Ως ελεύθερο ον που ήταν ο διάβολος πριν την πτώση του μπορούσε να παραμείνει αγαθός, όπως τον δημιούργησε ο Θεός, ή να εκπέσει από τη θέση του, πράγμα το οποίο και έπραξε εξ αιτίας της υπερηφανίας και της αλαζονείας του. Γιατί με την ελευθερία που διέθετε, έκανε κατάχρηση του αυτεξουσίου του. Έτσι μια ολόκληρη ομάδα αγγέλων, το τάγμα του Εωσφόρου, επαναστάτησε εναντίον του Θεού και οι άγγελοι αυτοί έγιναν αυτόματα δαίμονες, κακοί και πονηροί και από τον ουρανό κατέπεσαν στον Άδη. Ο ίδιος ο Κύριος αναφερόμενος στο σπουδαίο αυτό γεγονός, είπε: «εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. 10, 18) για να δείξει την πτώση των δαιμόνων από το αγγελικό ύψος τους.
Αλλά και ο απόστολος Πέτρος γράφει στην καθολική του επιστολή ότι ο Θεός τιμώρησε σκληρά τους επαναστατήσαντες εκείνους αγγέλους και τους εξετίναξε στον τάρταρο και τον Άδη, μέχρι τη μέρα κατά την οποία θα κριθούν και αυτοί για την αμαρτία τους. «...Ο Θεός αγγέλων αμαρτησάντων ουκ εφείσατο, αλλά σειραίς ζόφου ταρταρώσας παρέδωκεν εις κρίσιν τηρουμένους» (Β΄ Πέτρ. 2,4). Το ίδιο πράγμα διδάσκεται και στην καθολική επιστολή του Ιούδα, όπου μάλιστα υπογραμμίζεται η ανταρσία αυτών των αγγέλων, που δεν θέλησαν να παραμείνουν στις θέσεις τους, αλλά επεδίωξαν να καταλάβουν ξένη θέση, εκείνη δηλ. την οποία ανήκει στο Θεό. Έτσι ο Θεός «αγγέλους τους μη τηρήσαντας την εαυτών αρχήν, αλλά απολιπόντας το ίδιον οικητήριον εις κρίσιν μεγάλης ημέρας δεσμοίς αϊδίοις υπό ζόφον τετήρηκεν» (Ιουδα 6).
Απ’ όλα αυτά γίνεται φανερό ότι οι δαίμονες έκαναν κακή χρήση της ελευθερίας τους, έδειξαν υπερηφάνεια και γι’ αυτό κατακρημνίσθηκαν από τους ουρανούς και από αγαθοί και καλοί άγγελοι έγιναν πονηροί και κακοί δαίμονες, μη μπορώντας πλέον να μετανοήσουν και να επανέλθουν στην πρώτη τους θέση και κατάσταση. Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει ότι η υπερηφάνεια υπήρξε η αιτία της πτώσεως του διαβόλου. «Δεν αναγκάστηκε από κανέναν ο διάβολος πριν να γίνει διάβολος· δεν ήταν διάβολος πριν αν δεν αρρώσταινε από την αρρώστεια της υπερηφάνειας. Αυτή η αρρώστεια του στέρησε την παρρησία που είχε ενώπιον Θεού και τον έστειλε στη γέεννα, αυτή έγινε η αιτία όλων των κακών» (P.G. 3, 693).
Μάλιστα ο άγιος Θεόφιλος Αντιοχείας θέλοντας να δώσει την ερμηνεία των λέξεων «δαίμων» και «δράκων» με τις οποίες αποκαλείται ο διάβολος, λέγει ότι αυτός «δαίμων και δράκων καλείται δια το αποδεδρακέναι αυτόν από του Θεού» (Προς Αυτόλυκον Β΄ ΒΕΠΕΣ 5,40) δηλ. λέγεται ο διάβολος δράκων γιατί απέδρασε, έφυγε μακριά από το Θεό.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου Υιού, Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Α: Αυτός αναχώρησε από τον οίκο του πατέρα του
Β: Ποια ζωή έζησε μετά την αναχώρηση
Γ’: Ποια επιστροφή έδειξε.
Α. Σκέψου, αδελφέ, την αναχώρηση, που έκανε εκείνος ο άσωτος υιός από τον οίκο του πατέρα του, όπως διηγείται ο ιερός Λουκάς (15, 11), με την οποία αναχώρηση φάνηκε στ’ αλήθεια σαν ένας νέος χωρίς μυαλό και νου, διότι τι του έλειπε, όταν ήταν στο πατρικό σπίτι και βρισκόταν κάτω από την προστασία του γλυκύτατου πατέρα του; Αυτός βρισκόταν κάθε ημέρα μέσα στην πατρική αγκάλη, είχε ό,τι χρειαζόταν, τον υπηρετούσαν όλοι οι δούλοι, είχε τα χάδια και τις τιμές ως κληρονόμος της πατρικής περιουσίας και σχεδόν αναγνωριζόταν ως κύριος και εξουσιαστής κάθε πράγματος, ώστε μπορούσε να έχει κάθε λόγο να λέει εκείνο το ψαλμικό: «πλησθησόμεθα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς τοῦ οἴκου σου (: Θα μας χορτάσουν τα πλούσια αγαθά του οίκου σου)» [Ψαλμ. 64, 5]. Αλλά η επιθυμία της πλανεμένης ελευθερίας, από εκεί που ήταν τέκνο και κληρονόμος, τον έκανε να επιθυμεί να γίνει δούλος και μισθωτός. Άρχισε, λοιπόν, να ενοχλείται από τη βασιλική και ελεύθερη ζωή, που είχε κάτω από την υπακοή του πατέρα του• άρχισε να επιθυμεί να ζει σύμφωνα με το θέλημά του και να ικανοποιεί τη διάθεσή του, όπως την ικανοποιούν οι άλλοι, και αυτή η ενόχληση και επιθυμία, τον παρακίνησαν να ζητήσει συγκατάθεση από τον Πατέρα του, για να φύγει από τον πατρικό οίκο και τον συμβούλευσαν να ζητήσει το μερίδιο από εκείνη την κληρονομιά που αναλογούσε ολόκληρη σ’ αυτόν: «πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας (: Πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας, που μου αναλογεί) [Λουκ. 15, 12]. Ο πατέρας δε θέλησε να τον εμποδίσει από αυτήν την κίνηση, αλλά τον άφησε να αναχωρήσει, για να μάθει με τη δοκιμή και τη στέρηση, ποια αγαθά απολάμβανε, όταν ήταν στον οίκο του πατέρα του και τα καταφρόνησε, όπως ερμηνεύει ο θείος Χρυσόστομος: «Γι’ αυτό τον άφησε ο Πατέρας και δεν τον εμπόδισε να μεταβεί στην ξένη χώρα, για να μάθει με την πείρα καλά, πόσες ευεργεσίες είχε μένοντας στο πατρικό του σπίτι» (Λόγ. Α περί Μετανοίας). Και επειδή ο πατέρας του δεν μπορούσε να τον πείσει με τον λόγο, για να παραμείνει στον οίκο του, άφησε να τον πείσουν αυτά τα πράγματα και τα παθήματα• «Πολλές φορές ο Θεός, όταν με τα λόγια δεν πείθει, τότε αφήνει τη διδασκαλία στην εμπειρία των καταστάσεων», λέει ο Χρυσορρήμων (ο.π.), «όπως έχει γραφεί: «Παιδεύσει σε ἡ ἀποστασία σου, καὶ ἡ κακία σου ἐλέγξει σε (: Η απομάκρυνσή σου από εμένα θα σε καταδικάσει και η ασέβεια θα σε τιμωρήσει» [Ιερ. 2, 19], διότι και ο Αδάμ, όταν ήταν μέσα στον παράδεισο, δε γνώριζε την ευδαιμονία που είχε, από τότε όμως που εξορίσθηκε από αυτόν, τότε τη γνώρισε». Γι’ αυτό, λοιπόν, ο πατέρας διαμοίρασε σ’ αυτούς την περιουσία του, «καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον (: και μοίρασε σε αυτούς την περιουσία του)• καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν (: και μετά από λίγες ημέρες ο νεότερος υιός, αφού πήρε όλη του την περιουσία, έφυγε σε μακρινή χώρα)» (Λουκ. 15, 12-13).
