(γράφει γύρω στο 374-375 μ. Χ.).
Από τα δόγματα και τις αλήθειες που φυλάσσει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχουμε πάρει από τη γραπτή διδασκαλία, άλλα δε, που κατά τρόπο μυστικό έφθασαν μέχρι σε εμάς από την παράδοση των αποστόλων, τα κάναμε δεκτά. Τα οποία ακριβώς και τα δύο, έχουν την ίδια ισχύ όσον αφορά την ευσέβεια.
Και κανείς από όσους έχουν και μικρή γνώση των εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα εγείρει αντίρρηση πάνω σε αυτά. Διότι αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψουμε όσα από τα έθη είναι άγραφα, διότι δήθεν δεν έχουν μεγάλη δύναμη, χωρίς να το καταλάβουμε θα ζημιώναμε το Ευαγγέλιο στην ουσία του ή μάλλον θα μετατρέπαμε το κήρυγμα σε κενό νοήματος όνομα.
Λόγου χάριν (για να θυμηθώ το πρώτο και πιο συνηθισμένο απ’ όλα), ποιος δίδαξε γραπτά ότι αυτοί που ελπίζουν στο όνομα του Κυρίου ημων Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτήν την πίστη τους με το να κάνουν το σημείο του Σταυρού; Το να στρεφόμαστε προς την ανατολή κατά την προσευχή ποιο γραπτό έργο μας το δίδαξε; Τα λόγια της επίκλησης κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας Ευχαριστίας και του ποτηρίου, ποιος από τους αγίους μάς τα άφησε γραπτά; Δεν αρκούμαστε ασφαλώς σε αυτά που ο Απόστολος ή το Ευαγγέλιο μνημόνευσαν, αλλά πριν την Ευχαριστία και μετά από αυτήν λέμε και άλλα, διότι παραλάβαμε από την άγραφη διδασκαλία ότι έχουν μεγάλη δύναμη στην επιτέλεση του μυστηρίου.
Ευλογούμε επίσης και το νερό του βαπτίσματος και το λάδι του χρίσματος και ακόμα και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποια γραπτά κείμενα; Δεν τα γνωρίζουμε από την σιωπηρή και μυστική παράδοση; Τι άλλο επίσης; Αυτήν την ίδια τη χρίση με το λάδι, ποιος γραπτός λόγος τη δίδαξε; Από πού πήραμε το να βαπτίζουμε τρεις φορές στο νερό τον άνθρωπο; Και τα άλλα ακόμα τα σχετικά με το βάπτισμα, όπως η αποκήρυξη του Σατανά και των αγγέλων του, από ποια γραφή διδάσκονται; Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτήν την μη δημοσιευμένη και απόρρητη διδασκαλία, την οποία διατήρησαν οι Πατέρες μας εν σιγή χωρίς να την πολυερευνούν και να την περιεργάζονται, επειδή ορθώς είχαν μάθει, ότι πρέπει με τη σιωπή να προστατεύουμε την σεμνότητα των μυστηρίων; Διότι πώς ήταν δυνατόν να διακηρυχτεί γραπτά το νόημα αυτών τα οποία ούτε να δουν επιτρέπεται όσοι είναι αμύητοι;
Τι επεδίωκε άραγε ο μέγας Μωϋσής με το να καθορίσει ότι δεν μπορούν όλοι να μπαίνουν στο ιερό; Τους βεβήλους δεν τους επέτρεψε ούτε εντός των περιβόλων να εισέρχονται· αφού δε άφησε τα προαύλια μόνο για τους καθαρότερους, τους Λευΐτες μόνο έκρινε ως άξιους να προσφέρουν λατρεία στο Θεό. Ενώ όμως ξεχώρισε ως έργο των ιερέων τα σφάγια και τα ολοκαυτώματα και όλη την άλλη ιερουργία, επέτρεψε σε έναν μόνο, τον αρχιερέα να εισέρχεται στα άδυτα. Και για αυτόν καθόρισε να εισέρχεται όχι πάντοτε, αλλά κατά μία μόνο ημέρα του χρόνου και κατά ορισμένη ώρα, ώστε να εποπτεύει τα άγια των αγίων με θάμβος, λόγω του ότι θα ήταν αυτό κάτι ασυνήθιστο και ξεχωριστό. Γνώριζε καλά ο σοφός Μωϋσής ότι εύκολα περιφρονεί κανείς το συνηθισμένο και ευκολοπλησίαστο, το απομακρυσμένο όμως και σπάνιο το θεωρεί κατά φυσική ακολουθία ως περισπούδαστο.
Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν και οι απόστολοι και πατέρες που έθεσαν εξ’ αρχής τους θεσμούς στην Εκκλησία επιδίωκαν να διαφυλάξουν με τη μυστικότητα και τη σιωπή τη σεμνότητα των μυστηρίων. Άλλωστε παύει να είναι μυστήριο αυτό που εύκολα το πληροφορείται ο οποιοσδήποτε. Αυτό είναι το νόημα της άγραφης παράδοσης, να μην αμεληθεί και περιφρονηθεί η γνώση των δογμάτων από τους πολλούς λόγω συνήθειας.
Διότι άλλο είναι το δόγμα και άλλο το κήρυγμα. Διότι το μεν δόγμα σιωπάται· τα κηρύγματα όμως δημοσιεύονται. Ένα είδος σιωπής είναι και η ασάφεια της Γραφής, με την οποία καθιστά αυτή δυσχερή την κατανόηση των δογμάτων για ωφέλεια των αναγνωστών.
Για αυτό το λόγο, ενώ όλοι στρεφόμαστε κατά την προσευχή προς την ανατολή, λίγοι γνωρίζουμε ότι επιζητούμε έτσι την παλαιά πατρίδα, τον παράδεισο, τον οποίο φύτεψε ο Θεός στην Εδέμ που βρίσκεται ανατολικά.
Όρθιοι προσφέρουμε τις ευχές κατά την ημέρα της Κυριακής· δεν γνωρίζουμε όμως όλοι τον λόγο. Όχι μόνο για να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας, με τη στάση μας κατά την αναστάσιμη ημέρα, την χάρη που μας δόθηκε, ότι δηλαδή αναστηθήκαμε μαζί με το Χριστό και εμείς και οφείλουμε να επιδιώκουμε τα άνω, αλλά και διότι φαίνεται ότι είναι αυτή και μία εικόνα της μέλλουσας ζωής. Για αυτό ενώ είναι η αρχή των ημερών της εβδομάδας, δεν ονομάστηκε από τον Μωϋσή πρώτη, αλλά μία. «Έγινε, λέει, βράδυ, ήλθε κατόπιν το πρωί, ημέρα μία». Και αυτό διότι η ίδια ημέρα κάνει τον ίδιο κύκλο πολλές φορές.
Είναι μία λοιπόν αυτή ημέρα, και συγχρόνως ογδόη και φανερώνει την μία πράγματι και αληθινή ογδόη ημέρα, στην οποία αναφέρεται και ο ψαλμωδός σε μερικές επιγραφές των ψαλμών, την κατάσταση που θα διαδεχτεί αυτόν το χρόνο, την ατέλειωτη ημέρα, την αβασίλευτη, που δεν την διαδέχεται η νύχτα, τον ατελείωτο εκείνο και αγέραστο αιώνα.
Αναγκαστικά λοιπόν η Εκκλησία διδάσκει στα τέκνα της να προσεύχονται σε αυτή την ημέρα όρθιοι, ώστε με την διαρκή υπενθύμιση της αιώνιας ζωής να μην παραμελούμε τα εφόδια για την εκεί μετάβασή μας.
Ολόκληρη πάλι η περίοδος της Πεντηκοστής είναι υπενθύμιση της στο μέλλον αναμενόμενης ανάστασης. Διότι εάν η μία εκείνη και πρώτη ημέρα επταπλασιαστεί επτά φορές, συμπληρώνει τις επτά εβδομάδες της ιερής περιόδου της Πεντηκοστής. Αρχίζει δηλαδή από Κυριακή και τελειώνει πάλι σε Κυριακή και επαναλαμβάνεται πάλι ενδιάμεσα πενήντα φορές ο ίδιος κύκλος της ημέρας. Μιμείται για αυτό την αιωνιότητα και είναι όμοια με αυτήν· όπως στην κυκλική κίνηση, αρχίζει από τα ίδια σημεία και τελειώνει πάλι στα ίδια.
Σε αυτήν λοιπόν την ημέρα οι θεσμοί της Εκκλησίας μάς δίδαξαν να προτιμούμε την όρθια στάση της προσευχής, σαν να μεταφέρουμε έτσι με την διαρκή υπενθύμιση το νου μας από τα παρόντα στα μέλλοντα. Και μετά από κάθε γονυκλισία επίσης σηκωνόμαστε, για να δείξουμε έτσι ότι λόγω της αμαρτίας πέσαμε στη γη, λόγω της φιλανθρωπίας όμως του κτίστη μας οδηγηθήκαμε στον ουρανό.
Δεν θα με φτάσει η ημέρα για να εκθέσω τα άγραφα μυστήρια της Εκκλησίας.
(Βασιλείου του Μεγάλου, Περί Αγίου Πνεύματος ΚΖ,66, εκδ. ΕΠΕ τόμος 10, σελ. 457-463 μετάφραση ελαφρώς παραλλαγμένη προς τα νέα ελληνικά)