(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 25-33 εκδόσεις «ο Σωτήρ», Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
(Οι παραπομπές των ονομάτων στο τέλος Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ματθ. 1,1 Βίβλος γενέσεως(1) Ἰησοῦ Χριστοῦ(2), υἱοῦ Δαυΐδ(3), υἱοῦ Ἀβραάμ(4).
Ματθ. 1,1 Βιβλίον της γενεαλογίας του Ιησού Χριστού, απογόνου κατά το ανθρώπινον του βασιλέως Δαυΐδ, ο οποίος πάλιν υπήρξεν απόγονος του πατριάρχου Αβραάμ.
«Το Ευαγγέλιο είναι λόγος ο οποίος εύλογα περιέχει αναγγελία αγαθών πραγμάτων και επειδή ωφελεί αυτόν που το ακούει τον ευφραίνει, εφόσον βέβαια αποδεχτεί αυτό που αναγγέλλει, ή είναι λόγος που περιέχει την παρουσία αγαθών» (Κ).
«Ευαγγέλιο ονομάζεται το παρόν βιβλίο» (Χ), «διότι αναγγέλλει σε εμάς πράγματα που είναι καλά» (Θφ)· «διότι ευαγγελίζεται σε όλους, την κατάργηση της κόλασης, τη διάλυση των αμαρτιών, τη δικαιοσύνη, τον αγιασμό, την απολύτρωση, την υιοθεσία, την κληρονομία των ουρανών» (Χ).
(1) Ειπώθηκε πολύ σωστά, ότι η γενεαλογία αυτή αποτελεί ενωτικό σημείο μεταξύ της Π. και της Κ. Διαθήκης (F). Φράση που χρησιμοποιείται από τους Ο΄(μετάφραση των 70) στα Γέν. β 4 και ε 1 (b). Το Γεν. β 4 περιλαμβάνει τις αφηγήσεις της δημιουργίας του ανθρώπου, του παραδείσου, της πτώσης, της γέννησης του Κάιν και του Άβελ και των απογόνων του Κάιν μέχρι του Λάμεχ (a). Το Γεν. ε 1 περιλαμβάνει όχι μόνο την γενεαλογία του Αδάμ μέχρι του Ιάφεθ αναμιγμένη με κάποιες αφηγήσεις, αλλά και την εξιστόρηση της κακίας των ανθρώπων επί των ημερών του Νώε ε 1-στ 8 (p). Θα ερμηνεύσουμε· βιβλίο, στο οποίο καταγράφονται οι πρόγονοι κάποιου (g).
Ο τίτλος αυτός αναφέρεται κυρίως σε ό,τι αμέσως ακολουθεί, μέχρι το στίχο 17 αν και, λιγότερο πιθανώς, μπορεί να εφαρμοστεί στο όλο βιβλίο, σκοπός του οποίου είναι να αποδείξει, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Δαβίδ κλπ. (b).
«Και για ποιό λόγο την αποκαλεί Βίβλο γενέσεως του Ιησού Χριστού; Παρόλο βεβαίως που δεν περιέχει μόνο αυτό, τη γέννηση δηλαδή, αλλά όλη την οικονομία (=το θείο σχέδιο της σωτηρίας). Διότι εδώ υπάρχει η συγκεφαλαίωση όλης της οικονομίας και αποβαίνει σε εμάς η αρχή και η ρίζα όλων των αγαθών… για αυτό ονόμασε το βιβλίο από το πιο σημαντικό από τα κατορθώματα» (Χ).
Από την έννοια της φράσης στα χωρία που αναφέρθηκαν, του Γεν. β 4 και ε 1 θα μπορούσε να βγει ως συμπέρασμα, ότι ο τίτλος αποτελεί την επιγραφή ολόκληρου του περιεχομένου των κεφ. α και β, πιθανότερα όμως αναφέρεται στη γενεαλογία, που ολοκληρώνεται στο στίχο 17 (S).
Ο ευαγγελιστής αναμφίβολα είχε στο νου την Γένεση των Ο΄ όταν προτιμούσε τον τίτλο αυτόν και πιθανώς από τους Ο΄ δανείστηκε τη γενεαλογία, αν και θα μπορούσε να έχει βρει ήδη συλλεγμένη αυτήν σε κάποια από τα ιουδαϊκά αρχεία (p).
(2) Η φράση «Ιησού Χριστού» συναντιέται στους συνοπτικούς μόνο εδώ και στα Ματθ. α 18 ιστ 21, Μάρκ. α 1.
«Χριστοί (=χρισμένοι) λέγονταν οι βασιλιάδες και οι ιερείς. Διότι χρίονταν με το άγιο λάδι που ανέβλυζε από το κεράτινο δοχείο που το έβαζαν πάνω στο κεφάλι. Λέγεται λοιπόν ο Κύριος Χριστός ως βασιλιάς και ως ιερέας… και χρίστηκε και αυτός κατεξοχήν με το αληθινό λάδι, το Άγιο Πνεύμα. Διότι ποιός άλλος είχε το Πνεύμα όπως ο Κύριος;» (Θφ).
Η λέξη Χριστός έχασε τη σημασία της ως επίθετο (=χρισμένος, δηλαδή Μεσσίας), την οποία εξέφραζε σε συνδυασμό με το άρθρο (ο Χριστός) και έγινε κύριο όνομα. Δες επίσης και Ιω. α 17, όπου χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια (S). Από ονομασία που δήλωνε το προφητικό αρχιερατικό και βασιλικό αξίωμα του Κυρίου, έγινε κύριο όνομα (ο).
«Αυτό το Ιησούς, δεν είναι όνομα ελληνικό, αλλά στην εβραϊκή γλώσσα έτσι λέγεται, Ιησούς· το οποίο σημαίνει, αν το μεταφράσουμε στην ελληνική γλώσσα, Σωτήρας· και Σωτήρας από το ότι έσωσε το λαό του» (Χ).
Στην Κ.Δ. με το ίδιο όνομα αναφέρεται ο Ιησούς του Ναυή (Εβρ. δ 8) και ο συνεργός του Παύλου ο Ιησούς ο λεγόμενος Ιούστος (Κολ. δ 11) (ο).
