(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ.Πουρναρα, σελ.514-518).
Επίλογος του ευαγγελίου: Οι εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού 16,9-20.
Μετά τα εισαγωγικά αυτά ερχόμαστε στην ερμηνεία των εν λόγω στίχων. Στους στιχ. 9-11 (πρβλ. Ιω 20, 11-18 και Λκ 24, 10) παρατίθεται η πρώτη εμφάνιση (Η εμφάνιση το πρωί της πρώτης των Σαββάτων δεν σημαίνει ότι τότε έλαβε χώρα η ανάσταση, κατά την παρατήρηση του Θεοφυλάκτου, ο οποίος γράφει: «Αναστάς δε ο Ιησούς· εδώ βάλε τελεία, έπειτα πες· Πρωί πρώτη Σαββάτου εφάνη Μαρία τη Μαγδαληνή· διότι δεν αναστήθηκε το πρωί. Διότι ποιος ξέρει πότε αναστήθηκε; Αλλά εμφανίστηκε το πρωί, την Κυριακή ημέρα») του Αναστημένου Χριστού, εμφάνιση που έλαβε χώρα σε μία γυναίκα, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, την οποία μνημονεύει ήδη ο ευαγγελιστής στους στιχ. 15,40, 47. 16, 1· ότι την είχε θεραπεύσει ο Ιησούς από επτά δαιμόνια λέγεται και στο Λκ 8,2 χωρίς περισσότερες διευκρινήσεις. Οι «πενθούντες» και «κλαίοντες» μαθητές δυσπιστούν στα λόγια της Μαρίας, η οποία τους αναγγέλλει τα σχετικά με την εμφάνιση του Ιησού. Το χαρακτηριστικό της «απιστίας» των μαθητών που γνωρίζουμε από το υπόλοιπο ευαγγέλιο παρουσιάζεται και εδώ.
Η εκτεταμένη διήγηση του Λουκά 24, 13-35 για την εμφάνιση του Αναστημένου Χριστού σε δύο μαθητές που συνοψίζεται εδώ στους στιχ. 12-13 με κεντρικό σημείο την τελική πληροφορία ότι και σ΄αυτούς δεν πίστεψαν οι μαθητές. Το χαρακτηριστικό της σύντομης αυτής διήγησης είναι η πληροφορία ότι ο Αναστάς εμφανίστηκε «εν ετέρα μορφή». Από την παράλληλη διήγηση του Λουκά φαίνεται ότι οι δύο μαθητές δεν ανήκαν στον κύκλο των δώδεκα (βλ. Λκ 24,18 · 33) και ότι ο ένας από αυτούς ονομάζεται Κλεόπας· η εκκλησιαστική παράδοση, που απηχείται και στην υμνογραφία, ταυτίζει το δεύτερο μαθητή με τον Λουκά, συγγραφέα του τρίτου ευαγγελίου.
Ο στιχ. 14 περιέχει με μεγάλη συντομία τη γνωστή από τους άλλους ευαγγελιστές εμφάνιση στους έντεκα κατά την ώρα του φαγητού (Λκ 24, 36-49. Ιω 20, 19-23). Ο Ιησούς κατακρίνει την «απιστία» και «σκληροκαρδία» των μαθητών – γνωστό ήδη θέμα – γιατί δεν δέχθηκαν την μαρτυρία αυτών που τον είδαν αναστημένο. Στο σημείο αυτό ένας μόνο κώδικας, ο W του 5ου αιώνα που βρίσκεται στο μουσείο Freer της Ουάσινγκτον, παραθέτει μία στιχομυθία μεταξύ Ιησού και μαθητών, γνωστή ως «λόγιον του Freer» που έχει ως εξής:
«Κακείνοι απειλογούντο λέγοντες ότι ο αιών ούτος της ανομίας και της απιστίας υπό τον σατανάν εστίν, ο μην εών (τον μη εώντα;) υπό των πνευμάτων ακάθαρτα (-των;) την αλήθειαν του Θεού καταλαβέσθαι (+και;) δύναμιν. Δια τούτον αποκάλυψόν σου την δικαιοσύνην ήδη, εκείνοι έλεγον τω Χριστώ. Και ο Χριστός εκείνοις προσέλεγεν ότι πεπλήρωται ο όρος των ετών της εξουσίας του σατανά, αλλά εγγίζει άλλα δεινά· και υπέρ ων εγώ αμαρτησάντων παρεδόθην εις θάνατον ίνα υποστρέψωσιν εις την αλήθειαν και μηκέτι αμαρτήσωσιν ίνα την εν τω ουρανώ πνευματικήν και άφθαρτον της δικαιοσύνης δόξαν κληρονομήσωσιν».
