυμώνοντας εναντίον του, είναι σαν να τον χτυπάς κατάστηθα. Αμέσως γίνεται καπνός.
Σου εύχομαι μ' όλη μου την καρδιά να βρεις τελικά την ειρήνη. Ο Θεός βοηθός!
(Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, "Ο Δρόμος της Ζωής", εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου)
Ζηλωτικά
Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κατορθώματα του Γερόντων μας ήταν η τοποθέτησή τους στο θέμα του ζηλωτισμού, που εκείνον τον καιρό ήταν σε έξαρση, σαν νέο ζήτημα που ήταν.
Από το 1924 και ύστερα μπήκε στη ζωή της Εκκλησίας το νέο ημερολόγιο. Το Άγιον Όρος για λόγους παράδοσης διατήρησε τη χρήση του παλαιού ημερολογίου, χωρίς όμως να σταματήσει την πνευματική επικοινωνία και εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και κατά συνέπεια απ’ όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μερικοί Αγιορείτες μοναχοί, αυτοτιτλοφορούμενοι Ζηλωτές, εξαιτίας της αλλαγής του ημερολογίου διέκοψαν την πνευματική τους επικοινωνία με το Πατριαρχείο και το υπόλοιπο Άγιον Όρος, μη συμμετέχοντες ούτε σε λειτουργίες ούτε σε πανηγύρεις, και μη επικοινωνούντες εκκλησιαστικώς με τους υπόλοιπους πατέρες. Τα Κατουνάκια ήταν ένα από τα κέντρα των Ζηλωτών. Ο Γέροντας, προερχόμενος από την παλαιοημερολογητική οικογένεια, κοινοβίασε στην καλύβα του Αγίου Εφραίμ, όπου οι γέροντες ήταν ζηλωτές.
Όταν γνώρισε τον γερο-Ιωσήφ κινούμενοι και οι δύο από πνευματικό ζήλο, προσχώρησαν στην ακραία παράταξη των Ματθαιϊκών. Ο λόγος ήταν ότι ο αρχηγός της μετριοπαθούς παρατάξεως των Φλωρινικών, επίσκοπος Χρυσόστομος Καβουρίδης, αποδεχόταν τα μυστήρια των νεοημερολογιτών. Του έστειλαν λοιπόν γραπτό λίβελλο, με τον οποίο τον απεκήρυσσαν κατηγορώντας τον ότι, αφού αποδέχεται τα μυστήρια των νεοημερολογιτών (της επισήμου δηλαδή Εκκλησίας), είναι ίδιος με αυτούς.
Κάποια μέρα επισκέφτηκε τον γερο-Ιωσήφ ο ιερομόναχος Βαρθολομαίος και προσπάθησε να συζητήσει μαζί του ζηλωτικά θέματα, όντας ο ίδιος Φλωρινικός. Ο γερο-Ιωσήφ δεν δεχόταν, λέγοντας: «Άστο, γιατί θα πούμε βαριές κουβέντες και θα στεναχωρηθούμε!» Ο άλλος μοναχός επέμενε, οπότε και ο γερο-Ιωσήφ, αφού εκνευρίστηκε, χρησιμοποίησε οξύτατους χαρακτηρισμούς και φράσεις εναντίον τους.
Όταν κατόπιν πήγε στο κελλάκι να ησυχάσει, αντιλήφθηκε ότι ο διάβολος είχε αποκτήσει κάποια εξουσία απέναντί του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Αγωνίσθηκε με την προσευχή, και όταν ειρήνευσε, ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Στον ύπνο του είδε ένα σημαδιακό όνειρο: Καθόταν τάχα πάνω σ’ ένα μικρό βράχο μέσα στη θάλασσα. Τα κύματα τον κουνούσαν. Απορούσε, πώς βρέθηκε σε αυτό το επικίνδυνο σημείο τη στιγμή που λίγο πιο εκεί ήταν το αιωνόβιο βουνό. Σκέφθηκε λοιπόν, μόλις το βραχάκι πλησιάσει λίγο το βουνό, να πηδήσει σ’ αυτό και να γλιτώσει, αφού αργά ή γρήγορα τα κύματα θα παρέσυραν το βραχάκι και τον ίδιο. Πράγματι, με την πρώτη ευκαιρία έδωσε μια και βρέθηκε στο στερεό έδαφος. «Δόξα σοι ο Θεός», είπε και ξύπνησε.
Αλλά και ο παπα-Εφραίμ προσευχόμενος για την υπόθεση αυτήν άκουσε φωνή: «Εν τω προσώπω του Φλωρίνης απεκήρυξες όλην την Εκκλησίαν». Έτσι γύρισαν πάλι με τους Φλωρινικούς ζητώντας συγγνώμη.