(3) «Και γιατί δεν είπε γιου του Αβραάμ και στη συνέχεια γιου του Δαβίδ; Τον Δαβίδ τον είχαν όλοι στο στόμα τους, και λόγω της λαμπρότητάς του και λόγω του χρόνου· διότι δεν είχε πεθάνει πριν από τόσα πολλά χρόνια όσο ο Αβραάμ» (Χ).
«Και κανείς δεν τον αποκαλούσε υιό Αβραάμ, αλλά όλοι υιό Δαβίδ. Έτσι λοιπόν άρχισε από τον πιο γνωστό και ανέβηκε στον παλαιότερο» (Ζ).
Ο Αβραάμ υπήρξε ο πρώτος, ο Δαβίδ ο τελευταίος από τους ανθρώπους, στους οποίους έγινε η υπόσχεση για τον Μεσσία. Για αυτό ονομάστηκε υιός Δαβίδ, εφόσον ο Δαβίδ υπήρξε και ο άμεσος πρόγονός του (b). Για κάθε Χριστιανό που προερχόταν από τους Ιουδαίους, η μεσσιακή ιδιότητα του Ιησού θα εξαρτιόταν από την καταγωγή του από τον Δαβίδ και είναι γεγονός, ότι τονίζεται ιδιαιτέρως αυτή η καταγωγή στα πρώτα αποστολικά κηρύγματα προς τους Ιουδαίους. Δες Πράξ. β 30,ιβ 23 και Ρωμ. α 3,Β΄Τιμ. β 8,Απ. κβ 16 (S).
(4) «Ονόμασε το Χριστό γιο μεν του Δαβίδ, ενώ τον Δαβίδ γιο του Αβραάμ, οδηγώντας τη σκέψη των ακροατών στο να θυμηθούν τις υποσχέσεις. Διότι από παλιά ο Θεός υποσχέθηκε και στον Αβραάμ και στο Δαβίδ ότι θα αναστήσει από το σπέρμα τους το Χριστό. Επειδή οι ακροατές ήταν Ιουδαίοι, γνώριζαν αυτές τις υποσχέσεις» (Ζ).
«Όπως είναι πρέπον λοιπόν, από αυτόν (τον Αβραάμ) γενεαλογεί το Χριστό· διότι ο Χριστός είναι το σπέρμα του Αβραάμ, μέσω του οποίου ευλογηθήκαμε όλοι οι εθνικοί, οι πρώην καταραμένοι» (Θφ). Η καταγωγή του Μεσσία από τον Αβραάμ τονίζεται στη Διαθήκη των 12 Πατριαρχών, Λευΐ 8,15 (a). Ο Μάρκος αρχίζοντας το ευαγγέλιό του ονομάζει τον Ιησού γιο όχι του Δαβίδ αλλά του Θεού, διότι αρχίζει την αφήγησή του από το βάπτισμα του Ιησού από τον Ιωάννη, όπου ο Κύριός μας αποδείχτηκε Υιός του Θεού. Έτσι ο καθένας από τους ευαγγελιστές διακηρύσσει τον σκοπό του έργου του στον τίτλο (b).
«Ο Ματθαίος γράφοντας προς αυτούς που προέρχονταν από την περιτομή (τους Εβραίους), δεν ανέβασε τη γενεαλογία πιο πάνω από τον Αβραάμ… δείχνοντας μόνο ότι αυτός βλάστησε από το σπέρμα του Αβραάμ και του Δαβίδ σύμφωνα με τις υποσχέσεις σε εκείνους· διότι τίποτα δεν ανέπαυε τόσο πολύ τους πιστούς τους προερχομένους από τους Ιουδαίους, όσο το να μάθουν, ότι ο Χριστός ήταν από το σπέρμα του Αβραάμ και του Δαβίδ, μιας και πάντοτε τον προσδοκούσαν ότι από εκεί θα προέλθει· ο Λουκάς όμως, επειδή μέσω του Θεοφίλου μιλούσε γενικά σε όλους τους πιστούς, κάνει πλήρη τη γενεαλογία αρχίζοντας μάλλον από κάτω από το Χριστό και ανεβαίνοντας μέχρι τον Αδάμ» (Ζ)
Ματθ. 1,2 Ἀβραὰμ ἐγέννησε(1) τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ(2), Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν(3) καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ,
Ματθ. 1,2 Διότι ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού.
(1) «Υπήρχε συνήθεια να γενεαλογούνται οι άνδρες. Διότι ο άνδρας σπέρνει, και αυτός είναι αρχή και ρίζα του παιδιού και κεφαλή της γυναίκας· ενώ η γυναίκα με το να τρέφει και να θάλπει και να συναυξάνει το σπέρμα, έχει δοθεί ως βοηθός στον άνδρα» (Ζ).
Ο Ματθαίος απαριθμώντας τους προγόνους του Κυρίου μας χρησιμοποιεί την κατιούσα (=προς τα κάτω) σειρά (αν και στο στίχο 1 χρησιμοποίησε και την ανιούσα (=προς τα πάνω), και αρχίζει από τον Αβραάμ, αντί για τον Αδάμ, όχι για να αποκλείσει τα έθνη, αφού μέσω του Αβραάμ όλα τα έθνη ευλογήθηκαν (b). Το να είναι κάποιος γιος του Αβραάμ σήμαινε ότι ήταν ένας αληθινός Ιουδαίος και αποτελούσε αφορμή καύχησης. Δες και Ματθ. γ 8 (S). Ολόκληρος ο στίχος 2 προέρχεται από το Α΄ Παραλ. α 34 και β 1 (a).
(2) «Για ποιο λόγο δεν ανέφερε και τον αδελφό του (τον Ησαύ) όταν ήλθε στον Ιακώβ, αλλά αναφέρει τον Ιούδα και τους αδελφούς του; Κάποιοι μεν λένε λόγω του κακού χαρακτήρα του Ησαύ… εγώ όμως δεν θα το έλεγα αυτό. Διότι αν ήταν αυτό, πώς ύστερα από λίγο ανέφερε τέτοιες (κακής φήμης) γυναίκες; Για ποιό λόγο λοιπόν δεν τον ανέφερε; Διότι δεν είχαν καμία σχέση με τους Ισραηλίτες οι Σαρακηνοί και οι Ισμαηλίτες και οι Άραβες, και όσοι έγιναν από τους προγόνους εκείνων. Για αυτό εκείνους μεν τους αποσιώπησε, σπεύδει δε να αναφέρει τους προγόνους του Χριστού και του ιουδαϊκού λαού» (Χ).