Αυτή η κατανυκτική παραβολή, αδελφέ, είναι μια ζωντανή εικόνα εκείνου του κακού, που εσύ έπραξες, απομακρυνόμενος από την υποταγή του Θεού σου με την αμαρτία. Αχ! Και ποιος ήταν πλουσιότερος από εσένα άθλιε, πριν να χάσεις την αθωότητα και να αμαρτήσεις; Ποιος άλλος ήταν ευγενέστερος από σένα; Ποιος ωραιότερος και λαμπρότερος; Για σένα ήταν προετοιμασμένη όλη η κληρονομιά του παραδείσου, την οποία μετά από λίγο θα αποκτούσε πληρέστατα και της οποίας είχες τώρα την κυριότητα. Σε σένα ήταν δοσμένο το χάρισμα της υιοθεσίας, με την οποία ήσουν υιός Θεού και ο πλουσιότερος από όλους που κατοικούν στην Ανατολή, καθώς είναι γραμμένο για τον Ιώβ: «καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εὐγενὴς τῶν ἀφ᾿ ἡλίου ἀνατολῶν (: Και έτσι ο άνθρωπος εκείνος ήταν ένας από τους πολύ διακεκριμένους ανθρώπους των ανατολικών εκείνων χωρών)» (Ιώβ 1, 3). Είχες την ωραιότητα και την ομορφιά, την οποία σου προξενεί η αθωότητα και αναμαρτησία και έπειτα, ποιος θησαυρός δεν ήταν για σένα η αγιαστική χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία είναι το μεγαλύτερο χάρισμα, που μπορεί να δώσει ο Θεός προς ένα κτίσμα σε αυτήν την ζωή; Μέσα από αυτήν ήσουν αγαπημένος από τους αγγέλους, σύντροφος με τους αγίους, ναός έμψυχος της θεότητας, όπως λέει ο θείος Παύλος: «ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ (: Άρα δεν είστε πλέον ξένοι, όπως προηγουμένως, και προσωρινοί πολίτες της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά είστε συμπολίτες όλων των αγίων, και οικιακοί του Θεού)» (Εφ. 2, 19). Αυτή η χάρις κατοικούσε σε σένα πάντοτε, αυτή σε κυβερνούσε, αυτή σε παρηγορούσε ως φιλόστοργη μητέρα με τις ουράνιες γλυκύτητες, με το ακατηγόρητο της συνειδήσεως και με τα θεία της μυστήρια• αυτή σε κρατούσε συχνά ως υιό μονογενή στις αγκαλιές της πρόνοιάς της. Αλλά εσύ, όντας νέος, που έπασχε από άγνοια, καταφρόνησες όλα αυτά και θέλησες να κακομεταχειρισθείς χωρίς κανένα όφελος την ελευθερία του αυτεξουσίου σου, για να ζεις σύμφωνα με τις επιθυμίες σου, αντί να το χρησιμοποιήσεις, για να υποτάσσεσαι με πολύ μισθό στον ουράνιο Πατέρα σου και σκέφθηκες εσφαλμένα, ότι θα κάνεις ένα μεγάλο κέρδος, αν απομακρυνθείς από τον Θεό και Πατέρα σου.
Ω! σκέψη ανόητη, η οποία σου έφερε αντίστροφα τα πράγματα, διότι όταν ήσουν διαταζόμενος και υπήκοος, τότε ήσουν στ’ αλήθεια αυτεξούσιος και ελεύθερος• και όταν φάνηκες πως είσαι αυτεξούσιος και ελεύθερος, τότε έγινες στ’ αλήθεια δούλος και εξουσιαζόμενος. Ω και να ήταν δυνατόν να έμπαινε κανείς στην καρδιά σου, αδελφέ, και να την κάνει να αισθανθεί το μεγάλο σκοτάδι της άγνοιας, που την κυρίεψε και σε έκανε να υπολογίζεις τα κτίσματα περισσότερο από τον Κτίστη, να νομίζει βαρύ και σκληρό φορτίο τον ελαφρύ και γλυκό ζυγό της υποταγής σε αυτόν τον φιλοστοργότατο Πατέρα σου: «ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν (:Μη διστάσετε• διότι ο ζυγός μου είναι καλός και χρήσιμος και το φορτίο των υποχρεώσεων και των καθηκόντων, που επιβάλλω εγώ, είναι ελαφρό. [Εγώ το επιβάλλω, αλλά και εγώ σας βοηθώ να το σηκώσετε]» (Ματθ. 11, 30) και να νομίζεις για ελευθερία σου εκείνο που είναι αληθινά αιχμαλωσία σου, καθώς είναι γραμμένο σχετικά με την Ιερουσαλήμ «ἀντὶ ἐλευθέρας ἐγένετο εἰς δούλην (: από ελεύθερη έγινε δούλη)» (Α’ Μακαβ. 2, 11). Και όπως λέει ο Παύλος: «ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος (: Άλλοτε, όταν ήσασταν υπόδουλοι στην αμαρτία, ήσασταν μεν ελεύθεροι ως προς την δικαίωση και την αρετή, που θέλει ο Θεός, αλλά ποίον καρπό, ποιο κέρδος και ωφέλεια είχατε τότε από τα έργα της αμαρτίας, για τα οποία τώρα ντρέπεσθε κάθε φορά που τα ενθυμείσθε; Διότι η κατάληξη εκείνων είναι ο αιώνιος πνευματικός θάνατος) [Ρωμ. 6, 20-21]. Όμως έστω και τώρα τίναξε το παχύ σκοτάδι και την πλάνη από τον νου σου και αναλαμβάνοντας τη φρόνηση που έχασες, γνώρισε πως δεν υπάρχει άλλη ελευθερία, όπως το να υποτάσσεσαι με όλη την τελειότητα στον Θεό και όπως το να αφήνεις τον εαυτό σου να κυβερνάται από τη θέληση του ουράνιου Πατέρα σου, όπως σου το λέει ο Παύλος: «νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον (: Τώρα δε που απεκτήσατε την ελευθερία και απηλλάγητε από την δουλεία της αμαρτίας, υποδουλωθήκατε δε θεληματικά στον Θεό, έχετε ως καρπό την προκοπή στην αγιότητα, τελικό δε και αναφαίρετο κέρδος την αιώνια ζωή)» (Ρωμ. 6, 22). Βδελύξου την ανοησία, που έκανες και αναχώρησε από αυτό το βασιλικό παλάτι του Πατέρα σου, ομολογώντας το σφάλμα σου και πάρε την απόφαση για όλη σου τη ζωή, να μη βγεις πλέον από τον οίκο σου, ούτε από την υπακοή των εντολών του. Αλλά επειδή και μόνο του φυσικού υιού γνώρισμα είναι να κατοικεί πάντοτε στον οίκο του πατέρα του και όχι του δούλου, όπως είσαι εσύ, παρακάλεσε τον μονογενή Υιό του να κάνει και σένα θετό υιό του Πατέρα του και να σε ελευθερώσει από τη δουλεία της αμαρτίας, για να μπορείς να μένεις παντοτινά και εσύ σαν υιός στην ουράνια οικία του Πατέρα του, όπως σου το υπόσχεται ο ίδιος λέγοντας: «ὁ δε δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα• ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα (: Ο δε δούλος δεν μένει στην οικία του κυρίου του, κληρονόμος και ιδιοκτήτης. Ο Υιός όμως μένει πάντοτε στην οικία, διότι έχει κληρονομικώς από τον πατέρα του αυτά τα δικαιώματα). ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε (: Εάν λοιπόν ο σαρκωθείς Υιός του Θεού σάς ελευθερώσει από την αμαρτία, τότε πράγματι θα είσθε ελεύθεροι.)» (Ιω. 8, 35).
Β. Σκέψου, αγαπητέ, τη δυστυχισμένη ζωή, που έζησε αυτός ο πτωχός και άγνωστος νέος έξω από την οικία του Πατέρα του και τις ζημιές που έλαβε, οι οποίες συνολικά ήταν τέσσερις. Η πρώτη ζημιά ήταν, που καταξόδευσε κακώς όλο το μερίδιο της περιουσίας του˙ η δεύτερη, που τοποθετήθηκε να ζει κάτω από έναν αφέντη πολύ σκληρό˙ η τρίτη, που τοποθετήθηκε στο πλέον μηδαμινό έργο, δηλαδή να βόσκει χοίρους, ζώα ακάθαρτα˙ η τέταρτη που κατάντησε σε τόση πείνα, ώστε του έλειπε εκείνο που δεν έλειπε από την αγέλη των χοίρων. Αλλά και κάθε αμαρτωλός άνθρωπος παθαίνει όλες αυτές τις ζημιές και ακόμη ασύγκριτα μεγαλύτερες˙ διότι πρώτα στερείται ο τρισάθλιος τη φιλία του Θεού και μαζί με αυτήν στερείται και τα ουράνια αγαθά, διασκορπίζοντας στα υλικά πράγματα τον νου του, ο οποίος είναι η καθεαυτό και η κυριότερη περιουσία του ανθρώπου, κατά τον Θεσσαλονίκης θεόπνευστο Γρηγόριο που λέει: «Ουσία και περιουσία μας είναι ο έμφυτος νους. Έως ότου εμμένουμε στους τρόπους της σωτηρίας μας, τον έχουμε συγκεντρωμένο στον εαυτό μας και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό˙ όταν όμως ανοίξουμε πόρτα στα πάθη, αμέσως σκορπίζεται περιπλανώμενος διαρκώς γύρω από τα σαρκικά και γήινα» (αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγος εις την παραβολήν του Ασώτου). Δεύτερον, υποτάσσεται στον μεγαλύτερο εχθρό του, ο οποίος είναι ο διάβολος, κατά τον Χρυσόστομο. Τρίτο, λησμονεί την ευγένεια, που έλαβε στο θείο Βάπτισμα καταφρονεί την ανατροφή που αξιώθηκε να λάβει στην αγία Εκκλησία, τρεφόμενος με τα ιερά μυστήρια˙ απορρίπτει την υιοθεσία του Θεού και μεταχειρίζεται ο δυστυχής την αισχρότερη εργασία, που υπάρχει στον κόσμο, όπως το να βόσκει χοίρους, δηλαδή όχι μόνο να κυλιέται σαν χοίρος μέσα στον βόρβορο των κτηνωδών ηδονών και ορέξεων της σάρκας, αλλά και σε άλλους να γίνεται διδάσκαλος των αισχρών αυτών πράξεων, σύμφωνα με την ερμηνεία του αγίου Θεοφύλακτου. Τέταρτο δε και τελευταίο, διότι και σ’ αυτήν την αισχρή πράξη βρισκόμενος, δεν μπορεί ο ελεεινός καθόλου να ικανοποιήσει και να χορτάσει την επιθυμία του, αλλά όσο περισσότερο τρώει μία τέτοια αισχρή τροφή της αμαρτίας, τόσο περισσότερο του αυξάνει η πείνα και του λείπει εκείνο, που περισσεύει μέχρι και στα ζώα του κάμπου. «Αυτός που συνήθισε σ’ αυτά, δεν μπορεί να τα χορτάσει• γιατί η ηδονή δεν παραμένει, αλλά συγχρόνως γίνεται και απογίνεται και παραμένει πάλι κενός ο ελεεινός», λέει ο ιερός Θεοφύλακτος(Ερμηνεία εις την του Ασώτου παραβολήν). Και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέει σ’ αυτήν την παραβολή: «Δεν μπορούσε να χορτάσει την επιθυμία του• γιατί; Διότι η φύση του σώματος δεν επαρκεί, να ικανοποιήσει τις ορμές του ακόλαστου». Ω συμφορά! Ω δυστυχία αξιοδάκρυτη!
