Ήταν απόγευμα Μεγάλης Παρασκευής. Ένα δροσερό αεράκι φυσούσε, λες και ήθελε να λιγοστέψει την πένθιμη όψη της ημέρας, που είχε πεθάνει ο Χριστός.
Κάποια γυναίκα, ως 40 χρονών, μαυροφορεμένη, με ένα μπουκέτο δροσερά λουλούδια έμπαινε στο νεκροταφείο. Στην όψη της ήταν αποτυπωμένη η θλίψη και ο βαθύς πόνος. Προχώρησε αργά προς κάποιο τάφο. Το λευκό μάρμαρο με τον ωραίο σταυρό φάνταζαν περισσότερο, καθώς τα απαλά άνθη έγερναν και φιλούσαν τον τάφο.
Ένα όνομα ήταν γραμμένο στο Σταυρό με μια φωτογραφία στη μέση:
Γ/Δ… ετών 19
Η γυναίκα –ήταν η μητέρα του παλικαριού- πλησίασε. Άφησε πάνω στον τάφο τα λουλούδια με όλη τη μητρική της στοργή και μετά κάθισε στο γείσωμα έτσι, ώστε να βλέπει τη φωτογραφία.
Τα μάτια της πλημμύρισαν από δάκρυα, καθώς τα χέρια της χάιδευαν το μάρμαρο, που σκέπαζε το σώμα του παιδιού της. Ώρα πολλή έμεινε σε αυτή τη θέση, κοιτάζοντας, χαϊδεύοντας, ψιθυρίζοντας μισόλογα μέσα στα αναφιλητά της. Ξαφνικά ένιωσε στον ώμο της ένα χέρι. Σήκωσε τα βουρκωμένα μάτια της.
- Μαρία! της είπε η άλλη γυναίκα. Και εγώ είμαι μάνα, που θρήνησα την 15χρονη κόρη μου. Εδώ κοντά την έχω θαμμένη. Όμως!... Δεν πρέπει να λυγίσουμε. Δεν είναι χριστιανικό. Σήκω! Πάμε στην Εκκλησία.
Σήμερα πέθανε ο Ένας, για να ζήσουμε όλοι στην αιωνιότητα.
Ο Γιώργος σου και η Ελένη μου δεν πέθαναν. Όχι! Κοιμούνται. Και θα ξυπνήσουν μια μέρα για να ζήσουν πια αιώνια μαζί μας… Σε δυο μέρες θα έχουμε Ανάσταση. Είναι το μήνυμα της ανάστασης όλων μας.
Η μητέρα σηκώθηκε. Τα μάτια της έπαψαν να στάζουν δάκρυα. Η όψη της γαλήνεψε.
- Σε ευχαριστώ, Βασιλική! είπε η Μαρία απαλά. Με ανακούφισες αφάνταστα. Μου στήριξες την καρδιά. Και ξεκίνησαν για την Εκκλησία. Έφτασαν. Μπήκαν μέσα. Την ώρα εκείνη οι ψάλτες έψαλλαν: «… Ότε δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας…».
- Ναι, Κύριε. Και το παιδί μου θα το αναστήσεις… Πιστεύω! είπε αργά η Μαρία. Δύο δάκρυα έσταξαν πάλι από τα μάτια της. Δεν ήταν δάκρυα οδύνης. Ήταν τώρα ξεχείλισμα ελπίδας…
(από το βιβλίο Ρήματα Ζωής)