(3) Από όλους τους γιους του ο πατριάρχης Ιακώβ πεθαίνοντας (Γεν. μθ 10) ξεχώρισε τον Ιούδα ως προορισμένο να πάρει το βασιλικό αξίωμα (S). Ανάμεσα στους 12 γιους του Ιακώβ, ο Ιούδας θα ήταν ο μόνος κληρονόμος της μεσσιανικής υπόσχεσης, από την άποψη ότι από αυτόν κατά το ανθρώπινο θα καταγόταν ο Μεσσίας. Δες Γεν. μθ 10 και Εβρ. ζ 14 και Αποκ. ε 5 (F).
Ματθ. 1,3 Ἰούδας δὲ ἐγέννησε(1) τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ(2) ἐκ τῆς Θάμαρ(3), Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ(4), Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ,
Ματθ. 1,3 Ο Ιούδας δε εγέννησε από την νύμφην αυτού Θάμαρ τους διδύμους Φαρές και Ζαρά, ο Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, ο Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ.
(1) «Ο Ιούδας πήρε την Θάμαρ νύφη για τον πρώτο του γιο τον Ηρ· επειδή αυτός πέθανε χωρίς παιδιά, την πάντρεψε με τον δεύτερο [Αυνάν] και όταν και αυτός ομοίως πέθανε, υποσχέθηκε να την παντρέψει και με τον τρίτο [Σηλώμ]· επειδή φοβήθηκε όμως μήπως και αυτός πεθάνει αμέσως, ανέβαλλε τον γάμο. Η νύφη όμως επειδή επιθυμούσε πάρα πολύ να πάρει σπέρμα από το γένος του Αβραάμ… μεταμφιεσμένη σε πόρνη κάθισε στις πύλες της πόλης με σκεπασμένο το πρόσωπο. Βλέποντας αυτήν ο Ιούδας και αγνοώντας μπήκε στο σπίτι της σαν σε πόρνη και αφού ενώθηκε σαρκικά μαζί της την κατέστησε έγκυο διδύμων τέκνων» (Ζ).
(2) «Όταν γεννούσε αυτούς, πρόβαλλε το πρώτο από τα παιδιά από τη μήτρα δίνοντας την εντύπωση ότι θα γεννηθεί πρώτος· και η μαία σύντομα έδεσε με κόκκινη κλωστή το χέρι του παιδιού που βγήκε για να γνωρίζεται αυτός που γεννήθηκε πρώτος· αλλά μάζεψε το χέρι το παιδί μέσα… και γεννήθηκε πρώτο το άλλο παιδί και έπειτα εκείνο που άπλωσε το χέρι. Ονομάστηκε λοιπόν αυτός μεν που πρώτος γεννήθηκε Φαρές, το οποίο σημαίνει διακοπή, διότι διέκοψε τη φυσική σειρά» (Θφ). «Αυτό ήταν συμβολισμός των δύο λαών· κατά τους χρόνους δηλαδή του Αβραάμ εμφανίζεται η εκκλησιαστική πολιτεία, η οποία όμως παρήκμασε στο μεταξύ και παρουσιάστηκε ο ιουδαϊκός λαός και ο Μωσαϊκός νόμος και τότε έχουμε την εμφάνιση ολόκληρου του νέου λαού και των νόμων του» (Χ).
(3) Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ονόματα γυναικών, Θάμαρ, Ραχάβ, Ρουθ και της συζύγου του Ουρίου παρεμβάλλονται στη γενεαλογία. Η Ρουθ υπήρξε Μωαβίτισα και όχι Ιουδαία και οι άλλες τρεις υπήρξαν ένοχες βαρέων αμαρτημάτων. Η παράθεση ονομάτων, τα οποία μπορούσαν να θεωρηθούν ακατάλληλα για να μπουν στη γενεαλογία του Μεσσία έγινε σκόπιμα.
«Διότι για αυτό ήλθε, όχι για να αποφύγει τα δικά μας (κακά), αλλά για να τα εξαφανίσει… και αξίζει να τον θαυμάζουμε… ότι καταδέχτηκε να έχει τέτοιους συγγενείς, χωρίς καθόλου να ντρέπεται τα δικά μας κακά… διδάσκοντας και εμάς με αυτά, να μη σκεπάζουμε το πρόσωπό μας από ντροπή για την κακία των προγόνων μας, αλλά ένα μόνο να επιζητούμε, την αρετή. Διότι ένας τέτοιος άνθρωπος (ενάρετος), και αν ακόμη έχει πρόγονο αλλόφυλη, και αν πόρνη, και αν οτιδήποτε άλλο είναι, σε τίποτα δεν θα μπορέσει να βλαφτεί» (Χ).
«Η μεν Θάμαρ ήταν με παράνομο γάμο… η δε Ραχάβ ήταν πόρνη, η Ρουθ αλλόφυλη, η Βηρσαβεέ η γυναίκα του Ουρίου ήταν μοιχαλίδα… Ο Χριστός ήλθε ως γιατρός, όχι ως κριτής» (Ζ). Η φράση πάρθηκε από το Α΄ Παραλ. β 4 («και η Θάμαρ η νύφη του γέννησε σε αυτόν τον Φαρές και τον Ζαρά»), το οποίο δείχνει, ότι έβλεπε ο συγγραφέας το Α΄ Παραλ. β 4 (a).
(4) Ο Εσρώμ γεννήθηκε στη Χαναάν, πριν ο Ιακώβ μεταναστεύσει στην Αίγυπτο (Γεν. μστ 12). Από την άλλη ο Ναασσών που αναφέρεται στο στίχο 4 ήταν αρχηγός της φυλής Ιούδα κατά την εποχή της εξόδου του Ισραήλ από την Αίγυπτο (Αριθμ. α 7 και Α΄ Παραλ. β 10). Ο κατάλογος λοιπόν αριθμεί μόνο τρεις γενεές για τα πάνω από 400 έτη, τα οποία διήρκεσε η παραμονή των Ιουδαίων στην Αίγυπτο. Πρέπει λοιπόν να παραλείφθηκαν στο μεταξύ κάποια πρόσωπα στον κατάλογο (F).