Πες μου τώρα, εσύ συναμαρτωλέ, δεν τα έπαθες όλα αυτά με την πράξη, αφού αμάρτησες; Γιατί, λοιπόν, δεν μαθαίνεις με τα δικά σου έξοδα και με τα παθήματα που έπαθες, να βδελύσσεσαι την αθλιότητά σου και να φεύγεις από έναν τόπο άκαρπο και στερημένο από κάθε καλό; Δε δοκίμασες έμπρακτα ότι όσοι απομακρύνονται από τον Θεό όλοι χάνονται; Καθώς είναι γραμμένο: «ὅτι ἰδοὺ οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ σοῦ ἀπολοῦνται (: ιδού, αυτοί οι οποίοι απομακρύνονται από σένα, θα καταστραφούν) [Ψαλμ. 72, 27], γιατί δε φεύγεις μία ώρα νωρίτερα από τα χέρια ενός κυρίου τόσο απάνθρωπου και σκληρού, που δε χαίρεται για άλλο παρά για τη δική σου απώλεια; Ποια ειρήνη έχει ποτέ ο χοίρος με τον σκύλο; «Ποια ειρήνη θα έχει η ύαινα με τον σκύλο;» [Σειράχ 13, 18]• η ποια ειρήνη θα έχεις εσύ με τέτοιον τυραννικό κύριο; Νομίζεις ότι θα βρεις ανάπαυση καμία φορά όντας έξω από το θέλημα του Θεού; Νομίζεις ότι θα βρεις κάποιο καλό έξω από το σπίτι του ουράνιου πατέρα σου; Ω, τυφλός και πλανεμένος που είσαι! Και ποιος έκανε ποτέ πόλεμο με τον Θεό και στάθηκε ειρηνικός στον εαυτό του; «Ποιος θα πάει ενάντια στον Θεό και δε θα ζημιωθεί;» [Ιώβ. 9, 4]. Γι’ αυτό λοιπόν εάν εσύ ζητάς να έχεις ειρήνη με την αμαρτία και με τους εχθρούς του Θεού, τους δαίμονες, γνώριζε, ότι ο Θεός και η συνείδησή σου δε θα σταματήσουν να σε πολεμούν και η ειρήνη σου δε θα είναι ειρήνη, αλλά αληθινός πόλεμος. «Ειρήνη, ειρήνη και που είναι η ειρήνη;» [Ιερεμ. 6, 14]. Αλλά εάν αντιθέτως έχεις ειρήνη με τον Θεό και με την αρετή, γνώριζε ότι αυτή είναι η αληθινή σου ειρήνη, την οποία δεν μπορεί να ταράξει κανένας πόλεμος• «Εάν εσύ έχεις καθαρή την καρδιά σου, θα απολαμβάνεις ησυχία και ειρήνη, διότι κανείς δεν θα υπάρξει, που να σε επιβουλεύεται και να σε πολεμεί» [Ιώβ 11, 19].
Πώς λοιπόν εσύ μόνος ζητείς να βρεις εκείνο, που δε βρήκε μέχρι τώρα κανείς άλλος αμαρτωλός; Πώς εσύ θέλεις να αμαρτάνεις και έπειτα θέλεις να μη σε ελέγχει η συνείδησή σου αλλά να σε κολακεύει, ότι κάνεις καλά, η οποία συνείδηση σε όλους τους άλλους αμαρτωλούς είναι κατήγορος και μάρτυρας και κριτής και δήμιος; Βγάλε, λοιπόν, βγάλε από τον νου σου αυτό που φαντάσθηκες να βρεις και να είσαι βέβαιος, ότι δε θα κάνεις ποτέ αληθινό καλό, παρά μόνο όταν υποτάσσεσαι ολωσδιόλου στα προστάγματα του Θεού και πάρε τέλεια απόφαση από τώρα και στο εξής να αλλάξεις και τη γνώμη και τον τρόπο της ζωής σου, και να προτιμάς καλύτερα να πεθάνεις παρά να χωρισθείς άλλη μία φορά από τον ουράνιο οίκο του Πατέρα σου και να θελήσεις ξανά να κατοικήσεις στην κατοικία των δαιμόνων και των αμαρτωλών, λέγοντας με τον Δαβίδ: «Προτίμησα περισσότερο να είμαι παραπεταμένος στον οίκο του Θεού μου παρά να κατοικώ στα ανάκτορα των αμαρτωλών» [Ψαλμ. 83, 11]. Και παρακάλεσε τον Κύριο, ότι αν τυχόν και καμιά φορά θελήσεις να χρησιμοποιήσεις κακώς την ελευθερία του αυτεξουσίου και να ζητήσεις να βγεις έξω από τον οίκο του, να σου κλείσει τον δρόμο με αγκάθια, δηλαδή με τις θλίψεις, τις δυστυχίες και τις ασθένειες, ώστε αναγκαστικά να επιστρέψεις αμέσως πίσω, όπως είναι γραμμένο: «Χρειάζονται χαλινάρι και χαλκά, για να επιστρέψουν κοντά σου» [Ψαλμ. 31, 9].
Γ. Σκέψου, αγαπητέ, την επιστροφή του δυστυχισμένου νέου στο πατρικό σπίτι και τα αίτια, που τον παρακίνησαν, τα οποία ήταν τρία• το πρώτο ήταν διότι στοχάστηκε με προσοχή την αθλιότητα της καταστάσεώς του• το δεύτερο διότι σύγκρινε την αθλιότητά του με την ευτυχία εκείνων, που κατοικούσαν στον πατρικό του οίκο και τρίτο, διότι έλαβε μία ζωντανή ελπίδα, ότι θα τον συγχωρήσει ο πατέρας του, όπως τόσες άλλες φορές τον συγχώρησε• και έτσι επιστρέφοντας επέτυχε την ποθούμενη συγχώρηση• «Τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίσθηκε, έτρεξε και τον αγκάλιασε σφικτά και τον καταφιλούσε» (Λουκ. 15, 20). Όλα αυτά είναι ανάγκη να τα κάνεις και εσύ, αδελφέ, με πολλή φροντίδα και να έλθεις στον εαυτό σου, όπως λέει ο Προφήτης: «Μετανοήστε οι αποστάτες και επιστρέψτε με όλη σας την καρδιά στον Θεό» (Ησ. 46, 8), συλλογιζόμενος με προσοχή τη μεγάλη δυστυχία, που παθαίνει η ψυχή σου, όταν βρίσκεται μακριά από την χάρη του Θεού. Μη θελήσεις να κάνεις και εσύ σαν εκείνους τους δούλους, οι οποίοι, αφού σκληρύνει το δέρμα τους, δεν αισθάνονται το ραβδί του αφέντη τους• ούτε να φθάσεις και εσύ να ονομάζεις ειρήνη το αποκορύφωμα όλων των κακών, που δοκιμάζεις, όπως έχει γραφτεί: «Εἶτ᾿ οὐκ ἤρκεσε τὸ πλανᾶσθαι περὶ τὴν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ μεγάλῳ ζῶντες ἀγνοίαςπολέμῳ τὰ τοσαῦτα κακὰ εἰρήνην προσαγορεύουσιν (: Έπειτα, σαν να μην ήταν αρκετό γι’ αυτούς να πλανώνται στην περί του αληθινού Θεού γνώση, περιέπεσαν και σε αλλά κακά. Ζώντας εξ αιτίας της αγνοίας τους αυτής σε διαρκή πόλεμο με τον εαυτό τους και με τους άλλους, ονομάζουν ειρήνη τις τόσες και τέτοιες συμφορές τους». [Σοφ. Σολ. 14, 22].
