Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο τρελο-Γιάννης».
Ονομάζομαι Γιώργος… Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Μεσσηνίας αλλά από την εφηβική σχεδόν ηλικία ήρθα στην Αθήνα για να δουλέψω. Με το ζόρι τελείωσα την Γ’ τάξη Γυμνασίου.
Δεν τα αγαπούσα και πολύ τα γράμματα. Ένας θείος μου είχε κατάστημα στην κεντρική Λαχαναγορά στο Ρέντη και με πήρε στη δούλεψή του. Έπιανα δουλειά τα χαράματα και σχολούσα πριν το μεσημέρι. Είχαμε είδη μαναβικής.
Η καθημερινή ασχολία μου, εκτός της εργασίας, όμως, ήταν η ομάδα του Ολυμπιακού και οι γυναίκες.
Με την ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού είχα αναπτύξει μία ψυχική σύνδεση που επηρέαζε σχεδόν όλη τη ζωή μου. Η πορεία της ομάδας κατά κάποιο περίεργο τρόπο έπαιζε ουσιαστικό ρόλο στην καθημερινότητά μου. Χαιρόμουν και γλεντούσα με τις νίκες. Έπινα, χόρευα, φώναζα. Ένιωθα ευτυχής. Απογοητευόμουν και απελπιζόμουν με τις ήττες και τα έσπαγα. Τσακωνόμουν, απομονωνόμουν απ’ όλους. Και με το ζόρι πήγαινα ακόμη και στη δουλειά. Η άλλη ασχολία μου ήταν οι γυναίκες. Όλα σχεδόν τα χρήματα τα σπαταλούσα ως έφηβος σε επισκέψεις σε οίκους ανοχής και σε μπαρ με γυναίκες. Ο κοινωνικός περίγυρος των φίλων μου με είχε κάνει να βλέπω κάθε γυναίκα ως κινούμενο δοχείο ηδονής. Τη θεωρούσα αδύναμη και υποβαθμισμένη και δεν σας κρύβω πως πολλές φορές βιαιοπραγούσα πάνω της. Επίκεντρο στις σχέσεις που δημιουργούσα ήταν η επίδειξη δύναμης και ανδρικού εγωισμού.
«Αντιπολίτευση» η Εκκλησία
Όπως καταλαβαίνετε μ’ όλα αυτά ήταν φυσικό να βλέπω την Εκκλησία ως «αντιπολίτευση» στην άσωτη ζωή μου. Η όποια σχέση μου με την Εκκλησία οφείλεται στη μάνα μου και στη γυναίκα μου. «Δεν φοβάσαι το Θεό, βρε παιδί μου;» έλεγε η καημένη η μάνα μου, όταν καταλάβαινε πως παραστρατούσα. «Μείνε εσύ, ρε μάνα, μία ζωή με τα παραμύθια των παπάδων. Δεν βλέπεις πως η ζωή πάει μπροστά. Κοίταξε μωρέ να γλεντήσεις και να περνάς καλά και άσε τα περί του Θεού. Τον είδες μωρέ ποτέ το Θεό;» της απαντούσα. Εκείνη κουνούσε το κεφάλι και δεν μιλούσε. Μόνο με σταύρωνε. […]
Αργότερα ο Γιάννης παντρεύτηκε μία πολύ καλή κοπέλα με πνευματική ζωή, την Ελευθερία, αλλά έμεινε αδιόρθωτος και συνέχισε την ίδια άσωτη ζωή. Παρακολουθείστε τη συνέχεια εν συντομία:
[…]
Βέβαια το όλο σκεπτικό περί των γυναικών με εμπόδιζε να της συμπεριφέρομαι ισότιμα. Πολλές φορές ξέφευγα και την απατούσα. Έφθασα στο σημείο να δημιουργήσω ερωτική σχέση με την ξαδέλφη της, η οποία ήταν παντρεμένη! Τα ισοπέδωνα όλα μπροστά στο πάθος και στη νοοτροπία να αντιμετωπίζω κάθε γυναίκα ως δοχείο ηδονής. Αυτή ακριβώς την περίοδο άρχισαν και τα οικονομικά προβλήματα στο σπίτι, μιας και η ξαδέλφη ζητούσε συνεχώς χρήματα προκειμένου να δικαιολογείται στον άνδρα της ότι δήθεν εργάζεται ως πλασιέ! Με μαθητική ακρίβεια καταστρέφονταν δυο οικογένειες. Δεν σας κρύβω πως πέραν των κινδύνων της αποκάλυψης ένιωθα διαρκώς να με σφίγγει μία θηλιά στο λαιμό. Ήμουν για πρώτη φορά στη ζωή μου σε αδιέξοδο.