Ματθ. 1,4 Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών(1), Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών,
Ματθ. 1,4 Ο Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, ο Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών.
(1) Σύγχρονος του Μωϋσή. Η σιγή ως προς τον Μωϋσή, που τηρείται σε όλο τον κατάλογο, είναι αξιοσημείωτη (b). Ο κατάλογος περιορίζεται στα ουσιώδη και είναι πιο σύντομος και από αυτόν που βρίσκεται στο Α΄ Παραλ. β 10 (L). Τα ονόματα Ναασσών και Σαλμών τα πήρε από το Α΄ Παραλ. β 10 σύμφωνα με τους Ο΄. Και αυτά και το παραπάνω όνομα Εσρώμ δείχνουν ότι ο συλλογέας του καταλόγου χρησιμοποίησε τύπους των Ο΄(της μετάφρασης των 70) (a).
Ματθ. 1,5 Σαλμὼν(1) δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ(2) ἐκ τῆς Ῥαχάβ(3), Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ(4) ἐκ τῆς Ῥούθ(5), Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί,
Ματθ. 1,5 Ο Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ από την τέως αμαρτωλήν Ραχάβ, ο Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ από την Μωαβίτιδα Ρούθ, ο Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί.
(1) Η γέννηση του Βοόζ από τον Σαλμών συμφωνεί με τους καταλόγους που βρίσκονται στα χωρία Ρουθ δ 20 και Α΄ Παραλ. β 11, αλλά πουθενά αλλού στην Π.Δ. δεν αναφέρεται ότι η πόρνη Ραχάβ ήταν μητέρα του Βοόζ (S).
«Κάποιοι νομίζουν ότι αυτή είναι εκείνη η Ραάβ η πόρνη, η οποία δέχτηκε τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή. Και διέσωσε αυτούς και διασώθηκε και η ίδια» (Θφ). Από την κυρίευση της Ιεριχούς από τον Ιησού μέχρι τη γέννηση του Δαβίδ πέρασαν 350 έτη, περίοδος προφανώς πολύ μεγάλη για τρεις γενεές, όσες αριθμούνται στον κατάλογο του Ματθαίου ότι έζησαν κατά το διάστημα αυτό. Είναι λοιπόν πιθανόν, ότι ο κατάλογος και στο σημείο αυτό αποσιωπά κάποια ονόματα (F).
(2) Αυθεντική γραφή Βόες. Στο Α΄ Παραλ. β 11 υπάρχει ο τύπος Βόος ή Βόοζ.
(3) Η Ραχάβ εξαίρεται στα ιουδαϊκά συναξάρια. Δες και Εβρ. ια 31, Ιακ. β 25. Υποτίθεται, ότι έγινε προσήλυτη και σύμφωνα με κάποια παράδοση παντρεύτηκε τον Ιησού του Ναυή. Κάποιο χωρίο του Ταλμούδ (Τ.Β. Μegilla,14β) αναφέρει: «Οκτώ προφήτες, οι οποίοι συγχρόνως ήταν και ιερείς, κατάγονται από την Ραχάβ» (S).
(4) Αυθεντική γραφή Ιωβήδ.
(5) Άλλος τύπος προσηλύτου (L). Η ειδική σημασία της Ρουθ ήταν, ότι υπήρξε Μωαβίτισα και ανήκε λοιπόν σε έθνος ιδιαιτέρως μισητό στους Εβραίους. Δες Δευτερ. κγ 3, όπου κάποιος Μωαβίτης αποκλείστηκε από τη συναγωγή μέχρι δεκάτης γενεάς. Δες ομοίως Νεεμ. ιγ 1 (S).
Ματθ. 1,6 Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα(1). Δαυΐδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα(2) ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου(3),
Ματθ. 1,6 Ο Ιεσσαί δε εγέννησε τον βασιλέα Δαυΐδ, ο δε βασιλεύς Δαυίδ εγέννησε τον Σολομώντα από την γυναίκα του Ουρίου.
(1) Ο Δαβίδ ονομάζεται με τρόπο ειδικό «ο βασιλιάς» όχι μόνο διότι είναι ο πρώτος βασιλιάς από αυτούς που αναφέρονται σε αυτήν τη γενεαλογία, αλλά και διότι ο θρόνος του ήταν υπεσχημένος στον Μεσσία. Δες Λουκ. α 32 (b). Το βασιλικό αξίωμα που αποκτήθηκε από τον Δαβίδ και χάθηκε από τους απογόνους του στην αιχμαλωσία, ανακτήθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Με την αναφορά του Δαβίδ οι πρώτες 14 γενεές συμπληρώνονται. Είναι αξιοσημείωτο, ότι εκτός από την προσθήκη των ονομάτων των γυναικών και τη λέξη «τον βασιλέα» τα τελευταία δέκα ονόματα του καταλόγου του Ματθαίου συμφωνούν ακριβώς με τη μικρή γενεαλογία στο χωρίο Ρουθ δ 18-21. Η αρχική πηγή και για τις δύο είναι πιθανώς το Α΄ Παραλ. κεφάλαια α-β (S).
(2) Αυθεντική γραφή Σολομώνα. Το δεύτερο τμήμα του καταλόγου αριθμεί τα ονόματα των βασιλέων από τον Σολομώντα μέχρι τον Ιεχονία, ο οποίος έχασε το θρόνο του και οδηγήθηκε στην εξορία. Και για να επιτευχθεί η επιζητούμενη συμμετρία των 14 γενεών αποσιωπούνται τρία ονόματα μετά τον Ασά. Πηγή του καταλόγου αυτού είναι το Α΄ Παραλ. γ 5,10-15 σύμφωνα με τους Ο΄(S).