Δεν ξέρεις πόσες ενοχλήσεις δοκιμάζουν οι ταλαίπωροι αμαρτωλοί, που είναι μακριά από τον Θεό; Δε ξέρεις πόσες δυσκολίες έχουν; Πόσες στενοχώριες; Πόση λύπη και πόνο στην καρδιά; Γιατί έχουν στερηθεί τη θεία χάρη; Γιατί δεν κοινωνούν τα άχραντα μυστήρια; Και γιατί δεν απολαμβάνουν αοράτως τις βοήθειες από τον Θεό; Και εσύ γιατί μένεις αναίσθητος σε όλες αυτές τις ζημιές; Δε γνωρίζεις πως μία μόνο ζημιά από αυτές και μάλιστα η στέρηση των μυστηρίων, είναι μία ανυπόφορη ζημιά και ένας αληθινός θάνατος της ψυχής; Γι’ αυτό και ο μέγας Βασίλειος στον νέο Κανόνα του «θάνατο» και «μάχαιρα» ονομάζει τη στέρηση της Θείας Κοινωνίας και την καθαίρεση. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι δεν ήλθες ακόμα στον εαυτό σου, αλλά βρίσκεσαι ακόμη έξω από τον εαυτό σου• και γι’ αυτό και έλεγε: «Πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί και εγώ πεθαίνω από την πείνα;» (Λουκ. 15, 17), όπως βεβαιώνει και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέγοντας: «Εκείνος αν και στερήθηκε, αφού απομακρύνθηκε από τον κοινό Πατέρα και τροφέα και Δεσπότη, όταν έπεσε σε λιμό ισχυρό και αισθάνθηκε καλά τη στέρηση, μετανόησε και επέστρεψε και ζήτησε και πάλι έτυχε της θείας και ακήρατης τροφής»(Λόγος εις την αυτήν παραβολήν). Εσύ, όμως, αδελφέ, και πεινάς και την πείνα που υποφέρεις δεν αισθάνεσαι• γι’ αυτό λοιπόν, πάσχεις και συγχρόνως διπλό το κακό και διπλή η ζημία• επειδή κινδυνεύεις να πεθάνεις από την πείνα όχι άρτου και νερού, αλλά από πείνα λόγου Θεού, καθώς είναι γραμμένο: «Να, έρχονται ημέρες, λέει ο Κύριος, και θα στείλω μεγάλη ανέχεια στη γη. Οι άνθρωποι θα πεινάνε, αλλά όχι για ψωμί και δε θα διψάνε για νερό, αλλά θα πεινάνε για να ακούσουν λόγο Θεού» (Αμώς 8, 11). Και όμως, ποια επιθυμία δείχνεις στο να πηγαίνεις συχνά να ακούς τα λόγια των δασκάλων, που σου κηρύττουν τον λόγο του Θεού, για να χορτάσεις την πείνα σου• επειδή κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο: «Άρτος αγγέλων ο λόγος του Θεού, με τον οποίον τρέφονται ψυχές που πεινούν τον Θεό». Εσύ να ακούς τον λόγο του Κυρίου, που σε προστάζει να ερευνάς τις Γραφές, για να βρεις σε αυτές την αιώνια ζωή: «Μελετάτε τις Γραφές, γιατί εσείς πιστεύετε ότι σε αυτές υπάρχει η αιώνια ζωή» (Ιω. 5, 39)• και όμως πότε πιάνεις βιβλίο στα χέρια σου για να διαβάσεις; Πότε μελετάς τον νόμο του Κυρίου, για να οδηγηθείς με αυτόν στην σωτηρία σου, όπως παραγγέλλει ο Παύλος: «Από τη βρεφική σου ηλικία γνωρίζεις τη Γραφή, που μπορεί να σε κάνει σοφό, οδηγώντας σε στη σωτηρία» (Β Τιμ. 3, 15). Εσύ γνωρίζεις ότι άρτος αληθινός και τροφή της ψυχής και του σώματος είναι το ζωοποιό σώμα και το αίμα του Κυρίου, όπως το λέει μόνος του: «Εγώ είμαι ο άρτος, που χαρίζει ζωή• οποίος φάει από αυτόν τον άρτο θα ζήσει• και ο άρτος, που θα δώσω εγώ, είναι το σώμα μου» (Ιωάν. 6, 51)• και όμως ποια προθυμία η ποια αγάπη έχεις στο να προετοιμάζεσαι συνεχώς και να μεταλαβαίνεις αυτόν τον Θείο Άρτο (όταν δεν έχεις εμπόδιο) για να χορτάσεις και να ζήσεις αιώνια; Γι’ αυτό λοιπόν όπως ένας ασθενής, όταν είναι νηστικός για πολύ καιρό και δεν έχει όρεξη να φάει, δείχνει έτσι σημείο θανάτου, έτσι και εσύ, αδελφέ, με την ανορεξία αυτή, που έχεις στο να τρως τον νοητό και πνευματικό άρτο, τόσο του λόγου του Θεού, όσο και του σώματος του Κυρίου, δείχνεις σημάδι ότι κινδυνεύεις να πεθάνεις ολότελα ψυχικά. Γι’ αυτό σύνελθε, αγαπητέ, σύνελθε• πώς και με ποιον τρόπο; Εγώ θα σου πω• εάν αγωνίζεσαι πάντοτε να συγκεντρώνεις όλο τον νου σου μέσα στην καρδιά σου και δεν τον αφήνεις να διασκορπίζεται με τις αισθήσεις σου στα πράγματα του κόσμου, τότε θα συνέλθεις• τότε θα δεις νοερά εκεί μέσα τα πάθη που σε κυρίεψαν και σε κυριεύουν, τα οποία προηγουμένως δε γνώριζες καθόλου• τότε θα δεις τους νοητούς εχθρούς, πώς σε πολεμούν ακατάπαυστα• και απλά να πούμε τότε θα γνωρίσεις το κέρδος ή τη ζημιά που έπαθες• γι’ αυτό, λοιπόν, θα παρακαλείς πάντοτε νοερά και μέσα από την καρδιά σου τον Θεό. Για να σε ελεήσει, όπως ελέησε και τον άσωτο λέγοντας: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», επειδή η καρδιά είναι το κέντρο και το ταμείο όλων των παθών και των λογισμών του ανθρώπου, όπως είπε ο Κύριος: «Από την καρδιά βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο» (Ματθ. 15, 18). Και ο μέγας Μακάριος λέει: «η καρδιά κυριαρχεί όλου του οργάνου• και όταν η χάρις καταλάβει τα μέρη της καρδιάς, βασιλεύει σε όλους τους λογισμούς και τα μέλη• διότι εκεί είναι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής» (Λόγος ιε, σελ. 203). Γι’ αυτό είπε και ο μέγας Βασίλειος ότι, όταν ο νους δε σκορπίζεται στα πράγματα του κόσμου, επιστρέφει στον εαυτό του και μέσα από τον εαυτό του ανεβαίνει στην έννοια του Θεού: «Νους που δε διασκορπίζεται στα έξω, ούτε από τα αισθητήρια διαχέεται στον κόσμο, επανέρχεται στον εαυτό του και με τον εαυτό του ανεβαίνει προς την έννοια του Θεού και εκεί φωτιζόμενος και ελλαμπόμενος από το κάλλος του Θεού ξεχνά και αυτή την ίδια του τη φύση» (Επιστολή α προς τον θεολόγο Γρηγόριο).
Αυτή την κίνηση του νου προς τον εαυτό του την ονομάζει κυκλική και απλανή, το πτηνό του ουρανού, ο Αεροπαγίτης Διονύσιος, λέγοντας: «Της ψυχής κυκλική κίνηση είναι η απ’ έξω είσοδος στον εαυτό της και η ενοειδής συνέλιξη των νοερών της δυνάμεων, που της προσφέρει το απλάνευτο σαν μέσα σε έναν κύκλο και την επαναφέρει από τα πολλά που είναι έξω, και πρώτα την συνάγει στον εαυτό της, έπειτα αφού γίνει ενοειδής, την ενώνει με τις ενιαία ενωμένες δυνάμεις κι έτσι τη χειραγωγεί προς το καλό και αγαθό, το επάνω από όλα τα όντα, το ένα και το αυτό, το άναρχο και ατελεύτητο (δηλαδή τον Θεό)» (Κεφ. ο’, Περί θείων ονομάτων).