Αργότερα προσευχόμενος πάλι άκουσε: «Υπάγεσαι στο Πατριαρχείο, δεν υπάγεσαι στον Φλωρίνης». Αυτό τον άφησε ενεό. Δεν το πίστεψε. Το θεώρησε πλάνη. Αργότερα νεύσει Θεού επέστρεψαν στην Εκκλησία και αναπαύθηκε η ψυχή τους.
Ο παπα-Νικηφόρος αντέδρασε λίγο, αλλά ο Γέροντας, μην αντέχοντας να αποχωρισθεί τον γερο-Ιωσήφ, τον επίεσε και έτσι γύρισαν με την Εκκλησία όλοι. Το Πάσχα (1952) πήγαν να το κάνουν στους γείτονες Δανιηλαίους. «Καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε. Γέροντα, ορίστε στο γεροντικό στασίδι. Παπα-Εφραίμ, ορίστε να μας εφημερέψετε», τους καλοδέχτηκαν γεμάτοι αγάπη οι πατέρες. «Έψαλλαν έξω οι Δανιηλαίοι το "Θεοτόκε Παρθένε" κι εγώ μέσα στο ιερό μόνο την Παναγία δεν έβλεπα∙ τόση χάρη αισθανόμουνα», ομολογούσε νοσταλγικά ο Γέροντας.
Όμως ο παπα-Νικηφόρος, μαθημένος μια ζωή με τους γείτονες Ζηλωτές, άρχισε να γκρινιάζει και να στεναχωριέται υπερβολικά. Ο Γέροντας ήρθε σε δύσκολη θέση. Έκανε προσευχή, βρήκε και τον Θεό αντιμέτωπο. Τότε τα χρειάσθηκε. Συμβουλεύτηκε τον γερο-Γαβριήλ, τον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου, καθώς και τον π. Γεράσιμο, τον υμνογράφο. Του είπαν: «Παπά μου, να αναπαύσεις τον γέροντά σου». Στην προσευχή ακόμα δυσκολότερα. Αισθανόταν ότι ο Θεός του έβαλε κανόνα. Το δίλημμα: την υπακοή ή την Εκκλησία θα ακολουθήσει; Αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να ακολουθήσει το πρώτο. Κι εμείς καταλαβαίναμε ότι η υπακοή είναι θεμέλιο της Εκκλησίας. Αφού και ο θείος δομήτωρ της Εκκλησίας έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2,8).
Έπεσε όμως σε κρίση συνειδήσεως άλλης μορφής. Αυτός που είχε πληροφορηθεί ότι ανήκει στο Πατριαρχείο, αυτός που είχε πληροφορηθεί ότι Εκκλησία σημαίνει αγάπη και το διαπίστωσε στους Δανιηλαίους με τη θερμή συμπεριφορά τους, αυτός που έλεγε Εκκλησία και η καρδιά του σκιρτούσε σαν το παιδί που καθυστέρησε να αγκαλιάσει τη μητέρα του, αυτός που θεωρούσε τον γερο-Ιωσήφ και τη συνοδία του ανθρώπους του, λατρευτούς του, τώρα έπρεπε να τους εγκαταλείψει! Λίγες ευτυχώς μέρες κράτησαν οι "αμφίβολοι" λογισμοί. Σκέφτηκε: «Με την ψυχή θα είμαι πάντοτε με την Εκκλησία. Με το σώμα για λίγο με τους Ζηλωτές, μέχρι να κλείσει τα μάτια του ο γέροντάς μου». Έτσι ειρήνευσε. Έκανε υπομονή μέχρι το 1975, δηλαδή 23 χρόνια. Τυπικός, δεν έδωσε το δικαίωμα σε κανέναν. Με κάθε αξιοπρέπεια εγκατέλειψε για πάντα τους Ζηλωτές, όταν απέκτησε πλέον συνοδία.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Πειρασμοί
Απ’ την άλλη όμως μεριά και οι πειρασμοί δεν ήταν μικροί. Ο γερο-Ιωσήφ δίδασκε: «Σου δόθηκε χαριτωμένη κατάστασις; Σύντομα περίμενε πειρασμό. Έχεις πειρασμούς και στεναχώριες; Κοντά είναι η παράκλησις από τον Θεό».