(3) «Αναφέρει και τη γυναίκα του Ουρίου, για να υποδηλώσει, ότι δεν πρέπει να ντρεπόμαστε για τους προγόνους μας, αλλά μάλλον να επιδιώκουμε με τη δική μας αρετή να λαμπρύνουμε και εκείνους· και ότι όλοι είναι δεκτοί για το Θεό, ακόμη και αν γεννηθούν από πόρνη, μόνο εάν έχουν αρετή» (Θφ).
Ματθ. 1,7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ῥοβοάμ, Ῥοβοάμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀσά(1),
Ματθ. 1,7 Ο Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, ο Αβιά δε εγέννησε τον Ασά.
(1) Στο Α΄ Παραλ. γ 10-11 αναγράφεται το όνομα Ασά και ο Ιώσηπος ονομάζει αυτόν το βασιλιά Άσανον (a).
Ματθ. 1,8 Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφάτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὀζίαν(1),
Ματθ. 1,8 Ο Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, ο Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν.
(1) Στο βιβλίο των Βασιλειών (Δ΄ Βασ. η 25) τον Ιωράμ διαδέχεται ο Οχοζίας, πατέρας του Ιωάς, ο οποίος υπήρξε πατέρας του Αμασίου, ο οποίος γέννησε τον Αζαρία ή Οζία. Ο Ματθαίος λοιπόν αποσιώπησε τρία ονόματα.
«Προσπέρασε τρεις βασιλιάδες λόγω της υπερβολικής τους ασέβειας. Διότι ο Οχοζίας, που ήταν γαμπρός του Αχάβ του βασιλιά του Ισραήλ, μιμήθηκε με ζήλο την ασέβειά του, όπως λέει το βιβλίο των Βασιλειών. Και ο Ιωάς αφού αρχικά ευαρέστησε το Θεό, ύστερα ειδωλολάτρησε, ο οποίος και τον Αζαρία τον γιο του Ιωδάε του ιερέα, ο οποίος τον έλεγξε για την ασέβειά του, διέταξε να τον λιθοβολήσουν όπως έχει γραφτεί στο δεύτερο βιβλίο Παραλειπομένων. Και ο Αμασίας, ενώ αρχικά ευαρέστησε το Θεό, όταν κυρίευσε την Ιδουμαία, θυσίασε στα λάφυρα που βρήκε, στα είδωλα της Ιδουμαίας, όπως και για αυτόν έχει γραφτεί στο Β΄ Παραλειπομένων» (Χ).
Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο «εφόσον ο ευαγγελιστής είχε πρόθεση να τοποθετήσει τρεις δεκατετράδες στις διάφορες χρονικές εποχές και ο Ιωράμ είχε αναμιχτεί με το γένος της ασεβούς Ιεζάβελ, εξάλειψε τη μνήμη του μέχρι τρίτης γενεάς». Πράγματι η Αταλία, μητέρα του Οχοζίου, ήταν κόρη της Ιεζάβελ. Την τελευταία όμως αυτήν κάνει μισητή, όχι η εθνική καταγωγή της, αλλά οι διωγμοί της εναντίον των προφητών με σκοπό να καταργήσει τη λατρεία του Ιεχωβά. Είναι αλήθεια, ότι ο Μανασσής συμπεριφέρθηκε πολύ κακά, αλλά μετανόησε. Είναι επίσης δυνατόν η καταδίκη αυτή της εξάλειψης του ονόματος να έγινε από τη συναγωγή, έτσι ώστε τα ονόματα αυτά να μην εμφανίζονται στους γενεαλογικούς πίνακες (L).
Ματθ. 1,9 Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἄχαζ, Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐζεκίαν,
Ματθ. 1,9 Ο Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Αχαζ, ο Αχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν.
(1) Έτσι συλλαβίζεται το όνομα στην εβραϊκή. Οι Ο΄ παραλλάσσουν ανάμεσα στο Αμών και το Αμώς. Εδώ το Αμώς είναι η αυθεντική γραφή (S).
Ματθ. 1,10 Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμών, Ἀμὼν(1) δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν,
Ματθ. 1,10 Ο Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, ο Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν.
(1) Το κείμενο όπως έχει εδώ είναι γεμάτο δυσκολίες. Εάν υποθέταμε μαζί με τον Allen ότι το Ιεχονίας είναι παραφθορά του ονόματος Ιωαχίμ, η σύγχυση θα εκμηδενιζόταν, οπότε θα είχαμε «Ιωσίας δε εγέννησεν τον Ιωακίμ ή Ιωαχίμ», το οποίο θα ανταποκρινόταν στο Α΄ Παραλ. γ 15. Ο συγγραφέας όμως των Παραλειπομένων είχε ειδικό λόγο να σημειώσει τους αδελφούς του Ιωακίμ, χωρίς να αναφέρει αυτούς ονομαστικά, διότι δύο από αυτούς, ο Ιωανάν και ο Σεδεκίας βασίλευαν τότε, ο τελευταίος μάλιστα ήταν το τελευταίο μέλος της Δαβιτικής καταγωγής το οποίο έφερε το στέμμα. Επιπλέον οι δύο αυτοί δεν αναφέρονται ονομαστικά, διότι δεν αποτελούν κρίκους στη γενεαλογία.
Αλλά και άλλη δυσκολία θα απομακρυνόταν. Τώρα με τη διπλή απαρίθμηση του Ιεχονίου, το επόμενο τμήμα του γενεαλογικού καταλόγου (σ. 11-16) εμφανίζει 13 μόνο ονόματα. Ενώ εάν στο στίχο 11 αντικατασταθεί το όνομα Ιεχονίας με το Ιωακίμ, ώστε ο στίχος 12 να αρχίζει με τον Ιεχονία ως πρώτο στον κατάλογο που ακολουθεί μετά την αιχμαλωσία, τότε θα έχουμε και στο τελευταίο αυτό τμήμα του καταλόγου 14 νέα ονόματα (S). Ο Ιεχονίας άλλωστε ήταν, όπως φαίνεται, μόλις 18 ετών, όταν οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία (L).
(2) «Η φράση «κατά την αιχμαλωσία» σημαίνει κοντά στον καιρό της αιχμαλωσίας» (Ζ). Η λέξη μετοικεσία είναι σπάνια και συναντιέται 10 φορές στους Ο΄ (a). Πιο καλή είναι η λέξη μετοίκηση= μετανάστευση από έναν τόπο σε άλλον· ειδικότερα εκείνη, στην οποία κάποιος από άλλον εξαναγκάζεται, όσον αφορά την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα (g).