Έλα λοιπόν με αυτόν τον τρόπο στον εαυτό σου, αγαπητέ, διότι με άλλον τρόπο δεν είναι δυνατό να έλθεις στον εαυτό σου• σήκω και πάρε αυτή τη γενναία απόφαση λέγοντας: «Θα σηκωθώ και θα πάω προς τον πατέρα μου» (Λουκ. 15, 18)• σήκω από εκείνη τη λάσπη, που είσαι πεσμένος και πήγαινε τρέχοντας να βρεις τον πατέρα σου, τον γλυκύτατο Ιησού, στου οποίου τα χέρια βρίσκεται όλη η σωτηρία σου, όλη η ειρήνη σου, όλη η αιωνιότητά σου• «Από κανέναν άλλο δεν μπορεί να προέλθει η σωτηρία, ούτε υπάρχει άλλο πρόσωπο κάτω από τον ουρανό, δοσμένο στους ανθρώπους, με το οποίο μπορούμε να σωθούμε» (Πράξ. 4, 12). Τι φοβάσαι; αν και με δική σου υπαιτιότητα έχασες εκείνο, που είναι γνώρισμα ενός υιού, αυτό λόγω της υπερβολικής του αγαθότητας δεν έχασε εκείνο, που είναι γνώρισμα ενός πατέρα, όπως λέει ο θεόπνευστος Χρυσόστομος: «Εμείς στερηθήκαμε το γνώρισμα της υιότητας, Εκείνος το της πατρότητας δεν απέβαλε». Και εσύ, που ακολούθησες το παράδειγμα αυτού του ασώτου με το να αμαρτήσεις, ακολούθησε ακόμη και το παράδειγμά του με το να μετανοήσεις και ταπεινώσου μέχρι τη γη μπροστά στο Θεό και ομολόγησε μπροστά σε Αυτόν και στους αγγέλους πως έσφαλλες και πως δεν είσαι άξιος να ονομασθείς υιός του• «Πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σε σένα• δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός σου, κάνε με ως ένα από τους υπηρέτες σου» (Λουκ. 15, 18)• και εκείνη την ελευθερία, για την αγάπη της οποίας παρακινήθηκες να φύγεις από τον οίκο του, αφιέρωσέ την στον Κύριο και εμψύχωσε την καρδιά σου με ένα μεγάλο θάρρος, στοχαζόμενος ότι ο ουράνιος Πατέρας σου, βλέποντας σε τόσο πτωχό, τόσο γυμνό, τόσο ταλαιπωρημένο και κακοπαθημένο από τον διάβολο, από τα πάθη και την αμαρτία (επειδή λέει ένας σοφός ότι είναι αναγκαία καταδίκη για τον πονηρό η πονηρία) δε θα σκεφθεί, ότι κατέφαγες την περιουσία του, ούτε θα θυμηθεί εκείνα που έκανες, αλλά μόνο εκείνα που έπαθες, όπως λέει ο κήρυκας της μετάνοιας και παρηγορητής των αμαρτωλών ο θείος Χρυσόστομος• «Γι’ αυτό δεν είπε «όσα έκανε», αλλά «όσα έπαθε»• δεν μνημόνευσε ότι κατέφαγε την περιουσία, αλλά ότι έπεσε σε αμέτρητες συμφορές• έτσι ζητεί το πρόβατο με τόση φροντίδα» (Λόγος περί μετανοίας εξ αγρού επανήκων). Γι ‘ αυτό, λοιπόν, θα κινηθεί από την υπερβολική του ευσπλαχνία και θα έλθει προς συνάντησή σου, θα πέσει πάνω στον τράχηλό σου, θα σε αγκαλιάσει, θα σου δώσει τα φίλημα της ειρήνης και θα λησμονήσει όλες τις αμαρτίες σου• ωστόσο εσύ με έκπληξη για την αμέτρητη ευσπλαγχνία του, απομάκρυνε και μίσησε τις αμαρτίες σου τόσο όσο ποτέ. Να ντραπείς, που άλλοι ελάχιστοι και κατώτεροι από σένα, που φύλαξαν καθαρή ζωή με το να μείνουν στην υποταγή του ουράνιου Πατέρα και δεν ανεχώρησαν από την οικία του, βρίσκονται στην τάξη των υιών• άλλοι πάλι, αν και αμάρτησαν, όμως με τους πόνους και τους ιδρώτες της μετανοίας ανακάλεσαν την χάρη και βρίσκονται στην τάξη των μισθωτών, όπως ερμηνεύει για τους υιούς και τους μισθωτούς ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος• και οι δύο μαζί κοινωνούν τα θεία μυστήρια, έχουν χορτασμένη την καρδιά τους από την χάρη του Θεού και από μία πλουσιοπάροχη ειρήνη της συνειδήσεως• εσύ, όμως, ταλαίπωρε, με το να παρακούσεις τις εντολές του Θεού και να αμαρτήσεις και να μην κάνεις την απαραίτητη μετάνοια, στερήθηκες όλα αυτά και έλαβες Κανόνα να μην κοινωνείς τα θεία μυστήρια: «Πόσοι εργάτες του Πατέρα μου έχουν περίσσευμα άρτων και εγώ πεθαίνω από την πείνα;». Πάρε την απόφαση να δείξεις από τώρα και στο εξής μία παντοτινή με συντριβή μετάνοια και ζήτησε από τον Κύριο χάρη, για να σε δυναμώσει να μην απομακρυνθείς πλέον ποτέ από την υποταγή των εντολών του• ο οποίος σαν ένας φιλόστοργος πατέρας σε προσκαλεί ως παιδί του, για να σε ορίζει μόνος αυτός και παραπονετικά σου φωνάζει με τον Προφήτη: «Γυρίστε πίσω, παραστρατημένα παιδιά, γιατί σε μένα ανήκετε» (Ιερεμ. 3, 14).
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, “Πνευματικά Γυμνάσματα”, μελέτη ΙΕ΄, σελ. 127-137, 4η έκδοσις, Νέα σκήτη Αγίου Όρους)
Ο Κύριος βλέπει το εσωτερικό βάθος της καρδιάς, αυτό που η καρδιά λαχταρά και επιθυμεί. Και αν βλέπει ότι μια ψυχή δεν μπορεί να επιστρέψει στην εστία της, θα την εξαγνίσει, όποτε νομίζει Εκείνος, και θα την ελκύσει στο κέντρο της οικίας της, εκεί όπου η ψυχή θα βρει ειρήνη. Ωστόσο αν στο πιο βαθύ κομμάτι της καρδιάς μας υπάρχει κάτι ακάθαρτο, κάτι που ελκύεται από τον κόσμο τούτο και προσκολλάται σ’ αυτόν, τότε η περιπλάνησή μας θα κρατήσει καιρό και θα συναντήσει πολλή θλίψη και βάσανο. Εμείς που είμαστε, τρόπος του λέγειν, ευσεβείς, θα γνωρίσουμε περισσότερη θλίψη από εκείνους που δεν είναι. Αυτό συμβαίνει επειδή εκείνοι δεν νιώθουν εσωτερικό πόνο, δεν τους απασχολεί η αιωνιότητα, αλλά μόνο τα πράγματα αυτού του κόσμου: η διασκέδαση, η τροφή, το ποτό… Η προσοχή τους είναι ολότελα επικεντρωμένη σ’ αυτό, ενώ η δική μας είναι διχασμένη: θέλουμε να είμαστε με τον Κύριο, αλλά δεν έχουμε ακόμα αφήσει στην άκρη τα υλικά πράγματα - η καρδιά μας είναι ακόμα προσκολλημένη σ’ αυτά και δεν έχουμε ελευθερωθεί. Αυτός είναι ο λόγος που υποφέρουμε πολύ.
(“οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας. Βίος και διδαχές του γέροντας θαδδαίου της Βιτόβνιτσα”, σ. 265)
Πριν από κάθε μάχη οι αντίπαλοι στρατοί επιδιώκουν με κάθε μέσο να ενημερωθούν για τη δύναμη, την οποία διαθέτει ο εχθρός, και για τα όπλα τα οποία έχει στη διάθεσή του. Τα γραφεία των μυστικών υπηρεσιών εργάζονται εντατικά για να συλλέξουν σχετικές πληροφορίες. Εκτός αυτού οι αρμόδιες υπηρεσίες προβαίνουν στην αναγνώριση του εδάφους, με τρόπο ώστε όλες αυτές οι πληροφορίες να αποτελέσουν τη βάση, πάνω στην οποία θα στηριχθεί το στρατηγικό σχέδιο της μάχης, που θα εξασφαλίσει τη νίκη.
Κάτι παρόμοιο πρέπει να κάνουμε και εμείς με τον αντίπαλό μας, το διάβολο. Βρισκόμαστε μαζί του σε εμπόλεμη κατάσταση. Και επιβάλλεται να γνωρίσουμε καλά τον εχθρό μας, να ερευνήσουμε με σχολαστικότητα την προέλευση και τους σκοπούς του, τα σχέδια και τις επιδιώξεις του. Μόνο έτσι θα κατορθώσουμε να τον αντιμετωπίσουμε με πιθανότητες επιτυχίας. Και για να μάθουμε τον εχθρό μας θα πρέπει να καταφύγουμε στην Αγ. Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας για να αντλήσουμε σπουδαίες πληροφορίες περί του διαβόλου.
