Ένα γερό στήριγμα
Μια θυελλώδη νύχτα ένα πλοίο εναυάγησε απάνω σε μια βραχώδη ακτή. Όλο το πλήρωμα εχάθηκε… Μόνο ένα παλληκάρι, που τα κύματα το επέταξαν επάνω σ’ ένα ψηλό βράχο, κατώρθωσε να πιαστή από αυτόν και να κρατηθή ως το πρωί, οπότε κατέφθασαν τα ναυαγοσωστικά πλοιάρια. Όταν μετά τις πρώτες βοήθειες, συνήλθε ο νεαρός ναυαγός κάποιος τον ρώτησε:
- Δεν έτρεμες παλληκάρι μου, μέσα στην άγρια καταιγίδα, εκεί πάνω στον βράχο;
- Βέβαια, έτρεμα! Αλλά, ο βράχος δεν… έτρεμε!
Μέσα στις θύελλες της ζωής, υπάρχει ένα στήριγμα για όσους θέλουν: Ο Χριστός! (Α’ Κορ. ι’ 4).
Αλκυονίδες
«Είπε, και έστη πνεύμα καταιγίδος». (Ψαλμ. ρστ’ 25)
Η αλκυών είναι ένα θαλάσσιο πουλί, που γεννάει και κλωσσάει τα αυγά της στη μέση του χειμώνα, τοποθετώντας τα στην αμμουδιά που την δέρνουν οι καταιγίδες και τα κύματα της θαλάσσης. Τι περίεργο!... Στις επτά μόνο ημέρες που κλωσσάει η αλκυών και στις άλλες τόσες που χρειάζονται για να αναπτυχθούν τα μικρά της, σωπαίνουν τα πάντα. Είναι η χειμωνιάτικη καλοκαιρία. Τις ημέρες αυτές τις ονομάζουν οι ναυτικοί αλκυονίδες.
Αν ο Θεός έχει για χάρι της αλκυόνης τις αλκυονίδες ημέρες, μην αμφιβάλλης πως και για τον άνθρωπο έχει πολλές ανάπαυλες – αλκυονίδες, ανάμεσα στις μεγαλύτερες καταιγίδες και ανάγκες της ζωής του.
Το καραβάκι κι οι πέτρες
Ένας μικρούλης έρριξε στην άκρη του γιαλιού το όμορφο καραβάκι του, που του είχε αγοράσει ο πατέρας του. Δεν πρόσεξε, όμως, κι έτσι το καραβάκι απομακρύνθηκε, χωρίς να προλάβη να το πιάση. Τότε ο πατέρας του πήρε πέτρες και τις πετούσε μπροστά από το καραβάκι. Ο μικρός στην αρχή δεν κατάλαβε κι απόρησε γι’ αυτό το πετροβόλημα. Αλλά δεν άργησε να εννοήση. Και οι πέτρες έπεφταν πέρα από το καραβάκι, χωρίς να το χτυπούν. Και με τα κυματάκια, που προκαλούσαν, το έφεραν σιγά – σιγά πίσω στην ακρογιαλιά. Κι έτσι ο μικρός με μεγάλη χαρά το πήρε πάλι στην αγκαλιά του.
…Οι θλίψεις που μας βρίσκουν, μοιάζουν μ’ αυτό το πετροβόλημα. Είναι οι πέτρες που ρίχνει ο Θεός, σαν απομακρυνθούμε από κοντά του, για να γυρίσουμε σ’ Αυτόν.
Το καλύτερο φάρμακο
Ο μέγας μουσικοσυνθέτης Ιωσήφ Χάϋδν, συνωμιλούσε με δύο φίλους του για τους πόνους, τις δοκιμασίες και τις θλίψεις της ζωής.
Ο ένας φίλος είπε:
- Εγώ, όταν είμαι στεναχωρημένος, το ρίχνω στο κρασί. Έτσι ξεσκάω!...
Ο άλλος είπε:
- Εγώ καταφεύγω στην μουσική.
Τέλος ο Χάϋδν πρσέθεσε:
- Εγώ, τι να σας πω! Όταν είμαι λυπημένος πηγαίνω κάπου απόμερα, μόνος μου. Εκεί γονατίζω και προσεύχομαι στον Θεό. Του λέγω τον πόνο μου και έχω μια παρήγορη επικοινωνία μαζί Του. Αυτό με ανακουφίζει, μου δίνει ψυχή.
(Ψιχία από της τραπέζης, Κων/νος Κούρκουλας)