Η κυριαρχία του σατανά, τα εγγίζοντα άλλα δεινά, η θυσία του Χριστού και η άφθαρτη δόξα του ουρανού οδηγούν στη σκέψη ότι το λόγιο προήλθε ίσως από ένα περιβάλλον αποκαλυπτικό με έντονα τα χρώματα και τις ιδέες της Αποκάλυψης του Ιωάννη (Grundmann).
Μετά το θέμα της «απιστίας» των μαθητών από το στιχ. 15 ε. επικρατεί άλλη ατμόσφαιρα που κυριαρχείται από την εντολή του Αναστημένου Χριστού να μεταφέρουν παντού το μήνυμά του: «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (πρβλ. Μθ 28, 19 όπου η εντολή δίδεται στους μαθητές, ενώ έχουν συγκεντρωθεί στη Γαλιλαία). Το ευαγγέλιο που «ήλθεν κηρύσσων ο Ιησούς» στη Γαλιλαία (1,14) έχει ευρύτερες οικουμενικές διαστάσεις· προορίζεται για τον «κόσμο άπαντα», για την «κτίσιν πάσαν».
Ο αρχικός κύκλος των μαθητών του Ιησού, η εκκλησία, πρέπει να διευρυνθεί τόσο ώστε να συμπέσει τελικά με άπαντα τον κόσμο. Είναι προφανές ότι ο Αναστάς προσδιορίζει εδώ το ιεραποστολικό καθήκον ως ουσιαστικό έργο της εκκλησίας. Η ανταπόκριση των ανθρώπων στο κήρυγμα με την πίστη και το βάπτισμα, δηλ. η ένταξή τους στην εκκλησία [Ο στίχ 16 παρουσιάζεται εκκλησιολογικά πιο ανεπτυγμένος στο Ματθ. 28,19 «…βαπτίζοντες αυτούς σεις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος». Ο Θεοφύλακτος σχολιάζοντας το «πάση τη κτίσει» του Μάρκου 16,15 παρατηρεί: «Δεν είπε κηρύξατε σε όσους πείθονται, αλλά, σε όλη την κτίση, είτε πείθονται είτε όχι»], οδηγεί στη σωτηρία.
Έτσι, αντί του θέματος «απιστία» - «απιστείν» των προηγούμενων στίχων, από το στιχ. 16 ε. κυριαρχεί το «πιστεύειν» καθώς και τα «σημεία» που θα μπορούν να ενεργούν «εν τω ονόματι» του Ιησού οι πιστεύοντες. Αυτά απαριθμούνται στους στιχ. 17-19: θεραπεία ανθρώπων από δαιμόνια, «γλώσσαι καιναί» [Εάν με τις καινές γλώσσες νοούνται οι λεγόμενες ξένες γλώσσες, «διάλεκτοι αλλοεθνείς»(Ζιγαβηνός), ή κάποια νέα γλώσσα, η γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, η νέα γλώσσα της αγάπης που μιλούν οι πιστοί μέσα στον κόσμο αποτελεί ερμηνευτικό πρόβλημα που τίθεται και εξ’ αφορμής των όσων λέγει ο απ. Παύλος στην Α΄Κορ. κεφ. 12-14. Ο Gnilka σχετίζει τη φράση αποκλειστικά με το γεγονός της Πεντηκοστής], νικηφόρα αντιμετώπιση κινδύνων (από όφεις π.χ. ή από θανάσιμα δηλητήρια), θεραπεία αρρώστων.