Η Αγ. Γραφή, λοιπόν, μας διδάσκει ότι ο διάβολος ήταν κάποτε άγγελος που ανήκε στον αόρατο πνευματικό κόσμο. Ο Θεός δημιουργός, δηλαδή, έπλασε πρώτα τον αγγελικό κόσμο, τα «λειτουργικά πνεύματα» όπως λέγονται, για να υπηρετούν το αγιώτατο θέλημά Του. «Ότε εγενήθησαν άστρα, ήνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες άγγελοί μου» (Ιώβ 38, 7). Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί «αν τας ανωτέρω δυνάμεις εξετάσης, ουδέν άλλο ευρήσεις ή ότι εν έργον αυταίς εστί το αινείν τον Θεόν...» (P.G. 59, 98). Και πάλι «τούτο αγγέλων λειτουργία, το διακονείν τω Θεώ εις σωτηρίαν ημετέραν» (P.G. 63, 30). Πρώτοι λοιπόν από όλα τα δημιουργήματα του Θεού δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός οι άγγελοι «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι, είτε κυριότητες, είτε αρχαί, είτε εξουσίαι· τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται» (Κολ. 1, 16).
Η Αποκάλυψη μας πληροφορεί για τον αριθμό των αγγέλων. «Ην ο αριθμός αυτών (των αγγέλων) μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων» (Αποκ. 5, 11) δηλ. αναρίθμητοι. Χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς τη φύση των αγγέλων, μπορούμε ωστόσο να είμαστε βέβαιοι βασικά ότι οι άγγελοι δεν έχουν υλικό σώμα όπως οι άνθρωποι. Είναι πνεύματα φωτός που ακτινοβολούν τη θεία λάμψη. Όταν όμως πρόκειται να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους και να γίνουν αντιληπτοί, τότε εμφανίζονται με σώμα που έχει υπερφυσικές ιδιότητες. Μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αγγέλων είναι ότι έχουν λογικό, ελευθερία και αθανασία, ως πνεύματα δεν υπόκεινται στους περιορισμούς του χώρου, δεν εφαρμόζονται πάνω τους οι φυσικοί νόμοι.
Κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό άγγελος είναι «ουσία νοερά, αεικίνητος, αυτεξούσιος, ασώματος, Θεώ λειτουργούσα, κατά χάριν εν τη φύσει το αθάνατον ειληφυία» (P.G. 94, 865). Ενώ ο άγιος Διονύσιος ο Αεροπαγίτης διδάσκει ότι οι άγγελοι «απάσης φθοράς και θανάτου και ύλης και γενέσεως και άλλοτε άλλης φερομένης καθαρεύουσιν ως ασώματοι και άυλοι» (P.G. 3, 693).
Όπως λοιπόν οι άγγελοι, έτσι και ο διάβολος εφ’ όσον υπήρξε κάποτε άγγελος, έχει τις ιδιότητες των αγγέλων, με τη διαφορά ότι ενώ δημιουργήθηκε από το Θεό αγαθός, δεν παρέμεινε στη θέση αυτή, αλλά εξέπεσε οικτρά στην κατάσταση της πονηρίας.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
«Η καλύτερη προσευχή είναι ό,τι εσύ επινοείς εκείνη την ώρα. Δεν είναι μόνο, θέλω να διαβάσουμε Μετάληψη να μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αύριο. Α, «από ρυπαρών χειλέων από βδελυράς καρδίας…»· διαβάζουμε, ούτε καταλαβαίνουμε τι λέμε. Εσύ ο ίδιος να βρεις προσευχή, εσύ ο ίδιος· οπότε καταλαβαίνεις τι λες στο Θεό. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη, μεγάλη δύναμη!
Ε, ας υποθέσουμε ότι αύριο θα μεταλάβουμε. Θα έρθει ουσιωδώς ο Παράκλητος να αγιάσει τα Δώρα· πώς θα Τον υποδεχθείς; «Στο έλεός Σου, στην ευσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με, άνθρωπος είμαι, συγχώρεσέ με». Έχει δύναμη διότι το λες και το καταλαβαίνεις, από μέσα από την ψυχή σου βγαίνει αυτή η ευχή. Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, αλλού τρέχει ο νους, αλλά αυτό που βγαίνει από μέσα σου, το καταλαβαίνεις τι λες».
(όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. Ι. Ησυχ. σελ.192, 193)
Η περίοδος του Τριωδίου είναι μία μικρογραφία της όλης πνευματικής ζωής του ανθρώπου. Το να παρακολουθεί, κανείς τα νοήματα των ύμνων των ημερών είναι αρκετό, για να δει την πορεία του αγώνα που ο άνθρωπος έχει κάνει μπροστά του. Αρχίζοντας από τη βάση της πνευματικής ζωής μέχρι το τέλος, που είναι ο αγιασμός και η θέωση του ανθρώπου. Είναι μία πολύ πλούσια πνευματική περίοδος το Τριώδιο, που λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του κάθε ανθρώπου πλέον, ζώντας μέσα στις ποικίλες υποχρεώσεις που έχει ο καθένας δεν είναι εύκολο απόλυτα να παρακολουθεί κανείς όλες τις πνευματικές ευκαιρίες που μας δίνει η περίοδος αυτή. Η πορεία του Τριωδίου χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Η μία πριν την έναρξη των νηστειών, η άλλη είναι η περίοδος των αγίων νηστειών και μετά η Μεγάλη Εβδομάδα των Αγίων Παθών του Κυρίου και της Αναστάσεως. Η περίοδος πριν τη νηστεία είναι μία προπαρασκευαστική περίοδος, η οποία μας δείχνει πώς μπορούμε ν’ αγωνιστούμε και ποιος είναι ο πραγματικός τρόπος που μπορεί ο άνθρωπος να μπει μέσα σ’ αυτό τον πνευματικό αγώνα. Η βάση όλης της εν Χριστώ ζωής δεν είναι τίποτα άλλο παρά το φρόνημα της μετάνοιας. Η μετάνοια γεννάται από την ταπείνωση.
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι η Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Εκεί ο Κύριος ξεκάθαρα μας δείχνει έναν άνθρωπο γεμάτο αμαρτία, τελείως ανήθικο, ο οποίος ενώπιον του Θεού δικαιώνεται. Ταυτόχρονα μας δείχνει και έναν ηθικό άνθρωπο, ευσεβή και «θρήσκο», ο οποίος τηρεί όλες τις διατάξεις του νόμου, αλλά αντί να δικαιωθεί από τον Θεό κατακρίνεται, γιατί δεν βρήκε το κλειδί με το οποίο ανοίγει τη θύρα της πνευματικής ζωής. Αυτό το κλειδί είναι το κλειδί της μετάνοιας και της ταπείνωσης. Αυτά πάνε μαζί. Έτσι δεν μπορεί κανένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει ταπείνωση να έχει μετάνοια, ο υπερήφανος άνθρωπος δεν μπορεί να μετανοήσει. Μόνο ο ταπεινός μετανοεί πραγματικά, γιατί μετάνοια σημαίνει συντριβή της καρδίας του ανθρώπου, και μέσα απ’ αυτή τη συντριβή ο άνθρωπος πρέπει να επικαλεσθεί το όνομα του Θεού, το οποίο είναι το μόνο που μπορεί να τον σώσει. Η μετάνοια είναι οδύνη, πόνος. Έτσι όμως μπορείς να αναμορφωθείς. Η μετάνοια είναι το κλειδί που ανοίγει τη θύρα του ελέους του Θεού. Γιατί η ανθρώπινη φύση είναι τέτοια που δεν μπορεί να επιτύχει ποτέ την αναμαρτησία. Μόνο ο Χριστός ως άνθρωπος ήταν αναμάρτητος και κατά χάριν η Υπεραγία Θεοτόκος, η οποία έλαβε αυτό το χάρισμα από τον Θεό. Δεν μπορούμε να έχουμε ένα όραμα ότι κάποτε θα γίνουμε αναμάρτητοι, γιατί είναι αδύνατο. Αφού λοιπόν η αμαρτία είναι ένα δεδομένο αναπόφευκτο, πρακτικά για εμάς, εκείνο το οποίο θα μπορέσει να μας παραστήσει ενώπιον του Θεού δεν είναι τα έργα μας και η αρετή μας αλλά η πραγματική μετάνοιά μας. Έτσι καταρρίπτουμε τον μύθο ότι θα γίνουμε μόνο ηθικοί και ενάρετοι, γιατί όσο ηθικοί και αν είμαστε, σίγουρα έχουμε και αμαρτίες. Έτσι τη σχέση μας με τον Θεό δεν μπορούμε να την οικοδομήσουμε πάνω στο ότι θα ξεφύγουμε από την αμαρτία αλλά στο γεγονός της μετάνοιας. Μαθαίνουμε να μετανοούμε και να στεκόμαστε σωστά μπροστά στον Θεό μέσα σ’ ένα πνεύμα μετάνοιας.