«Μετοικεσία λέει την αιχμαλωσία, την οποία ύστερα υπέστησαν όταν όλοι μαζί οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα» (Θφ).
(3) Δηλαδή στη Βαβυλώνα (b). Η αναφορά της αιχμαλωσίας κλείνει φυσικά το τμήμα αυτό του καταλόγου, δηλώνοντας ότι το βασιλικό αξίωμα που αποκτήθηκε από τον Δαβίδ χάθηκε τώρα για τους απογόνους του (S).
Ματθ. 1,11 Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεχονίαν(1) καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας(2) Βαβυλῶνος(3).
Ματθ. 1,11 Ο Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού κατά την εποχήν, που απήχθησαν αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα οι Ιουδαίοι.
(1) Δηλαδή αφού μετανάστευσαν στη Βαβυλώνα (b) και όχι μετά το τέλος της αιχμαλωσίας, διότι είναι βέβαιο, ότι ο Ζοροβάβελ γεννήθηκε ενώ διαρκούσε η αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα (F).
(2) Ο Ιεχονίας κρατήθηκε φυλακισμένος για 37 έτη και αποκαταστάθηκε στο βασιλικό του αξίωμα από τον διάδοχο του Ναβουχοδονόσορα. Δες Δ΄ Βασ. κδ 8-17 και Ιερ. νβ 31-34 (L).
(3) Στο Α΄ Παραλ. γ 19 κατά το εβραϊκό πρωτότυπο ο Ζοροβάβελ παρουσιάζεται ως γιος του Φαδαΐα, αλλά στους Ο΄ στο ίδιο χωρίο ο Ζοροβάβελ μαρτυρείται σαν ένας από τους γιους του Σαλαθιήλ. Αυτό αποτελεί άλλη ένδειξη, ότι ο Ματθαίος χρησιμοποιούσε τους Ο΄ (S). Η διαφορά με το εβραϊκό πρωτότυπο εξηγείται με την πιθανότατη εκδοχή, ότι ο Φαδαΐας πήρε σύζυγο την χήρα του Σαλαθιήλ όταν πέθανε (F).
(4) Τα ονόματα που ακολουθούν μετά τον Ζοροβάβελ προέρχονται από άγνωστη πηγή, ίσως από την οικογένεια του Ιησού (S). Ο Ματθαίος και ο Λουκάς συναντιούνται στις γενεαλογίες τους στα δύο αυτά ονόματα (Ζοροβάβελ και Σαλαθιήλ), και έπειτα και οι δύο παραθέτουν σειρά ονομάτων που δεν αναφέρονται στη Βίβλο. Αλλά ο Λουκάς έχει 18 ονόματα που παρεμβάλλονται μεταξύ Ζοροβάβελ και Ιωσήφ. Είναι άγνωστο σε ποιο σημείο του καταλόγου ο Ματθαίος τον συντομεύει. Σαφές μόνο είναι, ότι ο Ματθαίος δεν υπολογίζει τους απογόνους του Ζοροβάβελ, των οποίων ο κατάλογος παρατίθεται στο Α΄ Παραλ. γ 21-24 (L).
Ματθ. 1,12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν(1) Βαβυλῶνος Ἰεχονίας(2) ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ(3) δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ(4),
Ματθ. 1,12 Επειτα δε από την βιαίαν αυτήν μετανάστευσιν των Ιουδαίων εις Βαβυλώνα και την ζωήν των εκεί ως αιχμαλώτων, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, ο δε Σαλαθιήλ εγέννησε τον Ζοροβάβελ.
Ματθ. 1,13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀζώρ,
Ματθ. 1,13 Ο Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ.
Ματθ. 1,14 Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ,
Ματθ. 1,14 Ο Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, ο Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ.
Ματθ. 1,15 Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ,
Ματθ. 1,15 Ο Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, ο Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ.
Ματθ. 1,16 Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ(1) τὸν ἄνδρα(2) Μαρίας(3), ἐξ ἧς ἐγεννήθη(4) Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος(5) Χριστός.
Ματθ. 1,16 Ο Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ, τον μνηστήρα της Μαρίας, από την οποίαν εγεννήθη ο Ιησούς ο ονομαζόμενος Χριστός.
(1) «Δεν υπήρχε νόμος στους Ιουδαίους να γενεαλογούνται γυναίκες. Για να φυλάξει λοιπόν και τη συνήθεια και να μη φανεί ότι από την αρχή της εξιστόρησης την παραβαίνει και για να μας γνωρίσει και την κόρη, για αυτό το λόγο αφού αποσιώπησε τους προγόνους αυτής (της Μαρίας), γενεαλόγησε τον Ιωσήφ» (Χ).
«Επειδή δηλαδή αποδείχτηκε ότι ο Ιωσήφ ήταν από το γένος εκείνων, είναι προφανές, ότι και η Θεοτόκος από εκεί καταγόταν» (Ζ). «Διότι υπήρχε νόμος που πρόσταζε ότι δεν επιτρέπεται ο γάμος από άλλη φυλή αλλά από την ίδια» (Χ).
«Για αυτό και με το να γενεαλογήσει τον μνηστήρα της Θεομήτορος, με αυτό απέδειξε αυτό που είχε σκοπό. Αφού δηλαδή ο Ιωσήφ αποδείχτηκε ότι ήταν από τη γενιά εκείνων, είναι προφανές ότι από εκεί καταγόταν και η Θεοτόκος» (Ζ).
«Πώς όμως θα μάθουμε, ότι από τον Δαβίδ καταγόταν (η παρθένος); Άκουσε το Θεό να λέει στον Γαβριήλ να μεταβεί «σε Παρθένο μνηστευμένη με άνδρα, του οποίου το όνομα είναι Ιωσήφ, από τον οίκο και τη γενιά του Δαβίδ» (Λουκ. α 27). Τι πιο σαφές θέλεις από αυτό, όταν ακούσεις ότι η Παρθένος ήταν από τον οίκο και τη γενιά του Δαβίδ;» (Χ).