Και δεν έφθαναν όλα αυτά ήρθε και η αρρώστια της κόρης μου, η οποία εντελώς ξαφνικά παρουσίασε φύσημα στην καρδιά. Οι γιατροί στο Ωνάσειο (νοσοκομείο) μας έλεγαν πως δεν θα αποφύγει το χειρουργείο. Η γυναίκα μου όμως, είχε την ελπίδα της στον Χριστό και την Παναγία και προσευχόταν να μην μπει η Θεοδωρίτσα μας σ’ αυτή την περιπέτεια. Τελικά έγινε καλά προς έκπληξη όλων ακόμη και των γιατρών! Η Ουρανία μιλούσε για θαύμα αλλά εγώ απέδιδα τη θεραπεία της στα φάρμακα που της έδωσαν… Τόσο μυαλό είχα τότε!
Έβλεπα την καλοσύνη της Ουρανίας και έφτυνα τον ίδιο μου τον εαυτό. Προσπαθούσα απεγνωσμένα να βρω ελαττώματα στη γυναίκα μου για να δικαιολογήσω τις παράνομες πράξεις μου. Την άφηνα χωρίς λεφτά, λέγοντας πως δεν πάει η δουλειά καλά. Ξεσπούσα στα παιδιά χωρίς να φταίνε σε τίποτε. Και εκείνη η κακομοίρα έλεγε. «Δεν πειράζει Γιώργο, ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Θα δώσει ο Θεός! Εσύ να είσαι καλά».
Και ο Θεός πράγματι έδωσε αυτό το ευλογημένο δρομολόγιο στη γειτονιά του αγγέλου Ιωάννη. Γιατί για μένα ο μακαρίτης ήταν ο φύλακας άγγελος που με τράβηξε μέσα από το βούρκο της ακολασίας. Μόνο τρελός δεν ήταν. Τετρακόσια τα είχε γιατί έβλεπε με άλλα μάτια. Η μόνη τρέλα του ήταν η αγάπη του προς τον Χριστό. […]
—Γιώργο από σήμερα φόρεσες για καλά τη φανέλα –όχι του Ολυμπιακού- αλλά του ουρανού. Το αν θα γίνεις καλός παίχτης και βάζεις γκολ εξαρτάται αποκλειστικά από σένα. Να πάρε αυτό το χαρτί. Περιγράφει τις μπάλες του ουρανού. Κοίταξε να παίζεις μ’ αυτές καλά και να γεμίσεις τα δίκτυα με πολλά γκολ. Το χαρτί έγραφε τις δέκα εντολές. Να ξέρεις ακόμη ότι τα πόδια σου γίνονται δυνατά και άτρωτα με την ταπείνωση και τη θυσία. Και την ταπείνωση και τη θυσία θα τη μάθεις από τον γέροντα προπονητή στη θεία εξομολόγηση και στη θεία Κοινωνία. Πιστεύω πως θα γίνεις πολύ δυνατός σέντερ-φορ!… […]
Από τότε ανέπτυξα μια πολύ καλή σχέση με τον μακαρίτη. Γνώρισε την Ουρανία και τα παιδιά. Τον είχα ρωτήσει μάλιστα πώς γνώριζε όλα αυτά που μου αποκάλυψε. Και εκείνος εντελώς φυσιολογικά απάντησε. —Να, είδα το φύλακα άγγελό σου, που στεκόταν απόμερα και έκλαιγε και τον ρώτησα, γιατί κλαίει… Τώρα όμως είναι πολύ χαρούμενος!