Η μετάνοια λοιπόν γεννάται από την ταπείνωση. Ο ταπεινός άνθρωπος μετανοεί και δεν δικαιολογείται. Από τη στιγμή που δικαιολογείται κάποιος, δεν μπορεί να μετανοήσει. Όταν παρέχει στον εαυτό του ελαφρυντικά, μειώνει ταυτόχρονα τη φλόγα της μετάνοιας. Γι’ αυτό οι πατέρες δεν δεχόντουσαν καμία δικαιολογία, όχι πως δεν υπάρχει δικαιολογία όταν αμαρτάνει κάποιος, αφού όλοι μας όταν αμαρτάνουμε υποκείμεθα σε κάποιο γεγονός. Ωστόσο, αν αντιμετωπίσει κανείς την αμαρτία με πόνο και στέκεται όπως οι Άγιοι χωρίς δικαιολογία ενώπιον του Θεού και μαθαίνει το ήθος του Τελώνου, τότε αυτό είναι η βάση της επιτυχίας. Όλα τα αλλά μάς οδηγούν προς αυτή την κατάσταση.
Η δεύτερη Κυριακή του Ασώτου υιού, δείχνει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο, πως ο Θεός δέχεται τον επιστρέφοντα άνθρωπο. Δεν υπάρχει περίπτωση να εκδιωχθεί ο μετανοών (άνθρωπος). Δεν υπάρχει περίπτωση να επιστρέψεις και ο Θεός να σε διώξει.
Η τρίτη Κυριακή με τη διήγηση της Δευτέρας Παρουσίας μας δείχνει ότι η πίστη δεν είναι κάτι το αφηρημένο αλλά το συγκεκριμένο μέσα από τα έργα της αγάπης και του πνευματικού αγώνα.
Την τέταρτη Κυριακή, ο Κύριος μας δείχνει τον αληθινό τρόπο της νηστείας και ότι πρέπει να μεταθέσουμε την καρδιά μας εκεί όπου είναι ο θησαυρός μας.
Ακολουθεί η πρώτη εβδομάδα των νηστειών με την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ιστορικά υπάρχει κάποιος λόγος με το θέμα της εικονομαχίας, το οποίο βασάνισε την Εκκλησία για περισσότερο από έναν αιώνα και μετά, αφού δόθηκε ένα τέλος ιστορικά και θεολογικά, η Εκκλησία πανηγυρίζει αυτή την ημέρα. Ωστόσο, όπως και οι πατέρες λένε, δεν είναι ένα γεγονός ιστορικό. Το γεγονός της εικονομαχίας παραμένει πάντοτε μπροστά μας. Γιατί η εικονομαχία κτυπούσε το κέντρο της ίδιας της σωτηρίας του ανθρώπου. Ήταν η εξ υπαρχής αίρεση που επαναλαμβάνετο κάθε φορά με άλλη μορφή. Η αίρεση έλεγε ότι ο Θεός δεν έγινε αληθώς άνθρωπος. Έτσι, αφού ο Θεός δεν έγινε αληθώς άνθρωπος, ούτε ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αληθώς κατά χάριν Θεός. Όταν αρνούνταν αυτοί οι άνθρωποι να προσκυνούν και να βλέπουν τις εικόνες και οι πατέρες και η Εκκλησία επέμεναν σ’ αυτές, δεν είναι γιατί οι μεν ήταν ευσεβείς και φοβούνταν πως ήταν είδωλα και οι άλλοι δεν ασχολούνταν και υποτιμούσαν την κατάσταση. Σίγουρα δεν ήταν έτσι.
Στέκονταν στο γεγονός ότι αφ’ ης στιγμής ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού, έγινε άνθρωπος και ήταν τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός, μπορούμε να περιγράφουμε και να ζωγραφίζουμε τον Χριστό. Γιατί στέκει όλη αυτή η πίστη στην αληθινή σάρκωση του Θεού Λόγου. Σ’ αυτό που ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι «ὁ Λόγος Σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξα αὐτοῦ», είδαμε τη σάρκωση του Θεού. Δηλαδή αυτή η αίρεση κτυπούσε κατ’ ουσίαν το ίδιο βάθος της πίστεως. Μέσα στον χώρο της Εκκλησίας δεν έχουμε να κάνουμε με ιδέες ή θεωρίες ή φιλοσοφία αλλά με ένα πρόσωπο που λέγεται Ιησούς Χριστός. Δεν πρόκειται για ιδέες του Ευαγγελίου, όσο ωραίες κι αν θεωρηθούν. Μέσα στην Εκκλησία δεν λατρεύουμε την αγάπη, την ελευθερία ως ιδέες, αλλά έχουμε να αναπτύξουμε μία σχέση με το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός ο Χριστός ο οποίος έγινε άνθρωπος και παραμένει μέσα στην Εκκλησία ως το πρόσωπο το οποίο εμείς είδαμε. Δεν είδαμε τον Πατέρα ποτέ. Αλλά είδαμε τον Θεό Λόγο και βλέποντας τον Θεό Λόγο είδαμε τον Πατέρα. Γιατί ο Χριστός είναι η εικόνα του Πατέρα και ο άνθρωπος είναι η εικόνα του Χριστού. Γι’ αυτό ο Χριστός έγινε άνθρωπος, γιατί είμαστε εικόνες του και είναι αυτός που έπλασε τα πάντα. Έτσι μέσα στον χώρο της Εκκλησίας έχουμε αυτό το γεγονός της παρουσίας του Χριστού. Από τη στιγμή που έχουμε ένα πρόσωπο, τότε η στάση μας απέναντι στο πρόσωπο αυτό δεν είναι στάση πίστεως. Δεν είναι αρκετό να πεις στον Χριστό ότι τον πιστεύεις. Στις ιδεολογίες και σε συστήματα ιδεών, σε κοσμοθεωρίες και κομματικές ιδεολογίες, μπορείς να πεις ότι πιστεύεις. Όμως μέσα στην Εκκλησία δεν μπορεί να γίνει αυτό. Εκείνο που γίνεται είναι ότι, ναι, πατάς πάνω στο σκαλοπάτι της πίστεως όμως δεν μένεις εκεί, αλλά ανεβαίνεις στην αγάπη. Μέσα στην Εκκλησία καλείσαι να αναπτύξεις μία σχέση αγάπης με τον Χριστό, χρειάζεται και η αποδοχή της αλήθειας του Χριστού και του Ευαγγελίου που είναι το πρώτο σκαλοπάτι. Δεν μπορείς να μείνεις όμως μόνο σ’ αυτό. Πρέπει να προχωρήσεις στο τέρμα. Ο Απόστολος λέει ότι θα καταργηθεί στο τέλος και η ελπίδα και η πίστη και θα μείνει η αγάπη. Ένας νέος που αναζητά και ψάχνει να δει πού βρίσκεται η αλήθεια, πρέπει να καταλάβει πως, εάν συγκρίνει την Εκκλησία με τις άλλες αλήθειες και τη θεωρήσει ως μία αλήθεια, όσο καλή διάθεση και αν έχει, δεν μπορεί να καταλάβει πως η Εκκλησία δεν μιλά για μίαν αλήθεια, αλλά μιλά για τον Χριστό που είναι η αλήθεια του κόσμου. Ο Χριστός είναι η αλήθεια, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ειρήνη, είναι το Α και το Ω, είναι το παν μέσα στην Εκκλησία. Επομένως, ό,τι κάνουμε στον χώρο της Εκκλησίας, όλοι οι αγώνες που κάνουμε είναι για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε τον Χριστό με όλη μας την καρδία. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε τη δική μας σχέση αγάπης με τον Χριστό. Πώς γίνεται όμως αυτό; Το πρώτο πράγμα είναι να ερευνήσουμε να μάθουμε ποιο είναι αυτό το πρόσωπο. Γι’ αυτό στην αρχή της πνευματικής ζωής πολύ βοηθά η μελέτη. Τόσο πολύ που οι πατέρες λένε πως για τους αρχάριους ανθρώπους η μελέτη βοηθά περισσότερο κι από την προσευχή ή τουλάχιστον το ίδιο. Είναι πολύ σημαντικό να διαβάζουμε πνευματικά βιβλία, βίους των αγίων, να δούμε πώς αυτοί οι άνθρωποι που ερωτεύθηκαν τον Θεό και αγωνίστηκαν στη ζωή τους, όπου κι αν βρίσκονταν, τη ζωή τους την βάπτισαν μέσα σ’ αυτή την πορεία της σχέσης τους με τον Θεό. Τότε αρχίζει και η διαδικασία της πνευματικής ζωής. Αρχίζει η τήρηση των εντολών του Θεού. Και παραμένουμε στην αγάπη του Θεού μέσα από αυτή την τήρηση των εντολών Του. Αυτές οι εντολές δεν είναι εντολές ιδιοτροπίας αλλά είναι φάρμακα. Είναι η θεραπευτική αγωγή της Εκκλησίας μας την οποία μόλις τηρήσει ο άνθρωπος, έχει αποτελέσματα. Όσο ο άνθρωπος τηρεί τις εντολές του Θεού, παράγεται ζήλος ο οποίος είναι δύναμη, που δίνει στον άνθρωπο την έλξη να μπορέσει να αγωνιστεί περισσότερο. Μόλις αρχίσει η μείωση της τήρησης των εντολών του Θεού, αρχίζει και η ενέργεια να πέφτει μέχρι που να σβήσει, να σταματήσει δηλαδή ο πνευματικός αγώνας. Ο Θεός στην αρχή δίνει δωρεάν τη χάρη Του. Μόλις μπει κάποιος στην Εκκλησία όλα είναι εύκολα. Μελέτη βίων αγίων, συμμετοχή σε διάφορες ακολουθίες, τήρηση νηστειών, όλα γίνονται τόσο εύκολα. Ακολούθως πρέπει να αγωνισθεί ο άνθρωπος, για να λάβει τη Χάρη αυτή.