Απέναντι στο νόμο ο Ιησούς ήταν ο κληρονόμος του Ιωσήφ, και για αυτό και δόθηκε η γενεαλογία του Ιωσήφ. Ως κληρονόμος του Ιωσήφ, ο Ιησούς ήταν ο κληρονόμος του Δαβίδ, οπότε καμία ανακολουθία (ασυμφωνία) δεν υπάρχει στο γεγονός ότι τα δύο ευαγγέλια, τα οποία αναφέρουν τη γέννηση από την παρθένο, παραθέτουν τη γενεαλογία του Ιωσήφ. Άλλωστε ήταν τελείως δυνατόν και η Μαρία να καταγόταν από τον Δαβίδ. Κατά τον δεύτερο μάλιστα αιώνα πιστευόταν από όλους ότι η Μαρία καταγόταν από το γένος του Δαβίδ. Δες Ιουστίνου προς Τρύφωνα 43,45,100, Ειρην.ΙΙΙ,ΧΧΙ,5 Τερτυλλιανού Adv.Jud.9.Ανάληψη Ησαΐου Χ 2, Ευαγγέλιο της γεννήσεως Μαρίας Ι,1 (p).
«Είναι όμως ανάγκη να πούμε και άλλη αιτία περισσότερο μυστηριακή και απόρρητη, για την οποία γενεαλογείται ο Ιωσήφ, ενώ δεν συνέβαλε καθόλου στη γέννηση. Ποιά λοιπόν είναι αυτή; Δεν ήθελε να γνωρίζουν οι Ιουδαίοι κατά το χρόνο της γέννησης, ότι ο Χριστός γεννήθηκε από Παρθένο… Δεν είναι δικός μου αυτός ο λόγος, αλλά των (αποστολικών) Πατέρων μας, των θαυμαστών και σπουδαίων εκείνων ανδρών. Διότι, αφού κάλυψε με πυκνή σκιά πολλά από την αρχή και ονόμαζε τον εαυτό του υιό ανθρώπου και δεν μας αποκάλυψε καθαρά την ισότητά του σε όλα με τον Πατέρα, γιατί θαυμάζεις, επειδή κάλυψε μέχρις ορισμένου σημείου και αυτό, επειδή ήθελε να ρυθμίσει κάτι το σπουδαίο και αξιοθαύμαστο;
Αλλά ποιό είναι, θα πει κάποιος, αυτό το αξιοθαύμαστο; Το να διασωθεί η Παρθένος και να απαλλαχτεί από κάθε ανήθικη υποψία. Διότι, αν αυτό γινόταν γνωστό από την αρχή στους Ιουδαίους, και θα λιθοβολούσαν την Παρθένο… και θα την καταδίκαζαν για μοιχεία… Διότι εάν μετά από τόσα θαύματα, ακόμη τον αποκαλούσαν αυτόν (τον Ιησού) γιό του Ιωσήφ, πώς θα πίστευαν πριν από τα θαύματα ότι γεννήθηκε από Παρθένο;… Διότι θα τους συντάρασσε πολύ αυτούς (τους Ιουδαίους) το παράξενο και πρωτοφανές γεγονός, που όμοιό του ούτε καν είχε ακουστεί ότι έγινε στους προγόνους τους. Διότι αυτός μεν που μια και καλή πείστηκε, ότι είναι Υιός του Θεού, ούτε αυτό θα μπορούσε να το αμφισβητήσει λοιπόν· αυτός όμως που τον θεωρούσε πλάνο και αντίθεο, πώς δεν θα σκανδαλιζόταν περισσότερο από αυτό και δεν θα οδηγούνταν σε αυτήν την υποψία;» (Χ).
Άλλο ζήτημα προβάλλεται από το ότι ο Λουκάς αναφέρει τον Ηλί και όχι τον Ιακώβ ως πατέρα του Ιωσήφ. Η θεωρία, ότι η γενεαλογία του Λουκά είναι της Μαρίας, δεν είναι άξια λόγου. Η θεωρία είναι παλαιότερη του Annius του Viterbo (γύρω στο 1490 μ.Χ.). Δες στο Αποκ. δ 7, στο υπόμνημα που αποδίδεται στον Βικτωρίνο Mign.P.L.v 324 (p).
Η καλύτερη λύση είναι ότι ο Λουκάς παρέχει την πραγματική καταγωγή του Ιωσήφ, ενώ ο Ματθαίος δίνει την βασιλική καταγωγή του Ιωσήφ. Και οι δύο γενεαλογίες είναι του Ιωσήφ, αν και η γενεαλογία της Μαρίας μπορεί να συμπίπτει με αυτήν του Ιωσήφ σε κάποιον παλαιότερο πρόγονο. Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή ο Ηλί υπήρξε ο πραγματικός πατέρας του Ιωσήφ. Ο Ιακώβ, που γράφει ο Ματθαίος, μπορεί να είναι άλλος συγγενής του Ιωσήφ, του οποίου ο Ιωσήφ ήταν σύμφωνα με το νόμο κληρονόμος και μέσω του οποίου ο Ματθαίος αποδείκνυε την βασιλική καταγωγή του Ιωσήφ (S).
(2) Η λέξη λέγεται και για τον μνηστήρα (αρραβωνιαστικό). Δες Αποκ. κα 2 και αλλού (g).
«Είπε τον Ιωσήφ άνδρα της, επειδή ήταν μνηστήρας της. Και πράγματι στη συνέχεια της εξιστόρησης την ονομάζει και αυτήν γυναίκα του, επειδή ήταν αρραβωνιαστικιά του. Διότι έτσι ήταν συνήθεια να ονομάζονται και πριν τη σαρκική ένωση του γάμου» (Ζ).
«Για να μη νομίσεις, όταν ακούσεις «τον άνδρα Μαρίας» ότι γεννήθηκε σύμφωνα με τον κοινό νόμο της φύσης, πρόσεξε πώς διορθώνει αυτό αμέσως κατόπιν. Άκουσες, λέει, άνδρα, άκουσες μητέρα, άκουσες για το όνομα που δόθηκε στο παιδί· άκουσε λοιπόν και τον τρόπο της γέννησης. «Του Ιησού Χριστού η γέννηση έτσι έγινε…»» (Χ).