---------------------
Του είχαν φέρει μερικά κεραμίδια για τις ανάγκες του σπιτιού. Ήταν όμως τόσο βρώμικα, που ο περήφανος και εκλεκτικός παπα-Εφραίμ δυσανασχέτησε. Δεν πρόσβαλε αυτούς που τα έφεραν, αλλά τα πήρε, πήγε στα Καρούλια και τα έριξε από τα βράχια χαμηλά στη θάλασσα. Αυτό ήταν. Όλη τη νύχτα τον έφαγαν οι λογισμοί: «Αν εκεί που τα έριξες ήταν από κάτω βαρκάρηδες; Δεν φαίνεται η θάλασσα καλά∙ μπορεί να σκότωσες κανέναν∙ αν είναι οικογενειάρχες; Σίγουρα θα μπλέξεις με την αστυνομία». Το πρωί μια και δυο πάει στο γερο-Ιωσήφ. «Αυτό κι αυτό έπαθα», του λέει. Κι εκείνος ο σοφός: «Τι κατάσταση είχες αυτές τις μέρες στην προσευχή», ρώτησε ερευνητικά. «Πολύ καλή κατάσταση, γέροντα». Κούνησε τότε το κεφάλι αποφαντικά: «Εμ, μην περιμένουμε μόνο τα γλυκά. Να περιμένουμε και τα πικρά».
---------------------
Τον καιρό της Κατοχής προσβλήθηκε από φυματίωση. Ο γερο-Ιωσήφ τον περιέθαλψε πολύ πατρικά. Με άφθονες δυναμωτικές τροφές (κυρίως τυρί) κατόρθωσε να ξεπεράσει το πρόβλημα.
---------------------
Για ένα διάστημα ο πειρασμός τον χτύπησε στη σχέση του με τον παπα-Νικηφόρο, τον γέροντά του. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τα νεύρα του ερεθίστηκαν. Προσπάθησε για πολύ καιρό. Τέλος κάμφθηκε. Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του. Μια μέρα ενώ εργοχειρούσε, αισθανόμενος τον εαυτό του σ΄ αυτήν την αθλία κατάσταση, κραύγασε προς τον Θεό. Και ο Θεός έλυσε το πρόβλημα αμέσως. Βαθιά γαλήνη έπεσε στην ψυχή του και στο σώμα του.
---------------------
Ο αγώνας με το κομποσχοίνι και τη μονολόγιστη ευχή είχε και τις δυσκολίες του. Ήταν φορές που κουρασμένος και απογοητευμένος ζητούσε από τον δάσκαλο την άδεια να επιστρέψει στα διαβάσματα της ακολουθίας, όπως όλοι οι πατέρες. Τότε πιο πολύ η παρηγοριά, η ενίσχυση, η ειρήνευση του γερο-Ιωσήφ τον κρατούσαν αλύγιστο. Μας έλεγε εξομολογητικά: «Κάθε τέσσερα- πέντε χρόνια επιτρέπει ο Θεός να περάσω ένα κύμα θλίψεως. Λογισμοί απογοητεύσεως, απόγνωσις, κυκλώνουν την ψυχή. Τότε χρειάζεται υπομονή μέχρι να περάσει το κύμα. Κανείς μη σε πάρει είδηση. Και στη χαρά και στη λύπη ήρεμος και κόσμιος εξωτερικά, συγκρατημένος εσωτερικά. Χόρτασα από τα γλυκύτατα νάματα του Παραδείσου και φρόντισα να μην το πάρω επάνω μου. Ήπια από τα πικρότατα ύδατα της κολάσεως, αλλά φρόντισα να μην καταποθώ από την απόγνωση».
------------------------
Κάποτε ο γερο-Ιωσήφ άρχισε να του εφιστά την προσοχή λέγοντας ότι στην κατάσταση που βρισκόταν τότε, θα έπρεπε να περιμένει κάποιον πειρασμό. Τον συμβούλευε να προσέχει, μήπως δεχθεί κάποια φαντασία δαιμονική ή κάτι παρόμοιο. «Όμως εγώ», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «την έπαθα σαν το μονόφθαλμο ελάφι, που στάθηκε στην ακροθαλασσιά έχοντας τραμμένο το υγιές μάτι προς το βουνό και το δάσος, απ΄ όπου περίμενε τους κυνηγούς∙ και δεν τους είδε που πλησίασαν με μία βαρκούλα από τη θάλασσα και το σκότωσαν. Έτσι κι εγώ από αλλού περίμενα τον πειρασμό και από αλλού μου ήρθε: Με πήραν στρατιώτη».
Αυτό συνέβη πριν το 1940. Η Λαύρα είχε αποφασίσει να σβήσει τον Γέροντα από το μοναχολόγιο,* επειδή είχε χειροτονηθεί από παλαιοημερολογίτες επισκόπους χωρίς την άδεια της. Αυτό για κάθε Αγιορείτη συνεπάγεται κίνηση των διαδικασιών προς στράτευσή του. Οι χωροφύλακες της Αγίας Άννας άρχισαν να τον ψάχνουν. Ο γερο-Ιωσήφ τον έκρυβε στη Μικρή Αγία Άννα για ένα μικρό διάστημα, προσπαθώντας να πετύχει την επανεγγραφή τους στο μοναχολόγιο της Λαύρας. Όμως το μοναστήρι ήταν ανένδοτο.