Ο Θεός λοιπόν, ο οποίος έγινε αληθινός άνθρωπος και είναι ο σεσαρκωμένος Θεός Λόγος, αποτελεί το πρότυπο καθενός από εμάς αλλά και το κέντρο της αγάπης μας. Εμείς καλούμαστε να έχουμε μία προσωπική σχέση μαζί Του και σ’ αυτή την πορεία ξαναφτιάχνουμε τον συντετριμμένο εαυτό μας, που αυτό έχει οπωσδήποτε ένα αποτέλεσμα: να φτιαχτεί ξανά η εικόνα του Θεού που έσπασε ο διάβολος μέσα από την πτώση. Μέσα στην Εκκλησία μ’ όλη αυτή τη θεραπευτική αγωγή πρέπει να δούμε το γεγονός της θεραπείας μας, που είναι συγκεκριμένο και έχει συγκεκριμένους καρπούς.
(απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού”, τ. 76)
Δύο φράσεις πρόχειρες πρέπει να έχει στα χείλη ο μοναχός. «Να ‘ναι ευλογημένο», όταν πρέπει να υπακούσει, και «ευλόγησον», όταν πρέπει να ζητήσει συγγνώμη. Και τον νου στην ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» Και αν η σκέψη και η καρδιά πάει στους γονείς και φίλους, πρέπει να ξέρει ότι φεύγοντας ο Θεός έστειλε άγγελο στο πόδι του.
Έτσι, προσπαθώντας να ενθαρρύνει στην αποταγή του κόσμου τους αρχάριους μοναχούς, συνήθιζε να λέει: «Ζούσε ένα γεροντάκι στο Άγιον Όρος και δέχτηκε κοντά του έναν νέο που επιθυμούσε να γίνει μοναχός. Τον συμβούλευε να μη σκέπτεται τον κόσμο, την οικογένειά του (είχε μια μητέρα και δύο ανύπαντρες αδελφές), και να αφήνει τη μέριμνα και την επιστασία τους στον Θεό. Του έδωσε μία εντολή: Εάν επισκεφθεί την καλύβη τους κάποιος λαϊκός, να αποφύγει να ρωτάει τι συμβαίνει στον κόσμο.
» Μετά από καιρό όμως πέρασε κάποιος επαίτης και ο μοναχός λησμονήσας την εντολή του γέροντα τον ρώτησε από πού ήταν. Κι όταν έμαθε ότι ήταν απ’ τον τόπο του, κάμφθηκε και ρώτησε για την οικογένειά του. Έμαθε ότι οι δικοί του περνούν δύσκολα, καθότι η μητέρα του ήταν χήρα και οι αδελφές του αναγκάζονταν να εργάζονται σε διάφορες εργασίες, κινδυνεύοντας καθώς ήταν απροστάτευτες. ‘‘Είχαν έναν αδελφό’’, είπε ο επαίτης, ‘‘ο οποίος όμως τους εγκατέλειψε και ήρθε εδώ στο Άγιον Όρος να μονάσει’’.
» Οι λογισμοί έπνιξαν τον νέο μοναχό. Ο γέροντας τον είδε στεναχωρημένο και ρώτησε την αιτία. Και όταν έμαθε, κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας: ‘‘Δεν έπρεπε να με παρακούσεις, παιδί μου’’. Ο μοναχός δεν άντεξε στην πίεση των λογισμών, εγκατέλειψε τον γέροντά του και πήρε τον δρόμο για τον τόπο του. Κουρασμένος απ’ την οδοιπορία κάποια στιγμή κάθησε σε μία σκιά να ξεκουραστεί. Εκεί τον πήρε για λίγο ο ύπνος, και αμέσως παρουσιάστηκε μπροστά του ένας φωτεινός άγγελος και του είπε: ‘‘Ο Θεός, από τη στιγμή που ξεκίνησες για το Άγιον Όρος με σκοπό να αφιερωθείς σ’ Αυτόν, έστειλε εμένα στη θέση σου, για να προστατεύω τη μητέρα σου και τις αδελφές σου. Τώρα που πηγαίνεις εσύ να τις προστατεύσεις, εγώ δεν χρειάζομαι πια και φεύγω’’. Ξύπνησε ο μοναχός ταραγμένος και μετανοημένος για το εγχείρημά του∙ επέστρεψε αμέσως στον γέροντά του στο Άγιον Όρος. ‘‘Παιδί μου’’, του είπε εκείνος, ‘‘επέστρεψες; Διαρκώς προσευχόμουν, όσο έλειπες, να σε φωτίσει ο Θεός, να ξεφύγεις την παγίδα του εχθρού’’. Έτσι συνέχισαν ειρηνικά την ασκητική τους ζωή.
» Πέρασαν πάλι μερικά χρόνια κι ένας ευλαβής προσκυνητής τους επισκέφτηκε χάριν ωφελείας. Ο νέος μοναχός σιωπηλός του προσέφερε νερό, λουκούμι, καφέ. Ενώ ο γέροντας συζητούσε μαζί του, αντιλήφθηκε ότι ο επισκέπτης είναι συντοπίτης του υποτακτικού του. Διακριτικά ρώτησε για την κατάσταση της οικογενείας του. Κι άκουσε το θαύμα του Θεού, ότι κάποιος ξενιτεμένος συγχωριανός τους επέστρεψε έχοντας μία καλή περιουσία, είδε τη μεγάλη κόρη και τη ζήτησε σε γάμο. Προίκισε τη μικρή και αποκατέστησε και αυτήν. Έτσι, η ευλογία του Θεού ήρθε στο σπίτι τους. Φώναξε τον υποτακτικό και πασιχαρής του διηγήθηκε την ευλογία που έφερε ο άγγελος στο σπίτι του».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
3. Πρέπει, να υποφέρουμε αρκετά στην καρδιά μας, μέχρι να μάθουμε την ταπεινοφροσύνη. O Κύριος στέκει διαρκώς στο πλάι μας, επιτρέποντας να νιώσουμε πόνο αριστερά στο στήθος μας, έτσι ώστε να φύγει από μέσα μας όλη η δυσωδία. Κι εμείς αυτό που λέμε συνέχεια είναι, «Εκείνο και το άλλο μου είπε... Με προσέβαλε όσο δεν παίρνει... Ε, αυτό είναι ασυγχώρητο!». Πώς είναι δυνατόν να μη συγχωρούμε, τη στιγμή που είμαστε ίδιοι με τους άλλους; Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε κι εμείς προσβάλλει τους πλησίον μας; Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να διατηρούμε τη γαλήνη μας. Δεν μπορείς να μάθεις την ταπείνωση, αν δεν έχεις φτάσει να υποφέρεις πολλά στην καρδιά σου.
Οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι αν δεν ταπεινώσουμε τον εαυτό μας, ο Κύριος δεν θα σταματήσει να μας ταπεινώνει. Θα χρησιμοποιήσει κάποιον προκειμένου να μας ταπεινώσει. Κάποιος θα προκαλέσει την οργή μας και θα το κάνει μέχρι να μάθουμε να παραμένουμε ήρεμοι και γαλήνιοι κάθε φορά που προκαλούμαστε. Όταν μπορούμε να παραμένουμε ήρεμοι κάθε φορά που κάποιος μας επιτίθεται απ’ όλες τις πλευρές, όταν μπορούμε να διατηρούμε την εσώτερή μας γαλήνη παρά την σκαιότητα του προσώπου αυτού, τότε η ψυχή μας θα γίνει μειλίχια και ταπεινή, και θα πορευτούμε στη ζωή αυτή έχοντας πλήρη επίγνωσή της. Και οι πλησίον μας θα λένε: «Άλλαξες· είχες θυελλώδη ιδιοσυγκρασία, αλλά τώρα έχεις με κάποιο τρόπο γίνει ήρεμος και ψύχραιμος». Αλλά δεν θα είμαστε εμείς που έχουμε γίνει ψύχραιμοι. Θα είναι μάλλον η νίκη καταπάνω στο κακό που φανερώνει κατ’ αυτό τον τρόπο τον εαυτό της.
(από το βιβλίο «Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας - Βίος και διδαχές του Γέροντα Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα», σ. 108)
Ο αββάς Αντώνιος κάποια φορά βυθίζοντας βαθιά τη σκέψη του, ζήτησε να μάθει τα κρίματα του Θεού:
– "Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζουν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;
Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν; Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να 'ναι φτωχοί;".
Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει:
– "Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σε συμφέρει να τα μάθεις".
Μέγας Αντώνιος
Ο Όσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε σε ηλικία πενήντα μόλις χρόνων και η μνήμη του τιμάται στις 2 Απριλίου.
("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σσ. 384-386)