Το Πνεύμα του Θεού, που κατά τη διήγηση των Πράξεων 2, 1-11 κατέρχεται κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ήδη προανακρούεται με τα λόγια αυτά του Ιησού, γιατί οι εκδηλώσεις των πιστών που προαναγγέλλονται εδώ (ιάματα γλωσσολαλία κλπ.) είναι δώρα του Αγίου Πνεύματος· και όπως στην περίπτωση του Ιω 20,22 («λάβετε πνεύμα άγιον») ο Ορθόδοξος ερμηνευτής, επίσκοπος Κατάνης Cassien Besobrasoff, ομιλεί για «Ιωάννεια Πεντηκοστή», έτσι και εδώ θα μπορούσε να μιλήσει κανείς, τηρουμένων των αναλογιών, για «Μάρκεια Πεντηκοστή».
Η εκκλησία παράλληλα με την ιεραποστολική εντολή που παίρνει από τον Αναστάντα εφοδιάζεται με τη δύναμη, που είναι καρπός πίστης, να θεραπεύει αρρώστους, να διώχνει το δαιμονικό στοιχείο από τη ζωή των ανθρώπων, να ανθίσταται νικηφόρα στις διάφορες επιβουλές της φύσης («όφεις») ή των ανθρώπων («θανάσιμόν τι πίωσιν»). Μπορεί να υποστηρίζει κανείς ότι με τις εντολές αυτές του Αναστάντος που καλούνται να πραγματοποιήσουν οι μαθητές και στη συνέχεια η εκκλησία αποκαθίσταται η αρχική παραδείσια προπτωτική αρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσης καθώς και μεταξύ ανθρώπου και συνανθρώπου, όπως ήδη προανακρούεται αυτή η αρμονική συνύπαρξη στη σύντομη διήγηση του ευαγγελιστή για τους πειρασμούς του Ιησού (1,13) μέσα σ΄ ένα περιβάλλον που θυμίζει το Γεν. 3.
Οι στιχ. 19-20 περιέχουν αφ’ ενός μεν την ανάληψη του Κυρίου Ιησού (η οποία κατά τα Λκ 24, 50-53 και Πρ 1, 9-11 συντελείται στο όρος των Ελαιών) και αφ΄ετέρου μια γενική δήλωση της δραστηριότητας των μαθητών «πανταχού». Ο Κύριος, κλείνοντας τον κύκλο της επίγειας δράσης, επανέρχεται «όπου ην το πρότερον», κάθεται «εκ δεξιών του Θεού» [Δες ερμηνευτικό σχόλιο του Ζιγαβηνού: «Και βεβαίως ο Θεός και ο πατέρας του, επειδή είναι ασώματος, δεν θα μπορούσε να έχει δεξιά ή αριστερά. Διότι αυτά είναι σχήματα των σωμάτων. Επομένως λοιπόν το ότι θα καθίσει μεν, δηλώνει ανάπαυση και απόλαυση της θείας βασιλείας· ενώ το, στα δεξιά του Θεού, δηλώνει την οικειότητα και την ίδια τιμή με τον Πατέρα»], και από τη θέση αυτή κατευθύνει την ιστορία και «συνεργεί» στο έργο των μαθητών, επιβεβαιώνοντας το κήρυγμα τους με θαυμαστά γεγονότα («σημεία»). Η τελευταία αυτή περιληπτική δραστηριότητα των μαθητών, που χαρακτηρίστηκε ως η «σύνοψη των Πράξεων των Αποστόλων» (Gnilka. Δες και Τρεμπέλα: «Στη φράση αυτή περιλαμβάνεται η όλη δράση των Αποστόλων, τμήμα της οποίας αφηγούνται οι Πράξεις των Αποστόλων»), δείχνει ότι η ιεραποστολική εντολή του Αναστημένου Χριστού άρχισε ήδη να γίνεται ιστορική πραγματικότητα.