Έτσι με τη συνοδία ενός ένοπλου χωροφύλακα ο Γέροντας ξεκίνησε για Ουρανούπολη-Ιερισσό- Θεσσαλονίκη. Καθώς περπατούσε προς Ιερισσό, γυρνούσε και κοιτούσε τον Άθωνα να χάνεται στο βάθος και σκεφτόταν με παράπονο: «Παναγία μου, δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα αφήσεις ένα προβατάκι σου να το απομακρύνει ο εχθρός από το περιβόλι σου». Και συνέχιζε κάνοντας κομποσχοινάκι στον δρόμο. Ο χωροφύλακας λοιδορώντας του έλεγε: «Ε, παπά, πάει το Άγιον Όρος τώρα!» «Έχει η Παναγία, κυρ-Γιάννη», του απαντούσε ο Γέροντας. Άλλα εκείνος κουνούσε δύσπιστα το κεφάλι του και τραγουδούσε: «Εμείς τον λοχαγό τον έχουμε πατέρα και θα τον δούμε στρατηγό στην Πόλη μία μέρα».
Έφτασαν στην Ιερισσό, έκοψαν δύο εισιτήρια για το λεωφορείο και περίμεναν να επιβιβαστούν. Λίγα λεπτά πριν την επιβίβαση καταφθάνει κάποιος χωροφύλακας της Ιερισσού στη στάση κρατώντας ένα τηλεγράφημα για τον χωροφύλακα Ιωάννη τάδε, τον συνοδό του Γέροντα, και αναγγέλλοντας: «Τηλεγραφική διαταγή να επιστρέψετε πάραυτα εις Καρυάς μετά της συνοδίας σας». «Ε, μπαρμπα-Γιάννη, η Παναγία δεν με άφησε, το είδες;» «Ε, όλα γίνονται, παπά!» απάντησε μουδιασμένος ο χωροφύλακας και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Να τι συνέβη: Φεύγοντας ο Γέροντας, ο π. Προκόπιος πήρε το ομόλογο του σπιτιού (συμβόλαιο που παρέχουν στα Ησυχαστήρια οι κυρίαρχες Μονές) και πήγε στον πολιτικό Διοικητή του Αγίου Όρους, στις Καρυές. Το όνομα του Γέροντα συνέχιζε να είναι γραμμένο στο ομόλογο και πιστοποιούσε την ιδιότητά του ως μοναχού. Έτσι ο Διοικητής ζήτησε από τον αστυνομικό διευθυντή Καρυών να ανακαλέσει τον Γέροντα, απειλώντας του να τον μηνύσει για άγνοια νόμου, καθότι οι Αγιορείτες δεν στρατεύονται. Επιπλέον βρήκε ο Διοικητής την ευκαιρία να ταπεινώσει τον αστυνομικό, με τον οποίο είχε παλιότερες προστριβές.
Η πιο μεγάλη δυσκολία που πέρασε αυτά τα χαριτωμένα χρόνια ήταν μία παρακοή που έκανε, απ΄ ό,τι έλεγε, στον γερο-Ιωσήφ. Μετανόησε βέβαια, και ο πατρικότατος γερο-Ιωσήφ τον συγχώρεσε. Αλλά ο Θεός του έβαλε κανόνα. Τι ακριβώς έγινε δεν το έλεγε. Ήταν το μόνο μυστικό που κρατούσε. «Όταν ο Θεός μου λύσει τον κανόνα, τότε θα σας τα πω καταλεπτώς», έλεγε και περίμενε χρόνο τον χρόνο. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 συμπλήρωνε επτά εβδομάδες χρόνων, όσο και ο κανονισμένος ασκητής που αναφέρεται στον Συναξαριστή (19 Ιουλίου, Βίος αγ. Θεοδώρου Εδέσσης) και με τον οποίο παραλλήλιζε κάπως την υπόθεσή του. Τελικά κάτι είπε, αλλά όχι καταλεπτώς. Ίσως μέσα στον βρασμό της χάριτος και τον ενθουσιασμό από του δημιουργούσε να σκέφτηκε κάτι ελαφρώς υποτιμητικό για τον γερο-Ιωσήφ. Πάντως βρήκε έναν πολύ καλό τρόπο να διεγείρει την ψυχή του σε διαρκή αναζήτηση του ελέους του Θεού, όπερ εστίν «ευρείν τον Θεό» κατά τους αγίους Πατέρες.
Ομολογούσε: «Επί πενήντα χρόνια πάω κάθε φορά και βάζω μετάνοια στον γερο-Ιωσήφ, εκεί που πρωτοέβαλα μετάνοια για το θέμα της παρακοής μου σ’ αυτόν. Εκεί δηλαδή στη Μικρή Αγία Άννα, μεταξύ της στέρνας και των τριών σκαλοπατιών που οδηγούν στα δωμάτια».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000