Λόγω της επιθυμίας κάποιων, να αποφευχθούν λέξεις, οι οποίες, παρόλο που στην πρόθεση του συγγραφέα εξέφραζαν τη νομική συγγένεια και όχι την πατρότητα, μπορούσαν να παρανοηθούν από τον επιπόλαιο αναγνώστη, δημιουργήθηκαν οι μαρτυρούμενες από κάποιους κώδικες, αλλά όχι αυθεντικές γραφές: «Ο Ιακώβ γέννησε τον Ιωσήφ, με τον οποίο αφού μνηστεύθηκε η παρθένος Μαριάμ γέννησε Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν» και οι σχετικές με αυτήν γραφές (a).
(3) «Με αυτό έδειξε, ότι εξαιτίας εκείνης γενεαλόγησε και αυτόν» (Χ).
(4) Το παθητικό ρήμα εγεννήθη χωρίς κάποια δυσκολία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη γέννηση κάποιου παιδιού σε σχέση με τη μητέρα του (L).
(5) Ο Ματθαίος μιλά στον Ιουδαίο αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να πειστεί, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός με τέτοιες αποδείξεις, όπως είναι η γενεαλογία του. Ό,τι λοιπόν οι άλλοι ευαγγελιστές παίρνουν ως δεδομένο, αυτός ζητά να το αποδείξει (b). Λεγόμενος= ο οποίος έχει επώνυμο (g).
Ματθ. 1,17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες(1), καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος(2) γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες(3).
Ματθ. 1,17 Ολαι λοιπόν αι γενεαί από τον Αβραάμ μέχρι του Δαυίδ είναι γενεαί δεκατέσσαρες και από Δαυίδ μέχρι της μετοικεσίας των Ιουδαίων ως αιχμαλώτων εις την Βαβυλώνα είναι γενεαί δεκατέσσαρες και από της μετοικεσίας εις την Βαβυλώνα μέχρι των ημερών του Χριστού γενεαί πάλιν δεκατέσσαρες.
(1) «Σε τρεις ομάδες μοίρασε όλες τις γενιές εύλογα· διότι τρεις πολιτειακές καταστάσεις συνέβησαν σε αυτούς. Από μεν τον Αβραάμ έως τον Δαβίδ μετά τον Μωϋσή και τον Ιησού του Ναυή ηγεμονεύονταν από τους Κριτές· από τον Δαβίδ μέχρι την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας καθοδηγούνταν από βασιλιάδες· από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας μέχρι το Χριστό, κυβερνούνταν από αρχιερείς. Όταν όμως ήλθε ο Χριστός, ο αληθινός κριτής και βασιλιάς και αρχιερέας, σταμάτησαν αυτές οι πολιτειακές καταστάσεις που αναφέρθηκαν» (Ζ).
Θέλει λοιπόν «να δείξει, ότι ούτε με τις μεταβολές της πολιτειακής τους κατάστασης βελτιώθηκαν οι Ιουδαίοι· αλλά παρέμεναν στα ίδια κακά και με το αριστοκρατικό πολίτευμα και με το βασιλικό και με το ολιγαρχικό· και ότι δεν έγιναν περισσότερο ενάρετοι ούτε υπό την ηγεσία μεγάλων αρχηγών ούτε ιερέων ούτε βασιλέων» (Χ).
«Διότι χρειάζονταν τον αληθινό και κριτή και βασιλιά και ιερέα, ο οποίος είναι ο Χριστός. Διότι όταν τούς τελείωσαν οι άρχοντες, ήλθε ο Χριστός σύμφωνα με την προφητεία του Ιακώβ» (Θφ). Η διαίρεση του καταλόγου σε τρία τμήματα, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει 14 ονόματα, αποδεικνύει τον τεχνητό χαρακτήρα της γενεαλογίας (S).
Αλλά τα κύρια σημεία της διαίρεσης είναι αξιοσημείωτα. Στον Δαβίδ (σ. 6) ο οίκος έγινε βασιλικός· στην αιχμαλωσία ο βασιλικός θρόνος χάθηκε (σ.11)· και στον Ιησού, τον λεγόμενο Χριστό, η βασιλεία αποκτήθηκε ξανά (p). Η εκλογή του αριθμού 14 μπορεί να εξηγηθεί είτε με το ότι ο αριθμός αυτός αποτελείται από τον ιερό αριθμό 7 διπλασιασμένο, είτε ότι υπαγορεύτηκε από την αριθμητική αξία των τριών εβραϊκών γραμμάτων του ονόματος Δαβίδ (p) δηλαδή DWD= 4+6+4, αφού είναι γνωστό ότι τα φωνήεντα δεν αποτελούν μέρος του εβραϊκού αλφαβήτου (S).
(2) «Γιατί όμως δεν ανέφερε και την κάθοδο των Ιουδαίων στην Αίγυπτο, όπως ακριβώς αναφέρει την αιχμαλωσία τους στη Βαβυλώνα; Διότι οι Ιουδαίοι δεν φοβούνταν πλέον τους Αιγυπτίους, έτρεμαν όμως ακόμη τους Βαβυλωνίους· και εκεί μεν στην Αίγυπτο δεν κατέβηκαν εξαιτίας των αμαρτιών τους, ενώ εδώ στη Βαβυλώνα σύρθηκαν από την ασέβειά τους» (Χ).
(3) «Για ποιο λόγο ενώ στην τελευταία ομάδα έβαλε δώδεκα γενιές, είπε ότι είναι δεκατέσσερις; Νομίζω ότι στο σημείο αυτό υπολογίζει ως μία γενιά το χρόνο της αιχμαλωσίας και ως άλλη τον ίδιο το Χριστό, και έτσι τον συνδέει από παντού με εμάς τους ανθρώπους» (Χ). Ο Χριστός εκπροσωπεί την 14η γενεά, και ο Ιεχονίας του σ. 11 είναι διαφορετικό πρόσωπο από αυτόν του σ. 12 (L). Δηλαδή όπως ήδη είπαμε ο Ιεχονίας του σ. 11 είναι στην πραγματικότητα ο Ιωακίμ ή Ιωαχίμ.
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειωνεται με το p.)
W. Allen A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)