Δύο φράσεις πρόχειρες πρέπει να έχει στα χείλη ο μοναχός. «Να ‘ναι ευλογημένο», όταν πρέπει να υπακούσει, και «ευλόγησον», όταν πρέπει να ζητήσει συγγνώμη. Και τον νου στην ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» Και αν η σκέψη και η καρδιά πάει στους γονείς και φίλους, πρέπει να ξέρει ότι φεύγοντας ο Θεός έστειλε άγγελο στο πόδι του.
Έτσι, προσπαθώντας να ενθαρρύνει στην αποταγή του κόσμου τους αρχάριους μοναχούς, συνήθιζε να λέει: «Ζούσε ένα γεροντάκι στο Άγιον Όρος και δέχτηκε κοντά του έναν νέο που επιθυμούσε να γίνει μοναχός. Τον συμβούλευε να μη σκέπτεται τον κόσμο, την οικογένειά του (είχε μια μητέρα και δύο ανύπαντρες αδελφές), και να αφήνει τη μέριμνα και την επιστασία τους στον Θεό. Του έδωσε μία εντολή: Εάν επισκεφθεί την καλύβη τους κάποιος λαϊκός, να αποφύγει να ρωτάει τι συμβαίνει στον κόσμο.
» Μετά από καιρό όμως πέρασε κάποιος επαίτης και ο μοναχός λησμονήσας την εντολή του γέροντα τον ρώτησε από πού ήταν. Κι όταν έμαθε ότι ήταν απ’ τον τόπο του, κάμφθηκε και ρώτησε για την οικογένειά του. Έμαθε ότι οι δικοί του περνούν δύσκολα, καθότι η μητέρα του ήταν χήρα και οι αδελφές του αναγκάζονταν να εργάζονται σε διάφορες εργασίες, κινδυνεύοντας καθώς ήταν απροστάτευτες. ‘‘Είχαν έναν αδελφό’’, είπε ο επαίτης, ‘‘ο οποίος όμως τους εγκατέλειψε και ήρθε εδώ στο Άγιον Όρος να μονάσει’’.
» Οι λογισμοί έπνιξαν τον νέο μοναχό. Ο γέροντας τον είδε στεναχωρημένο και ρώτησε την αιτία. Και όταν έμαθε, κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας: ‘‘Δεν έπρεπε να με παρακούσεις, παιδί μου’’. Ο μοναχός δεν άντεξε στην πίεση των λογισμών, εγκατέλειψε τον γέροντά του και πήρε τον δρόμο για τον τόπο του. Κουρασμένος απ’ την οδοιπορία κάποια στιγμή κάθησε σε μία σκιά να ξεκουραστεί. Εκεί τον πήρε για λίγο ο ύπνος, και αμέσως παρουσιάστηκε μπροστά του ένας φωτεινός άγγελος και του είπε: ‘‘Ο Θεός, από τη στιγμή που ξεκίνησες για το Άγιον Όρος με σκοπό να αφιερωθείς σ’ Αυτόν, έστειλε εμένα στη θέση σου, για να προστατεύω τη μητέρα σου και τις αδελφές σου. Τώρα που πηγαίνεις εσύ να τις προστατεύσεις, εγώ δεν χρειάζομαι πια και φεύγω’’. Ξύπνησε ο μοναχός ταραγμένος και μετανοημένος για το εγχείρημά του∙ επέστρεψε αμέσως στον γέροντά του στο Άγιον Όρος. ‘‘Παιδί μου’’, του είπε εκείνος, ‘‘επέστρεψες; Διαρκώς προσευχόμουν, όσο έλειπες, να σε φωτίσει ο Θεός, να ξεφύγεις την παγίδα του εχθρού’’. Έτσι συνέχισαν ειρηνικά την ασκητική τους ζωή.
» Πέρασαν πάλι μερικά χρόνια κι ένας ευλαβής προσκυνητής τους επισκέφτηκε χάριν ωφελείας. Ο νέος μοναχός σιωπηλός του προσέφερε νερό, λουκούμι, καφέ. Ενώ ο γέροντας συζητούσε μαζί του, αντιλήφθηκε ότι ο επισκέπτης είναι συντοπίτης του υποτακτικού του. Διακριτικά ρώτησε για την κατάσταση της οικογενείας του. Κι άκουσε το θαύμα του Θεού, ότι κάποιος ξενιτεμένος συγχωριανός τους επέστρεψε έχοντας μία καλή περιουσία, είδε τη μεγάλη κόρη και τη ζήτησε σε γάμο. Προίκισε τη μικρή και αποκατέστησε και αυτήν. Έτσι, η ευλογία του Θεού ήρθε στο σπίτι τους. Φώναξε τον υποτακτικό και πασιχαρής του διηγήθηκε την ευλογία που έφερε ο άγγελος στο σπίτι του».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000